Τελεολογία

"Τρεις φορές οι Κόκκινοι Κμερ περικύκλωσαν το χωριό μου. Μας βγάλαν έξω και περίμεναν εντολές από το αρχηγείο: τι κάνουμε μ' αυτό το χωριό; Το καίμε; Τους σκοτώνουμε; Το αφήνουμε και πάμε παρακάτω; Ήμουν μικρό παιδάκι όμως καταλάβαινα ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Τελικά, και τις τρεις φορές το αρχηγείο είπε να μην ασχοληθούν άλλο με το χωριό μας, κι έφυγαν".

Όταν τα κοιτάς σε ανασκόπηση, όλα μοιάζουν τελεολογικά.

Oops, I Did It Again!...

Πάντα το κόστος θα αποδειχθεί μεγαλύτερο• πάντα το όφελος θα αποδειχθεί μικρότερο• πάντα το αρχικό σχέδιο θα καταρρεύσει• πάντα θα προκύψουν προβλήματα που δεν συνυπολογίστηκαν• πάντα η τύχη θα επηρεάσει αρνητικά, ποτέ θετικά• πάντα ο απαισιόδοξος θα είναι αυτός που θα γελάσει τελευταίος 


(Α) Πρόβλημα Εντολέα-Εντολοδόχου

«Οι διεφθαρμένοι πολιτικοί έριξαν τη χώρα στην κρίση» –– «Όμως οι διεφθαρμένοι πολιτικοί ψηφίστηκαν, δεν πήραν την εξουσία πραξικοπηματικά». Τρία χρόνια κρίσης τώρα, όλοι θα έχουμε κάνει αυτήν την κουβέντα πολλές φορές, προσπαθώντας να εντοπίσουμε ποιος φταίει που η Ελλάδα έμαθε τι σημαίνει ΔΝΤ – το οποίο ΔΝΤ αντιμετώπισε αρχικά την κατάσταση με υπεραισιόδοξες προβλέψεις (τώρα, υποτίθεται, θα είχαμε ανάπτυξη και ανεργία 14,8%), όμως στην πορεία αναγκάστηκε να αναθεωρήσει επί το θλιβερότερον, όπως επισημαίνει ο Τάλως εδώ. Όλα αυτά όμως είναι προφάσεις για να αποφύγουμε τις ευθύνες μας• καλώς ή κακώς, εμείς ψηφίσαμε τους φαύλους πολιτικούς, οπότε, εμμέσως, εμείς επιτρέψαμε και στο ΔΝΤ να έχει λόγο στη διαχείριση της κρίσης – όπου ανθρώπινο είναι να κάνει και μερικά λάθη σε μια τέτοια χαώδη κατάσταση. Στο φινάλε, ας προσέχαμε.

Είναι άραγε έτσι;

Έχω λόγους να αμφιβάλλω. Ας δούμε πρώτα κάτι παραπλήσιο και θα επανέρθουμε:

Γέφυρες, φράγματα, υδροηλεκτρικά εργοστάσια, αυτοκινητόδρομοι, Ολυμπιακοί Αγώνες, ουρανοξύστες κ.α., όλα έργα πολλών εκατομμυρίων ή δισεκατομμυρίων δολαρίων, που περιλαμβάνουν αμέτρητα υποέργα, χιλιάδες εργαζόμενους, τεχνικούς, λογιστές, διευθυντές, προμηθευτές, μάνατζερ, μηχανικούς κ.λπ. Ένας εναλλακτικός τρόπος να τα δούμε είναι ως διαχειρίσεις δημόσιου χρήματος, με πολύ μεγάλο κόστος αλλά με ακόμα μεγαλύτερο προσδοκώμενο όφελος – ένας σκόπιμα γενικός ορισμός ώστε να περιλαμβάνει ακόμα και τα μνημόνια της τρόικας. Λοιπόν, φαίνεται ότι σέρνεται ιός παγκοσμίως σ’ αυτά τα πανάκριβα έργα / διαχειρίσεις δημόσιου χρήματος: τα φαινόμενα που εμφάνισε το ΔΝΤ στην Ελλάδα (αισιοδοξία στις αρχικές προβλέψεις, εξέλιξη κατώτερη των προσδοκιών) τείνουν να εμφανίζονται διαβολεμένα συχνά και σ’ αυτά. Κάτι που μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας μας απλώς διαβάζοντας εφημερίδες. Ένα ελαχιστότατο δείγμα από τον παγκόσμιο Τύπο:

κόστος που ξεφεύγει
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη
κόστος που ξεφεύγει 
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη 
κόστος που ξεφεύγει 
κόστος που ξεφεύγει
κόστος που ξεφεύγει 
κόστος που ξεφεύγει,  
παραμυθικά αισιόδοξη πρόβλεψη
κόστος που ξεφεύγει 
κόστος που ξεφεύγει,  
κόστος που ξεφεύγει
η κατάρα των Ολυμπιακών Αγώνων
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη
κόστος που ξεφεύγει 
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη (εξαιρετικό άρθρο),   
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη 
κόστος που ξεφεύγει 
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη 
κόστος που ξεφεύγει 
κόστος που ξεφεύγει 
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη
κόστος που ξεφεύγει 
κόστος που ξεφεύγει
κόστος που ξεφεύγει
κόστος που ξεφεύγει
κόστος που ξεφεύγει κ.λπ. κ.λπ.                            

Μήπως όμως το δείγμα είναι μικρό και μη-αντιπροσωπευτικό σε σχέση με τον αριθμό των πανάκριβων αυτών έργων παγκοσμίως; Ας ρωτήσουμε τους μελετητές τους: «H επιτυχία στη διαχείριση αυτών των έργων είναι τόσο σπάνια, που οι ελάχιστες επιτυχημένες περιπτώσεις δεν δίνουν αρκετά μεγάλο δείγμα για σίγουρες στατιστικές αναλύσεις», λέει ο Bent Flyvbjerg του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, υπό τον εύγλωττο τίτλο Over Budget, Over Time, Over and Over Again (εδώ, σελ. 322). Και το περίεργο είναι ότι παντού και πάντα εμφανίζεται αυτό το μοτίβο ΔΝΤ! Αισιοδοξία στις αρχικές προβλέψεις, όλα μοιάζουν θετικά ή έστω ελέγξιμα, η εξέλιξη όμως σχεδόν πάντα αποδεικνύεται κατώτερη των προσδοκιών! Over budget, over time, over and over again!

Σκεφτείτε όμως γι’ αυτές τις διαχειρίσεις δημόσιου χρήματος: όλα τα έργα εγκρίθηκαν κι ανατέθηκαν βάσει της αρχικής τους εκτίμησης. Αυτήν είδαν οι επενδυτές ή οι κυβερνήσεις, αυτή δημοσιεύτηκε στον Τύπο κι έπεισε τους ψηφοφόρους. Πάνω σ’ αυτήν πάρθηκαν οι αποφάσεις. Υποτίθεται ότι αυτή η εκτίμηση ήταν ρεαλιστική – ότι όποιος τη συνέταξε, έλαβε υπόψη και τα θετικά και τ’ αρνητικά ενδεχόμενα και παρουσίασε μια ισορροπία ανάμεσά τους. Οπότε, υποτίθεται, ότι όση πιθανότητα υπήρξε να αποδειχθεί στην πορεία υπεραισιόδοξος, άλλη τόση και να αποδειχθεί υπεραπαισιόδοξος. Έτσι υποτίθεται.

Ας επιστρέψουμε όμως στα δικά μας. Ο κοινός παρονομαστής ανάμεσα σ' αυτά τα έργα και στην Ελλάδα της κρίσης είναι το δημόσιο χρήμα και οι Ειδικοί, αυτοί που ψηφίζουμε ή διορίζουμε ν’ αποφασίζουν για μας χωρίς εμάς. Στα Οικονομικά αυτό είναι γνωστό ως Πρόβλημα Εντολέα-Εντολοδόχου (Principal-Agent Problem), και η Wikipedia το προσδιορίζει ως πρόβλημα που προκύπτει από την ασυμμετρία της πληροφόρησης: ο ψηφισμένος ή διορισμένος Ειδικός που λαμβάνει τις αποφάσεις έχει, λόγω θέσης ή εκπαίδευσης, πρόσβαση σε εξειδικευμένη γνώση, σε πολύ ειδικά στοιχεία, οπότε πρακτικά είναι δύσκολο να ελεγχθεί. Ο Ειδικός έχει ουσιαστικά δύο όπλα: τη γνώση και τη θέση του. Οπότε ενδεχομένως στην πορεία να αρχίσει να έχει άλλα κίνητρα από αυτά του εντολέα, π.χ. να φανεί ότι είναι πολύτιμος κι αναπόσπαστος ή να μεταθέσει τις ευθύνες αλλού ή πάση θυσία να διατηρήσει τη θέση του κ.α. Ο Στίγκλιτς πήρε και Νόμπελ στα Οικονομικά για τη δουλειά του σε σχετικά θέματα. Χρησιμοποιώ εδώ τη λέξη Ειδικός με την ευρεία έννοια, Ειδικός είναι και ο Βενιζέλος κι ο Σόιμπλε και η Λαγκάρντ κι ο Σαμαράς κ.λπ.: αυτοί που ψηφίζονται ή διορίζονται ν’ αποφασίζουν για μας χωρίς εμάς. Λοιπόν, στην περίπτωση των πανάκριβων έργων, οι Ειδικοί είναι η αιτία του συστηματικού εκτροχιασμού των εξόδων – όλοι αυτοί οι διευθυντές, CEO, σύμβουλοι, αναλυτές κ.λπ. που παίρνουν τις αποφάσεις για την κατανομή δημοσίου χρήματος, όμως συστηματικά οι εκτιμήσεις τους αποδεικνύονται στα χαρτιά κούκλα και στην υλοποίηση πανούκλα. Oops, I did it again!...

Γιατί αυτό όμως; Και γιατί δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους; Διότι δεν το καταλαβαίνουν ότι είναι υπεραισιόδοξοι• νομίζουν ότι είναι ρεαλιστές, ενώ στην πραγματικότητα παραβλέπουν ενδείξεις, υποτιμούν τα στοιχεία που τους χαλάνε το όνειρο, δεν ακούνε τα προειδοποιητικά καμπανάκια, υπερεκτιμούνε τα θετικά και κλείνουν τα μάτια στα αρνητικά κ.λπ. (Over Budget, Over Time, Over and Over Again, σελ. 325-327). Ο Daniel Kahneman έχει επισημάνει τέτοιου είδους ψυχολογικές πλάνες κατά τη λήψη αποφάσεων υπό καθεστώς αβεβαιότητας – και το ότι βραβεύτηκε με Νόμπελ, δείχνει ότι πρόκειται για ένα πολύ κοινό ανθρώπινο φαινόμενο: 'cause to lose all my senses, that is just so typically me, που έλεγε κι η Britney Spears. Οι Ειδικοί λοιπόν τείνουν να είναι τοξικά υπεραισιόδοξοι επειδή πέφτουν σε ψυχολογικές πλάνες. Εκτός, βέβαια, αν δεν πέφτουν σε πλάνες και σκόπιμα κάνουν λάθη... Εκτός αν εκμεταλλεύονται τη θέση τους, την αδυναμία του εντολέα να τους ελέγξει, το όλο χάος της κατάστασης, και επιλέγουν πού θα κάνουν τα λάθη τους – ο κομψός όρος είναι strategic misinterpretation, στρατηγική παρερμηνεία, δηλαδή ότι ο Ειδικός παρερμηνεύει βάσει στρατηγικού σχεδίου (στην Ελλάδα το λέμε: δημιουργική λογιστική ή και λαμογιά). Έχουμε όμως ενδείξεις για κάτι τέτοιο; Μην τους κατηγορούμε άδικα, τους ανθρώπους.

Μμμ... κάτι έχουμε!

Ας πούμε, υπάρχουν έρευνες (επιστημονικότατες και αξιόπιστες) που δείχνουν πώς γίνονται οι πραγματικές οικονομοτεχνικές αναλύσεις στον πραγματικό κόσμο από πραγματικούς ανθρώπους, όταν στην υπόθεση παίζεται πραγματικό δημόσιο χρήμα. Για παράδειγμα, η έρευνα του Martin Wachs, του πανεπιστημίου Berkeley: Ethics and Advocacy in Forecasting for Public Policy. Μπορείτε να διαβάσετε στις σελίδες 144-153 τη διαφορά της επιστήμης των πανεπιστημίων από την εφαρμοσμένη επιστήμη στον πραγματικό κόσμο: α) πρώτα αποφασίζονται τα τελικά αποτελέσματα και μετά χτίζονται οι προβλέψεις πάνω σ’ αυτά, β) πολιτικοί που παραγγέλνουν στους αναλυτές τις εκτιμήσεις κατά πώς τους βολεύουν, κι όταν το έργο αποδεικνύεται κατώτερο των προσδοκιών, οι πολιτικοί τα ρίχνουν στους αναλυτές, τους απολύουν θριαμβευτικά κι ο Τύπος τούς επαινεί κι από πάνω, γ) κριτικές και ενστάσεις που απαντούνται από «ορθολογιστικά», υποτίθεται, επιχειρήματα χωρίς καμία λογική, δ) δαιμονοποίηση των κριτικών φωνών και παρουσίασή τους ως κοντόφθαλμους, αρνητές της προόδου κ.λπ., ε) ηθικολογία και μοραλισμός αντί για ουσιαστικές εξηγήσεις, στ) δαιδαλώδεις οικονομοτεχνικές αναλύσεις που πρακτικά είναι αδύνατο να ελεγχθούν, ούτε καν από επαγγελματίες, ζ) αναλυτές που κρύβουν τη σχέση τους με εταιρείες, ώστε να μπορούν να παρουσιάζουν δημόσια τις εκτιμήσεις τους ως «αμερόληπτες» κι «αντικειμενικές» κ.α. (σας θυμίζουν κάτι από την Ελλάδα της κρίσης όλα αυτά;). Ο συγγραφέας πάντως σχολιάζει: «Πιστεύω ότι αυτές οι πρακτικές είναι τόσο κοινές ώστε έχω γίνει καχύποπτος σχεδόν για κάθε οικονομοτεχνική εκτίμηση που παρουσιάζεται στον δημόσιο διάλογο, είτε από κυβερνητικές υπηρεσίες είτε από συμβούλους είτε από, υποτίθεται, ειδικούς» (σελ. 146).

Αν ενδιαφέρεται κάποιος, υπάρχουν κι άλλες ανάλογες έρευνες. Όμως μια ακόμα ένδειξη προσφέρουν και τα άφθονα δημοσιευμένα άρθρα με τέτοιες περιπτώσεις διαφθοράς: σύννομη κλοπή δημόσιου χρήματος πάνω στο μοτίβο ΔΝΤ (θετικές αρχικές εκτιμήσεις, εξέλιξη κατώτερη των προσδοκιών). Όπως ξέρουμε βέβαια, αυτά συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα: Παραμύθιασμα εταιρειών για να πάρουν δημόσιες προμήθειες στη Βρετανία (και εδώ), Παραμύθιασμα της ΙΒΜ για να πάρει δημόσια προμήθεια στην Αυστραλία, Σκάνδαλα στις δημοτικές προμήθειες της Νέας Υόρκης, Εργολαβική διαφθορά στη Ν. Αφρική, Πρώην στέλεγος της Boeing εξομολογείται τις αριστοτεχνικές λαμογιές της εταιρείας για να παίρνει αναθέσεις (σπουδαία μαρτυρία) κ.α.

Νομίζω ότι έχουμε επαρκείς ενδείξεις για να υποστηρίξουμε ότι η ερμηνεία μόνο με τις ψυχολογικές πλάνες δεν είναι αρκετή, η αποκλειστικότητά της διαψεύστηκε ακόμα και με το κριτήριο του Popper. Χρειάζεται μια πιο σύνθετη ερμηνεία με ψυχολογικές πλάνες + «στρατηγική παρερμηνεία». Πέντε γενικές θέσεις:

(1) Το καλύτερο κόλπο να διασπαθίσεις δημόσιο χρήμα με 100% σύννομο τρόπο, είναι να παρουσιάσεις υπεραισιόδοξες αρχικές προβλέψεις και να φορτώσεις τον λογαριασμό της θλιβερής κατάληξης στους φορολογούμενους. Δοκιμασμένο, δουλεύει. Στο τέλος απλώς θα πεις: Oops, I did it again!...

(2) Στον πραγματικό κόσμο με τους πραγματικούς ανθρώπους και το πραγματικό δημόσιο χρήμα, δεν έχουμε καμία εξασφάλιση ότι το κίνητρο του εντολοδόχου είναι αναγκαστικά το όφελος αυτών που τον ψήφισαν ή τον διόρισαν. Αυτή είναι η εξαίρεση. Ο κανόνας είναι ότι στην πορεία ο εντολοδόχος θα αποκτήσει δικά του κίνητρα. Είτε για ψυχολογικούς λόγους – είναι αισιόδοξος τύπος, γεμάτος θετική ενέργεια και τα βλέπει όλα ρόδινα – είτε γι’ αυτό που παρατηρούσε σοφά η Britney Spears: You think I’m in love, that I come from above: I’m not that innocent.

(3) Πάντα το κόστος θα αποδειχθεί μεγαλύτερο• πάντα το όφελος θα αποδειχθεί μικρότερο• πάντα το αρχικό σχέδιο θα καταρρεύσει• πάντα θα προκύψουν προβλήματα που δεν συνυπολογίστηκαν• πάντα η τύχη θα επηρεάσει αρνητικά, ποτέ θετικά• πάντα ο απαισιόδοξος θα είναι αυτός που θα γελάσει τελευταίος.

(4) Μέσα στα πανεπιστήμια ισχύει το μοντέλο: α) τα αδυσώπητα στοιχεία αναλύονται αμερόληπτα και συνάγονται πορίσματα, β) βάσει αυτών των πορισμάτων, προσδιορίζονται ορισμένες πολιτικές. Στον πραγματικό κόσμο με τους πραγματικούς ανθρώπους και το πραγματικό δημόσιο χρήμα, μοιάζει να ισχύει το μοντέλο: α) πρώτα αποφασίζονται τα πορίσματα που θα ανακοινωθούν δημόσια, β) οι οικονομοτεχνικές αναλύσεις χτίζονται κατόπιν εορτής για να τα υποστηρίξουν, γ) κατασκευάζεται και μια κατάλληλη ερμηνεία για να πλασαριστεί το σχέδιο στον κόσμο.     

(5) Όλοι βρίσκουν τρόπους να τα βολεύουν με τη συνείδησή τους και να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια. Από το Ethics and Advocacy in Forecasting for Public Policy του Martin Wachs, σελ. 151-152: «Συζητούσα κάποτε με τον πρόεδρο μιας μεγάλης εταιρείας συμβούλων, που συνέταξε πολλές οικονομοτεχνικές μελέτες για λογαριασμό φορέων του δημοσίου. Τον ρώτησα γιατί συστηματικά υποτιμούσανε το κόστος μεγάλων δημόσιων έργων. Μου απάντησε ηθικολογικά, ότι ήταν προσωπικά αντίθετος στη σπατάλη δημόσιου χρήματος και το έβλεπε ως ηθικό καθήκον να παρουσιάζει το κόστος μικρότερο. Έτσι, είπε, έδινε κίνητρο στους δημόσιους λειτουργούς να ανταποκριθούν σ’ αυτές τις εκτιμήσεις κόστους, ώστε να μην σπαταλούνται τα χρήματα των φορολογούμενων στους εργολάβους. Είπε επίσης ότι ο ίδιος δεν είχε καμία ευθύνη αν, στην πορεία, το κόστος ξέφευγε από τις αρχικές εκτιμήσεις, αυτός προσπαθούσε απλώς να γλιτώσει τους φορολογούμενους από σπατάλες. Παρατήρησα ότι αν οι εκτιμήσεις του ήταν πιο τίμιες και ρεαλιστικές, ίσως οι αποφάσεις για την κατασκευή του έργου να ήταν από την αρχή διαφορετικές και οι φορολογούμενοι να γλίτωναν από μεγαλύτερες σπατάλες. Αυτό δεν είναι δική μου δουλειά, είπε, εγώ κάνω απλώς τις μελέτες, δεν παίρνω αποφάσεις για την κατασκευή του έργου».




(Β) «Ναι, Αλλά Εσείς Τι Προτείνετε;»

Εγώ δεν προτείνω τίποτα! Απλά κοιτάζω τι συμβαίνει στον κόσμο, πώς αντιμετωπίζουν το πρόβλημα όσοι το έχουν αναγνωρίσει. Το φάρμακο λοιπόν έχει να κάνει με το δίπτυχο: (1) Βγες από το Matrix, (2) Περισσότερη δημοκρατία.


(1) Βγες Από Το Matrix
Σε μια οικονομική κρίση (καλή ώρα) ή σε ένα τεράστιο έργο δισεκατομμυρίων, η κατάσταση γρήγορα γίνεται χαώδης: ασύλληπτος όγκος πληροφορίας που είναι αδύνατο να αφομοιωθεί, μεγάλη αβεβαιότητα, υψηλή αγωνία, απρόβλεπτα γεγονότα, κάθε επιχείρημα κι ένα αντεπιχείρημα κ.λπ. Όλοι ζαλίζονται και δεν μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει: είμαστε μέσα στο σχέδιο ή κάτι δεν πάει καλά; Η παρέκκλιση θεωρείται μικρή κι ασήμαντη ή μεγάλη και σημαντική; Ποια από τα χιλιάδες αντικρουόμενα μηνύματα να πιστέψω;... Ούτε και στο τέλος θα βγει άκρη, όταν τα θλιβερά αποτελέσματα θα αποδειχθούν κατώτερα των προσδοκιών (όπως γίνεται πάντα): όλοι θα ψάχνουν μάταια να βρουν τι έφταιξε, θα διαβάζουν αναλύσεις επί αναλύσεων, ο ένας θα φορτώνει την ευθύνη στον άλλον κ.λπ. Αυτό που μπορεί να βοηθήσει εδώ είναι να βγεις απ’ το Matrix και να δεις την κατάσταση απ' έξω.

Αν σ' ενδιαφέρει λοιπόν να μάθεις το πραγματικό κόστος ενός προτεινόμενου σχεδίου, τότε ο τρόπος για να βγεις απ’ το Matrix είναι να συγκρίνεις το σχέδιο με παρόμοιες περιπτώσεις ανά τον κόσμο και να προσαρμόσεις αναλόγως τις αρχικές εκτιμήσεις. Τυπικά, η τεχνική αυτή λέγεται Reference Class Forecasting, την υιοθέτησε πρώτα η Βρετανική κυβέρνηση το 2003, κατόπιν η Αμερικάνικη Εταιρεία Αστικού Σχεδιασμού (American Planning Association), και συνεχίζει να υιοθετείται όλο και περισσότερο από κυβερνητικές υπηρεσίες και ιδιωτικές εταιρείες σε Ολλανδία, Δανία, Ελβετία, Αυστραλία και Ν. Αφρική (Over Budget, Over Time, Over and Over Again, σελ. 331). Είναι ο μόνος τρόπος να κοιτάξεις το χάος απ’ έξω και να δραπετεύσεις απ’ το Matrix.

Αν, πάντα, σε ενδιαφέρει να μάθεις το πραγματικό κόστος. Αν όχι, τότε μπορείς να συνεργαστείς με τον Ειδικό που προτείνει το σχέδιο και να μοιραστείτε τη λεία. Στο τέλος απλά θα πεις: Oops, I did it again!...

Εδώ μπορούμε να δούμε το υπεραισιόδοξο ΔΝΤ, που στην Ελλάδα απέτυχε να συλλάβει το μέγεθος της κρίσης, πήρε λάθος συντελεστές κ.λπ. Ναι, όμως όπως επισημαίνει κι ο Τάλως, οι προβλέψεις του ΔΝΤ έχουν ιστορικό αρχικής υπεραισιοδοξίας – θλιβερής εξέλιξης! Το Ταμείο δεν μοιάζει να μαθαίνει από τα λάθη του (ή, εναλλακτικά, μαθαίνει και μάλιστα πολύ καλά...). Πάντως, οι Baker & Rosnick στο paper τους λένε: «Δεδομένης της συστηματικής μεροληψίας προς τα πάνω που υπάρχει στις προβλέψεις του ΔΝΤ για την ανάπτυξη των χωρών της Λατινικής Αμερικής, αυτό το paper συμβουλεύει τις κυβερνήσεις να σχεδιάζουν την πολιτική τους προσαρμόζοντας τις ετήσιες προβλέψεις του ΔΝΤ προς τα κάτω κατά 1,6%» (σελ. 2). Αυτό ακριβώς είναι το reference class forecasting. Διότι τελικά ο κόσμος θα πληρώσει την βασισμένη σε υπεραισιόδοξες προβλέψεις πολιτική, το ΔΝΤ απλώς θα πει: Oops, I did it again!... 

Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, οι οποίοι μας κόστισαν περισσότερο απ' ό,τι περιμέναμε, τι να κάνουμε. Όμως το γεγονός πως όλοι (μα όλοι!) οι Ολυμπιακοί των τελευταίων 50 ετών ξέφυγαν άγρια από τους αρχικούς προϋπολογισμούς με μέση απόκλιση κόστους 179%, κάπου σε κάνει να το σκέφτεσαι διαφορετικά το θέμα. Δεν είναι «απόδειξη», βέβαια, όμως ούτε και η Ρώμη είχε καμιά τυπική «απόδειξη» που πρόσφατα αποτραβήχτηκε από τη διεκδίκηση των Ολυμπιακών του 2020 (προς απογοήτευση του κ. Ρογκ). Όλοι θα φοβόμασταν στη θέση του Μόντι, παρόλο που είμαι σίγουρος ότι ήδη οι προβλέψεις θα είναι λαμπρές, όλο όφελος κ.λπ. Αν όμως ξεφύγουν άγρια τα έξοδα (είναι σίγουρο ότι θα γίνει), ο κόσμος θα πληρώσει τελικά τον λογαριασμό, η ΔΟΕ θα πει απλώς: Oops, I did it again!... 


(2) Περισσότερη Δημοκρατία
Η βασική λύση που συνιστά η Οικονομική Θεωρία της Πληροφορίας (Information Economics) για το πρόβλημα εντολέα-εντολοδόχου είναι οι μηχανισμοί που προσδίδουν σωστά κίνητρα. Το θέμα, δηλαδή, δεν είναι τι κάνουν οι πολιτικοί και οι μάνατζερ, αλλά τι κάνουμε εμείς ώστε να δώσουμε τα σωστά κίνητρα στους πολιτικούς και τους μάνατζερ. Αυτό μεταφράζεται σε θεσμούς και μέτρα που προάγουν περισσότερη λογοδοσία, περισσότερη ευθύνη, περισσότερη διαφάνεια, περισσότερη δημοκρατία, περισσότερο δημόσιο έλεγχο, περισσότερη κριτική. Αλλά και περισσότερες τιμωρίες. Το ότι μας παρουσιάζεται ο Ειδικός κ. Τάδε, με κουστούμι και γραβάτα, λάπτοπ και επαγγελματική κάρτα, απόφοιτος Χάρβαρντ, MSc, MD, JD, PhD. κ.λπ., δεν μας εξασφαλίζει σε τίποτα ότι τα κίνητρά του θα είναι η εξυπηρέτηση του δικού μας συμφέροντος. Ή ότι τα κίνητρα του πολιτικού του προϊσταμένου θα είναι η αμερόληπτη εξέταση κόστους-όφελους.

Δεν υπάρχει συνταγή εδώ, κάθε περίπτωση είναι και διαφορετική, μόνο κάποιες γενικές κατευθύνσεις: Να υπάρχουν μηχανισμοί ώστε όποιος παρουσιάζει οικονομοτεχνικές αναλύσεις που θα χρησιμοποιηθούν για χάραξη πολιτικής, να τρέμει λίγο το χέρι του πριν πετάξει νούμερα σ’ ένα φύλλο του Excel, να ξέρει ότι θα ελεγχθεί και θα δώσει λόγο• όποιος λαμβάνει αποφάσεις που θα επηρεάσουν τις ζωές πολλών, να έχει κίνητρο ώστε να ψάξει τα πραγματικά δεδομένα, τις πραγματικές αναλύσεις, να μην του είναι εύκολο να τη σκαπουλάρει στο φινάλε μ’ ένα: Oops, I did it again!... κι αντίο• όποιος προτείνει χρήση δημοσίου χρήματος για κάποιον σκοπό, να έχει κίνητρο το όφελος του κόσμου, όχι την επιτυχία της πρότασής του (υπάρχει τεράστια διαφορά)• τέλος, όποιος παρουσιάζει θετικές οικονομοτεχνικές προβλέψεις για κάποιο σχέδιο που περιλαμβάνει δημόσιο χρήμα... να πείσει και λίγο! Ας πούμε, λέω ένα παράδειγμα: είναι πρόθυμος να υποστηρίξει την εγκυρότητα των προβλέψεών του υποθηκεύοντας το 50% της περιουσίας του στο Παρακαταθηκών & Δανείων μέχρι τη στιγμή της επαλήθευσης ή της (σχεδόν σίγουρης) διάψευσης; Έτσι θα γίνει λίγο πιο πειστικός, put your money where your mouth is. Έτσι επίσης και στην (σχεδόν σίγουρη) περίπτωση που πέσει έξω επί το θλιβερότερον, να είμαστε εμείς αυτοί που θα πούμε στο φινάλε: Oops, you did it again!... και τουλάχιστον σ’ ευχαριστούμε για τη δωρεά σου υπέρ δημοσίου.

Διότι έχω την υποψία ότι πάρα πολλές από τις προβλέψεις που χρησιμοποιήθηκαν για τη χάραξη πολιτικής σ’ αυτά τα τρία χρόνια κρίσης, θα ήταν ακριβέστερες αν ο αναλυτής τις υποστήριζε με στοίχημα το 50% της περιουσίας του. Θα ήταν πιο προσεκτικός με τα νούμερα που πετάει στο Excel, το ΔΝΤ θα χρησιμοποιούσε τους σωστούς συντελεστές στις αναλύσεις του, όχι τους λανθασμένους.

Μένει όμως κάτι ακόμα στο φινάλε. Ακόμα και οι ψυλλιασμένες προβλέψεις (reference class forecasting) και οι σωστοί μηχανισμοί μπορεί να εκφυλιστούν στην πράξη, αν δεν βοηθήσει ο κόσμος. Γιατί αυτό το πρόβλημα της διασπάθισης δημόσιου χρήματος με το κόλπο των υπεραισιόδοξων προβλέψεων δεν είναι μόνο διαχειριστικό αλλά και πολιτικό. «Τα πολιτικά προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται με αποκλειστικά τεχνικές λύσεις» - Bent Flyvbjerg. Όλοι το ξέρουν, σε κάθε κυβέρνηση του κόσμου, οπότε πρέπει οπωσδήποτε να σπάσει η ομερτά και η ατιμωρησία. Να καθιερωθεί στη συνείδηση πολιτικών και ψηφοφόρων ο χρυσός κανόνας: Όπου παίζεται δημόσιο χρήμα, τότε οι προβλέψεις και οι εκτιμήσεις για τη χάραξη πολιτικής καθίστανται αυτομάτως αναξιόπιστες, αν αυτός που τις κάνει μπορεί να τη σκαπουλάρει στο φινάλε με ένα απλό: Oops, I did it again!...

You may say I’m a dreamer, but I’m not the only one, έχω σύμμαχο και τον πρόεδρο των ΗΠΑ: το 2009, o Ομπάμα παραδέχτηκε δημόσια «τους εκτροχιασμούς του κόστους, τις απάτες και τις καταχρήσεις, τις ατέλειωτες δικαιολογίες» στα δημόσια έργα. Πριν από αυτή τη δήλωση Ομπάμα, στις ΗΠΑ θεωρείτο απρεπές να μιλάει κανείς δημόσια για τις σύννομες απάτες στα δημόσια έργα, παρόλο που όλοι οι πολιτικοί το ήξεραν κι έκαναν πως δεν έβλεπαν (διαβάζω εδώ, στο αμερικάνικο opengov, ότι σχεδόν το 99% των προϋπολογισμών για κυβερνητικές δαπάνες έπεφταν έξω). Ήταν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση αυτή η δήλωση. Τουλάχιστον να σπάσει η ομερτά. 

Τέλος, για να κλείσουμε με κάτι ευχάριστο, σας έχω καλά νέα: ο πρωθυπουργός διαβλέπει ανάκαμψη στα τέλη του 2013! Και πιστεύω ότι ξέρει τι λέει, ότι το βασίζει σε θετικές οικονομοτεχνικές προβλέψεις, δεν είναι κανένας ανεύθυνος! Οπότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως έτσι ακριβώς θα γίνει, οπωσδήποτε, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κάτι διαφορετικό, π.χ. να πέσουν έξω οι εκτιμήσεις επί το θλιβερότερον κι αυτός τελικά να πει τι;

Oops, I did it again!...






Acknowledgments: I sincerely wish to thank M.T., Μ.Ρ. and Bent Flyvbjerg

Τα Φρούτα Λένε Πάντα Την Αλήθεια

Όταν όλα γκρεμίζονται γύρω σου κι ο κόσμος έχει τρελαθεί, εσύ αρπάξου από τη σοφία των φρούτων. Ξέρουν τι κάνουν, δε θα σε προδώσουν ποτέ:

Η Carolyn Nordstrom θεωρείται από τους πιο σημαντικούς ανθρωπολόγους σήμερα, μια ερευνήτρια που τρέχει σε πολέμους και συρράξεις, κάνει ημιεθνογραφική – ημιδημοσιογραφική δουλειά και μας έχει προσφέρει μερικές από τις πιο βαθιές μελέτες για το πολεμικό φαινόμενο. Στο βιβλίο της Shadows of War, αφηγείται ένα περιστατικό από το 1983 στη Σρι Λάνκα: πήγε με μια ντόπια φίλη της στην επαρχία για τη γιορτή της Καταραγκάμα, ένα μεγάλο εθνικό φεστιβάλ που υποτίθεται ότι είναι και μέρα συμφιλίωσης ανάμεσα στις φυλές και τις θρησκείες του νησιού. Το βράδυ μετά τη γιορτή, συνόδεψε τη φίλη της στο σταθμό να πάρει το λεωφορείο για το Κολόμπο, την πρωτεύουσα, όπου ήταν και το σπίτι της. Η κυρία μάλιστα είχε αγοράσει κι ένα μεγάλο καρπούζι να το πάει δώρο στην οικογένειά της. Αποχαιρετήθηκαν κι η γυναίκα μπήκε στο λεωφορείο ανυποψίαστη• δε φανταζόταν ότι η συγκεκριμένη εκείνη ημέρα, 24 Ιουλίου 1983, έμελλε να μείνει στην ιστορία της χώρας με μαύρα χρώματα κι ότι μόλις ξεκινούσε ένα φριχτό πογκρόμ απέναντι στη μειονότητα Ταμίλ. Μετά από μερικές μέρες, η κυρία τής διηγήθηκε:



Ξεκίνησα να επιστρέψω σπίτι μου κι έφτασα σ’ έναν απίστευτο εφιάλτη. Μέσα στο λεωφορείο κοιμόμασταν όλοι, όμως ξυπνήσαμε μόλις μπήκαμε στο Κολόμπο, σε μια πόλη που είχε τρελαθεί. Είδα ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα να καίγονται και κόσμο να βγαίνει από τα κτίρια τυλιγμένος στις φλόγες. Στους δρόμους καίγονταν λεωφορεία κι αυτοκίνητα, κάποια με επιβάτες μέσα. Συμμορίες τριγυρνούσαν ουρλιάζοντας και δέρνοντας, αναποδογυρίζοντας αυτοκίνητα και βάζοντάς τους φωτιά. Άλλοι έτρεχαν να σωθούν. Το πλήθος έριχνε μολότοφ στα αυτοκίνητα, σταματούσε όλα τα λεωφορεία, κατέβαζε κάτω τους επιβάτες, τους χτυπούσε και τους σκότωνε. Ο οδηγός σταμάτησε ξαφνικά, μας κατέβασε όλους κάτω κι εξαφανίστηκε. Ούτε που ξέραμε πού βρισκόμασταν. 

Προσπάθησα να βρω το σπίτι μου. Κάθε δρόμος έμοιαζε ξένος. Η φρίκη δεν σταματούσε. Φωτιές, συμμορίες, ξύλο, φόνοι. Ήμουν εξαντλημένη και το μυαλό μου δεν συνειδητοποιούσε τι έβλεπε. Τίποτα δεν ήταν ξεκάθαρο: ούτε ποιος σκότωνε ποιον ούτε γιατί. Ούτε πού υπήρχε ένα ασφαλές καταφύγιο ούτε πώς να το βρω ούτε πώς να απαντήσω σε κάποιον που θα μου μιλούσε. 

Περπάτησα για ώρες. Κουράστηκα πολύ και τα μπαγκάζια που κουβαλούσα έμοιαζαν να γίνονται όλο και πιο βαριά. Σε κάποια στιγμή, σταμάτησα κι άφησα την τσάντα μου στο πεζοδρόμιο. Λίγο αργότερα, σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου με το μαντήλι και το άφησα σε κάποιον φράχτη. Πήρα τη βαλίτσα και το καρπούζι και συνέχισα, και κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου σκεφτόμουν ότι θα έρθω μια άλλη μέρα να πάρω την τσάντα μου - πραγματικά περίμενα ότι θα με περιμένει εκεί που την άφησα. Δύσκολο να σκεφτείς ρεαλιστικά όταν όλα γύρω σου είναι παράλογα. Άφησα την ταυτότητά μου, τα χρήματά μου, το δίπλωμα οδήγησης, τις τραπεζικές κάρτες, τα φάρμακά μου, ενώ συνέχισα να κουβαλάω αυτό το άβολο καρπούζι. Κάποια στιγμή αργότερα ένιωσα ότι η βαλίτσα έγινε ασήκωτη, την άφησα κι αυτή. Το καρπούζι όμως δεν το άφηνα με τίποτα. Μέχρι σήμερα, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Άφησα όλα τα πράγματά μου και κουβάλησα αυτό το καρπούζι, όλη τη νύχτα, μέσα στο χάος και τον τρόμο, μέχρι που έφτασα σπίτι. 

Ξέρεις, πάντα είχα τη φήμη υπεύθυνου κι οργανωμένου ανθρώπου. Κι όμως εκείνη τη νύχτα άφησα τα πράγματά μου στο δρόμο και κουβάλησα σπίτι ένα βαρύ καρπούζι, μέσα στις χειρότερες ταραχές που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ακόμα αναρωτιέμαι γι’ αυτό, για τη θέληση που είχα να φτάσω σπίτι, περπατώντας μέσ' στην κόλαση, και κουβαλώντας ένα καρπούζι. Έτσι επιβιώνει κανείς. 


Πέρασαν χρόνια από τότε. Η Σρι Λάνκα έκτοτε έζησε κι άλλες ταραχές, σήμερα δείχνει να έχει ηρεμήσει (;). Η C. Nordstrom ξαναμίλησε πολλές φορές με τη φίλη της και θυμήθηκαν εκείνη τη νύχτα. Σε μια πρόσφατη πλέον κουβέντα τους, η γυναίκα παρατήρησε: 



Ξέρεις, μοιάζει παράλογο να αφήσει κανείς  ό,τι πιο απαραίτητο στον δρόμο. Αν το σκεφτείς όμως, δεν είναι εξίσου παράλογο να σκοτώνει κανείς ανθρώπους για την ταυτότητά τους: Ταμίλ, Σινχάλα, Βουδιστές, Ινδουϊστές, Μουσουλμάνοι; Η τσάντα μου ήταν γεμάτη από «ταυτότητα»: το δίπλωμά μου, η αστυνομική μου ταυτότητα, οι άδειές μου, τα δικαιολογητικά μου. Πρόσφατα όμως το σκέφτηκα: όλα εκείνα τα χαρτιά ήταν δικαιολογητικά φόνου. Άφησα τα γυαλιά και τα κλειδιά μου• ίσως δεν ήθελα να βλέπω αυτό που συνέβαινε, και το κλειδί ήταν μόνο μια ψευδαίσθηση ασφάλειας εκείνη τη νύχτα που το πλήθος έσπαγε παράθυρα κι έμπαινε στα σπίτια. Τη βαλίτσα μου; Ήταν βαριά, κι όταν παίζεται στα ζάρια η ζωή σου, τα παπούτσια και τα όμορφα σάρι δε σημαίνουν τίποτα. Νομίζω όμως ότι υπάρχει και κάτι ακόμα: παντού τριγύρω μου ο κόσμος έκλεβε από τους τραυματίες και τους σκοτωμένους, από τα έρημα σπίτια και τα μαγαζιά που καίγονταν. Τι είμαστε εμείς οι άνθρωποι, που σκοτώνουμε για μια τηλεόραση ή ένα στολίδι; Η βαλίτσα μου ήταν γεμάτη από τέτοια στολίδια, έγινε ασήκωτη κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα άφησα όλα πίσω μου. Όμως εκείνο το καρπούζι... Ήταν βαρύ και ούτε που μπορώ να φανταστώ πώς θα φαινόμουν, μια ηλικιωμένη γυναίκα να περπατά μέσα στις φωτιές και στα ερείπια με ένα καρπούζι στην αγκαλιά της. Ήταν όμως κάτι αγνό, χωρίς βία. Ένα δώρο για την οικογένειά μου που δεν κόστισε τη ζωή κανενός. Κάτι που έμοιαζε να αντιπροσωπεύει τη λογική και την αλληλοβοήθεια σ’ έναν κόσμο που τρελάθηκε. Το καρπούζι κλείνει το μέλλον μέσα του, στα σπόρια του. Να, ίσως αυτό προσπαθούσα να κάνω.


Μέσα στον ζόφο και την τρέλα, τα φρούτα έχουν τη δύναμη να σε βοηθήσουν. Μπορούν να σου εξηγήσουν ότι δεν είσαι εσύ ο τρελός, ότι όλοι οι άλλοι έχουν τρελαθεί εκτός από εσένα. Δε θα σε προδώσουν ποτέ, λένε πάντα την αλήθεια.