Το Όνομά Τους Λεγεών

«... τα μύρια όσα που αχαμνίζουνε τις έγνοιες των ανθρώπων» – Εμπεδοκλής 

«... στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία» – Καβάφης 

 

Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Κι ας είναι ό,τι να ‘ναι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 

Μη στηριχτείς σε άνθρωπο 
Δεν πράττει με κακία 
Δεν είν’ κακός, μην τον μισείς 
Μη λες «κακοβουλία», 
 
Μικρό παιδί, τι να του πεις; 
Σίγουρα θα ξεχάσει. 
Όρκους πολλούς θα ορκιστεί 
Και θα τους προσπεράσει. 
 
Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
Αγάπα τους παρόλ’ αυτά 
Κι ας είναι αυτό που είναι 
Έτσι κατασκευάστηκαν: 
Όλοι τους να ξεχνούνε. 
 
Να ‘χουνε προσοχή φτηνή 
Και να την εκπορνεύουν 
Χιλιάδες δυο ασήμαντα 
Συνέχεια να την κλέβουν. 
 
Έτσι κατασκευάστηκαν 
Τ’ ανθρώπινα τα πλήθη: 
Το όνομά τους Λεγεών 
Το επώνυμό τους Λήθη

Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
«Θα το θυμάμαι»: πα να πει 
Αύριο θα το ξεχάσει 
Κάποιο καινούργιο βάσανο 
Θα έρθει να τον πιάσει 
 
Έγνοιες, δεινά, συναρπασμοί, 
Τη θύμηση θα σβήσουν 
Θα τους τη διώξουν απ’ το νου 
Και θα την αχαμνίσουν. 
 
Μόνιμα κάτι θα βρεθεί 
Κάτι άλλο θα προέχει, 
Την προσοχή του ο άνθρωπος 
Για πέταμα την έχει. 
 
Ή θα ‘ρθει η λήθη να τον βρει 
Με δύναμη μεγάλη 
Λάθρα στων συναναστροφών 
Την αλληλοσπατάλη. 

Δε θα τα κάνει σκόπιμα, 
Δε θα ‘ναι εσκεμμένα, 
Απλά «μνήμη» και «άνθρωπος» 
Είναι διαζευγμένα. 
 
Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
Σαν τον γονιό που, έγκλημα,
Την κόρη του εκπορνεύει, 
Την προσοχή του ο άνθρωπος 
Φτηνά την παζαρεύει,
 
Πετάει το πιο πολύτιμο. 
Δες τον, κατάλαβέ τον 
Παρόλ’ αυτά, κάνε καρδιά 
Και υιοθέτησέ τον. 
 
Απλά, αυτό είν’ ο άνθρωπος 
Αυτή η κατασκευή του 
Το διάλεξε, το θέλησε, 
Είναι επιλογή του. 
 
Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
*  *  *  *  *

Άρχιζαν όλες οι ψυχές να πορεύονται στην Πεδιάδα της Λήθης μέσα σε φοβερή και πνιγερή ζέστη, γιατί δεν υπήρχε ούτε δέντρο ούτε φυτό εκεί. Όταν βράδιασε, κατασκήνωσαν στις όχθες του Ποταμού της Αμέλειας, που το νερό του κανένα δοχείο δεν μπορεί να κράτησει. Κάθε ψυχή ήταν υποχρεωμένη να πιει απ’ αυτό προκειμένου να γεννηθεί, όμως κάποιες δεν ήταν σοφές να συγκρατηθούν κι έπιναν πολύ. Τότε έχαναν οριστικά κάθε ανάμνηση των προηγουμένων (Πλάτωνας, Πολιτεία 621α).