Θέλω να κάνω μια κουβέντα για τη φύση της ανθρώπινης νοημοσύνης. Την μετράμε (ή έτσι νομίζουμε) με διάφορους τυπικούς και άτυπους τρόπους – π.χ. «έξυπνος» αυτός που έχει υψηλό IQ, ή πανεπιστημιακό πτυχίο, PhD και Νόμπελ, ή θεωρούμε πως τα μαθηματικά και το σκάκι ευνοούν τη νοημοσύνη. Όλα τα παραπάνω όμως δεν με ικανοποιούν, αν με τη λέξη «νοημοσύνη» εννοούμε, πολύ γενικά, την επιτυχημένη αντιμετώπιση των ποικιλόμορφων βιοτικών περιστάσεων. Το αφήνω ανοικτό ερώτημα και σε σας. Έχετε γνωρίσει γκραν μαιτρ στο σκάκι; Τους έχετε βρει «έξυπνους»; (τους έχετε βρει ελκυστικούς ή ευχάριστους;). Πιστεύετε ότι ένας καθηγητής πανεπιστημίου ή κάποιος με υψηλό IQ είναι «έξυπνος»; Ότι καλλιέργησε κάποια θεμελιώδη ανθρώπινη ικανότητα, που τον βοηθά να αντιμετωπίσει επιτυχημένα τις ποικιλόμορφες καταστάσεις που φέρνει η ζωή; Έχετε γνωρίσει πιο μονόχνωτους ανθρώπους από τους μαθηματικούς;
Κάποτε συνάντησα ένα παλικάρι που ήταν εκπέρ στα σταυρόλεξα. Άνοιγε το περιοδικό και πήγαινε κατευθείαν στα πολύ δύσκολα σταυρόλεξα, «για δυνατούς λύτες», αυτά στα οποία πρέπει να συμπληρώσεις και τα μαύρα κουτάκια. Μου ζητούσε να κρατήσω χρόνο τρία λεπτά. Το μολύβι του έτρεχε σαν μανιασμένο, έγραφε – έσβηνε – έγραφε – έσβηνε, και αν έλυνε το σταυρόλεξο σε περισσότερο από τρία λεπτά, το θεωρούσε αποτυχία (πάντως ήταν δεδομένο ότι θα το έλυνε, δεν υπήρχε περίπτωση, και «λύση» του σταυρόλεξου καλείται το να μην αφήσεις ούτε ένα γράμμα ασυμπλήρωτο). Αυτός ο άνθρωπος ήταν σίγουρα εξειδικευμένος σε κάτι, είχε μια δεξιότητα. Όπως κι ένας ζογκλέρ έχει μια άλλη δεξιότητα, ένας ταχυδακτυλουργός μια άλλη, ένας ταυρομάχος μια άλλη. Σε κάποιες πολύ στενές βιοτικές περιστάσεις, όλοι οι παραπάνω διαπρέπουν. Δε σημαίνει όμως ότι ανέπτυξαν όμως κάποια θεμελιώδη ανθρώπινη ποιότητα («νοημοσύνη»), που τους βοηθά να αντιμετωπίσουν επιτυχημένα τις προκλήσεις που φέρνει η ζωή: είναι απλά εξειδικευμένοι, δεξιοτέχνες σε κάτι.
Το ίδιο ακριβώς και το υψηλό IQ, τα μαθηματικά, την ακαδημαϊκότητα, το σκάκι: τα βλέπω όλα αυτά όπως την τέχνη του ζογκλέρ και του σταυρολεξολόγου. Απλώς μια εξειδίκευση σε κάτι. Και το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι έτσι ώστε να βγάζει διάφορους τέτοιους καταρτισμένους σταυρολεξολόγους, ηλίθιους έξυπνους (αυτό όμως είναι θέμα για άλλη ανάρτηση). Κρίνω ότι υπάρχει μια ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ στην ανθρώπινη νοημοσύνη, για την οποία το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι τυφλό. Ας αρχίσουμε όμως με προτεστάντες:
Η Επιστημολογία των Συντηρητικών
Ο Σκωτσέζος κοινωνιολόγος Steve Bruce στο βιβλίο του God is Dead (2002) κάνει μια πολύ εύστοχη παρατήρηση (στο Κεφ. 5) για τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ συντηρητικών και φιλελεύθερων Προτεσταντών (φιλελεύθερος δηλαδή liberal, το αντίθετο του conservative). Αυτή έχει να κάνει με τον τρόπο που διαβάζουν τη Βίβλο οι μεν και οι δε, και προσλαμβάνουν τα νοήματά της: οι συντηρητικοί τα ανακαλύπτουν, οι φιλελεύθεροι τα χτίζουν.
Σκεφτείτε το ως εξής. Διαισθάνομαι μια σειρά από περίεργες συμπτώσεις και συμβάντα στο περιβάλλον μου. Κάποιοι συνωμοτούν εναντίον μου ή εγώ γίνομαι παρανοϊκός; Πού θα αποδώσω την ανησυχία μου: διαβάζω σωστά τα εξωτερικά σημάδια ή παραλογίζομαι; Ποιο από τα δύο ισχύει, (1) το νόημα είναι εκεί έξω, στην αντικειμενική πραγματικότητα, κι εγώ μια ουδέτερη κάμερα που το καταγράφει ή (2) το νόημα είναι σε μένα και το προβάλλω έξω; Οι συμπτώσεις και τα συμβάντα συνδέονται από μόνα τους (π.χ. εξαιτίας μιας συνωμοσίας) ή εγώ είμαι αυτός που κάνει τις συνδέσεις;
Αυτό που παρατηρεί ο Steve Bruce είναι ότι οι συντηρητικοί Προτεστάντες υιοθετούν τη στάση (1). Η πεποίθησή τους είναι ότι ανακαλύπτουν το νόημα στη Γραφή, νιώθουν ότι δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να ανιχνεύουν αυτό που ήδη υπάρχει εκεί έξω, στις σελίδες της Βίβλου. Από την άλλη, οι φιλελεύθεροι Προτεστάντες τείνουν να το καταλαβαίνουν ότι ερμηνεύουν όταν διαβάζουν τη Βίβλο – δηλαδή παίρνουν ένα χωρίο, το εξετάζουν σε σχέση με τη ζωή τους, τα βιώματά τους, το εξηγούν μεταφορικά, έχουν την επίγνωση ότι συνεισφέρουν κι οι ίδιοι στο νόημα των στίχων.
Τώρα... η αλήθεια είναι ότι πάντα ερμηνεύουμε, όλοι μας! Η διαφορά είναι, κατά τον Bruce, ότι οι φιλελεύθεροι Προτεστάντες τείνουν να το καταλαβαίνουν. Οι συντηρητικοί Προτεστάντες όμως – και οι συντηρητικοί, γενικότερα – δεν το συνειδητοποιούν. Οπότε, κατοικούν σε έναν κόσμο διαρκούς ανακάλυψης, διαβάζουν εξωτερικά σημάδια, ανιχνεύουν κάτι αντικειμενικό, ανεξάρτητο από αυτούς. Δεν αρμενίζω εγώ στραβά, ο γυαλός είναι στραβός. Δεν είμαι εγώ παρανοϊκός, αυτοί συνωμοτούν εναντίον μου.
Παράδειγμα γι’ αυτό μπορούμε να δούμε στον πρώτο συντηρητικό Προτεστάντη της ιστορίας, τον ίδιο τον Λούθηρο. Όπως ίσως ξέρετε, ο Λούθηρος κήρυξε το sola scriptura («μόνο η Γραφή»), ότι δεν χρειαζόμαστε εκκλησιαστικές αυθεντίες, όλη η απαραίτητη γνώση περιέχεται στη Γραφή και μπορούμε να την αποκτήσουμε από αυτήν. Ο Έρασμος όμως καταλάβαινε ότι η «Γραφή» σήμαινε, ουσιαστικά, «ο τρόπος που ο Λούθηρος διαβάζει τη Γραφή»: You stipulate that we should not ask for or accept anything but Holy Scripture, but you do it in such a way as to require that we permit you to be its sole interpreter. Ο Έρασμος το καταλάβαινε πολύ καλά ότι ο Λούθηρος «ανακάλυπτε» αυτό που ο ίδιος προέβαλλε στη Γραφή, όμως για τον Λούθηρο ήταν τυφλό σημείο. Ο ίδιος ήταν όχι απλώς συντηρητικός – θα έλεγα, τυπικός φανατικός. Απόλυτα πεπεισμένος ότι διάβαζε στα βιβλικά κείμενα την «αντικειμενική» τους ερμηνεία, διαθέσιμη για τον καθένα που απλώς κάνει τον κόπο να ανοίξει τη Γραφή. Π.χ. το γνωστό περιστατικό στα 1518 με το χωρίο 1:17 από την Προς Ρωμαίους Α’ επιστολή του Παύλου, όπου ξαφνικά «ανακάλυψε» το αληθινό της νόημα (“At last, by the mercy of God, meditating day and night, I gave heed to the context of the words etc.”). Και η μαρτυρική του καριέρα ήταν γεμάτη με τέτοιες «ανακαλύψεις» στα βιβλικά κείμενα.
Ό,τι και να πούμε γι’ αυτόν, ήταν ειλικρινής. Κάθε άλλο παρά υποκριτής. Δεν αγωνιζόταν για τη δική του ερμηνεία της Βίβλου, αλλά για την αντικειμενική αλήθεια που ανακάλυψε στη Βίβλο. Η περίπτωσή του δείχνει ξεκάθαρα την επιστημολογία των συντηρητικών – ότι δεν έχουν επίγνωση για τις προσωπικές τους ερμηνείες και τις εξορίζουν σε αντικειμενική διάσταση, ως αλήθειες εκεί έξω. Το νόημα είναι στα βιβλικά κείμενα• δεν είμαι εγώ παρανοϊκός, αυτοί συνωμοτούν εναντίον μου• δεν αρμενίζω εγώ στραβά, ο γυαλός είναι στραβός.
Ένα άλλο παράδειγμα για την επιστημολογία των συντηρητικών είναι τα... X-Files! Αν θυμάστε, σε κάθε επεισόδιο της σειράς γινόταν περίπου το εξής: ο Μόλντερ και η Σκάλι είχαν ορισμένα στοιχεία για ένα περίεργο περιστατικό, τα οποία μπορούσαν πάντα να ερμηνευθούν με δύο τρόπους, (1) υπάρχει πράγματι μια συνωμοσία, ένα τέρας, ένας εξωγήινος κ.λπ. εκεί έξω, ή (2) δεν φταις εσύ, η φαντασία μου τα φταίει. Οι δύο πράκτορες του FBI παρουσιάζονταν πάντα ψυλλιασμένοι, σε αντίθεση με τους αφελείς, έκαναν έρευνα, και στο φινάλε κατέληγαν πάντα στη συνωμοσία, στο τέρας, στον εξωγήινο. Αν θυμάστε, το μότο της σειράς ήταν: The Τruth Ιs Οut Τhere. Δεν είμαι εγώ παρανοϊκός, αυτοί συνωμοτούν εναντίον μου• δεν αρμενίζω εγώ στραβά, ο γυαλός είναι στραβός.
Θυμάμαι, είχε παρατηρηθεί από παλιά ότι τα X-Files ήταν η σειρά των Ρεπουμπλικάνων. Αυτό το άρθρο στο Taki’s Magazine εξετάζει τα διάφορα συντηρητικά θέματα της σειράς (την απουσία ενός ουτοπικού οράματος, την καχυποψία για το μέλλον, τους απόλυτους Καλούς και απόλυτους Κακούς, την υπερκυριαρχία των λευκών στο καστ, την απουσία σεξουαλικότητας κ.α.), ενώ οι τύποι εδώ, στο data.ranker.com, βρήκαν ότι τα X-Files ήταν μακράν η αγαπημένη τηλεοπτική σειρά στους ψηφοφόρους του Μιτ Ρόμνι κατά τις τελευταίες αμερικάνικες εκλογές. Πιστεύω όμως, μαζί με τον Steve Bruce, ότι ο πυρήνας του συντηρητισμού είναι αυτό το Τhe Τruth Ιs Οut Τhere• τα τυφλά σημεία, η έλλειψη επίγνωσης για τις προσωπικές ερμηνείες κι ο εξορισμός τους στην πραγματικότητα εκεί έξω, ως αντικειμενικές αλήθειες.
Αυτό ήταν κάτι που απασχολούσε και τον Edmund Husserl, ότι κανένας δογματικός στον κόσμο δεν ξέρει ότι είναι δογματικός. Όλοι θεωρούν ότι είναι ρεαλιστές, αντικειμενικοί. Ο δογματισμός, δηλαδή, είναι σαν μια κολώνια που φοράς και παύεις να μυρίζεις: την αντιλαμβάνονται όλοι οι άλλοι γύρω σου, εσύ όμως νομίζεις ότι είσαι οσφρητικά ουδέτερος. Ο Husserl έλεγε ότι όλοι ξεκινάμε τη ζωή μας με τη στάση The Truth Is Out There, μόνιμα ανακαλύπτουμε ανεξάρτητα νοήματα εκεί έξω, στην αντικειμενική πραγματικότητα. Το ονόμαζε αυτό: η φυσική μας στάση (natural attitude). Με τη συσσωρευμένη βιοτική εμπειρία όμως και τα χαστούκια που τρώμε από τη ζωή, προβληματιζόμαστε όλο και περισσότερο μήπως αυτό που αρχικά αποδίδαμε στην αντικειμενική πραγματικότητα είναι, ουσιαστικά, δικό μας κατασκεύασμα• μια πορεία ωρίμανσης, κατά την οποία προβληματιζόμαστε όλο και περισσότερο αν στραβός είναι ο γυαλός ή μήπως εμείς αρμενίζουμε στραβά. Ο παρανοϊκός που φτάνει να αναρωτιέται μήπως είναι παρανοϊκός, παύει να είναι παρανοϊκός• ο πραγματικός παρανοϊκός δεν το ξέρει, θεωρεί ότι είναι ρεαλιστής.
Κι αυτό ήταν κάτι που είχε πιάσει ο Karl Popper, ότι ο δογματικός συνήθως έχει και μια αντίληψη άκρας παθητικότητας για τον τρόπο απόκτησης της γνώσης, οπότε θεωρεί ότι μιλάει στο όνομα της πραγματικότητας. Όπως κι ο Λούθηρος, έτσι και κάθε δογματικός ζει σ’ έναν κόσμο διαρκούς ανακάλυψης, διαβάζει εξωτερικά σημάδια, και δεν αγωνίζεται για τη δική του ερμηνεία αλλά για την αντικειμενική αλήθεια την οποία ανακαλύπτει εκεί έξω. Ο Popper ονόμαζε σαρκαστικά αυτήν την αντίληψη για τον τρόπο απόκτησης της γνώσης the bucket theory of mind – ότι ο νους είναι ένας άδειος κουβάς, τέλεια παθητικός, όπου απλώς γεμίζει με τα αντικειμενικά facts που θα του βάλεις μέσα (πρωτοπαρουσίασε τον σαρκαστικό όρο σε μια διάλεξή του το 1948 με τίτλο, The Bucket and the Searchlight: Two Theories of Knowledge). Αν ο δογματικός αρχίζει να μυρίζει την κολώνια που φορά και να αντιλαμβάνεται τα τυφλά του σημεία, ότι π.χ. επιλέγει ο ίδιος πού θα επικεντρωθεί, τι θα αφήσει απ’ έξω από την εικόνα, τι κάδρο θα της βάλει, τι θα προσπεράσει λαθραία... τότε παύει να είναι δογματικός. Και παύει να έχει αυτήν την αντίληψη άκρας παθητικότητας για τον τρόπο απόκτησης της γνώσης.
Από αυτήν την σκοπιά λοιπόν, ο δογματισμός και η συντηρητικότητα είναι μια ήπια μορφή παράνοιας. Η οποία, καθώς έλεγε ο Husserl, αφορά όλους μας. Όλοι ξεκινάμε τη ζωή μας με τη στάση the truth is out there, είναι η φυσική μας στάση• μια μυωπία κατά την οποία αποποιούμαστε κάθε προσωπική ευθύνη για την απόκτηση της γνώσης (“the bucket theory of mind”). Όπως ο ιδεώδης γραφειοκράτης που πάντα έχει δικαιολογία – «δεν ξέρω τίποτα, κύριέ μου, αυτό λέει η εγκύκλιος απ’ το υπουργείο» – έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος, γενικά, είναι ον γραφειοκρατικό. Θέλει να μην έχει ποτέ την ευθύνη, θέλει πάντα να έχει δικαιολογία. Οπότε, τα βολεύει ασυνείδητα όλα έτσι ώστε να ανακαλύπτονται εκεί έξω, στην αντικειμενική πραγματικότητα. Και υπάρχει ένα τραγικό στοιχείο εδώ, στον παρανοϊκό που δεν ξέρει ότι είναι παρανοϊκός, ή στον δογματικό που δεν ξέρει ότι είναι δογματικός (δηλαδή, με άλλα λόγια, σε όλους εμάς). Τουλάχιστον π.χ. ο διαβητικός ξέρει την κατάστασή του και καταλαβαίνει ότι πρέπει να ζητήσει βοήθεια. Ο δογματικός όμως είναι τυφλός ως προς τη δογματικότητά του, όσο ευφυής και να ‘ναι κατά τ’ άλλα. Σαν το μάτι που δεν μπορεί να δει τον εαυτό του... Και πάνω εδώ, υπάρχει ένα πολύ γνωστό, διάσημο θεατρικό έργο, που πραγματεύεται ακριβώς αυτό το θέμα:
Καθρέφτες και Πολικοί Αστέρες
Ο Ιούλιος Καίσαρας είναι από τα ώριμα έργα του Σαίξπηρ. Μπορείτε να διαβάσετε εδώ το πλήρες κείμενο, τόσο στη γλώσσα της εποχής του όσο και σε σύγχρονα αγγλικά. Συνήθως χαρακτηρίζεται πολιτικό έργο ή ιστορική τραγωδία ή έργο για το θέμα της φιλίας και του πατριωτισμού. Είναι όμως έτσι; Ακολούθως θα αναφέρω τη δική μου ανάγνωση, τι είναι αυτό που εγώ βλέπω στον Ιούλιο Καίσαρα. Όχι μια πολιτική ή ιστορική τραγωδία, αλλά ένα έργο που χρησιμοποιεί το ιστορικό υλικό και τα πολιτικά θέματα προκειμένου να θίξει ένα βαθύτερο, επιστημολογικό θέμα. Και νομίζω ότι ο Σαίξπηρ το κάνει συνειδητά, νομίζω ότι αυτό είχε στο μυαλό του όταν έγραφε.
Οπότε λοιπόν, προτείνω να το δούμε από αυτήν τη σκοπιά. Ο Ιούλιος Καίσαρας είναι ένα έργο στο οποίο οι ήρωες πρέπει να πάρουν σημαντικές αποφάσεις, χωρίς κάθε φορά να ξέρουν αν διαβάζουν σωστά τις καταστάσεις: στραβός είναι ο γυαλός ή εγώ στραβά αρμενίζω; The truth is out there, ή δεν φταις εσύ, η φαντασία μου τα φταίει; Συγκεκριμένα, τρεις είναι οι μεγάλες αποφάσεις που προβληματίζουν τους ήρωες: (1) Ο Ιούλιος Καίσαρας πρέπει να αποφασίσει αν θα πάει ή όχι στο Καπιτώλιο, (2) ο Βρούτος πρέπει να αποφασίσει αν θα δολοφονήσει ή όχι τον Καίσαρα, (3) οι συνωμότες πρέπει να αποφασίσουν αν θα αφήσουν ή όχι τον Μάρκο Αντώνιο να αγορεύσει στην κηδεία του Καίσαρα. Όλοι παίρνουν τη λάθος απόφαση, όλοι βλέπουν τον γυαλό στραβό ενώ ήταν οι ίδιοι που αρμένιζαν στραβά, κάτι που τελικά πληρώνουν με τη ζωή τους.
(1) Ο Καίσαρας φοβάται να πάει στο Καπιτώλιο, αλλά δεν θέλει να το παραδεχτεί ούτε καν στον εαυτό του. Τελικά, τον ρίχνει ένας επιτήδειος αυλοκόλακας και ο Καίσαρας κάνει το μοιραίο λάθος, πηγαίνει προς τον θάνατό του, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι γίνεται παιχνίδι στα χέρια των γύρω του. Ακόμα και δευτερόλεπτα πριν πεθάνει, παρομοιάζει τον εαυτό του με τον πολικό αστέρα, ακλόνητο στο στερέωμα, ανεπηρέαστο από ικεσίες, κολακείες, γαλιφιές και παινέματα. Το πιστεύει πραγματικά. Δεν το καταλαβαίνει, όπως λέει ο Δέκιος, ότι «κολακεύεται πολύ όταν του λέω πως αυτός δε μασάει από κολακείες» (ΙΙ.2). Και τελικά, πεθαίνει όχι από άγνοια κινδύνου, όχι• πεθαίνει επειδή νομίζει ότι είναι πολικός αστέρας.
(2) Στην αρχή του έργου, βρίσκουμε τον Βρούτο προβληματισμένο. Ανησυχεί μήπως ο Καίσαρας έχει σκοπό να καταλύσει τη δημοκρατία και να στεφθεί βασιλιάς. Τον πλευρίζουν οι συνωμότες, που μισούνε τον Καίσαρα για προσωπικούς λόγους, και τελικά τον ρίχνουν. Το σημείο-κλειδί είναι ο διάλογος του Βρούτου με τον Κάσκα• εκεί είναι που ο Βρούτος αλλάζει, από εκεί και μετά δεν διατηρεί πλέον καμία αμφιβολία και εμφανίζεται απόλυτα πεπεισμένος πως ο Καίσαρας πράγματι έχει δεσποτικές βλέψεις:
Αυτό είναι το σημείο στο οποίο ο Βρούτος αλλάζει και παίρνει την απόφαση να σκοτώσει έναν άνθρωπο που αγαπούσε. Από εκεί και μετά τον βλέπουμε πεπεισμένο ότι ο Καίσαρας έχει σκοπό να καταλύσει τη ρωμαϊκή δημοκρατία και να στεφθεί βασιλιάς. Με τα σημερινά δεδομένα, θα λέγαμε ότι ο Βρούτος αποφασίζει να καταγγείλει έναν φίλο του στην αστυνομία, παρόλο που τον αγαπάει, γιατί πλέον η πρέζα του έχει φάει το μυαλό, τον έχει κάνει επικίνδυνο, δεν είναι ο ίδιος που μιλάει αλλά η πρέζα μέσα του.
Όμως η ερώτηση που έπρεπε να είχε κάνει ο Βρούτος στον εαυτό του ήταν: ποια είναι η είδηση στα παραπάνω που είπε ο Κάσκας; Η είδηση είναι ότι ο Καίσαρας απέρριψε τρεις φορές ένα συμβολικό στέμμα, παρουσία του πλήθους. Αυτό και τίποτα άλλο. Όλα τα υπόλοιπα – ότι το απέρριπτε κάθε φορά και πιο μαλακά, ότι θα το ήθελε πολύ, ότι τραβούσε το χέρι του με μεγάλο δισταγμό – μπορεί να είναι από προσωπικές εντυπώσεις, ο Κάσκας έβλεπε αυτό που ήθελε να δει, μέχρι κατάφωρα ψέμματα. Πάντως δεν είναι είδηση. Και σίγουρα δεν είναι αιτία δολοφονίας, δεν είναι ο καταλυτικός παράγοντας που θα άρει τις αμφιβολίες. Όμως στην επόμενη σκηνή, ο Βρούτος παρουσιάζεται χωρίς καμία αμφιβολία, «ο Καίσαρας θέλει να στεφθεί βασιλιάς» (ΙΙ.1), λέει με απόλυτη βεβαιότητα. Εδώ ένας έμπειρος δημοσιογράφος, που ξέρει να διαχωρίζει την είδηση από τις προσωπικές εντυπώσεις, θα ήταν πιο σοφός από τον Βρούτο...
(3) Έρχεται η στιγμή για τους διάσημους επικήδειους, το πιο γνωστό κομμάτι του έργου. Οι συνωμότες δεν θέλουν να αφήσουν τον Αντώνιο να μιλήσει, δεν είναι καν σίγουροι ότι κάνουν καλά που τον αφήνουν ζωντανό, όμως δεν έχουν τίποτα παραπάνω από ένα ασαφές προαίσθημα. Ο Κάσσιος δεν μπορεί να δικαιλογήσει για ποιο λόγο είναι απρόθυμος να δει τον Αντώνιο στο βήμα:
Κάτι που σίγουρα δεν είναι αρκετό για τον Βρούτο και σαφώς αποτυγχάνει να τον πείσει. Ο Βρούτος λοιπόν δεν ανησυχεί για τον Αντώνιο, ανεβαίνει πρώτος στο βήμα, μπροστά από τον λαό της Ρώμης και το αιματοβαμμένο πτώμα του Καίσαρα, και βγάζει τον δικό του λόγο.
Ο οποίος δεν λέει απολύτως τίποτα.
Ο λόγος του Βρούτου συνήθως χαρακτηρίζεται ώριμος, λιτός και μεστός, η φωνή της λογικής, όχι του συναισθήματος, ο λόγος ενός σοβαρού πολιτικού. Υποθέτω ότι αμέτρητοι φιλόλογοι έχουν ζητήσει από τους μαθητές τους να τον μελετήσουν, και έβαλαν άριστα μόνο σ’ αυτούς που δήλωσαν τα παραπάνω. Όμως ο Βρούτος καταφέρνει να μιλάει χωρίς να λέει τίποτα! Ο λόγος του είναι εντελώς αβραμοπουλικός (= μπλα-μπλα, ωραίες λέξεις και εκφράσεις, ουσία μηδέν). Και συγκεκριμένα, αποτυγχάνει εντελώς να απαντήσει στο σημαντικότερο ερώτημα, που βασάνιζε τόσο τους Ρωμαίους όσο και τον Αντώνιο: πώς το ξέρουμε ότι ο Καίσαρας είχε πράγματι δεσποτικές βλέψεις; Θυμηθείτε ότι στην αμέσως προηγούμενη σκηνή, ο Βρούτος υποσχέθηκε στον Αντώνιο ότι θα του δώσει πολύ καλούς λόγους για τη δολοφονία:
Πού είναι αυτοί οι καλοί λόγοι; Όταν έρχεται η ώρα να μιλήσει, ο Βρούτος δεν παρουσιάζει καμία ένδειξη, καμία απόδειξη, κανένα στοιχείο, τίποτα. Απλώς δηλώνει ότι «ο Καίσαρας είχε δεσποτικές βλέψεις και ήθελε να καταλύσει τη δημοκρατία», σαν να είναι δεδομένο, κομμάτι της αντικειμενικής πραγματικότητας. Δεν συνειδητοποιούσε ότι τόσο ο Αντώνιος όσο και ο λαός της Ρώμης περίμεναν κάτι παραπάνω εδώ, ήθελαν κάποια στοιχεία• και δεν το συνειδητοποιούσε γιατί, όπως είδαμε, ούτε ο ίδιος μπορούσε να κάνει αυτόν τον διαχωρισμό, η πεποίθησή του ήταν απόλυτη. Έβλεπε έναν δεσποτικό Καίσαρα εκεί έξω, στην αντικειμενική πραγματικότητα, με την κάθε πράξη του να είναι και μια ακόμα ένδειξη για τις απολυταρχικές του βλέψεις, χωρίς να καταλαβαίνει ότι ο ίδιος προβάλλει τις δικές του ανησυχίες πάνω στον Καίσαρα. Όπως ακριβώς και με τον Λούθηρο: ό,τι και να πούμε για τον (σαιξπηρικό) Βρούτο, πάντως ήταν ειλικρινής. Κάθε άλλο παρά υποκριτής. Αγωνιζόταν στο όνομα της αντικειμενικής αλήθειας. Διάβαζε τα σημάδια εκεί έξω: δεν είμαι εγώ που προβάλλω κάτι στον Καίσαρα, αυτός έχει δεσποτικές βλέψεις. Δεν αρμενίζω εγώ στραβά, ο γυαλός είναι στραβός. The truth is out there.
Καλά κάνει λοιπόν ο Κάσσιος και παραμένει απρόθυμος να δει τον Αντώνιο στο βήμα, παρόλο που δεν μπορεί να δικαιολογήσει τα ασαφή προαισθήματά του. Γιατί οι συνωμότες, πολύ απλά, δεν έχουν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο Καίσαρας ήταν πράγματι επικίνδυνος! Ο Κάσσιος είχε κάποια επίγνωση γι’ αυτό, ήταν ο πιο σοφός από όλους, κι ο Βρούτος θα έκανε καλά αν τον άκουγε περισσότερο.
Κατόπιν ανεβαίνει ο Αντώνιος στο βήμα και βγάζει τον δικό του επικήδειο, ένα από τα πιο γνωστά κομμάτια στο έργο του Σαίξπηρ. Τώρα... ο λόγος του Αντώνιου συνήθως χαρακτηρίζεται δημαγωγικός, ξεσηκωτικός, λαϊκίστικος. Συνήθως αυτό περιμένουν οι φιλόλογοι από τους μαθητές: να κάνουν την αντιδιαστολή με τον λόγο του Βρούτου, και να πουν ότι στον έναν έχουμε ωριμότητα και στον άλλον λαϊκισμό.
Παρατηρήστε όμως ότι ο Αντώνιος τουλάχιστον προσπαθεί να πει κάποια πράγματα και να αναπτύξει ένα σκεπτικό!
Επισημαίνει στους Ρωμαίους το περιστατικό με το στέμμα, που ο Καίσαρας το αρνήθηκε τρεις φορές. Κολλάει αυτό με δεσποτικές φιλοδοξίες; Θυμίζει ότι ο Καίσαρας πάντα φάνηκε συμπονετικός προς τους φτωχούς. Κολλάει αυτό με δεσποτικές φιλοδοξίες; Εγώ βλέπω ότι ο Αντώνιος προσπαθεί να τουλάχιστον να αντιμετωπίσει το κρίσιμο ερώτημα: τι ενδείξεις υπάρχουν ότι ο Καίσαρας είχε σκοπό να καταλύσει τη δημοκρατία; Σύμφωνοι, σε διάφορα σημεία ο Αντώνιος γίνεται λίγο drama queen, όμως μην ξεχνάτε ότι έπαιζε το κεφάλι του, δεν ήταν καν σίγουρος ότι οι συνωμότες θα τον άφηναν ζωντανό. Πάντως, αν ο λόγος του Βρούτου είναι «σοβαρός» και ο λόγος του Αντώνιου «λαϊκίστικος», τότε έχω πρόβλημα. Εγώ βλέπω ακριβώς το αντίθετο.
Μια τελευταία παρατήρηση: νομίζω ότι ο Σαίξπηρ αποσκοπούσε συνειδητά να τονίσει το επιστημολογικό θέμα. Ο Ιούλιος Καίσαρας, δηλαδή, δεν είναι απλώς ένα πολιτικό ή ιστορικό έργο, αλλά ένα έργο που χρησιμοποιεί το ιστορικό υλικό για να τονίσει τον τρόπο που εξαπατάμε τον εαυτό μας όταν παίρνουμε σημαντικές αποφάσεις σε βιοτικά ζητήματα. Το καταλαβαίνω αυτό από δύο σημεία. Κατ’ αρχήν, η ματιά του συγγραφέα είναι η ματιά των ηρώων. Δεν υιοθετεί τη σκοπιά του Θεού, που βλέπει αυτό που δεν βλέπουν οι ήρωες. Για παράδειγμα, μέχρι το τέλος του έργου δεν ξέρουμε, ως θεατές, αν ο Καίσαρας είχε πράγματι δεσποτικές βλέψεις ή όχι, δεν μας το φανερώνει ο δραματουργός. Ο Σαίξπηρ εύκολα θα μπορούσε να είχε βάλει π.χ. έναν μικρό μονόλογο του Καίσαρα, στον οποίο να αποκαλύπτει τα μυστικά της καρδιάς του, ότι δεν είχε σκοπό να στεφθεί βασιλιάς (οπότε να αγανακτήσουμε, ως θεατές, για τον άδικο θάνατό του), ή ότι είχε πράγματι τέτοιο σκοπό (οπότε να ταυτιστούμε με τον Βρούτο και να τον νιώσουμε ήρωα). Ο Σαίξπηρ όμως δεν κάνει τίποτα τέτοιο. Δεν βάζει κάποιον παντογνώστη αφηγητή να μας αποκαλύπτει τι πραγματικά συμβαίνει, δεν κρατά κάποιο πρόσωπο έξω από την πλοκή, στον ρόλο του σοφού και αποστασιοποιημένου παρατηρητή, να λέει στον θεατή αν ο Καίσαρας πέθανε δίκαια ή άδικα. Μας δείχνει αυτό που βλέπουν οι ήρωες, τίποτα περισσότερο. Δηλαδή, ό,τι ακριβώς θα δούμε κι εμείς, όταν εμπλακούμε σε φορτισμένες καταστάσεις, στις οποίες πρέπει να πάρουμε αποφάσεις χωρίς να ξέρουμε αν διαβάζουμε σωστά τα σημάδια ή όχι.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι συνεχώς ο Σαίξπηρ εισάγει λαθραία επιστημολογικές επισημάνσεις στο κείμενο. Για παράδειγμα, βάζει παραμοιώσεις με καθρέφτες και αντανακλάσεις:
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Κικέρωνας. Δεν προσθέτει τίποτα στην πλοκή, είναι έξω από τα τεκταινόμενα, για ποιο λόγο τον βάζει ο Σαίξπηρ στο έργο; Λοιπόν, τον βάζει μόνο και μόνο για να πει το ακόλουθο:
Έχω γράψει κι εγώ ιστορίες, και κάτι ξέρω από τον τρόπο που το κάνει ένας συγγραφέας – ποια πράγματα λέει ευθέως, ποια πράγματα περνάει λαθραία, να μην πολυτραβήξουν την προσοχή του αναγνώστη, πώς αφηγείται μια ιστορία προκειμένου να επισημάνει κάτι άλλο. Λοιπόν, κρίνω ότι ο Σαίξπηρ το κάνει συνειδητά! Αυτό ήταν που είχε στο μυαλό του όταν έγραφε το έργο. «Αλίμονο», λέει η Καλπούρνια στον Καίσαρα, «η αυτοπεποίθησή σου σκοτώνει τη σοφία σου!» (ΙΙ.2). Κι όσο για τον Κάσσιο, τον πιο σοφό από τους συνωμότες, στην αρχή του έργου κάνει μια περίεργη παρατήρηση: «Οι άνθρωποι μπορούν να είναι κύριοι της μοίρας τους. Το πρόβλημα δεν είναι εκεί ψηλά στ’ αστέρια, Βρούτε, αλλά σε μας, εδώ κάτω» (Ι.2). Πόσο τεράστια η διαφορά από τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, που οι ήρωες παρουσιάζονταν αθύρματα του πεπρωμένου, πιόνια στα χέρια υπέρτερων δυνάμεων...
.................................................................................
Πιο πάνω έδωσα παραδείγματα από το αντίθετο της νοημοσύνης. Ο Λούθηρος, τα X-Files, ο (σαιξπηρικός) Βρούτος και ο Καίσαρας, όλοι αυτοί, άσχετα από το IQ τους, έβλεπαν πράγματα που δεν υπήρχαν. Και μάλιστα χωρίς να το συνειδητοποιούν. Όμως ποιο είναι ένα παράδειγμα νοημοσύνης; (με την ουσιαστική έννοια της λέξης, όχι «νοημοσύνη» = μαθηματικά, Νόμπελ και υψηλό IQ). Ποιο είναι ένα παράδειγμα κάποιου, που μπορούσε να κάνει όσα δεν μπορούσαν οι παραπάνω, οπότε είχε πράγματι αυτήν την ικανότητα να αντιμετωπίζει επιτυχημένα τις ποικιλόμορφες βιοτικές περιστάσεις; Λοιπόν, έχω κατά νου ένα τέτοιο παράδειγμα... Και μάλιστα πασίγνωστο, όλοι ξέρετε τον άνθρωπο που έχω στο μυαλό μου. Αυτόν πράγματι, θα τον χαρακτήριζα «έξυπνο». Απόδειξη, η ζωή του και οι πράξεις του. Έξτρα μπόνους, ο άνθρωπος αυτός μας άφησε και μερικές πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις και ιδέες, οι οποίες ανακαλύπτονται ξανά και ξανά μέχρι σήμερα.
Κάποτε συνάντησα ένα παλικάρι που ήταν εκπέρ στα σταυρόλεξα. Άνοιγε το περιοδικό και πήγαινε κατευθείαν στα πολύ δύσκολα σταυρόλεξα, «για δυνατούς λύτες», αυτά στα οποία πρέπει να συμπληρώσεις και τα μαύρα κουτάκια. Μου ζητούσε να κρατήσω χρόνο τρία λεπτά. Το μολύβι του έτρεχε σαν μανιασμένο, έγραφε – έσβηνε – έγραφε – έσβηνε, και αν έλυνε το σταυρόλεξο σε περισσότερο από τρία λεπτά, το θεωρούσε αποτυχία (πάντως ήταν δεδομένο ότι θα το έλυνε, δεν υπήρχε περίπτωση, και «λύση» του σταυρόλεξου καλείται το να μην αφήσεις ούτε ένα γράμμα ασυμπλήρωτο). Αυτός ο άνθρωπος ήταν σίγουρα εξειδικευμένος σε κάτι, είχε μια δεξιότητα. Όπως κι ένας ζογκλέρ έχει μια άλλη δεξιότητα, ένας ταχυδακτυλουργός μια άλλη, ένας ταυρομάχος μια άλλη. Σε κάποιες πολύ στενές βιοτικές περιστάσεις, όλοι οι παραπάνω διαπρέπουν. Δε σημαίνει όμως ότι ανέπτυξαν όμως κάποια θεμελιώδη ανθρώπινη ποιότητα («νοημοσύνη»), που τους βοηθά να αντιμετωπίσουν επιτυχημένα τις προκλήσεις που φέρνει η ζωή: είναι απλά εξειδικευμένοι, δεξιοτέχνες σε κάτι.
Το ίδιο ακριβώς και το υψηλό IQ, τα μαθηματικά, την ακαδημαϊκότητα, το σκάκι: τα βλέπω όλα αυτά όπως την τέχνη του ζογκλέρ και του σταυρολεξολόγου. Απλώς μια εξειδίκευση σε κάτι. Και το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι έτσι ώστε να βγάζει διάφορους τέτοιους καταρτισμένους σταυρολεξολόγους, ηλίθιους έξυπνους (αυτό όμως είναι θέμα για άλλη ανάρτηση). Κρίνω ότι υπάρχει μια ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ στην ανθρώπινη νοημοσύνη, για την οποία το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι τυφλό. Ας αρχίσουμε όμως με προτεστάντες:
Η Επιστημολογία των Συντηρητικών
Ο Σκωτσέζος κοινωνιολόγος Steve Bruce στο βιβλίο του God is Dead (2002) κάνει μια πολύ εύστοχη παρατήρηση (στο Κεφ. 5) για τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ συντηρητικών και φιλελεύθερων Προτεσταντών (φιλελεύθερος δηλαδή liberal, το αντίθετο του conservative). Αυτή έχει να κάνει με τον τρόπο που διαβάζουν τη Βίβλο οι μεν και οι δε, και προσλαμβάνουν τα νοήματά της: οι συντηρητικοί τα ανακαλύπτουν, οι φιλελεύθεροι τα χτίζουν.
Σκεφτείτε το ως εξής. Διαισθάνομαι μια σειρά από περίεργες συμπτώσεις και συμβάντα στο περιβάλλον μου. Κάποιοι συνωμοτούν εναντίον μου ή εγώ γίνομαι παρανοϊκός; Πού θα αποδώσω την ανησυχία μου: διαβάζω σωστά τα εξωτερικά σημάδια ή παραλογίζομαι; Ποιο από τα δύο ισχύει, (1) το νόημα είναι εκεί έξω, στην αντικειμενική πραγματικότητα, κι εγώ μια ουδέτερη κάμερα που το καταγράφει ή (2) το νόημα είναι σε μένα και το προβάλλω έξω; Οι συμπτώσεις και τα συμβάντα συνδέονται από μόνα τους (π.χ. εξαιτίας μιας συνωμοσίας) ή εγώ είμαι αυτός που κάνει τις συνδέσεις;
Αυτό που παρατηρεί ο Steve Bruce είναι ότι οι συντηρητικοί Προτεστάντες υιοθετούν τη στάση (1). Η πεποίθησή τους είναι ότι ανακαλύπτουν το νόημα στη Γραφή, νιώθουν ότι δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να ανιχνεύουν αυτό που ήδη υπάρχει εκεί έξω, στις σελίδες της Βίβλου. Από την άλλη, οι φιλελεύθεροι Προτεστάντες τείνουν να το καταλαβαίνουν ότι ερμηνεύουν όταν διαβάζουν τη Βίβλο – δηλαδή παίρνουν ένα χωρίο, το εξετάζουν σε σχέση με τη ζωή τους, τα βιώματά τους, το εξηγούν μεταφορικά, έχουν την επίγνωση ότι συνεισφέρουν κι οι ίδιοι στο νόημα των στίχων.
Τώρα... η αλήθεια είναι ότι πάντα ερμηνεύουμε, όλοι μας! Η διαφορά είναι, κατά τον Bruce, ότι οι φιλελεύθεροι Προτεστάντες τείνουν να το καταλαβαίνουν. Οι συντηρητικοί Προτεστάντες όμως – και οι συντηρητικοί, γενικότερα – δεν το συνειδητοποιούν. Οπότε, κατοικούν σε έναν κόσμο διαρκούς ανακάλυψης, διαβάζουν εξωτερικά σημάδια, ανιχνεύουν κάτι αντικειμενικό, ανεξάρτητο από αυτούς. Δεν αρμενίζω εγώ στραβά, ο γυαλός είναι στραβός. Δεν είμαι εγώ παρανοϊκός, αυτοί συνωμοτούν εναντίον μου.
Παράδειγμα γι’ αυτό μπορούμε να δούμε στον πρώτο συντηρητικό Προτεστάντη της ιστορίας, τον ίδιο τον Λούθηρο. Όπως ίσως ξέρετε, ο Λούθηρος κήρυξε το sola scriptura («μόνο η Γραφή»), ότι δεν χρειαζόμαστε εκκλησιαστικές αυθεντίες, όλη η απαραίτητη γνώση περιέχεται στη Γραφή και μπορούμε να την αποκτήσουμε από αυτήν. Ο Έρασμος όμως καταλάβαινε ότι η «Γραφή» σήμαινε, ουσιαστικά, «ο τρόπος που ο Λούθηρος διαβάζει τη Γραφή»: You stipulate that we should not ask for or accept anything but Holy Scripture, but you do it in such a way as to require that we permit you to be its sole interpreter. Ο Έρασμος το καταλάβαινε πολύ καλά ότι ο Λούθηρος «ανακάλυπτε» αυτό που ο ίδιος προέβαλλε στη Γραφή, όμως για τον Λούθηρο ήταν τυφλό σημείο. Ο ίδιος ήταν όχι απλώς συντηρητικός – θα έλεγα, τυπικός φανατικός. Απόλυτα πεπεισμένος ότι διάβαζε στα βιβλικά κείμενα την «αντικειμενική» τους ερμηνεία, διαθέσιμη για τον καθένα που απλώς κάνει τον κόπο να ανοίξει τη Γραφή. Π.χ. το γνωστό περιστατικό στα 1518 με το χωρίο 1:17 από την Προς Ρωμαίους Α’ επιστολή του Παύλου, όπου ξαφνικά «ανακάλυψε» το αληθινό της νόημα (“At last, by the mercy of God, meditating day and night, I gave heed to the context of the words etc.”). Και η μαρτυρική του καριέρα ήταν γεμάτη με τέτοιες «ανακαλύψεις» στα βιβλικά κείμενα.
Ό,τι και να πούμε γι’ αυτόν, ήταν ειλικρινής. Κάθε άλλο παρά υποκριτής. Δεν αγωνιζόταν για τη δική του ερμηνεία της Βίβλου, αλλά για την αντικειμενική αλήθεια που ανακάλυψε στη Βίβλο. Η περίπτωσή του δείχνει ξεκάθαρα την επιστημολογία των συντηρητικών – ότι δεν έχουν επίγνωση για τις προσωπικές τους ερμηνείες και τις εξορίζουν σε αντικειμενική διάσταση, ως αλήθειες εκεί έξω. Το νόημα είναι στα βιβλικά κείμενα• δεν είμαι εγώ παρανοϊκός, αυτοί συνωμοτούν εναντίον μου• δεν αρμενίζω εγώ στραβά, ο γυαλός είναι στραβός.
Ένα άλλο παράδειγμα για την επιστημολογία των συντηρητικών είναι τα... X-Files! Αν θυμάστε, σε κάθε επεισόδιο της σειράς γινόταν περίπου το εξής: ο Μόλντερ και η Σκάλι είχαν ορισμένα στοιχεία για ένα περίεργο περιστατικό, τα οποία μπορούσαν πάντα να ερμηνευθούν με δύο τρόπους, (1) υπάρχει πράγματι μια συνωμοσία, ένα τέρας, ένας εξωγήινος κ.λπ. εκεί έξω, ή (2) δεν φταις εσύ, η φαντασία μου τα φταίει. Οι δύο πράκτορες του FBI παρουσιάζονταν πάντα ψυλλιασμένοι, σε αντίθεση με τους αφελείς, έκαναν έρευνα, και στο φινάλε κατέληγαν πάντα στη συνωμοσία, στο τέρας, στον εξωγήινο. Αν θυμάστε, το μότο της σειράς ήταν: The Τruth Ιs Οut Τhere. Δεν είμαι εγώ παρανοϊκός, αυτοί συνωμοτούν εναντίον μου• δεν αρμενίζω εγώ στραβά, ο γυαλός είναι στραβός.
Θυμάμαι, είχε παρατηρηθεί από παλιά ότι τα X-Files ήταν η σειρά των Ρεπουμπλικάνων. Αυτό το άρθρο στο Taki’s Magazine εξετάζει τα διάφορα συντηρητικά θέματα της σειράς (την απουσία ενός ουτοπικού οράματος, την καχυποψία για το μέλλον, τους απόλυτους Καλούς και απόλυτους Κακούς, την υπερκυριαρχία των λευκών στο καστ, την απουσία σεξουαλικότητας κ.α.), ενώ οι τύποι εδώ, στο data.ranker.com, βρήκαν ότι τα X-Files ήταν μακράν η αγαπημένη τηλεοπτική σειρά στους ψηφοφόρους του Μιτ Ρόμνι κατά τις τελευταίες αμερικάνικες εκλογές. Πιστεύω όμως, μαζί με τον Steve Bruce, ότι ο πυρήνας του συντηρητισμού είναι αυτό το Τhe Τruth Ιs Οut Τhere• τα τυφλά σημεία, η έλλειψη επίγνωσης για τις προσωπικές ερμηνείες κι ο εξορισμός τους στην πραγματικότητα εκεί έξω, ως αντικειμενικές αλήθειες.
Αυτό ήταν κάτι που απασχολούσε και τον Edmund Husserl, ότι κανένας δογματικός στον κόσμο δεν ξέρει ότι είναι δογματικός. Όλοι θεωρούν ότι είναι ρεαλιστές, αντικειμενικοί. Ο δογματισμός, δηλαδή, είναι σαν μια κολώνια που φοράς και παύεις να μυρίζεις: την αντιλαμβάνονται όλοι οι άλλοι γύρω σου, εσύ όμως νομίζεις ότι είσαι οσφρητικά ουδέτερος. Ο Husserl έλεγε ότι όλοι ξεκινάμε τη ζωή μας με τη στάση The Truth Is Out There, μόνιμα ανακαλύπτουμε ανεξάρτητα νοήματα εκεί έξω, στην αντικειμενική πραγματικότητα. Το ονόμαζε αυτό: η φυσική μας στάση (natural attitude). Με τη συσσωρευμένη βιοτική εμπειρία όμως και τα χαστούκια που τρώμε από τη ζωή, προβληματιζόμαστε όλο και περισσότερο μήπως αυτό που αρχικά αποδίδαμε στην αντικειμενική πραγματικότητα είναι, ουσιαστικά, δικό μας κατασκεύασμα• μια πορεία ωρίμανσης, κατά την οποία προβληματιζόμαστε όλο και περισσότερο αν στραβός είναι ο γυαλός ή μήπως εμείς αρμενίζουμε στραβά. Ο παρανοϊκός που φτάνει να αναρωτιέται μήπως είναι παρανοϊκός, παύει να είναι παρανοϊκός• ο πραγματικός παρανοϊκός δεν το ξέρει, θεωρεί ότι είναι ρεαλιστής.
Κι αυτό ήταν κάτι που είχε πιάσει ο Karl Popper, ότι ο δογματικός συνήθως έχει και μια αντίληψη άκρας παθητικότητας για τον τρόπο απόκτησης της γνώσης, οπότε θεωρεί ότι μιλάει στο όνομα της πραγματικότητας. Όπως κι ο Λούθηρος, έτσι και κάθε δογματικός ζει σ’ έναν κόσμο διαρκούς ανακάλυψης, διαβάζει εξωτερικά σημάδια, και δεν αγωνίζεται για τη δική του ερμηνεία αλλά για την αντικειμενική αλήθεια την οποία ανακαλύπτει εκεί έξω. Ο Popper ονόμαζε σαρκαστικά αυτήν την αντίληψη για τον τρόπο απόκτησης της γνώσης the bucket theory of mind – ότι ο νους είναι ένας άδειος κουβάς, τέλεια παθητικός, όπου απλώς γεμίζει με τα αντικειμενικά facts που θα του βάλεις μέσα (πρωτοπαρουσίασε τον σαρκαστικό όρο σε μια διάλεξή του το 1948 με τίτλο, The Bucket and the Searchlight: Two Theories of Knowledge). Αν ο δογματικός αρχίζει να μυρίζει την κολώνια που φορά και να αντιλαμβάνεται τα τυφλά του σημεία, ότι π.χ. επιλέγει ο ίδιος πού θα επικεντρωθεί, τι θα αφήσει απ’ έξω από την εικόνα, τι κάδρο θα της βάλει, τι θα προσπεράσει λαθραία... τότε παύει να είναι δογματικός. Και παύει να έχει αυτήν την αντίληψη άκρας παθητικότητας για τον τρόπο απόκτησης της γνώσης.
Από αυτήν την σκοπιά λοιπόν, ο δογματισμός και η συντηρητικότητα είναι μια ήπια μορφή παράνοιας. Η οποία, καθώς έλεγε ο Husserl, αφορά όλους μας. Όλοι ξεκινάμε τη ζωή μας με τη στάση the truth is out there, είναι η φυσική μας στάση• μια μυωπία κατά την οποία αποποιούμαστε κάθε προσωπική ευθύνη για την απόκτηση της γνώσης (“the bucket theory of mind”). Όπως ο ιδεώδης γραφειοκράτης που πάντα έχει δικαιολογία – «δεν ξέρω τίποτα, κύριέ μου, αυτό λέει η εγκύκλιος απ’ το υπουργείο» – έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος, γενικά, είναι ον γραφειοκρατικό. Θέλει να μην έχει ποτέ την ευθύνη, θέλει πάντα να έχει δικαιολογία. Οπότε, τα βολεύει ασυνείδητα όλα έτσι ώστε να ανακαλύπτονται εκεί έξω, στην αντικειμενική πραγματικότητα. Και υπάρχει ένα τραγικό στοιχείο εδώ, στον παρανοϊκό που δεν ξέρει ότι είναι παρανοϊκός, ή στον δογματικό που δεν ξέρει ότι είναι δογματικός (δηλαδή, με άλλα λόγια, σε όλους εμάς). Τουλάχιστον π.χ. ο διαβητικός ξέρει την κατάστασή του και καταλαβαίνει ότι πρέπει να ζητήσει βοήθεια. Ο δογματικός όμως είναι τυφλός ως προς τη δογματικότητά του, όσο ευφυής και να ‘ναι κατά τ’ άλλα. Σαν το μάτι που δεν μπορεί να δει τον εαυτό του... Και πάνω εδώ, υπάρχει ένα πολύ γνωστό, διάσημο θεατρικό έργο, που πραγματεύεται ακριβώς αυτό το θέμα:
Καθρέφτες και Πολικοί Αστέρες
Ο Ιούλιος Καίσαρας είναι από τα ώριμα έργα του Σαίξπηρ. Μπορείτε να διαβάσετε εδώ το πλήρες κείμενο, τόσο στη γλώσσα της εποχής του όσο και σε σύγχρονα αγγλικά. Συνήθως χαρακτηρίζεται πολιτικό έργο ή ιστορική τραγωδία ή έργο για το θέμα της φιλίας και του πατριωτισμού. Είναι όμως έτσι; Ακολούθως θα αναφέρω τη δική μου ανάγνωση, τι είναι αυτό που εγώ βλέπω στον Ιούλιο Καίσαρα. Όχι μια πολιτική ή ιστορική τραγωδία, αλλά ένα έργο που χρησιμοποιεί το ιστορικό υλικό και τα πολιτικά θέματα προκειμένου να θίξει ένα βαθύτερο, επιστημολογικό θέμα. Και νομίζω ότι ο Σαίξπηρ το κάνει συνειδητά, νομίζω ότι αυτό είχε στο μυαλό του όταν έγραφε.
Οπότε λοιπόν, προτείνω να το δούμε από αυτήν τη σκοπιά. Ο Ιούλιος Καίσαρας είναι ένα έργο στο οποίο οι ήρωες πρέπει να πάρουν σημαντικές αποφάσεις, χωρίς κάθε φορά να ξέρουν αν διαβάζουν σωστά τις καταστάσεις: στραβός είναι ο γυαλός ή εγώ στραβά αρμενίζω; The truth is out there, ή δεν φταις εσύ, η φαντασία μου τα φταίει; Συγκεκριμένα, τρεις είναι οι μεγάλες αποφάσεις που προβληματίζουν τους ήρωες: (1) Ο Ιούλιος Καίσαρας πρέπει να αποφασίσει αν θα πάει ή όχι στο Καπιτώλιο, (2) ο Βρούτος πρέπει να αποφασίσει αν θα δολοφονήσει ή όχι τον Καίσαρα, (3) οι συνωμότες πρέπει να αποφασίσουν αν θα αφήσουν ή όχι τον Μάρκο Αντώνιο να αγορεύσει στην κηδεία του Καίσαρα. Όλοι παίρνουν τη λάθος απόφαση, όλοι βλέπουν τον γυαλό στραβό ενώ ήταν οι ίδιοι που αρμένιζαν στραβά, κάτι που τελικά πληρώνουν με τη ζωή τους.
(1) Ο Καίσαρας φοβάται να πάει στο Καπιτώλιο, αλλά δεν θέλει να το παραδεχτεί ούτε καν στον εαυτό του. Τελικά, τον ρίχνει ένας επιτήδειος αυλοκόλακας και ο Καίσαρας κάνει το μοιραίο λάθος, πηγαίνει προς τον θάνατό του, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι γίνεται παιχνίδι στα χέρια των γύρω του. Ακόμα και δευτερόλεπτα πριν πεθάνει, παρομοιάζει τον εαυτό του με τον πολικό αστέρα, ακλόνητο στο στερέωμα, ανεπηρέαστο από ικεσίες, κολακείες, γαλιφιές και παινέματα. Το πιστεύει πραγματικά. Δεν το καταλαβαίνει, όπως λέει ο Δέκιος, ότι «κολακεύεται πολύ όταν του λέω πως αυτός δε μασάει από κολακείες» (ΙΙ.2). Και τελικά, πεθαίνει όχι από άγνοια κινδύνου, όχι• πεθαίνει επειδή νομίζει ότι είναι πολικός αστέρας.
(2) Στην αρχή του έργου, βρίσκουμε τον Βρούτο προβληματισμένο. Ανησυχεί μήπως ο Καίσαρας έχει σκοπό να καταλύσει τη δημοκρατία και να στεφθεί βασιλιάς. Τον πλευρίζουν οι συνωμότες, που μισούνε τον Καίσαρα για προσωπικούς λόγους, και τελικά τον ρίχνουν. Το σημείο-κλειδί είναι ο διάλογος του Βρούτου με τον Κάσκα• εκεί είναι που ο Βρούτος αλλάζει, από εκεί και μετά δεν διατηρεί πλέον καμία αμφιβολία και εμφανίζεται απόλυτα πεπεισμένος πως ο Καίσαρας πράγματι έχει δεσποτικές βλέψεις:
ΒΡΟΥΤΟΣ: Τι έγινε σήμερα στους αγώνες και ο Καίσαρας είναι τόσο σοβαρός;
ΚΑΣΚΑΣ: Του προσέφεραν ένα στέμμα χάριν αστεϊσμού, κι αυτός το απέρριψε με την ανάποδη του χεριού του, να, κάπως έτσι. Και μετά το πλήθος άρχισε να ξεφωνίζει.
ΒΡΟΥΤΟΣ: Και τι ήταν ο δεύτερος θόρυβος που άκουσα;
ΚΑΣΚΑΣ: Για το ίδιο πράγμα ακριβώς.
ΒΡΟΥΤΟΣ: Το πλήθος φώναξε τρεις φορές.
ΚΑΣΚΑΣ: Για το ίδιο πράγμα.
ΒΡΟΥΤΟΣ: Τρεις φορές του προσφέρθηκε το στέμμα;
ΚΑΣΚΑΣ: Ναι. Κι αυτός το έσπρωξε με την παλάμη του, κάθε φορά και πιο μαλακά, και κάθε φορά οι συμπολίτες μας ξεσπούσαν σε ιαχές.
ΒΡΟΥΤΟΣ: Ποιος του προσέφερε το στέμμα;
ΚΑΣΚΑΣ: Ο Μάρκος Αντώνιος.
ΒΡΟΥΤΟΣ: Για πες μου λεπτομέρειες.
ΚΑΣΚΑΣ: Τι να σου πω, ήταν τόσο ανόητο που δεν πολυπρόσεχα. Είδα τον Αντώνιο να του προσφέρει ένα στέμμα (όχι πραγματικό, απ’ αυτά τα κοινά στεφάνια, ξέρεις), κι αυτός το απέρριψε, όπως σου ‘πα, αν και νομίζω ότι πολύ θα το ‘θελε. Μετά ο Αντώνιος του το προσέφερε και πάλι, κι αυτός πάλι το απέρριψε (αν και, νομίζω, τράβηξε το χέρι του με μεγάλο δισταγμό). Μετά ο Αντώνιος του το προσέφερε και τρίτη φορά, αυτός πάλι το απέρριψε, κι ο λαός ξεσπούσε σε κραυγές και χειροκροτήματα (Ι.2)
Αυτό είναι το σημείο στο οποίο ο Βρούτος αλλάζει και παίρνει την απόφαση να σκοτώσει έναν άνθρωπο που αγαπούσε. Από εκεί και μετά τον βλέπουμε πεπεισμένο ότι ο Καίσαρας έχει σκοπό να καταλύσει τη ρωμαϊκή δημοκρατία και να στεφθεί βασιλιάς. Με τα σημερινά δεδομένα, θα λέγαμε ότι ο Βρούτος αποφασίζει να καταγγείλει έναν φίλο του στην αστυνομία, παρόλο που τον αγαπάει, γιατί πλέον η πρέζα του έχει φάει το μυαλό, τον έχει κάνει επικίνδυνο, δεν είναι ο ίδιος που μιλάει αλλά η πρέζα μέσα του.
Όμως η ερώτηση που έπρεπε να είχε κάνει ο Βρούτος στον εαυτό του ήταν: ποια είναι η είδηση στα παραπάνω που είπε ο Κάσκας; Η είδηση είναι ότι ο Καίσαρας απέρριψε τρεις φορές ένα συμβολικό στέμμα, παρουσία του πλήθους. Αυτό και τίποτα άλλο. Όλα τα υπόλοιπα – ότι το απέρριπτε κάθε φορά και πιο μαλακά, ότι θα το ήθελε πολύ, ότι τραβούσε το χέρι του με μεγάλο δισταγμό – μπορεί να είναι από προσωπικές εντυπώσεις, ο Κάσκας έβλεπε αυτό που ήθελε να δει, μέχρι κατάφωρα ψέμματα. Πάντως δεν είναι είδηση. Και σίγουρα δεν είναι αιτία δολοφονίας, δεν είναι ο καταλυτικός παράγοντας που θα άρει τις αμφιβολίες. Όμως στην επόμενη σκηνή, ο Βρούτος παρουσιάζεται χωρίς καμία αμφιβολία, «ο Καίσαρας θέλει να στεφθεί βασιλιάς» (ΙΙ.1), λέει με απόλυτη βεβαιότητα. Εδώ ένας έμπειρος δημοσιογράφος, που ξέρει να διαχωρίζει την είδηση από τις προσωπικές εντυπώσεις, θα ήταν πιο σοφός από τον Βρούτο...
(3) Έρχεται η στιγμή για τους διάσημους επικήδειους, το πιο γνωστό κομμάτι του έργου. Οι συνωμότες δεν θέλουν να αφήσουν τον Αντώνιο να μιλήσει, δεν είναι καν σίγουροι ότι κάνουν καλά που τον αφήνουν ζωντανό, όμως δεν έχουν τίποτα παραπάνω από ένα ασαφές προαίσθημα. Ο Κάσσιος δεν μπορεί να δικαιλογήσει για ποιο λόγο είναι απρόθυμος να δει τον Αντώνιο στο βήμα:
ΚΑΣΣΙΟΣ: Ελπίζω ότι μπορούμε να βασιζόμαστε σ’ αυτόν, όμως ακόμα τον φοβάμαι, και τα προαισθήματά μου συνήθως βγαίνουν σωστά (III.3)
Κάτι που σίγουρα δεν είναι αρκετό για τον Βρούτο και σαφώς αποτυγχάνει να τον πείσει. Ο Βρούτος λοιπόν δεν ανησυχεί για τον Αντώνιο, ανεβαίνει πρώτος στο βήμα, μπροστά από τον λαό της Ρώμης και το αιματοβαμμένο πτώμα του Καίσαρα, και βγάζει τον δικό του λόγο.
Ο οποίος δεν λέει απολύτως τίποτα.
Ο λόγος του Βρούτου συνήθως χαρακτηρίζεται ώριμος, λιτός και μεστός, η φωνή της λογικής, όχι του συναισθήματος, ο λόγος ενός σοβαρού πολιτικού. Υποθέτω ότι αμέτρητοι φιλόλογοι έχουν ζητήσει από τους μαθητές τους να τον μελετήσουν, και έβαλαν άριστα μόνο σ’ αυτούς που δήλωσαν τα παραπάνω. Όμως ο Βρούτος καταφέρνει να μιλάει χωρίς να λέει τίποτα! Ο λόγος του είναι εντελώς αβραμοπουλικός (= μπλα-μπλα, ωραίες λέξεις και εκφράσεις, ουσία μηδέν). Και συγκεκριμένα, αποτυγχάνει εντελώς να απαντήσει στο σημαντικότερο ερώτημα, που βασάνιζε τόσο τους Ρωμαίους όσο και τον Αντώνιο: πώς το ξέρουμε ότι ο Καίσαρας είχε πράγματι δεσποτικές βλέψεις; Θυμηθείτε ότι στην αμέσως προηγούμενη σκηνή, ο Βρούτος υποσχέθηκε στον Αντώνιο ότι θα του δώσει πολύ καλούς λόγους για τη δολοφονία:
ΑΝΤΩΝΙΟΣ: Είμαι φίλος σας και σας αγαπώ όλους, υπό έναν όρο. Ότι θα μου αποδείξετε πως ο Καίσαρας ήταν επικίνδυνος.
ΒΡΟΥΤΟΣ: Χωρίς αυτήν την απόδειξη, Αντώνιε, η πράξη μας θα ήταν βάρβαρη! Όμως τη σκεφτήκαμε τόσο καλά, έχουμε τόσο καλούς λόγους, που θα σε ικανοποιήσουν ακόμα κι αν ήσουν γιος του Καίσαρα (III.1)
Πού είναι αυτοί οι καλοί λόγοι; Όταν έρχεται η ώρα να μιλήσει, ο Βρούτος δεν παρουσιάζει καμία ένδειξη, καμία απόδειξη, κανένα στοιχείο, τίποτα. Απλώς δηλώνει ότι «ο Καίσαρας είχε δεσποτικές βλέψεις και ήθελε να καταλύσει τη δημοκρατία», σαν να είναι δεδομένο, κομμάτι της αντικειμενικής πραγματικότητας. Δεν συνειδητοποιούσε ότι τόσο ο Αντώνιος όσο και ο λαός της Ρώμης περίμεναν κάτι παραπάνω εδώ, ήθελαν κάποια στοιχεία• και δεν το συνειδητοποιούσε γιατί, όπως είδαμε, ούτε ο ίδιος μπορούσε να κάνει αυτόν τον διαχωρισμό, η πεποίθησή του ήταν απόλυτη. Έβλεπε έναν δεσποτικό Καίσαρα εκεί έξω, στην αντικειμενική πραγματικότητα, με την κάθε πράξη του να είναι και μια ακόμα ένδειξη για τις απολυταρχικές του βλέψεις, χωρίς να καταλαβαίνει ότι ο ίδιος προβάλλει τις δικές του ανησυχίες πάνω στον Καίσαρα. Όπως ακριβώς και με τον Λούθηρο: ό,τι και να πούμε για τον (σαιξπηρικό) Βρούτο, πάντως ήταν ειλικρινής. Κάθε άλλο παρά υποκριτής. Αγωνιζόταν στο όνομα της αντικειμενικής αλήθειας. Διάβαζε τα σημάδια εκεί έξω: δεν είμαι εγώ που προβάλλω κάτι στον Καίσαρα, αυτός έχει δεσποτικές βλέψεις. Δεν αρμενίζω εγώ στραβά, ο γυαλός είναι στραβός. The truth is out there.
Καλά κάνει λοιπόν ο Κάσσιος και παραμένει απρόθυμος να δει τον Αντώνιο στο βήμα, παρόλο που δεν μπορεί να δικαιολογήσει τα ασαφή προαισθήματά του. Γιατί οι συνωμότες, πολύ απλά, δεν έχουν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο Καίσαρας ήταν πράγματι επικίνδυνος! Ο Κάσσιος είχε κάποια επίγνωση γι’ αυτό, ήταν ο πιο σοφός από όλους, κι ο Βρούτος θα έκανε καλά αν τον άκουγε περισσότερο.
Κατόπιν ανεβαίνει ο Αντώνιος στο βήμα και βγάζει τον δικό του επικήδειο, ένα από τα πιο γνωστά κομμάτια στο έργο του Σαίξπηρ. Τώρα... ο λόγος του Αντώνιου συνήθως χαρακτηρίζεται δημαγωγικός, ξεσηκωτικός, λαϊκίστικος. Συνήθως αυτό περιμένουν οι φιλόλογοι από τους μαθητές: να κάνουν την αντιδιαστολή με τον λόγο του Βρούτου, και να πουν ότι στον έναν έχουμε ωριμότητα και στον άλλον λαϊκισμό.
Παρατηρήστε όμως ότι ο Αντώνιος τουλάχιστον προσπαθεί να πει κάποια πράγματα και να αναπτύξει ένα σκεπτικό!
Επισημαίνει στους Ρωμαίους το περιστατικό με το στέμμα, που ο Καίσαρας το αρνήθηκε τρεις φορές. Κολλάει αυτό με δεσποτικές φιλοδοξίες; Θυμίζει ότι ο Καίσαρας πάντα φάνηκε συμπονετικός προς τους φτωχούς. Κολλάει αυτό με δεσποτικές φιλοδοξίες; Εγώ βλέπω ότι ο Αντώνιος προσπαθεί να τουλάχιστον να αντιμετωπίσει το κρίσιμο ερώτημα: τι ενδείξεις υπάρχουν ότι ο Καίσαρας είχε σκοπό να καταλύσει τη δημοκρατία; Σύμφωνοι, σε διάφορα σημεία ο Αντώνιος γίνεται λίγο drama queen, όμως μην ξεχνάτε ότι έπαιζε το κεφάλι του, δεν ήταν καν σίγουρος ότι οι συνωμότες θα τον άφηναν ζωντανό. Πάντως, αν ο λόγος του Βρούτου είναι «σοβαρός» και ο λόγος του Αντώνιου «λαϊκίστικος», τότε έχω πρόβλημα. Εγώ βλέπω ακριβώς το αντίθετο.
Μια τελευταία παρατήρηση: νομίζω ότι ο Σαίξπηρ αποσκοπούσε συνειδητά να τονίσει το επιστημολογικό θέμα. Ο Ιούλιος Καίσαρας, δηλαδή, δεν είναι απλώς ένα πολιτικό ή ιστορικό έργο, αλλά ένα έργο που χρησιμοποιεί το ιστορικό υλικό για να τονίσει τον τρόπο που εξαπατάμε τον εαυτό μας όταν παίρνουμε σημαντικές αποφάσεις σε βιοτικά ζητήματα. Το καταλαβαίνω αυτό από δύο σημεία. Κατ’ αρχήν, η ματιά του συγγραφέα είναι η ματιά των ηρώων. Δεν υιοθετεί τη σκοπιά του Θεού, που βλέπει αυτό που δεν βλέπουν οι ήρωες. Για παράδειγμα, μέχρι το τέλος του έργου δεν ξέρουμε, ως θεατές, αν ο Καίσαρας είχε πράγματι δεσποτικές βλέψεις ή όχι, δεν μας το φανερώνει ο δραματουργός. Ο Σαίξπηρ εύκολα θα μπορούσε να είχε βάλει π.χ. έναν μικρό μονόλογο του Καίσαρα, στον οποίο να αποκαλύπτει τα μυστικά της καρδιάς του, ότι δεν είχε σκοπό να στεφθεί βασιλιάς (οπότε να αγανακτήσουμε, ως θεατές, για τον άδικο θάνατό του), ή ότι είχε πράγματι τέτοιο σκοπό (οπότε να ταυτιστούμε με τον Βρούτο και να τον νιώσουμε ήρωα). Ο Σαίξπηρ όμως δεν κάνει τίποτα τέτοιο. Δεν βάζει κάποιον παντογνώστη αφηγητή να μας αποκαλύπτει τι πραγματικά συμβαίνει, δεν κρατά κάποιο πρόσωπο έξω από την πλοκή, στον ρόλο του σοφού και αποστασιοποιημένου παρατηρητή, να λέει στον θεατή αν ο Καίσαρας πέθανε δίκαια ή άδικα. Μας δείχνει αυτό που βλέπουν οι ήρωες, τίποτα περισσότερο. Δηλαδή, ό,τι ακριβώς θα δούμε κι εμείς, όταν εμπλακούμε σε φορτισμένες καταστάσεις, στις οποίες πρέπει να πάρουμε αποφάσεις χωρίς να ξέρουμε αν διαβάζουμε σωστά τα σημάδια ή όχι.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι συνεχώς ο Σαίξπηρ εισάγει λαθραία επιστημολογικές επισημάνσεις στο κείμενο. Για παράδειγμα, βάζει παραμοιώσεις με καθρέφτες και αντανακλάσεις:
ΚΑΣΣΙΟΣ: Πες μου, Βρούτε, μπορείς να δεις το πρόσωπό σου;
ΒΡΟΥΤΟΣ: Όχι, Κάσσιε, το μάτι δεν μπορεί να δει τον εαυτό του, παρά μόνο αν ανακλαστεί σε άλλες επιφάνειες.
ΚΑΣΣΙΟΣ: Πολύ σωστά. Και δυστυχώς, Βρούτε, δεν έχεις καθρέφτες να σου δείξουν την κρυμμένη σου αξία ... Και καθότι δεν μπορείς να δεις την αντανάκλαση του εαυτού σου σε κάποια επιφάνεια, ας γίνω εγώ ο καθρέφτης σου να σου φανερώσω, χωρίς παραμόρφωση, όλα αυτά μέσα σου που δεν μπορείς να δεις (Ι.3)
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Κικέρωνας. Δεν προσθέτει τίποτα στην πλοκή, είναι έξω από τα τεκταινόμενα, για ποιο λόγο τον βάζει ο Σαίξπηρ στο έργο; Λοιπόν, τον βάζει μόνο και μόνο για να πει το ακόλουθο:
ΚΑΣΚΑΣ: Όταν συμβαίνουν τέτοια εξαιρετικά πράγματα, δεν πρέπει να συμπεράνουμε ότι είναι φυσιολογικά. Νομίζω, αυτά τα πράγματα είναι σημάδια για το μέλλον που μας περιμένει.
ΚΙΚΕΡΩΝΑΣ: Πράγματι, οι καιροί είναι περίεργοι. Όμως οι άνθρωποι τείνουν να ερμηνεύουν τα σημάδια όπως θέλουν, όπως τους βολεύει, και χάνουν το πραγματικό νόημα των καταστάσεων (I.3)
Έχω γράψει κι εγώ ιστορίες, και κάτι ξέρω από τον τρόπο που το κάνει ένας συγγραφέας – ποια πράγματα λέει ευθέως, ποια πράγματα περνάει λαθραία, να μην πολυτραβήξουν την προσοχή του αναγνώστη, πώς αφηγείται μια ιστορία προκειμένου να επισημάνει κάτι άλλο. Λοιπόν, κρίνω ότι ο Σαίξπηρ το κάνει συνειδητά! Αυτό ήταν που είχε στο μυαλό του όταν έγραφε το έργο. «Αλίμονο», λέει η Καλπούρνια στον Καίσαρα, «η αυτοπεποίθησή σου σκοτώνει τη σοφία σου!» (ΙΙ.2). Κι όσο για τον Κάσσιο, τον πιο σοφό από τους συνωμότες, στην αρχή του έργου κάνει μια περίεργη παρατήρηση: «Οι άνθρωποι μπορούν να είναι κύριοι της μοίρας τους. Το πρόβλημα δεν είναι εκεί ψηλά στ’ αστέρια, Βρούτε, αλλά σε μας, εδώ κάτω» (Ι.2). Πόσο τεράστια η διαφορά από τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, που οι ήρωες παρουσιάζονταν αθύρματα του πεπρωμένου, πιόνια στα χέρια υπέρτερων δυνάμεων...
.................................................................................
Πιο πάνω έδωσα παραδείγματα από το αντίθετο της νοημοσύνης. Ο Λούθηρος, τα X-Files, ο (σαιξπηρικός) Βρούτος και ο Καίσαρας, όλοι αυτοί, άσχετα από το IQ τους, έβλεπαν πράγματα που δεν υπήρχαν. Και μάλιστα χωρίς να το συνειδητοποιούν. Όμως ποιο είναι ένα παράδειγμα νοημοσύνης; (με την ουσιαστική έννοια της λέξης, όχι «νοημοσύνη» = μαθηματικά, Νόμπελ και υψηλό IQ). Ποιο είναι ένα παράδειγμα κάποιου, που μπορούσε να κάνει όσα δεν μπορούσαν οι παραπάνω, οπότε είχε πράγματι αυτήν την ικανότητα να αντιμετωπίζει επιτυχημένα τις ποικιλόμορφες βιοτικές περιστάσεις; Λοιπόν, έχω κατά νου ένα τέτοιο παράδειγμα... Και μάλιστα πασίγνωστο, όλοι ξέρετε τον άνθρωπο που έχω στο μυαλό μου. Αυτόν πράγματι, θα τον χαρακτήριζα «έξυπνο». Απόδειξη, η ζωή του και οι πράξεις του. Έξτρα μπόνους, ο άνθρωπος αυτός μας άφησε και μερικές πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις και ιδέες, οι οποίες ανακαλύπτονται ξανά και ξανά μέχρι σήμερα.
Μη χάσετε την επόμενη ΦΑ – ΝΤΑ – ΣΤΡΟΥΜ – ΦΙ – ΚΗ ανάρτηση! Θα έχει και σεξ!
to be continued
Μικρό Υστερόγραφο
Ξαναδιάβασα τον Ιούλιο Καίσαρα για τις ανάγκες της ανάρτησης, και έχω να πω ότι είναι έργο γραμμένο από μάστορα. Κατ’ αρχήν, είναι άρτιο: η πλοκή κορυφώνεται ωραία, οι χαρακτήρες είναι όλοι διαφορετικοί (οι μέτριοι συγγραφείς συχνά φτιάχνουν χαρακτήρες που ο ένας είναι φωτοτυπία του άλλου), καμία σχέση μεταξύ δύο προσώπων δεν είναι ίδια με κάποια άλλη σχέση κάποιων άλλων δύο προσώπων. Κατά δεύτερον, είναι καλογραμμένο, σε κάνει να μη θες να το αφήσεις από τα χέρια σου. Σε πολλά σημεία του κειμένου, ο Σαίξπηρ κεντάει. Κάνει ακόμα και αυτοαναφορικό χιούμορ, κάτι που νόμιζα ότι είναι μοντέρνο συγγραφικό φαινόμενο (ΚΑΣΣΙΟΣ: Αυτή η ηρωική σκηνή [της δολοφονίας] θα ξαναζωντανεύει για αιώνες στο μέλλον, σε χώρες που ακόμα δεν υπάρχουν και σε γλώσσες που ακόμα δεν είναι γνωστές! – ΒΡΟΥΤΟΣ: Πόσες φορές στο μέλλον ο Καίσαρας θα πεθάνει ξανά, σε θεατρικές παραστάσεις!). Το κυριότερο όμως είναι η βαθιά ανθρωπιστική ματιά του, που μας επιτρέπει να ταυτιστούμε με τους ήρωες και να τους νιώθουμε οικείους. Δηλαδή, ελάχιστοι από εμάς θα εμπλακούμε κάποτε σε πολιτική δολοφονία ή θα πέσουμε σε ενέδρα θανάτου. Όμως όλοι μας θα πάρουμε αποφάσεις με σημαντικές επιπτώσεις σε πλήθος θεμάτων – βιοτικά, επαγγελματικά, οικογενειακά, συναισθηματικά κ.λπ. – και θα προσπαθήσουμε να διαβάσουμε σωστά τις καταστάσεις: στραβός είναι ο γυαλός ή εγώ στραβά αρμενίζω; The truth is out there, ή δεν φταις εσύ, η φαντασία μου τα φταίει; Πάνω εκεί, θα αναρωτηθούμε, όπως υποδεικνύει ο Κικέρωνας, μήπως οι ενδείξεις συνδέονται από μόνες τους, μήπως είναι τεκμήρια για κάτι, μήπως κάτι υπάρχει πίσω τους... ή μήπως απλά εμείς κάνουμε τις συνδέσεις και ερμηνεύουμε τις ενδείξεις όπως θέλουμε. Θα επηρεαστούμε από τον περίγυρό μας χωρίς να το καταλάβουμε, όπως ο Καίσαρας, και θα νομίζουμε ότι είμαστε ακλόνητοι πολικοί αστέρες. Θα έχουμε ασαφή προαισθήματα, όπως ο Κάσσιος, «κάτι δε μου πάει καλά... κάτι δε μου αρέσει...», χωρίς να μπορούμε να τα δικαιολογήσουμε τυπικά, και χωρίς να ξέρουμε αν γινόμαστε σοφοί ή αφελείς. Θα είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι για το δίκιο μας, όπως ο Βρούτος στον επικήδειό του, όμως κανένας άλλος γύρω μας δεν θα βλέπει αυτό το δίκιο που επικαλούμαστε. Έχουμε να τα ζήσουμε όλα αυτά.
Πεντακόσια χρόνια χωρίζουν τον Σαίξπηρ από τα X-Files όμως, δραματουργικά μιλώντας, είναι η μέρα με τη νύχτα. Ως προς τα ειδικά εφέ, φυσικά, τα X-Files είναι άπαιχτα, όμως δραματουργικά είναι σε νηπιακό επίπεδο. Έχω να πω ότι υπάρχει λόγος που τα έργα του Σαίξπηρ έγιναν κλασικά, επιβιώνουν και διαπρέπουν ως τις μέρες μας, πολλοί άνθρωποι τα παρακολουθούν και τα διαβάζουν με ενδιαφέρον, καινούργιες γενιές τα ανακαλύπτουν. Δεν είναι τυχαίο, υπάρχει λόγος που ο Σαίξπηρ έχει μείνει κλασικός.
Μικρό Υστερόγραφο
Ξαναδιάβασα τον Ιούλιο Καίσαρα για τις ανάγκες της ανάρτησης, και έχω να πω ότι είναι έργο γραμμένο από μάστορα. Κατ’ αρχήν, είναι άρτιο: η πλοκή κορυφώνεται ωραία, οι χαρακτήρες είναι όλοι διαφορετικοί (οι μέτριοι συγγραφείς συχνά φτιάχνουν χαρακτήρες που ο ένας είναι φωτοτυπία του άλλου), καμία σχέση μεταξύ δύο προσώπων δεν είναι ίδια με κάποια άλλη σχέση κάποιων άλλων δύο προσώπων. Κατά δεύτερον, είναι καλογραμμένο, σε κάνει να μη θες να το αφήσεις από τα χέρια σου. Σε πολλά σημεία του κειμένου, ο Σαίξπηρ κεντάει. Κάνει ακόμα και αυτοαναφορικό χιούμορ, κάτι που νόμιζα ότι είναι μοντέρνο συγγραφικό φαινόμενο (ΚΑΣΣΙΟΣ: Αυτή η ηρωική σκηνή [της δολοφονίας] θα ξαναζωντανεύει για αιώνες στο μέλλον, σε χώρες που ακόμα δεν υπάρχουν και σε γλώσσες που ακόμα δεν είναι γνωστές! – ΒΡΟΥΤΟΣ: Πόσες φορές στο μέλλον ο Καίσαρας θα πεθάνει ξανά, σε θεατρικές παραστάσεις!). Το κυριότερο όμως είναι η βαθιά ανθρωπιστική ματιά του, που μας επιτρέπει να ταυτιστούμε με τους ήρωες και να τους νιώθουμε οικείους. Δηλαδή, ελάχιστοι από εμάς θα εμπλακούμε κάποτε σε πολιτική δολοφονία ή θα πέσουμε σε ενέδρα θανάτου. Όμως όλοι μας θα πάρουμε αποφάσεις με σημαντικές επιπτώσεις σε πλήθος θεμάτων – βιοτικά, επαγγελματικά, οικογενειακά, συναισθηματικά κ.λπ. – και θα προσπαθήσουμε να διαβάσουμε σωστά τις καταστάσεις: στραβός είναι ο γυαλός ή εγώ στραβά αρμενίζω; The truth is out there, ή δεν φταις εσύ, η φαντασία μου τα φταίει; Πάνω εκεί, θα αναρωτηθούμε, όπως υποδεικνύει ο Κικέρωνας, μήπως οι ενδείξεις συνδέονται από μόνες τους, μήπως είναι τεκμήρια για κάτι, μήπως κάτι υπάρχει πίσω τους... ή μήπως απλά εμείς κάνουμε τις συνδέσεις και ερμηνεύουμε τις ενδείξεις όπως θέλουμε. Θα επηρεαστούμε από τον περίγυρό μας χωρίς να το καταλάβουμε, όπως ο Καίσαρας, και θα νομίζουμε ότι είμαστε ακλόνητοι πολικοί αστέρες. Θα έχουμε ασαφή προαισθήματα, όπως ο Κάσσιος, «κάτι δε μου πάει καλά... κάτι δε μου αρέσει...», χωρίς να μπορούμε να τα δικαιολογήσουμε τυπικά, και χωρίς να ξέρουμε αν γινόμαστε σοφοί ή αφελείς. Θα είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι για το δίκιο μας, όπως ο Βρούτος στον επικήδειό του, όμως κανένας άλλος γύρω μας δεν θα βλέπει αυτό το δίκιο που επικαλούμαστε. Έχουμε να τα ζήσουμε όλα αυτά.
Πεντακόσια χρόνια χωρίζουν τον Σαίξπηρ από τα X-Files όμως, δραματουργικά μιλώντας, είναι η μέρα με τη νύχτα. Ως προς τα ειδικά εφέ, φυσικά, τα X-Files είναι άπαιχτα, όμως δραματουργικά είναι σε νηπιακό επίπεδο. Έχω να πω ότι υπάρχει λόγος που τα έργα του Σαίξπηρ έγιναν κλασικά, επιβιώνουν και διαπρέπουν ως τις μέρες μας, πολλοί άνθρωποι τα παρακολουθούν και τα διαβάζουν με ενδιαφέρον, καινούργιες γενιές τα ανακαλύπτουν. Δεν είναι τυχαίο, υπάρχει λόγος που ο Σαίξπηρ έχει μείνει κλασικός.