Οι Τρεις Αθήνες

«Εκνευριστικός –ή, -ό» είναι ένα πολύ αρνητικό επίθετο, εκτός αν μιλάμε για λογιστή ή ξυπνητήρι. Και το δικό μου έχει όλα τα κατάλληλα προσόντα του είδους του. Ηλεκτρονικό, γερμανικό και σπαστικό (κατασκευάστηκε στη χώρα που γέννησε το ναζισμό και τα κρεματόρια, τίποτα δεν είναι τυχαίο) ποτέ δεν αποτυγχάνει να με ανασύρει στην επιφάνεια και του πιο γλυκού ύπνου με το μελωδικό του στρίγκλισμα, που μοιάζει να χτυπάει ακριβώς στα εγκεφαλικά κέντρα πόνου και σχιζοφρένειας. Όταν λοιπόν με ξύπνησε εκείνη την Τρίτη 9 Δεκεμβρίου, με ελάχιστες ώρες ύπνου στο ενεργητικό μου γιατί παρακολουθούσα μέχρι αργά στην τηλεόραση τους κουκουλοφόρους να διαλύουν την Αθήνα, πετάχτηκα πάνω με δίψα για αίμα και διάθεση Τζακ Αντεροβγάλτη. Ακόμα μία μέρα που ξεκινούσε πολύ νωρίς, στις 6:15.

Ετοιμάστηκα από συνήθεια μέσα σε πέντε λεπτά, έκλεισα τον Η/Υ που τον είχα αφήσει ανοιχτό όλο το βράδυ, ένα τελευταίο χτένισμα, παλτό και βγήκα στο δρόμο. Κρύο χειμωνιάτικο πρωινό, δεκεμβριανό• όχι ακριβώς του Δεκέμβρη που θυμόμουν από τα παιδικά μου χρόνια, εκείνος ήταν εντελώς παγωμένος, με ξυλιασμένα δάχτυλα και κοκκινισμένη μύτη, αλλά κρύο παρόλα αυτά. Περαστικά αυτοκίνητα στο δρόμο, ήταν αυτή η στιγμή πριν την ανατολή που δεν ξέρεις αν είναι μέρα ή νύχτα, που ο ουρανός έχει αλλάξει χρώμα και οι ταξιτζήδες ταρίφα, όμως τα φώτα των στύλων είναι ακόμα αναμμένα και τα φορτηγά τροφοδοτούν τα σούπερ μάρκετ. Είχα αρκετό χρόνο να πάω στο γραφείο, καμία βιασύνη, μπορούσα να το κάνω με τα πόδια και να κοιτούσα για κανένα ανοιχτό καφέ. Εσπρέσσο! Καυτός, διπλός και σκέτος. Μέσα μου βαθιά για σένα, μια λαχτάρα πάντα ζει.

Περπάτησα με τα χέρια στις τσέπες. Δύο φορές είδα σε ανύποπτους τοίχους «Αλέξης» με το άλφα μέσα σε κύκλο• πρόσφατης κοπής, το σπρέι καλά καλά δεν είχε στεγνώσει. Όταν έφτασα στην Καλλιρρόης ήταν πλέον περισσότερο μέρα παρά νύχτα. Σε κάποια στιγμή τα παπούτσια μου έκαναν κρακ κρακ καθώς περπατούσα: σπασμένα γυαλιά από τα χθεσινοβραδινά. Πέρασα απέναντι τη Συγγρού με τις σακατεμένες τράπεζες και βγήκα στον πεζόδρομο της Δράκου ψάχνοντας για κάποιο ανοιχτό καφέ. Άλλο ένα κρακ κάτω από τα παπούτσια μου, αυτή τη φορά πάτησα ένα τριγωνικό κομμάτι γυαλί σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο πλάκες. Πήγα να το κλοτσήσω όμως σταμάτησα• το τρίγωνο του γυαλιού ήταν άψογο, τέλεια ισοσκελές, καμία σχέση με το τυπικό θραύσμα κατεβασμένης τζαμαρίας. Έσκυψα και το σήκωσα• δεν ήταν καν 100% γυαλί αλλά δεμένο με ασήμι, στολισμένο με κούφιες φυσαλίδες, μαύρο από κάτω, λαμπερό και γεμάτο φως από πάνω. Προϊόν κατασκευής, όχι θραύσης. Μάλλον κάποια γυναικεία καρφίτσα. Αποφάσισα ότι μου άρεσε, ένας ταοϊστής θα έλεγε ότι είχε βου μέσα του, ότι το γιν και το γιανγκ του ήταν ισορροπημένα, και το φύλαξα στην τσέπη μου.

Λίγο αργότερα ήμουν καθισμένος σε κάποιο καφέ και κρατούσα ένα φλιτζάνι με το πολύτιμο μαύρο υγρό. Η ώρα αμέσως μετά την ανατολή, η πιο κρύα στιγμή του εικοσιτετραώρου. Όπως όλοι, αναλογιζόμουν τα πρόσφατα γεγονότα. Όπως όλοι, έκανα αναλύσεις και εικασίες. Όπως όλοι, δεν κατέληγα σε κανένα σίγουρο συμπέρασμα. Μόνο εγώ όμως σκέφτηκα να εξετάσω τις πρόσφατες ταραχές υπό το πρίσμα του ασημόδετου τριγώνου, που το έβγαλα από την τσέπη μου και το κράτησα κόντρα σ’ ένα κομμάτι ουρανού πάνω από τις πολυκατοικίες. Ταραχές, δολοφονίες, κουκουλοφόροι, ΜΑΤ, λεηλασίες, πορείες, όλα αυτά έτρεχαν στο μυαλό μου σαν τις φυσαλίδες στο τρίγωνο, μέσα σ’ ένα πλαίσιο φωτός και σκιάς. Τώρα βλέπομεν διά κατόπτρου αινιγματωδώς. Η όλη κατάσταση με ξεπερνούσε, δεν μπορούσα να την αποκωδικοποιήσω ούτε να πιάσω τη βαθύτερο νόημά της. Ίσως από το σκοτάδι να πεταχτεί το φως, ίσως να έρθει ακόμα μεγαλύτερο σκοτάδι, ίσως... Το τρίγωνο εντωμεταξύ ήταν κρύο στο χέρι μου. Είχε υφή σαν τα όστρακα που μάζευα μικρός στην παραλία. Σε μια στιγμή παρόρμησης το πλησίασα στο αυτί μήπως και ακούσω το βουητό της θάλασσας, όμως αυτό παρέμενε προκλητικά σιωπηλό. Το ακούμπησα δοκιμαστικά στη γλώσσα μου: άγευστο. Με ποιον τρόπο θα μπορούσα να ξεκλειδώσω τα μυστικά του; Δοκίμασα ακόμα και να το μυρίσω, όμως η δύναμη του αχνιστού καφέ κυριαρχούσε επάνω στο κάθε τι γύρω. Είχαν μείνει δυο γουλιές ακόμα, τις ήπια, άφησα λίγα κέρματα στο τραπεζάκι και σηκώθηκα.

Ξεκίνησα για το γραφείο με την πρωινή Συγγρού φτωχή από αυτοκίνητα αλλά, περιέργως, πλούσια σε ποδήλατα. Δεν τα συνηθίζει η λεωφόρος κάτι τέτοια, όχι στις 7:30 το πρωί τουλάχιστον, και την επαίνεσα από μέσα μου γι’ αυτό το άγνωστό της πρόσωπο. Γύρισα και κοίταξα το κτίριο του Φιξ δεξιά μου – κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Αντί για το σαρακοφαγωμένο ερείπιο που θυμόμουν, είδα ένα σύμπλεγμα από γυαλί και αλουμίνιο, που έκρυβε εντελώς τον τσιμεντένιο σκελετό στο εσωτερικό του. Πότε το φτιάξαν κιόλας; Πέρασα απέναντι και το κοίταξα από λίγο πιο κοντά.

«Προχώρησαν γρήγορα τα έργα», είπα σε μία κυρία που καθόταν στη στάση του λεωφορείου, «το τελειώσαν, ε;».

«Τώρα; Εδώ και χρόνια» μου απάντησε αυτή.

«Χρόνια!».

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Δε θυμάστε ούτε τα εγκαίνια; Τα βεγγαλικά;».
Όχι, δεν τα θυμόμουν καθόλου και πρέπει να το έδειξα με το ύφος μου γιατί την αντιλήφθηκα να με κοιτάει περίεργα. Είπα ότι ήμουν φρέσκος στην Αθήνα, μόλις μετακόμισα και ακόμα η πόλη μού ήταν άγνωστη. Η κυρία έγνεψε με κατανόηση. «Ε ναι, στην αρχή είναι χάος αλλά θα τη μάθετε, νάστε σίγουρος», με καθησύχασε κι εγώ ένιωσα ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία. Μουρμούρισα κάτι και την άφησα, πήγα να περάσω απέναντι την Καλλιρρόης.

Ποδήλατα. Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε. Αυτό και μόνο σκεφτόμουν καθώς κοιτούσα τη λεωφόρο Καλλιρρόης, έναν δρόμο αιωνίως μποτιλιαρισμένο – από αυτοκίνητα. Τώρα όμως υπήρχαν μόνο πόδια που ανεβοκατέβαιναν συνεχώς σαν πιστόνια και κουδουνάκια που έκαναν γκλιν-γκλον μέσα σ’ έναν ποδηλατένιο ποταμό (με κάποιο σποραδικό παπάκι πού και πού). Πάτησα δοκιμαστικά το πόδι μου στην άσφαλτο και η καλή ροή της Καλλιρρόης σταμάτησε αμέσως. Έφτασα στο απέναντι πεζοδρόμιο ζαλισμένος, απορημένος, και τότε συνειδητοποίησα ότι θα έπρεπε να είχα διασχίσει τις γραμμές του τραμ. Πού ήταν όμως το μεταλλικό σκουλήκι; Είχε απλά εξαφανιστεί, μαζί με το ερείπιο του Φιξ και με τα περισσότερα αυτοκίνητα της Αθήνας.

Και με τα σπασμένα γυαλιά. Χρειάστηκε να περπατήσω αρκετά μέχρι να συνειδητοποιήσω ξαφνικά ότι είχα πολλή ώρα ν’ ακούσω τα παπούτσια μου να κάνουν κρακ κρακ. Πολύ λογικό, γιατί δεν είδα πουθενά τίποτα σπασμένο. Χθες βράδυ παρακολουθούσα στην τηλεόραση τους κουκουλοφόρους να χτυπάνε τράπεζες, να κατεβάζουν βιτρίνες – σ’ αυτόν εδώ το δρόμο – και να βουτάνε από μέσα μοτοσικλέτες. Τώρα όμως δεν είδα ούτε την αντιπροσωπεία της YAMAHA ούτε κανένα άλλο από τα γνωστά μαγαζιά της Καλλιρρόης. Αντιθέτως, είδα αρκετές (και άθικτες) βιτρίνες με ποδήλατα. Πού στο διάολο είχα βρεθεί; Τρεις Αθήνες συγκρούονταν μέσα μου, αυτή που θυμόμουν από χρόνια, αυτή που είδα χθες βράδυ στην τηλεόραση κι αυτή που ζούσα εκείνο το πρωινό, από τη στιγμή που τέλειωσα τον καφέ μου και μετά. Τον καφέ μου... Με το γιν-γιανγκ τρίγωνο για συντροφιά.
Κοίταξα μανιασμένα στις τσέπες μου όμως δεν το βρήκα. Θα το είχα αφήσει στο καφέ. Έτρεξα πίσω, πέρασα τις ποδηλατολεωφόρους, βγήκα στον πεζόδρομο και όρμησα μέσα στο καφέ. Το τραπεζάκι που καθόμουν προηγουμένως ήταν άδειο και σκουπισμένο. Έψαξα γύρω μου, είδα μία σερβιτόρα που με είδε κι αυτή, ήρθε προς το μέρος μου χαμογελώντας και από την τσέπη της ποδιάς της έβγαλε το ασημόδετο γυαλί. «Ε, δε θα το πετούσα, κιόλας! Δεν είναι απ' αυτά που παν στα σκουπίδια». Την ευχαρίστησα και το ξανακράτησα για μία ακόμα φορά. Τι υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνω τώρα; Περιμένοντας να ξελαχανιάσω, έκλεισα τα μάτια και μέτρησα αργά από μέσα μου με το ασημένιο τρίγωνο σφιγμένο στη γροθιά. Έφτασα στο δέκα και μου ήρθε να φωνάξω Erwache! ή κάτι τέτοιο. Όταν βγήκα από το καφέ, ήμουν ακόμα λαχανιασμένος.

Είδα μπροστά μου τη Συγγρού πηγμένη από την κίνηση. Πολύς κόσμος περίμενε στη στάση τα πρωινά λεωφορεία και αρκετοί χάζευαν τις διαλυμένες τράπεζες με τα πυρπολημένα ΑΤΜ. Στα δεξιά μου δέσποζε το άθλιο κτίριο του Φιξ με τα κομμένα ντουβάρια του, σαν απομεινάρι βομβαρδισμού. Από μακριά είδα το τραμ να έρπει προς τη στάση του. Η Αθήνα Νο 2 – που αντικατέστησε, με κάποιον τρόπο, την Αθήνα Νο 3.

Εκείνη τη μέρα έφτασα στο γραφείο καθυστερημένος, παρόλο που ήμουν από νωρίς στο πόδι. Φύλαξα το ασημένιο τρίγωνο με τις φυσαλίδες, το έκρυψα σ' ένα μέρος που μόνο εγώ ξέρω, και δεν είπα σε κανέναν για την Αθήνα Νο 3. Εξάλλου, ακόμα δεν έχω κατανοήσει το νόημα όλης εκείνης της εμπειρίας, μερικές φορές αμφιβάλλω κι αν την έζησα πραγματικά ή την είδα στο όνειρό μου. Βλέπομεν συνεχώς διά κατόπτρου αινιγματωδώς. Κάποιες φορές όμως τώρα τελευταία που ο δρόμος με φέρνει στη Συγγρού και στην Καλλιρρόης, δίπλα στους υπόλοιπους απεγνωσμένους πεζούς που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να περάσουν απέναντι, μου φαίνεται ότι πίσω από τα μαρσαρίσματα, τα φρεναρίσματα και τα κορναρίσματα ακούω έναν άλλο ήχο: κουδουνάκια ποδηλάτων να κάνουν γκλιν-γκλον.

5 σχόλια:

  1. Ανώνυμος1/1/09

    +1 για τα ποδήλατα
    -1 για το τραμ. Το τραμ είναι φίλος μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Και οι Γερμανοί επίσης είναι φίλοι μας :) (-1 για τα κρεματόρια).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος4/1/09

    Να συμφωνήσω. Ωραίο κείμενο, περιέχει πολύ Ούμπικ, τα γερμανικά κλισέ μόνο με χάλασαν στιγμιαία.

    Καλή χρονιά, V :}

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μη μου πετάτε άλλα δακρυγόνα, ρε παιδιά, εγώ κλαίω κι από μόνος μου.
    Τον Άνθρωπο Στο Ψηλό Κάστρο είχα στο μυαλό μου όταν το 'γραφα, γι' αυτό και τα γερμανικά κλισέ.
    Καλή χρονιά σε όλους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.