Ένα πολύ δύσκολο θέμα, δεν ξέρω αν έχω το ανάστημα να το πιάσω. Οπότε, θ’ αφήσω άλλους να μιλήσουν. Θ’ αναφερθώ σε ακραίες περιπτώσεις - δε μ' ενδιαφέρουν οι στοχαστές αλλά οι άνθρωποι που ένιωσαν στο πετσί τους τι πα να πει βρωμιά και τρόμος, κατήφορος και προσβολές.
1. Η Ανηθικότητα της Συγχώρεσης
Ο Jean Amery (1912 – 1978) ήταν αυστριακός εβραϊκής καταγωγής. Στη ναζιστική κατοχή έφτιαξε μια αντιστασιακή οργάνωση στο Βέλγιο μαζί μ’ άλλους πιτσιρικάδες, η Γκεστάπο τους εντόπισε γρήγορα, πέρασε από στρατόπεδα βασανισμών, τελικά κατέληξε στο Άουσβιτς (και Μπούχενβαλντ, Μπέργκεν–Μπέλσεν). Κατάφερε να επιζήσει και περιγράφει τα βιώματά του στο βιβλίο At the Mind’s Limits, που θεωρείται από τα σημαντικότερα ντοκουμέντα του Ολοκαυτώματος, μπορείτε να το κατεβάσετε σε pdf εδώ (προσοχή: θέλει γερό στομάχι, εγώ δεν κατάφερα να το φτάσω ως το τέλος). Δυο δεκαετίες μετά την απελευθέρωσή του, ο Amery δημοσίευσε ακόμα ένα κείμενο να εξηγήσει τη άσβεστη πίκρα του για τους Γερμανούς:
Στα χρόνια μετά το 1945, οι επιζώντες σαν κι αυτόν ένιωσαν μια πρωτόγνωρη έξαρση. Όχι μόνο η ανακούφιση της απελευθέρωσης αλλά κι η αίσθηση ότι είναι ενωμένοι, μαζί με τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο, στην καταδίκη του Ναζισμού. Ο ίδιος ο Amery (Εβραίος, αντιστασιακός, πρώην φυλακισμένος του Άουσβιτς) πρώτη φορά στη ζωή του έπαψε να νιώθει μειονότητα. Θυμηθείτε ότι τότε ήταν που ξεκίνησε κι η περίφημη συλλογική ενοχή των Γερμανών, ο Amery το παραδέχεται: «ομολογώ ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα αν σύσσωμο το γερμανικό έθνος αισθάνεται ενοχές».
Όμως πολύ γρήγορα άρχισε να καταλαγιάζει η συζήτηση περί συλλογικής ενοχής. Οι επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης άρχισαν ν’ ακούν όλο και περισσότερο ότι κολλάνε στο παρελθόν, είναι εκδικητικοί, πεισμωμένοι κ.λπ. O Amery ανακάλυψε ότι ξανάρχισε να νιώθει μειονότητα. Με δικά του λόγια:
Συνεχίζουν να παραμένουν τα σκληρά συναισθήματά μου για τη Γερμανία. Αυτά τα 12 χρόνια του Χίτλερ συνεχίζω να τα καταλογίζω στον βιομηχανικό παράδεισο της νέας Ευρώπης, αλλά και στο μεγαλείο της Δύσης όλης
Ο Amery τελικά αυτοκτόνησε το 1978 κρατώντας την πίκρα του ως το τέλος, αρνούμενος να συγχωρέσει τη Γερμανία. Μ’ ενδιαφέρουν οι σκέψεις του. Δεν ήταν τυφλωμένος απ’ το μίσος, αντίθετα, βρίσκω το σκεπτικό του καθαρό και διεισδυτικό.
Ο κρατούμενος στα χέρια του βασανιστή μετατρέπεται σε απλό αντικείμενο (έμφαση δική μου):
Τότε ξαφνικά ένιωσα το πρώτο χτύπημα. Το οποίο περιείχε στον πυρήνα του όλα όσα ακολούθησαν. Λένε για ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό. Λένε ότι στα βασανιστήρια κάποιος χάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Δεν ξέρω αν χάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του, αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι χάνει οριστικά την εμπιστοσύνη του στο κόσμο που ζούμε
Τα βασανιστήρια, η λέξη από το Λατινικό torquere, "συστρέφω". Μια μικρή πίεση με το εργαλείο που κρατά ο βασανιστής είναι αρκετή για να κάνει τον άλλον –ο οποίος μπορεί να ξέρει όλον τον Χέγκελ και τον Καντ, τις εννιά συμφωνίες του Μπετόβεν– να γίνει ένα ζώο που ουρλιάζει καθώς το σφάζουν
Όποιος έχει κατακλυστεί από τον πόνο των βασανιστηρίων βιώνει το σώμα του όπως ποτέ άλλοτε. Μόνο στα βασανιστήρια γίνεται ολοκληρωτική η μεταμόρφωση ενός προσώπου σε σάρκα: εύθραυστος μπροστά στη βία, ουρλιάζοντας από τον πόνο, μην ελπίζοντας σε καμία βοήθεια, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίσταση, ο βασανιζόμενος γίνεται απλώς ένα σώμα και τίποτα άλλο. Στο τέλος απομένει με την εξίσωση: Σώμα = Πόνος = Θάνατος
Ας το σκεφτούμε αυτό όσοι απολαύσαμε ανέσεις, χορτάσεις, ερωτοπραξίες, διακοπές, πολυτέλειες, εκτεταμένη υγεία & ευεξία, εκτεταμένη ασφάλεια κ.λπ., καταστάσεις στις οποίες ισχύει Σώμα = Απόλαυση. Την ίδια στιγμή, για κάποιον άλλον ισχύει: Σώμα = Πόνος = Θάνατος.
Το τσάκισμα των βασανιστηρίων δεν επανορθώνεται ποτέ, το θύμα μένει για πάντα ψυχικά παραπληγικό (έμφαση δική μου):
Όποιος έχει υποστεί βασανιστήρια δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος άνθρωπος. Η ντροπή της ζημιάς που έπαθε δε διαγράφεται. Η εμπιστοσύνη του στον κόσμο που ζούμε κατάρρευσε ήδη με το πρώτο χτύπημα που δέχθηκε, μέχρι που στο τέλος χάθηκε οριστικά, μετά από όλη τη σειρά των βασανιστηρίων του. Σταματάει να βλέπει έναν κόσμο στον οποίο υπάρχει ελπίδα
Ποιο το νόημα της ποινής (συνοψίζω τις σκέψεις του):
Η ποινή, με κάποιον τρόπο, ενοποιεί τον εγκληματία με το θύμα, κλείνει το χάσμα ανάμεσά τους, την ανισότητα των εμπειριών τους, επιτρέποντας στον εγκληματία να δει την αλήθεια των πράξεών του. Αφυπνίζει τον εγκληματία σε μια πραγματικότητα χωρίς δικαιοσύνη, την πραγματικότητα που βίωσε το θύμα, εκεί που προηγουμένως ο εγκληματίας υπήρξε βολεμένος σ’ έναν εύτακτο κόσμο.
Ότι η συγχώρεση μπορεί να είναι ανήθικη:
Πέρασα δυο δεκαετίες να σκέφτομαι αυτά που τράβηξα. Πιστεύω ότι η συγχώρεση που προκύπτει από την κοινωνική πίεση είναι ανήθικη, να συγχωρείς φτηνά και νωθρά. Έχω δικαίωμα να διαφωνώ με τη φυσική ροή των πραγμάτων, ακόμα και με τη γιατρειά που φέρνει ο χρόνος. «Περασμένα ξεχασμένα»: αυτή η φράση είναι εχθρός προς την ηθική και τη διάνοια.
Η δύναμη να αντισταθείς στο «περασμένα ξεχασμένα» περιλαμβάνει τη διαμαρτυρία, την επανάσταση απέναντι στην πραγματικότητα. Θες ν’ ακυρωθεί ο χρόνος, να μείνει καρφωμένος ο εγκληματίας σ’ αυτό που έκανε: μόνο έτσι υπάρχει περίπτωση εγκληματίας και θύμα να συναντηθούν μαζί, άνθρωπος προς άνθρωπο.
Ο Amery δείχνει να τα έχει περισσότερο με τον κόσμο (φιλικά διακείμενο κατά τ’ άλλα) παρά με τους πρώην Ναζί βασανιστές του. Με τον πραγματιστικό κόσμο που σχολίαζε: «ας τα ξεχάσουμε αυτά, τώρα κοιτάμε μπροστά, εξάλλου η μεταπολεμική Γερμανία δεν είναι το ίδιο με τη Ναζιστική Γερμανία». Με τον ανίδεο, έως ξενέρωτο κόσμο που του έλεγε: «είσαι κολλημένος, εκδικητικός, η πίκρα σου είναι λαχτάρα για εκδίκηση».
Η διατήρηση της πίκρας δεν είναι λαχτάρα για εκδίκηση. Είναι λαχτάρα για έναν σύντροφο μέσ' στη μοναξιά:
Έψαξα καλά τον εαυτό μου, δεν είναι ακριβώς ότι θέλω εκδίκηση ή εξιλέωση ή αποζημίωση. Η εμπειρία που πέρασα ήταν μια τεράστια μοναξιά που δε μ’ έχει αφήσει μέχρι σήμερα. Όταν ο Wajs, ο άνθρωπος των SS, στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, εκείνη τη στιγμή ένιωσε την αλήθεια των εγκλημάτων του. Εκείνη τη στιγμή ήταν μαζί μου, δίπλα μου –κι εγώ δεν ήμουν ολομόναχος με το φτυάρι της καταναγκαστικής εργασίας. Θέλω να πιστεύω ότι τη στιγμή της εκτέλεσής του βρήκα έναν σύντροφο μέσ’ στη μοναξιά μου: κάποιον που ήθελε όσο κι εγώ να γυρίσει πίσω ο χρόνος, να ξεγίνουν αυτά που γίναν τότε.
Το μόνο σχόλιό μου, πολύ αμφιβάλω ότι ο άνθρωπος των SS ένιωσε την αλήθεια των εγκλημάτων του τη στιγμή της εκτέλεσής του. Μακάρι αλλά αμφιβάλω. Ποιο πιθανό ότι θα ένιωθε απόλυτα δικαιολογημένος, κατάφωρα αδικημένος, ή θα ‘χε παραλύσει απ’ το φόβο, ή θα έβγαλε μια τελευταία κραυγή αφοσίωσης στον Φύρερ.
2. Ο Παραλογισμός της Συγχώρεσης
Ο Vladimir Jankelevitch (1903 – 1985) ήταν Γάλλος, εβραϊκής καταγωγής, που έδρασε στην αντίσταση. Μπορεί να μην πέρασε την κόλαση του Amery, όμως κάτι έμαθε από τη διαρκή αγωνία, το κυνήγημα, τον καθημερινό φόβο Εβραίων κι αντιστασιακών στην κατεχόμενη Γαλλία. Τουλάχιστον είναι κάποιος που μπορεί να σταθεί κοντά στον Amery. Συνοψίζω μερικά λόγια του από το βιβλίο του Forgiveness που, όπως λέει κι ο τίτλος, μιλά για συγχώρεση:
Ο Jankelevitch συμφωνεί, η διατήρηση της πίκρας είναι 100% ορθολογική και δικαιολογημένη. Νόμος της φύσης. Οπότε, κάτι που πάει κόντρα σ’ αυτό, δεν μπορεί παρά να είναι αφύσικο. Παράλογο έως εκτρωματικό, ήλιος που ανατέλλει απ' τη Δύση, πέτρα που πέφτει στον ουρανό αντί να πέσει στη γη. Ας ονομάσουμε «συγχώρεση» το παράλογο που πάει κόντρα στους νόμους της φύσης.
Αυτό το παράλογο έχει κάτι να κάνει με το θαυμαστό ή το μυστηριώδες. Δεν έχει τίποτα να κάνει με κατανόηση κι ορθολογική σκέψη. Ας πούμε, είναι σαν η κα. Μέρκελ να ξυπνά ένα πρωί και να λέει στην Ελλάδα της κρίσης: «Όλο το χρέος σας διαγραμμένο, δε χρωστάτε τίποτα, ούτε ευρώ». Γιατί; Έτσι, χωρίς γιατί. Γιατί έχει η γάτα ένα αυτί. Τόσο ανορθόλογη είναι η συγχώρεση.
Η συγχώρεση πάει κόντρα σε Δαρβίνους, Άνταμ Σμιθ, Μαρξ, Χομπς, κόντρα σε «μεγιστοποιητές χρησιμότητας» (Δαρβίνος και διάφοροι εξελικτικοί), σε «φυσικές πλεονεξίες του ανθρώπου» (Άνταμ Σμιθ), σε «φυσικές τάσεις του ανθρώπου για ισχύ» (Χομπς), σε «ανθρώπους = σύνολα των κοινωνικών τους σχέσεων» (Μαρξ). Ο ευρωπαϊκός στοχασμός του 18ου–21ου αιώνα δεν έχει καμία πειστική ανάγνωση για τη συγχώρεση. Ο τέλειος παραλογισμός.
Η συγχώρεση δεν ψάχνει για αιτιολογήσεις. Δεν αιτολογείται από τίποτα στον κόσμο.
Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες, γιατί... (οτιδήποτε)». Αυτό δεν είναι συγχώρεση.
Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες, παρόλο που... (οτιδήποτε)». Αν περιλαμβάνει «παρόλο που» τότε δεν είναι συγχώρεση.
Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που ‘μου κανες, πέρασε καιρός, περασμένα–ξεχασμένα». Αν στηρίζεται στο πέρασμα του χρόνου τότε δεν είναι συγχώρεση.
Δεν είναι καν «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες». Ούτε αυτό είναι συγχώρεση. Εφόσον συνεχίζει να υπάρχει το «εγώ, με την ελεύθερη βούλησή μου, σε συγχωρώ». Δεν είναι στο χέρι μας να συγχωρέσουμε. Δεν εξαρτάται από μας. Είναι Κεραυνός παραλογισμού που χτυπάει κάποια στιγμή και μετά τρελαίνεσαι. Αν, μάλιστα, ρίξεις μια ματιά σ’ ένα ρολόι, μπορείς ακόμα και να σημειώσεις τη στιγμή του Κεραυνού.
Η συγχώρεση είναι: «Μου 'κανες μεγάλο κακό... (ΜΠΑΜ! χτυπά κεραυνός)... ποιο κακό; Για ποιο πράμα μιλάς; Δεν καταλαβαίνω». Κάτι τέτοιο είναι η συγχώρεση. Γιατί να συγχωρέσω; Χωρίς γιατί. Γιατί έτσι. Γιατί έχει η γάτα ένα αυτί. Ξυπνά η κα. Μέρκελ ένα πρωί και λέει: «δε χρωστάτε τίποτα».
Δεν είναι «ο ένοχος έχει ελαφρυντικά, γι’ αυτό τον συγχωρώ». Αυτό δεν είναι συγχώρεση. Είναι: «με χτυπά ένας Κεραυνός, οπότε ο ένοχος παύει να ‘ναι ένοχος».
Είναι αισχρό να βαφτίζεται «συγχώρεση» κάτι που στηρίζεται στο περασμένα–ξεχασμένα, ασέβεια προς τον πόνο του αθώου, ο οποίος ΠΟΤΕ δε διαγράφεται. Το αίμα του Άβελ φωνάζει στα ουράνια και ζητά δικαίωση. Η συγχώρεση είναι πιο συγγενική με το «δεν ξεχνώ» παρά με το «περασμένα–ξεχασμένα». Διότι πάντα το αίμα του αθώου θα κραυγάζει, πάντα το έγκλημα θα παραμένει, και (ΜΠΑΜ! κεραυνός)... ποιο έγκλημα; Για ποιο πράμα μιλάς; Τα λες περίεργα και δε σε καταλαβαίνω.
Αν δε σου είναι σκάνδαλο, αν δε σε ξεπερνά, τότε δεν είναι συγχώρεση.
Η κατανόηση κι η συγχώρεση είναι αμοιβαίως αποκλειόμενες. Είναι σα να λέμε π.χ. «μονοκύτταρος ελέφαντας»: αν είναι ελέφαντας δεν μπορεί να είναι μονοκύτταρος, αν είναι μονοκύτταρος δεν μπορεί να είναι ελέφαντας. Αν περιλαμβάνει κατανόηση τότε δεν είναι συγχώρεση• αν είναι συγχώρεση τότε έχει στον πυρήνα της μια στάλα τέλειου παραλογισμού.
Σταματώ εδώ, ο Jankelevitch δεν πέρασε τα βάσανα του Amery. Παρατηρήστε ότι οι δύο άντρες δε διαφωνούν καθόλου. Συμφωνούν 100%. Κι όμως αν συναντιόντουσαν, δε θα μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
3. Η Πραγματικότητα της Συγχώρεσης
Ο Viktor Frankl (1905 – 1997) ήταν αυστριακός Εβραίος που πέρασε κι αυτός απ’ το Άουσβιτς. Δυστυχώς (ή ευτυχώς) δεν ήταν στοχαστής, οπότε στο βιβλίο του Man’s Search for Meaning (1946) περιγράφει τις εμπειρίες του χωρίς φιλοσοφίες ή συμπεράσματα. Η μαρτυρία του έχει βάρος επειδή υπήρξε συγκρατούμενος του Jean Amery που είδαμε πιο πάνω, οι δυο άντρες γνωρίστηκαν στο Άουσβιτς. Ο ένας έμεινε με την πίκρα σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του (Amery), ο άλλος φανερώνει κάτι διαφορετικό (Frankl). Όμως ας τα πει με τα δικά του λόγια. Ο Viktor Frankl περιγράφει την κορυφαία του στιγμή στο Άουσβιτς:
Νωρίς το πρωί έπρεπε να βαδίσουμε ως το χώρο εργασίας. Φωνάζαν: «Απόσπασμα, εμπρός μαρς! Αριστερό–2–3–4! Αριστερό–2–3–4! Αριστερό–2–3–4! Βγάλτε τα πηλίκια!» Ακόμα αντηχούν στ’ αυτιά μου αυτές οι λέξεις. Με τη διαταγή «βγάλτε τα πηλίκια!» περνούσαμε απ’ την πύλη του στρατοπέδου και μας εξετάζαν με φακούς. Όποιος δεν περπατούσε ζωηρά, έτρωγε κλωτσιά. Ακόμα χειρότερα πάθαινε όποιος δεν άντεχε το κρύο και κατέβαζε το πηλίκιο στ’ αυτιά πριν δοθεί η άδεια.
Βαδίζαμε στο σκοτάδι, πάνω από βράχους και λακούβες. Οι φρουροί φωνάζαν όλη ώρα και μας οδηγούσαν με τους υποκόπανους. Κάποιοι, πολύ κουρασμένοι, στηρίζονταν στο μπράτσο του διπλανού τους. Δε μιλούσαμε σχεδόν καθόλου, μας τρυπούσε ο παγωμένος αέρας. Ξαφνικά ο διπλανός μου, με το στόμα χωμένο στο γιακά, ψιθύρισε: «Ε ρε και να μας βλέπαν τώρα οι γυναίκες μας! Ελπίζω αυτές να ‘ναι καλύτερα στο δικό τους στρατόπεδο και να μην ξέρουν τι τραβάμε». Μου ήρθε στο μυαλό η γυναίκα μου. Σερνόμασταν για μίλια, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, τραβώντας ο ένας τον άλλον, παραπατώντας πάνω σε παγωμένα σημεία, δε λέγαμε κουβέντα όμως ξέραμε κι οι δυο: ο καθένας σκεφτόταν τη γυναίκα του. Πού και πού κοιτούσα τον ουρανό καθώς έσβηναν τ’ αστέρια, το πρώτο φως της αυγής έβγαινε πίσω απ’ τα σύννεφα.
Όμως η εικόνα της γυναίκας μου είχε καρφωθεί ξεκάθαρη στο μυαλό μου. Την άκουσα να μου μιλά, είδα το χαμόγελό της, το τίμιο κι ενθαρρυντικό βλέμμα της. Είτε πραγματική είτε όχι, αυτή η εικόνα ήταν πιο φωτεινή κι απ’ τον ήλιο που ανέτειλε.
Τότε ξαφνικά μια σκέψη με καθήλωσε: πρώτη φορά στη ζωή μου είδα την αλήθεια σ’ αυτό που τραγούδησαν τόσοι ποιητές, κήρυξαν τόσοι στοχαστές. Ότι η αγάπη είναι ο τελικός κι υψηλότερος στόχος του ανθρώπου. Τότε κατάλαβα το νόημα του μεγαλύτερου μυστικού της ανθρώπινης ποίησης, σκέψης, πίστης. Ότι η σωτηρία του ανθρώπου γίνεται μέσα στην αγάπη και δια της αγάπης. Το κατάλαβα πώς γίνεται, ένας άνθρωπος που τα ‘χει χάσει όλα, παρόλα αυτά μπορεί να είναι ευτυχισμένος έστω και για μια μικρή στιγμή, με τη σκέψη της αγαπημένης του. Ακόμα και στην απόλυτη ένδεια και στην απόλυτη ανημπόρια, όταν το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ν’ αντέξει τα βάσανά του με σωστό τρόπο –με τιμητικό τρόπο– ακόμα και τότε ένας άνθρωπος μπορεί να βρει πλήρωση στη λατρεμένη ανάμνηση της αγαπημένης του.
Πρώτη φορά στη ζωή μου μπόρεσα να καταλάβω το νόημα των λέξεων: «οι άγγελοι είναι χαμένοι μέσ' στη διαρκή ενατένιση μιας άπειρης δόξας». Μπροστά μου ένας άντρας σκόνταψε κι όσοι ακολουθούσαμε πέσαμε πάνω του. Ο φρουρός έτρεξε και μας ξανάβαλε σε σειρά με το μαστίγιο. Για λίγα λεπτά οι σκέψεις μου διακόπηκαν. Όμως γρήγορα η ψυχή μου ξαναβρήκε τον δρόμο σ’ έναν άλλο κόσμο, άφησε πίσω την πραγματικότητα του φυλακισμένου, συνέχισα τη συνομιλία με την αγαπημένη μου. Τη ρώτησα διάφορα και μου απάντησε• μετά με ρώτησε αυτή και της απάντησα εγώ.
«Στοπ!». Φτάσαμε στο χώρο εργασίας. Όλοι τρέξαμε στο μισοσκόταδο να βρούμε κάποιο σκεπάρνι ή φτυάρι της προκοπής. «Δε μπορείτε να βιαστείτε, ρε γουρούνια;». Γρήγορα πήραμε τις θέσεις της προηγούμενης μέρας στο χαντάκι που σκάβαμε. Το παγωμένο χώμα ράγιζε κάτω απ’ τα χτυπήματα των σκεπαρνιών κι έβγαζε σπίθες. Όλοι δουλεύαμε σιωπηλοί, το μυαλό μας παγωμένο.
Το δικό μου μυαλό είχε κολλήσει στην εικόνα της γυναίκας μου. Σκέφτηκα ότι δεν ήξερα καν αν ήταν ζωντανή. Το μόνο που ήξερα καλά, ότι η αγάπη φτάνει πιο πέρα από τη φυσική ύπαρξη της αγαπημένης. Βρίσκει το νόημά της στο πνεύμα, στον εσωτερικό άνθρωπο. Είτε υπάρχει είτε όχι, είτε είναι ζωντανή είτε όχι, με κάποιον τρόπο αυτά χάνουν τη σημασία τους. Δεν ήξερα αν η γυναίκα μου ζούσε και δεν είχα τρόπο να το μάθω, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής μας δεν είχαμε αλληλογραφία ή ειδήσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν αδιάφορο. Δε μ’ ένοιαζε καν να μάθω, τίποτα δεν μπορούσε ν’ αγγίξει τη δύναμη της αγάπης μου, τις σκέψεις μου, την εικόνα της αγαπημένης μου. Ακόμα και να ‘ξερα τότε τον θάνατό της [μετά την απελευθέρωσή του, ο Viktor Frankl έμαθε ότι η γυναίκα του είχε ήδη πεθάνει], πιστεύω ότι θα συνέχιζα να θαυμάζω την εικόνα της στο μυαλό μου, αδιάφορος γι’ αυτήν την πληροφορία, πιστεύω ότι η μεταξύ μας κουβέντα θα συνέχιζε να είναι το ίδιο καθαρή και να με γεμίζει με την ίδια ικανοποίηση.
«Βάλε με σφραγίδα πάνω στην καρδιά σου, αγάπη δυνατή σαν τον θάνατο».
Ό,τι κι αν σημαίνουν τα παραπάνω. Μεταφέρω τα λόγια του Frankl. Να είστε 100% σίγουροι ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα που δε μας τα λέει, τα κρατά για τον εαυτό του (και τη γυναίκα του). Δημοσιευμένο βιβλίο, γράφει μόνο αυτά που μπορούν να ειπωθούν στους τουρίστες (εμείς είμαστε οι τουρίστες), όχι τα σημαντικότερα.
Είναι δυο πολύ διαφορετικά βιβλία αυτό του Amery κι αυτό του Frankl. Όμως ως προς το ύφος, όχι ως προς τα βιώματα και τα ιστορικά ντοκουμέντα. Η κόλαση του Άουσβιτς ήταν κοινή και για τους δυο. Στο βιβλίο του Frankl απουσιάζει η πίκρα. Διαφαίνεται κάτι αντίθετο (όμως πριν βιαστούμε να μέμψουμε τον Amery, μην ξεχνάμε ότι πάντα μπορεί να μας πει: «έλα πρώτα να τραβήξεις αυτά που τράβηξα εγώ και τα λέμε μετά»).
Ας πούμε, φαίνεται στη συμπάθεια με την οποία ο Frankl μιλά για τους λίγους δεσμοφύλακες που προσπαθούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Ήταν λίγοι. Όμως είναι φανερό στο γράψιμό του ότι τους θυμάται με ωραίο τρόπο.
Μπορώ να το βεβαιώσω και προσωπικά. Όλοι εσείς που διαβάζετε χρόνια το μπλογκ, πιστεύω πια γνωριζόμαστε μεταξύ μας, ξέρετε ποιος είμαι, ποιος ήταν ο θείος μου. Τον έχετε δει ένα σωρό φορές στην TV, σε αφιερώματα κατά την επέτειο της χούντας. Μου έχει περιγράψει την εμπειρία της φυλακής. Ανάμεσα στ’ άλλα, και τους λίγους δεσμοφύλακες που κοιτούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Να κάνουν τα στραβά μάτια, πως δε βλέπουν, πως δεν καταλαβαίνουν – όσο τους έπαιρνε φυσικά, είχαν ν’ αναφερθούν σε ανωτέρους. Τεσπά, τους λίγους που προσπαθούσαν να μην τυραννήσουν τους κρατούμενους παραπάνω απ’ όσο ήδη τυραννιούνται. Λοιπόν, αυτούς τους λίγους δεσμοφύλακες ο θείος μου τους θυμόταν με συμπάθεια. Μιλούσε γι’ αυτούς σχεδόν σα να ‘ταν φίλοι του.
Αυτό ακριβώς και στο βιβλίο του Frankl. Με πόση συμπάθεια θυμάται τους λίγους δεσμοφύλακες, μάγειρες, εργοδηγούς κ.α. που προσπαθούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Φαίνεται στο γράψιμό του. Όπως επίσης κι η απουσία πίκρας. Περιγράφει τους τυράννους και τους βασανιστές του ουδέτερα, σα να ήταν υπνοβάτες, μεθυσμένοι, μικρά παιδιά, άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν.
Παρατηρήστε ότι κι ο Amery με τον Frankl δε μοιάζει να διαφωνούν σε κάτι. Όμως σίγουρα δε θα μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Καταλαβαίνω ότι ο Frankl χτυπήθηκε από Κεραυνό εκείνο το χάραμα, στο χαντάκι της καταναγκαστικής εργασίας. Και μετά τίποτα δεν ήταν ίδιο. Καλύτερα να τον αφήσω να το πει με τις δικές του λέξεις:
Δεν κρατώ κακία σε κανέναν που μου ‘κανε κακό. Και δεν ξεχνώ κανέναν που μου έκανε έστω και το παραμικρότερο καλό.
Θα το ‘θελα αυτό επιγραφή στην κορφή του βουνού της Σαμοθράκης, εκεί που ο Ποσειδώνας παρακολουθούσε τον Τρωικό πόλεμο (ίσως μου τη βιδώσει και το κάνω μια μέρα, δεν είναι κακή ιδέα)
* * *
΄
Κλείνω μ’ ένα ποίημα του Τίτου Πατρίκιου:
Είμαστε φάτσα με φάτσα
Με τον εχθρό μου.
Ένα γραφείο μονάχα μας χωρίζει
Σα χαράκωμα ή σαν τάφος.
Πίσω απ' τις αξιοπρεπείς μας μάσκες
Από πολύ βαθιά ανεβαίνει και μας καίει το μίσος.
Και να που τούτη τη στιγμή,
Τώρα που παίζεται η ζωή μου,
Ανακαλύπτω στη μορφή του πως
Θα μπορούσα να τον είχα αγαπήσει.
Να που τούτη τη στιγμή ανακαλύπτει
στη μορφή μου
Πως θα μπορούσε να με είχε αγαπήσει.