Κάποιο Ρομπότ Που Μ' Είδε Με Θυμήθηκε

“Κατά το διάστημα που ο Φατ έζησε αυτήν την υπέρθεση των δύο κόσμων”, έγραφε αυτοβιογραφικά ο Φίλιπ Ντικ στο VALIS για τον Χορς Φατ (δηλαδή, για τον εαυτό του), «από τη μια η Καλιφόρνια του 1974 κι από την άλλη η αρχαία Ρώμη, είδε και κάτι άλλο ακόμα, ένα κοινό γκεστάλτ στα δύο χωροχρονικά συνεχή, ένα στοιχείο που το μοιράζονταν οι δύο κόσμοι: μια Μαύρη Σιδερένια Φυλακή. Η Αυτοκρατορία. Μόλις την είδε, την αναγνώρισε. Όλοι ζούσαν μέσα της χωρίς να το καταλαβαίνουν. Η Μαύρη Σιδερένια Φυλακή είχε γίνει ο κόσμος τους». Έγραψα και παλιότερα για τον Γνωστικισμό του Ντικ και για το Σίδερο, το προσωπικό του σύμβολο για τις δυνάμεις του Κακού Δημιουργού (Demiurge). Είναι αστεία η σύμπτωση (;) αλλά κι ο Μαξ Βέμπερ χρησιμοποίησε μια παρόμοια εικόνα στις τελευταίες γραμμές του γνωστού δοκιμίου του, για να περιγράψει την αυξανόμενη ορθολογικοποίηση & μηχανοποίηση της ζωής μας:


Αυτή η νέα οικονομική τάξη είναι προς το παρόν περιορισμένη στις τεχνικές και οικονομικές συνθήκες της μηχανοποιημένης παραγωγής, που σήμερα προσδιορίζουν με ακαταμάχητη δύναμη τη ζωή όλων μέσα στον μηχανισμό της – κι όχι μόνο σ’ ό,τι έχει να κάνει με την οικονομική δραστηριότητα. Ίσως να συνεχίσει έτσι μέχρι να εξαντληθούν όλα τα ορυκτά καύσιμα της Γης. Ο Μπάξτερ έλεγε ότι η έγνοια των εξωτερικών αγαθών θα πρέπει να πέφτει στους ώμους μας όπως ένας ελαφρύς μανδύας, που να μπορούμε ανά πάσα στιγμή να πετάξουμε. Όμως η μοίρα το θέλησε κι αυτός ο μανδύας έγινε ένα σιδερένιο κελί (stahlhartes Gehäuse = κέλυφος σκληρό σαν χάλυβας). 


Το σύμβολο του Βέμπερ, όπως και το Σίδερο του Ντικ, είναι διττό, αναφέρεται τόσο σε εσωτερικές συνθήκες όσο και σε εξωτερικές. Όταν η ζωή μας μετατρέπεται σε μηχανή, τότε ζούμε μέσα στο Σιδερένιο Κελί• κι όταν γινόμαστε, όπως αναφέρει ο Βέμπερ, «ειδικοί χωρίς πνεύμα, αισθησιοκράτες χωρίς καρδιά: αυτή η μηδαμινότητα φαντάζεται ότι κατέκτησε κάποιο πρωτόγνωρο επίπεδο πολιτισμού», τότε φοράμε τον Χαλύβδινο Μανδύα. Υπάρχει σωτηρία;... Ας δούμε μια ωραία ιστοριούλα, που συνέβη κάποτε στην Αμερική. Αξίζει πολλαπλά, γιατί δείχνει όμορφα τα όρια της Αυτοκρατορίας και της Φυλακής• γιατί περιγράφει μια φοβερή νίκη της φιλοσοφίας έναντι του αφελούς εμπειρισμού και του αβασάνιστου ποζιτιβισμού• και γιατί αποδεικνύει ότι και οι μεγαλύτεροι ειδικοί του κόσμου, εξοπλισμένοι με τα σατανικότερα μηχανήματα, μπορεί να πέσουν πολύ έξω – όχι γιατί έκαναν λάθος στους υπολογισμούς τους, αλλά γιατί όλη η σύλληψή τους ήταν λάθος από την αρχή.

Ο Πίνδαρος έγραψε για ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ᾽ ὁμοῖα κέλευθοι φέρον, το οποίο πρέπει να σημαίνει: οι δρόμοι (της Ρόδου) είχαν αγάλματα που κινούνταν σαν ζωντανά• μπορούμε να πούμε ότι η ρομποτική έχει προϊστορία χιλιετιών. Την εποχή του Πινδάρου, τα κινούμενα αγάλματα θεωρούνταν μια προσπάθεια κατασκευής θεών. Όμως το μεγάλο ρίγος της Τεχνητής Νοημοσύνης – χαϊδευτικά ΑΙ – που ξεκίνησε με το συνέδριο του Dartmouth το 1956 και ηλέκτρισε την αμερικάνικη & παγκόσμια κοινωνία, θεωρήθηκε μια προσπάθεια κατασκευής ανθρώπων. Είχε ήδη γίνει κατανοητό ότι οι Η/Υ, πέρα από υπολογισμούς, μπορούσαν επίσης και να χειρίζονται σύμβολα με βάση κάποιους κανόνες κι ότι τα σύμβολα αυτά μπορούσαν να αντιπροσωπεύσουν οτιδήποτε στον κόσμο – άρα τα μηχανήματα μπορούσαν να χειριστούν λέξεις, έννοιες, ιδιότητες, προτάσεις, να φτιάξουν μοντέλα του εξωτερικού κόσμου, να πάρουν αποφάσεις κ.α. Η συνέχεια ήταν εκρηκτική: το 1950, ο Alan Turing προφήτεψε ότι μέχρι τέλος του αιώνα θα υπάρξουν ευφυείς Η/Υ• το 1951 κατασκευάστηκαν τα πρώτα τεχνητά νευρωνικά δίκτυα• τα προγράμματα που έπαιζαν σκάκι και ντάμα γίνονταν όλο και πιο ανταγωνιστικά, τουλάχιστον για τους ερασιτέχνες• δημιουργήθηκαν μηχανές που ανέλυαν την αγγλική γλώσσα και ο στόχος πια ήταν η μηχανή που θα ξεγελάσει τους ανθρώπους στο γνωστό τεστ Turing• άλλες μηχανές έλυναν προβλήματα Άλγεβρας και Γεωμετρίας, ενώ ο Herbert Simon σχεδίασε ένα πρόγραμμα που απέδειξε 38 θεωρήματα των Russell & Whitehead, βρήκε μάλιστα και πιο κομψές αποδείξεις. Ποιο ήταν το όριο; Οι μηχανές να αντιγράψουν – ή και να ξεπεράσουν; – όλη την ανθρώπινη σκέψη, ίσως; Στο κάτω-κάτω, και ο Η/Υ και ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι συμβολικά συστήματα, δηλαδή αναπαραστούν τον εξωτερικό κόσμο με σύμβολα – είτε με σειρές από bits (η μία μηχανή) είτε με σειρές από αλλεπάληλους νευρωνικούς παλμούς (η άλλη μηχανή) – και τα χειρίζονται με κάποιους κανόνες. Έτσι δεν είναι; Όταν πάντως έγινε το συνέδριο του Dartmouth που έφερε κοντά τόσους ταλαντούχους ερευνητές, μαθηματικούς και μηχανικούς (Marvin Minsky, Allen Newell, Herbert Simon, John McCarthy κ.α.), δημιουργήθηκε μια κανονική Φιλική Εταιρεία της ΑΙ, που δέθηκε με όρκο ότι οι μηχανές και τα προγράμματά τους θα φτάσουν ή και θα ξεπεράσουν κάθε πλευρά της ανθρώπινης νοημοσύνης. Έτσι έπρεπε να έβλεπαν τον εαυτό τους, σαν στρατιώτες με αποστολή να καταδείξουν πως ό,τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, θα το κάνει και η μηχανή: ποιήσωμεν AI κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν. Και θα το κάνει ακόμα καλύτερα.

Οι ανακοινώσεις στον Τύπο προκάλεσαν αίσθηση και το Πεντάγωνο τούς έλουσε με εκατομμύρια δολάρια να κατασκευάσουν τις μηχανές που θα κάνουν ό,τι και ο άνθρωπος – κι ακόμα καλύτερα. Μέσα στα επόμενα χρόνια, οι ανακοινώσεις που έβγαιναν από τα εργαστήρια ΑΙ ήταν συναρπαστικές και είχαν όλες μια ρητορική προεκλογικού Αντώνη Σαμαρά: σύντομα έρχεται το αυτοκίνητο που θα οδηγεί μόνο του• η μηχανή που θα καταλαβαίνει Αγγλικά• το πρόγραμμα που θα κλείσει το σπίτι όλων των μαθηματικών του κόσμου κ.α. Το 1957, ο Herbert Simon δήλωσε ότι μέσα σε 10 χρόνια οι Η/Υ θα προσομοιώσουν το σύνολο της ανθρώπινης ψυχολογίας, ενώ όταν το 1968 βγήκε στους κινηματογράφους το 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος, ο Marvin Minsky δήλωσε ότι μέσα σε μια γενιά θα είναι έτοιμοι οι έξυπνοι Η/Υ, όπως ο HAL 9000 στην ταινία. Οι ερευνητές είχαν μια ενθουσιώδη στάση: προσεχώς θαύματα.

Μέσα σ’ εκείνο το μεθύσι, μόνο ένας άνθρωπος ουσιαστικά βρήκε το κουράγιο να προβάλει αντιρρήσεις. Ο καθηγητής Hubert Dreyfus δεν είχε ιδέα από τα τεχνικά των Η/Υ, δίδασκε Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο ΜΙΤ, γι’ αυτό και διατύπωσε την κριτική του οπλισμένος μόνο με τον Χάιντεγκερ και τον Μερλό-Ποντί (ποιον;): Το έχετε πιάσει λάθος εξαρχής γι’ αυτό και δεν θα πάτε πολύ μακριά• η ανθρώπινη ικανότητα και η ανθρώπινη νοημοσύνη δεν είναι αυτό που νομίζετε, ούτε ο άνθρωπος λειτουργεί με σύμβολα και κανόνες.

Ο Dreyfus δημοσίευσε την πρώτη κριτική του το 1964 και λίγο αργότερα το βιβλίο του What Computers Can’t Do δημιούργησε αίσθηση στο ευρύ κοινό και πολλούς εκνευρισμούς στους ερευνητές της ΑΙ. Ήταν μια μοναχική φωνή που τους χαλούσε το πάρτι. Τον χλεύασαν, τον περιφρόνησαν και κορόιδεψαν την άγνοιά του για τα τεχνικά της ΑΙ. Κάποιοι από αυτούς στο ΜΙΤ έφτασαν μάλιστα στο σημείο και να τον αποφεύγουν στο εστιατόριο του ινστιτούτου ή να πιέζουν τη διοίκηση να τον απολύσει για να μην ακούσουν από το Πεντάγωνο την κριτική του και κλείσουν την κάνουλα – συμβαίνουν συχνά αυτά στον ακαδημαϊκό χώρο, ακόμα και στις καλύτερες οικογένειες.

Τα χρόνια όμως περνούσαν και τα θαύματα δεν έλεγαν να έρθουν... Οι μηχανές έφταναν μέχρι κάποιο σημείο και μετά κολλούσαν, αντιμετώπιζαν απροσδόκητα προβλήματα που δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν. Για παράδειγμα, οι προγραμματιστές έφτιαχναν ρομπότ που εκτελούσαν απλές πράξεις μέσα σε τεχνητούς μικρόκοσμους (π.χ. αναγνώριση, μετακίνηση και στίβαξη κυβικών αντικειμένων μέσα σε ένα δωμάτιο), οι διδακτορικοί τους φοιτητές αναγκάζονταν να αναφέρουν στις διατριβές τους ότι τα πειράματα στους τεχνητούς μικρόκοσμους συλλαμβάνουν όλον τον «πυρήνα» της ανθρώπινης λειτουργικότητας κι ότι είναι πλέον τυπικό θέμα οι μικρόκοσμοι να γίνουν πιο ρεαλιστικοί και οι λειτουργίες των μηχανών να γενικευτούν. Όμως αυτό δεν γινόταν ποτέ... Για κάποιον μυστήριο λόγο, τα ρομπότ ήταν καλά μόνο για τους τεχνητούς μικρόκοσμους, πέρα από αυτούς ήταν σαν ψάρια έξω από το νερό. Μέχρι που το 1973 το Πεντάγωνο βαρέθηκε να περιμένει τα υποσχεμένα θαύματα και τους έκοψε τις χορηγίες. Ο κλάδος της ΑΙ έπεσε στον πρώτο του βαρύ χειμώνα.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε και μπορούμε να πούμε ότι ο Dreyfus νίκησε κατά κράτος. Και μάλιστα νίκησε εκεί ακριβώς που είχε επισημάνει από την αρχή, στο φύση της ανθρώπινης λειτουργικότητας και νοημοσύνης. Ο David Graeber αναρωτιόταν σ’ αυτό το άρθρο, On Flying Cars and the Declining Rate of Profit, πού πήγαν τα τεχνολογικά θαύματα που κάποτε έμοιαζαν έτοιμα να υλοποιηθούν, ποιος μας πήρε τις υποσχέσεις και τα Sci-Fi όνειρα της νιότης μας• λοιπόν, ένα μεγάλο μέρος αυτών των υποσχέσεων απεδείχθησαν δηλώσεις που μείνανε δηλώσεις λόγω της εντελώς αβασάνιστης φιλοσοφίας μερικών κατά τ’ άλλα λαμπρών επιστημόνων της ΑΙ, οι οποίοι τελικά νικήθηκαν από τον Χάιντεγκερ και τον Μερλό-Ποντί (ποιος είναι αυτός;). Η διαμάχη επανήρθε στη δεκαετία του ’80, κατά τη δεύτερη άνοιξη της ΑΙ, με τα λεγόμενα expert systems, τα οποία είχαν πιο περιορισμένους στόχους, δεν επιχειρούσαν να αντιγράψουν πλήρως την ανθρώπινη συμπεριφορά, μόνο τον τρόπο λειτουργίας των ειδικών (experts) σε κάποιους συγκεκριμένους τομείς. Ο Dreyfus ήταν πάλι εκεί και κατέδειξε τους περιορισμούς των συστημάτων αυτών: είναι μεν ένα βοήθημα, αλλά δεν θα φτάσουμε ποτέ να έχουμε ηλεκτρικούς γιατρούς και ηλεκτρικούς δασκάλους.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το τοπίο άλλαξε ριζικά. Η νεότερη γενιά των επιστημόνων της Τεχνητής Νοημοσύνης στράφηκε στην (ψευδο)χαϊντεγκεριανή ΑΙ – θα δούμε στην πορεία τι ακριβώς είναι αυτή – ως μόνη λύση για να κατασκευαστούν μηχανές που μπορούν να λειτουργούν στοιχειωδώς σε πραγματικό περιβάλλον. Πιονιέροι ήταν ο Rodney Brooks, ο Walter Freeman, ο Phil Agre κ.α. Τη λέμε ψευδο- επειδή οι επιστήμονες δέχτηκαν μεν αρκετές από τις παρατηρήσεις του Χάιντεγκερ, όχι όλες πάντως. Τουλάχιστον όμως κατασκευάστηκαν επιτέλους κάποια ρομπότ τα οποία μπορούσαν κάτι να κάνουν – στον πραγματικό κόσμο, όχι μόνο μέσα στα εργαστήρια. Απ’ όσο ξέρω, σήμερα μόνο κάποιοι αμετανόητοι σταλινικοί μεγάλης ηλικίας επιμένουν να ταλαιπωρούν τους διδακτορικούς τους φοιτητές με τη χαϊδευτικά αποκαλούμενη GOFAI (Good Old-Fashioned Artificial Intelligence), η οποία συνεχίζει να λειτουργεί με σύμβολα και κανόνες.

Ακολούθως θα παρουσιάσω μερικά από τα κυριότερα επιχειρήματα του καθηγητή Dreyfus, με απλά λόγια και παραδείγματα. Δείτε το σαν μια μελέτη για το τι είναι και τι δεν είναι ο άνθρωπος, η νοημοσύνη και η ικανότητά του:




1. Το Γλωσσικό Επιχείρημα (Hubert Dreyfus & John Searle)

Στόχος: να κατασκευαστεί μια μηχανή, ένα bot, το οποίο να συνομιλεί με τέτοια ευλογοφάνεια, ώστε να περάσει με επιτυχία το γνωστό τεστ Turing – να ξεγελάσει δηλαδή τον ανθρώπινο συνομιλητή ότι πίσω από την οθόνη κρύβεται άνθρωπος, όχι ρομπότ.

Λοιπόν... ένας Η/Υ μπορεί να μάθει ν’ αναγνωρίζει ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα, χρόνους, κλίσεις κ.λπ., να διακρίνει κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις, ερωτήσεις, προσταγές, καταφάσεις κ.α. Μπορεί να μάθει όλη τη γραμματική και το συντακτικό, να ενσωματώσει βάσεις δεδομένων με τεράστιο όγκο πληροφοριών και ορισμών – αυτά είναι εύκολα για ένα μηχάνημα που χειρίζεται σύμβολα βάσει κάποιων κανόνων. Όμως ο συνηθισμένος, καθημερινός μας λόγος εξαρτάται πάντα από το βιοτικό πλαίσιο (context) στο οποίο αναφέρεται, συνεχώς μιλάμε με υπονοούμενες αναφορές που η μηχανή δεν θα μπορέσει να συλλάβει επειδή δεν ξέρει τις αμέτρητες συμβάσεις τους. Σκεφτείτε το εξής παράδειγμα:

- (Α): Θα έρθεις στο πάρτι;
- (Β): Ναι, θα έρθω / Όχι, δεν θα έρθω

Η μηχανή μπορεί να χειριστεί αυτόν τον διάλογο, ο οποίος δεν έχει υπονοούμενες αναφορές σε βιοτικά πλαίσια. Όμως:

- (Α): Θα έρθεις στο πάρτι;
- (Β): Είμαι πνιγμένος στη δουλειά.

Εμείς καταλαβαίνουμε ότι ο Β δεν θα έρθει στο πάρτι επειδή ξέρουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στην εργασία και τη διασκέδαση, ότι ο ημερήσιος χρόνος είναι περιορισμένος κ.λπ. Η μηχανή όμως εδώ δεν θα μπορέσει να καταλάβει ότι ο Β απάντησε αρνητικά, ακόμα κι αν έχει τους ορισμούς για το πάρτι και για τη δουλειά, και θ’ απαντήσει κάτι σουρεαλιστικό. Ούτε είναι εύκολο να προγραμματιστεί εκ των προτέρων για όλα τα βιοτικά πλαίσια τα οποία μπορεί να υπονοηθούν στον συνηθισμένο λόγο! Σκεφτείτε:

- (Α): Θα έρθεις στο πάρτι;
- (Β): Έχουμε τσακωθεί με τη Μαρία.

Ο άνθρωπος συμπεραίνει αμέσως κάποιο σενάριο, ότι π.χ. η Μαρία θα είναι στο πάρτι και ο Β θέλει να την αποφύγει, ο Η/Υ όμως μόνο αν προγραμματιστεί εξαρχής με πληροφορίες για τις ανθρώπινες σχέσεις, τις συχνές ζηλοτυπίες κ.λπ. θα μπορέσει να συμπεράνει την αρνητική απάντηση. Αλλά και πάλι, υπάρχουν τόσα πολλά βιοτικά πλαίσια:

- (Α): Θα έρθεις στο πάρτι;
- (Β): Απεργούν οι οδηγοί του μετρό

Ή ένα άλλο παράδειγμα με υπονοούμενο βιοτικό πλαίσιο:

- (Α): Θα έρθεις στο πάρτι;
- (Β): Χθες πέθανε ο αδερφός μου.

Εμείς καταλαβαίνουμε εύκολα ότι ο Β απαντά αρνητικά σ’ όλα τα παραπάνω, η μηχανή όμως δεν θα ξέρει τι να καταλάβει και θα αντιγυρίσει κάποιο άσχετο σχόλιο, σαν τον Γιώργο Παπανδρέου, που θα ξενίσει τον ανθρώπινο συνομιλητή. Σκεφτείτε ένα άλλο παράδειγμα:

- Είδα έναν ηλικιωμένο πάνω σ’ ένα μηχανάκι με μια ξεφούσκωτη ρόδα που έμοιαζε με Περουβιανό.

Εμείς καταλαβαίνουμε εύκολα ότι το με μια ξεφούσκωτη ρόδα αναφέρεται στο μηχανάκι, όχι στον ηλικιωμένο, ενώ το που έμοιαζε με Περουβιανό αναφέρεται στον ηλικιωμένο, όχι στο μηχανάκι. Το bot όμως δεν ξέρει ότι τα μηχανάκια είναι που έχουν ρόδες, οι ηλικιωμένοι συνήθως δεν έχουν, ενώ Περουβιανά μηχανάκια μάλλον δεν υπάρχουν. Οπότε θα αντιγυρίσει κάποιο σουρεαλιστικό σχόλιο και θα προδοθεί. Άλλο κλασικό παράδειγμα:

- Ο Γιάννης πήγε στο εστιατόριο, παρήγγειλε μια μακαρονάδα, ήρθε και ήταν χυλωμένη, οπότε ο Γιάννης τσατίστηκε κι έφυγε χωρίς να πληρώσει.

Πάλι είμαστε εμείς, οι γνώστες του βιοτικού πλαισίου, που καταλαβαίνουμε ότι ο Γιάννης δεν έφαγε τη μακαρονάδα. Το ρομπότ όμως δεν θεωρεί ότι έχει κάποια πληροφορία για το αν ο Γιάννης την έφαγε ή δεν την έφαγε.

Όλα τα παραπάνω είναι κόλπα για να ξεσκεπάσεις ένα bot στο τεστ Turing. Υπάρχουν και διάφορα άλλα, π.χ. οι μεταφορές: τα bot συνήθως είναι ηβηφρενικά, τείνουν να ερμηνεύουν τις μεταφορές ως κυριολεξίες οπότε αν τους πεις, όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί, μπορεί και να σου αντιγυρίσουν ότι αυτό είναι ανθυγιεινό, θα πάθουν δηλητηρίαση. Ή η κατασκευή καινούργιων λέξεων• ένας ανθρώπινος συνομιλητής θα καταλάβει τι εννοείς όταν μιλάς για τη μαυροπροβατοποίηση της Ελλάδας στην Ευρώπη και την αποδιοπομπαιοτραγοποίηση των μεταναστών στην Ελλάδα, το bot όμως θα πάθει εμπλοκή. Μπορείτε να τα δοκιμάσετε και μόνοι σας όλα αυτά (στα αγγλικά): να σας συστήσω την Αλίκη (http://alice.pandorabots.com/), η οποία κάποτε θεωρήθηκε το καλύτερο bot και η μεγαλύτερη ελπίδα να περάσει με επιτυχία το τεστ Turing. Για πες μας, βρε Αλίκη... 

Ηλίας: How happy are you with your life? 
Αλίκη: What is it to you. Are you testing me?
Ηλίας: No, I feel like chatting 
Αλίκη: Mmm.. Do you feel it in your heart or in your gut? 
Ηλίας: In my heart, actually 
Αλίκη: May I ask where you got it? 
Ηλίας: I think it's genetic 
Αλίκη: From your parents? 
Ηλίας: Yes, probably, they both suffered heart failures 
Αλίκη: That's cool… Like who, specifically?

Εδώ η Αλίκη δεν ξέρει πώς ακριβώς να ερμηνεύσει το I feel like chatting, κάνει ότι σκέφτεται κι απλώς χρησιμοποιεί μια έκφραση με το ρήμα feel – οπότε τα θαλασσώνει εντελώς.

Αλίκη: What do you want to talk about now? 
Ηλίας: Let's talk about the cost of living 
Αλίκη: I would like to do that too.
Ηλίας: Everything is expensive 
Αλίκη: The whole universe? 
Ηλίας: Yes. Galaxies, black holes, everything 
Αλίκη: It goes without saying. 

Καλά το πήγαινε μέχρι ενός σημείου, όμως θέλησε να του δώσει συμπαντικές διαστάσεις. Το θέμα είναι ότι μια πρόταση που αρχίζει από everything is… μπορεί να έχει πολλά βιοτικά πλαίσια, όμως ο ανθρώπινος συνομιλητής θα καταλάβει εύκολα πού αναφέρεσαι: αν πεις everything is expensive, αυτό πηγαίνει στο πλαίσιο της καθημερινότητας, ενώ αν πεις everything is material πηγαίνει σε κάτι πολύ πιο ευρύ. Η μηχανή όμως δεν ξέρει τι να επιλέξει.

Η Αλίκη είναι ένα GOFAI ρομπότ, παλαιού τύπου, που λειτουργεί με κανόνες και σύμβολα. Δεν έχει κάποιον τρόπο να ερμηνεύσει τις λέξεις που της λες – «τοίχος», «κηδεία», «σφραγίδα», οτιδήποτε, γι’ αυτήν είναι απλώς μια σειρά χαρακτήρων. Είναι προγραμματισμένη με κάπου 40.000 υποδείγματα διαλόγου και ερωταποκρίσεων (π.χ. «χαιρετισμός», «διαφωνία», «αμφιβολία», «φιλοφρόνηση», «παροιμίες», «διευκρινιστική ερώτηση», «θέματα υγείας», «οικογενειακά θέματα», «γεωγραφικά θέματα» κ.λπ.), έχει την ικανότητα να εντοπίζει λέξεις-κλειδιά και να τις κατατάσσει στα σχετικά υποδείγματα, ενώ συνεχώς επιδιορθώνεται – δηλαδή, οι botmasters εξετάζουν καθημερινά τις συζητήσεις, βλέπουν πού την πάτησε το bot και προσπαθούν να τροποποιήσουν τη στρατηγική του. Οπότε, την επόμενη φορά που θα χρησιμοποιήσω τα παραπάνω κόλπα στην Αλίκη, είναι πιθανό ότι θα τη βρω πιο ψυλλιασμένη. Εδώ μπορείτε να ρίξετε και μια ματιά στον εγκέφαλό της. Όμως παρόλο που είναι ήδη έφηβη, 17 χρονών, δεν έχει μάθει ακόμα να ξεχωρίζει το σύμπαν από την τιμή της βενζίνης. 

Η Αλίκη ξεσκεπάζεται εύκολα και είναι ένα μάλλον βαρετό ρομπότ – αυτή είναι η εντύπωσή μου, τουλάχιστον. Θέλω να πω ότι μου δημιουργεί την αίσθηση ενός συνομιλητή που δε με προσέχει, οπότε συνέχεια συμφωνεί μαζί μου, απαντάει τυπικά κι αόριστα, «σαφώς», «φυσικά», «ναι βέβαια», επαναλαμβάνει την τελευταία μου λέξη και προσπαθεί να μη λέει κάτι συγκεκριμένο για να μην καρφωθεί. Ενώ όταν αντιμετωπίζει κάτι που δεν ξέρει πώς να χειριστεί, π.χ. tell me what do you think of the presidential elections, είναι αρκετά διπλωματική ώστε να απαντήσει: it depends on what you mean by ‘think’. Ο σκοπός της είναι να με αφήνει εμένα να μιλάω κι αυτή περισσότερο να παρακολουθεί παρά να συμμετέχει. Κι όμως, πρόκειται ίσως για ό,τι πιο προχωρημένο σε GOFAI bot!

Όλα τα GOFAI ξεσκεπάζονται εύκολα επειδή δεν ξέρουν τα αμέτρητα βιοτικά πλαίσια. Η μόνη απάντηση εδώ της παλαιοημερολογίτικης Τεχνητής Νοημοσύνης ήταν το Cyc («σάικ»), μια εντελώς δονκιχωτική προσπάθεια να δημιουργηθεί η βάση δεδομένων που θα περιλαμβάνει ΟΛΗ (μα όλη!) την κοινή, καθημερινή γνώση (commonsense knowledge). Όχι μια εγκυκλοπαίδια, αλλά μια συλλογή δεδομένων π.χ. ότι αν αφήσεις κάτι αστήρικτο στον αέρα, αυτό θα πέσει, δεν θα μείνει εκεί• ότι οι άνθρωποι κοιμούνται σε κρεβάτια, όχι όμως και τα ζώα• ότι αν κάτι απομακρύνεται, φαίνεται όλο και πιο μικρό κ.α. Ξεκίνησε το 1984 από τον Douglas Lenat, και συνεχίζει ακόμη, ποιος ξέρει πόσοι ταλαίπωροι φοιτητές αγγαρεύτηκαν με τις ώρες πάνω σ’ ένα πληκτρολόγιο να καταχωρούν ότι η βροχή πέφτει από τα σύννεφα, τα κέρματα είναι μεταλλικά και τα παστά φαγητά είναι αλμυρά... (Και η Αλίκη επίσης, πέρα από τα 40.000 υποδείγματα λόγου, έχει και μια βάση 54.000 δεδομένων κοινής καθημερινής γνώσης, προκοπή όμως δεν είδαμε). Τι να πούμε; Καλή τους επιτυχία και τα πρώτα 100 χρόνια είναι δύσκολα.

Υπάρχει κάτι καλύτερο σε bot; Νομίζω πως ναι, να σας συστήσω το Jabberwacky. Πρόκειται για (ψευδο)χαϊντεγκεριανό ρομπότ, με ριζικά διαφορετική αρχιτεκτονική από την GOFAI Αλίκη. Δεν έχει υποδείγματα λόγου και ερωταποκρίσεων, ούτε βάσεις κοινών, καθημερινών δεδομένων: το Jabberwacky μαθαίνει από τους χρήστες με τους οποίους συνομιλεί. Καταγράφει όλες τις συζητήσεις, σημειώνει αυτά που του λες, τα επαναλαμβάνει σε μελλοντικές συζητήσεις, σημειώνει τις αποκρίσεις των άλλων χρηστών και προσπαθεί να φτιάξει βιοτικά πλαίσια μέσα από τα συμφραζόμενα. Κατά κάποιον τρόπο, είναι ένας εκπληκτικά έξυπνος παπαγάλος που δανείζεται τη νοημοσύνη των συνομιλητών του. Δεν προσπαθεί να ελέγξει όλες τις πιθανές σου ερωταποκρίσεις μέσα από 40.000 υποδείγματα λόγου, αλλά κάνει ό,τι και ο Terminator στην ταινία με τη φράση hasta la vista, baby: τη μαθαίνει εντός πλαισίου (in context), παρατηρώντας πώς τη χρησιμοποιούν οι ομιλητές.

Είναι επίσης ένα πολύ πιο ενδιαφέρον bot από την Αλίκη: μπορεί να διαφωνήσει μαζί σου, να σου θυμώσει, να σε φλερτάρει, να κάνει ουσιαστικά σχόλια, να αλλάζει διαθέσεις, να σου αντιγυρίσει ότι αυτό είναι άνθρωπος κι εσύ είσαι το ρομπότ αλλά δεν το ξέρεις, να θιχτεί, να κάνει πλάκα, να σου στείλει φιλάκια, ενώ δεν έχει κάποιο ευδιάκριτο pattern στον λόγο του – εγώ τουλάχιστον δεν μπόρεσα να διακρίνω. Είναι απρόβλεπτο, θυμίζει πραγματικές συζητήσεις πραγματικών ανθρώπων. Στα GOFAI, αντιθέτως, μετά από λίγη εμπειρία μαζί τους αρχίζεις να καταλαβαίνεις τις τεχνικές τους, φτάνεις να μαντεύεις και τις απαντήσεις τους. Όμως ενώ τα GOFAI είναι, ουσιαστικά, μερικά (πάρα πολλά) υποδείγματα λόγου, το Jabberwacky μπορούμε να πούμε ότι είναι οι χρήστες με τους οποίους έχει συνομιλήσει. Π.χ. σου αντιγυρίζει ότι είναι άνθρωπος κι εσύ είσαι ρομπότ, επειδή πολλοί (ανθρώπινοι) χρήστες του το έχουν πει.

Ούτε το Jabberwacky είναι τέλειο, μπορεί να ξεσκεπαστεί. Το βρίσκω όμως πολύ πιο ελπιδοφόρο να προσπαθείς να χτίσεις έναν κόσμο βιοτικών πλαισίων μέσα από το χάος των πραγματικών συζητήσεων, παρά μέσα από τις ατέλειωτες καταχωρίσεις ταλαίπωρων φοιτητών, ότι τα πρόβατα δεν πετάνε και οι χελώνες δεν τραγουδάνε. Μπορείτε να παίξετε και με τα δύο bot, την Αλίκη και το Jabberwacky, να δείτε τις διαφορές τους.

Αυτή ήταν και μια από τις αρχικές παρατηρήσεις του καθηγητή Dreyfus επίσης: ότι μόνο ένα μωρό ρομπότ θα φτάσει ίσως κάποτε να λειτουργήσει ικανοποιητικά – δηλαδή ένα ρομπότ εφοδιασμένο με ικανότητα μάθησης από πραγματικούς ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο. Αν πας όμως να κατασκευάσεις εξαρχής ένα ενήλικο ρομπότ, «σαν την Αθηνά που ξεπετάχτηκε ενήλικη μέσα από το κεφάλι του Δία», θα αποτύχεις.

Ας κάνουμε εδώ ένα διάλειμμα. Θα συνεχίσουμε στην επόμενη ανάρτηση με ακόμα περισσότερο Χάιντεγκερ (ελπίζω να ενδιαφέρουν κάποιους αυτά που γράφω, ε;...). Να πούμε επίσης ότι το τεστ Turing έχει κατακτηθεί, το πέρασε με επιτυχία όχι ένα bot, αλλά ένα βίντεο του Παναγιώτη Ψωμιάδη σε εκπομπή του Γιώργου Αυτιά. Ή, εναλλακτικά, ο Γιώργος Αυτιάς πέρασε με επιτυχία το τεστ Turing και ξεγέλασε το βίντεο του Παναγιώτη Ψωμιάδη. Κάποιο βίντεο που μ’ είδε με θυμήθηκε, και τον πόνο μου ν’ ακούσει δεν αρνήθηκε.

Οι Οδηγίες Των Ρεματιών

H Παλαιστίνη υπήρξε η βασική θεατρική σκηνή του βιβλικού δράματος. Mια παράδοξη γη, κάπως σαν τον Αχλαδόκαμπο στην Πελοπόννησο, ας πούμε, που αφυδατώνεται προοδευτικά από τα δάση του Λιβάνου στο Βορρά μέχρι την έρημο της Ιουδαίας στον Νότο. Μπορούμε να τη φανταστούμε σαν τον κυματοθραύστη της ερήμου, σαν μια διαλεκτική ανάμεσα στον Πολιτισμό και τη Φύση, χωρίς να υπάρχει ευκρινής συνοριακή γραμμή ανάμεσά τους. Από τη μια χρονιά στην άλλη, οι άγριες εκτάσεις μπορεί να βλαστήσουν και να καλλιεργηθούν, η Φύση να γίνει Πολιτισμός• μπορεί όμως οι οπωρώνες να ξεραθούν, τα χωράφια να γεμίσουν αγριόχορτα και τα πηγάδια να στερέψουν, ο Πολιτισμός να γίνει Φύση. Εκεί λοιπόν διαδραματίστηκαν τα περισσότερα βιβλικά τεκταινόμενα, πάνω σ’ αυτήν την κόψη του γεωγραφικού ξυραφιού, όπου μια παρατεταμένη ξηρασία δεν ήταν η απόσταση ανάμεσα από την ευμάρεια και τη φτώχεια, αλλά από τη ζωή και τον θάνατο.



 (Pamela J. Olson)


Είχα αναφερθεί και παλιότερα, εδώ κι εδώ, σ’ αυτές τις δύο αρχές, τον Πολιτισμό και τη Φύση, που θεωρώ αναπόσπαστες για την κατανόηση της ανθρώπινης εμπειρίας. Άνθρωπος = ο αιώνιος διχασμός, το παιχνίδι ανάμεσα στις παρορμήσεις της Φύσης και του Πολιτισμού, ένας αναποφάσιστος ψηφοφόρος που συνεχώς μετανιώνει για τις επιλογές του, καταδικασμένος να έχει μόνιμα το ένα πόδι στον Κήπο (το σύμβολο του Πολιτισμού) και το άλλο στον Αγριότοπο (το σύμβολο της Φύσης). Τότε είχα επισημάνει τα ίχνη αυτών των δύο αρχών στη σκέψη του Ρουσσώ, του Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ και, κατ’ επέκταση, στο σύγχρονο ουέστερν. Αφελώς όμως παρέλειψα μια άλλη πηγή έμπνευσης για όλους αυτούς: τη Βίβλο. 

Πολύ πριν από τους Έλληνες τον Μάιο του 2010, το μνημόνιο εφαρμόστηκε πρώτα σε κάποιους άλλους. Ο λαός του Ισραήλ, όταν άφησε πίσω του τη νομαδική ζωή και τις σκηνές, όταν εγκαταστάθηκε σε σταθερές εστίες και δημιούργησε πόλεις, χρειάστηκε να συνάψει κι ένα μνημόνιο με τον Θεό. Ήταν ένα πολύ μεγάλο σε έκταση κείμενο, γεμάτο παραδείγματα, αντιπαραδείγματα, πρότυπα, ντιρεκτίβες, τελεσίγραφα, μεταρρυθμιστικές στρατηγικές, υποβολή τακτικών αναφορών κ.λπ., ιδρυτικός μύθος των Εβραίων αλλά και εγχειρίδιο οδηγιών για μια σειρά από υπαρξιακά ερωτήματα: Ποιοι είμαστε; Τι θεωρούμε καλό και κακό; Γιατί είμαστε αυτό που είμαστε κι όχι κάτι άλλο; Ποια η σχέση μας με την επικίνδυνη Φύση που απλώνεται απειλητικά λίγο έξω από τις πόλεις και τους οικισμούς μας; Πώς την ελέγχουμε, πώς προστατευόμαστε από αυτήν; Οι γειτονικοί λαοί είχαν τις δικές τους απαντήσεις και προσπαθούσαν να εξορκίσουν τη δολοφονική ξηρασία πενθώντας την κάθοδο του Ταμμούζ στον κάτω κόσμο ή λατρεύοντας τοπικά πνεύματα-προστάτες. Ο λαός του Ισραήλ όμως βρήκε έναν διαφορετικό τρόπο: τον ηθικό έλεγχο της Φύσης. Δηλαδή, όσο τηρούμε τις θεϊκές ντιρεκτίβες και συμμορφωνόμαστε με τα θεϊκά υποδείγματα που αναφέρονται στο μνημόνιο, θα εκταμιεύεται η επόμενη δόση και θα είμαστε ασφαλείς από την ερημοποίηση. Όταν όμως στη χώρα κυριαρχήσει η ηθική κατάπτωση και η αμαρτία, τότε οι ζωογόνες βροχές δεν θα πέσουν κι ο καυτός λίβας της ερήμου, σαν των εχθρών τα φουσάτα, θα κάψει τα σπαρτά - όπως ακριβώς συνεφωνήθη και συνυπεγράφη στο μνημόνιο, το οποίο οι Εβραίοι ονομάζουν Τάναχ. Εμείς, οι Χριστιανοί, προτιμούμε τον όρο Παλαιά Διαθήκη, διότι θεωρούμε αφενός ότι ο Θεός είναι τριαδικός (δηλαδή τρόικα) κι αφετέρου ότι έχει γίνει επαναδιαπραγμάτευση, υπάρχει πλέον νέο μνημόνιο που συμπληρώνει το παλιό, μετά την αναδιάρθρωση των αμαρτιών μας με το PSI της Θείας Σταύρωσης (ενώ οι μουσουλμάνοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει και τελειωτικό μνημόνιο, το Κοράνι, δεσμευτικό κι αδιαπραγμάτευτο). Ήρθε όμως η στιγμή για ένα αίνιγμα: το βλέπουμε καθημερινά, είμαστε εξοικειωμένοι μαζί του κι όμως ΔΕΝ δημιουργήθηκε από τον Θεό. Τι είναι;... Η απάντηση στην επόμενη παράγραφο.



 (Maureen Clare Murphy)


Ήταν κάπου εκεί, στα σκληρά χρόνια της νομαδικής του περιλάνησης στο Σινά, που ο λαός του Ισραήλ άρχισε να έχει το όνειρο ενός Κήπου – δηλαδή, μιας σταθερής διαβίωσης σε αστικό περιβάλλον – τον οποίο αποκάλεσε "Εδέμ", που σημαίνει "απόλαυση". Η βιβλική αυτή έννοια περιελάμβανε όλα τα αστικώς και αγροτικώς χρήσιμα μέρη για τον λαό του Ισραήλ, όταν αργότερα εγκαταστάθηκε στη Γη της Επαγγελίας: μποστάνια, πάρκα, αμπελώνες, οάσεις, χωράφια, λιβάδια, βοσκότοπους, οπωρώνες, καθαυτό κήπους κ.λπ. Εν ολίγοις, ό,τι είχε να κάνει με καλλιέργεια, φύτευση και σπορά, καθώς και με απόλαυση. Ναι, όμως έξω από τον Κήπο; Έξω από τον Κήπο απλωνόταν ο Αγριότοπος, δηλαδή στέπες, έρημοι, βραχότοποι και άγρια δάση. Κάτι που έχει να κάνει με την ερημιά και τη δοκιμασία, κάτι το οποίο υπομένεις, δεν απολαμβάνεις, γη ακατάλληλη για υποστήριξη ζωής: ὡς παράδεισος τρυφῆς ἡ γῆ πρὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ τὰ ὄπισθεν αὐτοῦ πεδίον ἀφανισμοῦ – Ιωήλ 2:3 (χρησιμοποιώ τη μετάφραση των Εβδομήκοντα). Εκεί πετούσαν δαίμονες, δράκοι, τέρατα κι άλλες αντιμνημονιακές δυνάμεις, ήταν το βασίλειο του θανάτου και του αδημιούργητου σκοταδιού, το οποίο διαχώρισε ο Θεός από το δημιουργημένο φως κατά την πράξη της Δημιουργίας. 

Ο Αγριότοπος λοιπόν ήταν Σέολ (= όλοι οι τάφοι του κόσμου μαζί), το μέρος του Αζαζήλ: καὶ ἔσται ἔπαυλις σειρήνων καὶ αὐλὴ στρουθῶν, καὶ συναντήσουσι δαιμόνια ὀνοκενταύροις καὶ βοήσονται ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον (Hσαΐας 34:13-14). Κι όταν κυριαρχούσε η ηθική κατάπτωση και η λησμόνηση των εντολών, τότε η οργή του Θεού έστελνε τον Αγριότοπο μέσα στις πόλεις. Μετά την εξορία μάλιστα και υπό την επίδραση ζωροαστρικών δοξασιών, εμφανίζονται και ίχνη ενός θρησκευτικού δυϊσμού: ο Αγριότοπος, το μέρος που ούτε ο Θεός δεν μπορούσε να ελέγξει, ένα τμήμα του αρχέγονου χάους, εκεί όπου κατοικούσε το τέρας των βυθών, ο Λεβιάθαν, κι άλλοι αριστεριστές.

Όμως η Παλαιά Διαθήκη επιφυλάσσει έναν ακόμα ρόλο για τον Αγριότοπο... Τον βρίσκουμε σε διάφορους προφήτες, ως νοσταλγία για την απλότητα της παλιάς νομαδικής ζωής ή λαχτάρα για απόσυρση στην έρημο, μακριά από τις φαυλότητες του Πολιτισμού: τίς δῴση μοι ἐν τῇ ἐρήμῳ σταθμὸν ἔσχατον καὶ καταλείψω τὸν λαόν μου καὶ ἀπελεύσομαι ἀπ' αὐτῶν (Ιερεμίας 9:2). Τον υποψιαζόμαστε στον προφήτη Ηλία που δραπέτευε τακτικά στην ερημιά του όρους Χωρήβ και στον προφήτη Ελισσαίο που κατέφευγε στην ερημιά του Ιορδάνη. Σε κάποια σημεία όμως οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης δεν μπορούν άλλο να κρυφτούν και περιγράφουν μια έρημο σχεδόν ερωτική: διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ πλανῶ αὐτὴν καὶ τάξω αὐτὴν ὡς ἔρημον καὶ λαλήσω ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῆς (Ωσηέ 2:16).

Είναι γεγονός: η Παλαιά Διαθήκη έχει ορισμένες από τις πιο δυνατές εκφράσεις της συνδεδεμένες με τον Αγριότοπο. Είτε ως ένα τρομακτικό μέρος δαιμόνων είτε ως ένα υπέροχο μέρος, στο οποίο σκιρτά η καρδιά σου και είσαι μαζί με τον Θεό όπως η νύφη μαζί με τον γαμπρό: Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ἀπὸ τῆς ἐρήμου ὡς στελέχη καπνοῦ τεθυμιαμένη σμύρναν καὶ λίβανον ἀπὸ πάντων κονιορτῶν μυρεψοῦ; (Άσμα Ασμάτων 8:5). Ένα μέρος στο οποίο είσαι ασφαλής και προστατευμένος, όπως οι νεοσσοί κάτω από τις φτερούγες του αετού: αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν γῇ ἐρήμῳ, ἐν δίψει καύματος ἐν γῇ ἀνύδρῳ· ἐκύκλωσεν αὐτὸν καὶ ἐπαίδευσεν αὐτὸν καὶ διεφύλαξεν αὐτὸν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ὡς ἀετὸς σκεπάσαι νοσσιὰν αὐτοῦ (Δευτερονόμιο 32:10-11).

Και παράλληλα, με μια υπέροχη αντιστροφή, ο Αγριότοπος γίνεται πιο Κήπος κι από τον Κήπο, ενώ οι πόλεις κι οι οικισμοί γίνονται "η έρημος των λαών", όπως λέει ο προφήτης Ιεζεκιήλ, 20:33-36.

Την αντιστροφή αυτή τη βρίσκουμε και στο Key Into the Language of America (1643) του Roger Williams, ενός Πουριτανού στον Νέο Κόσμο που μελέτησε τη γλώσσα και τα έθιμα των ανθρώπων του Αγριότοπου, δηλαδή των Ινδιάνικων φυλών Ναράγκανσετ και Ουαμπανούεγκ. Δεν ξέρω αν είχε τον Ιεζεκιήλ στο μυαλό του, πάντως ο Williams στην πορεία εκτίμησε τους Ινδιάνους, τους αγάπησε, και μάλλον τους παρα-αγάπησε, γιατί τους έβαζε να λένε προς τους λευκούς:

We weare no Cloaths, have many Gods
And yet our sinnes are lesse:
You are Barbarians, Pagans wild,
Your Land is the Wilderness

Υπήρχε από την αρχή στους άποικους του Νέου Κόσμου αυτό το συμβολικό παιχνίδι του Κήπου και του Αγριότοπου, δεν περιοριζόταν μόνο στον Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ, η παλιότερη ανάλυσή μου ήταν πολύ ελλιπής. Θα το συναντήσουμε και σε άλλους συγγραφείς, όπως ο Herman Melville κι ο Nathaniel Hawthorne, σε λόγους πολιτικών, σε κηρύγματα ευαγγελιστών κ.α. Η Παλαιά Διαθήκη ήταν σίγουρα μια μεγάλη έμπνευση για όλους αυτούς. Όταν μάλιστα η μεθόριος άρχισε να κινείται προς τα δυτικά, το συμβολικό αυτό παιχνίδι έγινε πανίσχυρο στη φαντασία του νέου έθνους. O πιονιέρος ήταν ταυτόχρονα ο πράκτορας του Πολιτισμού αλλά κι ο δραπέτης αυτού. Ενώ ο Αγριότοπος σε κάποια στιγμή έπαψε να είναι κατοικία δαιμόνων και έγινε βασιλικός Κήπος που απειλείται από τους δαίμονες: την μπουλντόζα και τον εκσκαφέα. Έχω γνωρίσει έναν τέτοιον άνθρωπο, που από μικρό παιδί είχε παθολογική αγάπη με την έρημο Σονόρα και θύμωνε όταν έρχονταν οι εργάτες με τα μηχανήματά τους να την περιχαρακώσουν. Σήμερα είναι καθηγητής βοτανολογίας σε πανεπιστήμιο των νοτιοδυτικών ΗΠΑ, δίπλα στην αγαπημένη του έρημο, και μου έλεγε πως όταν τα μεσημέρια οι εργάτες σταματούσαν για φαγητό, αυτός πήγαινε κι έβαζε κομμάτια κάκτου μέσα στα γάντια τους (!)

Τελικά όμως ποια είναι αυτή η εμπειρία του Αγριότοπου, που μίλησε στην καρδιά τόσων πολλών ανθρώπων, από βιβλικούς προφήτες μέχρι πουριτανούς θεολόγους μέχρι καθηγητές βοτανολογίας; Νομίζω, πιο γοητευτικά απ' όλους το έχει εκφράσει ένας φιλόσοφος, ο Henry J. Bugbee, Jr., στο βιβλίο του The Inward Morning: Στον Κήπο, λέει ο Bugbee, τα αντικείμενα είναι φιμωμένα. Στο Αγριότοπο όμως τα αντικείμενα έχουν φωνή. "Δεν επιθυμώ κάτι περισσότερο από το να αποδώσω σωστά τις οδηγίες που μου έδωσαν οι ρεματιές". Η εμπειρία του Αγριότοπου είναι "το να είσαι ακίνητος στην παρουσία των αντικειμένων, το να τους επιτρέπεις να μιλήσουν".

Η ερημιά λοιπόν, ο Αγριότοπος, έχει ένα ηθικό περιεχόμενο, το οποίο όμως είναι απότοκο ενός ακόμα πιο πρωταρχικού, αισθητικού περιεχομένου: "Τα πράγματα υπάρχουν για δικό τους λογαριασμό, όχι για δικό μας. Μας διαφεύγει συνήθως αυτό το μάθημα, εκτός από τις στιγμές εκείνες που μας καταλαμβάνει το δέος καθώς στεκόμαστε στο κατώφλι του Αγριότοπου". Ο Αγριότοπος έχει και λυτρωτικό περιεχόμενο. Τα θεοφάνειά του είναι μια εμπειρία αντιληπτικής αναστύλωσης - το να κοιτάς τις πέτρες, τα χαμόκλαδα, τους θάμνους, τα αγριόχορτα και να τα βλέπεις όλα τέλεια, το κάθε τι στη θέση του, προϊόν ευφυούς σχεδιασμού και εργολαβίας: "Η φιλοσοφία δεν είναι οχύρωση του μυαλού από την πραγματικότητα. Είναι μια διαδικασία μάθησης, το να αφήνεις τα αντικείμενα στην ησυχία τους: αναστύλωση των αντικειμένων σαν μέσα σ’ έναν Αγριότοπο, εδώ και τώρα". Με τα λόγια του Κίργκεγκορ, η εμπειρία του Αγριότοπου είναι το να ανταποκρίνεσαι σε εξωτερικά νοήματα, το να μην εκπορεύεται όλο το νόημα από εσένα. Γιατί αν όλο το νόημα εκπορεύεται από εσένα, τότε είσαι βασιλιάς χωρίς βασίλειο. Κλείνω μ' ένα όμορφο ποίημα του Wallace Stevens, που μιλάει για ελβετικές τελειότητες στο λίκνισμα των πεύκων:

Perhaps
The truth depends on a walk around a lake,

A composing as the body tires, a stop
To see hepatica, a stop to watch
A definition growing certain and

A wait within that certainty, a rest
In the swags of pine-trees bordering the lake.
Perhaps there are times of inherent excellence,

As when the cock crows on the left and all
Is well, incalculable balances,
At which a kind of Swiss perfection comes

And a familiar music of the machine
Sets up its Schwärmerei, not balances
That we achieve but balances that happen,

As a man and woman meet and love forthwith.
Perhaps there are moments of awakening,
Extreme, fortuitous, personal, in which

We more than awaken, sit on the edge of sleep,
As on an elevation and behold
The academies like structures in a mist

Τα Παραμύθια Λένε Πάντα Την Αλήθεια

Μα πάντα, όμως! Σίγουρα πάντως αυτό ισχύει για τα παραμύθια που είπε ο αρχετυπικός Ινδιάνος παραμυθάς, ο Ίαγκου – ένας ξερακιανός γέρος, που είχε πάει πιο βαθιά από όλους μέσα στο δάσος, στα μέρη του ελαφιού. Θυμόταν και την πιο γέρικη βελανιδιά από τότε ακόμα που ήταν βελανίδι. Είχε μεγάλα μάτια, μεγάλα αυτιά και κατά καιρούς χανόταν για μήνες, ενώ όταν ξαναγυρνούσε, πάντα έφερνε πρωτάκουστα και θαυμαστά παραμύθια. Κανείς δεν τον πίστευε όμως όλοι ήθελαν να τον ακούσουν όταν κάθονταν γύρω από τη χειμωνιάτικη φωτιά του καταυλισμού, με τον Βοριά να φυσάει μανιασμένα και να τινάζει τις σπίθες. Κάποιος ανέφερε για τα βουλιαγμένα βράχια στο ποτάμι, κοντά στον μεγάλο καταρράχτη Νιαγάρα. «Σας έχω πει την ιστορία τους;» έκανε ο Ίαγκου κι όλοι έσκυψαν να τον ακούσουν:


Η Λυγισμένη Ιτιά ήταν το πιο όμορφο κορίτσι στον καταυλισμό. Πολλοί την ήθελαν όμως αυτή τους απέρριπτε όλους, γιατί η καρδιά της ήταν δοσμένη σ’ ένα παλικάρι από μια μακρινή φυλή, που μια μέρα, ήταν σίγουρη, θα ερχόταν και θα άφηνε ένα κόκκινο ελάφι στα πόδια της. 

Την ήθελε όμως κι ένας παλιόγερος, γεμάτος ουλές και ρυτίδες. Ένας σκληρός άνθρωπος, που μηχανευόταν τα πιο οδυνηρά βασανιστήρια για τους νέους της φυλής, όταν περνούσαν τη μυητική τελετή να γίνουν πολεμιστές. Τον έλεγαν Δεν Έχει Καρδιά – όνομα και πράμα. Ορκίστηκε να παντρευτεί τη Λυγισμένη Ιτιά και, καθότι ήταν ισχυρός και πλούσιος, οι γονείς της δεν τολμούσαν να του το αρνηθούν. Μάταια παρακαλούσε και ικέτευε η κοπέλα... 


Αν λοιπόν το παραμύθι αρχίσει έτσι, πώς φαντάζεστε ότι θα συνεχίσει; Θέλω να πω, όλοι έχουμε ακούσει αμέτρητες ιστορίες στο πρότυπο: ένας Καλός, ένας Κακός, μια Κοπέλα που τη θέλουν και οι δύο, έρχεται η Σύγκρουση, ο Καλός μοιάζει να κατατροπώνεται από τον Κακό, όμως ανακαλύπτει μια κρυφή δύναμη μέσα του, ξεπερνάει τον εαυτό του, θριαμβεύει, παντρεύεται την Κοπέλα, the end. Τα παραμύθια όμως που είπε ο Ίαγκου είναι πιο παλιά, από τότε ακόμα που η γη ήταν νέα, γιατί τα είχε ακούσει από τον παππού του κι αυτός από τον δικό του παππού και πάει λέγοντας:


Την τελευταία ημέρα πριν τον γάμο, η Λυγισμένη Ιτιά πήγε στο δάσος κι έκλαιγε ακούγοντας τον βροντερό καταρράχτη Νιαγάρα. Έμεινε όλη νύχτα εκεί, μέχρι που ο Καταρράχτης τής ψιθύρισε. Νωρίς τα χαράματα που όλοι ακόμα κοιμόντουσαν, η Λυγισμένη Ιτιά γύρισε στην καλύβα των γονιών της, πήρε το κανό του πατέρα της και το έριξε στο ποτάμι. Ανέβηκε επάνω και κωπηλάτησε προς τον μεγάλο Καταρράχτη, μέχρι που την άρπαξαν τα ρεύματα και την ταρακούνησαν σαν ξερόκλαδο. Τότε όμως τα νερά χωρίστηκαν, η κοπέλα πέρασε μέσα τους και βγήκε σε μια σπηλιά. Εκεί ζούσε το πνεύμα του Σύννεφου και της Βροχής. 

Ήταν ένας μικροκαμωμένος γεράκος, με άσπρο πρόσωπο, γκρίζα μαλλιά κι απαλά γένια, σαν τον αφρό του καταρράχτη. Της έδωσε ένα ζεστό ύφασμα να τυλιχτεί, ψάρια να φάει και την οδήγησε σε μια μαγική φωτιά να ζεσταθεί – είναι αυτή η φωτιά που καίει πίσω από τον καταρράχτη κι από τις κιτρινοπράσινες φλόγες της σχηματίζεται το ουράνιο τόξο των νερών. Το πνεύμα τής είπε ότι γνώριζε την ιστορία της και την προσκάλεσε να μείνει μαζί του μέχρι να πεθάνει ο άσχημος παλιόγερος. «Ένα μεγάλο φίδι κρύβεται κάτω από τον καταυλισμό σας», πρόσθεσε, «και δηλητηριάζει την πηγή από την οποία πίνει νερό ο Δεν Έχει Καρδιά». 

Η Λυγισμένη Ιτιά τον ευχαρίστησε θερμά και τον ρώτησε για το φίδι. Το πνεύμα τής είπε ότι το ερπετό είχε κάποτε γευτεί ανθρώπινο αίμα κι από τότε δεν μπορούσε να βρει ηρεμία. Οπότε, κρύφτηκε κάτω από τον καταυλισμό και μαγάριζε μ' ένα μαύρο φαρμάκι τις πηγές και τα ποτάμια από τα οποία έπινε νερό ο κόσμος. Κι όταν κάποιος πέθαινε, το φίδι γλιστρούσε τη νύχτα ως το σώμα του νεκρού κι έπινε το αίμα του. «Όταν επιστρέψεις», της είπε το πνεύμα, «πείσε τους ανθρώπους σου να μετακινήσουν τον καταυλισμό. Ελάτε εδώ κοντά μου κι αν το φίδι σάς ακολουθήσει, εγώ θα σας προστατέψω». 

Η Λυγισμένη Ιτιά κάθισε 4 μήνες μαζί με το πνεύμα κι αυτό της έδειξε τα βότανα που γιατρεύουν τις αρρώστιες. Κάποια μέρα, όταν επέστρεψε από το ψάρεμα, το πνεύμα είπε: «Πέθανε σήμερα ο Δεν Έχει Καρδιά. Το βράδυ θα ρίξω μια γέφυρα από τον Καταρράχτη ως τους λόφους και θα την κρατάω γερά μέχρι να σκαρφαλώσεις και να πας στους ανθρώπους σου». 

Όταν βγήκε το φεγγάρι κι άστραψε πάνω στα νερά, το πνεύμα σήκωσε μια απαλή αύρα κι αυτή πήρε τον αφρό του Καταρράχτη και τον μετέφερε μακριά, μέχρι τους λόφους. Η Λυγισμένη Ιτιά ανέβηκε πάνω στην αέρινη αψίδα του αφρού και περπάτησε πάνω της. 



Ο Καταρράχτης, φαίνεται και η μαγική φωτιά του πνεύματος 


H φυλή της την καλωσόρισε και κανείς δε λυπήθηκε που δεν παντρεύτηκε τον Δεν Έχει Καρδιά. Η Λυγισμένη Ιτιά τούς είπε για το πνεύμα του Σύννεφου και της Βροχής, για τη σπηλιά του, την καλωσύνη του και τα πράγματα που τη δίδαξε. Τους είπε και για το φίδι. 

Στην αρχή, κανείς δεν ήθελε να μετακινήσουν το χωριό τους. Το μέρος είχε καλούς ψαρότοπους, ενώ κοντά στον Καταρράχτη, μόνο τα πνεύματα μπορούσαν να πιάσουν ψάρια. Όταν όμως αρρώστησαν κάποιοι δυνατοί πολεμιστές και πέθαναν τα παιδιά του Αρχηγού, όλοι σήκωσαν της καλύβες τους και πήγαν εκεί που μπορούσαν να έχουν την προστασία του πνεύματος. 

Ζούσαν με ειρήνη και υγεία για πολύ καιρό, όμως μετά από μερικά φεγγάρια, το φίδι ανακάλυψε τον καινούργιο τους καταυλισμό και τους επισκεύτηκε. Το πνεύμα του Σύννεφου και της Βροχής θύμωσε που το ερπετό τόλμησε να έρθει τόσο κοντά στο σπίτι του. Πήρε μια χούφτα από τη μαγική φωτιά του, την έπλασε σε κεραυνό και τον εκσφενδόνισε στο τέρας• η πρώτη βολή το ζάλισε, η δεύτερη το τραυμάτισε βαριά και η τρίτη το σκότωσε. 

To πνεύμα του Σύννεφου και της Βροχής τούς είπε να πετάξουν το φίδι μέσα στα νερά. Όλες οι γυναίκες της φυλής βγήκαν να το σηκώσουν, το σώμα του ήταν τόσο μακρύ ώστε χρειάστηκαν είκοσι σαϊτιές για να μετρήσουν από το κεφάλι ως την ουρά του. Όταν το πέταξαν στα αφρισμένα νερά, έμοιζε σαν να έπεσε ένα βουνό στο ποτάμι. Το φίδι παρασύρθηκε αργά ως τον μεγάλο Καταρράχτη και σφηνώθηκε ανάμεσα στα βράχια. Αυτά βούλιαξαν από το βάρος του, μπορεί να τα δει κανείς ακόμα και σήμερα. Τα δυνατά νερά σιγά-σιγά κομμάτιασαν το σώμα του ερπετού και το παρέσυραν μακριά. 

Την Άνοιξη ήρθε το παλικάρι που αγαπούσε η Λυγισμένη Ιτιά, άφησε ένα κόκκινο ελάφι στα πόδια της και ζήσαν χαρούμενοι οι δυο τους. 


Τα περισσότερα ινδιάνικα παραμύθια δεν έχουν ήρωες σαν κι αυτούς που έχουμε συνηθίσει όλοι εμείς, οι μέτοχοι της ελληνικής παιδείας και γαλουχημένοι με τα Ομηρικά Έπη. Στο παραπάνω παραμύθι, όλη τη δουλειά την έκανε το πνεύμα του Σύννεφου και της Βροχής. Ούτε σύγκρουση είχαμε, ούτε ο Καλός ανακάλυψε κάποια κρυμμένη δύναμη μέσα του ή έδειξε κάποια σπουδαία ικανότητα• η Λυγισμένη Ιτιά ανακάλυψε απλώς ένα χρήσιμο εργαλείο. Γιατί αυτό είναι τα περισσότερα ινδιάνικα πνεύματα: εργαλεία. Αυτή είναι όμως και η ματιά του χωρικού, που ζει μέσα στη φύση και τη βλέπει – όχι γεμάτη από ομορφιά και γοητεία, όχι, αυτή είναι η δική μας, αστική ματιά. Ο χωρικός βλέπει τη φύση γεμάτη από πόρους και εργαλεία.

Κι επίσης, τα περισσότερα ινδιάνικα παραμύθια είναι παραμύθια κοινοτήτων, όχι ηρώων. Οι κοινότητες είναι ομάδες, όλοι για έναν και ένας για όλους. Κατά καιρούς όμως μπορούν να γίνουν ανθρωποφαγικές, να απαιτήσουν τη θυσία του μεμονωμένου μέλους για να διατηρηθεί η κοινοτική αρμονία. Ναι, αλλά όταν κάποιο μέλος της κοινότητας δυστυχεί, όταν το όλοι για έναν εξαφανίζεται και μένει μόνο το ένας για όλους, τότε ένα μεγάλο φίδι κρύβεται κάτω από το χωριό, φαρμακώνει τις πηγές και τα παιδιά πεθαίνουν. Όταν όμως όλα τα μέλη της κοινότητας ευτυχούν, τότε καλόβολα πνεύματα προστατεύουν το χωριό και χρήσιμα βότανα ανακαλύπτονται για τις αρρώστιες. Ο Ίαγκου είπε αμέτρητες φορές τη Λυγισμένη Ιτιά στα χειμωνιάτικα βράδια, με το χωριό συγκεντρωμένο γύρω από τη φωτιά. Κανείς δεν τον πίστευε όμως όλοι τον πίστευαν. Και τον άκουγαν με ενδιαφέρον γιατί τα παραμύθια λένε πάντα την αλήθεια!

Αυτά! Και μην το βάζετε κάτω, στο φινάλε όλα καλά θα πάνε, παραδόξως.

Τα Τσιγάρα, Τα Ποτά Κι Οι Απλές Απαντήσεις...

...έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια.

Έγινε μια παθιασμένη συζήτηση στο Buzz για την πρόσφατη ταινία της Sofie Peeters, Femme de la Rue, στην οποία παρουσιάζει την καθημερινή παρενόχληση που δέχεται στο δρόμο, κυρίως από Βορειοαφρικανούς gastarbeiter. Το σκηνικό είναι μια γειτονιά των Βρυξελών και μπορείτε να δείτε όλη την ταινία εδώ, με αγγλικούς υπότιτλους (μερσί Auslaender). Είναι καλογυρισμένη, η Peeters έχει ταλέντο. Το ερώτημα όμως που τέθηκε στη συζήτηση ήταν αν μπορούμε να της προσάψουμε την κατηγορία για (υποβόσκοντα) ρατσισμό.

Ό,τι και να της πούμε, η Peeters θα απαντήσει: «Δείχνω αυτά που βιώνω – εγώ και πολλές άλλες γυναίκες στη γειτονιά μου – δεν ισχυρίζομαι ότι παρουσιάζω την υπέρτατη αλήθεια, απλά λέω τον πόνο μου». Σαν να είναι μπλόγκερ, ας πούμε. Ωφείλουμε να το δεχτούμε. Έχουμε όμως το δικαίωμα κι εμείς να αφήσουμε σχόλιο στο μπλογκ της – τη στιγμή μάλιστα που η Peeters, στην ταινία, ενδιαφέρεται και για το «γιατί», δεν στέκεται μόνο στην παρενόχληση αλλά θέλει να εντοπίσει τις αιτίες της. Σ’ αυτό το πλαίσιο η συζήτηση.

Πάνω εκεί, λοιπόν, μπορούμε να της υποδείξουμε ότι στάθηκε στην επιφάνεια – και τη στιγμή, μάλιστα, που η ίδια (λέει ότι) ενδιαφέρεται για τις αιτίες, τότε θα ήταν παράλογο να μην ακούσει τις ενστάσεις μας. Οι βορειοαφρικανοί στο Βέλγιο είναι περιθωριοποιημένοι (ακόμα κι από τους συν-μουσουλμάνους τους), βρίσκουν πόρτες κλειστές, εισπράτουν διακρίσεις και ρατσισμό, ενώ ο Muqtedar Khan παρατηρεί εδώ ότι οι μουσουλμάνοι στο Βέλγιο αντιμετωπίζονται χειρότερα κι από τους ομόθρησκούς τους στις ΗΠΑ. Σίγουρα όλα αυτά παίζουν ρόλο στο θέμα της βορειοαφρικανικής αγοραίας παρενόχλησης, οπότε στην επόμενη ταινία της Peeters, δικαιούμαστε να είμαστε πιο απαιτητικοί, να της ζητήσουμε την ευρύτερη εικόνα.

Είναι η παρενόχληση μουσουλμανικό (χριστιανικό, εβραϊκό κ.λπ.) φαινόμενο; Ή έστω βορειοαφρικανικό φαινόμενο; Δεν έχω κάποιο λόγο να τη θεωρήσω έτσι. Αντίθετα μάλιστα, βρίσκω ότι δείχνει να είναι διαθρησκευτική και παγκόσμια: βλέπω εδώ, στο www.stopstreetharassment.org ότι η παρενόχληση των γυναικών (αλλά και τον γκέι, τρανσέξουαλ, ακόμα και αντρών) σε δημόσιους χώρους δείχνει να είναι πυκνή όπου κι αν έγιναν έρευνες – σε περιοχές των ΗΠΑ, Καναδά, Λονδίνο, Υεμένη, Ινδία, Τελ Αβίβ, Τόκιο, Αίγυπτο, Πακιστάν, Πεκίνο, Κορέα κ.α. Τη βιώνει ένα μεγάλο, πλειοψηφικό ποσοστό γυναικών, με διάφορους τρόπους, συχνά γίνεται ομαδικά («είμαστε πάντα ομάδα», λέει ο Μουράτ στο 18:30) και είναι αξιοσημείωτα έντονη σε λεωφορεία, τρένα και ΜΜΜ («αποφεύγω το μετρό», λέει η συνεντευξιαζόμενη στο 9:33). Η γειτονιά της Peeters είναι, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, κάτι σαν το Μεταξουργείο των Βρυξελών, μέρος που μαζεύονται πολλοί gastarbeiter από τη Βόρεια Αφρική. Είναι διαφορετική η εμπειρία των γυναικών που μένουν σε αντίστοιχες χριστιανικές περιοχές; Στα Άνω Λιόσια και στον Ασπρόπυργο των Βρυξελών; Πολύ αμφιβάλλω. Ίσως όμως να είναι διαφορετική η εμπειρία αυτών που μένουν στο Μαρούσι και στην Κηφισιά των Βρυξελών – στην επόμενη ταινία της, θα θέλαμε να δούμε κάτι κι από εκεί.

Οπότε, η άλλη ενδιαφέρουσα ερώτηση είναι αν η παρενόχληση έχει ταξικά χαρακτηριστικά. Παρενοχλεί το ίδιο αυτός που αγωνιά για το μεροκάματό του, αυτός που αγωνιά για τον μισθό του, κι υατός που αγωνιά για τις επενδύσεις του; Οδηγούμαι να πιστέψω ότι ναι, η παρενόχληση είναι ταξική. Η έρευνα του Willis μού κάνει κλικ. Δηλαδή, ότι οι παρενοχλητές είναι κυρίως νέοι άντρες της εργατικής τάξης, που συνειδητοποιούν ότι θα περάσουν μια ζωή στα κάτω σκαλιά του συστήματος, ότι ο βιοτικός δρόμος προς τα θηλυκά θα είναι κλειστός (ή, τουλάχιστον, στενός), οπότε αναπτύσσουν διάφορες αντικουλτούρες, που μπορεί να περιλαμβάνουν επίδειξη αρρενωπότητας, σεξισμό ή και ρατσισμό (επειδή πρέπει να υπάρχει και κάποιος κατώτερος από σένα). Οι αντικουλτούρες αυτές δεν είναι μόνο αρνητικές, έχουν και στοιχεία που τα θεωρούμε θετικά (π.χ. αλληλοϋποστήριξη, συμπαράσταση, ομαδικότητα). Πρόκειται για έναν κανονικό μικρόκοσμο που κατασκευάζουν τα παιδιά των κατώτερων τάξεων, προκειμένου ν’ αντέξουν την τεράστια ανία της ζωής και της καθημερινής τους εργασίας, να παρηγορηθούνε για το χαμηλό κοινωνικό τους στάτους, να κυριαρχήσουν επί συμβόλων του δημοσίου χώρου (ο δρόμος, το πάρκο κ.λπ.).

Σίγουρα θα συντρέχουν κι άλλοι παράγοντες. Κι η κουλτούρα κι η αστυφιλία θα παίζουν ρόλο, κι ο πουριτανισμός της ανατροφής, όπως λέει ο Μουράτ στην ταινία (18:48), κι η πρότερη εμπειρία πολέμου, πιστεύω, καθώς και άλλα. Όμως μέχρι να έχω περισσότερα στοιχεία, δικαιολογούμαι να διατηρήσω την παραπάνω θέση, ως default settings, για τους παρενοχλητές και το ερώτημα να παραμείνει ανοιχτό.

Πολλές τζιριτζάντζουλες κάνεις! Η Peeters είναι ρατσίστρια, ναι ή όχι; Ξεκάθαρα πράματα! Λοιπόν, απαντώντας μονολεκτικά, θα έλεγα ότι ο καλύτερος τρόπος να το πει κάποιος αυτό, είναι να παρακολουθήσει την πορεία της στους ερχόμενους μήνες, τώρα που η ταινία σημείωσε τέτοια δημοσιότητα – αλλά και τέτοια ευθύνη για την ίδια. Να δούμε πώς θα τα χειριστεί αυτά. Υπάρχουν ελαφρυντικά, π.χ. ένα δυνατό σημείο στην ταινία είναι το 20:35, όπου η Peeters εξηγεί ότι, μετά τις συνεντεύξεις της, άρχισε να συνειδητοποιεί πόσο πανταχού παρούσες γύρω της ήταν εικόνες γυμνών γυναικών (σε διαφημίσεις, πόστερς, ΤV κ.λπ.), κυρίως για διαφημιστικούς λόγους. Πιο πριν τις κοιτούσε αλλά δεν τις έβλεπε. Τώρα όμως άρχισε να βλέπει και με τα μάτια των άλλων, άρχισε και ν’ αναρωτιέται: «πώς θα γίνουμε σεβαστές ως γυναίκες, τη στιγμή που συνεχώς απεικονιζόμαστε σαν φουσκωτές κούκλες;». Την άλλαξε η μικρή της έρευνα, έγινε μια διαφορετική Sofie Peeters τώρα. Αυτό μου αρέσει πολύ, δείχνει ότι έχει ανοιχτό μυαλό, ότι καταλαβαίνει πως οι απαντήσεις δεν είναι απλές. Μου αρέσουν οι έρευνες που δεν καταλήγουν σε απλές απαντήσεις, αλλά σε ακόμα περισσότερες ερωτήσεις!

Το άλλο ελαφρυντικό της είναι ότι αποτελεί κι η ίδια θύμα παρενόχλησης. Είναι ανθρώπινο και να θυμώσει και να αδικήσει. Δεν έχει ηθική υποχρέωση να κατανοήσει τους θύτες της – το βιβλίο των Ψαλμών εξάλλου, στην Παλαιά Διαθήκη, είναι γεμάτο από εκδίκηση. Απλά θα ήταν ωραίο αν το έκανε.

Από την άλλη όμως, τώρα δεν είναι πια και τόσο θύμα. Η πτυχιακή της εργασία πήρε αναπάντεχη δημοσιότητα, η ίδια έδωσε συνεντεύξεις, έλαβε άφθονα e-mail κι έγινε πολύ γνωστή. Βρίσκεται σ’ ένα περίφημο σημείο για να συνεχίσει την έρευνα και τον προβληματισμό της, μένει να δούμε αν θα το κάνει – θυμίζω ότι στη συνέντευξη δήλωσε ότι μιλάει εξ ονόματος των γυναικών, ότι ψάχνει για την αλήθεια, δεν το έθεσε: «παρουσίασα απλώς μια ωραία ιστορία και τέρμα». Λογικά πρέπει να νιώθει πλέον ευθύνη με την ταινία της, ότι αφορά κάτι περισσότερο από τους άμεσους επαγγελματικούς της στόχους. Νιώθει άραγε ή μήπως γλυκάθηκε με τη δημοσιότητα; Θα δείξει.

Αυτά! Ήμουν προσεκτικός στις διατυπώσεις μου. Και η ζωή δεν δουλεύει με απλές απαντήσεις.