Το Βιοτικό Συμβόλαιο Και Οι Χορηγοί Νοήματος

Στη Διδακτική των Μαθηματικών υπάρχει η έννοια του διδακτικού συμβολαίου. Αυτό περιλαμβάνει όλες τις υπόρρητες συμφωνίες μεταξύ του μαθητή και του καθηγητή, όλα όσα αναμένει ο ένας από τον άλλον, νόρμες και κανόνες που τους υπογράφει η συνήθεια κι η επανάληψη. Για παράδειγμα, κάθε φορά που ο διδάσκων θέτει ένα πρόβλημα στον μαθητή, υπάρχει μια ανομολόγητη συμφωνία μεταξύ τους, ότι το πρόβλημα α) λύνεται, β) με τα στοιχεία που προσφέρονται, γ) με τις γνώσεις του διδασκόμενου. Όταν, λοιπόν, το 1980 δόθηκε σε 97 παιδιά δημοτικού σχολείου της Γαλλίας το πρόβλημα: «Ένα καράβι έχει 26 πρόβατα και 10 κατσίκια, πόσων χρονών είναι ο καπετάνιος;», τα 76 από αυτά απάντησαν ότι ο καπετάνιος είναι 26 + 10 = 36 χρονών. Καμία απορία, οι μαθητές ήταν συνεπέστατοι από τη δική τους πλευρά και τήρησαν τους όρους του διδακτικού συμβολαίου: εγώ θα παλέψω την άσκηση, εσύ όμως δώσε μου ό,τι στοιχεία χρειάζομαι (περισσότερα εδώ κι εδώ, για όποιον ενδιαφέρεται).

Πολλά παρόμοια ανομολόγητα συμβόλαια ακολουθούμε συνεχώς και συνήθως δεν τα συνειδητοποιούμε, τρέχουν αόρατα στο λειτουργικό σύστημα της σκέψης μας, όπως ένα πρόγραμμα antivirus στον Η/Υ μας. Καμιά φορά όμως έρχονται έτσι οι περιστάσεις που το αόρατο γίνεται ορατό και βγαίνει στην επιφάνεια. Είχα δει παλιότερα στην τηλεόραση μια μητέρα που έχασε τον γιο της, δεκαεφτά χρονών, στα καλά καθούμενα. Εκεί που έτρωγαν το μεσημέρι, το παιδί ξαφνικά σωριάστηκε κάτω και ξεψύχησε. Το ιατρικό ιστορικό του ήταν άψογο, δεν ήξερε να πάσχει από κάτι. Η αυτοψία δεν έδειξε τίποτα, κανείς δεν έμαθε τελικά από τι πέθανε. Η μάνα ήταν ακόμα σε άθλια κατάσταση όταν της πήραν συνέντευξη οι αιμοδιψείς δημοσιογράφοι και, πάνω στο σοκ, είπε μια αξιοπρόσεκτη κουβέντα: «Είμαι θυμωμένη και δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω».

Κάτι παρόμοιο είχα δει και μετά τον μεγάλο σεισμό του Αιγίου το 1995, με δεκάδες νεκρούς και χιλιάδες κατεστραμμένα σπίτια. Μια κυρία μιλούσε στην κάμερα κι έλεγε εξοργισμένη: «όλα μας τα γκρέμισε... μας τα διέλυσε, όλα...». Η απορία μου ήταν, με ποιον τα βάζει αυτή η γυναίκα; Γιατί να είναι εξοργισμένη; Τα βάζει με το Θεό; Με τη φύση; Με τον Εγκέλαδο; Ποιον μπορείς να κατηγορήσεις σε έναν σεισμό;

Τα δύο αυτά γεγονότα ήταν απλώς παραστατικές (και τραγικές) αναδύσεις στην επιφάνεια του βιοτικού συμβολαίου. Πρόκειται για μια υπόρρητη, υποσυνείδητη και υπολανθάνουσα συμφωνία που έχουμε υπογράψει όλοι με τη ζωή ότι δε θα πεθάνουμε ποτέ. Είναι αρκετά απαραίτητο αυτό το συμβόλαιο στους περισσότερους, είναι ένα πρόγραμμα antivirus που διατηρεί τη σκέψη καθαρή, μπλοκάρει οποιοδήποτε υπενθυμιστικό θνητότητας, ώστε να μην κλονιστούν τα κίνητρα για δημιουργία και αγώνα. Μέχρι που έρχεται η στιγμή της σοκαριστικής διάψευσης και η ζωή, σαν χάκερ, στέλνει κάποιον ιό που διαπερνά το firewall... Συχνά η πρώτη αντίδραση είναι ο θυμός. Η ζωή μάς κορόιδεψε, μας κρέμασε σαν ασφαλιστική εταιρεία της κομπίνας, το βιοτικό συμβόλαιο απεδείχθη προεκλογική υπόσχεση υποψήφιου βουλευτή. Πάντως, η τραγική μητέρα του παραδείγματος υπήρξε ιδιαίτερα τίμια μέσα στον πόνο της: «Είμαι θυμωμένη και δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω».



Η ευαισθησία σε ήχους και επαφές οξύνεται – τρώμε και πίνουμε λιγότερο – συγκεντρωνόμαστε σε πολλά θέματα αλλά για λίγο κάθε φορά – νιώθουμε το δέρμα μας πιο κρύο και παρατηρούμε πολλά καινούργια σημάδια – κατά καιρούς μάς πιάνουν συναισθηματικά ξεσπάσματα – η αναπνοή δυσκολεύει όλο και περισσότερο, γίνεται θορυβώδης – δυσκολευόμαστε να επικοινωνήσουμε με τους γύρω μας – ανεβάζουμε πυρετό – μπορεί να έχουμε τάσεις για εμετό ή ναυτία – δυσκολευόμαστε να ελέγξουμε τα έντερα και την ουροδόχο κύστη – ιδρώνουμε – φοβόμαστε – μπορεί να πονάμε ή και να αιμορραγούμε – το δέρμα γίνεται γκρίζο – η λειτουργία των πνευμόνων, της καρδιάς και του μεταβολισμού σταματάει – χάνουμε τις αισθήσεις μας – μετά από 30 δευτερόλεπτα σταματάει και η εγκεφαλική δραστηριότητα – «και οι τόποι που σε γνώριζαν πλέον δε σε γνωρίζουν». Αυτή είναι η μεγάλη βουτιά που όλοι θα κάνουμε σε κάποια στιγμή, μαζί με τους φόρους είναι το μόνο σίγουρο πράγμα στη ζωή. Παρόλα αυτά, προσπαθούμε να της ξεφύγουμε μέσω του βιοτικού συμβολαίου, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο. Υπάρχουν διάφορες στάσεις εδώ, από τις οποίες προκύπτουν και ανάλογες παραλλαγές του συμβολαίου, καθώς και του θανάτου: υπάρχει ο ευρωπαϊκός θάνατος (η κουβέντα για το θάνατο να γίνεται μόνο σε σχέση με μια κατάσταση κρίσης, τις υπόλοιπες στιγμές θεωρείται επιβλαβής ή περιττή), ο παιδικός θάνατος (η αντίληψη του θανάτου που έχουν τα μικρά παιδιά, έχει να κάνει μόνο με το χωρισμό από τους γονείς, οπότε ουσιαστικά ο φόβος του θανάτου είναι φόβος της μοναξιάς) κ.α., όμως αυτό που παραμένει στο φινάλε είναι ο καθένας αν αντικρίζει το θάνατο πίσω από το πέπλο του βιοτικού συμβολαίου ή αν το κάνει σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος – κι εδώ θ’ αναφερθώ στα ευρήματα του Εσθονού ανθρωπολόγου και κοινωνιολόγου Argo Moor (εδώ κι εδώ δύο κείμενά του).

Υπάρχει λοιπόν μία διάκριση που διαχωρίζει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες, πιο θεμελιώδης κι από άντρας ή γυναίκα, λευκός ή μαύρος, πλούσιος ή φτωχός, νέος ή ηλικιωμένος, αριστερός ή δεξιός, Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός: αυτοί που προσπαθούν να διατηρήσουν την αυτοεικόνα τους αλλάζοντας τον κόσμο κι αυτοί που δέχονται να αλλάξουν την αυτοεικόνα τους παράλληλα με τις αλλαγές του κόσμου. Τι επιλέγεις να κρατήσεις και τι να πετάξεις μπροστά στα κοσμογονικά γεγονότα της ζωής; Όταν απειλείται να κλονιστεί το οικοδόμημα που έχτισες για τον εαυτό σου και για τη θέση του στον κόσμο, προσπαθείς να το διατηρήσεις με κάθε κόστος ή δέχεσαι να το δεις να γκρεμίζεται; Οι άνθρωποι της δεύτερης κατηγορίας είναι πολύ πιο καλά τοποθετημένοι απέναντι στον θάνατο, είναι αυτοί που τον φοβούνται λιγότερο. Αντίθετα, οι άνθρωποι της πρώτης κατηγορίας αρνούνται σφοδρά τον θάνατο, το κοσμογονικότερο γεγονός όλων, προκειμένου να διατηρήσουν την πολύτιμη αυτοεικόνα τους.

Ας δούμε ένα παράδειγμα: το πένθος για την απώλεια ενός προσφιλούς προσώπου. Ψυχολογικά, το πένθος είναι ένα πικρό ποτήρι που πρέπει να πιεις μέχρι την τελευταία σταγόνα. Το ανολοκλήρωτο πένθος μπορεί να επιφέρει κατάθλιψη, προβλήματα συμπεριφοράς ή και ψυχοσωματικές ασθένειες. Η ψυχολογική ουσία του ανολοκλήρωτου πένθους είναι ότι προσπαθείς να διατηρήσεις τον νεκρό, αρνείσαι ότι αυτός έγινε παρελθόν, ότι ο κόσμος άλλαξε. Από την άλλη, το ολοκληρωμένο πένθος έχει την έννοια της αποδοχής ότι το οικείο πρόσωπο έφυγε οριστικά. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο πενθών δέχεται ότι ο κόσμος δεν αλλάζει, δεν μπορεί να αποφύγει την πραγματικότητα οπότε, με την ολοκλήρωση του πένθους, αλλάζει τελικά αυτός για να προσαρμοστεί – διότι κανένας άνθρωπος δε μένει ο ίδιος μετά από την ολοκλήρωση ενός σφοδρού πένθους.

Σ’ αυτόν τον θεμελιώδη ανθρώπινο διαχωρισμό, ο πιο βασικός παράγοντας είναι η εμπιστοσύνη προς τον κόσμο. Όσο μεγαλύτερη εμπιστοσύνη έχει κάποιος προς τον κόσμο, τόσο πιο ανώδυνα θα αντιλαμβάνεται τον θάνατό του. Από τη μια μεριά, γιατί θα είναι ανοιχτός απέναντι στα γεγονότα, ακόμα και απέναντι στο μεγαλύτερο γεγονός όλων, από την άλλη διότι θα είναι λιγότερο προσανατολισμένος στη διατήρηση της αυτοεικόνας του. Όμως είναι σχεδόν αδύνατο να έχεις εμπιστοσύνη προς τον κόσμο αν δεν αισθάνεσαι ότι αυτός, καθώς και η δική σου ύπαρξη μέσα του, έχει κάποιο βαθύτερο σκοπό και νόημα. Αν ο κόσμος είναι πλίνθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμμένα, αμοντάριστα πλάνα χωρίς ειρμό και διασύνδεση, χωρίς έναν απώτερο σκοπό να αναδείξουν κάτι, να υποστηρίξουν κάτι, τότε χάνεται και το νόημα και η εμπιστοσύνη και η ανοιχτή στάση προς τον κόσμο. Αν δεν αισθάνεσαι ότι ο κόσμος υπηρετεί έναν σκοπό και η δική σου ζωή είναι ένα μικρό κεφάλαιο στο βιβλίο αυτού του σκοπού, τότε γίνεται πολύ δύσκολο να αποδεχτείς τις αλλαγές και, όταν έρθει η ώρα, τη μεγάλη αλλαγή.

Πολλοί θεσμοί έχουν αναπτυχθεί που βάζουν τον κόσμο σε μια σειρά. Από αυτήν την άποψη, ταυτίζεται η θρησκεία, με την επιστήμη, την πολιτική, την οικογένεια, την αφηρημένη έννοια της «προόδου» κ.α., παρά τις τεράστιες μεταξύ τους διαφορές. Διότι όλα αυτά είναι χορηγοί νοήματος. Δίνουν έναν σκοπό στον κόσμο και κάνουν τον θάνατο λιγότερο τρομακτικό. Φυσικά, υπάρχουν και πλήθος προσωπικοί χορηγοί, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τα βιώματα του καθενός. Ο Άντον Τσέχωφ, λόγου χάρη, κάπου έλεγε ότι θέλει να νιώθει πως όταν, μετά από αιώνες, οικοδομηθεί η ευτυχία και η ειρήνη στην ανθρωπότητα, κάπως συνέβαλε κι αυτός με το μικρό του λιθαράκι. Αυτή ήταν η προσωπική του νοηματοδότηση: ένα όραμα πανανθρώπινης ειρήνης κι αυτός στρατιώτης στην υπηρεσία του. Ίσως γι’ αυτό είχε τόσο χαρακτηριστικά ήρεμο θάνατο (ο θάνατος του Τσέχωφ). Θέλω όμως εδώ να σταθούμε σε έναν άλλο μέγα χορηγό νοήματος: τον εθνικισμό.

Ο σύγχρονος εθνικισμός είναι σαν το ροκφόρ: γαλλική εφεύρεση. Μπορούμε να εντοπίσουμε ακριβώς τη στιγμή που γεννήθηκε, ακόμα και τη στιγμή που έγινε χορηγός. Στο Γαλλία λοιπόν, επί αιώνες η λέξη patrie χρησιμοποιήτο με καθαρά γεωγραφικό περιεχόμενο και προσδιόριζε τον τόπο γέννησης ή καταγωγής. Θα μπορούσε να αναφέρεται σε ένα χωριό, μια επαρχία ή μια χώρα (pays) δίχως τo συναισθηματικό φορτίο που περιέχει σήμερα. Επί αιώνες ο κόσμος δεν διανοείτο να εκλάβει τον εαυτό του ως μέλος της patrie, προτιμούσε άλλες φαντασιακές κοινότητες, π.χ. τη χριστιανοσύνη ή το βασίλειο, και μόνο κάποιοι λίγοι διανοούμενοι άγγιξαν κάτι σαν εθνικιστικό όραμα σε όλον τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα (π.χ. αναφορές του Μακιαβέλι στην italianita). Στην πορεία του 18ου αιώνα και δυσαρεστημένοι από τα προνόμια των γάλλων ευγενών, διάφορες λόγιες και ευκατάστατες ομάδες πληθυσμού άρχισαν να συλλαμβάνουν την ιδέα μιας Γαλλίας στην οποία η αριστοκρατία δεν είχε θέση. Μιας Γαλλίας υπό κατοχή. Ο σύγχρονος εθνικισμός γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1789, ένα μήνα πριν τη Βαστίλη, όταν οι δικηγόροι, επιχειρηματίες, έμποροι, διανοούμενοι κ.λπ. της Τρίτης Τάξης, βλέποντας ότι χάνουν την πολιτική μάχη μέσα στη Σύγκληση των Γενικών Τάξεων, άρχισαν να κηρύσσουν το nation και την patrie στις παριζιάνικες μάζες. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο λαϊκός εθνικισμός. Ως μια πολιτική πλατφόρμα που περιελάμβανε ένα όραμα προόδου (τη δημοκρατική Γαλλία) και δεν περιελάμβανε τις προνομιούχες τάξεις. Με τις ζυμώσεις και τα γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης όμως, έγινε σταδιακά και χορηγός νοήματος – μπορούμε να σηματοδοτήσουμε αυτή την εξέλιξη της patrie κάπου στα μέσα του 1793, όταν για πρώτη φορά εμφανίστηκε σε δημόσια μνημεία της Γαλλίας η επιγραφή: «Ο δημοκράτης ήρωας δε χάνεται σ’ ένα αιώνιο χάος και το πολύτιμο για την patrie λείψανό του, το προσφιλές για την ανθρωπότητα όνομά του, το χρήσιμο για την αρετή παράδειγμά του, διαρκούν όσο κι ο κόσμος» (Bertaud, Η Καθημερινή Ζωή Στη Γαλλία Τον Καιρό Της Επανάστασης 1789-1795).

Κάπου εκεί λοιπόν, στα μέσα του 1793, ο νεύτευκτος εθνικισμός εξελίχθηκε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ήταν όταν γεννήθηκε, έπαψε πλέον να είναι απλώς ένα πολιτικό αίτημα (κανείς να μην απαλλάσσεται κληρονομικά από την εργασία κ.λπ.). Η patrie πλέον παρείχε αθανασία μέσω της μνημόνευσης, έδινε σκοπό στον κόσμο, τακτοποιούσε τη ζωή κάποιου ως ένα μικρό λιθαράκι σε ένα μεγάλο οικοδόμημα – όπως Τσέχωφ. Καμία απορία που απεδείχθη τόσο δημοφιλής παγκοσμίως, σε αντίθεση με άλλες γαλλικές εφευρέσεις: το ροκφόρ πολλοί εμίσησαν, την πατρίδα ουδείς.

Είναι τεράστια η ψυχική ανάγκη να γίνει η ζωή του καθενός λιθαράκι σε οικοδόμημα – δηλαδή, να αποκτήσει νόημα ο κόσμος κι ο θάνατος να χάσει κάτι από το κεντρί του. Κάθε σοκ, κάθε απώλεια προσφιλούς προσώπου, κάθε υπενθύμιση θνητότητας, κάνουν ακόμα πιο επιτακτική αυτήν την ανάγκη. Κάτι που εξηγεί, ως ένα βαθμό, την παγκόσμια διάδοση του εθνικισμού και την ικανότητά του να ανθίσταται σε ανταγωνιστικές ιδεολογίες, ακόμα και στη λογική μερικές φορές. Για παράδειγμα, οι μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’20. Άνθρωποι που ξεριζώθηκαν και χάσαν τα πάντα χωρίς να φταίνε σε τίποτα, αφήσαν πίσω τους περιουσίες, τακτοποιημένες ζωές, και ήρθαν στην Ελλάδα για να γίνουν χαμάληδες και είλωτες, να υποστούν κακομεταχείριση και περιφρόνηση. Έμοιαζε ταιριαστό αυτοί οι άνθρωποι να στραφούν σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Η Ελλάδα τους ρήμαξε, τους χλεύασε, τους δολοφόνησε. Ο Ριζοσπάστης της εποχής καλούσε τους πρόσφυγες να μην αρκεστούν στα ψίχουλα που τους έδωσε ο Βενιζέλος, να θεωρήσουν ότι έχουν κεκτημένα δικαιώματα και να τα διεκδικήσουν σε συνεργασία με τους Τούρκους εργάτες, μέσω βαριάς φορολογίας του κεφαλαίου (και υπό σοβιετική πατρωνεία):

«ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΕΡΓΑΤΕΣ, ΑΓΡΟΤΕΣ, ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΕΣ! Ο Βενιζέλος σάς ξεσπίτωσε με τον πόλεμο, αυτός υπόγραψε το ανθρωποπάζαρο της ανταλλαγής και σας κορόϊδευε μέχρι τώρα πως θα πληρώση η Τουρκία και θα πάρετε αποζημιώσεις. Σαν να είναι οι Τούρκοι εργάτες και αγρότες υπεύθυνοι να σας αποζημιώσουν, κι όχι οι Έλληνες κεφαλαιοκράτες, που κέρδισαν εκατομμύρια από τον πόλεμο ... ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΤΕ! ΠΟΛΕΜΟ ΣΑΣ ΕΤΟΙΜΑΖΟΥΝΕ! Σύμφωνοι είναι και οι πρόσφυγες βουλευτές. Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, ΕΡΓΑΤΕΣ, ΑΓΡΟΤΕΣ, ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΕΣ. Απαντείστε στην κυβέρνηση του Βενιζέλου Πολέμου, στην κυβέρνηση της ανεργίας και της πείνας: Με συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, με μαζικές κινητοποιήσεις απαιτήστε από το διχτάτορα δήμιο Βενιζέλο: ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΚΕΡΑΙΟ. ΑΚΥΡΩΣΗ ΚΑΘΕ ΧΡΕΟΥΣ ΣΑΣ ΣΤΗΝ ΕΑΠ, ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΥΣ. ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ. ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΝΟΙΚΙ κ.λπ.» (Ριζοσπάστης, 18/6/1930, από εδώ). 

Κι όμως, οι πρόσφυγες ποτέ δεν έπαψαν να είναι βενιζελικοί. Ακόμα και μετά το 1932 που κατέστη σαφές ότι δεν πρόκειται να πάρουν αποζημιώσεις (δηλ, τελικά ο Ριζοσπάστης δικαιώθηκε), η πλειοψηφία τους δεν έπαψε να είναι πιστή στους Φιλελεύθερους, ενώ όσοι έφυγαν πήγαν στο Λαϊκό Κόμμα και πολύ λίγοι στο ΚΚΕ. Αγκάλιασαν δηλαδή το εθνικό όραμα, έβρισκαν περισσότερα κοινά με τους Έλληνες εργοστασιάρχες και τσιφλικάδες, παρά με τους Τούρκους εργάτες. Όμως με τα δικά τους λόγια: Μας τοποθέτησαν στο περιθώριο της κοινωνίας και κοντέψαμε να ξεχάσουμε τις ήμαστε. Ήταν τίτλος ανυποληψίας το ‘πρόσφυγας’, πώς να σας το πω. Μόνο όταν πιάσαμε στα χέρια μας τον κόπο μας και κάναμε δικό μας σπίτι, όταν έγιναν γνωστοί οι Κόντογλου, Βαλσαμάκης, Βενέζης, οι επιστήμονες μας κι έτρεχαν σ' αυτούς οι ντόπιοι να τους συμβουλευτούν, τότε το ‘πρόσφυγας’, δεν μας ένοιαζε. Τιμή μας, που αν και μας ήθελαν πρόσφυγες, εμείς τα είχαμε καταφέρει (μαρτυρία Π. Καλαϊτζή, από εδώ). Κάτι από την επιγραφή των γαλλικών μνημείων του 1793 αντηχεί και στα λόγια του Π. Καλαϊτζή: Ο πρόσφυγας δε χάνεται σ’ ένα αιώνιο χάος, με κόπο και πείσμα θα τα καταφέρει, η προσφυγιά τελικά θα γίνει τιμή και το πολύτιμο για την πατρίδα παράδειγμά του θα διαρκέσει όσο ο κόσμος. Ο Ριζοσπάστης τους υποσχόταν υλική αποκατάσταση, η πατρίδα όμως τους παρείχε νόημα.

Εθνικιστές και κομμουνιστές, άντρες και γυναίκες, Ολυμπιακούς και ΠαναθηναΪκούς, κάποια μέρα θα μας εξισώσει όλους ο θάνατος. Η υπέρτατη δημοκρατία. Δεν ξέρω αν μαζί τα φάγαμε, ξέρω όμως ότι μαζί θα μας φάνε τα σκουλίκια. Και η στάση μας απέναντι στον θάνατο είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη στάση μας απέναντι στον κόσμο. Το βιοτικό συμβόλαιο τρέχει διαρκώς στο υπόβαθρο της σκέψης μας, υπονοείται σε κάθε πλάνο που κάνουμε για το μέλλον, ότι θα είμαστε εδώ για να το δούμε να πραγματοποιείται. Όμως η ζωή είναι υποψήφιος βουλευτής όλο μεγαλοστομίες και υποσχέσεις. Καμία εγγύηση δεν έχουμε ότι αύριο το πρωί θα σηκωθούμε από το κρεβάτι ή ότι θα σηκωθούν τα προσφιλή μας πρόσωπα. Δεν εννοώ ότι πρέπει να γίνουμε μηδενιστές και να παραιτηθούμε. Απλώς αισθάνομαι, ψυχανεμίζομαι, ότι όσο πιο γρήγορα βρούμε το κουράγιο να αντικρίσουμε το θάνατο κατάματα, τόσο το καλύτερο. Μπορεί να είναι κλισέ όμως δεν παύει να είναι αλήθεια ότι, στο φινάλε, όλοι είμαστε μεταβατικοί, τα πάντα ρει σ’ αυτή τη ζωή.

Πλην του Μητσοτάκη, φυσικά. Αυτός δε ρει με τίποτα. Απ' το '60 μέχρι σήμερα Μητσοτάκης, διαχρονική αξία, ο Αρχαίος των Ημερών, οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα ο Μητσοτάκης μένει... τώρα βρήκε τρόπο και να κλωνοποιείται μέσω των γόνων του... καήκαμε...

9 σχόλια:

  1. καθε φορα που διαβαζω κειμενο σου , νιωθω πιο εξυπνος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εγώ πάλι νιώθω χαζός. :Ρ
    Αυτό το ποστ πρέπει να περιληφθεί στην Ανθολογία Ηλία, τ. 1.

    Θα επανέλθω γιατί οι παρατηρήσεις της αρχής είναι και δικές μου, αλλά οι μέρες δύσκολες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Όχι, μη νιώθετε ούτε έξυπνοι ούτε χαζοί, απλώς πείτε μου τις σκέψεις σας, να γίνει κουβέντα.

    Πρόσφυγες είμαστε όλοι σ' αυτή τη ζωή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πριν από μια πενταετία, ένιωσα ένα δυνατό πόνο στην κοιλιά, λιποθύμησα, και συνήλθα γυμνή και καλωδιωμένη στην εντατική, χωρίς ψυχή τριγύρω. Λίγο αργότερα ένας χαμογελαστός γιατρός μου είπε "σας προλάβαμε στο παρά πέντε".

    Δεν ξέρω σε τι μονάδες μετρούσαν αυτά τα πέντε, αν ήταν πέντε λεπτά, πέντε δευτερόλεπτα, πέντε ώρες ή (το πιθανότερο) πέντε τέρμινα.

    Ξέρω μονάχα ότι από τότε, όταν μας φέρνουν ένα κουτί με σοκολατάκια σε διάφορες γεύσεις, τρώω πρώτα το αγαπημένο μου, ενώ παλιότερα το άφηνα τελευταίο.

    Η συνείδηση της θνητότητας εμένα μου κάνει αυτό: μου λέει ζήσε τη ζωή ΤΩΡΑ, γιατί το συμβόλαιο δεν λέει τίποτε για την επόμενη στιγμή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αόρατη Μελάνη, κάποια στιγμή θα σου πω την ιστορία μου. Εσύ μπορείς να την καταλάβεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Θα σου γραψω μια παράξενη εμπειρία.

    Πριν κοιμηθώ τα βράδια, συνήθως λύνω ένα σταυρόλεξο. Μετά, στρίβω, ακουμπάω το έντυπο στο κομοδίνο, σβήνω το φως, επανέρχομαι στη θέση που με βολεύει και κοιμάμαι. Μια φορά όμως, όπως έστριψα να ακουμπήσω το έντυπο και πριν σβήσω το φως, έχασα τον κόσμο. Σκοτείνιασαν όλα και δεν ένιωθα τίποτ' απολύτως. Σαν να μην υπήρχα. Το μυαλό μου δούλευε και η πρώτη σκέψη μου ήταν «α, αυτό είναι λοιπόν, τόσο απλό είναι» και η δεύτερη ότι δεν έχω πει στα παιδιά μου μερικά πράκτικά πράγματα, πού βρίσκονται δηλαδή τα αποδεικτικά περιουσιακών στοιχείων και άλλες παρόμοιες σκέψεις. Μετά από απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ένιωσα στις παλάμες μου το στρώμα. Το χάϊδεψα και άνοιξα σιγά σιγά τα μάτια. Το φως ήταν αναμμένο. Ξαναπήρα το έντυπο να λύσω ακόμα ένα σταυρόλεξο. Μόλις επέστρεψαν τα παιδιά, τα φώναξα και τους διηγήθηκα το περιστατικό. Με συμβούλεψαν να πάω πρωί πρωί να δω το γιατρό μου. Ενημέρωσα για τη θέση των διαφόρων "χαρτιών" και κοιμήθηκα ήσυχη.

    Θα έγραφα άλλα, αλλά επηρρεάστηκα απο την Αόρατη Μελάνη. Ευμετάβλητος τύπος γαρ.

    Παίρνω το σχήμα που μου δίνεις:

    Οταν θυμώνεις,
    τα αγκάθια του αχινού
    κι όταν πονάς,
    το στρογγυλό της ασπιρίνης.

    Παίρνω το σχήμα που μου δίνεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Κάπου την έχουμε ξανασυζητήσει αυτήν την εμπειρία σου, θυμάμαι και τη φάση με τα έγγραφα. Οι νοσοκόμες στις κλινικές πάντως το ξέρουν ότι κάποιος μπορεί να διαλέξει την ώρα της αναχώρησής του.
    Δεν είναι τίποτα το φοβερό ο θάνατος. Την πρώτη φορά μόνο είναι λίγο δύσκολος, μετά γίνεται πιο εύκολος.

    Παίρνω την ψήφο που μου δίνεις
    Και σοσιαλισμό
    (Με επίκεντρο τον άνθρωπο)
    Και πράσινη ανάπτυξη
    Εγώ σερβίρω, εσύ καταπίνεις
    Παίρνω την ψήφο που μου δίνεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Στους ποταμούς της Βουργουνδίας
    στεγνά γαμήθηκεν ο Δίας
    και στις αυλές των Ταταούλων
    έγιν' η μάχη των φατσούλων! :) ;) :Ρ κλπ

    (δεν ξερω πώς στο καλό κατέβηκε αυτο και μαλιστα αυτη τη στιγμη!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Το σχόλιο που ειχα εξαρχης στο νου:

    και βρέθηκα ξαφνικά σε τραπέζι όπου γιορτάζονταν τα βαφτίσια της τρίτης κόρης μου (που δεν έχω) και ήταν ένα ζουμπουρλούδικο πανέξυπνο μωρουδέλι χαμογελαστό και τραπέζια ήταν στρωμένα με όλα τα καλά επάνω τους, σε αλεπάλληλα δωμάτια σε χώρους άγνωστους κι ένα σωρό ξένοι και δικοί καθόντουσαν και απολάμβαναν, μαζί κι αποθαμένοι και θαμένοι από χρόνια.
    και βρέθηκα πίσω από τον αδερφό το Γιώργο -το μεγαλύτερο από τους δύο, μικρότερους από μένα- πεθαμένο κι αυτόν πάνω από δεκαετία, κι άγγιζα τις πλάτες του τις ρωμαλέες, κι έσκυβα στο πλάι κι αντίκρυζα τα γαλανά του μάτια τα παιχνιδιάρικα και τον ρώταγα αν είναι καλά εκεί που βρίσκεται και γιατί δεν έφερε και τον μικρό μαζί του.
    και απάντησε ότι, ναι, είναι πολύ καλά και θεώρησε καλό να μη λείπει απο τη γιορτή, αλλά ο μικρός δεν αντέχει αυτά τα πηγαινέλα, τον ταράζουν πολύ -έτσι μου είπε.
    «Κι εσύ, αδερφούλη μου, πώς αντέχεις;» ρώτησα και απάντησε ότι αξίζει τον κόπο αυτός ο πόνος, να βλέπεις και να μη σε βλέπουν, να ακούς και να μη σ' ακούνε.
    «Ομως, μπορώ και σ' αγγίζω» του είπα και γέλασε «εσύ μπορείς γιατί αγαπάς» απαντώντας μου κι έσφιξα τα χέρια γύρω του και η μάνα από την απέναντι μεριά του τραπεζιού «γιατί σφίγγεις τα χέρια στο στήθος σου» ρώτησε, αλλά δεν έλαβε απάντηση, τι να απαντούσα δηλαδή; Θα με παίρναν για τρελή, στα σίγουρα.
    και συνέχισα να χαϊδεύω τα μαλλιά και πήρα το χέρι του αδερφού και το φιλούσα κι εκείνος ζήτησε ένα μικρό κουπάκι κόλυβα -παράλογο να υπάρχουν κόλυβα σε βαφτίσια, αλλά υπήρχαν- και του έδωσα ένα κουπάκι ζουμερά κόλυβα με μπόλικα αμύγδαλα ολόκληρα μέσα και ρώτησα «μα πώς θα τα γευτείς;» κι απάντησε «πάντα υπάρχει τρόπος να γευόμαστε αυτό που μας αρέσει, ακόμα και πεθαμένοι» και το κατάλαβα αυτό, γιατί "έτσι είναι".

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.