Να Θυμηθεί Τα Δόντια Του

Το κείμενο αυτό είναι μια άλλη ανάγνωση για το χρυσαυγίτικο φαινόμενο, καθότι οι σχετικές αναλύσεις που έχω διαβάσει δεν με ικανοποιούν. Ενδεχομένως δεν ικανοποιούν ούτε εσάς. Κάτι λείπει, κάποιος παράγοντας απουσιάζει από όλες τις γνώμες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη Χρυσή Αυγή... Τι είναι αυτό που έκανε τόσες εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, οι οποίοι δεν είναι ούτε τραμπούκοι ούτε ουγούρθουτου, να ψηφίσουν τους τραμπούκους και τους ουγούρθουτου; Σήμερα, μετά τη δολοφονία Φύσσα, η ΧΑ έχει μείνει με ένα ποσοστό υποστηρικτών περίπου 8%, το οποίο δεν δείχνει να ξεκολλά με τίποτα – έχω την αίσθηση ότι ακόμα κι αν αύριο βγει ο Μιχαλολιάκος και πει: «σας κοροϊδεύαμε, ήμασταν απλά και μόνο μια σπείρα που εξυπηρετούσε συμφέροντα», πάλι αυτό το 8% δεν πρόκειται να ξεκολλήσει. Θέλω λοιπόν εδώ να προτείνω μια διαφορετική ανάγνωση για προβληματισμό και συζήτηση:


Μυρμήγκια και Ποντίκια, Βουβάλια και Ελέφαντες
Ο Paulo Freire (1921 – 1997) ήταν ένας γνωστός βραζιλιάνος παιδαγωγός, κοινωνικός αγωνιστής και φιλόσοφος, που αφιέρωσε τη ζωή του στη μόρφωση και χειραφέτηση (δεν τα έβλεπε διακριτά αυτά τα δύο αλλά συμπληρωματικά, είχε εναλλακτικό όραμα για το σχολείο) των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα γι’ αυτόν, μπορείτε εύκολα να βρείτε πληροφορίες στο ίντερνετ (προσοχή, υπάρχει και αστρονόμος με το ίδιο όνομα). Ο Freire με ενδιαφέρει εδώ για τρεις λόγους:

(1) Δεν ήταν φιλόσοφος εκ του ασφαλούς. Δούλεψε κι αγωνίστηκε πολύ, φυλακίστηκε και εξορίστηκε για τη δράση του – αν υπάρχουν άνθρωποι που έκαναν τον κόσμο λίγο καλύτερο, ένας από αυτούς ήταν ο Freire. Και δεν ήταν ακριβώς «φιλόσοφος» αλλά «παιδαγωγός που φιλοσοφούσε», δηλαδή δεν έφτιαχνε ωραίες θεωρίες από την ησυχία του γραφείου του, απομακρυσμένος από την πραγματικότητα, αλλά προβληματιζόταν πάνω στο βιωμένο υλικό του, το οποίο προήρθε από την επαφή του με πάρα πολλούς πάμφτωχους χωρικούς.

(2) Δεν ήταν ευρωπαίος ή αμερικάνος, οπότε η σκέψη του ήταν λιγότερο αλλοιωμένη από την ευρωπαϊκή μόλυνση, τον δυτικό τρόπο σκέψης.

(3) Κρίνω ότι κάποιες παρατηρήσεις του έχουν κάτι να πουν και για το φαινόμενο των ψηφοφόρων ΧΑ. Δεν τα λένε όλα, δεν ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο, ίσως όμως να εντοπίζουν αυτόν τον παράγοντα που μας διαφεύγει και ενδεχομένως προσφέρουν γραμμή πλεύσης για το μέλλον.

Ο Freire λοιπόν παρατηρούσε τον τρόπο με τον οποίο οι καταπιεσμένοι ερμηνεύουν την κατάστασή τους και βγάζουν νόημα από αυτήν. Ο ίδιος δεν χώριζε τους ανθρώπους σε «αριστερούς», «δεξιούς», «ακροδεξιούς», «εθνικιστές», «κεντροαριστερούς» κ.λπ., έκρινε ότι ήταν επιφανειακοί αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Υπάρχει κάτι θεμελιωδέστερο και πολύ πιο ισχυρό στη νοηματοδότηση που κάνει ο καταπιεσμένος, το οποίο, σε δεύτερο χρόνο, δίνει τον τόνο και για την πολιτική του τοποθέτηση (ή την ανυπαρξία της): Πώς ερμηνεύει την αιτιότητα και πώς αποδέχεται τη σχέση του εαυτού του με τον κόσμο; Μπαίνω αμέσως στο ψητό:

Το σημείο εκκίνησης είναι η Κουρασμένη Αντίληψη για την αιτιότητα και τη σχέση του ατόμου με τον κόσμο. Αυτή αποδέχεται τη ζωή έτσι όπως τη βρίσκει. Ο Κουρασμένος πρώτα αποφασίζει ότι δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή του και να κάνει κάτι, νιώθει μυρμήγκι απέναντι σε ελέφαντα, οπότε προσαρμόζει τον τρόπο σκέψης και την κοσμοθεώρησή του σε μια μυρμηγκίστικη αντίληψη των πραγμάτων. Δηλαδή, αφήνεται παθητικά στις επιδιώξεις κάθε υπέρτερης δύναμης, σε όλα τα ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) που αυτή διακηρύσσει, και «αντιδρά» στους περιορισμούς που τον συντρίβουν με το να τους αρνείται: δεν τους αντιλαμβάνεται καν ως περιορισμούς, δεν αναγνωρίζει ότι η ζωή του έχει πρόβλημα. Όπως έλεγε κι ο Steven Biko για τη Νότια Αφρική: «Το ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου».

Οι Κουρασμένοι είναι παραιτημένοι και συνήθως ταλαιπωρημένοι. Απλώς μεθάνε κάθε βράδυ, ξεχνιούνται στην τηλεόραση (και στο φέισμπουκ), περιμένουν τον θάνατο ως λύτρωση, ίσως παρηγοριούνται με τη σκέψη κάποιας μετά θάνατον ανταμοιβής, κάποιας καλύτερης γέννησης στην επόμενη ενσάρκωση, ή ότι τα βάσανά τους είναι ηθικώς δίκαια και αρεστά στον Θεό, ότι μαζί τα φάγαμε κ.λπ. Στο φινάλε, εμφανίζονται πάντα μοιρολάτρες: τι μπορεί να κάνει ένα μυρμήγκι απέναντι σ’ έναν ελέφαντα;

Ξεπερνώντας το στάδιο της Κουρασμένης Αντίληψης, περνά κανείς πάντα από τη Θυμωμένη Αντίληψη. Οι Θυμωμένοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν τα ΤΙΝΑ και τους περιορισμούς που τους επιβάλλονται από τις υπέρτερες δυνάμεις της ζωής, δεν τα αρνούνται: Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ / Μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Όμως δεν μπορούν να κάνουν τη σύνδεση της κατάστασής τους με τον κόσμο, οπότε καταφεύγουν σε ανιμισμούς για να δώσουν ερμηνεία.

Ένας Θυμωμένος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ηθικά ανώτερο από την πραγματικότητα, οπότε νιώθει ελεύθερος να την κατανοήσει όπως θέλει. Καθότι συνειδητοποιεί ότι δεν έχει τον εμπράγματο έλεγχο της ζωής του, θέλει τουλάχιστον να έχει τον ηθικό έλεγχο. Κι επειδή ακόμα αδυνατεί να κατανοήσει τον εαυτό του ως μέρος του κόσμου, ελέγχει τη ζωή και την κατακτά με συμβολικό-μαγικό τρόπο, αντιλαμβάνεται την αιτιότητα εντοπισμένη και εμπρόθετη. Τις περισσότερες φορές φτάνει να νιώθει το πρόβλημά του ως ατύχημα, ως σύμπτωση: ο εκμεταλλευτής γαιοκτήμονας και ο νταής επιστάτης του έτυχε να είναι παλιάνθρωποι και με βασανίζουν• η Μέρκελ και ο Σαμαράς έτυχε να είναι καθάρματα. Και γιατί όλοι αυτοί είναι καθάρματα; Εδώ χρειάζεται ένας ανιμισμός να εξηγήσει τα ανεξήγητα: διότι είναι Κακοί Άνθρωποι (ανθέλληνες, πιόνια των Σιωνιστών, μέλη της Λέσχης Μπίλντενμπεργκ κ.α.). Όπως στα ουέστερν της δεκαετίας του ’50, που ο Κακός ήταν πολύ κακός, ανεξήγητα κακός (φορούσε μαύρο καπέλο, ήταν και ασχημομούρης), ενώ ο Καλός, με τη σειρά του, ήταν υπερβολικά και ανεξήγητα καλός (ομορφόπαιδο, φορούσε και άσπρο καπέλο). Όμως δεν δινόταν κάποια εξήγηση γιατί: απλά έτσι έτυχε, στον κόσμο υπάρχουν Καλοί και Κακοί Άνθρωποι.

Είναι μεγάλο το άλμα από την Κούραση στον Θυμό. Τουλάχιστον εδώ αρχίζει κάποιος να νοιάζεται για την κατάστασή του («νοιάζεται» με την έννοια του αγγλικού giving a damn) – διότι ο Κουρασμένος απλά δεν νοιάζεται, μυρμήγκι απέναντι στον ελέφαντα. Ο Θυμωμένος όμως δεν αισθάνεται τα ΤΙΝΑ των εκμεταλλευτών ως ελέφαντα αλλά ως κάτι μικρότερο – ας πούμε, βουβάλι. Και τον εαυτό τον νιώθει ως κάτι μεγαλύτερο από μυρμήγκι – ας πούμε, ποντίκι. Ένα ποντίκι απέναντι σε ένα βουβάλι πάλι δεν μπορεί να κάνει κάτι πρακτικό, συνεχίζει να είναι μεγάλη η διαφορά ισχύος• τουλάχιστον όμως μπορεί να οργιστεί, δηλαδή να πολεμήσει σε ηθικό επίπεδο: κι επαναστάσεις στα όνειρά του αναζητεί. Ή σε ανιμισμούς προκειμένου να διατηρηθεί με κάθε κόστος η ανημπόρια του απέναντι στον κόσμο.

Από κάποια στιγμή και μετά, ο Θυμωμένος αρχίζει να μην ικανοποιείται με ανιμιστικές ερμηνείες. Αρχίζει να καταλαβαίνει ότι οι «κακοί άνθρωποι» – ο επιστάτης κι ο γαιοκτήμονας, η Μέρκελ κι ο Σαμαράς, δεν το ξέρουν ότι είναι κακοί. Ο Θυμωμένος παύει να είναι Θυμωμένος όταν αλλάζει αυτό που βλέπει: όχι έναν κόσμο που αποτελείται από Καλούς και Κακούς Ανθρώπους, αλλά έναν κόσμο που αποτελείται από προστάτες συμφερόντων και φορείς ιδεολογιών – οι οποίοι, φυσικά, δεν το ξέρουν ότι είναι φορείς ιδεολογιών, θεωρούνε ότι αντικρύζουν την πραγματικότητα (και η πραγματικότητά τους περιλαμβάνει «κατώτερους ανθρώπους» που πρέπει να σωθούνε από τον εαυτό τους: and in spite of himself, the native must be helped). Όταν ο Θυμωμένος καταλάβει ότι οι κακοί δεν ξέρουν ότι είναι κακοί, τότε αρχίζει να αντιλαμβάνεται το ίδιο και για τον εαυτό του, όλα τα ΤΙΝΑ που κατάπιε αμάσητα και τις κυρίαρχες ιδεολογίες που αποδέχτηκε. Παύει λοιπόν να βλέπει τα προβλήματά του ως τυχαία: και να μην ήταν ο συγκεκριμένος επιστάτης, θα ήταν κάποιος άλλος εξίσου «κακός», διότι φυσικά θεωρεί φυσιολογικό να προστατέψει τα συμφέροντα του αφεντικού του, την τσέπη που τον πληρώνει• και να μην ήταν ο συγκεκριμένος γαιοκτήμονας, θα ήταν κάποιος άλλος που εξίσου θα ήθελε δουλοπάροικους να του οργώνουν τα χωράφια για ένα κομμάτι ψωμί (και που εξίσου θα νόμιζε ότι τους κάνει και χάρη κιόλας)• και να μην ήταν η συγκεκριμένη Μέρκελ ή ο συγκεκριμένος Σαμαράς, θα ήταν κάποιοι άλλοι, εξίσου φορείς της ίδιας ελιτίστικης ιδεολογίας, που θα προωθούσαν την ίδια ερμηνεία για την ευρωπαϊκή κρίση, για την ηθική ευθύνη του κόσμου, για το δίκαιο και ψυχοσωτήριο της λιτότητας, για τις ανύπαρκτες εναλλακτικές που διαθέτει η Ελλάδα κ.λπ. Τελικά, αλλάζει ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κανείς την αιτιότητα: αντί να τη βλέπει εντοπισμένη και εμπρόθετη, αρχίζει να ψάχνει για συστημικές και δομικές αιτίες. Όπως έλεγε ο βραζιλιάνος αρχιεπίσκοπος Helder Camara (1909 – 1999): Όταν μοιράζω φαγητό στους φτωχούς, όλοι με λένε άγιο. Όταν ρωτάω, «γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι φτωχοί;», όλοι με λένε κομμουνιστή. Ο Freire ονόμαζε αυτό το στάδιο: Κριτική Συνείδηση.

Η Κριτική Συνείδηση πάντα φέρνει αλλαγές και στον τρόπο που τοποθετεί κανείς τον εαυτό του απέναντι στον κόσμο, μαζί πάνε αυτά. Ο Θυμωμένος έχει δεχτεί ότι είναι ποντίκι απέναντι σε βουβάλι. Η Κριτική Συνείδηση όμως αισθάνεται τους περιορισμούς των καταπιεστών όχι ως βουβάλι αλλά ως κάτι μικρότερο – ας πούμε, άνθρωπο• και αισθάνεται τον εαυτό της όχι ως ποντίκι αλλά ως κάτι μεγαλύτερο – ας πούμε, σκύλο. Τώρα τα μεγέθη συγκρίνονται, η Κριτική Συνείδηση παύει να νιώθει ότι είναι κάτι ασθενές κι ασήμαντο ώστε να αποτραβιέται από τον κόσμο, αντίθετα αισθάνεται μέρος του κόσμου. Ο Freire τόνιζε ότι όλα αυτά πάνε πακέτο, το ένα φέρνει το άλλο, είναι μια ολιστική διαδικασία ωρίμανσης: Κριτική Συνείδηση = Συστημική αντίληψη των μηχανισμών της αιτιότητας = Τοποθέτηση του εαυτού ως μέρος του κόσμου, ως συγκρίσιμο μέγεθος ισχύος = Απόρριψη ερμηνειών με εντοπισμένη, εμπρόθετη αιτιότητα.

Να χρησιμοποιήσω εδώ τη βοήθεια μιας αναγνώστριας αυτού του μπλογκ, η οποία κάποτε μου εξομολογήθηκε την οδηγική της εμπειρία: «Όταν πρωτοβγήκα στο δρόμο μόνη μου, ήταν τρομακτικό. Έβλεπα παντού γύρω μου τέρατα έτοιμα να μου επιτεθούν. Σε κάποια στιγμή, αυτό άλλαξε. Έπαψα να βλέπω τέρατα. Άρχισα να βλέπω μαλάκες που δεν ξέρουν να οδηγούν». Έτσι ακριβώς αλλάζει η αντίληψη ενός Θυμωμένου για τον κόσμο. Απορρίπτει την εμπρόθετη, βουλητική αιτιότητα (Κακοί Άνθρωποι, τέρατα) και τους ανιμισμούς, καθώς αισθάνεται όλο και περισσότερο μέρος του κόσμου (ή της κυκλοφορίας), καθώς αποκτά όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εφαρμόσουμε το παραπάνω σκεπτικό στην περίπτωση της Ελλάδας: Ένα μεγάλο μέρος των μνημονιακών ψηφοφόρων και της εκλογικής αποχής ωφείλεται στην κούραση και τον φόβο. Ταλαιπωρημένοι άνθρωποι που δεν νιώθουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι και αποδέχονται μοιρολατρικά την κατεστημένη ερμηνεία της κρίσης, την ηθική ευθύνη του κόσμου, την ψυχοσωτήρια λιτότητα, την ανυπαρξία εναλλακτικών κ.λπ. «Το ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου».

Στους ψηφοφόρους ΧΑ θα πρέπει να αναζητήσουμε πάρα πολλούς Θυμωμένους, δηλαδή ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν τη σύνδεση του εαυτού τους με τον κόσμο. Πάντα βρίσκουν κάποιον ανιμισμό να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα (εθνοκαπηλεία, θεωρίες συνωμοσίας, μια κατά φαντασίαν ΧΑ στο μυαλό τους κ.λπ.), όμως αυτός έχει μικρή σημασία• το ουσιαστικό με τους Θυμωμένους είναι ότι αισθάνονται ποντίκια απέναντι σε βουβάλια, οπότε παγιδεύονται στον μικρόκοσμό τους χωρίς όραμα για κάποια εναλλακτική κατάσταση, δεν νιώθουν ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν παρά μόνο με μαγικές λύσεις. Το αντίστοιχο του «κερδίζω το λαχείο» σε επιστημολογικό επίπεδο: πλάθω έναν κόσμο Καλών και Κακών, οι Καλοί στο φινάλε θα θριαμβεύσουν, THE END. Όπως στα ουέστερν του ’50.

Δοκιμάστε να σκεφτείτε έτσι την κατάσταση μήπως κι έχει νόημα, συγκρίνετε αυτό το σκεπτικό με τις δικές σας παραστάσεις και πληροφορίες, με τους ψηφοφόρους ΧΑ που τυχόν ξέρετε. Αν όντως το σκεπτικό έχει κάποιο νόημα, τότε ένα φυσιολογικό ερώτημα είναι τι κάνουμε από εδώ και μπρος μ’ αυτό το 8% υποστηρικτών ΧΑ που δεν ξεκολλάει με τίποτα; Αλλά και με τον παραιτημένο κόσμο; Προτείνω τρεις πιθανές απαντήσεις:

(1) Να τους δώσουμε να διαβάσουν Μαρξ (Γκράμσι, David Harvey, Λένιν κ.λπ.)

(2) Να τους εξηγήσουμε, με λογικά και στοιχειοθετημένα επιχειρήματα, τα σφάλματα στους εθνικιστικούς και συνωμοσιολογικούς μύθους.

(3) Κάποιος χαρισματικός ηγέτης, ομιλητής, καθοδηγητής να τους εμπνεύσει, να τους μεταδόσει τον ενθουσιασμό του και τον σωστό τρόπο σκέψης.

Τίποτα από τα παραπάνω, έλεγε ο Freire! Ο θεωρητικός στοχασμός, ο ηγέτης, τα βιβλία και τα επιχειρήματα δεν πρόκειται να σε κάνουν να αλλάξουν τη θεμελιώδη αντίληψη που φέρεις για τη σχέση σου με τον κόσμο! Είναι κάτι πολύ πιο ισχυρό και βαθύ, δεν αλλάζει με επιχειρήματα και θεωρίες – ακριβώς το αντίθετο, ο θεωρητικός στοχασμός είναι αυτός που προσαρμόζονται στον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τη σχέση σου με τον κόσμο, έτσι ώστε να την επιβεβαιώνει συνεχώς.

Γενικότερα μιλώντας, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν με επιχειρήματα και θεωρητική γνώση. Αυτό ακριβώς είναι η Ευρωπαϊκή μόλυνση, ο δυτικός τρόπος σκέψης: ότι η δύναμη του ορθού λόγου είναι τέτοια ώστε να διασκορπίζει τα σκοτάδια της άγνοιας και της πρόληψης κ.λπ., ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να συγκροτήσουμε στοιχειοθετημένα και λογικά επιχειρήματα (και μετά, φυσικά, να αγανακτούμε με τους άλλους που επιμένουν «να μη βλέπουν τα αυτονόητα»). Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο δεν μπαίνουν στα καλούπια που τους ήθελαν οι Ευρωπαίοι Διαφωτιστές, είναι υπερεκτιμημένη η δύναμη του ορθού λόγου (δηλαδή, της τυφλωμένης αναγωγής των προσωπικών βιωμάτων μας σε παναθρώπινες και οικουμενικές αλήθειες, τις περισσότερες φορές αυτό σημαίνει στην πράξη ο «ορθός λόγος», και πάντα συνοδεύεται από συνακόλουθη αγανάκτηση με τους χαζούς που «δεν βλέπουν τα αυτονόητα»). Οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο δεν λειτουργούνε έτσι, δυστυχώς. Ή ευτυχώς.

Μόνο ένα πράγμα, έλεγε ο Freire, μπορεί να σε λυτρώσει: η πράξη. Δηλαδή, η έμπρακτη αμφισβήτηση των κατεστημένων ιδεολογιών, συλλογικά και στοχευμένα, και η συνακόλουθη ανακάλυψη ευκαιριών μεταμορφωτικής δράσης. Μόνο έτσι καταφέρνεις να δεις ότι η ζωή θα μπορούσε να ήταν διαφορετική• μόνο έτσι αρχίζεις να αισθάνεσαι κομμάτι του κόσμου και να τοποθετείς τον εαυτό σου ισοδύναμα απέναντί του. Οι απλοϊκοί ανιμισμοί, οι συνωμοσιολογίες, η εθνοκαπηλεία κ.λπ. τελικά καταρρίπτονται όχι με επιχειρήματα και λογική, αλλά παύουν να ικανοποιούν και ξεχνιούνται. Πέφτουν σαν μαραμένα φύλλα από το κλαδί, διότι εξαφανίζεται η θεμελιώδης ανάγκη που τους έκανε ελκυστικούς. Απλά, καθώς αποκτάς αυτοπεποίθηση, παύεις σε κάποια στιγμή να βλέπεις γύρω σου τέρατα. Βλέπεις μαλάκες που δεν ξέρουν να οδηγούν.



Επίλογος
Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης, που πηγαίνει
Στα πόδια των ανθρώπων και ποτέ του δεν γαυγίζει
Μήτε δαγκώνει, και γι’ αυτό ποτέ του δε χορταίνει
Το ποθητό και δίχως πέτσα κόκκαλο που ελπίζει.

Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης και φτωχός,
Που, απ’ τη σκυλίσια του ψυχή, για λάθος του νομίζει
Το ότι είναι σκύλος, πιο πολύ το ότι είν’ μικρός
Γι’ αυτό, σαν τον κλωτσάνε, δεν δαγκώνει ούτε γαβγίζει.

Είναι ένας σκύλος με ψυχή βαθιά χριστιανική,
Που δείχνει ταπεινόφρονα πως δεν έχει πονέσει,
Που με την πράξη του αποχτά ευτυχία μοναδική,
Μες στον παράδεισο των σκύλων μια μικρούλα θέση.

Μονάχα από τα γήινα τα δεινά του λείπει ακόμα,
Κάτι που την αγάπη του εαυτού του θα ξυπνήσει:
Του λείπει μια γερή κλωτσιά κατάμουτρα στο στόμα,
Να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει, να ξεσκίσει.

(Λευτέρης Ιερόπαις, 1920-1945)

Στο φινάλε, κανείς δεν μπορεί να λυτρώσει κανέναν. Μόνο ο καθένας μας μπορεί να λυτρώσει τον εαυτό του. Δηλαδή, αυτό που σε λυτρώνει δεν είναι ούτε τα βιβλία ούτε η εμπνευσμένη καθοδήγηση του ηγέτη: η δική σου υποκειμενική συνειδητοποίηση, μέσω της πράξης, ότι τελικά έχεις επιλογές και ότι μπορείς να απορρίψεις τις κατεστημένες συνταγές και ιδεολογίες, αυτό είναι που σε λυτρώνει. Ισχύει, δηλαδή, αυτό που τόνιζε συνεχώς ο Κίρκεγκορ: Η υποκειμενικότητα είναι η αλήθεια, όχι η αντικειμενικότητα. Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο μέσω της πράξης.

Είναι όπως η οδήγηση: η θεωρητική γνώση, ο δάσκαλος και τα βιβλία δεν θα σε κάνουν οδηγό. Βοηθάνε όλα αυτά, όμως μπορούν να σε πάνε μόνο μέχρις ενός σημείου. Το να ξέρεις, εγκεφαλικά, ότι στα 50 km/h βάζουμε τρίτη, δεν σε κάνει οδηγό. Μόνο άμα βάλεις τρίτη, ξανά και ξανά και ξανά, εσύ ο ίδιος, σε πραγματικό αυτοκίνητο, μόνο αυτό θα σε κάνει οδηγό. Η υποκειμενικότητα είναι η αλήθεια, όχι η αντικειμενικότητα.

Ναι, είναι τρομακτικό όταν πρωτοβγαίνεις στο δρόμο μόνος σου. Και τίποτα στην προηγούμενή σου εμπειρία δεν σε προετοιμάζει γι' αυτό, ούτε τα βιβλία ούτε η οδήγηση με δάσκαλο. Το ρίσκο είναι πραγματικό και η ευθύνη είναι όλη δική σου, μόνο έτσι όμως τα τέρατα μπορούν να μεταμορφωθούν σε μαλάκες. Να αλλάξει αυτό που βλέπεις στον κόσμο.

Steven Biko: To ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου.

Helder Camara: Όταν μοιράζω φαγητό στους φτωχούς, όλοι με λένε άγιο. Όταν ρωτάω, «γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι φτωχοί;», όλοι με λένε κομμουνιστή.

Λευτέρης Ιερόπαις: Του λείπει μια γερή κλωτσιά κατάμουτρα στο στόμα / Να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει, να ξεσκίσει.

Όλοι Γότθοι (Το Μπιμπερό Του Ντιντερό)

Όλοι Γότθοι (Το Μπιμπερό του Ντιντερό) τώρα και στο YouTube!

Από εκεί που σταμάτησε ο Ρουσσώ ως εκεί που τελειώνει ο δυτικός πολιτισμός. Κοινωνικό Συμβόλαιο Reloaded, κατάθεση ψυχής σε σκληρό νόμισμα, μια γροθιά σε όλα τα πολιτικά κατεστημένα, ένα καρκίνωμα στο σώμα του καπιταλισμού.



Ιδιοποιηθείτε το και μεταλαμπαδεύστε το, η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Τα παιδιά θα το λατρέψουν, οι φίλοι θα σας αγαπήσουν, οι γείτονες θα ζηλέψουν. Από ανθρώπους με μεράκι για ανθρώπους με γούστο

Βρέθηκε 4χρονο Αγγελούδι Σε Δήμο Μπαλαμών

(Αθήνα – Newsroom ΔΟΛ) 
Μία περίεργη υπόθεση απασχολεί την Αστυνομία Αλεξανδρούπολης καθώς, σε έλεγχο ρουτίνας που έγινε σε δήμο Μπαλαμών, όχι μόνο βρέθηκαν όπλα και ναρκωτικά, αλλά εντοπίστηκε κι ένα μελαψό κοριτσάκι, το οποίο κίνησε τις υποψίες των αστυνομικών ότι ήταν Ρομά, καθώς και ότι οι δύο Μπαλαμοί που είχαν την επιμέλειά του δεν ήταν οι φυσικοί του γονείς.

Συγκεκριμένα, το κορίτσι το οποίο οι δύο Μπαλαμοί φώναζαν «Βαλεντίνα», είχε σκούρα μαλλιά και πλάνα μάτια, χαρακτηριστικά που διαφοροποιούνταν πλήρως από αυτά των φερόμενων ως γονιών του, οι οποίοι ήταν γκαγκαούζοι από την Ορεστιάδα και κατάξανθοι.


Αυτό είναι το αγγελούδι που απήγαγαν Μπαλαμοί και βρέθηκε στον δήμο τους 


Σύμφωνα με ανακοίνωση της αστυνομίας, οι δύο ημεδαποί Μπαλαμοί προέβαλλαν συνεχώς μεταβαλλόμενους ισχυρισμούς σχετικά με την απόκτηση του παιδιού, ενώ στις εξετάσεις DNA που διενεργήθηκαν δεν προέκυψε κληρονομική συμβατότητα. Η έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε ότι οι δύο Μπαλαμοί το έτος 2009 αφαίρεσαν την «Βαλεντίνα» από τους Ρομά γονείς του, κάτω από άγνωστες συνθήκες. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι διατηρούσαν ταυτόχρονα τρεις οικογενειακές μερίδες, ήταν κάτοχοι πολλαπλών δελτίων αστυνομικής ταυτότητας, καθώς και προεκλογικού υλικού του ΠΑΣΟΚ.

Σε βάρος των ανωτέρω σχηματίσθηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα για τα αδικήματα της αρπαγής ανηλίκου, της ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση, και της εκλογικής βίας, ενώ με εντολή εισαγγελέα τούς αφαιρέθηκε προσωρινά η επιμέλεια της ανήλικης. Στη «Βαλεντίνα» παρασχέθηκε ψυχολογική υποστήριξη, ενώ ειδικευμένοι παιδοψυχολόγοι συνεχίζουν τις εντατικές τους προσπάθειες να επικοινωνήσουν μαζί της καθότι μιλά μια δυσνόητη γλώσσα, αποκλειστικά με απανθίσματα λόγων του Γιώργου Παπανδρέου.

Σε συνεργασία με την Interpol, εξετάζονται ξανά υποθέσεις εξαφανισμένων παιδιών και καταγγελίες γονέων, ενώ έχουν σταλεί ντελάληδες σε όλους τους τσιγγάνικους μαχαλάδες και καταυλισμούς της Ευρώπης. Ύστερα από εντολή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, δίνεται στη δημοσιότητα φωτογραφία του κοριτσιού και μεταγεγραμμένο στα Ελληνικά δείγμα της ομιλίας της. Παρακαλείται όποιος πολίτης αναγνωρίζει την ίδια ή την γλώσσα της, να επικοινωνήσει με την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης:

«Προσηλωμένοι στο έργο συνέχισης των μεγάλων αλλαγών και αξιοποιώντας τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, δίνουμε προοπτική και ελπίδα ώστε να σταθεί η χώρα στα πόδια της, δημιουργούμε τις βάσεις για μια κοινωνία δικαίου, για μια Ελλάδα της αξιοπρέπειας και της αυτοπεποίθησης, για ένα καλύτερο αύριο, για την πράσινη και αειφόρο ανάπτυξη, για ανάπτυξη που εγγυάται ελπίδα, δουλειές για την νέα γενιά και δικαιοσύνη για όλους»



(ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 19:42) -- Εντοπίστηκε τελικά η μητέρα της «Βαλεντίνας» σε τσιγγάνικο καραβάνι στη Μολδαβία. Η ίδια, εμφανώς χαρούμενη και ανακουφισμένη, δήλωσε σε συνέντευξή της στα διεθνή ΜΜΕ:


Μάγκας Από Μικράκι

Με απασχολεί το θέμα με τους παλιούς μάγκες, στη μεσοπολεμική και μετακατοχική Ελλάδα. Συνήθως οι περιγραφές που διαβάζουμε για τη ζωή τους ζωγραφίζουν μια εντελώς λούμπεν εικόνα και εξαντλούνται σε μαχαίρια, χασίσια, μπαρμπούτι, παρανομία, πόρνες κ.λπ. Μόνο αυτό όμως ήταν οι παλιοί μάγκες; Πάνω εδώ έχω τρεις προκλήσεις. Αν πιστεύετε ότι οι παλιοί μάγκες ήταν μόνο μαχαίρια, χασίσια κ.λπ., τότε:

(1) Γιατί μέχρι σήμερα οι λέξεις μάγκας και μαγκιά έχουν τόσο θετικό πρόσημο; Θα το έχετε διαπιστώσει κι εσείς ότι σε πολλές περιστάσεις, το «είσαι μάγκας!» είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να πούμε σε κάποιον.

(2) Πώς κατάφεραν κι έφτιαξαν την πιο καταπληκτική μουσική παράδοση του σύμπαντος; (ίσως και των εναλλακτικών συμπάντων). Ούτε κι οι ίδιοι καλά-καλά δεν κατάλαβαν τι δημιούργησαν.

(3) Γιατί είχαν τόσο μεγάλη έλξη, ακόμα και σε μορφωμένους της εποχής, ακόμα και σε στρώματα της καλής κοινωνίας; Θυμηθείτε τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, τα ανφάν γκατέ που πήγαιναν ν’ ακούσουν τον Μάρκο, θυμηθείτε τον Χατζιδάκι που, από την Κατοχή ακόμα, σύχναζε στα μπουζουξίδικα και παρατηρούσε την μουσική και τους ανθρώπους της κ.α. Ο Ωνάσης ήταν που πήγαινε στον Ζαμπέτα, όχι ο Ζαμπέτας στον Ωνάση.

Δεν μπορεί, υπήρχε και κάτι παραπάνω σ’ αυτούς! Κάτι που χάσαμε, οι μάγκες δεν υπάρχουν πια. Αναζητώντας λοιπόν αυτό το χαμένο κάτι, θέλω να κάνω μια εικασία τονίζοντας δύο στοιχεία της παλιάς μάγκικης εμπειρίας που, νομίζω, δεν προσέχτηκαν όσο τους άξιζε: τα γλέντια και τα ταξίμια.


Συ Μου Χάραξες Πορεία
Για τους παλιούς μάγκες, τα γλέντια ήταν απαραίτητα σαν το νερό και τον αέρα, κομμάτι της ζωής τους. Από την αυτοβιογραφική διήγηση του Μιχάλη Γενίτσαρη, τότε που ήταν εξόριστος στη Νιο:

Άλλη μια φορά, θυμάμαι, ήτανε παραμονή Λαμπρή. Εγώ, ο Δελιάς και καμιά δεκαργιά άλλοι αποφασίσαμε να κάνουμε Λαμπρή μαζί όλοι. Αλλά πώς όμως, που απαγορευότανε; Μετά από τις εφτά το βράδυ έπρεπε να πάει ο καθένας να κοιμηθεί εκεί που είχε δηλώσει. Γιατί γινότανε και καμιά φορά έφοδο τη νύχτα από τέσσεροι –πέντε χωροφύλακες, και εάν δε σε έβρισκαν εκεί που είχες δηλώσει τη νύχτα, αλίμονό σου! ... Εμείς όμως δεν λογαριάσαμε τίποτα και είπαμε: Λαμπρή θα είναι, δεν θα μας κάνουνε τίποτα.
Και αποφασίζουμε εγώ, ο Δελιάς και καμιά δεκαργιά, ό,τι μας είχανε στείλει από τα σπίτια μας τα μαζέψαμε: αβγά, κουλούργια. Άλλοι χρεώσανε τα βιβλιάρια, άλλοι είχανε λεφτά. Και πάμε και σ’ ένα παράλυτο μπακάλη που τον λέγανε Χρήστο, και τον ψήνουμε – γιατί ήτανε κι αυτός παραδόπιστος, για τη δραχμή έκανε τούμπα – και μας γεμίζει μια νταμιτζάνα τσικουδιά, σκέτο οινόπνευμα. Και την παραμονή το βράδυ, μετά το παρών, ένας-ένας φεύγουμε.
Μισό χιλιόμετρο πιο πάνω, σ’ ένα νεκροταφείο μέσα ανταμωθήκαμε όλοι, για να κάνουμε εκεί Λαμπρή. Εγώ είχα πάρει του Αντώνα το μπουζούκι. Και αρχινάμε το φαγοπότι και πίνουμε, τραγουδάμε και χορεύουμε, και αρχινάμε τις πλάκες με τις νεκροκεφαλές που ήντουσαν σε ένα χωνευτήρι. Έχει κόψει ένας Γιάννης Μαρτσέλος καμιά δεκαριά καλάμια, κάνα μέτρο, τα ‘χει μπήξει στη γης και τους έχει βάλει από μια νεκροκεφαλή απάνω και τους κάνει πειράματα. Έλεγε:
Αυτός εδώ είχε καράφλα. Αυτός εδώ το κρανίο του είναι στενό – θα ‘τανε μπινές.
Εμείς πίναμε και γελάγαμε στο «σαλόνι» μας – το νεκροτομείο. Άξαφνα βλέπουμε απόξω φακούς αναμμένους και ακούμε φωνές να μας λένε: Εβγάτε όξω!
Ω μανούλα μου! Είχε μαζευτεί όλου του χωργιού οι άντρες και βαστάγανε από ένα ραβδί στο χέρι, και μαζί και η χωροφυλακή. Και μας βγάζουνε έξω σαν τα πρόβατα, μας κύκλωσαν και μας βαράγανε (σελ. 53-54). 

Γλέντια κοσμοϊστορικά, εντάσεως 7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Θέλω να ελπίζω ότι όλοι γνωρίζουμε από πρώτο χέρι το αντικείμενο, τι εστί γλέντι. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι να μεταφράσεις τη λέξη στα αγγλικά: party ή και feast είναι οι πλησιέστεροι όροι που μου έρχονται στο μυαλό, όμως δε νομίζω ότι αποδίδουν πλήρως το νόημα. Ούτε και ο Michael Herzfeld του Χάρβαρντ το νομίζει• γι’ αυτό και στην εθνογραφία που έκανε τη δεκαετία του ’80 σ’ ένα ορεινό χωριό του Ρεθύμνου, αφήνει τη λέξη αμετάφραστη. Ίσως οι παρατηρήσεις του για τα γλέντια των ορεινών Ρεθυμνιωτών έχουν κάτι να πουν και για τα παλιά μάγκικα γλέντια:

Few excuses are needed by the villagers for a social gathering with all the merriment, music, dancing, food, and drink that constitute a true ghlendiGhlendia are major contexts for the structuring of social experience … Their collective experience has proved so bitter and so full of danger and contradiction that their only salvation lies in defiant laughter … It is in joking with the terrible that they draw meaning from their tension-ridden lives (σελ. 8 της εισαγωγής).

Πιστεύω πως ο Herzfeld χτυπάει φλέβα σ’ αυτά που λέει. Όπως οι ορεινοί Ρεθυμνιώτες του ‘80, έτσι κι οι παλιοί μάγκες ζούσαν σκληρή ζωή και πολλοί από αυτούς πέθαιναν νέοι. Έτρωγαν φρίκες, κι όμως κατάφερναν να γελάνε με τη φρίκη. Αυτό ήταν τα γλέντια που έστηναν συνεχώς: “joking with the terrible”. Όχι απλή ψυχαγωγία, αλλά σωτηρία της ψυχής.

Τώρα... υπάρχει κάτι περίεργο με τα γλέντια: δεν παραγγέλνονται ούτε προγραμματίζονται εύκολα! Μπορεί να έχεις όλα τα στοιχεία – τους κατάλληλους ανθρώπους, τη μουσική, το κρασί, τη σωστή διάθεση κ.λπ. – όμως αυτό που θα βγει τελικά να μην είναι πραγματικό γλέντι, αλλά κάτι πιο προβλέψιμο και ακίνδυνο, ας πούμε πάρτι. Αντιθέτως, κάποιες άλλες φορές, χωρίς καμία εμφανή αιτία, μια τυχαία συνάντηση ή ένα ντεκαφεϊνέ πάρτι μπορεί να ξεφύγει και να μεταλλαχθεί σε γλέντι. Διότι το πραγματικό γλέντι, όπως όλοι ξέρουμε, γράφεται με κεφαλαίο γάμα, χαράζει πορεία• η ζωή κατόπιν διακρίνεται σε π.Γ. και μ.Γ. (= προ Γλεντιού και μετά Γλεντιού). Μετά από ένα πραγματικό γλέντι δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος, έχεις γίνει ένα διαφορετικό ον. Το πάρτι, δηλαδή αυτό που μπορεί να παραγγελθεί, ίσως είναι πολύ ευχάριστη εμπειρία, όμως δεν χαράζει πορεία (τα ξέρουμε αυτά από πρώτο χέρι, έτσι;). Συνεχίζεις να είσαι ο ίδιος άνθρωπος πριν και μετά. Όμως αυτό που νοηματοδοτεί τον βίο εκ νέου και σε κάνει να γελάς ακόμα και με τη φρίκη, είναι αυτό που δεν μπορεί να προγραμματιστεί εύκολα.

Οπότε λοιπόν το γλέντι δεν είναι αναλυτικό φαινόμενο, δεν ανάγεται σε ατομικά στοιχεία που συνδυάζονται με νομολογικό τρόπο για να δώσουν ντετερμινιστικά το αποτέλεσμα. Δεν ισχύει, δηλαδή, κάποια φόρμουλα: Γιάννης + Μαρία + Γιώργος + Ελένη + κρασί + μουσική = γλέντι. Το θέμα δεν τόσο ο Γιάννης ή η Μαρία, το θέμα είναι να συντρέξουν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε ο Γιάννης κι η Μαρία να βγάλουν έναν άλλον εαυτό από μέσα τους, που ούτε κι οι ίδιοι δεν ήξεραν ότι υπήρχε. Να δημιουργηθεί μια αλυσιδωτή αντίδραση κεφιού, όπου ο ένας να σπρώχνει τον άλλον, ο ένας να κάνει πάσες στον άλλον, ώστε η κατάσταση σταδιακά να ξεφύγει από τον έλεγχο και να γεννηθεί κάτι καινούργιο, το άθροισμα των μερών να ξεπεράσει το σύνολο. Επιπλέον, το γλέντι εξαρτάται έντονα από τα ευρύτερα συμφραζόμενα. Μια λάθος κουβέντα εκεί που το πράγμα αρχίζει να ζεσταίνεται, ένας απρόσκλητος επισκέπτης, μια τηλεόραση που έπρεπε να είχε κλείσει, ένα κινητό που θα χτυπήσει τη λάθος στιγμή, κι η κατάσταση θα ξενερώσει• το σύνολο θα ξαναγίνει ίσο με το άθροισμα των μερών του. Το γλέντι λοιπόν είναι θεμελιωδώς αναδυόμενο (emergent) φαινόμενο και έντονα context-dependent, εξαρτάται από τα συμφραζόμενα.

Κάτι παρόμοιο και με τα ταξίμια στη μουσική:


Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε
Τα ταξίμια – γενικότερα, οι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί – δεν είναι εύκολη υπόθεση! Χρειάζεται εμπειρία και ωριμότητα να τα αποτολμήσει κάποιος, κι όποιοι από σας είστε του μουσικού χώρου, νομίζω, θα συμφωνήσετε αμέσως. Είναι αυθόρμητη επινόηση μουσικών λύσεων σε πραγματικό χρόνο και μπροστά σε κοινό. Από την άλλη, δεν είναι και μουσική αναρχία, ο μουσικός δεν παίζει στην τύχη. Έχουν, ας πούμε, «ημι-δομή»: ο εκτελεστής ξεκινά από μια μελωδία, έναν μουσικό δρόμο ή έναν ρυθμό, και πάνω εκεί αρχίζει να εξερευνεί δοκιμαστικά, να κάνει μικρότερες και μεγαλύτερες αλλαγές. Προσέχει αδιάληπτα αυτές τις δοκιμές, κι αν κάτι του κάνει κλικ, το κρατά και συνεχίζει να χτίζει πάνω του. Τα πετυχημένα ταξίμια – οι πετυχημένοι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί – γίνονται αντιληπτά από τον μουσικό ακριβώς έτσι: συνεχείς δοκιμές και αυθόρμητες εμπνεύσεις της στιγμής, μια ακολουθία από μικρά κλικ που οδηγούν σε μεγαλύτερα κλικ και καταλήγουν στο μεθυστικό σοκ, Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Ο Jumanee Smith, τζαζ τρομπετίστας, περιγράφει εδώ (από 32:21 ως 32:56) την εμπειρία αυτού του σοκ: “Sometimes I’m surprised myself, sometimes I listen back to something I played and be like, oh man, did I play that?!

(Παρένθεση: Νομίζω πως όπου έτυχε, για κοινωνικούς, πολιτικούς ή άλλους λόγους, να εμφανιστεί αυτή η διάκριση μεταξύ κατεστημένης και λαϊκής μουσικής - «υψηλής» και «ευτελούς», αντίστοιχα - τότε η πρώτη έτεινε να λειτουργεί με πιστές αναπαραγωγές κάποιου μουσικού υλικού, ενώ η δεύτερη έτεινε να περιλαμβάνει αυτοσχεδιασμούς. Αυτή είναι η εντύπωση που έχω, ας το επιβεβαιώσει όμως κάποιος που έχει καλύτερη εικόνα για την ιστορία της μουσικής)

Είναι λοιπόν και τα ταξίμια ένα αναδυόμενο (emergent), μη-ντετερμινιστικό φαινόμενο. Κάτι εντελώς διαφορετικό από την κλασική σύλληψη της μουσικής δεξιοτεχνίας, η οποία έχει να κάνει με πιστές αναπαραγωγές μουσικού υλικού! Για να γίνεις μάστορας του αυτοσχεδιασμού πρέπει να αφήσεις πίσω την κλασική σύλληψη και να πάρεις ρίσκα: δεν θα έχεις από κάτι να κρατηθείς, κάτι προμελετημένο, καρφωτό και δουλεμένο να αναπαραγάγεις. Οι ποιότητες που απαιτεί ο αυτοσχεδιασμός είναι η συνεχής δημιουργία και η αυθόρμητη απόκριση στις ιδιαιτερότητες της στιγμής. Δεν ελέγχεις αυτό που παίζεις, δεν ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Ο Austin Peralta, τζαζ πιανίστας, μιλά εδώ (από 37:38 ως 38:38) για τους κλασικούς σπουδαστές της μουσικής, που έρχονται σε επαφή με το αυτοσχεδιαστικό παίξιμο της τζαζ και τα χάνουν. Μπορεί να είναι περίφημοι εκτελεστές, όμως έχουν μάθει να κρατιούνται από κάπου, να αισθάνονται το μουσικό τους καθήκον ως αναπαραγωγική πιστότητα του προετοιμασμένου υλικού, οπότε τα χάνουν μπροστά σ’ αυτό το καινούργιο μουσικό καθήκον, την αυθόρμητη δημιουργική απόκριση στις ιδιαιτερότητες της στιγμής. Έσω ανοιχτός, τολμηρός, αφουγκραστικός, πάψε να ελέγχεις αυτό που παίζεις, μη θες να έχεις κάτι να κρατηθείς: αυτές είναι οι ποιότητες του αυτοσχεδιασμού. Μόνο έτσι όμως μπορεί να γίνει αυτό το κλικ και να φτάσεις στο μεθυστικό σοκ: Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Ή στα ύψη ενός μάστορα του είδους, όπως π.χ. ο John Coltrane, που αυτοσχεδίαζε με τις ώρες, χωρίς σταματημό, ξεδιπλώνοντας το ένα αριστούργημα μετά το άλλο.


Η Στιγμή, το Μέρος, οι Άνθρωποι και η Μαστοριά
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που άκουσε να συζητιέται ότι ο Νταούντ του Σαχίλ ήταν ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του κόσμου. Μεγάλη επιθυμία τον κατέλαβε να τον ακούσει. «Φέρτε τον εδώ», διέταξε.

Ο τελετάρχης του βασιλιά πήγε στο σπίτι του Νταούντ, όμως ο βασιλιάς των τραγουδιστών απάντησε: «Αυτός ο βασιλιάς σας δεν ξέρει από τραγούδι. Αν θέλει απλώς να δει τον Νταούντ, τότε θα έρθω. Αν θέλει όμως να μ’ ακούσει να τραγουδώ, τότε θα πρέπει να περιμένει, όπως όλος ο κόσμος, μέχρι να έρθω στα μεράκια. Ο Νταούντ έγινε σπουδαίος τραγουδιστής επειδή ξέρει πότε είναι η στιγμή για τραγούδι και πότε όχι. Αν γνώριζε αυτό το μυστικό, τότε κι ένας γάιδαρος θα γινόταν σπουδαίος τραγουδιστής».

Ο βασιλιάς θύμωσε όταν έλαβε το μήνυμα: «Υπάρχει κάποιος που να τον αναγκάσει να τραγουδίσει για μένα; Αυτός μεν τραγουδάει μόνο όταν έρθει στα μεράκια, εγώ όμως θέλω να τον ακούσω τώρα».

Τότε ένας δερβίσης βγήκε μπροστά και είπε στον βασιλιά: «Έλα να επισκεφτούμε μαζί τον τραγουδιστή».

Ο βασιλιάς σηκώθηκε αμέσως, έβαλε ένα απλό ρούχο κι ακολούθησε τον δερβίση ως το σπίτι του τραγουδιστή. Χτύπησαν την πόρτα κι ο Νταούντ από μέσα φώναξε: «Δεν τραγουδάω σήμερα, φύγετε κι αφήστε με ήσυχο».

Ο δερβίσης τότε κάθισε κάτω κι άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο τραγούδι του Νταούντ. Ο βασιλιάς θαύμασε τη γλυκιά φωνή του, δεν ήταν όμως και κανένας μάστορας της μουσικής: δεν κατάλαβε ότι ο δερβίσης το τραγούδισε επίτηδες παράφωνα, ώστε να τσιμπήσει ο Νταούντ. «Ω, τι γλυκιά μελωδία», είπε ο βασιλιάς, «τραγούδισέ το πάλι, σε παρακαλώ».

Τη στιγμή εκείνη όμως ο Νταούντ τσίμπησε κι άρχισε να τραγουδάει, να τους δείξει πώς το κάνουν. Κι από τις πρώτες νότες ακόμα, ο δερβίσης κι ο βασιλιάς τα έχασαν, έμειναν άφωνοι με το αηδόνι του Σαχίλ και την τελειότητα της μουσικής του.

Όταν το τραγούδι τέλειωσε, ο βασιλιάς κανόνισε να σταλεί ένα γενναίο δώρο στον Νταούντ, και είπε στον δερβίση: «Μα τι σοφός που είσαι! Σε παραδέχομαι, που κατάφερες κι έκανες το Αηδόνι να τραγουδίσει. Θέλω να γίνεις σύμβουλός μου».

Ο δερβίσης όμως απάντησε απλά: «Μεγαλειότατε, για ν’ ακούσεις το τραγούδι πρέπει να υπάρχει κάπου ο τραγουδιστής, πρέπει εσύ να είσαι παρών, πρέπει να υπάρχει επίσης και κάποιος ή κάτι που να εμπνεύσει, να προκαλέσει το τραγούδι. Έτσι είναι με όλα στη ζωή: η στιγμή, το μέρος, οι άνθρωποι και η μαστοριά».


Σε Ώμους Γιγάντων 
Τα πολλά λόγια όμως είναι φτώχια. Ας πάμε να το δούμε πώς γίνεται στην πράξη πατώντας σε ώμους γιγάντων:



Ακούστε έξυπνα το παραπάνω απόσπασμα Ζαμπέτα – Χατζιδάκι, από ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή του παλιού Τρίτου Προγράμματος. Προσπαθείστε να καταλάβετε τι παίζει, τι είναι αυτό που γίνεται μέσα στο στούντιο. Να σας πω εγώ τι καταλαβαίνω:

00:00 – 00:41. Ο Ζαμπέτας ξεκινά υποτονικός. Ο Χατζιδάκις προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του δερβίση και να τον ξυπνήσει, του ζητά να αυτοσχεδιάσει. Στο 00:08 του θυμίζει τον παλιό αυτοσχεδιασμό του από την Οδό Ονείρων, μήπως και τον εμπνεύσει. Ο Ζαμπέτας το δοκιμάζει λίγο αλλά το αφήνει και στο 00:31 αντιπροτείνει το Πάμε Μια Βόλτα στο Φεγγάρι, αβρότητα προς τον οικοδεσπότη.

00:41 – 04:04. Παίζουν μαζί το τραγούδι του Χατζιδάκι και το αποτέλεσμα είναι ωραίο – δηλαδή παραείναι ωραίο και τακτοποιημένο για να είναι αυθόρμητο, καταλαβαίνω ότι ο Ζαμπέτας το είχε προετοιμάσει. Δεν είμαστε ακόμα στην επικράτεια του ταξιμιού. Μόνο από το 02:52 ως το 03:19 πάει να γίνει κάτι, οι πενιές ακούγονται κάπως αμφίβολες και πειραματικές, όμως στο 03:19 ο Ζαμπέτας ξαναγυρνά σε καλοδουλεμένες φόρμες, μουσικά κλισέ τα οποία ένας έμπειρος μουσικός έχει πάντα στο τσεπάκι του.

04:04 – 07:06. Ο Ζαμπέτας αρχίζει να παίζει το Αητός Χωρίς Φτερά, δεύτερη προετοιμασμένη αβρότητα προς τον οικοδεσπότη. Ο Χατζιδάκις τον κόβει, καταλαβαίνει ότι η κατάσταση είναι στημένη. Του ζητά «να πάμε στις παλιές, τις αρχικές πηγές του μπουζουκιού», κι ο Ζαμπέτας αυθόρμητα θυμάται το Σάχτονε Σταύρο Σάχτονε.

07:06 – 13:39. O Ζαμπέτας παίζει και τραγουδάει με κέφι το τραγούδι του Βαμβακάρη (επιτέλους, φύγαμε από τα φεγγάρια και τους άφτερους αετούς). Τώρα πια δεν ακούγεται υποτονικός. Στο 08:27 ο Χατζιδάκις προτείνει το Απ’ Της Ζέας το Λιμάνι, ο Ζαμπέτας το δοκιμάζει αλλά δεν του βγαίνει, ο Χατζιδάκις ξαναγυρνά στο Σάχτονε Σταύρο Σάχτονε και ζητά ένα ταξίμι πάνω σ’ αυτό. Κατάλαβε ότι το τραγούδι δούλεψε για τον Ζαμπέτα. Αυτός ξεκινά το ταξίμι, αρχίζει να απογειώνεται, στην πορεία παίζει τη Γάτα του Μάθεση (αυτήν που ‘ρχεται με ποντικάκια και μου κάνει κορδελάκια), του έρχεται κατόπιν το Καταραμένη Φτώχεια του Απόστολου Χατζηχρήστου. Τώρα είναι ασταμάτητος.

13:39 – τέλος. Ο Χατζιδάκις κατάλαβε ότι το πράγμα ζεστάθηκε και του ζητά να αυτοσχεδιάσουν μαζί. Από το 13:54 και μετά ακούμε ταξίμι υψηλού επιπέδου. Στα υπόλοιπα οκτώ λεπτά, ο Ζαμπέτας παίζει συνεχώς, δεν αφήνει τα δάχτυλά του από το μπουζούκι, δοκιμάζοντας κατά καιρούς περίεργους ήχους, εξερευνώντας διάφορους δρόμους, και κλείνοντας τελικά με το Ραδίκι (κάθονται δυο πιτσιρίκοι, άιντε, το ‘να πόδι απάνω στ’ άλλο κ.λπ.).

Γι’ αυτά τα οκτώ λεπτά ασταμάτητου και υπέροχου ταξιμιού έγινε λοιπόν όλη η ιστορία. Μην παραλείψετε όμως να σημειώσετε και την ευφυΐα του Χατζιδάκι: έπαιξε σωστά τον ρόλο του δερβίση. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε μείνει στα δικά του τραγούδια (σίγουρα ο Ζαμπέτας θα είχε προετοιμάσει κι άλλα), όμως ήθελε να προσφέρει στους ακροατές κάτι με αξία, κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα. Οπότε, πολύ σωστά έστρεψε την κατάσταση προς τις «αρχικές πηγές του μπουζουκιού». Ίσως αυτό να προσφέρει και μια νύξη για την επικοινωνία του Χατζιδάκι με τους παλιούς μάγκες, ήδη από τον καιρό της Κατοχής ακόμα. Δεν ήταν ένας από αυτούς και, προς τιμήν του, δεν καμώθηκε ποτέ ότι ήταν ένας από αυτούς. Όμως (επίσης προς τιμήν του) ούτε τους κοιτούσε αφ’ υψηλού ούτε τους εξιδανίκευσε: απλά καταλάβαινε ότι αυτό που κάνουν, τόσο στο μπουζούκι όσο και στη ζωή τους, έχει αξία. «Εσείς παίζατε, εγώ άκουγα προσεκτικά», όπως λέει κάποια στιγμή στο απόσπασμα.


Επίλογος 
Ας προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε λίγο τις παραπάνω σκέψεις: Οι παλιοί μάγκες δημιούργησαν μια καταπληκτική μουσική παράδοση, χωρίς να το καταλάβουν κι οι ίδιοι πώς το έκαναν. Όπως ακριβώς κι ο μουσικός αυτοσχεδιαστής παθαίνει σοκ στις υψηλές σφαίρες του ταξιμιού, Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Δημιουργείς κάτι που σε ξεπερνάει, βγάζεις από μέσα σου κάτι που ούτε εσύ ο ίδιος δεν ήξερες ότι υπήρχε. Το βιοτικό αντίστοιχο του ταξιμού είναι το γλέντι, δηλαδή αλυσιδωτή αντίδραση κεφιού, στα πλαίσια μιας παρέας, που κορυφώνεται σε ένα Όλον μεγαλύτερο από το άθροισμα των Μερών του. Αν η παρέα γεννήσει κάτι που την ξεπερνάει, τότε η κατάσταση καλείται γλέντι. Και ειδικά όταν ο βίος είναι ζοφερός και τυραννικός, όπως συνέβαινε με τους παλιούς μάγκες, μόνο το γλέντι μπορεί να προσφέρει αυτό το κάτι παραπάνω που να σε κάνει να γελάσεις ακόμα και με τη φρίκη, όχι το ελέγξιμο, ντεκαφεϊνέ, ακίνδυνο πάρτι. Όμως και τα δύο φαινόμενα, το ταξίμι και το γλέντι, ούτε προγραμματίζονται ούτε παραγγέλνονται εύκολα• είναι θεμελιωδώς μη-αναλυτικά, μη-ντετερμινιστικά και context-dependent (εξαρτώνται από τα ευρύτερα συμφραζόμενα). Οπότε, ίσως μπορούμε να δοκιμάσουμε κάποιους ορισμούς εδώ:

Ταξίμι = Χρήση του εξωτερικού κόσμου, υπό μορφή μπουζουκιού, ως τηλέφωνο για να επικοινωνήσεις με τον εαυτό σου.

Γλέντι = Βιοτικό ταξίμι, η συνέχιση του ταξιμιού με άλλα μέσα.

Μαγκιά = Αλλαγή κοσμοθεώρησης απέναντι στη ζωή: παύεις να έχεις τον έλεγχο, να ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα και να κρατιέσαι πάντα από κάτι, έναντι αυθόρμητης δημιουργικής απόκρισης στις ιδιαιτερότητες της στιγμής.


Επίλογος του Επιλόγου
Ο Κάρολος Μιλάνος κεντά στο μπουζούκι (σόλο που κέρδισε το Βραβείο ΕΨΑ, 1958):



to be continued