Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια. Μεταλλάχτηκαν κάπου τη δεκαετία του ’50, έγιναν κάτι διαφορετικό από αυτό που υπήρξαν πριν. Μας άφησαν κληρονομιά τη λέξη, η οποία επιμένει ως τις μέρες μας να έχει θετικές συνδηλώσεις, κάτι που δε γίνεται εύκολα κατανοητό. Διότι σε μια πρώτη ανάγνωση, οι παλιοί μάγκες (αόριστα γνωστοί και ως αλάνηδες, νταήδες, κουτσαβάκηδες, ρεμπεσκέδες, μόρτηδες κ.λπ.) είχαν να κάνουν με ό,τι πιο κατακριτέο. Πολλοί από αυτούς ήταν υπόκοσμος και θήτευσαν στην κλοπή, το λαθρεμπόριο, τη μαστρωπεία, τον τζόγο κ.λπ. Κατά κανόνα ζούσαν χωρίς ελπίδα για το μέλλον, περιφρονούσαν τη δουλειά, μέρος της ζωής τους ήταν το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, περάσαν από φυλακή (Πορτοκαλιές εφύτεψα στη φυλακή που μπήκα / Και πορτοκάλια έφαγα, μ’ ακόμα δεν εβγήκα) και έκαναν πολύ σκληρή ζωή («κάθε βράδυ ήμασταν μελλοθάνατοι», που έλεγε κι ο Γενίτσαρης)• όπως κι οι παλιοί καουμπόις, τα τραγούδια τους ήταν γεμάτα δυστυχία κι ο κόσμος που τους εξιδανικεύει, δεν συνειδητοποιεί τι βάσανα τραβούσαν και οι μεν και οι δε (Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω, να με σκεπάσει το νερό / Τη δύσκολη ζωή που κάνω να την αντέξω δεν μπορώ). Όποιος όμως βλέπει μόνο αυτά, ας μου εξηγήσει γιατί οι λέξεις μάγκας & μαγκιά επιμένουν ως τις μέρες μας να έχουν τόσο θετικό πρόσημο. Κάτι μας διαφεύγει.
Οι μάγκες ήταν σίγουρα όλα τα παραπάνω κι όχι μόνο, υπήρχε κάτι ακόμα που μένει αόρατο στις ερμηνείες. Θέλω να δώσω τη δική μου ανάγνωση του μάγκικου φαινομένου και να καταδείξω ότι ο μάγκας τελικά υπήρξε ένα πρότυπο χαϊντεγκεριανής ύπαρξης που διαμόρφωσε αριστοτελική αρετή. Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ ήταν ένας απεχθής ναζί που έγραψε κάτι ακατανόητα βιβλία• δυστυχώς άξιζαν. Τι να κάνουμε, η ζωή δεν μπαίνει σε εύκολα καλούπια:
1) Μαραντονισμός της Αυθεντικότητας
Ο μάγκας έχει να κάνει με την αυθεντικότητα. Είναι ανοιχτός και λειτουργεί χωρίς προκάτ συμπεριφορές. Το αντίθετο του μάγκα είναι αυτός που παριστάνει τον μάγκα: ο φιγουρατζής. Ο γνήσιος μάγκας δεν παριστάνει κάτι, του βγαίνει αβίαστα αυτή η συμπεριφορά χωρίς να την έχει προμελετημένη, καρφωτή και δουλεμένη. Η οπλοφορία μπορεί να είναι ένα από τα συστατικά του μάγκα, όμως η οπλοφορία δεν κάνει τον μάγκα (Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις / Πρέπει να έχεις την ψυχή, καρδιά για να το βγάλεις). Ο μάγκας μπορεί να φτάσει και στα άκρα («Οι άνδρες των ρεμπέτικων τραγουδιών απεχθάνονται τους μετριοπαθείς» - Ηλίας Πετρόπουλος), όμως η ακρότητα δεν κάνει τον μάγκα. Μπορεί και να πάρει αλκοόλ ή χασίς για να φτάσει στα άκρα, όμως δεν το κάνει βάσει σχεδίου αλλά απλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Η αυτοπεποίθησή του μπορεί να γίνει ακόμα κι επικίνδυνη, όμως δεν είναι ντεμέκ αυτοπεποίθηση. Αυτός που έχει αυτοπεποίθηση βάσει σχεδίου, γίνεται αντιληπτός ως ψευτόμαγκας. Το να διατυμπανίζεις την υπεροχή σου τείνει να γίνει αντιληπτό ως εκτροχιασμός από την μαγκιά. Ο πραγματικός μάγκας δεν αγαπά την αυτοδιαφήμιση, αφήνει τους άλλους να μιλάνε γι’ αυτόν (Στην πιάτσα που μεγάλωσα, όλοι μ’ έχουν θαυμάξει / Γιατί είμαι μάγκας έξυπνος και σ’ όλα μου εντάξει).
Σήμερα έχουμε αυτή τη σιχαμένη έκφραση «να είσαι ο εαυτός σου», που αν τη λέγαμε στους παλιούς μάγκες, το άλλο πρωί θα μας έβρισκαν σφαγμένους σε κάποια μάντρα στου Ψυρρή. Η παρομοίωση που θα χρησιμοποιούσα είναι με τους μεγάλους αθλητές• ένας σπουδαίος παίκτης μέσα στο γήπεδο είναι δεκτικός στις δυνατότητες που ξαφνικά θα εμφανιστούν – μια ευκαιρία για σουτ, ένας συμπαίκτης που θα ξεμαρκαριστεί κ.λπ. – αντιδρά άμεσα, άκριτα, άρρητα κι αστραπιαία. Και επιτυχημένα, γι’ αυτό και είναι σπουδαίος παίκτης. Ο μάγκας λοιπόν εκφράζει έναν τέτοιο μαραντονισμό απέναντι στη ζωή και στις περιστάσεις που φέρνει, τις οποίες λύνει με τον τρόπο της ομορφιάς: ο μάγκας είναι πάντα ωραίος.
Μπορούμε να βρούμε αυτόν τον μαραντονισμό της αυθεντικότητας σε πολλές αφηγήσεις, π.χ. ο Γενίτσαρης σπάει στο ξύλο τον μάγκα Χαμόδρακα κι ανοίγει παρτίδες μαζί του, όμως μετά συναπαντιούνται σε μια ταβέρνα και, πάνω στο κέφι του γλεντιού, γίνονται αδερφικοί φίλοι (εδώ, σελ. 26). Αλλά και σε άλλα λιγότερο δραματικά περιστατικά π.χ. στη συζήτηση του Ζαμπέτα με το βατραχάκι. Ακριβώς όπως κι ένας Μαραντόνα ήξερε να αντιμετωπίζει τα προβλήματα των αγωνιστικών περιστάσεων και να τα λύνει με τον τρόπο της ομορφιάς.
Η αυθεντικότητα (Eigentlichkeit) ήταν μείζον θέμα και για τον Χάιντεγκερ, την οποία έβλεπε ως έναν διαφορετικό τρόπο να σχετίζεσαι με τον κόσμο. Όμως για να επέλθει, θα πρέπει να περάσεις από βαθιές υπαρξιακές κρίσεις, να ξενυχτήσεις στη μακριά σκοτεινή νύχτα της ψυχής (Πονώ και μέσ’ στη μοναξιά ο πόνος μου με τρώει / Και στα βαθιά μεσάνυχα, χτυπάει το ρολόι). Μόνο όταν αντιμετωπίσεις τον θάνατο και προβάλλεις τη ζωή σου επάνω στον ορίζοντά του (Sein-zum-Tode) μπορείς να γίνεις αυθεντικός και να έχεις αυτή τη διαφορετική συσχέτιση με τον κόσμο. Δηλαδή, μόνο όταν φτάσεις να αντιλαμβάνεσαι τη ζωή σου ως ζήση, ως την αναφορά μιας πορείας από τη μήτρα στον τάφο, κι εσύ κάπου ανάμεσα να κοιτάς γύρω σου και ν’ αναρωτιέσαι πώς έφτασες ως εδώ. Ο Μάρτιν ονόμαζε Dasein αυτήν την αντίληψη της ζωής/ζήσης κι έλεγε ότι είναι το υπόβαθρο του είναι μας: ένα υπαρξιακό μπαγλαμαδάκι που παίζει μόνιμα στο βάθος, όμως στις στιγμές της μη-αυθεντικότητάς μας δεν το προσέχουμε. Μέχρι που έρχεται μια κρισάρα, σωπαίνουν τα υπόλοιπα όργανα κι απομένει μόνο η αβάσταχτη ελαφρότητα του Dasein.
Ποια όμως είναι αυτή η διαφορετική συσχέτιση με τον κόσμο που χαρακτηρίζει την αυθεντικότητα; Ας μας το πουν οι παλιοί μάγκες:
2) Αντικείμενα, Άνθρωποι, Διάθεση και Περιβάλλον
Ο μάγκας γίνεται το αφεντικό της όλης κατάστασης, την κατέχει, με τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί αυτήν την έκφραση. «Κατέχω» την όλη κατάσταση, τον χώρο που βρίσκομαι, τους άλλους ανθρώπους, σημαίνει πως τίποτα δεν μπορεί να με κλονίσει• σημαίνει πως έχω τρόπο να ενσωματώσω τα πάντα γύρω μου, ανθρώπους κι αντικείμενα, στην κουβέντα, στο γλέντι, στο σόου που δίνω, στην μαγκιά μου. Ένας έμπειρος ηθοποιός που κατέχει την παράσταση, το κοινό, τη σκηνή, δεν τα χάνει ακόμα κι αν ο κόσμος τον γιουχάρει. Θα βρει τρόπο να το ενσωματώσει, να γυρίσει την κατάσταση – αλλά ακόμα κι αν δεν το κάνει, θα το διασκεδάσει. Ενώ ο άπειρος ηθοποιός που δεν κατέχει την όλη κατάσταση, θα πληγωθεί συναισθηματικά. Είμαι το αφεντικό, κατέχω την κατάσταση, σημαίνει πως τίποτα δεν μπορεί να με τρολάρει.
Μόνο όταν είμαστε αυθεντικοί κι ατρόλιαστοι, τρελοί κι αδέσποτοι, γνωρίζουμε πραγματικά τα αντικείμενα, τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Στη μη-αυθεντικότητα, μαθαίνουμε μόνο τη δημόσια παρουσία (vorhanden) των αντικειμένων – κατά κάποιον τρόπο, μας παρουσιάζονται με κουστούμι και γραβάτα. Ένα σφυρί π.χ. στη δημόσιά του παρουσία είναι απλώς ένα αντικείμενο με κάποιο σχήμα, βάρος, φτιαγμένο από κάποιο υλικό κ.λπ. Για να το μάθουμε όμως στις ιδωτικές του στιγμές (zuhanden), θα πρέπει να το πάρουμε και ν’ αρχίσουμε να καρφώνουμε μέχρι να το παίζουμε στα δάχτυλα, να κουμπώνει γλυκά στο χέρι μας. Τότε μόνο το μαθαίνουμε πραγματικά κι αποκτά κάποιο νόημα για μας. Οι παλιοί μάγκες είχαν έναν υπέροχο τρόπο να εκφράζουν την ιδιωτική γνώση των αντικειμένων: τα έκαναν υποκοριστικά. Φτωχό κομπολογάκι μου, θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι, έλα και άναψε το μαγκαλάκι, έχω στήσει τσαντιράκι κάτω απ’ το κυπαρισσάκι, να μου φέρνει σαντουράκι για να σπάμε νταλκαδάκι, όταν πλύνω τουμπεκάκι θα φουμάρω τσιμπουκάκι, από κάτω απ’ το σακάκι έχω το μπαγλαμαδάκι κ.λπ. Το «μπαγλαμαδάκι», στη μάγκικη διάλεκτο, απέχει έτη φωτός από τον σκέτο «μπαγλαμά». Το όργανο στη βιτρίνα, ασυσχέτιστο με τη ζωή μας, είναι ένας «μπαγλαμάς» στη δημόσιά του παρουσία. Αν όμως τον πάρουμε και του αφιερώσουμε άπειρες εργατοώρες, τον μάθουμε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, φτάσει να ταιριάζει στο χέρι μας λες και κατασκευάστηκε γι’ αυτό, τότε μας βγαίνει μια τρυφερότητα που την εκφράζουμε με το υποκοριστικό. Το «μαγκάλι» είναι απλώς ένα αντικείμενο με κάποιο βάρος, σχήμα, φτιαγμένο από κάποιο υλικό κ.λπ.• αν όμως παίζει έναν ρόλο στη ζωή μας κι έχει κάποιο νόημα ειδικά για μας, τότε γίνεται «μαγκαλάκι».
Κληρονομήσαμε από τους παλιούς μάγκες αυτήν την σοφία των υποκοριστικών και για τους ανθρώπους που έχουν κάποιο νόημα για μας: το Χαρικλάκι, το Σαμιωτάκι, το Ανεστάκι, το Μαρικάκι κ.λπ. Η «Χαρίκλεια» είναι ένας άνθρωπος όπως τον βλέπει η κυβέρνηση, ο ψυχίατρός του ή οι φίλοι του στο Facebook: έχει ένα ΑΦΜ, μια ηλικία, ένα IQ, ένα επάγγελμα, κάποια ενδιαφέροντα, ένα ψυχολογικό προφίλ, είναι εσωστρεφής ή ευαίσθητη ή ευγενική κ.λπ. Μαθαίνουμε όμως πραγματικά έναν άνθρωπο – τον σακουλευόμαστε – όχι όταν βρούμε τους σωστούς χαρακτηρισμούς, δεν είναι θέμα χαρακτηρισμών και ψυχολογικού προφίλ, αλλά όταν νιώθουμε ποιο αστείο πρέπει να πούμε για να γελάσει, όταν ψυχανεμιζόμαστε τι σκέφτεται, όταν πιάνουμε στον αέρα τι τον πείραξε, όταν με μια του μόνο λέξη καταλαβαίνουμε πολλά, όταν τον ξεσηκώνουμε να χορέψει, όταν τον παρασέρνουμε να τραγουδήσει, όταν τον κάνουμε να νιώθει άνετα μαζί μας κι εμείς άνετα μαζί του. Ξέρουμε πραγματικά έναν άνθρωπο μόνο όταν τον έχουμε όπως ο Χιώτης το μπουζούκι του. Και τότε αυτός ο άνθρωπος από «Χαρίκλεια» γίνεται «Χαρικλάκι». Το ψυχολογικό προφίλ δεν φτάνει, δεν είναι θέμα θεωρητικής γνώσης.
Στην κατάσταση της αυθεντικότητας δεν είμαστε ποτέ ουδέτεροι, έλεγε ο Μάρτιν. Oρίζει πάντα μια διάθεση (Stimmung) τη σχέση μας με τον κόσμο, είτε φωτεινή είτε σκοτεινή. Όχι η συναισθηματική μπογιά που επικαλύπτει έναν, υποτίθεται, ουδέτερο και πρωταρχικότερο νου, αλλά ο προσανατολισμός μας ως προς τον κόσμο: το κούρδισμά μας. Οπότε, αν το Stimmung το πούμε μεράκι, γίνεται αμέσως κατανοητό, οι παλιοί μάγκες εννοούσαν μ’ αυτήν τη λέξη πολλά περισσότερα απ’ ό,τι εννοούμε σήμερα με το «συναίσθημα» ή τη «διάθεση». Και ήταν τεράστια η σοφία τους που καταλάβαιναν ότι το μεράκι τους ήταν και μέρος του χώρου, όπως η θερμοκρασία του δωματίου, όχι μόνο κάτι προσωπικό. Το εξέφραζαν με τις πράξεις και τα λόγια: Βάλε διπλή-τριπλή φωτιά και κάψε μου τη σπλήνα / Κι από τη φλόγα την πλατιά να κάψεις την Αθήνα. Το μεράκι εδώ αντανακλάται σ’ όλη την Αθήνα διότι από αυτήν προέρχεται, ένα μέρος του ανήκει εκεί. Ή το περιστατικό από τη βιογραφία του Γενίτσαρη, όπου με τον Παπαϊωάννου και κάποιους άλλους αφού έπαιξαν στα μαγαζιά της Αίγινας, έκλεψαν μια νεκροφόρα από το νεκροταφείο και γύρναγαν όλο το νησί τραγουδώντας (εδώ, σελ. 25). Δηλαδή, πρέπει να σπαρθεί όλη η Αίγινα με νότες, το μεράκι πρέπει να επιστρέψει σ’ όλο το νησί γιατί σχετίζεται και με όλο το νησί.
Οπότε λοιπόν, ο αυθεντικός άνθρωπος αυτό που κάνει είναι να μαζεύει γύρω του αντικείμενα κι ανθρώπους που έχουν νόημα γι’ αυτόν και να φτιάχνει το περιβάλλον του (Umwelt) – δηλαδή, το στέκι του (ταβέρνα, μαχαλάς κ.λπ.), εκεί όπου όλα έχουν υποκοριστικό. Εκεί όπου μπορεί να εκδηλώσει τον μαραντονισμό του και να είναι ωραίος. Στο απόσπασμα της προηγούμενης παραγράφου, οι Γενίτσαρης & Παπαϊωάννου κάναν στέκι τους όλη την Αίγινα.
Είναι μια πλάνη της μη-αυθεντικότητας ότι είμαστε, υποτίθεται, καταρχήν ουδέτερα υποκείμενα απέναντι από έναν ανεξάρτητο κόσμο και κατόπιν σχετιζόμαστε μαζί του. Στην κατάσταση της μη-αυθεντικότητας, «ψάχνω να βρω τον εαυτό μου» σημαίνει κάνω ψυχανάλυση, διαλογισμό, διαβάζω βιβλία αυτογνωσίας, ψάχνω να εντοπίσω μια ουσία μέσα μου. Όμως στην κατάσταση της αυθεντικότητας, «ψάχνω να βρω τον εαυτό μου» σημαίνει αλλάζω το στέκι μου. Η απάντηση θα βρεθεί έξω από μας, όχι μέσα μας. Αλλάζω περιβάλλον, μεράκια, ανθρώπους, αντικείμενα κι ασχολίες, γιατί το παλιό στέκι με άφηνε ανολοκλήρωτο, ασχημάτιστο. Δεν «είμαστε» κάποια ουσία, ένας νους ή παρατηρητής ξέχωρος από τον κόσμο• δημιουργούμαστε κάθε φορά στις σχέσεις μας, αυτές είναι που μας δίνουν ύπαρξη. Είμαστε έρμαια των ανθρώπων και των αντικειμένων που έχουν νόημα για μας. Χωρίς το στέκι μας, δεν υπάρχουμε.
3) Ηθική Δεξιότητα
Η μαγκιά διδάσκεται και καλλιεργείται, είναι μια ηθική δεξιότητα. Δεν είναι έμφυτη, δεν είναι θέμα ταλέντου, σπουδάζεται συστηματικά μέσα στην ίδια τη ζωή μέχρι να γίνει έξη. Κανένα βιβλίο δεν μπορεί να τη μεταδώσει, δεν μπαίνει σε μεθόδους και κανόνες. Το μόνο που μπορεί να βοηθήσει εδώ είναι ο δάσκαλος – δηλαδή ο φτασμένος μάγκας, που θα τον επιλέξει ο μαθητής για πρότυπο, θα τον παρατηρεί καθημερινά, θα μελετήσει τη συμπεριφορά του, θα αντιγράψει τις κουβέντες και τις πράξεις του, στην αρχή μεν μηχανικά, σε κάποια στιγμή όμως θα πιάσει το νόημα – θα τον σακουλευτεί (Από μικρός εσπούδασα μέσ’ στην Παλιά Στρατώνα, που ήταν ομορφότερη κι από τον Παρθενώνα / Είχα ντερβίσια συντροφιά και δάσκαλο τζιμάνι, που ήταν πρώτος στη μαγκιά και δεν τον φτάναν άλλοι). Ο Γενίτσαρης, για παράδειγμα, άρχισε να εκπαιδεύεται στη μαγκιά από τα δεκατέσσερά του, στο λεβητοποιείο των Αφών Γουζούαση, στον Πειραιά: «Σ’ αυτή τη δουλειά όμως που πήγα μ’ άρεσε, γιατί όλοι οι μαστόροι και παραγιοί ήτανε μάγκες – ήτανε δουλειά μάγκικια» (εδώ, σελ. 17), καθώς και στο καφενείο του Μπάτη («Σ’ αυτό το σχολείο που πάγαινα, τέτοια γράμματα μάθαινα»). Κατόπιν την τελειοποίησε στο Δάσος, το μπουζουξίδικο του Αντώνη Βλάχου («κέντρο της μαγκιάς και της αμαρτίας»), ερχόμενος σε επαφή με ορισμένους από τους σκληρότερους μάγκες του Πειραιά: «Άκουγα τις ιστορίες τους και έβαλα μπρος να τις εφαρμόσω κι εγώ»
Αυτά βέβαια τα ξέρουμε κι από τον παππού Αριστοτέλη: η δ’ ηθική αρετή εξ έθους περιγίνεται. Η αρετή δεν είναι θέμα κανόνων και αρχών αλλά θέμα εμπειρίας, τη μαθαίνουμε στην πράξη μέχρι να μας γίνει τρόπος ζωής, το αγώι κάνει τον αγωγιάτη: οικοδομούντες οικοδόμοι γίνονται και κιθαρίζοντες κιθαρισταί (και μπουζουκίζοντες μπουζουξήδες). Ο Πλάτωνας πίστευε ότι η αρετή είναι γνώση, ότι την κατακτάς άμα τη συλλάβεις θεωρητικά, τη δέσεις με ορισμούς, αρχές και κανόνες• ο Αριστοτέλης του απαντούσε: «Θες να μάθεις τι είναι η αρετή; Μην ψάχνεις ορισμούς, ρώτα έναν σοφό ηλικιωμένο». Δηλαδή, δες τι κάνει ο φτασμένος μάγκας και μάθε δίπλα του στην πράξη. Συμφωνούν τόσο ο Ηλίας Πετρόπουλος («Είναι πολύ δύσκολο να δωθεί ο ορισμός του ρεμπέτη ή μάγκα») όσο κι ο Κώστας Λαδόπουλος («Η παλιά έννοια του μέσου τύπου ενός μάγκα δε μπορεί να εξηγηθεί με λέξεις. Είναι θέμα αίσθησης, εμπειρία ζωής»): ο μάγκας δεν τυποποιείται.
Είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση ότι κάθε ανθρώπινη δεξιότητα περνάει από πέντε τουλάχιστον στάδια μέχρι να κατακτηθεί – άρα και η μαγκιά, η ηθική δεξιότητα της αυθεντικότητας και του μαραντονισμού. Μπορούμε να κάνουμε λοιπόν μια προσπάθεια να σκιαγραφήσουμε αδρά την πορεία ενός μαθητή μέχρι την πλήρη κατάκτηση της αρετής (με λίγο χιούμορ τα παρακάτω):
(Α) Στο στάδιο του Πρωτόπειρου (Novice), νομίζει ότι υπάρχουν κανόνες στη μαγκιά. Πρέπει να ντύνεσαι έτσι, να μιλάς έτσι, να συμπεριφέρεσαι έτσι κ.λπ. Βρίσκεται ακόμα στην επικράτεια του Πλάτωνα, νομίζει πως η μαγκιά μπορεί να συλληφθεί θεωρητικά. Σαν τα αγόρια στην εφηβεία που ψάχνουν να βρουν το δικό τους πρότυπο και νομίζουν πως είναι αποκλειστικά θέμα της μουσικής που ακούνε και της μπλούζας που φοράνε. Οι παλιοί μάγκες μάλλον θα του δίναν τον τίτλο του Νερουλού ή του Τρίχα. Του αξίζει όμως ένας έπαινος, γιατί τουλάχιστον έλκεται από τη μαγκιά, επέλεξε να μαθητεύσει σ’ αυτήν. Όπως έλεγε κι ο παππούς Αριστοτέλης: έκαστος εαυτώ της έξεως εστί ως αίτιος (ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις έξεις που θα επιλέξει).
(Β) Στο στάδιο του Αρχάριου (Advanced beginner), αρχίζει να καταλαβαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι απλά, τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Συνεχίζει όμως ακόμα να βρίσκεται στην επικράτεια του Πλάτωνα, δεν ξέρει πώς να αποδεσμευτεί από τους κανόνες, δεν καταλαβαίνει πώς ο έμπειρος μάγκας κάνει τέτοιες ομορφιές απροσχεδίαστα κι αυθόρμητα. Οι παλιοί μάγκες θα του δίναν και πάλι κάποιον χλευαστικό τίτλο, ίσως του Φιγουρατζή, διότι θα συνεχίζαν να τον βλέπουν στημένο και δήθεν.
(Γ) Στο στάδιο του Ικανού δεξιοτέχνη (Competent), περνά από συναισθηματική τρικυμία. Δεν έχει πλέον τίποτα σταθερό να κρατηθεί, δεν ξέρει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί και τι να κάνει. Σαν τα αγόρια στη μετεφηβεία τους που ψάχνονται και περνάνε κρίσεις ταυτότητας, losing my religion. Το χαρακτηριστικό σ’ αυτό το στάδιο είναι η συναισθηματική ανισορροπία, οπότε τείνει να το παρακάνει σε όλα. Οι παλιοί μάγκες μάλλον θα τον βλέπανε ως Κουτσαβάκη ή Νταή, κάποιον που νομίζει ότι γίνεται το αφεντικό της κατάστασης μόνο όταν εκδηλώνει υπερβολικό θράσος κι επιθετικότητα. Του λείπει η σοφία του Αριστοτέλη, που δίδασκε ότι η αρετή βρίσκεται στην μεσότητα του πάθους, ούτε στην υπερβολή ούτε στην έλλειψή του.
(Δ) Στο στάδιο του Επιδέξιου δεξιοτέχνη (Proficient), αρχίζει να βρίσκει το δικό του στιλ, τα δικά του γνωμικά και τους δικούς του δρόμους στη μαγκιά. Έχει πλέον αποσυνδεδεθεί από κανόνες και τύπους, καταλαβαίνει πως τίποτα προσδιορίσιμο δεν κάνει τον μάγκα. Μπορεί να είναι ωραίος ως μάγκας όταν οπλοφορεί αλλά κι όταν δεν οπλοφορεί• όταν ντύνεται έτσι αλλά κι όταν ντύνεται αλλιώς• είτε στ’ αλώνια είτε στα σαλόνια, αυτός θα βρίσκει τον τρόπο να εκδηλώνει τον μαραντονισμό του και να βάζει όμορφα γκολ. Επίσης εδώ αρχίζει και να γουστάρει φοβερά τη μαγκιά• αν έφτασε σ’ αυτό το στάδιο, πλέον δεν υπάρχει επιστροφή. Οι παλιοί μάγκες θα του δίναν ίσως τον τίτλο του Βλάμη ή και θα τον αναγνωρίζανε ως Μάγκα, έναν από αυτούς.
(Ε) Στο στάδιο του Βιρτουόζου (Expert) αντιλαμβάνεται τον εαυτό του πρώτα ως μάγκα και μετά ως Homo sapiens. Έχει αλλάξει πια, έχει γίνει άλλο ον. Εδώ θα έπαιρνε την καθολική αναγνώριση και τους υψηλότερους τίτλους της πιάτσας, του Πρωτόμαγκα ή του Ντερβίση. Πλέον το ‘χει στο αίμα του και δεν μπορεί να ζήσει αλλιώς. Διαπιστώνει όμως και κάτι καινούργιο εδώ, ένα ακόμα χαρακτηριστικό της μαγκιάς:
Ο μάγκας είναι μαγνήτης. Οι γύρω του τον θαυμάζουν και έλκονται, ο μαραντονισμός της αυθεντικότητας δημιουργεί μαγνητικό πεδίο. Το μυαλό εδώ πηγαίνει στον Χατζιδάκι, που μέσα στην Κατοχή ανακάλυψε όχι μόνο τα ρεμπέτικα αλλά και τα καμπαρέ της εποχής, του άρεσε να πηγαίνει εκεί και να συναναστρέφεται με τον κόσμο τους, κάτι τον τραβούσε έντονα. Αλλά κι ο Μάρκος μιλούσε για τα ανφάν-γκατέ, τον κόσμο της καλής κοινωνίας που πήγαινε στα κακόφημα κέντρα. Ίσως μπορούμε να δούμε και τους μορφωμένους δημοτικιστές μέσα στους πρώιμους θαυμαστές της λαϊκής κουλτούρας/μαγκιάς, όπως ο Γιάννης Ψυχάρης, που από το 1883 έγραφε: «Τραβάτε, παιδιά, στον Πειραιά να μάθετε τη γλώσσα» (Το Ταξίδι Μου).
Ένα άλλο ίχνος αυτής της έλξης μπορούμε να εντοπίσουμε και στη μυθοποίηση του Καζαντζάκη για τον Ζορμπά, τον οποίο ανήγε σε εξωπραγματικό πρότυπο ανθρώπου. Ένιωθε ότι ο Ζορμπάς είχε κάτι που ο ίδιος δεν είχε και, με το συγγραφικό του ταλέντο, τον έκανε Ευγενή Άγριο (με βουδιστικές προεκτάσεις). Αυτό είναι και το πρόβλημα όταν εμείς, οι διανοούμενοι της μεσαίας τάξης, ανακατευόμαστε με τη λαϊκή κουλτούρα: είτε την αποστρεφόμαστε και δεν βλέπουμε τίποτα άλλο σ’ αυτήν παρά χασίσια και υπόκοσμο, είτε την εξιδανικεύουμε (όπως έκανε κι ο Σκαμπαρδώνης στο πρόσφατο μυθιστόρημά του). Θέλει πολλή προσοχή και τιμιότητα εδώ πέρα. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ο Χατζιδάκις το πέτυχε• ανακατεύτηκε με τον λαϊκό κόσμο και τη λαϊκή μουσική, δεν τους εκτόξευσε σε μυθικές διαστάσεις, δεν ήταν ένας απ’ αυτούς, ποτέ δεν αρνήθηκε ότι ήταν διαφορετικός, όμως με κάποιον τρόπο τους εκτίμησε και τον εκτίμησαν. Βρήκαν τρόπο επικοινωνίας. Ο Ζαμπέτας έλεγε σε μια παλιά συνέντευξή του ότι ο Μίκης πάντα τους κοιτούσε αφ’ υψηλού και γι’ αυτό δεν τον πολυχώνευαν, όμως ο Μάνος «το καταλάβαινε καλά το σινάφι μας».
Προσέξτε ένα λεπτό σημείο: όλα τα παραπάνω γνωρίσματα του μάγκικου φαινομένου μπορεί και να οδηγούσαν σε αξιοθαύμαστες πράξεις γεμάτες θάρρος, ειλικρίνεια, συντροφικότητα, δικαιοσύνη, προστασία των αδυνάτων και διάφορες τέτοιες ποιότητες που χαίρουν εκτίμησης. Μπορεί όμως και να μην οδηγούσαν. Μπορεί και να οδηγούσαν στα αντίθετά τους. Αν πάμε να αναλύσουμε έτσι τον μάγκα, κάνουμε το σφάλμα του Καζαντζάκη, τον προσεγγίζουμε με την ηθική των διανοούμενων της μεσαίας τάξης που δουλεύει με αρχές. Η ηθική του μάγκα όμως δεν δουλεύει με αρχές, δουλεύει με τον μαραντονισμό της αυθεντικότητας και με κατοχή της κατάστασης, να γίνεσαι το αφεντικό.
Επίσης, όλα τα παραπάνω μπορεί και να οδηγούσαν σε ριζοσπαστικότητα, σε ταξική συνειδητοποίηση ότι υπάρχει φάμπρικα, σύστημα, που διαχωρίζει την «κάτω κοινωνία» (Γενίτσαρης) από την επάνω και διατηρεί την ιεραρχία. Μπορεί όμως και να μην οδηγούσαν. Μπορεί και να οδηγούσαν σε στάσεις που θα ονομάζαμε συντηρητικές ή λούμπεν. Αν πάμε να αναλύσουμε έτσι τον μάγκα, τον προσεγγίζουμε με την ηθική της Αριστεράς που έχει να κάνει με αγωνιστικότητα και πολιτική συνειδητοποίηση. Και θα το κάνουμε τελικά το σφάλμα, θα πέσουμε στην παγίδα της εξιδανίκευσης – ή θα δούμε πράγματα που δεν υπάρχουν, π.χ. θα διαχωρίσουμε τα ρεμπέτικα σε «καλά» και «κακά» τραγούδια, προκειμένου να διατηρήσουμε την ανάγνωσή μας.
Επίσης, όλα τα παραπάνω μπορεί και να οδηγούσαν σε αντικονφορμισμό και παραβίαση των κανόνων κοινωνικού ευπρεπισμού. Μπορεί όμως και να μην οδηγούσαν. Μπορεί και να οδηγούσαν σε αυτό που γίνεται αντιληπτό ως συστημικότητα ή ομοιόσταση. Αν πάμε να αναλύσουμε έτσι τον μάγκα, τον προσεγγίζουμε με την ηθική του Άσιμου, τις αξίες του περιθωρίου, που έχουν να κάνουν με ορκισμένη αντισυστημικότητα.
Στο φινάλε, η αυθεντικότητα είναι σαν το ποδήλατο, δεν έχει εγχειρίδιο οδηγιών, το μαθαίνεις στην πράξη τρώγοντας τα μούτρα σου. Και δεν μπαίνει στα καλούπια κανενός αξιακού μοντέλου, είτε των διανοούμενων είτε της Αριστεράς είτε του περιθωρίου. Είναι σαν να προσπαθείς να προσδιορίσεις πλήρως με παραμέτρους την ποδοσφαιρική πράξη ενός Μαραντόνα. Όχι μόνο θα βρίσκεις εξαιρέσεις σε κάθε κανόνα, αλλά τον συλλαμβάνεις λάθος από την αρχή-αρχή (δηλαδή, δεν τον σακουλεύεσαι): ο ποδοσφαιριστής δεν είναι σπουδαίος επειδή έχει τους σωστούς κανόνες, αλλά επειδή γίνεται κανόνας ο ίδιος.
Στο Δια Ταύτα...
Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους παλιούς μάγκες με τη συγκατάβαση του ανώτερου προς τον κατώτερο. Δεν λέω να περάσουμε στην ειδωλολατρεία του Καζαντζάκη προς τον Ζορμπά όμως μπορούμε να τους δούμε με μια υγιή περιέργεια, ως ανθρώπους που κάτι έχουν να πουν και για τη δική μας ζωή. Έζησαν πολύ δύσκολα – μην τους ζηλεύετε, δεν θα θέλατε να ήσασταν στη θέση τους – σε μια εποχή που η ανθρώπινη ζωή ήταν φτηνή όμως κατέκτησαν την Ελλάδα με τον θρύλο, τη μουσική και το μαγνητικό τους πεδίο. Θυμίζω ότι ο Ωνάσης ήταν που πήγαινε στον Ζαμπέτα, όχι ο Ζαμπέτας στον Ωνάση. Ο Καζαντζάκης θαύμαζε τον Ζορμπά, όχι ο Ζορμπάς τον Καζαντζάκη. Επίσης δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να κάνουμε τον Χάιντεγκερ εξωτικό σκαθάρι σε μουσείο εντομολογίας• διαβάζει κανείς κάτι κείμενα, λόγια σε βαθμό κακουργήματος, π.χ. «Το Παρ-Είναι είναι συγχρόνως και Συν-Είναι, ο ανθρωπος αντιμετωπίζει τα όντα ως εργαλεία, δηλαδή ως Πρό-Χειρα (Zuhandenes) κ.λπ.». Τι καταλαβαίνετε εσείς από αυτό; Έτσι όμως τα εξήγησα πιο πάνω δεν είναι πολύ καλύτερα; Τέλος, δεν βλέπω τον λόγο να προσεγγίζουμε τον Αριστοτέλη με τόσο λαστιχένια γάντια ώστε να γίνεται ξένος από τη ζωή και τον προβληματισμό μας. Η πρόσφατη Ελλάδα ανέδειξε ένα θαυμάσιο παράδειγμα αριστοτελικής αρετής, που διέφυγε της προσοχής των διανοούμενων και των ερευνητών• δεν πέρασε απαρατήρητο όμως από τον κόσμο, που μέχρι σήμερα έχει τον μάγκα ως τον ανώτατο τίτλο που μπορεί να δωθεί σε κάποιον. Κατά την πλατωνική έννοια, οι παλιοί μάγκες δεν ήξεραν τίποτα από Αριστοτέλη. Κατά την αριστοτελική έννοια όμως, ήξεραν τα Ηθικά Νικομάχεια καλύτερα κι από τους ακαδημαϊκούς.
Τομπουρλίκα, του Παναγιώτη Τούντα (1940) τραγουδούν: Παγιουμτζής, Κερομύτης, Γεωργακοπούλου και αηδονάκι
ΥΓ: Αν δεν είχα και τον κ. Δύτη, τι θα ήμουν στη γη; μπορεί αλήτης να 'μουνα, να 'χα καταστραφεί)