Κι έρχεται η στιγμή που λες, στέρεψα. Ό,τι ήταν να γράψω το έγραψα, ό,τι ήταν να πω το είπα. Το ίντερνετ καταβαραθρώνεται στη λίστα των προτεραιοτήτων σου, ένα συγγραφικό κενό υπάρχει μέσα σου μεγαλύτερο κι απ' την υστέρηση των κρατικών εσόδων, ψάχνεις μα δε βρίσκεις τίποτα να το καλύψεις. Το μπλογκ μπορεί να είναι ένας σπουδαίος φίλος σε κάποια στιγμή της ζωής σου, να σε βοηθήσει να εκφράσεις σκέψεις και προβληματισμούς ανομολόγητους, να τους σχηματοποιήσεις και να τους μοιραστείς. Όμως κάποτε η ζωή αλλάζει κανάλι και πιάνει πλέον διαφορετικούς σταθμούς, οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν κουμπάκια και πληκτρολόγια.
To μπλογκ θα συνεχίσει να υπάρχει για καμιά φωτογραφία, κάνα στιχάκι κ.λπ., όμως πλέον βγήκε στη σύνταξη. Τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή. Όλα κάποτε συνταξιοδοτούνται (εκτός φυσικά από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ). Μακάρι να είχα υλικό, χρόνο και καθαρό μυαλό να γράψω κι άλλα, πολλά άλλα. Όμως είμαι πεπερασμένο ον. Κάθε καινούργιο μπλογκ που δημιουργείται, έχει και μια κρυφή ημερομηνία λήξης. Καλό είναι να τη σεβαστείς και να μην προσπαθήσεις να παρατείνεις τα απαράτεινα (απαράτεινος = επιθ., που δεν παρατείνεται, ο τελεστικός και άκαμπτος). Γιατί μετά το μπλογκ θα γίνει σαν την Άννα Καλουτά στα 90 της.
ΠΑΡΑΔΟΞΩΣ ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ
Η ζωή: είναι που είναι δύσκολη από μόνη της
Μην την κάνουμε αναίτια ακόμα πιο δύσκολη
Η τρέλα είναι επιλογή
Κι η λογική επίσης
Ακόμα κι αν νικήθηκες, στο τέλος θα νικήσεις
Μην έχεις ισχυρές απόψεις
Προσόψεις και κατόψεις
Το άλογο το αποδεικνύει ο δρόμος
Τον άνθρωπο τον αποδεικνύει ο χρόνος, χαλάρωσε και
Παραδόξως όλα θα πάνε καλά.
Έτσι κι αλλιώς, το παιχνίδι είναι στημένο
Το ζάρι πειραγμένο
Το χαρτί σημαδεμένο
Το ξέρεις και το ξέρω, τίποτα δε θα πάει καλά
Μ’ άλλα λόγια: όλα θα πάνε καλά
Υπέρβαση εαυτού, αγώνας για τον αγώνα
Όχι για τη χάρη του τροπαίου
Η ζωή είναι ένα σικέ του Αχιλλέα Μπέου
Εκεί όμως μόνο ο ηρωισμός μπορεί να ανθίσει
Κι ας μην υπάρχει λύση
Ακόμα κι αν νικήθηκε, στο τέλος θα νικήσει
Μην έχεις παγιωμένες θεωρίες
Έσχατες ερμηνείες, αφέσου και
Παραδόξως όλα θα πάνε καλά.
Παραδόξως Όλα Θα Πάνε Καλά
Πίνει Μα Δε Δίνει
Ό,τι και να πίνει
Ό,τι και να λάχει
Τίποτα δε δίνει
Τραγουδάν οι βλάχοι.
Κι αν στη Μυτιλήνη
Κόλλησα συνάχι
Πήρα ασπιρίνη
Κι ήπια σαν βατράχι
Πίνει μα δεν δίνει κι ό,τι θέλει ας γίνει.
Κλαιν οι μπαμπουΐνοι
Σκούζουν, άμα λάχει
Πέντε μανδαρίνοι
Έγιναν πυγμάχοι.
Κούντου λούνα βίνι
Λεν οι ταυρομάχοι
Η κυρά-Φροσύνη
Μαύρο τέλος θα ‘χει
Πίνει μα δε δίνει κι ό,τι θέλει ας γίνει.
Κούντου λούνα βίνι
Όλοι εμείς οι βλάχοι
Τρώμε μαργαρίνη
Τρώμε και σαλάχι.
Η στρεπτομυκίνη
Βλάπτει το στομάχι
Πάρε ινσουλίνη
Πάρε και τον Σάχη
Πίνει μα δεν δίνει κι ό,τι θέλει ας γίνει.
Το Κρυμμένο Τάλαντο
Τα πάντα ξεκίνησαν τυχαία, όπως όλες οι μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις. Υπάρχει μια θεωρία πάνω σ’ αυτό, που ξεκινάει από έναν Αρχιμήδη λουόμενο, παρακολουθεί τον βαριεστημένο Γαλιλαίο να χαζεύει πολυελαίους και καταλήγει πάνω από μια σκάφη στο Βόρειο Μεξικό, το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου 2032:
Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα σαν να ήταν χθες. Η Ρόζα κι εγώ προσπαθούσαμε να κλέψουμε λίγο ύπνο μετά από μια σκληρή μέρα στο συνεργείο αυτοκινήτων, εγώ, και στο εργοστάσιο κατσαβιδιών, αυτή. Το σπίτι που μέναμε με τα τρία παιδιά μας – «ένα για κάθε πρόσωπο της Αγίας Οικογένειας», σύμφωνα με τα λόγια της γυναίκας μου – ήταν μια παλιά αποθήκη ανταλλακτικών, δίπλα στο αργοκίνητο ρυάκι που γέμιζε λάσπες όλη την περιοχή. Το μοναδικό του δωμάτιο ίσα-ίσα έφτανε να χωρέσει μια γκαζιέρα για το μαγείρεμα, ένα παλιό σασί για διάφορες χρήσεις, την e-τηλεόρασή μας που έμενε ανοιχτή όλο το 24ωρο κι επέλεγε εκπομπές αυτόματα ανιχνεύοντας τις συναισθηματικές μας διαθέσεις. Το δωμάτιο επίσης έφτανε να χωρέσει κι ένα μεγάλο στρώμα, πάνω στο οποίο έζησα τη σταδιακή μεταμόρφωση της φιλενάδας μου σε σύζυγο, κατόπιν σε νοικοκυρά και τέλος σε μητέρα.
Έβλεπα όνειρο πως ήμουν πιόνι σε μια παρτίδα σκάκι. Κάποια στιγμή, πηγαίνω σε τετράγωνο που κόβεται από την αντίπαλη Βασίλισσα. Τρέμω κι ελπίζω να μη με προσέξει. Την κοιτάζω καλά στο πρόσωπο και διαπιστώνω ότι μοιάζει με τον Άγιο Σεβαστιανό, τον προστάτη της Ρόζας. Η Βασίλισσα-Άγιος Σεβαστιανός ανοίγει το στόμα και ουρλιάζει...
«Ραμόν, ξύπνα, ο μπέμπης!»
«Ναι... τώρα...»
«Σήκω, τεμπέλαρε! Πανεπιστήμιο δεν ήθελες; Αχ, αν είχες δουλέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες σαν τον ξάδερφο Μανουέλ, που πέρασε νύχτα τα σύνορα με δυο δολάρια στην τσέπη και γύρισε με e-Σεβρολέτ, τώρα θα ‘χαμε κανονικό σπίτι. Όμως ο κύριος Ραμόν ήθελε σπουδές, άι καράμπα! (Μάντρε ντε Ντίος, συγχώρα με). Αν μάθαινες να φτιάχνεις, δίπλα στον ξάδερφο Χουάν, αυθεντικά αρχαία μεξικάνικα αγγεία για τους πλούσιους γκρίνγκος απ’ την Καλιφόρνια, τώρα θα ‘χαμε και υπηρέτρια. Όμως ο κύριος Ραμόν...» κλπ.
Δεν άντεξα άλλο και σηκώθηκα. Το νιόφερτο μέλος της οικογένειας ήταν μέσα σε μια μεταλλική σκάφη που οι περιστάσεις κι εγώ την είχαμε τροποποιήσει σε κούνια μωρού, προσαρμοσμένη με δυο ρουλεμάν στο παλιό σασί για να λικνίζεται – η Λόλα κι ο Πέπε, τα μεγαλύτερά του αδέρφια, κοιμόντουσαν μαζί μας στο κρεβάτι. Ο μπέμπης σπάραζε στο κλάμα σαν να είχε συνειδητοποιήσει τι σημαίνει ‘Αναπτυσσόμενη Μεξικάνικη Οικονομία’ (την οποία απολάμβανε), σε σχέση με την ‘Αναπτυγμένη Αμερικάνικη Αγορά’ (η οποία τέλειωνε μόλις τριάντα πέντε μίλια βορειότερα).
Του είχα φτιάξει ένα στρώμα από τον υαλοβάμβακα των καθισμάτων μιας e-Κάντιλακ. Οι αισθητήρες που ακόμα βρίσκονταν μέσα του κάποτε διάβαζαν τη μυϊκή τάση της πλάτης και των γλουτών ενός κτηματομεσίτη στη Νεβάδα κι έδιναν εντολή για απαλό μασάζ. Τώρα δεν ήταν σε θέση να διαβάσουν ούτε την υγρασία ενός μωρού στο Βόρειο Μεξικό.
«Πες του ένα νανούρισμα», μούγκρισε η Ρόζα αλλάζοντας πλευρό. Το μόνο αργό τραγούδι που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ένα ταγκό του 20ου αιώνα:
«Μπέσα με, μπέσα με μούτσο...»
«Δεν είναι τραγούδι αυτό για το παιδί!»
«Μα είναι μωρό, δεν καταλαβαίνει...»
«Όταν μεγαλώσει, θα καταλάβει. Το υποσυνείδητό του τα σημειώνει και κάποτε θα γίνει ανώμαλος επειδή ο πατέρας του τον νανούριζε με ακατάλληλα τραγούδια».
Κούνησα απαλά τη σκάφη και το μωρό ηρέμησε. Μετά από λίγο άκουσα και το ελαφρύ ροχαλητό της Ρόζας – ηρέμησε κι αυτή. Μόλις όμως η ‘κούνια’ σταματούσε, ο μπέμπης έδειχνε σημάδια ανησυχίας. Κάπου εκεί το πήρα απόφαση: δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμόμουν, είχα νικηθεί κατά κράτος.
Όταν έρχεται ο θάνατος, λένε, βλέπεις όλη σου τη ζωή σαν κινηματογραφική ταινία. Όπως και όταν νυστάζεις του θανατά, λέω εγώ. Ειδικά αν πρέπει να κρατηθείς με το ζόρι ξύπνιος προκειμένου να κρατήσεις με το ζόρι ένα μωρό κοιμισμένο. Κομμάτια του παρελθόντος περνούσαν πίσω από τα νυσταγμένα μου μάτια, σαρκάζοντας το μίζερο παρόν. Πώς κατάντησα έτσι; Είχα ζήσει μικρός τις μεγάλες τεχνολογικές ανακαλύψεις του εικοστού πρώτου αιώνα. Σπούδασα με το όνειρο να δουλέψω κάποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όχι βοηθός σε λαντζέρικο αλλά επιστήμονας σε ερευνητικό εργαστήριο. Πώς την πάτησα και κατέληξα να επισκευάζω αυτοκίνητα και να κοιμίζω μωρά; Παντρεμένος με μια γυναίκα δυο φορές πιο βαριά απ’ όταν τη γνώρισα, που γεννοβολούσε σαν κουνέλα κι ήθελε άλλα δυο παιδιά ακόμα – «για τον Άγιο Σεβαστιανό και τη Μικρή Παρθένο της Γουαδελούπης».
Κάθε φορά που το μυαλό μου χανόταν σε υπαρξιακές πτήσεις, το κλαψούρισμα του μωρού με προσγείωνε στην πραγματικότητα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι αν υπήρχαν δύο μαγνήτες μέσα στο σασί, σε μικρή απόσταση από τα μεταλλικά πλευρά της σκάφης, θα κατάφερναν ίσως να την κρατάνε σε διαρκή κίνηση. Έφτιαξα λοιπόν δύο πηνία από υλικά που πάντα βρίσκονταν πεταμένα στο σπίτι και τα τοποθέτησα. Έβαλα κι ένα τρίτο ακριβώς από κάτω. Μια παλιά μπαταρία αυτοκινήτου μού έδωσε το ρεύμα που χρειαζόμουν και ρύθμισα την ένταση των πηνίων να μην είναι ούτε πολύ δυνατή αλλά ούτε κι αμελητέα.
Πράγματι, η ‘κούνια’ τώρα άρχισε να λικνίζεται χωρίς να σταματάει, πηγαινοερχόμενη από το ένα πηνίο στο άλλο, αλλάζοντας ζευγάρι σύμφωνα με τα κέφια της. Πάλι έπρεπε να έχω το νου μου γιατί συχνά-πυκνά έκανε να κολλήσει κάπου και στα πλευρικά πηνία το μωρό κινδύνευε να πέσει. Πού και πού την έσπρωχνα να ξεκολλήσει, όμως είχα βρει ενδιαφέρον σ’ αυτήν την ασχολία κι η νύστα έφυγε.
Παρατήρησα ότι το πηνίο στο οποίο έτεινε να σταματήσει η ‘κούνια’ τελικά εξαρτιόταν από το σημείο που την άφηνα αρχικά. Ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση με τις εξισώσεις της κλασικής μηχανικής να προβλεφτεί το τελικό πηνίο, γιατί αυτό το απλό, φαινομενικά, σύστημα ήταν χαοτικό. Σκέφτηκα να κάνω έναν χάρτη τριών χρωμάτων, ένα για κάθε πηνίο, με όλα τα αρχικά σημεία. Πήρα λοιπόν ένα κομμάτι χαρτόνι, το στερέωσα πίσω από την κεφαλή της ‘κούνιας’ και, με απανωτές δοκιμές, άρχισα να το συμπληρώνω.
Η ώρα περνούσε κι ο μπέμπης κοιμόταν του καλού καιρού χωρίς να ξέρει ότι αποτελούσε αντικείμενο πειραμάτων. Καθώς ο χάρτης γέμιζε, παρατήρησα μια μικρή περιοχή στην οποία κυριαρχούσε το χρώμα ενός και μόνο πηνίου. Αυτό ήταν περίεργο... Άφησα ξανά και ξανά την ‘κούνια’ από οποιοδήποτε σημείο εκείνης της περιοχής και πάντα έβρισκα ότι ακινητοποιούταν στο ίδιο τελικό πηνίο.
Άλλο πάλι κι ετούτο! Είχα κάνει πολλά τέτοια πειράματα στο Πανεπιστήμιο, στο μάθημα της Χαοτικής Μηχανικής, και ήξερα καλά ότι σε κάθε χρωματική περιοχή θα έπρεπε να υπήρχαν υποπεριοχές με όλα τα υπόλοιπα χρώματα. Όμως εδώ γινόταν κάτι που δεν είχα συναντήσει στις σπουδές μου. Ανακατάταξα προσεκτικά τα πηνία ώστε να σχηματίζουν τέλειο ισόπλευρο τρίγωνο, τους πρόσθεσα σπείρες, μείωσα την παρεχόμενη τάση και στο τέλος πάντα υπήρχε μια ενιαία χρωματική περιοχή στο χάρτη, σαν ειρωνικός λεκές που σπίλωνε την επιστημονική μου κατάρτιση. Τελικά μόνο ένα πράγμα μού έμενε να συμπεράνω: αλλοίωση του g. Αντιβαρυτικά φαινόμενα...
Ξαφνικά θυμήθηκα ότι μέσα στο ‘στρωματάκι’ του μπέμπη υπήρχαν καλώδια με υπεραγώγιμα υλικά σε θερμοκρασία δωματίου. Από παλιά είχαν παρατηρηθεί ενδείξεις περίεργης συμπεριφοράς των υπεραγωγών μέσα σε μαγνητικό πεδίο, όμως ποτέ δεν είχε σχηματοποιηθεί κάποια συγκεκριμένη εφαρμογή τους. Πήρα αμέσως χαρτί και μολύβι, κατέγραψα τα πειράματά μου και βάλθηκα να υπολογίσω την καινούργια επιτάχυνση της βαρύτητας. Χρειάστηκε να ξεθαφτούν κάποια παλιά βιβλία διαφορικών εξισώσεων, που τώρα βούλωναν τις χαραμάδες πίσω από το ντουλάπι να μην μπαίνουν οι σκορπιοί, ενώ ένας ηλεκτρονικός ζυγός για ζυγοσταθμίσεις με βοήθησε να μετρήσω το βάρος του συστήματος Σκάφη-Μπέμπης. Ξηλώνοντας προσεκτικά ένα τμήμα από το ‘στρωματάκι’ του μωρού, μέτρησα το μήκος των καλωδίων ανά τετραγωνική ίντσα και υπολόγισα τη συνολική μάζα των υπεραγωγών. Μετά από αρκετή ώρα πυρετώδους δουλειάς κάτω από το φως μιας λάμπας λαδιού, είχα το τελικό αποτέλεσμα: 125 γραμμάρια υπεραγώγιμων ανθρακικών νανοσωλήνων, εντός μαγνητικού πεδίου που προκαλείται από τρία πηνία εντάσεως 40 mT, τριγωνικά διατεταγμένων, μειώνουν κατά 57% το g σε ακτίνα 0,2 μέτρων. Πολύ καλύτερη περιγραφή της κατάστασης απ’ ό,τι: ένα μωρό που κοιμάται μέσα σε μια σκάφη, μέσα σ’ ένα σαραβαλιασμένο σασί, μέσα σε μια αποθήκη, μέσα στη μεξικάνικη μιζέρια.
Συνειδητοποίησα τι είχα στα χέρια μου. Με ακόμα καταλληλότερα υλικά και πολύ ισχυρότερα πηνία, η επιτάχυνση της βαρύτητας θα μπορούσε να μειωθεί ακόμα περισσότερο - ίσως και να μηδενιστεί εντελώς; Θα έπρεπε να έδειχνα την ανακάλυψή μου σε κάποιον ειδικό και να ξεκινούσαμε εργαστηριακές μελέτες. Όμως, μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσα να το κάνω κι ήξερα πολύ καλά τι θα έλεγε η γυναίκα μου όταν το άκουγε...
Ο μπέμπης δε χρειαζόταν πια τη βοήθεια των πηνίων για να ηρεμήσει, τον άφησα και βγήκα έξω. Περπάτησα λίγο στη λασπωμένη περιοχή προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις αναστατωμένες μου σκέψεις. Στο βορρά, πίσω από τους λόφους, βρίσκονταν τα μεγάλα εργοστάσια e-προϊόντων και πέρα απ’ αυτά η Αριζόνα. Με λίγη καλή τύχη και πολύ ωτοστόπ θα μπορούσα να είμαι στο Τούσον μέσα σε δυο-τρεις μέρες. Η Ρόζα θα τα κατάφερνε και χωρίς εμένα, είχε καλοστεκούμενα ξαδέρφια που θα τη συντηρούσαν. Να έφευγα όμως έτσι, σαν κλέφτης μέσ’ στη νύχτα, αφήνοντας την οικογένειά μου; Αλλά και πάλι...
Επέστρεψα αναποφάσιστος. Στο μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν καρφωμένη μια εικόνα του Αγίου Σεβαστιανού. Ποτέ δεν ήμουν θρήσκος, πάντα μαλώναμε με τη γυναίκα μου όταν ο ερχόταν ο πάντρε για τους εράνους, όμως εκείνη την στιγμή θέλησα καθοδήγηση. Έκανα το σταυρό μου και γονάτισα μπροστά στην εικόνα: «Άγιε του Θεού, άκου την αγωνία μου».
Οι νότες του Άβε Μαρία αντήχησαν απαλά μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά. «Άνοιξε την καρδιά σου, τέκνο» είπε μια γλυκιά φωνή.
«Κάνω μια δουλειά που με στεγνώνει, δίπλα σε μια γυναίκα που με ξεζουμίζει, μέσα σε μια χώρα που με ξεραίνει», είπα.
«Δέξου το λαχνό που σου έτυχε και σήκωσε το σταυρό σου, όπως ο Κύριος τον δικό Του». Η φωνή ήταν στοργική, παρ' όλα αυτά δεν μπορούσε να με κατευνάσει.
«Αν όμως είμαι προορισμένος για την επιστήμη, είναι κρίμα να σταυρωθώ στο Γολγοθά της οικογένειας και της φτώχειας», διαμαρτυρήθηκα. «Όταν ήμουν μικρό παιδί είχα όνειρο να σπουδάσω Μηχανική. Τώρα έχω μικρά παιδιά κι η Μηχανική που σπούδασα μου φαίνεται όνειρο... Και να σκεφτείς ότι είχα και διακρίσεις στο Πανεπιστήμιο, Άγιε!» Έσκυψα το κεφάλι και ξεφύσηξα με τέτοια δύναμη, σαν να μην ήθελα να ξαναβάλω ποτέ αέρα στα πνευμόνια μου.
«Μην παραδίδεσαι στην απελπισία. Εκεί που δεν το περιμένεις μπορεί να κρύβεται η ελπίδα», είπε ο Άγιος κι ο τόνος του μου θύμιζε τον πατέρα μου.
Κοίταξα την εικόνα. Τα καρφωμένα βέλη αναβόσβηναν στο σώμα του Αγίου και δάκρυα έτρεχαν από το βασανισμένο του πρόσωπο. Μου φάνηκε ότι έβλεπα τον εαυτό μου, γυμνό και δεμένο, στη θέση του. Τα δικά μου τα βέλη έγραφαν τα ονόματα της Ρόζας και των παιδιών, ενώ από πάνω, πλήθος αγγέλων σε οχήματα αντιβαρύτητας περίμενε να με στεφανώσει μάρτυρα – μετά θάνατον. «Ποια δύναμη έχω για να ελπίζω; Ποιες προοπτικές για να κάνω υπομονή;» φώναξα.
Τα λόγια μου πνίγηκαν μέσα σε μια ξαφνική σιωπή. «Ιώβ, 6:11», άκουσα τον Άγιο να απαντάει. «Παρόλα αυτά, υπάρχει ελπίδα για το δέντρο. Ακόμα κι αν κοπεί θα ξαναβλαστήσει και οι νέες φύτρες δε θα μαραθούν – όπως λέει ο ίδιος Προφήτης, λίγο πιο κάτω». Συνειδητοποίησα ότι ο τόνος της φωνής του ήταν διαφορετικός. «Ξέρεις, τέκνο, ο Κύριος είχε πει επίσης: Και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού – Ματθαίος, 10:36».
Τα ‘χασα. Δεν ήξερα ότι η εικόνα διέθετε κι άλλο πρόγραμμα, πέρα από το καθιερωμένο Confession Ultra Simulator... Φαίνεται ότι, μέσα στην απόγνωσή μου, πέτυχα τη φράση-κλειδί που ενεργοποιούσε κάποιο update. «Δηλαδή, Άγιε, τι με συμβουλεύεις;» ρώτησα, ενώ αναρωτιόμουν γιατί χρησιμοποιούμε ενικό στο Θεό και στους Αγίους, ενώ στον αστυνομικό της γειτονιάς λέμε: πάρτε αυτό το δωράκι και πείτε στον κ. Διοικητή ότι δε βρήκατε τίποτα παράτυπο.
«Εγώ δε συμβουλεύω τίποτα, εσύ παίρνεις αποφάσεις, τέκνο. Η εταιρεία έχει δηλώσει ότι δεν είμαι παρά μια τράπεζα ηχομηνυμάτων θρησκευτικού περιεχομένου. Πάντως», συνέχισε ο Άγιος ενώ έκανε σκοποβολή με τα βέλη του, «όταν ο Κύριος σού δίνει κάποιο χάρισμα, απαιτεί να το αναπτύξεις. Ο πονηρός δούλος τιμωρήθηκε σκληρά επειδή έκρυψε το τάλαντό του στη γη – Ματθαίος, 25:14-30. Πράξε όπως σε προστάζει η συνείδησή σου και θυμήσου την αποποίηση ευθυνών της εταιρείας, αν θελήσεις να τη σύρεις στα δικαστήρια».
Ο ανατολικός ουρανός είχε ήδη αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα. Από κάπου μακριά ένας κόκορας δήλωνε την παρουσία του στη μεξικάνικη πραγματικότητα – σύντομα θα ξυπνούσε η Ρόζα και θα έκανε τις πρωινές της προσευχές. Αν ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει αμέσως, προτού αλέκτωρ λαλήσει τρις...
Μπήκα στο σπίτι αλαφροπατώντας, έγραψα ένα μικρό σημείωμα και το άφησα πάνω στην e-τηλεόραση. Ντύθηκα βιαστικά, έριξα στο σάκο μου δυο κονσέρβες φασόλια, ένα σουγιά, ένα δεύτερο πουκάμισο και φυσικά τα διαγράμματα του νυχτερινού μου πειράματος. Στην τσέπη είχα λίγα πέσος. Μια τελευταία ματιά στην κοιμισμένη μου οικογένεια... η Ρόζα είχε αλλάξει πλευρό κι ο Πέπε κουνήθηκε στον ύπνο του. Τώρα. Έπρεπε να γίνει τώρα.
Βγήκα έξω και πήρα το μονοπάτι για τη Γη της Επαγγελίας. Περνώντας δίπλα από την εικόνα, ευχαρίστησα τον e-Άγιο Σεβαστιανό και του ζήτησα να προσέχει τους ανθρώπους μου. Τους αγαπούσα κατά βάθος, αλλά έπρεπε να αξιοποιήσω το τάλαντο που μου έδωσε ο Κύριος.
Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν όλα. Τα υπόλοιπα τα διαβάζετε στις e-εφημερίδες και τα μαθαίνετε στο σχολείο, Ιστορία της Επιστήμης & Τεχνολογίας.
Ένα Φλιτζάνι Φρίκη
Επέμενε πάντα να μου φτιάχνει καφέ. Με το που έμπαινα στο μαγαζί του, κάθε Σάββατο πρωί, μετά τις καλημέρες ερχόταν η στιγμή της φρίκης: «Έχεις πιει καφέ; Να σου ψήσω;» Δε γινόταν να αρνηθώ, έλεγε ότι ήταν πολύ σημαντικό να με κεράσει κάτι.
Σηκωνόταν λοιπόν από το γραφειάκι δίπλα στην είσοδο, διέσχιζε τα περίπου είκοσι μέτρα του μαγαζιού και πήγαινε πίσω στο συνεργείο. Εκεί πέρα, δίπλα σε ξεκοιλιασμένους κινητήρες, είχε κι ένα ράφι με μπρίκι, καφέ, γκαζάκι κι όλα τα σύνεργα της φρίκης. Περίμενα κάνα πεντάλεπτο στο γραφειάκι ακούγοντας μουσική από το ραδιόφωνο, κοιτώντας τους πελάτες στο μαγαζί που κάποιος άλλος εξυπηρετούσε, χαζεύοντας τους γεμάτους τοίχους από εργαλεία, κλαδευτικά, γράσα, βαλβολίνες, μπουζιά, βαριοπούλες κ.λπ. κι αφίσες με ημίγυμνες που χάιδευαν μηχανήματα. Καμιά φορά σήκωνα και το τηλέφωνο κιόλας, είχα γίνει μέρος του μαγαζιού. Μέχρι που τον έβλεπα ξανά στην πόρτα του συνεργείου με το φλιτζάνι, να το κρατάει προσεκτικά από το αυτάκι και να περπατάει με μικρά βήματα, όπως οι Κινέζες, πολύ αργά να μη χύσει τον καφέ. Εκατοστό προς εκατοστό λοιπόν, το φλιτζάνι διέσχιζε τα περίπου 20 μέτρα από το συνεργείο ως το γραφειάκι με ταχύτητα 0,01 km/h. Με γέμιζε φρίκη αυτή η σκηνή, να τον παρακολουθώ να περπατάει όσο πιο αργά μπορεί, ανιχνεύοντας με τα παπούτσια του τις ανωμαλίες του πατώματος, απορροφώντας τις με τα εσωτερικά του αμορτισέρ ώστε να διατηρεί συνεχώς τον καφέ οριζόντιο.
Ας τον πούμε Στέφανο. Ήταν κουρασμένος κι αρκετά μεγαλύτερος από μένα στην ηλικία. Πιτσιρικάς έλεγε ότι έπαιζε καλούτσικο ποδόσφαιρο, κάποια στιγμή μάλιστα είχε ενδιαφερθεί κι η ΑΕΚ γι’ αυτόν, όμως ο προπονητής τον έκοψε επειδή δεν του άρεσε η φάτσα του. Έτσι μου έλεγε, τουλάχιστον. Με λίγη περισσότερη τύχη ίσως θα μπορούσε να είχε παίξει επαγγελματικά, αργότερα θα άνοιγε ένα προπατζίδικο, όπως όλοι οι παροπλισμένοι ποδοσφαιριστές, και μια φορά τον χρόνο θα έπαιρνε μέρος σε κάποιον αγώνα παλαιμάχων. Αντί γι’ αυτό, τελικά κατέληξε στο μικρό μαγαζί με το γραφειάκι στην είσοδο και το συνεργείο στο βάθος, ο θάνατος του εμποράκου, κι όλα επάνω του φώναζαν: είμαι μικρός, κουρασμένος, σκυφτός ανθρωπάκος. Του προμήθευα κάποια εξειδικευμένα ανταλλακτικά που πουλούσε κατόπιν σχεδόν σε όλους τους (προ-καλλικρατικούς) Δήμους της χώρας και κάθε Σάββατο πρωί αναγκαζόμουν να κάνω τον εισπράκτορα και να μαζεύω τις πληρωμές. Κάθε Σάββατο πρωί αναγκαζόμουν να παίζω αυτό το τελετουργικό, «έχεις πιει καφέ;», να του δίνω πέντε λεπτά περιθώριο να αναβάλλει τη στιγμή του μαρτυρίου.
Όταν τελικά έφτανε σε μένα, ο καφές συνήθως ήταν χυμένος. «Δεν πειράζει», έπρεπε να πω τότε εγώ, «γούρι, θα πάρω λεφτά!». Μια πάσα σε έναν παλιό ποδοσφαιριστή. Εκεί ήταν που ο Στέφανος απαντούσε: «Αμ, δε θα πάρεις λεφτά...» και κατόπιν με πληροφορούσε ότι δεν πλήρωσε ούτε η Καβάλα ούτε ο Τύρναβος ούτε το Καλοχώρι ούτε η Σταυρούπολη κ.λπ., μόνο η Κόρινθος έβαλε λίγα χρήματα. Έπεφτε μια σύντομη σιωπή τότε, λίγα δευτερόλεπτα όλο κι όλο, κατά την οποία μπορούσα ν’ ακούσω τις σκέψεις του: μην πεις τίποτα, σε παρακαλώ, δέξου το όπως στο λέω και τέρμα!... Το ήξερα φυσικά ότι μου έλεγε ψέμματα. Το ήξερα ότι υπήρχαν κι άλλες πληρωμές που μου έκρυβε, για να χρησιμοποιήσει τα λεφτά, να πληρώσει επιταγές, λογαριασμούς και διάφορα απαραίτητα. Τι μπορούσα να του πω; Καιγόταν για χρήματα, ήταν απελπισμένος. Δεν ήταν ότι ήθελε να πάει διακοπές στη Χαβάη, αλλά να βγάλει τη βδομάδα. Έκανα λοιπόν ότι τον πίστευα κι έπαιζα το παιχνίδι του. Το καταλάβαινε κι ο ίδιος ότι δεν τον πίστευα, όμως δεν είχε το θάρρος να μου ζητήσει αυτά τα λεφτά, να τα κρατήσει λίγες μέρες παραπάνω. Συνήθως καταλήγαμε σε μια μοιρολατρική κουβέντα για την ανοργανωσιά των ελληνικών Δήμων, που δεν μπορείς να βασιστείς πάνω τους, λένε ότι θα σε πληρώσουν κι όλο το αναβάλλουν, σε πάνε από βδομάδα σε βδομάδα, δεν μπορούν να κάνουν κουμάντο στα οικονομικά τους κ.λπ. Κι ο καφές ήταν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της θεατρικής παράστασης, ήταν πέντε λεπτά για να πάρει κουράγιο και να προετοιμάσει τα ψέμματά του. Ο καθένας δικαιούται δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας και πέντε λεπτά αναβολής της θανατικής του ποινής. Κάθε φορά που έβλεπα τον Στέφανο να βγαίνει από το συνεργείο με το φλιτζάνι στο χέρι, μου ερχόταν να βάλω τις φωνές: «Ψήσε τον καφέ, πάρε το μπρίκι και το άδειο φλιτζάνι, περπάτα σαν άνθρωπος, φέρτα στο γραφειάκι και τότε μόνο γέμισε το φλιτζάνι! Αυτή είναι η τεχνική!» Κουραζόμουν αφάνταστα να τον κοιτάω να κάνει αυτήν την Οδύσσεια των είκοσι μέτρων, αισθανόμουν απαίσια που ένας άνθρωπος μεγαλύτερος στην ηλικία έφτανε σε τέτοια κατάσταση, να λέει ψέμματα και να μην ξέρει πώς να μεταφέρει ένα φλιτζάνι καφέ.
Όταν το Κοινωνικό Συμβόλαιο σε φέρνει στο σημείο να λες Α και να εννοείς Β, κι ο άλλος να το καταλαβαίνει ότι εννοείς Β όμως ν’ απαντάει στο προσχηματικό σου Α, κι εσύ να το καταλαβαίνεις ότι ο άλλος το καταλαβαίνει το υπονοούμενο Β σου όμως να συνεχίζεις με το άλλοθι του Α, κι ο άλλος να το καταλαβαίνει ότι το καταλαβαίνεις ότι το καταλαβαίνει ότι το Α είναι απλώς μια μεταμφίεση για το Β όμως να κάνει πως δεν το καταλαβαίνει ότι το καταλαβαίνεις ότι το καταλαβαίνει... ε τότε, κάτι δεν πάει καθόλου καλά με το Κοινωνικό Συμβόλαιο.
Συνήθως κλείναμε τη θεατρική παράσταση με μια κουβέντα για την κόρη του. Τι κάνει, ποια είναι τα αγαπημένα της παιχνίδια, τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, ποιον αγαπάει περισσότερο, τον μπαμπά ή τη μαμά κ.λπ. Εκεί ήταν που ο Στέφανος μαλάκωνε κι άλλαζε διάθεση. Όταν μιλούσε για την κόρη του, ήταν η μόνη στιγμή σ’ εκείνα τα σαββατιάτικα πρωινά που έλεγε Α κι εννοούσε Α. Την είχε ανάγκη αυτήν την κουβέντα για να καταλαγιάσουν λίγο οι τύψεις του, να νιώσει ότι αμαρτάνει μεν, για το παιδί του δε. Την είχα κι εγώ ανάγκη για να νιώσω ότι επιτέλους μιλάμε σαν άνθρωποι.
Μερικές φορές πέταγα ήρωες του Φίλιπ Ντικ μέσα στα σαββατιάτικα πρωινά, προσπαθούσα να φανταστώ τη σκηνή με τα μάτια του Μάνφρεντ Στάινερ από το Martian Time-Slip, του αυτιστικού παιδιού που έβλεπε τους ανθρώπους ως αιχμηρά αντικείμενα προς αποφυγή: Ο Στέφανος βγαίνει από το συνεργείο προχωρώντας αργά, με το φλιτζάνι του καφέ στο χέρι. Μεγάλα υγρά σκουλίκια ξεπροβάλλουν από το φλιτζάνι. Ο Στέφανος μεταμορφώνεται σε ένα τεράστιο σαρκοφάγο πουλί. Κάνω να τρέξω προς την είσοδο όμως τη βρίσκω κλειστή. Πίσω μου ακούω τον ήχο φλιτζανιού που σπάει στο πάτωμα, γυρνώ και βλέπω ένα ολόκληρο σμήνος σαρκοφάγων πουλιών να κινείται προς τα μένα. Το πάτωμα κάτω από τα πόδια μου γίνεται κατηφορικό, δεν μπορώ να κρατήσω την ισορροπία μου, κατρακυλάω σαν μπίλια σε φλιπεράκι προς τα πίσω. Τα πουλιά ορμάνε και μου κόβουν το κεφάλι. Ξαφνικά βρίσκομαι να κοιτάζω από ψηλά μια θάλασσα με καρχαρίες, οι οποίοι μου επιτίθενται, πηδάνε όλο και πιο ψηλά, μέχρι που στο τέλος με φτάνουν και μου κόβουν ξανά το κεφάλι. Βρίσκομαι πάλι μόνος στο μικρό μαγαζί. Όλα είναι σκοτεινά και κρύα, το ραδιοφωνάκι είναι βουβό, σηκώνω το τηλέφωνο όμως αυτό βγάζει μόνο έναν μακρινό ήχο παρασίτων και στους τοίχους σέρνονται μεγάλα υγρά σκουλίκια.
Με έσωζε μια τεχνική που ανέπτυξα με τον καιρό: η Αναγωγή σε Μιούζικαλ. Έψαχνα μια μετα-πραγματικότητα που να αναπτύσσει το υλικό της πραγματικότητας. Πάντα μου άρεσαν οι μουσικοχορευτικές σκηνές από τα αμερικάνικα μιούζικαλ, εκεί που ξαφνικά η πλοκή διαλύεται κι οι πρωταγωνιστές βγαίνουν από το ρόλο τους, συναντιούνται σε ένα δεύτερο σκηνικό επίπεδο όλοι μαζί, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ μ’ έναν χίππι, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά. Προσπαθούσα λοιπόν να φανταστώ ότι ήμουν σκηνοθέτης κι έπρεπε να φτιάξω μια σκηνή μιούζικαλ από τις πρωινές σαββατιάτικες τελετουργίες. Είχα καταλήξει σε κάτι τέτοιο:
Μπαίνω στο μαγαζί, «καλημέρα – καλημέρα», οι τοίχοι γεμάτοι από εργαλεία, μηχανήματα κι αφίσες με ημίγυμνες, ένας πελάτης κοιτάζει ένα αλυσοπρίονο, ένας άλλος κοιτάζει ένα χλοοκοπτικό, πιτσιρικάδες τους εξυπηρετούν κ.λπ. Κάθομαι στο γραφειάκι κι ο Στέφανος ακουμπάει μπροστά μου το γνωστό φλιτζάνι. «Ο καφές της παρηγοριάς», ανακοινώνει.
«Ωχ... Πάλι δεν πλήρωσε κανένας;»
«Μα τους πήρα όλους! Χιλιάδες φορές! Και τον Γιώργο στα Τρίκαλα και την Ελένη στα Γρεβενά και τη Μαρία στη Σπάρτη και τον Νίκο στη Ρόδο και τον Πρόδρομο στην Ηγουμενίτσα και τη Δανάη στη Χρυσούπολη και τον Ορέστη στον Βόλο και τη Χριστίνα στην Πάτμο!». Παράλληλα καθώς λέει αυτά, ρίχνει κι από ένα βελάκι στις αντίστοιχες περιοχές ενός μεγάλου χάρτη της Ελλάδας στον τοίχο πίσω μου. «Τους έπρηξα, δεν τους άφησα σε χλωρό κλαρί! Όλοι όμως μου ‘λέγαν το συνηθισμένο: Να, σήμερα ο αντιδήμαρχος θα υπογράψει τα εμβάσματα και θα σου βάλω τα λεφτά, μείνε ήσυχος. Πούν' τα όμως; Πούν' τα; Ψεύτες όλοι τους...»
Εκείνη τη στιγμή χαμηλώνει ο φωτισμός κι ένας προβολέας πέφτει επάνω στον Στέφανο καθώς αρχίζει να τραγουδάει:
Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου
Πίσω απ' τα κιτρινισμένα τιμολόγια του καλοκαιριού
Πάμε κι εμείς στα λεφτά που αράχνιασαν
Σε κάποιο συρτάρι της ταμειακής υπηρεσίας
Πάμε να δεις τ’ ανυπόγραφα εμβάσματα:
Δυο εμβάσματα ξεχασμένα, δυο εμβάσματα του χαμού.
Στο ρεφραίν τραγουδάμε ντουέτο ενώ μπροστά μας χορεύει ο ένας πελάτης με το χλοοκοπτικό κι ο άλλος αγκαλιά με το αλυσοπρίονο:
Ορέστη απ' το Βόλο
Μαρία απ' τη Σπάρτη
Γυρεύω τα φράγκα,
Μαρία απ' τη Σπάρτη (Μαρία απ’ τη Σπάρτη!)
Ορέστη απ' το Βόλο (Ορέστη απ’ το Βόλο!)
Πληρώστε επιτέλους...
Η μουσική σβήνει κι οι δύο πελάτες έρχονται δίπλα μας, ο ένας στ’ αριστερά κι ο άλλος στα δεξιά. Βγάζουμε όλοι μαντίλια κι αρχίζουμε να χορεύουμε έναν καλαματιανό:
Σε γέλασε, Παρασκευούλα μου
Σε γέλασε το δημαρχόπουλο
Σου ‘πε θα σε πληρώσει, Παρασκευούλα μου
Παν τα φράγκα, παν τα κάλη, δεν ξαναγυρίζουν πάλι,
Παν τα φράγκα, παν τα κάλη, από δω πάνε κι οι άλλοι!
Η μουσική σταμάτει πάλι. «Καημό το ‘χω», λέει ο Στέφανος, «να γίνει ένα θαύμα μια φορά και να μας πληρώσουν όλοι!». Βγάζει έναν αιγυπτιακό πάπυρο σε ρολό, τον ξετυλίγει κι αυτός φτάνει μέχρι το πάτωμα. «Ορίστε, δες εδώ, μας χρωστάει η μισή Ελλάδα. Τι ωραία που θα ‘ταν, ρε συ, να γινόταν ένα κουφό και να μας πλήρωναν όλοι αυτοί...». Κάποιος πελάτης παίρνει ένα κλαδευτικό για μπουζούκι και μ’ ένα μπουζί για πένα αρχίζει να ρίχνει μια πενιά. Στον χάρτη της Ελλάδας, οι αντίστοιχες περιοχές αστράφτουν με κόκκινο φωτάκι:
Πόσο θα ‘θελα, ρε φίλε
Να ‘χα φουλ το πορτοφόλι
Και να τα οικονομήσω
Από την Ελλάδα όλη:
Βόλο, Λάρισα, Καρδίτσα
Να εισπράξω μια βραδιά
Βγαίνει ο Αυγερινός στον κάμπο
Η Πούλια στην Ανακασά.
Στη Θεσσαλονίκη έχω
Μία περσινή προμήθεια
Όλο λεν φράγκα δεν έχουν
Και μου κρύβουν την αλήθεια.
Πάτρα, Τρίπολη και Σπάρτη
Μια βδομάδα θα εισπράξω
Κι από κει στην Καλαμάτα
Πάω τα στήθη να προτάξω.
Κι όταν κουραστώ, ρε φίλε
Στην Αθήνα θα γυρίσω
Στον Περαία και τα Πέριξ
Τους λογαριασμούς θα κλείσω.
Φάληρα και Βουλιαγμένη
Δεόν κι από κει λαβείν
Πάω να τους πολιορκήσω,
Να τους φτάσω στο αμήν.
Τότε ακριβώς μπαίνει ο ταχυδρόμος κι αφήνει την αλληλογραφία. «Αφεντικό», λέει στον Στέφανο, «ένας τρόπος μόνο υπάρχει, αν θες να πάρεις τα λεφτά σου, δηλαδή».
«Ποιος;». Τον κοιτάμε όλοι με αγωνία.
«Κοίτα, αν θες να σε πληρώσουν...»
«Ναι;»
«Να σου δώσουν τα λεφτά...»
«Ναι, ναι;»
«Ο μόνος τρόπος να το καταφέρεις είναι...»
«Ναι, ναι, ναι;»
«Το δράμα! Η τραγωδία! Η κλάψα! Τα βράδια δεν κοιμάσαι, η γυναίκα σου σε παράτησε, η κόρη σου δε σ’ αναγνωρίζει, κοντεύεις να χρεοκοπήσεις – τι λέω; – να πας στο Δαφνί! Δώσε πόνο στο κοινό, δώσε πόνο! Παίξ’ το Μάρθα Βούρτση, κατάλαβες; Πες ότι πας ντουγρού για την κατηφόρα τη μεγάλη». Κι αρχίζει να τραγουδάει:
Κι εσείς, παιδιά μωρέ κλεφτόπουλα
Παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα
Παιδιά της Σαμαρίνας, γιατί είστε χρεωμένα.
Σαν πάτε απάνω, μωρέ, στα βουνά
Κατά τη Σαμαρίνα, μωρέ παιδιά καημένα
Κατά τη Σαμαρίνα, γιατί είστε χρεωμένα.
Μην πείτε πως, μωρέ, πληρώθηκα
Πως είμαι ματσωμένος, μωρέ παιδιά καημένα
Πως είμαι ματσωμένος, γιατί είστε χρεωμένα.
Να πείτε πως, μωρέ, σαλτάρισα
Είμαι φαληρισμένος, μωρέ παιδιά καημένα
Είμαι φαληρισμένος και χρεοκοπημένος.
«Το 'πιασα!» λέει ο Στέφανος και τα μάτια του λάμπουν. «Θα δώσω πόνο στο κοινό!». Τα πάντα τότε σκοτεινιάζουν και φωτίζεται το βάθος της σκηνής, στο οποίο υπάρχει ένα ψηλό βάθρο με έναν αντιδήμαρχο. Πίσω του έχει μια χρυσή επιγραφή: ΤΑΜΕΙΑΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ. Είναι ντυμένος με πορφύρα και μανδύα, στο ένα χέρι κρατάει μια στρογγυλή σφραγίδα και στο άλλο ένα στιλό. Ένας αυτόματος ιμάντας μπροστά του φέρνει διαρκώς έγγραφα, τα οποία τα εξετάζει για λίγο και μετά τα αφήνει να περάσουν ασφράγιστα κι ανυπόγραφα. Τον κοιτάζουμε όλοι με δέος. Ο ένας πελάτης αγκαλιάζει το χλοοκοπτικό προστατευτικά, ο άλλος στρέφει το αλυσοπρίονο προς τον αντιδήμαρχο απειλητικά, ο ταχυδρόμος κι εγώ στεκόμαστε πίσω τους φοβισμένοι, ενώ ο Στέφανος βγαίνει μπροστά:
«Μισό λεπτό να πάω να φορέσω τίποτα κουρελούδες, τίποτε μασκαρέματα λυπητερά να ντυθώ, σαν αυτά που φορούν οι θεατρίνοι, να τον συγκινήσω κομμάτι».
«Πολλές τζιριτζάντζουλες κάνεις», παρατηρούμε όλοι εμείς, «την καμπούρα, τα κουρέλια και του Χάρου τη μουτσούνα κι ό,τι γουστάρεις μα μην αργοπορείς».
«Συγχωρήστε με, ω αντιδήμαρχε», λέει ο Στέφανος, «που θα παρουσιαστώ μπροστά σας ντυμένος ζητιάνος, αλλά και η κωμωδία κάτι ξέρει από δικαιοσύνη...»
«Κωμωδία ή δράμα;»
«Κουρέλι, κουρελάκι, στα γόνατά σου πέφτω να ζητήσω απ’ το παλιό σου δράμα ένα κουρελάκι για να μιλήσω», απαντάει ο Στέφανος. «Δώσε μου τίποτε κουρέλια να ντυθώ από τα κρεμαστάρια, τα σφαχτάρια, τα ρούχα σου κι εκείνη την τραγική μελωδία, με το σουγιά στο κόκαλο και το λουρί στο σβέρκο, και για μπαστούνι μια βέργα λυγαριά, μια ρίζα δεντρολίβανο». Του δίνουμε όλα όσα ζήτησε κι αυτός ντύνεται εντελώς ντεκαντάνς. «Η ζητιανιά ας είναι το ρεφρέν μου, της εξορίας το σκουφί στο κεφαλάκι, ακούμπησέ μου».
«Το χρέος!»
Ο Στέφανος λοιπόν, κουρελής και τρισάθλιος, πάει και γονατίζει μπροστά στον αντιδήμαρχο. Εκείνη τη στιγμή αλλάζει και η μουσική:
Είδα στην Αμφιλοχία
Τον Σταμούλη τον ταμία
Έναν παλιό βασανιστή
Που μου κρατάει μια πληρωμή
Δε δίνει ούτε μια δραχμή...
Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει
Δε μου δίνει τα λεφτά
Με μια ματωμένη χλένη
Πάω να ρίξω κλάματα.
Γιατί αυτή η κοινωνία
Είναι δραματική σχολή
Πώς καταντήσαμε, λοχία;
Παλιάτσοι και ηθοποιοί,
Πώς καταντήσαμε, λοχία;
Στους Δήμους γελωτοποιοί...
Ο αντιδήμαρχος συγκινείται από το θέαμα του Στέφανου, σφραγίζει ένα έγγραφο και του το δίνει. Ο Στέφανος το κοιτάει με γουρλωμένα μάτια, «Πλήρωσε το Ρέθυμνο!», φωνάζει. Η σκηνή φωτίζεται, οι ημίγυμνες κοπέλες κατεβαίνουν από τις αφίσες κι αρχίζουμε όλοι έναν πεντοζάλη:
Μέσ’ στου Μαγιού τις μυρωδιές
Στα κόκκινα κεράσια
Για δέστε πώς πληρώνουνε
Της Κρήτης τα κοράσια.
Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά
Και στο Χρυσό κριάρια
Τώρα που πήραμε λεφτά
Θα σφάξουν και μοσχάρια!
Ο αντιδήμαρχος σφραγίζει άλλο ένα έγγραφο και το δίνει στον Στέφανο, «Πλήρωσε η Κομοτηνή!». Μπαίνουν καμιά δεκαριά ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ στο μαγαζί, κάνουν κύκλο γύρω μας και τραγουδάνε:
Σ’ αυτό τ’ αλώ–, Ελένη μου, σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ
Σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ, τρανή γινέται πληρωμή.
Χίλια τρακό–, Ελένη μου, χιλιά τρακόσα ήταν ευρώ
Χίλια τρακόσα ήταν ευρώ, σ’ έναν παλιό λογαριασμό.
Ο αντιδήμαρχος σφραγίζει ακόμα ένα έγγραφο, το κάνει σαΐτα και μας το πετάει. Πέφτουμε επάνω του, το ξεδιπλώνουμε και διαβάζουμε: «Πλήρωσαν τα Τρίκαλα!»
Στα Τρίκαλα, στα δυο στενά
Πληρώσανε τον Σακαφλιά
Πληρώσανε τον Σακαφλιά
Στα Τρίκαλα, στα δυο στενά.
Φεύγουμε όλοι μαζί από το μαγαζί και βρισκόμαστε σε έναν πλούσιο κήπο με σιντριβάνια, δέντρα, λουλούδια κ.λπ. Ο πελάτης με το χλοοκοπτικό κουρεύει το γκαζόν κι από το μηχάνημα πετάγονται χρήματα. Ο άλλος με το αλυσοπρίονο κόβει ένα δέντρο και μέσα στον κορμό βρίσκει χρήματα. Οι ημίγυμνες κοπέλες τα μετράνε κι όλοι χορεύουμε. Οι ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ βάζουν γκολ σε ένα άδειο τέρμα. Ο ταχυδρόμος έρχεται και φέρνει ακόμα ένα χαρτί, «Πλήρωσε η Λειβαδιά!»
Σαράντα παλικάρια από τη Λει– από τη Λειβαδιά
Πάνε για να πληρώσουνε τιμολό– μωρ’ τιμολόγια
Ακούγεται ο ήχος βροντής κι ο ουρανός αρχίζει να βρέχει χρήματα. Βουτάμε όλοι σε μια πισίνα στο σχήμα της Ελλάδας γεμάτη χαρτονομίσματα. Σε κάποια στιγμή βλέπουμε δίπλα μας κάτι σαν φτερό καρχαρία, το αρπάζουμε και είναι τελικά η τσάντα του ταχυδρόμου – με τον ίδιο από κάτω της. Μας δίνει ακόμα ένα χαρτί, «Πλήρωσε η Καλαμάτα!»
Σαν πας στην Καλαμάτα
Και 'ρθεις με το καλό
Ζήτα να σου ξωφλήσουν
Έναν λογαριασμό
Αμάν, καλέ, προπερσινό.
Ξαφνικά η μουσική σταματάει και τα φώτα σβήνουν. Όταν ανάβουν πάλι, βρισκόμαστε πίσω στο μαγαζί. Οι κοπέλες στις αφίσες τους, οι ποδοσφαιριστές εξαφανίζονται, οι πελάτες επεξεργάζονται τα εργαλεία κι εγώ κάθομαι στο γραφειάκι με τον Στέφανο. Πάω να πιω από το φλιτζάνι μπροστά μου κι ο καφές είναι χυμένος. «Ωχ, συγνώμη», λέει αυτός, «θα πάρεις λεφτά».
«Αν ήταν να έπαιρνα λεφτά για κάθε χυμένο καφέ που έχω πιει», λέω, «τώρα θα ήμουν πλούσιος!...». Κλείνουμε τη σκηνή τραγουδώντας μελαγχολικά:
Αν ήμουν πλούσιος
Καραβοκύρης, βασιλιάς, ταξιδευτής
Ό,τι κι εσύ κι εσύ κι εσύ θα ονειρευτείς
Όταν θα σβήσουνε τα φώτα της γιορτής.
THE END
Το Είπε Κι Ο Αϊνστάιν
Διαβάζω σήμερα για τη συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά στον Guardian, όπου ανησυχεί για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Τα μέτρα δεν αποδίδουν, οι θυσίες δεν πιάνουν τόπο, η λιτότητα βουλιάζει τη χώρα στην ύφεση χωρίς ελπίδα ανάκαμψης κ.λπ., πρέπει να αλλάξει η πολιτική γιατί "όπως είπε ο Αϊνστάιν, ο ορισμός του παραλόγου είναι να εφαρμόζεις την ίδια λύση και να περιμένεις διαφορετικά αποτελέσματα".
Πολύ ωραίο, μόνο που δεν το είπε ο Αϊνστάιν! Το έγραψε η αμερικανίδα συγγραφέας Ρίτα Μέι Μπράουν στο βιβλίο της Sudden Death ("Insanity is doing the same thing over and over again but expecting different results") κι απ' ό,τι φαίνεται το ξεσήκωσε από μια παρόμοια φράση των Narcotics Anonymous (Ανώνυμοι Ναρκομανείς;)
Είναι λίγο θλιβερό να ανακαλύπτεις λάθη και ανακρίβειες στον λόγο των πολιτικών και των δημοσιογράφων - ανθρώπων, δηλαδή, που υποτίθεται ότι έχουν κι έναν κάποιο παιδευτικό ρόλο. Το θέμα είναι πως λίγη μόνο πείρα χρειάζεται, λίγο να 'χεις τριφτεί, κι αμέσως υποψιάζεσαι όλα αυτά τα κομψά ρητά που αποδίδονται σε σούπερσταρ όπως ο Αϊνστάιν, ο Αριστοτέλης, ο Σέξπιρ κ.λπ. Τώρα πια και με το ίντερνετ είναι πανεύκολο να το επιβεβαιώσεις, υπόθεση λίγων δευτερολέπτων. Δηλαδή, δίνεις που δίνεις συνέντευξη στον Guardian, δεν κάνεις τον κόπο να το ψάξεις κιόλας, να προετοιμαστείς κατάλληλα, μην πεις καμιά κοτσάνα και την ανακαλύψουν μετά οι επαγγελματίες ή οι μανιακοί του ψαξίματος; "Αργία μήτηρ πάσης κακίας", που έλεγε κι ο Μητροπάνος.