Το κείμενο αυτό είναι μια άλλη ανάγνωση για το χρυσαυγίτικο φαινόμενο, καθότι οι σχετικές αναλύσεις που έχω διαβάσει δεν με ικανοποιούν. Ενδεχομένως δεν ικανοποιούν ούτε εσάς. Κάτι λείπει, κάποιος παράγοντας απουσιάζει από όλες τις γνώμες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη Χρυσή Αυγή... Τι είναι αυτό που έκανε τόσες εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, οι οποίοι δεν είναι ούτε τραμπούκοι ούτε ουγούρθουτου, να ψηφίσουν τους τραμπούκους και τους ουγούρθουτου; Σήμερα, μετά τη δολοφονία Φύσσα, η ΧΑ έχει μείνει με ένα ποσοστό υποστηρικτών περίπου 8%, το οποίο δεν δείχνει να ξεκολλά με τίποτα – έχω την αίσθηση ότι ακόμα κι αν αύριο βγει ο Μιχαλολιάκος και πει: «σας κοροϊδεύαμε, ήμασταν απλά και μόνο μια σπείρα που εξυπηρετούσε συμφέροντα», πάλι αυτό το 8% δεν πρόκειται να ξεκολλήσει. Θέλω λοιπόν εδώ να προτείνω μια διαφορετική ανάγνωση για προβληματισμό και συζήτηση:
Μυρμήγκια και Ποντίκια, Βουβάλια και Ελέφαντες
Ο Paulo Freire (1921 – 1997) ήταν ένας γνωστός βραζιλιάνος παιδαγωγός, κοινωνικός αγωνιστής και φιλόσοφος, που αφιέρωσε τη ζωή του στη μόρφωση και χειραφέτηση (δεν τα έβλεπε διακριτά αυτά τα δύο αλλά συμπληρωματικά, είχε εναλλακτικό όραμα για το σχολείο) των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα γι’ αυτόν, μπορείτε εύκολα να βρείτε πληροφορίες στο ίντερνετ (προσοχή, υπάρχει και αστρονόμος με το ίδιο όνομα). Ο Freire με ενδιαφέρει εδώ για τρεις λόγους:
(1) Δεν ήταν φιλόσοφος εκ του ασφαλούς. Δούλεψε κι αγωνίστηκε πολύ, φυλακίστηκε και εξορίστηκε για τη δράση του – αν υπάρχουν άνθρωποι που έκαναν τον κόσμο λίγο καλύτερο, ένας από αυτούς ήταν ο Freire. Και δεν ήταν ακριβώς «φιλόσοφος» αλλά «παιδαγωγός που φιλοσοφούσε», δηλαδή δεν έφτιαχνε ωραίες θεωρίες από την ησυχία του γραφείου του, απομακρυσμένος από την πραγματικότητα, αλλά προβληματιζόταν πάνω στο βιωμένο υλικό του, το οποίο προήρθε από την επαφή του με πάρα πολλούς πάμφτωχους χωρικούς.
(2) Δεν ήταν ευρωπαίος ή αμερικάνος, οπότε η σκέψη του ήταν λιγότερο αλλοιωμένη από την ευρωπαϊκή μόλυνση, τον δυτικό τρόπο σκέψης.
(3) Κρίνω ότι κάποιες παρατηρήσεις του έχουν κάτι να πουν και για το φαινόμενο των ψηφοφόρων ΧΑ. Δεν τα λένε όλα, δεν ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο, ίσως όμως να εντοπίζουν αυτόν τον παράγοντα που μας διαφεύγει και ενδεχομένως προσφέρουν γραμμή πλεύσης για το μέλλον.
Ο Freire λοιπόν παρατηρούσε τον τρόπο με τον οποίο οι καταπιεσμένοι ερμηνεύουν την κατάστασή τους και βγάζουν νόημα από αυτήν. Ο ίδιος δεν χώριζε τους ανθρώπους σε «αριστερούς», «δεξιούς», «ακροδεξιούς», «εθνικιστές», «κεντροαριστερούς» κ.λπ., έκρινε ότι ήταν επιφανειακοί αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Υπάρχει κάτι θεμελιωδέστερο και πολύ πιο ισχυρό στη νοηματοδότηση που κάνει ο καταπιεσμένος, το οποίο, σε δεύτερο χρόνο, δίνει τον τόνο και για την πολιτική του τοποθέτηση (ή την ανυπαρξία της): Πώς ερμηνεύει την αιτιότητα και πώς αποδέχεται τη σχέση του εαυτού του με τον κόσμο; Μπαίνω αμέσως στο ψητό:
Το σημείο εκκίνησης είναι η Κουρασμένη Αντίληψη για την αιτιότητα και τη σχέση του ατόμου με τον κόσμο. Αυτή αποδέχεται τη ζωή έτσι όπως τη βρίσκει. Ο Κουρασμένος πρώτα αποφασίζει ότι δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή του και να κάνει κάτι, νιώθει μυρμήγκι απέναντι σε ελέφαντα, οπότε προσαρμόζει τον τρόπο σκέψης και την κοσμοθεώρησή του σε μια μυρμηγκίστικη αντίληψη των πραγμάτων. Δηλαδή, αφήνεται παθητικά στις επιδιώξεις κάθε υπέρτερης δύναμης, σε όλα τα ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) που αυτή διακηρύσσει, και «αντιδρά» στους περιορισμούς που τον συντρίβουν με το να τους αρνείται: δεν τους αντιλαμβάνεται καν ως περιορισμούς, δεν αναγνωρίζει ότι η ζωή του έχει πρόβλημα. Όπως έλεγε κι ο Steven Biko για τη Νότια Αφρική: «Το ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου».
Οι Κουρασμένοι είναι παραιτημένοι και συνήθως ταλαιπωρημένοι. Απλώς μεθάνε κάθε βράδυ, ξεχνιούνται στην τηλεόραση (και στο φέισμπουκ), περιμένουν τον θάνατο ως λύτρωση, ίσως παρηγοριούνται με τη σκέψη κάποιας μετά θάνατον ανταμοιβής, κάποιας καλύτερης γέννησης στην επόμενη ενσάρκωση, ή ότι τα βάσανά τους είναι ηθικώς δίκαια και αρεστά στον Θεό, ότι μαζί τα φάγαμε κ.λπ. Στο φινάλε, εμφανίζονται πάντα μοιρολάτρες: τι μπορεί να κάνει ένα μυρμήγκι απέναντι σ’ έναν ελέφαντα;
Ξεπερνώντας το στάδιο της Κουρασμένης Αντίληψης, περνά κανείς πάντα από τη Θυμωμένη Αντίληψη. Οι Θυμωμένοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν τα ΤΙΝΑ και τους περιορισμούς που τους επιβάλλονται από τις υπέρτερες δυνάμεις της ζωής, δεν τα αρνούνται: Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ / Μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Όμως δεν μπορούν να κάνουν τη σύνδεση της κατάστασής τους με τον κόσμο, οπότε καταφεύγουν σε ανιμισμούς για να δώσουν ερμηνεία.
Ένας Θυμωμένος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ηθικά ανώτερο από την πραγματικότητα, οπότε νιώθει ελεύθερος να την κατανοήσει όπως θέλει. Καθότι συνειδητοποιεί ότι δεν έχει τον εμπράγματο έλεγχο της ζωής του, θέλει τουλάχιστον να έχει τον ηθικό έλεγχο. Κι επειδή ακόμα αδυνατεί να κατανοήσει τον εαυτό του ως μέρος του κόσμου, ελέγχει τη ζωή και την κατακτά με συμβολικό-μαγικό τρόπο, αντιλαμβάνεται την αιτιότητα εντοπισμένη και εμπρόθετη. Τις περισσότερες φορές φτάνει να νιώθει το πρόβλημά του ως ατύχημα, ως σύμπτωση: ο εκμεταλλευτής γαιοκτήμονας και ο νταής επιστάτης του έτυχε να είναι παλιάνθρωποι και με βασανίζουν• η Μέρκελ και ο Σαμαράς έτυχε να είναι καθάρματα. Και γιατί όλοι αυτοί είναι καθάρματα; Εδώ χρειάζεται ένας ανιμισμός να εξηγήσει τα ανεξήγητα: διότι είναι Κακοί Άνθρωποι (ανθέλληνες, πιόνια των Σιωνιστών, μέλη της Λέσχης Μπίλντενμπεργκ κ.α.). Όπως στα ουέστερν της δεκαετίας του ’50, που ο Κακός ήταν πολύ κακός, ανεξήγητα κακός (φορούσε μαύρο καπέλο, ήταν και ασχημομούρης), ενώ ο Καλός, με τη σειρά του, ήταν υπερβολικά και ανεξήγητα καλός (ομορφόπαιδο, φορούσε και άσπρο καπέλο). Όμως δεν δινόταν κάποια εξήγηση γιατί: απλά έτσι έτυχε, στον κόσμο υπάρχουν Καλοί και Κακοί Άνθρωποι.
Είναι μεγάλο το άλμα από την Κούραση στον Θυμό. Τουλάχιστον εδώ αρχίζει κάποιος να νοιάζεται για την κατάστασή του («νοιάζεται» με την έννοια του αγγλικού giving a damn) – διότι ο Κουρασμένος απλά δεν νοιάζεται, μυρμήγκι απέναντι στον ελέφαντα. Ο Θυμωμένος όμως δεν αισθάνεται τα ΤΙΝΑ των εκμεταλλευτών ως ελέφαντα αλλά ως κάτι μικρότερο – ας πούμε, βουβάλι. Και τον εαυτό τον νιώθει ως κάτι μεγαλύτερο από μυρμήγκι – ας πούμε, ποντίκι. Ένα ποντίκι απέναντι σε ένα βουβάλι πάλι δεν μπορεί να κάνει κάτι πρακτικό, συνεχίζει να είναι μεγάλη η διαφορά ισχύος• τουλάχιστον όμως μπορεί να οργιστεί, δηλαδή να πολεμήσει σε ηθικό επίπεδο: κι επαναστάσεις στα όνειρά του αναζητεί. Ή σε ανιμισμούς προκειμένου να διατηρηθεί με κάθε κόστος η ανημπόρια του απέναντι στον κόσμο.
Από κάποια στιγμή και μετά, ο Θυμωμένος αρχίζει να μην ικανοποιείται με ανιμιστικές ερμηνείες. Αρχίζει να καταλαβαίνει ότι οι «κακοί άνθρωποι» – ο επιστάτης κι ο γαιοκτήμονας, η Μέρκελ κι ο Σαμαράς, δεν το ξέρουν ότι είναι κακοί. Ο Θυμωμένος παύει να είναι Θυμωμένος όταν αλλάζει αυτό που βλέπει: όχι έναν κόσμο που αποτελείται από Καλούς και Κακούς Ανθρώπους, αλλά έναν κόσμο που αποτελείται από προστάτες συμφερόντων και φορείς ιδεολογιών – οι οποίοι, φυσικά, δεν το ξέρουν ότι είναι φορείς ιδεολογιών, θεωρούνε ότι αντικρύζουν την πραγματικότητα (και η πραγματικότητά τους περιλαμβάνει «κατώτερους ανθρώπους» που πρέπει να σωθούνε από τον εαυτό τους: and in spite of himself, the native must be helped). Όταν ο Θυμωμένος καταλάβει ότι οι κακοί δεν ξέρουν ότι είναι κακοί, τότε αρχίζει να αντιλαμβάνεται το ίδιο και για τον εαυτό του, όλα τα ΤΙΝΑ που κατάπιε αμάσητα και τις κυρίαρχες ιδεολογίες που αποδέχτηκε. Παύει λοιπόν να βλέπει τα προβλήματά του ως τυχαία: και να μην ήταν ο συγκεκριμένος επιστάτης, θα ήταν κάποιος άλλος εξίσου «κακός», διότι φυσικά θεωρεί φυσιολογικό να προστατέψει τα συμφέροντα του αφεντικού του, την τσέπη που τον πληρώνει• και να μην ήταν ο συγκεκριμένος γαιοκτήμονας, θα ήταν κάποιος άλλος που εξίσου θα ήθελε δουλοπάροικους να του οργώνουν τα χωράφια για ένα κομμάτι ψωμί (και που εξίσου θα νόμιζε ότι τους κάνει και χάρη κιόλας)• και να μην ήταν η συγκεκριμένη Μέρκελ ή ο συγκεκριμένος Σαμαράς, θα ήταν κάποιοι άλλοι, εξίσου φορείς της ίδιας ελιτίστικης ιδεολογίας, που θα προωθούσαν την ίδια ερμηνεία για την ευρωπαϊκή κρίση, για την ηθική ευθύνη του κόσμου, για το δίκαιο και ψυχοσωτήριο της λιτότητας, για τις ανύπαρκτες εναλλακτικές που διαθέτει η Ελλάδα κ.λπ. Τελικά, αλλάζει ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κανείς την αιτιότητα: αντί να τη βλέπει εντοπισμένη και εμπρόθετη, αρχίζει να ψάχνει για συστημικές και δομικές αιτίες. Όπως έλεγε ο βραζιλιάνος αρχιεπίσκοπος Helder Camara (1909 – 1999): Όταν μοιράζω φαγητό στους φτωχούς, όλοι με λένε άγιο. Όταν ρωτάω, «γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι φτωχοί;», όλοι με λένε κομμουνιστή. Ο Freire ονόμαζε αυτό το στάδιο: Κριτική Συνείδηση.
Η Κριτική Συνείδηση πάντα φέρνει αλλαγές και στον τρόπο που τοποθετεί κανείς τον εαυτό του απέναντι στον κόσμο, μαζί πάνε αυτά. Ο Θυμωμένος έχει δεχτεί ότι είναι ποντίκι απέναντι σε βουβάλι. Η Κριτική Συνείδηση όμως αισθάνεται τους περιορισμούς των καταπιεστών όχι ως βουβάλι αλλά ως κάτι μικρότερο – ας πούμε, άνθρωπο• και αισθάνεται τον εαυτό της όχι ως ποντίκι αλλά ως κάτι μεγαλύτερο – ας πούμε, σκύλο. Τώρα τα μεγέθη συγκρίνονται, η Κριτική Συνείδηση παύει να νιώθει ότι είναι κάτι ασθενές κι ασήμαντο ώστε να αποτραβιέται από τον κόσμο, αντίθετα αισθάνεται μέρος του κόσμου. Ο Freire τόνιζε ότι όλα αυτά πάνε πακέτο, το ένα φέρνει το άλλο, είναι μια ολιστική διαδικασία ωρίμανσης: Κριτική Συνείδηση = Συστημική αντίληψη των μηχανισμών της αιτιότητας = Τοποθέτηση του εαυτού ως μέρος του κόσμου, ως συγκρίσιμο μέγεθος ισχύος = Απόρριψη ερμηνειών με εντοπισμένη, εμπρόθετη αιτιότητα.
Να χρησιμοποιήσω εδώ τη βοήθεια μιας αναγνώστριας αυτού του μπλογκ, η οποία κάποτε μου εξομολογήθηκε την οδηγική της εμπειρία: «Όταν πρωτοβγήκα στο δρόμο μόνη μου, ήταν τρομακτικό. Έβλεπα παντού γύρω μου τέρατα έτοιμα να μου επιτεθούν. Σε κάποια στιγμή, αυτό άλλαξε. Έπαψα να βλέπω τέρατα. Άρχισα να βλέπω μαλάκες που δεν ξέρουν να οδηγούν». Έτσι ακριβώς αλλάζει η αντίληψη ενός Θυμωμένου για τον κόσμο. Απορρίπτει την εμπρόθετη, βουλητική αιτιότητα (Κακοί Άνθρωποι, τέρατα) και τους ανιμισμούς, καθώς αισθάνεται όλο και περισσότερο μέρος του κόσμου (ή της κυκλοφορίας), καθώς αποκτά όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εφαρμόσουμε το παραπάνω σκεπτικό στην περίπτωση της Ελλάδας: Ένα μεγάλο μέρος των μνημονιακών ψηφοφόρων και της εκλογικής αποχής ωφείλεται στην κούραση και τον φόβο. Ταλαιπωρημένοι άνθρωποι που δεν νιώθουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι και αποδέχονται μοιρολατρικά την κατεστημένη ερμηνεία της κρίσης, την ηθική ευθύνη του κόσμου, την ψυχοσωτήρια λιτότητα, την ανυπαρξία εναλλακτικών κ.λπ. «Το ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου».
Στους ψηφοφόρους ΧΑ θα πρέπει να αναζητήσουμε πάρα πολλούς Θυμωμένους, δηλαδή ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν τη σύνδεση του εαυτού τους με τον κόσμο. Πάντα βρίσκουν κάποιον ανιμισμό να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα (εθνοκαπηλεία, θεωρίες συνωμοσίας, μια κατά φαντασίαν ΧΑ στο μυαλό τους κ.λπ.), όμως αυτός έχει μικρή σημασία• το ουσιαστικό με τους Θυμωμένους είναι ότι αισθάνονται ποντίκια απέναντι σε βουβάλια, οπότε παγιδεύονται στον μικρόκοσμό τους χωρίς όραμα για κάποια εναλλακτική κατάσταση, δεν νιώθουν ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν παρά μόνο με μαγικές λύσεις. Το αντίστοιχο του «κερδίζω το λαχείο» σε επιστημολογικό επίπεδο: πλάθω έναν κόσμο Καλών και Κακών, οι Καλοί στο φινάλε θα θριαμβεύσουν, THE END. Όπως στα ουέστερν του ’50.
Δοκιμάστε να σκεφτείτε έτσι την κατάσταση μήπως κι έχει νόημα, συγκρίνετε αυτό το σκεπτικό με τις δικές σας παραστάσεις και πληροφορίες, με τους ψηφοφόρους ΧΑ που τυχόν ξέρετε. Αν όντως το σκεπτικό έχει κάποιο νόημα, τότε ένα φυσιολογικό ερώτημα είναι τι κάνουμε από εδώ και μπρος μ’ αυτό το 8% υποστηρικτών ΧΑ που δεν ξεκολλάει με τίποτα; Αλλά και με τον παραιτημένο κόσμο; Προτείνω τρεις πιθανές απαντήσεις:
(1) Να τους δώσουμε να διαβάσουν Μαρξ (Γκράμσι, David Harvey, Λένιν κ.λπ.)
(2) Να τους εξηγήσουμε, με λογικά και στοιχειοθετημένα επιχειρήματα, τα σφάλματα στους εθνικιστικούς και συνωμοσιολογικούς μύθους.
(3) Κάποιος χαρισματικός ηγέτης, ομιλητής, καθοδηγητής να τους εμπνεύσει, να τους μεταδόσει τον ενθουσιασμό του και τον σωστό τρόπο σκέψης.
Τίποτα από τα παραπάνω, έλεγε ο Freire! Ο θεωρητικός στοχασμός, ο ηγέτης, τα βιβλία και τα επιχειρήματα δεν πρόκειται να σε κάνουν να αλλάξουν τη θεμελιώδη αντίληψη που φέρεις για τη σχέση σου με τον κόσμο! Είναι κάτι πολύ πιο ισχυρό και βαθύ, δεν αλλάζει με επιχειρήματα και θεωρίες – ακριβώς το αντίθετο, ο θεωρητικός στοχασμός είναι αυτός που προσαρμόζονται στον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τη σχέση σου με τον κόσμο, έτσι ώστε να την επιβεβαιώνει συνεχώς.
Γενικότερα μιλώντας, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν με επιχειρήματα και θεωρητική γνώση. Αυτό ακριβώς είναι η Ευρωπαϊκή μόλυνση, ο δυτικός τρόπος σκέψης: ότι η δύναμη του ορθού λόγου είναι τέτοια ώστε να διασκορπίζει τα σκοτάδια της άγνοιας και της πρόληψης κ.λπ., ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να συγκροτήσουμε στοιχειοθετημένα και λογικά επιχειρήματα (και μετά, φυσικά, να αγανακτούμε με τους άλλους που επιμένουν «να μη βλέπουν τα αυτονόητα»). Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο δεν μπαίνουν στα καλούπια που τους ήθελαν οι Ευρωπαίοι Διαφωτιστές, είναι υπερεκτιμημένη η δύναμη του ορθού λόγου (δηλαδή, της τυφλωμένης αναγωγής των προσωπικών βιωμάτων μας σε παναθρώπινες και οικουμενικές αλήθειες, τις περισσότερες φορές αυτό σημαίνει στην πράξη ο «ορθός λόγος», και πάντα συνοδεύεται από συνακόλουθη αγανάκτηση με τους χαζούς που «δεν βλέπουν τα αυτονόητα»). Οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο δεν λειτουργούνε έτσι, δυστυχώς. Ή ευτυχώς.
Μόνο ένα πράγμα, έλεγε ο Freire, μπορεί να σε λυτρώσει: η πράξη. Δηλαδή, η έμπρακτη αμφισβήτηση των κατεστημένων ιδεολογιών, συλλογικά και στοχευμένα, και η συνακόλουθη ανακάλυψη ευκαιριών μεταμορφωτικής δράσης. Μόνο έτσι καταφέρνεις να δεις ότι η ζωή θα μπορούσε να ήταν διαφορετική• μόνο έτσι αρχίζεις να αισθάνεσαι κομμάτι του κόσμου και να τοποθετείς τον εαυτό σου ισοδύναμα απέναντί του. Οι απλοϊκοί ανιμισμοί, οι συνωμοσιολογίες, η εθνοκαπηλεία κ.λπ. τελικά καταρρίπτονται όχι με επιχειρήματα και λογική, αλλά παύουν να ικανοποιούν και ξεχνιούνται. Πέφτουν σαν μαραμένα φύλλα από το κλαδί, διότι εξαφανίζεται η θεμελιώδης ανάγκη που τους έκανε ελκυστικούς. Απλά, καθώς αποκτάς αυτοπεποίθηση, παύεις σε κάποια στιγμή να βλέπεις γύρω σου τέρατα. Βλέπεις μαλάκες που δεν ξέρουν να οδηγούν.
Επίλογος
Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης, που πηγαίνει
Στα πόδια των ανθρώπων και ποτέ του δεν γαυγίζει
Μήτε δαγκώνει, και γι’ αυτό ποτέ του δε χορταίνει
Το ποθητό και δίχως πέτσα κόκκαλο που ελπίζει.
Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης και φτωχός,
Που, απ’ τη σκυλίσια του ψυχή, για λάθος του νομίζει
Το ότι είναι σκύλος, πιο πολύ το ότι είν’ μικρός
Γι’ αυτό, σαν τον κλωτσάνε, δεν δαγκώνει ούτε γαβγίζει.
Είναι ένας σκύλος με ψυχή βαθιά χριστιανική,
Που δείχνει ταπεινόφρονα πως δεν έχει πονέσει,
Που με την πράξη του αποχτά ευτυχία μοναδική,
Μες στον παράδεισο των σκύλων μια μικρούλα θέση.
Μονάχα από τα γήινα τα δεινά του λείπει ακόμα,
Κάτι που την αγάπη του εαυτού του θα ξυπνήσει:
Του λείπει μια γερή κλωτσιά κατάμουτρα στο στόμα,
Να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει, να ξεσκίσει.
(Λευτέρης Ιερόπαις, 1920-1945)
Στο φινάλε, κανείς δεν μπορεί να λυτρώσει κανέναν. Μόνο ο καθένας μας μπορεί να λυτρώσει τον εαυτό του. Δηλαδή, αυτό που σε λυτρώνει δεν είναι ούτε τα βιβλία ούτε η εμπνευσμένη καθοδήγηση του ηγέτη: η δική σου υποκειμενική συνειδητοποίηση, μέσω της πράξης, ότι τελικά έχεις επιλογές και ότι μπορείς να απορρίψεις τις κατεστημένες συνταγές και ιδεολογίες, αυτό είναι που σε λυτρώνει. Ισχύει, δηλαδή, αυτό που τόνιζε συνεχώς ο Κίρκεγκορ: Η υποκειμενικότητα είναι η αλήθεια, όχι η αντικειμενικότητα. Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο μέσω της πράξης.
Είναι όπως η οδήγηση: η θεωρητική γνώση, ο δάσκαλος και τα βιβλία δεν θα σε κάνουν οδηγό. Βοηθάνε όλα αυτά, όμως μπορούν να σε πάνε μόνο μέχρις ενός σημείου. Το να ξέρεις, εγκεφαλικά, ότι στα 50 km/h βάζουμε τρίτη, δεν σε κάνει οδηγό. Μόνο άμα βάλεις τρίτη, ξανά και ξανά και ξανά, εσύ ο ίδιος, σε πραγματικό αυτοκίνητο, μόνο αυτό θα σε κάνει οδηγό. Η υποκειμενικότητα είναι η αλήθεια, όχι η αντικειμενικότητα.
Ναι, είναι τρομακτικό όταν πρωτοβγαίνεις στο δρόμο μόνος σου. Και τίποτα στην προηγούμενή σου εμπειρία δεν σε προετοιμάζει γι' αυτό, ούτε τα βιβλία ούτε η οδήγηση με δάσκαλο. Το ρίσκο είναι πραγματικό και η ευθύνη είναι όλη δική σου, μόνο έτσι όμως τα τέρατα μπορούν να μεταμορφωθούν σε μαλάκες. Να αλλάξει αυτό που βλέπεις στον κόσμο.
Steven Biko: To ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου.
Helder Camara: Όταν μοιράζω φαγητό στους φτωχούς, όλοι με λένε άγιο. Όταν ρωτάω, «γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι φτωχοί;», όλοι με λένε κομμουνιστή.
Λευτέρης Ιερόπαις: Του λείπει μια γερή κλωτσιά κατάμουτρα στο στόμα / Να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει, να ξεσκίσει.
Μυρμήγκια και Ποντίκια, Βουβάλια και Ελέφαντες
Ο Paulo Freire (1921 – 1997) ήταν ένας γνωστός βραζιλιάνος παιδαγωγός, κοινωνικός αγωνιστής και φιλόσοφος, που αφιέρωσε τη ζωή του στη μόρφωση και χειραφέτηση (δεν τα έβλεπε διακριτά αυτά τα δύο αλλά συμπληρωματικά, είχε εναλλακτικό όραμα για το σχολείο) των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα γι’ αυτόν, μπορείτε εύκολα να βρείτε πληροφορίες στο ίντερνετ (προσοχή, υπάρχει και αστρονόμος με το ίδιο όνομα). Ο Freire με ενδιαφέρει εδώ για τρεις λόγους:
(1) Δεν ήταν φιλόσοφος εκ του ασφαλούς. Δούλεψε κι αγωνίστηκε πολύ, φυλακίστηκε και εξορίστηκε για τη δράση του – αν υπάρχουν άνθρωποι που έκαναν τον κόσμο λίγο καλύτερο, ένας από αυτούς ήταν ο Freire. Και δεν ήταν ακριβώς «φιλόσοφος» αλλά «παιδαγωγός που φιλοσοφούσε», δηλαδή δεν έφτιαχνε ωραίες θεωρίες από την ησυχία του γραφείου του, απομακρυσμένος από την πραγματικότητα, αλλά προβληματιζόταν πάνω στο βιωμένο υλικό του, το οποίο προήρθε από την επαφή του με πάρα πολλούς πάμφτωχους χωρικούς.
(2) Δεν ήταν ευρωπαίος ή αμερικάνος, οπότε η σκέψη του ήταν λιγότερο αλλοιωμένη από την ευρωπαϊκή μόλυνση, τον δυτικό τρόπο σκέψης.
(3) Κρίνω ότι κάποιες παρατηρήσεις του έχουν κάτι να πουν και για το φαινόμενο των ψηφοφόρων ΧΑ. Δεν τα λένε όλα, δεν ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο, ίσως όμως να εντοπίζουν αυτόν τον παράγοντα που μας διαφεύγει και ενδεχομένως προσφέρουν γραμμή πλεύσης για το μέλλον.
Ο Freire λοιπόν παρατηρούσε τον τρόπο με τον οποίο οι καταπιεσμένοι ερμηνεύουν την κατάστασή τους και βγάζουν νόημα από αυτήν. Ο ίδιος δεν χώριζε τους ανθρώπους σε «αριστερούς», «δεξιούς», «ακροδεξιούς», «εθνικιστές», «κεντροαριστερούς» κ.λπ., έκρινε ότι ήταν επιφανειακοί αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Υπάρχει κάτι θεμελιωδέστερο και πολύ πιο ισχυρό στη νοηματοδότηση που κάνει ο καταπιεσμένος, το οποίο, σε δεύτερο χρόνο, δίνει τον τόνο και για την πολιτική του τοποθέτηση (ή την ανυπαρξία της): Πώς ερμηνεύει την αιτιότητα και πώς αποδέχεται τη σχέση του εαυτού του με τον κόσμο; Μπαίνω αμέσως στο ψητό:
Το σημείο εκκίνησης είναι η Κουρασμένη Αντίληψη για την αιτιότητα και τη σχέση του ατόμου με τον κόσμο. Αυτή αποδέχεται τη ζωή έτσι όπως τη βρίσκει. Ο Κουρασμένος πρώτα αποφασίζει ότι δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή του και να κάνει κάτι, νιώθει μυρμήγκι απέναντι σε ελέφαντα, οπότε προσαρμόζει τον τρόπο σκέψης και την κοσμοθεώρησή του σε μια μυρμηγκίστικη αντίληψη των πραγμάτων. Δηλαδή, αφήνεται παθητικά στις επιδιώξεις κάθε υπέρτερης δύναμης, σε όλα τα ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) που αυτή διακηρύσσει, και «αντιδρά» στους περιορισμούς που τον συντρίβουν με το να τους αρνείται: δεν τους αντιλαμβάνεται καν ως περιορισμούς, δεν αναγνωρίζει ότι η ζωή του έχει πρόβλημα. Όπως έλεγε κι ο Steven Biko για τη Νότια Αφρική: «Το ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου».
Οι Κουρασμένοι είναι παραιτημένοι και συνήθως ταλαιπωρημένοι. Απλώς μεθάνε κάθε βράδυ, ξεχνιούνται στην τηλεόραση (και στο φέισμπουκ), περιμένουν τον θάνατο ως λύτρωση, ίσως παρηγοριούνται με τη σκέψη κάποιας μετά θάνατον ανταμοιβής, κάποιας καλύτερης γέννησης στην επόμενη ενσάρκωση, ή ότι τα βάσανά τους είναι ηθικώς δίκαια και αρεστά στον Θεό, ότι μαζί τα φάγαμε κ.λπ. Στο φινάλε, εμφανίζονται πάντα μοιρολάτρες: τι μπορεί να κάνει ένα μυρμήγκι απέναντι σ’ έναν ελέφαντα;
Ξεπερνώντας το στάδιο της Κουρασμένης Αντίληψης, περνά κανείς πάντα από τη Θυμωμένη Αντίληψη. Οι Θυμωμένοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν τα ΤΙΝΑ και τους περιορισμούς που τους επιβάλλονται από τις υπέρτερες δυνάμεις της ζωής, δεν τα αρνούνται: Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ / Μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Όμως δεν μπορούν να κάνουν τη σύνδεση της κατάστασής τους με τον κόσμο, οπότε καταφεύγουν σε ανιμισμούς για να δώσουν ερμηνεία.
Ένας Θυμωμένος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ηθικά ανώτερο από την πραγματικότητα, οπότε νιώθει ελεύθερος να την κατανοήσει όπως θέλει. Καθότι συνειδητοποιεί ότι δεν έχει τον εμπράγματο έλεγχο της ζωής του, θέλει τουλάχιστον να έχει τον ηθικό έλεγχο. Κι επειδή ακόμα αδυνατεί να κατανοήσει τον εαυτό του ως μέρος του κόσμου, ελέγχει τη ζωή και την κατακτά με συμβολικό-μαγικό τρόπο, αντιλαμβάνεται την αιτιότητα εντοπισμένη και εμπρόθετη. Τις περισσότερες φορές φτάνει να νιώθει το πρόβλημά του ως ατύχημα, ως σύμπτωση: ο εκμεταλλευτής γαιοκτήμονας και ο νταής επιστάτης του έτυχε να είναι παλιάνθρωποι και με βασανίζουν• η Μέρκελ και ο Σαμαράς έτυχε να είναι καθάρματα. Και γιατί όλοι αυτοί είναι καθάρματα; Εδώ χρειάζεται ένας ανιμισμός να εξηγήσει τα ανεξήγητα: διότι είναι Κακοί Άνθρωποι (ανθέλληνες, πιόνια των Σιωνιστών, μέλη της Λέσχης Μπίλντενμπεργκ κ.α.). Όπως στα ουέστερν της δεκαετίας του ’50, που ο Κακός ήταν πολύ κακός, ανεξήγητα κακός (φορούσε μαύρο καπέλο, ήταν και ασχημομούρης), ενώ ο Καλός, με τη σειρά του, ήταν υπερβολικά και ανεξήγητα καλός (ομορφόπαιδο, φορούσε και άσπρο καπέλο). Όμως δεν δινόταν κάποια εξήγηση γιατί: απλά έτσι έτυχε, στον κόσμο υπάρχουν Καλοί και Κακοί Άνθρωποι.
Είναι μεγάλο το άλμα από την Κούραση στον Θυμό. Τουλάχιστον εδώ αρχίζει κάποιος να νοιάζεται για την κατάστασή του («νοιάζεται» με την έννοια του αγγλικού giving a damn) – διότι ο Κουρασμένος απλά δεν νοιάζεται, μυρμήγκι απέναντι στον ελέφαντα. Ο Θυμωμένος όμως δεν αισθάνεται τα ΤΙΝΑ των εκμεταλλευτών ως ελέφαντα αλλά ως κάτι μικρότερο – ας πούμε, βουβάλι. Και τον εαυτό τον νιώθει ως κάτι μεγαλύτερο από μυρμήγκι – ας πούμε, ποντίκι. Ένα ποντίκι απέναντι σε ένα βουβάλι πάλι δεν μπορεί να κάνει κάτι πρακτικό, συνεχίζει να είναι μεγάλη η διαφορά ισχύος• τουλάχιστον όμως μπορεί να οργιστεί, δηλαδή να πολεμήσει σε ηθικό επίπεδο: κι επαναστάσεις στα όνειρά του αναζητεί. Ή σε ανιμισμούς προκειμένου να διατηρηθεί με κάθε κόστος η ανημπόρια του απέναντι στον κόσμο.
Από κάποια στιγμή και μετά, ο Θυμωμένος αρχίζει να μην ικανοποιείται με ανιμιστικές ερμηνείες. Αρχίζει να καταλαβαίνει ότι οι «κακοί άνθρωποι» – ο επιστάτης κι ο γαιοκτήμονας, η Μέρκελ κι ο Σαμαράς, δεν το ξέρουν ότι είναι κακοί. Ο Θυμωμένος παύει να είναι Θυμωμένος όταν αλλάζει αυτό που βλέπει: όχι έναν κόσμο που αποτελείται από Καλούς και Κακούς Ανθρώπους, αλλά έναν κόσμο που αποτελείται από προστάτες συμφερόντων και φορείς ιδεολογιών – οι οποίοι, φυσικά, δεν το ξέρουν ότι είναι φορείς ιδεολογιών, θεωρούνε ότι αντικρύζουν την πραγματικότητα (και η πραγματικότητά τους περιλαμβάνει «κατώτερους ανθρώπους» που πρέπει να σωθούνε από τον εαυτό τους: and in spite of himself, the native must be helped). Όταν ο Θυμωμένος καταλάβει ότι οι κακοί δεν ξέρουν ότι είναι κακοί, τότε αρχίζει να αντιλαμβάνεται το ίδιο και για τον εαυτό του, όλα τα ΤΙΝΑ που κατάπιε αμάσητα και τις κυρίαρχες ιδεολογίες που αποδέχτηκε. Παύει λοιπόν να βλέπει τα προβλήματά του ως τυχαία: και να μην ήταν ο συγκεκριμένος επιστάτης, θα ήταν κάποιος άλλος εξίσου «κακός», διότι φυσικά θεωρεί φυσιολογικό να προστατέψει τα συμφέροντα του αφεντικού του, την τσέπη που τον πληρώνει• και να μην ήταν ο συγκεκριμένος γαιοκτήμονας, θα ήταν κάποιος άλλος που εξίσου θα ήθελε δουλοπάροικους να του οργώνουν τα χωράφια για ένα κομμάτι ψωμί (και που εξίσου θα νόμιζε ότι τους κάνει και χάρη κιόλας)• και να μην ήταν η συγκεκριμένη Μέρκελ ή ο συγκεκριμένος Σαμαράς, θα ήταν κάποιοι άλλοι, εξίσου φορείς της ίδιας ελιτίστικης ιδεολογίας, που θα προωθούσαν την ίδια ερμηνεία για την ευρωπαϊκή κρίση, για την ηθική ευθύνη του κόσμου, για το δίκαιο και ψυχοσωτήριο της λιτότητας, για τις ανύπαρκτες εναλλακτικές που διαθέτει η Ελλάδα κ.λπ. Τελικά, αλλάζει ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κανείς την αιτιότητα: αντί να τη βλέπει εντοπισμένη και εμπρόθετη, αρχίζει να ψάχνει για συστημικές και δομικές αιτίες. Όπως έλεγε ο βραζιλιάνος αρχιεπίσκοπος Helder Camara (1909 – 1999): Όταν μοιράζω φαγητό στους φτωχούς, όλοι με λένε άγιο. Όταν ρωτάω, «γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι φτωχοί;», όλοι με λένε κομμουνιστή. Ο Freire ονόμαζε αυτό το στάδιο: Κριτική Συνείδηση.
Η Κριτική Συνείδηση πάντα φέρνει αλλαγές και στον τρόπο που τοποθετεί κανείς τον εαυτό του απέναντι στον κόσμο, μαζί πάνε αυτά. Ο Θυμωμένος έχει δεχτεί ότι είναι ποντίκι απέναντι σε βουβάλι. Η Κριτική Συνείδηση όμως αισθάνεται τους περιορισμούς των καταπιεστών όχι ως βουβάλι αλλά ως κάτι μικρότερο – ας πούμε, άνθρωπο• και αισθάνεται τον εαυτό της όχι ως ποντίκι αλλά ως κάτι μεγαλύτερο – ας πούμε, σκύλο. Τώρα τα μεγέθη συγκρίνονται, η Κριτική Συνείδηση παύει να νιώθει ότι είναι κάτι ασθενές κι ασήμαντο ώστε να αποτραβιέται από τον κόσμο, αντίθετα αισθάνεται μέρος του κόσμου. Ο Freire τόνιζε ότι όλα αυτά πάνε πακέτο, το ένα φέρνει το άλλο, είναι μια ολιστική διαδικασία ωρίμανσης: Κριτική Συνείδηση = Συστημική αντίληψη των μηχανισμών της αιτιότητας = Τοποθέτηση του εαυτού ως μέρος του κόσμου, ως συγκρίσιμο μέγεθος ισχύος = Απόρριψη ερμηνειών με εντοπισμένη, εμπρόθετη αιτιότητα.
Να χρησιμοποιήσω εδώ τη βοήθεια μιας αναγνώστριας αυτού του μπλογκ, η οποία κάποτε μου εξομολογήθηκε την οδηγική της εμπειρία: «Όταν πρωτοβγήκα στο δρόμο μόνη μου, ήταν τρομακτικό. Έβλεπα παντού γύρω μου τέρατα έτοιμα να μου επιτεθούν. Σε κάποια στιγμή, αυτό άλλαξε. Έπαψα να βλέπω τέρατα. Άρχισα να βλέπω μαλάκες που δεν ξέρουν να οδηγούν». Έτσι ακριβώς αλλάζει η αντίληψη ενός Θυμωμένου για τον κόσμο. Απορρίπτει την εμπρόθετη, βουλητική αιτιότητα (Κακοί Άνθρωποι, τέρατα) και τους ανιμισμούς, καθώς αισθάνεται όλο και περισσότερο μέρος του κόσμου (ή της κυκλοφορίας), καθώς αποκτά όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εφαρμόσουμε το παραπάνω σκεπτικό στην περίπτωση της Ελλάδας: Ένα μεγάλο μέρος των μνημονιακών ψηφοφόρων και της εκλογικής αποχής ωφείλεται στην κούραση και τον φόβο. Ταλαιπωρημένοι άνθρωποι που δεν νιώθουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι και αποδέχονται μοιρολατρικά την κατεστημένη ερμηνεία της κρίσης, την ηθική ευθύνη του κόσμου, την ψυχοσωτήρια λιτότητα, την ανυπαρξία εναλλακτικών κ.λπ. «Το ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου».
Στους ψηφοφόρους ΧΑ θα πρέπει να αναζητήσουμε πάρα πολλούς Θυμωμένους, δηλαδή ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν τη σύνδεση του εαυτού τους με τον κόσμο. Πάντα βρίσκουν κάποιον ανιμισμό να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα (εθνοκαπηλεία, θεωρίες συνωμοσίας, μια κατά φαντασίαν ΧΑ στο μυαλό τους κ.λπ.), όμως αυτός έχει μικρή σημασία• το ουσιαστικό με τους Θυμωμένους είναι ότι αισθάνονται ποντίκια απέναντι σε βουβάλια, οπότε παγιδεύονται στον μικρόκοσμό τους χωρίς όραμα για κάποια εναλλακτική κατάσταση, δεν νιώθουν ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν παρά μόνο με μαγικές λύσεις. Το αντίστοιχο του «κερδίζω το λαχείο» σε επιστημολογικό επίπεδο: πλάθω έναν κόσμο Καλών και Κακών, οι Καλοί στο φινάλε θα θριαμβεύσουν, THE END. Όπως στα ουέστερν του ’50.
Δοκιμάστε να σκεφτείτε έτσι την κατάσταση μήπως κι έχει νόημα, συγκρίνετε αυτό το σκεπτικό με τις δικές σας παραστάσεις και πληροφορίες, με τους ψηφοφόρους ΧΑ που τυχόν ξέρετε. Αν όντως το σκεπτικό έχει κάποιο νόημα, τότε ένα φυσιολογικό ερώτημα είναι τι κάνουμε από εδώ και μπρος μ’ αυτό το 8% υποστηρικτών ΧΑ που δεν ξεκολλάει με τίποτα; Αλλά και με τον παραιτημένο κόσμο; Προτείνω τρεις πιθανές απαντήσεις:
(1) Να τους δώσουμε να διαβάσουν Μαρξ (Γκράμσι, David Harvey, Λένιν κ.λπ.)
(2) Να τους εξηγήσουμε, με λογικά και στοιχειοθετημένα επιχειρήματα, τα σφάλματα στους εθνικιστικούς και συνωμοσιολογικούς μύθους.
(3) Κάποιος χαρισματικός ηγέτης, ομιλητής, καθοδηγητής να τους εμπνεύσει, να τους μεταδόσει τον ενθουσιασμό του και τον σωστό τρόπο σκέψης.
Τίποτα από τα παραπάνω, έλεγε ο Freire! Ο θεωρητικός στοχασμός, ο ηγέτης, τα βιβλία και τα επιχειρήματα δεν πρόκειται να σε κάνουν να αλλάξουν τη θεμελιώδη αντίληψη που φέρεις για τη σχέση σου με τον κόσμο! Είναι κάτι πολύ πιο ισχυρό και βαθύ, δεν αλλάζει με επιχειρήματα και θεωρίες – ακριβώς το αντίθετο, ο θεωρητικός στοχασμός είναι αυτός που προσαρμόζονται στον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τη σχέση σου με τον κόσμο, έτσι ώστε να την επιβεβαιώνει συνεχώς.
Γενικότερα μιλώντας, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν με επιχειρήματα και θεωρητική γνώση. Αυτό ακριβώς είναι η Ευρωπαϊκή μόλυνση, ο δυτικός τρόπος σκέψης: ότι η δύναμη του ορθού λόγου είναι τέτοια ώστε να διασκορπίζει τα σκοτάδια της άγνοιας και της πρόληψης κ.λπ., ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να συγκροτήσουμε στοιχειοθετημένα και λογικά επιχειρήματα (και μετά, φυσικά, να αγανακτούμε με τους άλλους που επιμένουν «να μη βλέπουν τα αυτονόητα»). Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο δεν μπαίνουν στα καλούπια που τους ήθελαν οι Ευρωπαίοι Διαφωτιστές, είναι υπερεκτιμημένη η δύναμη του ορθού λόγου (δηλαδή, της τυφλωμένης αναγωγής των προσωπικών βιωμάτων μας σε παναθρώπινες και οικουμενικές αλήθειες, τις περισσότερες φορές αυτό σημαίνει στην πράξη ο «ορθός λόγος», και πάντα συνοδεύεται από συνακόλουθη αγανάκτηση με τους χαζούς που «δεν βλέπουν τα αυτονόητα»). Οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο δεν λειτουργούνε έτσι, δυστυχώς. Ή ευτυχώς.
Μόνο ένα πράγμα, έλεγε ο Freire, μπορεί να σε λυτρώσει: η πράξη. Δηλαδή, η έμπρακτη αμφισβήτηση των κατεστημένων ιδεολογιών, συλλογικά και στοχευμένα, και η συνακόλουθη ανακάλυψη ευκαιριών μεταμορφωτικής δράσης. Μόνο έτσι καταφέρνεις να δεις ότι η ζωή θα μπορούσε να ήταν διαφορετική• μόνο έτσι αρχίζεις να αισθάνεσαι κομμάτι του κόσμου και να τοποθετείς τον εαυτό σου ισοδύναμα απέναντί του. Οι απλοϊκοί ανιμισμοί, οι συνωμοσιολογίες, η εθνοκαπηλεία κ.λπ. τελικά καταρρίπτονται όχι με επιχειρήματα και λογική, αλλά παύουν να ικανοποιούν και ξεχνιούνται. Πέφτουν σαν μαραμένα φύλλα από το κλαδί, διότι εξαφανίζεται η θεμελιώδης ανάγκη που τους έκανε ελκυστικούς. Απλά, καθώς αποκτάς αυτοπεποίθηση, παύεις σε κάποια στιγμή να βλέπεις γύρω σου τέρατα. Βλέπεις μαλάκες που δεν ξέρουν να οδηγούν.
Επίλογος
Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης, που πηγαίνει
Στα πόδια των ανθρώπων και ποτέ του δεν γαυγίζει
Μήτε δαγκώνει, και γι’ αυτό ποτέ του δε χορταίνει
Το ποθητό και δίχως πέτσα κόκκαλο που ελπίζει.
Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης και φτωχός,
Που, απ’ τη σκυλίσια του ψυχή, για λάθος του νομίζει
Το ότι είναι σκύλος, πιο πολύ το ότι είν’ μικρός
Γι’ αυτό, σαν τον κλωτσάνε, δεν δαγκώνει ούτε γαβγίζει.
Είναι ένας σκύλος με ψυχή βαθιά χριστιανική,
Που δείχνει ταπεινόφρονα πως δεν έχει πονέσει,
Που με την πράξη του αποχτά ευτυχία μοναδική,
Μες στον παράδεισο των σκύλων μια μικρούλα θέση.
Μονάχα από τα γήινα τα δεινά του λείπει ακόμα,
Κάτι που την αγάπη του εαυτού του θα ξυπνήσει:
Του λείπει μια γερή κλωτσιά κατάμουτρα στο στόμα,
Να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει, να ξεσκίσει.
(Λευτέρης Ιερόπαις, 1920-1945)
Στο φινάλε, κανείς δεν μπορεί να λυτρώσει κανέναν. Μόνο ο καθένας μας μπορεί να λυτρώσει τον εαυτό του. Δηλαδή, αυτό που σε λυτρώνει δεν είναι ούτε τα βιβλία ούτε η εμπνευσμένη καθοδήγηση του ηγέτη: η δική σου υποκειμενική συνειδητοποίηση, μέσω της πράξης, ότι τελικά έχεις επιλογές και ότι μπορείς να απορρίψεις τις κατεστημένες συνταγές και ιδεολογίες, αυτό είναι που σε λυτρώνει. Ισχύει, δηλαδή, αυτό που τόνιζε συνεχώς ο Κίρκεγκορ: Η υποκειμενικότητα είναι η αλήθεια, όχι η αντικειμενικότητα. Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο μέσω της πράξης.
Είναι όπως η οδήγηση: η θεωρητική γνώση, ο δάσκαλος και τα βιβλία δεν θα σε κάνουν οδηγό. Βοηθάνε όλα αυτά, όμως μπορούν να σε πάνε μόνο μέχρις ενός σημείου. Το να ξέρεις, εγκεφαλικά, ότι στα 50 km/h βάζουμε τρίτη, δεν σε κάνει οδηγό. Μόνο άμα βάλεις τρίτη, ξανά και ξανά και ξανά, εσύ ο ίδιος, σε πραγματικό αυτοκίνητο, μόνο αυτό θα σε κάνει οδηγό. Η υποκειμενικότητα είναι η αλήθεια, όχι η αντικειμενικότητα.
Ναι, είναι τρομακτικό όταν πρωτοβγαίνεις στο δρόμο μόνος σου. Και τίποτα στην προηγούμενή σου εμπειρία δεν σε προετοιμάζει γι' αυτό, ούτε τα βιβλία ούτε η οδήγηση με δάσκαλο. Το ρίσκο είναι πραγματικό και η ευθύνη είναι όλη δική σου, μόνο έτσι όμως τα τέρατα μπορούν να μεταμορφωθούν σε μαλάκες. Να αλλάξει αυτό που βλέπεις στον κόσμο.
Steven Biko: To ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου.
Helder Camara: Όταν μοιράζω φαγητό στους φτωχούς, όλοι με λένε άγιο. Όταν ρωτάω, «γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι φτωχοί;», όλοι με λένε κομμουνιστή.
Λευτέρης Ιερόπαις: Του λείπει μια γερή κλωτσιά κατάμουτρα στο στόμα / Να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει, να ξεσκίσει.