Η κυρία έδειχνε κάπου στην ηλικία του Αλέξη Τσίπρα και είχε παρκάρει πολύ κοντά στη γωνία. Ήταν προχθές το πρωί που έβρεχε καταρρακτωδώς, κάπου σε μια κεντρική διασταύρωση του Βόλου. Από τον άλλο δρόμο έρχεται ένας κύριος, ηλικία μεγαλύτερη κι από το παλιό Σιτροέν του, και κάνει να στρίψει. Αποτυχία. Το περιθώριο που άφηνε το αυτοκίνητο της κυρίας και το απέναντι παρκαρισμένο ήτανε μικρότερο κι από αυτό που αφήνουν οι δανειστές στην ελληνική κυβέρνηση. Ο παλαιός κύριος μένει ο μισός στον έναν δρόμο, ο μισός στον άλλον, πάνω ακριβώς στη γωνία, διστάζοντας να εφαρμόσει το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ, Μόνο Μπροστά! Της κουνάει τα χέρια πίσω από τα κλειστά τζάμια με τον τρόπο που κάνουν οι κωφάλαλοι όταν λένε στη νοηματική: «Προχώρα λίγο...» (Πόσο να προχωρήσει κι αυτή, δηλαδή; Ελάχιστους πόντους άφηνε όλο κι όλο το μπροστινό της παρκαρισμένο αυτοκίνητο). Η κυρία κατεβάζει το τζάμι της και δηλώνει στον εκπρόσωπο του παλαιού:
«Νταλίκα έχετε και δεν μπορείτε να στρίψετε;»
Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου, η κυκλοφορία πίσω από τον κύριο κολλούσε, οι πεζοί δίσταζαν να διασχίσουν τη διασταύρωση... Πολιτικό αδιέξοδο. Ο παλαιός κύριος ένιωσε ότι η κατάσταση τον ξεπερνούσε και δεν ήξερε τι να κάνει. Μπρος γκρεμός – να παίζει με τα εκατοστά και τον συμπλέκτη για να περάσει ανάμεσα από την κυρία και το αντιπαρακαρισμένο της αυτοκίνητο – και πίσω ρέμα. Δεν το ‘χε. Εντωμεταξύ, η ψυχολογική πίεση από την αυτοκινητοουρά και τους διστακτικούς πεζούς στη διασταύρωση ήταν τόσο πυκνή που μπορούσε να κοπεί με μαχαίρι. Πολλά χέρια έμεναν μετέωρα πάνω από τις κόρνες με θαυμαστή αυτοσυγκράτηση. Όχι όμως και το χέρι του παλαιού κυρίου που, μέσ’ στον πανικό του, άρχισε να κορνάρει περισσότερο ικετευτικά παρά επιθετικά. Η κυρία, βαριεστημένη, αποφάσισε, όπως κι ο ΣΥΡΙΖΑ, να ξεμπερδεύει με το παλιό και φώναξε:
«Το πρόβλημα είναι ότι δεν πρέπει να οδηγείτε στην ηλικία σας».
Τη λύση έδωσε το κόκκινο Άουντι πίσω από τον παλαιό κύριο. Πέρασε μ’ έναν σβέλτο ελιγμό το μουσειακό Σιτροέν κι έφυγε για να του αφήσει χώρο, καταδεικνύοντας προφανώς τη σύγχρονη γερμανική ηγεμονία επί της νοσταλγικής γαλλικής παρελθοντολογίας. Ο παλαιός κύριος βρήκε ευκαιρία να κάνει λίγο όπισθεν, κατόπιν πήρε πιο ανοιχτά τη στροφή και πέρασε με την ψυχή στο στόμα, βγάζοντας την κυρία από τη ζωή του. Ακολούθησε ένα ταξί μεγάλου κυβισμού που πέρασε προσεκτικά αλλά άνετα τη διασταύρωση. Η ακυβερνησία αποφεύχθηκε, η ομαλότητα απεκαταστάθηκε. Ποιος έφταιξε;
Αφήνω κατά μέρος τον Κ.Ο.Κ. Έχει καταργηθεί εκ των πραγμάτων στα κέντρα όλων των μεγάλων πόλεων και έχει αντικατασταθεί από έναν άλλον, άτυπο Κ.Ο.Κ. που περιέχει ένα και μόνο άρθρο: βόηθα την κατάσταση. Κάτι που έκανε το κόκκινο Άουντι. Κάτι που δεν έκανε η κυρία...
Αν τη ρωτούσαμε θα μας έλεγε: «Και τι νόημα είχε να έκανα μπροστά; Να κολλούσα στον μπροστινό για να δώσω πόσο; Πέντε εκατοστά, το πολύ δέκα; Τίποτα δεν θα άλλαζε. Αυτός φταίει που δεν παραδέχεται ότι έχασε πια τη σπιρτάδα του στο τιμόνι». Και, χωροταξικά μιλώντας, θα είχε πιθανότατα δίκιο. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα είχε και όντως δίκιο. Δεν έδειξε καλή θέληση, αρνήθηκε να του παραχωρήσει αυτά τα πέντε–δέκα ψυχολογικά εκατοστά, να τον διευκολύνει ελάχιστα ή να τον κάνει να δει μια ώρα αρχύτερα ότι πρέπει να κάνει όπισθεν και να πάρει πιο ανοιχτά τη στροφή. Παρέβη τον άτυπο Κ.Ο.Κ. Δεν κρίνεσαι μόνο από εμπράγματα κριτήρια και υλικά αποτελέσματα, κρίνεσαι επιπλέον κι από την πρόθεση που επιδεικνύεις, την καλή σου θέληση ή την απουσία της.
Διότι το γενικότερο θέμα είναι: ποια θέση έχουν στον οδηγικό μας κόσμο οι πληβείοι του τιμονιού; Οι ηλικιωμένοι, οι αρχάριοι, όλοι αυτοί που οδηγούν υποβέλτιστα, χωρίς σπιρτάδα και νεύρο, σαν να ζητάνε συγνώμη από τον δρόμο για την παρουσία τους; Είναι κυκλοφοριακά προσκόμματα («το πρόβλημα είναι ότι δεν πρέπει να οδηγείτε στην ηλικία σας») ή δικαιωματικοί κυκλοφοριακοί πολίτες; Ο δρόμος ανήκει μόνο σ’ αυτούς που μπορούν να οδηγούν διεκπεραιωτικά, ή ανήκει σε όλους;
Επιλέγω το δεύτερο. Δεν μπορώ να εγκρίνω το ακραίο οδηγικό απαρτχάιντ της αξιοκρατίας του τιμονιού. Αντίθετα, ο τρόπος που το βλέπω είναι ότι οι οδηγικώς άριστοι έχουν πρόσθετες ευθύνες, υποχρεούνται να αντισταθμίσουν την υποβέλτιστη οδήγηση των πληβείων του τιμονιού με έξτρα δόσεις επαγρύπνησης, σβελτάδας και υπομονής. Είμαστε όλοι στο ίδιο τσουβάλι, ως κοινωνία, βέλτιστοι και υποβέλτιστοι, άριστοι και πληβείοι, επιτυχημένοι κι αποτυχημένοι, και συχνά καλούμαστε να αντισταθμίσουμε για άλλους, όπως κι άλλοι συχνά θα κληθούν να αντισταθμίσουν για μας. No man is an island.
Είναι κι άλλη μια δυσάρεστη σκέψη που δεν μπορώ να αποφύγω: η τεχνολογία δεν είναι ηθικά ουδέτερη. Είμαι σίγουρος πως αν η συγκεκριμένη κυρία παρακολουθούσε μια παρόμοια σκηνή ως θεατής, όπως εγώ εκείνο το πρωί, θα κατέληγε σε μια πιο επιεική στάση για τον ηλικιωμένο οδηγό του παλιού Σιτροέν. Είμαι επίσης σίγουρος ότι αν εγώ ήμουν στη θέση της κυρίας, θα έβλεπα διαφορετικά πράγματα στο περιστατικό από αυτά που γράφω τώρα. Είναι το ίδιο το αυτοκίνητο – ακριβέστερα, η οδήγηση σε πυκνές αστικές συνθήκες – που μας κάνει να εκλαμβάνουμε την οδήγηση του άλλου ως επιθετική και την πρόθεση πίσω από την οδήγησή του ως εγωιστική. Σε κατάσταση μόνιμου στρες, με μια αίσθηση χωροταξικής ανημπόριας και δυσκινησίας, τείνουμε αυθόρμητα να εκλαμβάνουμε το κάθε τι κινούμενο που εμφανίζεται στο οπτικό μας πεδίο ως απειλή και να κρίνουμε τα οδηγικά περιστατικά βάζοντας το δικό μας όχημα στην αρχή του συστήματος συντεταγμένων. Όχι, η τεχνολογία δεν είναι ηθικά ουδέτερη. Δηλαδή, δεν είμαστε εξαρχής επιθετικοί, ιδιοτελείς, αγενείς κ.λπ., οπότε τα βγάζουμε αυτά και πίσω από το τιμόνι. Αντίθετα, είναι το ίδιο το αυτοκίνητο (= η οδήγηση σε πυκνές αστικές συνθήκες) που μας κάνει να βλέπουμε συνεχώς απειλές, κινδύνους, εγωίσταρους που δεν ξέρουν και δεν πρέπει να οδηγούν.
Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου, η πόλη του Βόλου συνέχιζε την υγρή καθημερινότητά της, ο Αχιλλέας Μπέος πάνω σ’ ένα σκούτερ έκανε τον τροχονόμο, η ομίχλη κάλυπτε το Πήλιο, όλα φυσιολογικά. Το ίδιο βράδυ, μια κυρία θα παραπονιόταν οργισμένη στον άντρα της για τους ανίκανους γέρους που θέλουν και να οδηγούν ενώ δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας θα πεταγόταν ιδρωμένος στον ύπνο του από έναν ακαθόριστο εφιάλτη όπου τον κυνηγούσε ένα παλιό Σιτροέν.
«Νταλίκα έχετε και δεν μπορείτε να στρίψετε;»
Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου, η κυκλοφορία πίσω από τον κύριο κολλούσε, οι πεζοί δίσταζαν να διασχίσουν τη διασταύρωση... Πολιτικό αδιέξοδο. Ο παλαιός κύριος ένιωσε ότι η κατάσταση τον ξεπερνούσε και δεν ήξερε τι να κάνει. Μπρος γκρεμός – να παίζει με τα εκατοστά και τον συμπλέκτη για να περάσει ανάμεσα από την κυρία και το αντιπαρακαρισμένο της αυτοκίνητο – και πίσω ρέμα. Δεν το ‘χε. Εντωμεταξύ, η ψυχολογική πίεση από την αυτοκινητοουρά και τους διστακτικούς πεζούς στη διασταύρωση ήταν τόσο πυκνή που μπορούσε να κοπεί με μαχαίρι. Πολλά χέρια έμεναν μετέωρα πάνω από τις κόρνες με θαυμαστή αυτοσυγκράτηση. Όχι όμως και το χέρι του παλαιού κυρίου που, μέσ’ στον πανικό του, άρχισε να κορνάρει περισσότερο ικετευτικά παρά επιθετικά. Η κυρία, βαριεστημένη, αποφάσισε, όπως κι ο ΣΥΡΙΖΑ, να ξεμπερδεύει με το παλιό και φώναξε:
«Το πρόβλημα είναι ότι δεν πρέπει να οδηγείτε στην ηλικία σας».
Τη λύση έδωσε το κόκκινο Άουντι πίσω από τον παλαιό κύριο. Πέρασε μ’ έναν σβέλτο ελιγμό το μουσειακό Σιτροέν κι έφυγε για να του αφήσει χώρο, καταδεικνύοντας προφανώς τη σύγχρονη γερμανική ηγεμονία επί της νοσταλγικής γαλλικής παρελθοντολογίας. Ο παλαιός κύριος βρήκε ευκαιρία να κάνει λίγο όπισθεν, κατόπιν πήρε πιο ανοιχτά τη στροφή και πέρασε με την ψυχή στο στόμα, βγάζοντας την κυρία από τη ζωή του. Ακολούθησε ένα ταξί μεγάλου κυβισμού που πέρασε προσεκτικά αλλά άνετα τη διασταύρωση. Η ακυβερνησία αποφεύχθηκε, η ομαλότητα απεκαταστάθηκε. Ποιος έφταιξε;
Αφήνω κατά μέρος τον Κ.Ο.Κ. Έχει καταργηθεί εκ των πραγμάτων στα κέντρα όλων των μεγάλων πόλεων και έχει αντικατασταθεί από έναν άλλον, άτυπο Κ.Ο.Κ. που περιέχει ένα και μόνο άρθρο: βόηθα την κατάσταση. Κάτι που έκανε το κόκκινο Άουντι. Κάτι που δεν έκανε η κυρία...
Αν τη ρωτούσαμε θα μας έλεγε: «Και τι νόημα είχε να έκανα μπροστά; Να κολλούσα στον μπροστινό για να δώσω πόσο; Πέντε εκατοστά, το πολύ δέκα; Τίποτα δεν θα άλλαζε. Αυτός φταίει που δεν παραδέχεται ότι έχασε πια τη σπιρτάδα του στο τιμόνι». Και, χωροταξικά μιλώντας, θα είχε πιθανότατα δίκιο. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα είχε και όντως δίκιο. Δεν έδειξε καλή θέληση, αρνήθηκε να του παραχωρήσει αυτά τα πέντε–δέκα ψυχολογικά εκατοστά, να τον διευκολύνει ελάχιστα ή να τον κάνει να δει μια ώρα αρχύτερα ότι πρέπει να κάνει όπισθεν και να πάρει πιο ανοιχτά τη στροφή. Παρέβη τον άτυπο Κ.Ο.Κ. Δεν κρίνεσαι μόνο από εμπράγματα κριτήρια και υλικά αποτελέσματα, κρίνεσαι επιπλέον κι από την πρόθεση που επιδεικνύεις, την καλή σου θέληση ή την απουσία της.
Διότι το γενικότερο θέμα είναι: ποια θέση έχουν στον οδηγικό μας κόσμο οι πληβείοι του τιμονιού; Οι ηλικιωμένοι, οι αρχάριοι, όλοι αυτοί που οδηγούν υποβέλτιστα, χωρίς σπιρτάδα και νεύρο, σαν να ζητάνε συγνώμη από τον δρόμο για την παρουσία τους; Είναι κυκλοφοριακά προσκόμματα («το πρόβλημα είναι ότι δεν πρέπει να οδηγείτε στην ηλικία σας») ή δικαιωματικοί κυκλοφοριακοί πολίτες; Ο δρόμος ανήκει μόνο σ’ αυτούς που μπορούν να οδηγούν διεκπεραιωτικά, ή ανήκει σε όλους;
Επιλέγω το δεύτερο. Δεν μπορώ να εγκρίνω το ακραίο οδηγικό απαρτχάιντ της αξιοκρατίας του τιμονιού. Αντίθετα, ο τρόπος που το βλέπω είναι ότι οι οδηγικώς άριστοι έχουν πρόσθετες ευθύνες, υποχρεούνται να αντισταθμίσουν την υποβέλτιστη οδήγηση των πληβείων του τιμονιού με έξτρα δόσεις επαγρύπνησης, σβελτάδας και υπομονής. Είμαστε όλοι στο ίδιο τσουβάλι, ως κοινωνία, βέλτιστοι και υποβέλτιστοι, άριστοι και πληβείοι, επιτυχημένοι κι αποτυχημένοι, και συχνά καλούμαστε να αντισταθμίσουμε για άλλους, όπως κι άλλοι συχνά θα κληθούν να αντισταθμίσουν για μας. No man is an island.
Είναι κι άλλη μια δυσάρεστη σκέψη που δεν μπορώ να αποφύγω: η τεχνολογία δεν είναι ηθικά ουδέτερη. Είμαι σίγουρος πως αν η συγκεκριμένη κυρία παρακολουθούσε μια παρόμοια σκηνή ως θεατής, όπως εγώ εκείνο το πρωί, θα κατέληγε σε μια πιο επιεική στάση για τον ηλικιωμένο οδηγό του παλιού Σιτροέν. Είμαι επίσης σίγουρος ότι αν εγώ ήμουν στη θέση της κυρίας, θα έβλεπα διαφορετικά πράγματα στο περιστατικό από αυτά που γράφω τώρα. Είναι το ίδιο το αυτοκίνητο – ακριβέστερα, η οδήγηση σε πυκνές αστικές συνθήκες – που μας κάνει να εκλαμβάνουμε την οδήγηση του άλλου ως επιθετική και την πρόθεση πίσω από την οδήγησή του ως εγωιστική. Σε κατάσταση μόνιμου στρες, με μια αίσθηση χωροταξικής ανημπόριας και δυσκινησίας, τείνουμε αυθόρμητα να εκλαμβάνουμε το κάθε τι κινούμενο που εμφανίζεται στο οπτικό μας πεδίο ως απειλή και να κρίνουμε τα οδηγικά περιστατικά βάζοντας το δικό μας όχημα στην αρχή του συστήματος συντεταγμένων. Όχι, η τεχνολογία δεν είναι ηθικά ουδέτερη. Δηλαδή, δεν είμαστε εξαρχής επιθετικοί, ιδιοτελείς, αγενείς κ.λπ., οπότε τα βγάζουμε αυτά και πίσω από το τιμόνι. Αντίθετα, είναι το ίδιο το αυτοκίνητο (= η οδήγηση σε πυκνές αστικές συνθήκες) που μας κάνει να βλέπουμε συνεχώς απειλές, κινδύνους, εγωίσταρους που δεν ξέρουν και δεν πρέπει να οδηγούν.
Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου, η πόλη του Βόλου συνέχιζε την υγρή καθημερινότητά της, ο Αχιλλέας Μπέος πάνω σ’ ένα σκούτερ έκανε τον τροχονόμο, η ομίχλη κάλυπτε το Πήλιο, όλα φυσιολογικά. Το ίδιο βράδυ, μια κυρία θα παραπονιόταν οργισμένη στον άντρα της για τους ανίκανους γέρους που θέλουν και να οδηγούν ενώ δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας θα πεταγόταν ιδρωμένος στον ύπνο του από έναν ακαθόριστο εφιάλτη όπου τον κυνηγούσε ένα παλιό Σιτροέν.