"Απόψε Θα Γίνει Ταϊλάνδη"

Πιστεύω, το 'χετε δει στα διεθνή νέα. Μοιάζει ότι το ξεκινήσαν φοιτητές, όπως και το Πολυτεχνείο σε μας - και ξέρετε ποιο ήταν το αρχικό σύνθημα στο Πολυτεχνείο, έτσι; Ελπίζω να είναι ιστορική στιγμή, απ' την καρδιά μου το ελπίζω (αν και έχω μάθει να περιμένω μόνιμα το χειρότερο...). Όμως τα τελευταία 20 χρόνια δεν υπάρχει σχεδόν ούτε μία οικογένεια σ' αυτή τη χώρα να μην ξέρει κάποιον που έχει βασανιστεί, δολοφονηθεί, εξαφανιστεί, φυλακιστεί, τρομοκρατηθεί, εξοριστεί.

Για αξιόπιστη πληροφόρηση μπορείτε να εμπιστευτείτε το Prachatai.  

Για ενδιαφέρουσες σχετικές πανεπιστημιακές έρευνες, δείτε το New Mandala

Κοιτάτε και το μπλογκ του Ατζάν Τζάι, εξόριστου σοσιαλιστή

Για όλους τους φίλους και τ' αδέρφια που απλά θέλαν να ζήσουν μια ανθρώπινη ζωή, όμως ούτε αυτό δεν τους επέτρεψαν.



Γιοτ Τσάι

Απλώς να πω για ένα αγαπημένο τραγούδι κι έναν αγαπημένο καλλιτέχνη.

Το τραγούδι λέγεται Γιοτ Τσάι – ας πούμε «Ο Άντρας της Χρονιάς» – βγήκε τέλη δεκαετίας του ’90 στην Ταϊλάνδη κι ακούστηκε αρκετά. Ήταν εποχή που μπορούσες να πεις κάποια παραπάνω πράγματα στα τραγούδια σου, σήμερα δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλεις ανάλογο τραγούδι.

Αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός. Αυτά που ξέρω: διευθυντής δημόσιας υπηρεσίας (δεκαετία του ’80) που επέμενε να λέει «όχι» σε μίζες επιχειρηματιών. Η υπόθεσή του μαθεύτηκε, εκτιμήθηκε, θαυμάστηκε, μια εφημερίδα τον ανακήρυξε «Άντρα της Χρονιάς», ο μόνος αδιάφθορος μέσα στην πάνδημη διαφορά: Γιοτ Τσάι. Αν κάποιος ξέρει περισσότερα, ας μου στείλει e-mail. 

Οι στίχοι λένε τα εξής (με λίγη ελευθερία στη μετάφραση): 

Τον είπαν Άντρα της Χρονιάς, έχει γυναίκα, τρία παιδιά 
Δουλεύει σκληρά όλη μέρα 
Και δέχεται τις δουλειές που του δίνουν στη δημόσια υπηρεσία 
Χωρίς παράπονο 
 
Ποτέ δεν έφτασε να γλύψει ανωτέρους 
Ποτέ δεν έφτασε να υποχωρήσει σε φοβέρες 
Κοιτάζει τη δουλειά του και προσπαθεί να δουλεύει μόνος 
Σου λέει: οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να υπηρετούν ακούραστα τον απλό κόσμο 
 
Πολλοί του λέγαν τον πόνο τους 
Για τη διαφθορά του ταϊλανδικού δημοσίου: 
«Είσαι η μεγαλύτερή μας ελπίδα, 
Βόηθα να χτίσουμε μια νέα, όμορφη χώρα» 
Τον κοιτούσαν οι συνάδελφοι στη δουλειά 
Φοβόντουσαν μην ξεπεράσει όρια: 
Δεν μπαίνεις στον πειρασμό να κάνεις λαδιές; 
Δε θες να γίνεις πλούσιος;
Εσύ, ο κορυφαίος δημόσιος υπάλληλος της Ταϊλάνδης; 
 
Όμως ποτέ δεν πήρε μίζα από κανέναν 
Ποτέ δεν απογοητεύεται που μένει φτωχός 
Συνεχώς λέει στα παιδιά του: 
«Δεν πειράζει που είμαστε φτωχοί, 
Ο πατέρας δεν θα σας ντροπιάσει, 
Οι τρανοί πρέπει να υπηρετούν τον λαό ακούραστα» 
 
Με τον καιρό άρχισε να στήνεται ένα δίκτυο γύρω του 
Από λαμπρούς και σπουδαίους, 
Τους νονούς που κάναν κουμάντο στην πόλη 
Μέχρι που φτάσαν σε σύγκρουση 
H ιστορία δεν έχει happy end: 
Μια μέρα ο άντρας της χρονιάς βρέθηκε νεκρός σ’ έναν επαρχιακό δρόμο 
 
Γιατί να πεθάνει; Ποιος τον ήθελε νεκρό;... Μη μιλάς, κάνε τον χαζό 
Γιατί να πεθάνει; Ποιος έβαλε να τον σκοτώσουν;... Η υπόθεση θάβεται στο αρχείο 
Γιατί να πεθάνει ο κορυφαίος δημόσιος υπάλληλος της Ταϊλάνδης;... 
Γιατί να πεθάνει; Ποιος τον ήθελε νεκρό;... Σουτ! Κάνε τον χαζό 
Η υπόθεση θάβεται στο αρχείο 

 

 

Δώστε εύσημα και στον καλλιτέχνη, ήθελε κάποιο θάρρος να βγάλεις τέτοιο τραγούδι ακόμα και τότε: λέγεται Που (παρατσούκλι), γνωστός στην Ταϊλάνδη. Το τυπικό του όνομα, Πονγκσίτ Καμπί. Εδώ η σελίδα του στη Wikipedia. Μεγάλωσε πια κι αυτός (λες και ήταν χθες).