Μ’ αρέσει αυτός ο τύπος, λέγεται Σομπάτ: είναι νέος• δείχνει να είναι σεμνός και κάθε άλλο παρά καβαλημένο καλάμι• είναι πανέξυπνος (θα πούμε παρακάτω γι’ αυτό)• δείχνει να έχει υπευθυνότητα κι επαφή με την πραγματικότητα• είναι μέσ’ στην πιάτσα• ξέρει να κάνει δουλειά και να την κάνει καλά, δεν του αρκεί μόνο η ηθική νίκη (δηλαδή η ήττα, να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους), αλλά καταφέρνει να επιτυγχάνει ουσιαστικές νίκες• έχει χιούμορ.
Δίνω πρώτα με λίγα λόγια το ευρύτερο πλαίσιο και μετά θα μπω στο θέμα: Το 1997-1998 η Ταϊλάνδη χτυπήθηκε από τη φριχτή ασιατική οικονομική κρίση: φτώχεια, ανεργία, αλκοολισμός, ΔΝΤ, κατά τα γνωστά. Στην Ταϊλάνδη ειδικά, η ούτως ή άλλως ισχνή μεσαία τάξη σκουπίστηκε ταχύτατα και πολλά εκατομμύρια μικροαγροτών (πάνω από το 80% του πληθυσμού ζει σε μικρές επαρχιακές πόλεις και χωριά) εξαθλιώθηκαν εντελώς. Τα προηγούμενα χρόνια η χώρα ζούσε μια ψευδαίσθηση ανάπτυξης, φανταζόταν ότι θα γίνει η καινούργια Νότιος Κορέα, η κρίση όμως έδειξε τραγικά πόσο πήλινα πόδια είχε αυτή η ανάπτυξη, τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες. Το 2001 λοιπόν και με τη χώρα ακόμα καταβεβλημένη, ήρθε στην εξουσία ο Τάκσιν.
Δεν υπάρχει τίποτα μονομερώς άσπρο ή μαύρο που μπορεί να πει κάποιος γι’ αυτόν τον τόσο συζητημένο πολιτικό, σε κάθε του θετικό είχε κι ένα αρνητικό, και σε κάθε του αρνητικό κι ένα θετικό. Εδώ τον είχα παραλληλίσει με τον Πεισίστρατο και τον Ανδρέα Παπανδρέου μαζί. Ας πούμε πρώτα μερικά από τα στραβά του: ήταν πάμπλουτος (στην Ασία δεν γίνεσαι πλούσιος χωρίς βρωμιές), λαϊκιστής, φιλόδοξος, αυταρχικός. Ήταν επίσης αυτό που οι αμερικάνοι λένε «νέο χρήμα» (nouveau riche / new money) – δηλαδή επιχειρηματικό κεφάλαιο, σε αντιδιαστολή με το παλαιό κεφάλαιο, την άτυπη αριστοκρατία της Ταϊλάνδης που, κατά βάση, ήταν φεουδαρχική – προσοδοθηρική. Γι’ αυτό και ποτέ δεν υπήρξε πραγματικό μέλος της, ο Τάκσιν ήταν μια αριστοκρατία μόνος του.
Ας πούμε τώρα και μερικά από τα θετικά του, το εξής ένα: διοχέτευσε τεράστια ποσά σε πολλά μέτρα στήριξης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ειδικά στην επαρχία της χώρας. Αμέτρητοι μικροαγρότες, μικροκαταστηματάρχες, μικροτεχνίτες, πωλητές του δρόμου, εργάτες κ.λπ., που είχαν χτυπηθεί άγρια από την κρίση, βγήκαν από τη φτώχεια και την εξαθλίωση επί Τάκσιν, δεν πιστεύω να είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο στην ιστορία της Ταϊλάνδης, τουλάχιστον όχι τόσο μαζικά και γρήγορα. Ό,τι κι αν ήταν τελικά ο Τάκσιν, άγγελος ή διάβολος (ή και τα δύο μαζί), συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι ο μόνος πολιτικός στην ιστορία της χώρας που οφέλησε τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, κανείς άλλος δεν φέρει αυτόν τον τίτλο• και η πρωθυπουργία του υπήρξε, για τους φτωχούς της Ταϊλάνδης, η πρώτη φορά που ένιωσαν ότι αυτό που λέμε «πολιτική» παίζει κάποιο ρόλο στη ζωή τους. Η παροιμία από τη γειτονική Βιρμανία – που ισχύει μια χαρά και για την Ταϊλάνδη – λέει ότι τα πέντε κακά της ζωής είναι η φωτιά, οι πλημμύρες, οι κλέφτες, οι κακόβουλοι άνθρωποι και η κυβέρνηση• φανταστείτε το ευχάριστο σοκ εκατομμυρίων ανθρώπων όταν ξαφνικά διαπίστωσαν πως αυτό το παροιμιώδες κακό, η κυβέρνηση, μπορεί να γίνει ακόμα και καλό, να τους βοηθήσει στη ζωή τους. Είναι έκπληξη λοιπόν που ο κόσμος λάτρεψε τον Τάκσιν;
Τη συνέχεια την έχετε διαβάσει στις εφημερίδες. Ο Τάκσιν κέρδισε με συντριπτικό ποσοστό τις εκλογές του 2005, όμως η ελίτ της Ταϊλάνδης άρχισε να νιώθει απειλούμενη από αυτόν τον τόσο δημοφιλή πολιτικό, οπότε συνασπίστηκε με τους εθνικιστές – τους ταϊλανδούς χρυσαυγίτες, ας πούμε – ρίξανε τη χώρα σε πολιτική κρίση και το 2006 καθαίρεσαν την κυβέρνηση Τάκσιν με στρατιωτική επέμβαση. Ήταν τότε, αμέσως μετά το πραξικόπημα, που άρχισε να σχηματίζεται το γνωστό πολιτικό κίνημα των Κόκκινων (red shirts) – ένα κίνημα γνήσια λαϊκό και σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητο, απροσχεδίαστο.
Το αρχικό τους αίτημα ήταν απλό: ψηφίσαμε τον Τάκσιν, μην κλέβετε τις ψήφους μας! Ήταν κατά βάση επαρχιώτες και μικροαγρότες, με συμμετοχή κι από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της πρωτεύουσας, που υποστήριζαν τον άνθρωπο που άλλαξε τις ζωές τους, κι αντιδρούσαν στα νομιμοποιητικά προσχήματα του πραξικοπήματος («ο κόσμος είναι ανώριμος, αγράμματος, γίνεται έρμαιο στα χέρια λαϊκιστών πολιτικών, δεν έχει συγκρότηση και εθνικό κριτήριο να ψηφίζει σωστά κ.λπ.»). Στην πορεία και με την καταστολή που δέχονταν, ο προβληματισμός των Κόκκινων επεκτάθηκε σε πολύ περισσότερα θέματα, πολιτικά και ταξικά, ενώ οι γραμμές τους άρχισαν να πληθαίνουν κι από άλλα κοινωνικά στρώματα: φοιτητές, τμήματα της μεσαίας τάξης, πρωτευουσιάνοι, επιχειρηματίες, πανεπιστημιακοί, κοινωνικοί ακτιβιστές, ακόμα και παλιότεροι κριτικοί του Τάκσιν, που στηλίτευαν μεν την αυταρχικότητά του όμως το πραξικόπημα δεν το δικαιολογούσαν με τίποτα. Όλους αυτούς τους τράβηξε, σε μεγάλο βαθμό, το ισχυρό πρόταγμα για δημοκρατία που έβαζαν πρώτα και καλύτερα οι Κόκκινοι: η λαϊκή βούληση, όπως εκφράζεται μέσα από τις εκλογές, δεν παζαρεύεται.
Κατά τα επόμενα χρόνια, η Ταϊλάνδη άρχισε να βάφεται όλο και περισσότερο κόκκινη: το κίνημα αναπτύχθηκε σαν το ίντερνετ, χωρίς κεντρικό αρχηγείο και επιτελείο, αλλά με ένα δίκτυο από μικρές τοπικές εστίες, στέκια, χώρους συζητήσεων, μαγαζιά κ.λπ., ακόμα και ολόκληρα κόκκινα χωριά. Στις συγκεντρώσεις τους μπορούσε να βρει κανείς τη νοικοκυρά και τον διανοούμενο, τον αγρότη και τον πανεπιστημιακό, τον μορφωμένο και τον αμόρφωτο. Το κόμμα που υποστήριζαν κέρδισε τις εκλογές του 2007, όμως οι Κόκκινοι είδαν πάλι τις ψήφους τους να ακυρώνονται δικαστικά με διάφορες προφάσεις. Η οργή τους ήταν φοβερή όπως και η καταστολή την οποία υφίσταντο• οι δολοφονημένοι, οι τραυματίες και οι φυλακισμένοι άρχισαν να μαζεύονται σε πολλές εκατοντάδες, ενώ οι τραμπουκισμοί, η κατασυκοφάντηση και η τρομοκράτηση που δέχονταν ήταν στην ημερήσια διάταξη. Κατάφεραν όμως, υπό αυτές τις συνθήκες και με μια τέτοια οργή, να συγκρατήσουν τις δικές τους ακρότητες σχεδόν ολοκληρωτικά, να αποφύγουν το οφθαλμόν αντί οφθαλμού, τη στιγμή που δέχτηκαν πολλή βία και πλήρωσαν μεγάλο φόρο αίματος. Αν είχαν καταφύγει στο οφθαλμόν αντί οφθαλμού, το αποτέλεσμα θα ήταν ο εμφύλιος πόλεμος – κανονικός εμφύλιος, να χωριζόταν η Ταϊλάνδη σε δύο χώρες, ο βορράς και το ΒΑ τμήμα από τη μια (η «κόκκινη Ταϊλάνδη») και η ευρύτερη περιοχή της Μπανγκόκ από την άλλη. Το αποκορύφωμα ήρθε τον Μάιο του 2010, με τις μεγάλες διαδηλώσεις των Κόκκινων στην πρωτεύουσα, στις οποίες η (διορισμένη) κυβέρνηση απάντησε δημοκρατικότατα στέλνοντας τεθωρακισμένα και ελεύθερους σκοπευτές στους διαδηλωτές. Μπορείτε να πάρετε μια ιδέα εδώ, όμως τα διαβάσατε τότε και στις εφημερίδες. Αποτέλεσμα: 91 νεκροί και κάπου 2.000 τραυματίες.
Οι Κόκκινες Κυριακές
Ας μπούμε τώρα στο θέμα μας: μετά την καταστολή των διαδηλώσεων τον Μάιο του 2010, στους Κόκκινους επικρατούσε οργή και φόβος. Πολλοί είχαν φίλους ή συγγενείς που σκοτώθηκαν, ακρωτηριάστηκαν, τραυματίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Πολλοί είδαν δίπλα τους ανθρώπους να σωριάζονται νεκροί ή να αποσυναρμολογούνται σε χέρια, πόδια και εντόσθια (υπάρχουν σχετικά βίντεο στο YouTube, μην το ψάξετε αν δεν το αντέχετε). Με την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που επιβλήθηκε από την κυβέρνηση, απαγορεύτηκαν οι συναθροίσεις άνω των πέντε ατόμων, ενώ οι ξένες πρεσβείες συμβούλευαν τους ταξιδιώτες στην Ταϊλάνδη να μη φοράνε κόκκινα ρούχα. Πολλοί κρύβονταν να γλιτώσουν από την αστυνομία ή την παρα-αστυνομία κι ολόκληρες περιοχές της χώρας έβραζαν από οργή. Έπεσε πρόταση στους Κόκκινους για ένοπλο αγώνα, δηλαδή για σχηματισμό αντάρτικου σώματος, ακόμα και για να οδηγηθούν τα πράγματα σε εμφύλιο. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα ήταν που ξεκίνησαν οι Κόκκινες Κυριακές του Σομπάτ:
Ιούλιος 2010, μια ευχάριστη Κυριακή στο πάρκο Λουμπίνι, το μεγαλύτερο της Μπανγκόκ. Μόλις δυο μήνες πριν, το μέρος έβραζε από διαδηλωτές και στρατό, με Κόκκινους να πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες. Τον Ιούλιο όμως και με την απαγόρευση των συναθροίσεων, τίποτα δεν μαρτυρούσε το πρόσφατο αίμα, ο κόσμος στο πάρκο πλέον έκανε βόλτες, αερόμπικ, πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα κ.λπ., κάτω από τη διακριτική παρουσία της αστυνομίας. Ησυχία, τάξις, ασφάλεια.
Η ιδέα ήταν του Σομπάτ: εφόσον δε θα μας αφήσουν να κάνουμε πολιτική συγκέντρωση στο Λουμπίνι, ας πάμε να κάνουμε αερόμπικ κι εμείς. Εκείνη την Κυριακή λοιπόν, ο κόσμος στο πάρκο είδε ένα περίεργο θέαμα: ξαφνικά εμφανίστηκαν κάπου 1.000 Κόκκινοι – άντρες, γυναίκες, νέοι, ηλικιωμένοι, ολόκληρες οικογένειες με τα παιδιά τους – και συγκεντρώθηκαν σε ένα κεντρικό σημείο του πάρκου με πανό που έγραφαν: ΕΔΩ ΥΠΗΡΞΑΝ ΝΕΚΡΟΙ. Μερικοί έλεγαν και την ατάκα από την τανία H Έκτη Αίσθηση: I see dead people... Πολλοί φορούσαν μέικ-απ φαντάσματος (αναφορά στους νεκρούς) κι έκαναν πρώτα ένα μικρό τελετουργικό: ξάπλωσαν στο χώμα, σαν σωριασμένα κορμιά, ενώ οι υπόλοιποι τούς στόλιζαν με τριαντάφυλλα και νεκρικά αφιερώματα. Κάποιοι ξεσπούσαν σε κλάματα καθώς θυμόντουσαν τους δικούς τους ανθρώπους που σκοτώθηκαν. Ειπώθηκαν μερικά λόγια να τιμήσουν τους σκοτωμένους, ενώ οι δημοσιογράφοι, που είχαν ειδοποιηθεί, τραβούσαν φωτογραφίες. Μόλις τέλειωσε η τελετή, οι «νεκροί» σηκώθηκαν κι όλος ο κόσμος άρχισε να κάνει αερόμπικ υπό τους ήχους των Κόκκινων τραγουδιών – το οποίο αερόμπικ γρήγορα εκφυλίστηκε σε καλαμπούρια, πειράγματα και γέλια, ενώ κάθε τόσο έβγαινε ένα ισχυρό, σχεδόν ποδοσφαιρικό fuck you! των συγκεντρωμένων προς την κυβέρνηση. Τα παιδιά έπαιζαν, οι πιτσιρικάδες φλέρταραν, οι περαστικοί μαζεύονταν και πιάναν κουβέντα με τους Κόκκινους, κάποιοι είχαν φέρει φαγητό και μοίραζαν στον κόσμο, ενώ η αστυνομία είχε πάθει νευρικό κλονισμό μην ξέροντας αν πρέπει να επέμβει ή όχι. Στο τέλος ο Σομπάτ έδωσε και μια παράσταση παντομίμας (είναι καλός, επαγγελματίας) παριστάνοντας όλη την εμπειρία των Κόκκινων τα προηγούμενα χρόνια: τις δολοφονίες, τη λογοκρισία, τις διώξεις, τις φυλακίσεις κ.λπ. από τις κυβερνήσεις της ελίτ• φυσικά, καταλάβαιναν όλοι, όμως αν τα έλεγε όλα αυτά σε κανονική ομιλία, θα έδινε ίσως λαβή στην αστυνομία να επέμβει.
Κι επειδή μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις, δείτε παρακάτω ένα δείγμα από το κόκκινο αερόμπικ. Κι επειδή ένα βίντεο είναι χίλιες εικόνες, παρακολουθήστε και το βίντεο στο τέλος. Μην ξεχνάτε, καθώς παρακολουθείτε, ότι η αστυνομία όλη αυτήν την ώρα ήταν συνεχώς στο: «Τι κάνουμε; Επεμβαίνουμε ή δεν επεμβαίνουμε;»
Ο Σομπάτ δίνει παράσταση (στο παρακάτω βίντεο μπορείτε να δείτε και λίγη από την παντομίμα του, από το 1:10 και μετά) - οι φωτογραφίες είναι όλες από το prachatai
Κάπως έτσι λοιπόν ήταν μια τυπική Κόκκινη Κυριακή – οι οποίες ξεκίνησαν τον Μάιο του 2010, αμέσως μετά την αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων στην Μπανγκόκ, και συνεχίστηκαν ανελλιπώς κάθε Κυριακή για πάνω από δύο χρόνια. Ένα μίγμα από δάκρυα και γέλια, καρναβαλικές (για να τραβάνε την προσοχή του κόσμου και των δημοσιογράφων) αλλά και σοβαρές ταυτόχρονα, έντονα συμβολικές και τελετουργικές, αλλά επίσης παιχνιδιάρικες και χιουμοριστικές, ακτιβιστικές μεν όμως και οικογενειακές ώστε να μην τρομάζουν οι περαστικοί. Αλλά και να φέρνουν σε δύσκολη θέση την αστυνομία! Ο Σομπάτ καταλάβαινε καλά ότι αν οι εκδηλώσεις περιελάμβαναν κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί «πορεία», «συλλαλητήριο», «πολιτική συγκέντρωση», τότε οι Κόκκινοι θα έβρισκαν γρήγορα απέναντί τους τα ΜΑΤ και τους στρατιώτες, θα θεωρείτο παραβίαση του διατάγματος εκτάκτου ανάγκης. Οπότε έπαιξε αυτό το παιχνίδι ακριβώς στα όρια, με όρους και πρωτοβουλίες που προκαλούσαν σύγχυση στην αστυνομία.
Οι Κόκκινες Κυριακές όμως δεν ήταν και 100% πάρτι• είχαν στιγμές πικρές και φορτισμένες, ειδικά όταν γινόταν συμβολικές τελετές προς τιμήν των νεκρών. Οι Κόκκινοι ήταν εξοργισμένοι κι ο εμφύλιος πόλεμος ήταν κοντά, χρειάζονταν μια δυνατή εκτόνωση, ένα εμφατικό fuck you! προς την (διορισμένη) κυβέρνηση, τον στρατό και την ελίτ: είμαστε εδώ, είμαστε η πλειοψηφία, δεν σας φοβόμαστε. Οι συμμετέχοντες μπορούσαν να συλληφθούν ανά πάσα στιγμή και το ήξεραν, όμως η αλήθεια είναι ότι έχεις μια ιδιόρρυθμη προστασία όταν δίνεις παραστάσεις του δρόμου και μαζεύονται γύρω σου οι τουρίστες, όταν έχεις στις τάξεις σου ηλικιωμένους και μαμάδες με μωρά, όταν περιτριγυρίζεσαι από δημοσιογράφους και πιάνεις κουβέντα με τους περαστικούς – ακόμα και με τους αστυνόμους που σε περιφρουρούνε! Διασκεδάζω καθώς φαντάζομαι πόσες φορές στο αρχηγείο της αστυνομίας πρέπει να έγινε ένας διάλογος σαν τον παρακάτω:
- Θα τους δείξουμε εμείς!
- Τι θα τους δείξουμε, ρε συ; Θα στείλουμε τα ΜΑΤ και τον στρατό σε μίμους και ηθοποιούς; Σε γιαγιάδες που κάνουν αερόμπικ; Θα γελάει μαζί μας όλος ο πλανήτης! Θα φανούμε ότι φοβόμαστε και τη σκιά μας. Και πώς θα πείσουμε τους στρατιώτες ότι όλοι αυτοί είναι «ο εχθρός»;
Δείτε αυτό το ποστ από το μπλογκ ενός Αμερικάνου τουρίστα (Jerry Nelson), που έτυχε να πέσει πάνω σε μια Κόκκινη Κυριακή χωρίς καν να ξέρει περί τίνος πρόκειται. Έβγαλε φωτογραφίες, το διασκέδασε, προβληματίστηκε για την πολιτική κατάσταση της Ταϊλάνδης, κι έμεινε με θετικές εντυπώσεις από τους Κόκκινους: An article on Thai Visa dot com this morning said that after the demonstration, people went to Walking street and were reported as intimidating. I happened to be there and I certainly saw nothing threatening or intimidating. They were chanting and having encouraging each other, but they were certainly not intimidating. Frankly I found them friendly, sincere but still of good humor.
Κάπως έτσι κερδίζεις τους περαστικούς και τους ουδέτερους, ακόμη και τους τουρίστες. Επίσης, δείχνεις στην ελίτ και στον στρατό ότι τους αψηφάς, δεν τους φοβάσαι. Επίσης, τονώνεις το ηθικό των ανθρώπων σου σ’ όλη τη χώρα και σ’ όλο τον κόσμο. Δείτε μια ακόμα άλλη Κόκκινη Κυριακή σε κεντρικό σημείο της Μπανγκόκ, σε ένα άλλο μέρος όπου σκοτώθηκε κόσμος στις μεγάλες διαδηλώσεις του 2010:
Οι φωτογραφίες από το μπλογκ Thailand’s Troubles
Κόκκινοι και στο Αμβούργο (οι φωτογραφίες του Saksith Saiyasombut)
Κόκκινοι και στο Λονδίνο (οι φωτογραφίες της Wanpen Hedges)
Οι ιδέες που σκαρφίστηκε ο Σομπάτ όλα αυτά τα χρόνια ήταν ατελείωτες: κόκκινες ποδηλατοδρομίες, κόκκινο τζόκινγκ, κόκκινοι χοροί, κόκκινα παιχνίδια, απελευθέρωση κόκκινων μπαλονιών προς τιμήν των νεκρών, κόκκινες βόλτες, κόκκινα ψώνια στα μαγαζιά, κόκκινα πανηγύρια, κόκκινα δείπνα κ.α. Τον Ιανουάριο του 2011 και κατά την Ημέρα του Παιδιού, οι Κόκκινοι σ’ όλη τη χώρα οργάνωσαν εκδηλώσεις με παιχνίδια, μαθήματα δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τα παιδιά, με κεντρικό σύνθημα: «τα παιδιά μας πιστεύουν στη δημοκρατία και δεν παίζουν με στρατιώτες» – παραδοσιακά, την Ημέρα του Παιδιού, ανοίγουν τα στρατόπεδα και τα παιδιά πηγαίνουν να παίξουν με τους στρατιώτες, ν’ ανεβούν επάνω σε τανκς και να ακούσουν ηρωικούς λόγους που νομιμοποιούν την παρουσία του στρατού στη χώρα (η Ταϊλάνδη έχει τον 17ο μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο, ακόμα και αεροπλανοφόρο έχει, όμως ουσιαστικά είναι μια χώρα που δεν έχει γνωρίσει πόλεμο στην ιστορία της). Οι Κόκκινοι χρησιμοποίησαν έξυπνα και αποτελεσματικά τα social media για την οργάνωσή τους, ενώ κέρδισαν και τη μάχη του ίντερνετ (παρόλη τη λογοκρισία της κυβέρνησης). Στις εκλογές του Αυγούστου 2011, η ελίτ δέχτηκε ένα ακόμα δυνατό χαστούκι, όταν το υποστηριζόμενο από τους Κόκκινους κόμμα κέρδισε για μια ακόμα φορά τις εκλογές, δείχνοντας εμφατικά ότι οι Ταϊλανδοί στην πλειοψηφία τους ήταν και θα παραμείνουν «ανώριμοι, αγράμματοι, χωρίς πολιτικό κριτήριο, που παρασέρνονται από ιδιοτελείς πολιτικούς κ.λπ.». Φυσικά, για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή – όπως και για να πάψει να ανακατεύεται ο στρατός στην πολιτική. Αλλά η ελίτ και οι ταϊλανδοί χρυσαυγίτες πλέον έχουν μείνει χωρίς εύκολες απαντήσεις.
Μόλις πριν δύο μήνες, τον περασμένο Νοέμβριο, οι εθνικιστές κάλεσαν ανοιχτά τον στρατό να κάνει πραξικόπημα και να παγώσει την ταϊλανδική δημοκρατία. Αμέσως μετά από αυτό, την Κυριακή 18 του μηνός, οι πολυάριθμοι επιβάτες στον κεντρικότερο σταθμό του μετρό της Μπανγκόκ απόλαυσαν ένα απίθανο θέαμα: μερικές χιλιάδες Κόκκινοι, ντυμένοι με τα πιο χοντρά τους ρούχα, μαζεύτηκαν από όλες τις κατευθύνσεις με πανό κι επιγραφές: ΤΑΪΛΑΝΔΗ, Η ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΧΩΡΑ! ή ΘΑ ΠΑΓΩΣΕΙ ΟΠΟΙΟΣ ΒΑΛΕΙ ΤΗΝ ΤΑΪΛΑΝΔΗ ΣΤΟΝ ΠΑΓΟ! και διάφορα παρόμοια. Οι χοντροντυμένοι Κόκκινοι έμειναν εκεί για μερικές ώρες, βολτάροντας με το μετρό, πηγαίνοντας για παγωτό στα γύρω μαγαζιά και λέγοντας στους περαστικούς: «Μπρρρ... τι ψοφόκρυο είν’ αυτό!» (η θερμοκρασία εντωμεταξύ γύρω στους 40 βαθμούς). Φυσικά, πόζαραν και για φωτογραφίες στους τουρίστες κάνοντας ότι τρέμουν από το κρύο.
Ειλικρινά πιστεύω ότι οι Κόκκινες Κυριακές ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που βοήθησαν την Ταϊλάνδη να αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο όλα αυτά τα χρόνια. Διότι στο φινάλε, πρέπει όλοι να βρουν έναν τρόπο να συνυπάρξουν στην ίδια χώρα, όσες διαφορές κι αν τους χωρίζουν. Ο στρατός και τα ΜΑΤ δεν είναι λύση, δεν σημαίνει ότι άμα έχεις δικούς σου τους στρατηγούς και τα μεγάλα ΜΜΕ, κάνεις ό,τι θέλεις• το απέδειξε τρανταχτά ο Σομπάτ, πετώντας επανειλλημένως στα μούτρα της ελίτ την πρόκληση: «κάντε το, αν τολμάτε, να δούμε αν οι στρατιώτες κι οι αστυνομικοί θα εκτελέσουν τις διαταγές».