Η Αριστερά, ως γνωστόν, έχει βασανιστεί πολύ από θεωρητικές διαμάχες, διασπάσεις, διαφωνίες κ.λπ. Αυτό που θέλω να ρωτήσω είναι: γιατί έχει τόση αξία η θεωρία, οποιαδήποτε θεωρία;
Για να γίνω σαφής, αμφισβητώ ότι υπάρχει ένα σύνολο αληθειών, αρκετά αφηρημένων κι ανεξάρτητων από τα συμφραζόμενα, ώστε να έχουν αξιώσεις καθολικότητας – δηλαδή να εφαρμόζονται προκάτ σε κάθε περίπτωση και να την ερμηνεύουν επαρκώς. Αν μια αλήθεια εφαρμόζεται προκάτ, τότε θα αφήνει έξω σημαντικές πλευρές• αν πιάνει όλες τις σημαντικές πλευρές, τότε θα είναι μια αλήθεια που δεν θεωρητικοποιείται. Όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Στα Μαθηματικά ναι, υπάρχουν τέτοιες καθολικές αλήθειες, π.χ.: «όλα τα τρίγωνα έχουν άθροισμα γωνιών 180 μοίρες». Το εφαρμόζεις σε κάποιο συγκεκριμένο τρίγωνο και παίρνεις γνώση. Στη Φυσική ναι, υπάρχουν, π.χ.: «πίσω από το μποζόνιο Χιγκς κρύβεται το πρόσωπο του δαίμονα» (Πειραιώς Σεραφείμ). Το εφαρμόζεις σε κάποιο μποζόνιο Χιγκς και παίρνεις τον δαίμονα. Σε όλες τις Φυσικές Επιστήμες υπάρχει αυτό το ιδεώδες, το θεωρητικό που πληροφορεί επαρκώς το συγκεκριμένο. Ισχυρίζομαι όμως ότι σ’ αυτά που ενδιαφέρουν την Αριστερά, στην πολιτική, στην κοινωνία και σ’ ό,τι έχει να κάνει με τον άνθρωπο, το σημαντικότερο τμήμα της γνώσης είναι αυτό που δεν μπορεί να θεωρητικοποιηθεί.
Ας δώσω ένα παράδειγμα: Το 1980 και με στόχο να στηριχθεί η χειμαζόμενη επαρχία της χώρας, η Ιαπωνία ξεκίνησε το πρόγραμμα OVOP – μπορείτε να δείτε περισσότερα εδώ κι εδώ. Από κάθε χωριό επιλεγόταν ένα εξιδεικευμένο τοπικό προϊόν, με μεγάλα περιθώρια κέρδους ανάμεσα στο κόστος παραγωγής/κατασκευής και την τιμή πώλησης στον τελικό αγοραστή. Προηγουμένως, το κέρδος αυτό πήγαινε κυρίως στην αλυσίδα των μεσαζόντων. Η κυβέρνηση, σε συνεργασία με τους τοπικούς Δήμους, αναλάμβανε να επιμορφώσει τους αγρότες: να εντοπίσουν τις αγορές (ακόμα και σε διεθνές επίπεδο), να οργανώσουν τη διανομή, να συμμετάσχουν σε εκθέσεις, να ενημερωθούν για την καινούργια τεχνολογία, να σχεδιάσουν τη διαφήμιση και την εμπορική συσκευασία του προϊόντος κ.α. Το πρόγραμμα δούλεψε σε επίπεδο χωριού – κατά κάποιον τρόπο, όλο το χωριό γινόταν μια μεγάλη μανιφακτούρα, με τους χωρικούς στο ρόλο των μετόχων της, ούτως ώστε να επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας (άλλη τιμή δίνει η αποθήκη όταν ο μεμονωμένος αγρότης αγοράσει λίπασμα, άλλη τιμή όταν ένα ολόκληρο χωριό παραγγείλει λίπασμα). Το OVOP απεδείχθη τελικά πολύ πετυχημένο, το εφάρμοσαν κατόπιν κι άλλες χώρες, όπως η Ταϊλάνδη επί Τάκσιν (2001 – 2006) με το αντίστοιχο πρόγραμμα ΟΤΟΡ (εδώ κι εδώ, για όποιον θέλει περισσότερα).
Κατά γενική ομολογία, τα προγράμματα ήταν επιτυχημένα, αυτό ακούω και διαβάζω. Έβγαλαν χωρικούς από τη φτώχεια, ανέκοψαν την αστυφιλία, ενδυνάμωσαν τους αγρότες έναντι των μεσαζόντων κ.α. Λοιπόν, κάποτε μιλούσα μ’ έναν κύριο που είχε δουλέψει στο ΟΤΟΡ σε επίπεδο περιφέρειας και τον ρώτησα πού οφειλόταν η επιτυχία του προγράμματος. Δεν είχε να μου δώσει κάποια σύντομη απάντηση. Μου είπε ότι έγιναν πολλές αλλαγές πλεύσεις στην πορεία, ήταν αμέτρητα τα πρακτικά ζητήματα που προέκυψαν, μικρά ή μεγάλα, κι επιλύθηκαν επί τόπου, χωρίς κανείς να τα φανταζόταν στη φάση του σχεδιασμού. Το πρόγραμμα, είπε, θα μπορούσε να είχε ναυαγήσει σε πολλά σημεία, όμως το έσωσε η ετοιμότητα των ανθρώπων που το υλοποίησαν. Οπότε, δεν υπήρχε κάποια εύκολη απάντηση – ουσιαστικά, η επιτυχία του προγράμματος ήταν οι άνθρωποί του.
Λοιπόν, όταν τόσοι πολλοί παράγοντες ζωής και θανάτου για το πρόγραμμα δεν μπορούν να προβλεφθούν και να τυποποιηθούν, η θεωρητική του ανάλυση είναι ένα μικρό μόνο μέρος της συνολικής του αποτίμησης, του χαρακτηρισμού ως «καλή ιδέα» ή «κακή ιδέα». Τα προγράμματα OVOP – ΟΤΟΡ δεν ήταν ριζικά διαφορετικά από τους δικούς μας αγροτικούς συνεταιρισμούς που όμως, μπορούμε να πούμε, απέτυχαν να δώσουν τους θεωρητικά υποσχεμένους καρπούς. Το ότι κάτι είναι καλή ιδέα, δεν λέει πολλά πράγματα για την υλοποίησή του. Από τον σπόρο ως τον καρπό υπάρχει μεγάλη απόσταση, η ζωή είναι σαν αυτό το xkcd (“Click & Drag”): όπως το βλέπεις απ’ έξω και χωρίς να μπεις μέσα στην κατάσταση, ούτε που φαντάζεσαι τι τεράστιος όγκος από ιδιαιτερότητες και λεπτομέρειες κρύβεται. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι η θεωρεία τελικά είναι άχρηστη; Σαφώς και όχι. Σημαίνει ότι πρέπει να τοποθετηθεί στις σωστές της βάσεις:
Τα Πτυχία της Πράξης
Όταν παλιά ήθελα κάποιον καλό τεχνικό σε κάτι, ρωτούσα τα παιδιά στο συνεργείο και μου λέγαν: «Πήγαινε στον τάδε, είναι ζωηρός». Το ζωηρός, στη γλώσσα του συνεργείου σήμαινε τον μάστορα που χώνει τη μύτη του, σπάει το κεφάλι του, δοκιμάζει αυτό κι ετούτο κι εκείνο και το άλλο, ψάχνει, σκαλίζει, κάνει χιλιάδες ερωτήσεις για το μηχάνημα, πόσο συχνά το χρησιμοποιείς, αν παρατήρησες κάποιον περίεργο ήχο, κάτι ασυνήθιστο, πότε το αγόρασες, πού το φυλάς όταν δεν το δουλεύεις, ποιος άλλος το χρησιμοποιεί κ.λπ. Όχι τον μάστορα που σε αντιμετωπίζει γραφειοκρατικά – του επισημαίνεις τη βλάβη, τη διορθώνει τυπικά και τέρμα. Αλλά αυτόν που θα τα κοιτάξει όλα και στην πορεία θα βρει άλλες τρεις βλάβες ή επικίνδυνα σημεία που μπορεί να προκαλέσουν βλάβη. Επίσης, αυτόν που θέλει να καταλάβει και τη σημασία του μηχανήματος στη ζωή σου• θέλεις να το έχεις πάντα σένιο ή απλώς να το διατηρείς σε μια στοιχειωδώς λειτουργική κατάσταση; Είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις έξτρα για να το έχεις σαν καινούργιο ή θέλεις να τη βγάλεις φτηνά και το μηχάνημα απλώς να κάνει τη δουλειά του;
Το ζωηρός είναι ένα πτυχίο της πράξης που δεν μπορεί εύκολα να απονεμηθεί από πανεπιστήμια και να μαθευτεί από βιβλία. Ανάμεσα στ’ άλλα, έχει κι ένα αξιακό στοιχείο: ο ζωηρός τεχνίτης νοιάζεται για το μηχάνημα σαν να είναι δικό του, κατανοεί όχι μόνο τη λειτουργία του αλλά και την κοινωνιολογία του, τη θέση του στη ζωή σου. Είναι τίτλος καθαρά πρακτικός. Ένας έμπειρος τεχνίτης που έχουν περάσει χιλιάδες κινητήρες από τα χέρια του, θα ακούσει τον ασυνήθιστο θόρυβο που δεν θα τον ακούσεις εσύ, θα υποπτευθεί ότι η ζημιά είναι στο καρμπυρατέρ ή στο φίλτρο αέρος χωρίς καν να τον ανοίξει. Μόνο από μια κουβέντα που θα του πεις, σβήνει καμιά φορά όταν κάνει κρύο, και χωρίς καν να δει το μηχάνημα, θα σκεφτεί αμέσως: μάλλον κινητήρας Kawasaki της σειράς SR-15 με απορρυθμισμένο στρόφαλο. Και κατά κανόνα θα πέσει μέσα. Πρέπει όμως να έχουν περάσει αμέτρητα μηχανήματα από τα χέρια του για να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο. Επίσης, ένας έμπειρος τεχνίτης θα είναι και πολύ πιο ψυλλιασμένος για την κοινωνιολογία του επαγγέλματός του. Βάζει τον εαυτό του στη θέση σου και κατανοεί πως όταν του λες: «θέλω να διορθώσεις τη βλάβη», δεν θέλεις απλώς να διορθώσει τη βλάβη, όχι, θέλεις κάτι περισσότερο: θέλεις να αισθάνεσαι εμπιστοσύνη. Το «διορθώνω τη βλάβη» είναι υποσύνολο του «κάνω τον πελάτη να αισθάνεται εμπιστοσύνη», γνήσιο υποσύνολο όμως, υπάρχουν κι άλλα που δεν τα καλύπτει. Όπως ακριβώς ο έμπειρος γιατρός, λένε, δεν ρωτάει τον ασθενή: «τι έχεις», αλλά: «τι σε φέρνει εδώ». Διότι κατανοεί ότι ο ασθενής δεν θέλει απλώς να του θεραπεύσεις τους πόνους στο στήθος, αλλά να τον επαναφέρεις στην πρότερη κατάσταση στην οποία ούτε που νοιαζόταν για το στήθος του. Υπάρχει διαφορά. Ο έμπειρος γιατρός (κάποιοι, τουλάχιστον) κατανοεί ότι αυτό που λέμε «υγεία» είναι κοινωνικό μέγεθος, όχι αυστηρά βιολογικό, βλέπει την τέχνη του εντός ευρύτερων συμφραζομένων. Ο έμπειρος μάστορας (κάποιοι, τουλάχιστον) κατανοεί ότι αυτό που πουλά στον πελάτη δεν είναι απλώς επιδιόρθωση βλαβών, αλλά ανακούφιση και ηρεμία• είναι αναλγητικός ο ρόλος του, αντιστρεσσογόνος. Όλα αυτά εμπεριέχονται στο ζωηρός, το πτυχίο της πράξης που δεν μπορείς να κατακτήσεις αν δεν γράψεις πολλά χρόνια εμπειρίας στο κοντέρ σου.
Μιλούσα μια φορά μ’ έναν έμπειρο πωλητή και τον πείραξα για τη δουλειά του, ότι εσείς οι πωλητές ούτε σχολές βγάζετε ούτε κάποια τέχνη μαθαίνετε, το ‘χετε εύκολο. «Ξέρεις ποια είναι η δική μου τέχνη;» είπε. «Το ότι συναντώ πρώτη φορά έναν άνθρωπο και μέσα σε πέντε λεπτά τον ξέρω καλύτερα απ’ ό,τι ξέρει κι ο ίδιος τον εαυτό του, τον διαβάζω». Μου εξήγησε κατόπιν ότι ξέρει, από τα πρώτα κιόλας λεπτά γνωριμίας, αν θα πρέπει να του απευθυνθεί στον ενικό ή στον πληθυντικό, ποιο ανέκδοτο να του πει για να γελάσει, αν θα πρέπει να μιλήσει για λεπτά θέματα – πολιτική ή γυναίκες – ή αν θα πρέπει να διατηρήσει τη γνωριμία τυπική, αν ο άλλος έχει στεναχώριες και χρειάζεται να τα πει για να ξεσκάσει, αν θα πρέπει να πάρει έναν ρόλο μεγάλου αδερφού ή πατέρα – και, φυσικά, αν ο άλλος το σκέφτεται να αγοράσει ή όχι. Και το ότι καταφέρνει να πουλάει είναι η έμπρακτη απόδειξη της τέχνης του. Ξέρει επίσης τα πάντα για τα προϊόντα που πουλάει, τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, τους ανταγωνιστές, τους επαγγελματίες, την κατάσταση της αγοράς κ.λπ., οπότε μπορεί να καταλάβει πάρα πολλά από λίγες μόνο λέξεις του άλλου, ξέρει τι έχει στο μυαλό του (όλοι οι έμπειροι σε κάποιον τομέα το ‘χουν αυτό, από πολύ λίγα καταλαβαίνουν πάρα πολλά). Συνήθως συνοψίζουμε όλα τα παραπάνω στη φράση: να είσαι μέσ’ στην πιάτσα – άλλο ένα πτυχίο της πράξης που δεν μπορεί να μαθευτεί από βιβλία.
Πιστεύω να είναι σαφέστερο τώρα αυτό που λέω. Με δυο λόγια, τονίζω πως όταν φτιάξεις ένα αριστερό κόμμα, γκρούπα, επαναστατική οργάνωση, φοιτητικό σύλλογο κ.λπ., το Τμήμα Θεωρίας θα πρέπει να είναι ιεραρχικά κατώτερο από το Τμήμα Πιάτσας. Και για την ακρίβεια, θα πρέπει να φτιάξεις πολλά Τμήματα Πιάτσας, για κάθε μια από τις πολυάριθμες εκφάνσεις – πιάτσες – της κοινωνικής μας ζωής. Ό,τι ισχύει στη μια, δεν ισχύει απαραίτητα και στις άλλες. Είναι αναπόδεικτο δόγμα ότι μπορεί να υπάρξει εγχειρίδιο οδηγιών για τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα, μια καθολική & αφηρημένη θεωρία, ανεξάρτητη συμφραζομένων, που να τα ερμηνεύει ολοκληρωτικά και να πληροφορεί επαρκώς την πράξη. Ο ινστρούχτορας θα πρέπει να ακούει τον ζωηρό, αυτόν που είναι μέσ’ στην πιάτσα, όχι αντιστρόφως. Από το Mind Over Machine του H. Dreyfus, ένα πείραμα των Gary & Helen Klein στις ΗΠΑ, αρχές δεκαετίας του ‘80:
Οι ερευνητές έδειξαν σε ομάδες παραϊατρικού προσωπικού μικρά βίντεο από έξι διαφορετικά πρόσωπα που προσέφεραν καρδιοαναπνευστική ανάνηψη (CPR) σε θύματα καρδιακής ανακοπής. Οι πέντε από τους έξι ήταν άπειροι εκπαιδευόμενοι που μόλις μάθαιναν CPR, ενώ ο έκτος ήταν ένας πολύ έμπειρος ανανήπτης, με πολλά χρόνια πίσω του στην CPR και σε παρόμοιες τεχνικές υγείας. Τα βίντεο προβλήθηκαν σε τρεις ομάδες θεατών: 1) σε παραϊατρούς με πρακτική εμπειρία, 2) σε εκπαιδευόμενους σπουδαστές και 3) σε εκπαιδευτές, χωρίς οι ερευνητές να τους ενημερώσουν για τα πρόσωπα στα βίντεο. Στο τέλος τέθηκε η ερώτηση στον καθένα: «Σε περίπτωση που παθαίνατε καρδιακό επεισόδιο, ποιος από τους έξι που είδατε στα βίντεο θα θέλατε να σας κάνει CPR;». Οι έμπειροι παραϊατροί επέλεξαν τον έμπειρο ανανήπτη σε ποσοστό περίπου 90%. Οι σπουδαστές διάλεξαν «σωστά» σε ποσοστό περίπου 50%. Οι εκπαιδευτές είχαν τα χειρότερα αποτελέσματα, βρήκαν τον έμπειρο ανανήπτη σε ποσοστό 30%. Κι όμως, οι εκπαιδευτές ξέρουν τέλεια την τεχνική της καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης στη θεωρία της• είναι αυτοί που γράφουν τα σχετικά βιβλία και που μπορούν να δώσουν σωστές τηλεφωνικές οδηγίες σε έναν αρχάριο. Δεν ξέρουν όμως τις αμέτρητες λεπτομέρειες που μόνο η πράξη μπορεί να σου διδάξει. Έχουν την καλύτερη θεωρητική κατάρτιση όμως είναι οι χειρότεροι λήπτες αποφάσεων – ακόμα κι οι εκπαιδευόμενοι σπουδαστές είναι σοφότεροι από αυτούς.
Ο Θεωρητικά Καταρτισμένος Αλεξιπτωτιστής
Αυτό που αμφισβητώ λοιπόν είναι η ιδέα ενός κεντρικού Περισσού που, από τα ολύμπιά του ύψη, πληροφορεί επαρκώς την πράξη βάσει μυστικών αλγορίθμων και εμβριθών θεωριών. Αυτό ναι, το αμφισβητώ. Ο θεωρητικά καταρτισμένος που όμως πέφτει αλεξιπτωτιστής σε μια κατάσταση, θα χάσει τις ιδιαιτερότητές της και παραβλέψει έναν πλούτο σημαντικών στοιχείων, τα οποία δεν μπορούν να συνοψιστούν και να μεταδοθούν εύκολα στους απ’ έξω. Ο ζωηρός, αυτός που είναι μέσ’ στην πιάτσα, δεν είναι κάποιος που ξέρει απλώς καλά το δικό του μετερίζι• μέσα στη δική του πιάτσα είναι ένα διαφορετικό ον. Βλέπει διαφορετικά και σκέφτεται διαφορετικά από τον θεωρητικά καταρτισμένο αλεξιπτωτιστή. Αυτό το έχουν βιώσει όλοι οι ανθρωπολόγοι στη δουλειά τους. Ο Δημήτρης Θεοδοσσόπουλος περιέγραψε παραστατικά αυτήν την εμπειρία στο Troubles with Turtles (διαβάστε το, είναι ωραίο). Πήγε πρώτη φορά στο Βασιλικό Ζακύνθου, την περιοχή με τις παραλίες που αφήνουν τα αυγά τους οι χελώνες καρέτα-καρέτα, ως οικολόγος εθελοντής: «Εκείνον τον καιρό, οι χελώνες είχαν πάρει τοτεμικές διαστάσεις στη φαντασία μου, η μοίρα τους είχε υψηλή θέση ανάμεσα στις βιοτικές μου προτεραιότητες» (σελ. 4). Ήταν η δεκαετία του ’80, η εποχή που πρωτοξεκινούσε η οικολογία στην Ελλάδα: «Οι καινούργιες περιβαλλοντικές ΜΚΟ στελεχώνονταν κυρίως από σπουδαστές Βιολογίας και άλλων Θετικών Επιστημών ... οι περισσότεροι κυρίως παιδιά μεσαίας τάξης από μεγάλες πόλεις, άβγαλτα και κακοπληροφορημένα για τη ζωή στην επαρχία και στα χωριά» (σελ. 4). Εκεί βίωσε στο πετσί του την εχθρότητα των ντόπιων – χωρικών που συνδύαζαν την αγροτική ζωή με τις τουριστικές δραστηριότητες. Κυριολεκτικά όμως «στο πετσί του», έφαγε και ξύλο. Του έμεινε τελικά η απορία: τι δεν πήγαινε καλά; Γιατί οι οικολόγοι δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους ντόπιους; Και γιατί αυτοί οι τελευταίοι ήταν τόσο αναίσθητοι στα καρετο-καρετικά θέματα;
Ξαναπήγε στον Βασιλικό δύο χρόνια αργότερα, αυτή τη φορά ως ανθρωπολόγος για να μελετήσει την τοπική κοινωνία, όχι τα θαλάσσια ερπετά της. Έμεινε έναν χρόνο με τους ντόπιους, συζήτησε μαζί τους, παρατήρησε λεπτομερώς τη ζωή τους, δούλεψε στις δουλειές τους και, φυσικά, ανακάλυψε έναν καινούργιο κόσμο: την τοπική κουλτούρα, το φεουδαρχικό παρελθόν της κοινότητας, τότε που οι χωρικοί ή οι γονείς τους δούλευαν σέμπροι (= κολίγοι) στα χωράφια του αφέντη, τη σχέση τους με τα ζώα και τη θρησκευτική-κοσμολογική ταξινόμηση του καθενός ανάλογα με τη συνεισφορά του στον καθημερινό κάματο του νοικοκυριού, το τουριστικό εισόδημα που τους έδωσε πρωτόγνωρη αξιοπρέπεια, τη συμβολική δουλοπρέπεια προς τους απογόνους του αφέντη κ.α. Οι αρχικές καταχωρίσεις στο ημερολόγιό του είχαν ακόμα τη ματιά του αλεξιπτωτιστή (σελ. 14-15):
Σήμερα περπατούσα στη γη του μεγάλου αφέντη. «Είναι όλες δικές του εκτάσεις», συνειδητοποίησα. Πρόσεξα ένα μεγάλο κτίσμα, σαν αρχοντικό, όμως δεν μπορούσα να δω καθαρά τα κτίρια πίσω από τον ψηλό τοίχο. Το μέρος έμοιαζε ακατοίκητο, αν και όχι παρατημένο, το κάθε τι ήταν καθαρό και τακτοποιημένο. Μου είπαν ότι ο γαιοκτήμονας κι η οικογένειά του ζούσανε σε ένα άλλο σπίτι πιο κοντά στην πόλη. Μου τράβηξαν την προσοχή τα έρημα κτίσματα τριγύρω. Ήταν κι ένα έρημο ελαιοτριβείο. Τα άλλα ήταν μικρά σπιτάκια από τούβλα. Τα περισσότερα ήταν ερείπια, όμως δύο είχαν ανακαινιστεί σε όμορφα εξοχικά που νοικιάζονται στους τουρίστες. Είδα μια σειρά από τεράστιους ευκαλύπτους γύρω από το αρχοντικό. Πολύ την απόλαυσα αυτήν τη βόλτα και την όμορφη θέα της δίπλα στα δέντρα. «Ο χρόνος έχει προσθέσει ένα στοιχείο μυστηρίου και ομορφιάς σ’ αυτά τα ερείπια», σκέφτηκα μαζεύοντας ένα σκουριασμένο κουτί από το χώμα.
Στην αρχή λοιπόν, είχε τη ματιά του τουρίστα – και μάλιστα του αστού τουρίστα, που επισκέπτεται την επαρχία και ανακατεύει κάποιες πληροφορίες για το μέρος μαζί με μια ρομαντική αισθητική για το τοπίο. Μετά από κάποιους μήνες, που συγχρωτίστηκε καλύτερα με τη ζωή της κοινότητας, καταχωρούσε στο ημερολόγιό του:
Το αρχοντικό του αφέντη είναι κάπως μακριά από τον μεγάλο δρόμο, την αρτηρία της κοινωνικής ζωής του χωριού, όχι όμως πολύ μακριά. Αυτό σημαίνει ότι οι τουρίστες κι οι επισκέπτες μπορεί και να μην το δουν. Φαντάζομαι όμως ότι παλιά ήταν το κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Έτσι όπως είναι διασκορπισμένα τα σπίτια του χωριού, η περιοχή γύρω από το αρχοντικό θα κατοικούταν από πολλούς χωρικούς, φτωχούς εργάτες σε άθλια σπιτάκια. Το αρχοντικό του αφέντη πρέπει να ήταν το κέντρο της δραστηριότητας ή ακόμα και το διοικητικό κέντρο για τις ανάγκες του χωριού.
Πέρασε από το ίδιο μέρος κάπου έναν χρόνο μετά, βοηθώντας έναν γέρο βοσκό με τα πρόβατά του. Αυτή τη φορά καταχώρησε στο ημερολόγιό του:
Καθώς οδηγούσαμε το κοπάδι στη γη του αφέντη, ο γερο-Διονύσης έδειξε το αρχοντικό. Μου μίλησε για τις αποθήκες, τους αχυρώνες, τα ζωντανά, τα κάρα και τις καρότσες για τους ανθρώπους, τα άλογα: «Παλιά, ήταν πολλοί οικισμοί γύρω από το αρχοντικό», είπε κι έδειξε τα σπιτάκια που είχα παρατηρήσει πριν, «εκεί ο αφέντης μάζευε παλιά τους εργάτες από άλλα χωριά και τους δικούς του σέμπρους. Πενήντα οικογένειες σέμπρων ζούσαν στη γη του!»
Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα κάποιου που μπαίνει μέσ’ στην πιάτσα και γίνεται διαφορετικό ον, βλέπει διαφορετικά πράγματα. Οι κοινωνικές διαστάσεις της ζωής στο Βασιλικό δεν ήταν ορατές με την πρώτη ματιά. Ο επισκέπτης δεν μπορούσε να εκτιμήσει τη σημασία της γης και του τουρισμού για τους ντόπιους, που δεν ήταν αυστηρά οικονομική: το τουριστικό εισόδημα τους έδωσε αξιοπρέπεια, τους έβγαλε από τη νοοτροπία του δουλοπάροικου. Ειδικά ο αστός επισκέπτης, που δεν ήξερε τίποτα από τον κάματο της αγροτικής δουλειάς, δεν θα μπορούσε να καταλάβει και την αδιαφορία των ντόπιων για τη χελώνα – ένα ζώο που, στη δική τους κοσμοθεώρηση, δεν τους βοήθησε ποτέ στα βάσανα και στους κόπους τους. Έβλεπε απλώς ένα όμορφο μέρος κατοικημένο από ακατανόητους χωριάτες, μια υπέροχη φύση που δεν τους άξιζε. Όμως πρέπει να ζήσει κανείς με τους ντόπιους, να δουλέψει στις δουλειές τους, να πιει το κρασί τους, να φάει το φαγητό τους, να τραγουδήσει τα τραγούδια τους κ.λπ., με δυο λόγια: να μπει μέσ’ στην πιάτσα τους, για να τους καταλάβει. Τότε μόνο οι ακατανόητοι χωριάτες θα μεταμορφωθούν σε κατανοητούς και εύλογους ανθρώπους.
Πότε Ξεκίνησε η Αναγέννηση;
Το βασικό που μ’ ενδιαφέρει εδώ είναι η δυσκολία να μεταδοθούν όλες αυτές οι διαστάσεις σε κάποιον εξωτερικό γραφειοκράτη, ινστρούχτορα, λήπτη αποφάσεων, τεχνοκράτη, θεωρητικό κ.λπ. – ειδικά σε κάποιον που λειτουργεί από την άνεση του κλιματιζόμενου γραφείου του, με τον καφέ και τα βιβλία του. Δεν τυποποιούνται όλα και δεν συνοψίζονται όλα εύκολα. Είναι δόγμα ότι η θεωρητική γνώση μπορεί να καλύψει επαρκώς την πρακτική γνώση στα ανθρώπινα θέματα – και μάλιστα, το πείραμα με το παραϊατρικό προσωπικό και τα βίντεο CPR, υποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Από το Learning to Make Reflective Judgments, της Patricia M. King, ένας πραγματικός διάλογος που κατέγραψε σε μια σχολική τάξη:
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Παιδιά, σήμερα θα συνεχίσουμε τη συζήτησή μας για την Αναγέννηση. Τι αξιοσημείωτη εποχή! Με καθήλωσε σ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας μου, ελπίζω κι εσείς να τη βρείτε εξίσου ενδιαφέρουσα. Πριν αρχίσουμε, έχετε καμιά ερώτηση από το προηγούμενο μάθημα;
ΜΑΘΗΤΗΣ: Ναι, νομίζω πως τα παρακολούθησα όλα, όμως δεν μπορώ να βρω στις σημειώσεις μου πότε ξεκίνησε η Αναγέννηση.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Πολύ καλή ερώτηση! Βλέπετε, η Αναγέννηση στη Βόρεια Ιταλία επικράτησε σε διαφορετική χρονική στιγμή και με διαφορετικά συμφραζόμενα απ’ ό,τι στον Νότο. Αυτό είναι σημαντικό επειδή–
ΜΑΘΗΤΗΣ (διακόπτοντας): Κύριε, έλπιζα απλώς να απαντούσατε στην ερώτησή μου πριν αρχίσουμε το σημερινό μάθημα.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ναι. Προκειμένου να πούμε πότε ξεκίνησε η Αναγέννηση, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι αυτή η αφύπνιση κάλυψε πολλές πλευρές στη ζωή των ανθρώπων τότε. Η επιστημονική Αναγέννηση και οι ιδέες του Λεονάρντο ντα Βίντσι είχαν τεράστια επίδραση, η οποία εμπλουτίστηκε από την καλλιτεχνική Αναγέννηση, με καλλιτέχνες όπως ο Μιχαήλ Άγγελος και–
ΜΑΘΗΤΗΣ (διακόπτοντας εκνευρισμένος): Κύριε! Πριν αρχίσουμε το σημερινό μάθημα, μπορείτε απλώς να μας πείτε πότε ξεκίνησε η Αναγέννηση;
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Στις 14 Απριλίου 1363.
ΜΑΘΗΤΗΣ: Ευχαριστώ, κύριε. Αυτό ήθελα να μάθω όλο κι όλο.
Καταλαβαίνουμε όλοι, πιστεύω, ότι το «14 Απριλίου 1363» δεν είναι απάντηση στην ερώτηση: «πότε ξεκίνησε η Αναγέννηση;». Και δεν μπορεί εδώ να δωθεί μια απάντηση με λίγα μπάιτ, πρέπει να μιλήσει κανείς πολύ, να χρησιμοποιήσει πολλά κιλο- ή μεγαμπάιτ. Ο συγκεκριμένος μαθητής δεν έμαθε πότε ξεκίνησε η Αναγέννηση. Είναι όμως έτοιμος να κυβερνήσει, όπως έλεγε η Ελληνοφρένεια παλιά για τον ΓΑΠ, είναι ήδη τεχνοκράτης τέλειος (και του κοσμάκη ο τρόμος): πιστεύει στο αναπόδεικτο δόγμα της τυποποίησης των πάντων. Ότι υπάρχουν απλές απαντήσεις λίγων μπάιτ, που μπορούν να κωδικοποιηθούν και να απομονωθούν από τα συμφραζόμενά τους, να γίνουν παράμετρος σε κάποιο θεωρητικό μοντέλο. Το πληρώνει η Ελλάδα αυτό το δόγμα τώρα, ότι υπάρχουν θεωρητικά μοντέλα ανεξάρτητα συμφραζομένων, που εφαρμόζονται προκάτ σε κάθε περίπτωση, άσχετα από τις ιδιαιτερότητές της, και φέρνουν θαυμαστά αποτελέσματα. Κι αν η πραγματικότητα δεν επιβεβαιώσει τις υποσχέσεις των μοντέλων; Τότε φταίει η πραγματικότητα, δεν μπορεί τα μοντέλα να κάνουν λάθος, αφού είναι τόσο κομψά (έχουν κι ωραία μαθηματικά)...
Στο Φινάλε:
Ό,τι μπορεί να μεταδοθεί με λόγια, να γραφτεί σε βιβλίο, να δωθεί σε τηλεφωνική οδηγία, να τυποποιηθεί και να περάσει σ’ έναν Η/Υ, να κωδικοποιηθεί με παραμέτρους και να γίνει μαθηματικό μοντέλο, είναι ένα κλάσμα μόνο της συνολικής γνώσης. Και στα κοινωνικά – πολιτικά θέματα, είναι σχετικά μικρό αυτό το κλάσμα. Το υπόλοιπο κομμάτι της γνώσης το ξέρουν οι ζωηροί, αυτοί που είναι μέσ’ στην πιάτσα.
Όλα τα παραπάνω είναι κι ένα μανιφέστο της πράξης, που τόσο έχει συκοφαντηθεί και υποτιμηθεί έναντι της αυτού μεγαλειότητος, της θεωρίας. «Η πράξη έχει τη δική της λογική πέρα από τη λογική», έλεγε ο Μπουρντιέ. Πέρα από τη λογική μεν, όμως λογική παρόλα αυτά, τονίζω εγώ. Όχι με την έννοια της μαθηματικής λογικής, αλλά η μαθηματική λογική δεν είναι ο μόνος τρόπος να πάρουμε γνώση. Η πρακτική γνώση, αυτό δηλαδή που ξέρει ο ζωηρός αλλά δεν το ξέρει ο θεωρητικά καταρτισμένος αλεξιπτωτιστής, είναι επίσης και η γνώση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Το υπέδειξε ο Paul Willis στο Learning to Labour, την κλασική μελέτη του για τα παιδιά των εργατικών οικογενειών (“the shop floor workers have a strong anti-theoretical line, contempt for theory and for anything other than practical knowledge”, Κεφ. 3). Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα δεν ενδιαφέρονται για κάποιον που έχει πτυχίο ψυχολογίας, αλλά για κάποιον που ξέρει να διαβάζει τους ανθρώπους. Όχι για κάποιον που έχει πτυχίο μάνατζμεντ, αλλά για κάποιον που ξέρει να βάζει τα πράγματα σε μια σειρά. Ξυνόμαστε αιώνες από την πυτιρίδα του Πλάτωνα, το δόγμα ότι μπορούν να εξαχθούν επαρκείς θεωρίες, αφαιρέσεις καθολικής ισχύος για τα ανθρώπινα θέματα• θυμηθείτε τον Σωκράτη που ρωτούσε τους Αθηναίους και προσπαθούσε να βρει αφηρημένους ορισμούς για το Ιερό, την Αρετή κ.λπ. Ο Αριστοτέλης όμως απαντούσε στον Πλάτωνα: «Θέλεις να μάθεις τι είναι η Αρετή; Μην ψάχνεις ορισμούς και θεωρίες, ρώτα έναν σοφό ηλικιωμένο». Δηλαδή, ρώτα τον ζωηρό, που είναι χρόνια μέσ’ στην πιάτσα• αυτός ξέρει.