Μάγκας Από Μικράκι

Με απασχολεί το θέμα με τους παλιούς μάγκες, στη μεσοπολεμική και μετακατοχική Ελλάδα. Συνήθως οι περιγραφές που διαβάζουμε για τη ζωή τους ζωγραφίζουν μια εντελώς λούμπεν εικόνα και εξαντλούνται σε μαχαίρια, χασίσια, μπαρμπούτι, παρανομία, πόρνες κ.λπ. Μόνο αυτό όμως ήταν οι παλιοί μάγκες; Πάνω εδώ έχω τρεις προκλήσεις. Αν πιστεύετε ότι οι παλιοί μάγκες ήταν μόνο μαχαίρια, χασίσια κ.λπ., τότε:

(1) Γιατί μέχρι σήμερα οι λέξεις μάγκας και μαγκιά έχουν τόσο θετικό πρόσημο; Θα το έχετε διαπιστώσει κι εσείς ότι σε πολλές περιστάσεις, το «είσαι μάγκας!» είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να πούμε σε κάποιον.

(2) Πώς κατάφεραν κι έφτιαξαν την πιο καταπληκτική μουσική παράδοση του σύμπαντος; (ίσως και των εναλλακτικών συμπάντων). Ούτε κι οι ίδιοι καλά-καλά δεν κατάλαβαν τι δημιούργησαν.

(3) Γιατί είχαν τόσο μεγάλη έλξη, ακόμα και σε μορφωμένους της εποχής, ακόμα και σε στρώματα της καλής κοινωνίας; Θυμηθείτε τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, τα ανφάν γκατέ που πήγαιναν ν’ ακούσουν τον Μάρκο, θυμηθείτε τον Χατζιδάκι που, από την Κατοχή ακόμα, σύχναζε στα μπουζουξίδικα και παρατηρούσε την μουσική και τους ανθρώπους της κ.α. Ο Ωνάσης ήταν που πήγαινε στον Ζαμπέτα, όχι ο Ζαμπέτας στον Ωνάση.

Δεν μπορεί, υπήρχε και κάτι παραπάνω σ’ αυτούς! Κάτι που χάσαμε, οι μάγκες δεν υπάρχουν πια. Αναζητώντας λοιπόν αυτό το χαμένο κάτι, θέλω να κάνω μια εικασία τονίζοντας δύο στοιχεία της παλιάς μάγκικης εμπειρίας που, νομίζω, δεν προσέχτηκαν όσο τους άξιζε: τα γλέντια και τα ταξίμια.


Συ Μου Χάραξες Πορεία
Για τους παλιούς μάγκες, τα γλέντια ήταν απαραίτητα σαν το νερό και τον αέρα, κομμάτι της ζωής τους. Από την αυτοβιογραφική διήγηση του Μιχάλη Γενίτσαρη, τότε που ήταν εξόριστος στη Νιο:

Άλλη μια φορά, θυμάμαι, ήτανε παραμονή Λαμπρή. Εγώ, ο Δελιάς και καμιά δεκαργιά άλλοι αποφασίσαμε να κάνουμε Λαμπρή μαζί όλοι. Αλλά πώς όμως, που απαγορευότανε; Μετά από τις εφτά το βράδυ έπρεπε να πάει ο καθένας να κοιμηθεί εκεί που είχε δηλώσει. Γιατί γινότανε και καμιά φορά έφοδο τη νύχτα από τέσσεροι –πέντε χωροφύλακες, και εάν δε σε έβρισκαν εκεί που είχες δηλώσει τη νύχτα, αλίμονό σου! ... Εμείς όμως δεν λογαριάσαμε τίποτα και είπαμε: Λαμπρή θα είναι, δεν θα μας κάνουνε τίποτα.
Και αποφασίζουμε εγώ, ο Δελιάς και καμιά δεκαργιά, ό,τι μας είχανε στείλει από τα σπίτια μας τα μαζέψαμε: αβγά, κουλούργια. Άλλοι χρεώσανε τα βιβλιάρια, άλλοι είχανε λεφτά. Και πάμε και σ’ ένα παράλυτο μπακάλη που τον λέγανε Χρήστο, και τον ψήνουμε – γιατί ήτανε κι αυτός παραδόπιστος, για τη δραχμή έκανε τούμπα – και μας γεμίζει μια νταμιτζάνα τσικουδιά, σκέτο οινόπνευμα. Και την παραμονή το βράδυ, μετά το παρών, ένας-ένας φεύγουμε.
Μισό χιλιόμετρο πιο πάνω, σ’ ένα νεκροταφείο μέσα ανταμωθήκαμε όλοι, για να κάνουμε εκεί Λαμπρή. Εγώ είχα πάρει του Αντώνα το μπουζούκι. Και αρχινάμε το φαγοπότι και πίνουμε, τραγουδάμε και χορεύουμε, και αρχινάμε τις πλάκες με τις νεκροκεφαλές που ήντουσαν σε ένα χωνευτήρι. Έχει κόψει ένας Γιάννης Μαρτσέλος καμιά δεκαριά καλάμια, κάνα μέτρο, τα ‘χει μπήξει στη γης και τους έχει βάλει από μια νεκροκεφαλή απάνω και τους κάνει πειράματα. Έλεγε:
Αυτός εδώ είχε καράφλα. Αυτός εδώ το κρανίο του είναι στενό – θα ‘τανε μπινές.
Εμείς πίναμε και γελάγαμε στο «σαλόνι» μας – το νεκροτομείο. Άξαφνα βλέπουμε απόξω φακούς αναμμένους και ακούμε φωνές να μας λένε: Εβγάτε όξω!
Ω μανούλα μου! Είχε μαζευτεί όλου του χωργιού οι άντρες και βαστάγανε από ένα ραβδί στο χέρι, και μαζί και η χωροφυλακή. Και μας βγάζουνε έξω σαν τα πρόβατα, μας κύκλωσαν και μας βαράγανε (σελ. 53-54). 

Γλέντια κοσμοϊστορικά, εντάσεως 7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Θέλω να ελπίζω ότι όλοι γνωρίζουμε από πρώτο χέρι το αντικείμενο, τι εστί γλέντι. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι να μεταφράσεις τη λέξη στα αγγλικά: party ή και feast είναι οι πλησιέστεροι όροι που μου έρχονται στο μυαλό, όμως δε νομίζω ότι αποδίδουν πλήρως το νόημα. Ούτε και ο Michael Herzfeld του Χάρβαρντ το νομίζει• γι’ αυτό και στην εθνογραφία που έκανε τη δεκαετία του ’80 σ’ ένα ορεινό χωριό του Ρεθύμνου, αφήνει τη λέξη αμετάφραστη. Ίσως οι παρατηρήσεις του για τα γλέντια των ορεινών Ρεθυμνιωτών έχουν κάτι να πουν και για τα παλιά μάγκικα γλέντια:

Few excuses are needed by the villagers for a social gathering with all the merriment, music, dancing, food, and drink that constitute a true ghlendiGhlendia are major contexts for the structuring of social experience … Their collective experience has proved so bitter and so full of danger and contradiction that their only salvation lies in defiant laughter … It is in joking with the terrible that they draw meaning from their tension-ridden lives (σελ. 8 της εισαγωγής).

Πιστεύω πως ο Herzfeld χτυπάει φλέβα σ’ αυτά που λέει. Όπως οι ορεινοί Ρεθυμνιώτες του ‘80, έτσι κι οι παλιοί μάγκες ζούσαν σκληρή ζωή και πολλοί από αυτούς πέθαιναν νέοι. Έτρωγαν φρίκες, κι όμως κατάφερναν να γελάνε με τη φρίκη. Αυτό ήταν τα γλέντια που έστηναν συνεχώς: “joking with the terrible”. Όχι απλή ψυχαγωγία, αλλά σωτηρία της ψυχής.

Τώρα... υπάρχει κάτι περίεργο με τα γλέντια: δεν παραγγέλνονται ούτε προγραμματίζονται εύκολα! Μπορεί να έχεις όλα τα στοιχεία – τους κατάλληλους ανθρώπους, τη μουσική, το κρασί, τη σωστή διάθεση κ.λπ. – όμως αυτό που θα βγει τελικά να μην είναι πραγματικό γλέντι, αλλά κάτι πιο προβλέψιμο και ακίνδυνο, ας πούμε πάρτι. Αντιθέτως, κάποιες άλλες φορές, χωρίς καμία εμφανή αιτία, μια τυχαία συνάντηση ή ένα ντεκαφεϊνέ πάρτι μπορεί να ξεφύγει και να μεταλλαχθεί σε γλέντι. Διότι το πραγματικό γλέντι, όπως όλοι ξέρουμε, γράφεται με κεφαλαίο γάμα, χαράζει πορεία• η ζωή κατόπιν διακρίνεται σε π.Γ. και μ.Γ. (= προ Γλεντιού και μετά Γλεντιού). Μετά από ένα πραγματικό γλέντι δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος, έχεις γίνει ένα διαφορετικό ον. Το πάρτι, δηλαδή αυτό που μπορεί να παραγγελθεί, ίσως είναι πολύ ευχάριστη εμπειρία, όμως δεν χαράζει πορεία (τα ξέρουμε αυτά από πρώτο χέρι, έτσι;). Συνεχίζεις να είσαι ο ίδιος άνθρωπος πριν και μετά. Όμως αυτό που νοηματοδοτεί τον βίο εκ νέου και σε κάνει να γελάς ακόμα και με τη φρίκη, είναι αυτό που δεν μπορεί να προγραμματιστεί εύκολα.

Οπότε λοιπόν το γλέντι δεν είναι αναλυτικό φαινόμενο, δεν ανάγεται σε ατομικά στοιχεία που συνδυάζονται με νομολογικό τρόπο για να δώσουν ντετερμινιστικά το αποτέλεσμα. Δεν ισχύει, δηλαδή, κάποια φόρμουλα: Γιάννης + Μαρία + Γιώργος + Ελένη + κρασί + μουσική = γλέντι. Το θέμα δεν τόσο ο Γιάννης ή η Μαρία, το θέμα είναι να συντρέξουν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε ο Γιάννης κι η Μαρία να βγάλουν έναν άλλον εαυτό από μέσα τους, που ούτε κι οι ίδιοι δεν ήξεραν ότι υπήρχε. Να δημιουργηθεί μια αλυσιδωτή αντίδραση κεφιού, όπου ο ένας να σπρώχνει τον άλλον, ο ένας να κάνει πάσες στον άλλον, ώστε η κατάσταση σταδιακά να ξεφύγει από τον έλεγχο και να γεννηθεί κάτι καινούργιο, το άθροισμα των μερών να ξεπεράσει το σύνολο. Επιπλέον, το γλέντι εξαρτάται έντονα από τα ευρύτερα συμφραζόμενα. Μια λάθος κουβέντα εκεί που το πράγμα αρχίζει να ζεσταίνεται, ένας απρόσκλητος επισκέπτης, μια τηλεόραση που έπρεπε να είχε κλείσει, ένα κινητό που θα χτυπήσει τη λάθος στιγμή, κι η κατάσταση θα ξενερώσει• το σύνολο θα ξαναγίνει ίσο με το άθροισμα των μερών του. Το γλέντι λοιπόν είναι θεμελιωδώς αναδυόμενο (emergent) φαινόμενο και έντονα context-dependent, εξαρτάται από τα συμφραζόμενα.

Κάτι παρόμοιο και με τα ταξίμια στη μουσική:


Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε
Τα ταξίμια – γενικότερα, οι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί – δεν είναι εύκολη υπόθεση! Χρειάζεται εμπειρία και ωριμότητα να τα αποτολμήσει κάποιος, κι όποιοι από σας είστε του μουσικού χώρου, νομίζω, θα συμφωνήσετε αμέσως. Είναι αυθόρμητη επινόηση μουσικών λύσεων σε πραγματικό χρόνο και μπροστά σε κοινό. Από την άλλη, δεν είναι και μουσική αναρχία, ο μουσικός δεν παίζει στην τύχη. Έχουν, ας πούμε, «ημι-δομή»: ο εκτελεστής ξεκινά από μια μελωδία, έναν μουσικό δρόμο ή έναν ρυθμό, και πάνω εκεί αρχίζει να εξερευνεί δοκιμαστικά, να κάνει μικρότερες και μεγαλύτερες αλλαγές. Προσέχει αδιάληπτα αυτές τις δοκιμές, κι αν κάτι του κάνει κλικ, το κρατά και συνεχίζει να χτίζει πάνω του. Τα πετυχημένα ταξίμια – οι πετυχημένοι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί – γίνονται αντιληπτά από τον μουσικό ακριβώς έτσι: συνεχείς δοκιμές και αυθόρμητες εμπνεύσεις της στιγμής, μια ακολουθία από μικρά κλικ που οδηγούν σε μεγαλύτερα κλικ και καταλήγουν στο μεθυστικό σοκ, Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Ο Jumanee Smith, τζαζ τρομπετίστας, περιγράφει εδώ (από 32:21 ως 32:56) την εμπειρία αυτού του σοκ: “Sometimes I’m surprised myself, sometimes I listen back to something I played and be like, oh man, did I play that?!

(Παρένθεση: Νομίζω πως όπου έτυχε, για κοινωνικούς, πολιτικούς ή άλλους λόγους, να εμφανιστεί αυτή η διάκριση μεταξύ κατεστημένης και λαϊκής μουσικής - «υψηλής» και «ευτελούς», αντίστοιχα - τότε η πρώτη έτεινε να λειτουργεί με πιστές αναπαραγωγές κάποιου μουσικού υλικού, ενώ η δεύτερη έτεινε να περιλαμβάνει αυτοσχεδιασμούς. Αυτή είναι η εντύπωση που έχω, ας το επιβεβαιώσει όμως κάποιος που έχει καλύτερη εικόνα για την ιστορία της μουσικής)

Είναι λοιπόν και τα ταξίμια ένα αναδυόμενο (emergent), μη-ντετερμινιστικό φαινόμενο. Κάτι εντελώς διαφορετικό από την κλασική σύλληψη της μουσικής δεξιοτεχνίας, η οποία έχει να κάνει με πιστές αναπαραγωγές μουσικού υλικού! Για να γίνεις μάστορας του αυτοσχεδιασμού πρέπει να αφήσεις πίσω την κλασική σύλληψη και να πάρεις ρίσκα: δεν θα έχεις από κάτι να κρατηθείς, κάτι προμελετημένο, καρφωτό και δουλεμένο να αναπαραγάγεις. Οι ποιότητες που απαιτεί ο αυτοσχεδιασμός είναι η συνεχής δημιουργία και η αυθόρμητη απόκριση στις ιδιαιτερότητες της στιγμής. Δεν ελέγχεις αυτό που παίζεις, δεν ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Ο Austin Peralta, τζαζ πιανίστας, μιλά εδώ (από 37:38 ως 38:38) για τους κλασικούς σπουδαστές της μουσικής, που έρχονται σε επαφή με το αυτοσχεδιαστικό παίξιμο της τζαζ και τα χάνουν. Μπορεί να είναι περίφημοι εκτελεστές, όμως έχουν μάθει να κρατιούνται από κάπου, να αισθάνονται το μουσικό τους καθήκον ως αναπαραγωγική πιστότητα του προετοιμασμένου υλικού, οπότε τα χάνουν μπροστά σ’ αυτό το καινούργιο μουσικό καθήκον, την αυθόρμητη δημιουργική απόκριση στις ιδιαιτερότητες της στιγμής. Έσω ανοιχτός, τολμηρός, αφουγκραστικός, πάψε να ελέγχεις αυτό που παίζεις, μη θες να έχεις κάτι να κρατηθείς: αυτές είναι οι ποιότητες του αυτοσχεδιασμού. Μόνο έτσι όμως μπορεί να γίνει αυτό το κλικ και να φτάσεις στο μεθυστικό σοκ: Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Ή στα ύψη ενός μάστορα του είδους, όπως π.χ. ο John Coltrane, που αυτοσχεδίαζε με τις ώρες, χωρίς σταματημό, ξεδιπλώνοντας το ένα αριστούργημα μετά το άλλο.


Η Στιγμή, το Μέρος, οι Άνθρωποι και η Μαστοριά
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που άκουσε να συζητιέται ότι ο Νταούντ του Σαχίλ ήταν ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του κόσμου. Μεγάλη επιθυμία τον κατέλαβε να τον ακούσει. «Φέρτε τον εδώ», διέταξε.

Ο τελετάρχης του βασιλιά πήγε στο σπίτι του Νταούντ, όμως ο βασιλιάς των τραγουδιστών απάντησε: «Αυτός ο βασιλιάς σας δεν ξέρει από τραγούδι. Αν θέλει απλώς να δει τον Νταούντ, τότε θα έρθω. Αν θέλει όμως να μ’ ακούσει να τραγουδώ, τότε θα πρέπει να περιμένει, όπως όλος ο κόσμος, μέχρι να έρθω στα μεράκια. Ο Νταούντ έγινε σπουδαίος τραγουδιστής επειδή ξέρει πότε είναι η στιγμή για τραγούδι και πότε όχι. Αν γνώριζε αυτό το μυστικό, τότε κι ένας γάιδαρος θα γινόταν σπουδαίος τραγουδιστής».

Ο βασιλιάς θύμωσε όταν έλαβε το μήνυμα: «Υπάρχει κάποιος που να τον αναγκάσει να τραγουδίσει για μένα; Αυτός μεν τραγουδάει μόνο όταν έρθει στα μεράκια, εγώ όμως θέλω να τον ακούσω τώρα».

Τότε ένας δερβίσης βγήκε μπροστά και είπε στον βασιλιά: «Έλα να επισκεφτούμε μαζί τον τραγουδιστή».

Ο βασιλιάς σηκώθηκε αμέσως, έβαλε ένα απλό ρούχο κι ακολούθησε τον δερβίση ως το σπίτι του τραγουδιστή. Χτύπησαν την πόρτα κι ο Νταούντ από μέσα φώναξε: «Δεν τραγουδάω σήμερα, φύγετε κι αφήστε με ήσυχο».

Ο δερβίσης τότε κάθισε κάτω κι άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο τραγούδι του Νταούντ. Ο βασιλιάς θαύμασε τη γλυκιά φωνή του, δεν ήταν όμως και κανένας μάστορας της μουσικής: δεν κατάλαβε ότι ο δερβίσης το τραγούδισε επίτηδες παράφωνα, ώστε να τσιμπήσει ο Νταούντ. «Ω, τι γλυκιά μελωδία», είπε ο βασιλιάς, «τραγούδισέ το πάλι, σε παρακαλώ».

Τη στιγμή εκείνη όμως ο Νταούντ τσίμπησε κι άρχισε να τραγουδάει, να τους δείξει πώς το κάνουν. Κι από τις πρώτες νότες ακόμα, ο δερβίσης κι ο βασιλιάς τα έχασαν, έμειναν άφωνοι με το αηδόνι του Σαχίλ και την τελειότητα της μουσικής του.

Όταν το τραγούδι τέλειωσε, ο βασιλιάς κανόνισε να σταλεί ένα γενναίο δώρο στον Νταούντ, και είπε στον δερβίση: «Μα τι σοφός που είσαι! Σε παραδέχομαι, που κατάφερες κι έκανες το Αηδόνι να τραγουδίσει. Θέλω να γίνεις σύμβουλός μου».

Ο δερβίσης όμως απάντησε απλά: «Μεγαλειότατε, για ν’ ακούσεις το τραγούδι πρέπει να υπάρχει κάπου ο τραγουδιστής, πρέπει εσύ να είσαι παρών, πρέπει να υπάρχει επίσης και κάποιος ή κάτι που να εμπνεύσει, να προκαλέσει το τραγούδι. Έτσι είναι με όλα στη ζωή: η στιγμή, το μέρος, οι άνθρωποι και η μαστοριά».


Σε Ώμους Γιγάντων 
Τα πολλά λόγια όμως είναι φτώχια. Ας πάμε να το δούμε πώς γίνεται στην πράξη πατώντας σε ώμους γιγάντων:



Ακούστε έξυπνα το παραπάνω απόσπασμα Ζαμπέτα – Χατζιδάκι, από ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή του παλιού Τρίτου Προγράμματος. Προσπαθείστε να καταλάβετε τι παίζει, τι είναι αυτό που γίνεται μέσα στο στούντιο. Να σας πω εγώ τι καταλαβαίνω:

00:00 – 00:41. Ο Ζαμπέτας ξεκινά υποτονικός. Ο Χατζιδάκις προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του δερβίση και να τον ξυπνήσει, του ζητά να αυτοσχεδιάσει. Στο 00:08 του θυμίζει τον παλιό αυτοσχεδιασμό του από την Οδό Ονείρων, μήπως και τον εμπνεύσει. Ο Ζαμπέτας το δοκιμάζει λίγο αλλά το αφήνει και στο 00:31 αντιπροτείνει το Πάμε Μια Βόλτα στο Φεγγάρι, αβρότητα προς τον οικοδεσπότη.

00:41 – 04:04. Παίζουν μαζί το τραγούδι του Χατζιδάκι και το αποτέλεσμα είναι ωραίο – δηλαδή παραείναι ωραίο και τακτοποιημένο για να είναι αυθόρμητο, καταλαβαίνω ότι ο Ζαμπέτας το είχε προετοιμάσει. Δεν είμαστε ακόμα στην επικράτεια του ταξιμιού. Μόνο από το 02:52 ως το 03:19 πάει να γίνει κάτι, οι πενιές ακούγονται κάπως αμφίβολες και πειραματικές, όμως στο 03:19 ο Ζαμπέτας ξαναγυρνά σε καλοδουλεμένες φόρμες, μουσικά κλισέ τα οποία ένας έμπειρος μουσικός έχει πάντα στο τσεπάκι του.

04:04 – 07:06. Ο Ζαμπέτας αρχίζει να παίζει το Αητός Χωρίς Φτερά, δεύτερη προετοιμασμένη αβρότητα προς τον οικοδεσπότη. Ο Χατζιδάκις τον κόβει, καταλαβαίνει ότι η κατάσταση είναι στημένη. Του ζητά «να πάμε στις παλιές, τις αρχικές πηγές του μπουζουκιού», κι ο Ζαμπέτας αυθόρμητα θυμάται το Σάχτονε Σταύρο Σάχτονε.

07:06 – 13:39. O Ζαμπέτας παίζει και τραγουδάει με κέφι το τραγούδι του Βαμβακάρη (επιτέλους, φύγαμε από τα φεγγάρια και τους άφτερους αετούς). Τώρα πια δεν ακούγεται υποτονικός. Στο 08:27 ο Χατζιδάκις προτείνει το Απ’ Της Ζέας το Λιμάνι, ο Ζαμπέτας το δοκιμάζει αλλά δεν του βγαίνει, ο Χατζιδάκις ξαναγυρνά στο Σάχτονε Σταύρο Σάχτονε και ζητά ένα ταξίμι πάνω σ’ αυτό. Κατάλαβε ότι το τραγούδι δούλεψε για τον Ζαμπέτα. Αυτός ξεκινά το ταξίμι, αρχίζει να απογειώνεται, στην πορεία παίζει τη Γάτα του Μάθεση (αυτήν που ‘ρχεται με ποντικάκια και μου κάνει κορδελάκια), του έρχεται κατόπιν το Καταραμένη Φτώχεια του Απόστολου Χατζηχρήστου. Τώρα είναι ασταμάτητος.

13:39 – τέλος. Ο Χατζιδάκις κατάλαβε ότι το πράγμα ζεστάθηκε και του ζητά να αυτοσχεδιάσουν μαζί. Από το 13:54 και μετά ακούμε ταξίμι υψηλού επιπέδου. Στα υπόλοιπα οκτώ λεπτά, ο Ζαμπέτας παίζει συνεχώς, δεν αφήνει τα δάχτυλά του από το μπουζούκι, δοκιμάζοντας κατά καιρούς περίεργους ήχους, εξερευνώντας διάφορους δρόμους, και κλείνοντας τελικά με το Ραδίκι (κάθονται δυο πιτσιρίκοι, άιντε, το ‘να πόδι απάνω στ’ άλλο κ.λπ.).

Γι’ αυτά τα οκτώ λεπτά ασταμάτητου και υπέροχου ταξιμιού έγινε λοιπόν όλη η ιστορία. Μην παραλείψετε όμως να σημειώσετε και την ευφυΐα του Χατζιδάκι: έπαιξε σωστά τον ρόλο του δερβίση. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε μείνει στα δικά του τραγούδια (σίγουρα ο Ζαμπέτας θα είχε προετοιμάσει κι άλλα), όμως ήθελε να προσφέρει στους ακροατές κάτι με αξία, κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα. Οπότε, πολύ σωστά έστρεψε την κατάσταση προς τις «αρχικές πηγές του μπουζουκιού». Ίσως αυτό να προσφέρει και μια νύξη για την επικοινωνία του Χατζιδάκι με τους παλιούς μάγκες, ήδη από τον καιρό της Κατοχής ακόμα. Δεν ήταν ένας από αυτούς και, προς τιμήν του, δεν καμώθηκε ποτέ ότι ήταν ένας από αυτούς. Όμως (επίσης προς τιμήν του) ούτε τους κοιτούσε αφ’ υψηλού ούτε τους εξιδανίκευσε: απλά καταλάβαινε ότι αυτό που κάνουν, τόσο στο μπουζούκι όσο και στη ζωή τους, έχει αξία. «Εσείς παίζατε, εγώ άκουγα προσεκτικά», όπως λέει κάποια στιγμή στο απόσπασμα.


Επίλογος 
Ας προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε λίγο τις παραπάνω σκέψεις: Οι παλιοί μάγκες δημιούργησαν μια καταπληκτική μουσική παράδοση, χωρίς να το καταλάβουν κι οι ίδιοι πώς το έκαναν. Όπως ακριβώς κι ο μουσικός αυτοσχεδιαστής παθαίνει σοκ στις υψηλές σφαίρες του ταξιμιού, Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Δημιουργείς κάτι που σε ξεπερνάει, βγάζεις από μέσα σου κάτι που ούτε εσύ ο ίδιος δεν ήξερες ότι υπήρχε. Το βιοτικό αντίστοιχο του ταξιμού είναι το γλέντι, δηλαδή αλυσιδωτή αντίδραση κεφιού, στα πλαίσια μιας παρέας, που κορυφώνεται σε ένα Όλον μεγαλύτερο από το άθροισμα των Μερών του. Αν η παρέα γεννήσει κάτι που την ξεπερνάει, τότε η κατάσταση καλείται γλέντι. Και ειδικά όταν ο βίος είναι ζοφερός και τυραννικός, όπως συνέβαινε με τους παλιούς μάγκες, μόνο το γλέντι μπορεί να προσφέρει αυτό το κάτι παραπάνω που να σε κάνει να γελάσεις ακόμα και με τη φρίκη, όχι το ελέγξιμο, ντεκαφεϊνέ, ακίνδυνο πάρτι. Όμως και τα δύο φαινόμενα, το ταξίμι και το γλέντι, ούτε προγραμματίζονται ούτε παραγγέλνονται εύκολα• είναι θεμελιωδώς μη-αναλυτικά, μη-ντετερμινιστικά και context-dependent (εξαρτώνται από τα ευρύτερα συμφραζόμενα). Οπότε, ίσως μπορούμε να δοκιμάσουμε κάποιους ορισμούς εδώ:

Ταξίμι = Χρήση του εξωτερικού κόσμου, υπό μορφή μπουζουκιού, ως τηλέφωνο για να επικοινωνήσεις με τον εαυτό σου.

Γλέντι = Βιοτικό ταξίμι, η συνέχιση του ταξιμιού με άλλα μέσα.

Μαγκιά = Αλλαγή κοσμοθεώρησης απέναντι στη ζωή: παύεις να έχεις τον έλεγχο, να ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα και να κρατιέσαι πάντα από κάτι, έναντι αυθόρμητης δημιουργικής απόκρισης στις ιδιαιτερότητες της στιγμής.


Επίλογος του Επιλόγου
Ο Κάρολος Μιλάνος κεντά στο μπουζούκι (σόλο που κέρδισε το Βραβείο ΕΨΑ, 1958):



to be continued

6 σχόλια:

  1. Να πω την εξυπνάδα μου, τι μου θύμισε η ιστορία του Νταούντ του Σαχίλ;
    Never the time and the place / And the loved one all together!

    [Ποίημα του Μπράουνινγκ που το ξέρω από μια ατάκα του Τσάντλερ. Λέει δεν θυμάμαι με ποια αφορμή ο Φίλιπ Μάρλοου σε κάποια μοιραία γυναίκα: «Ποτέ μαζί, ο χρόνος, ο τόπος και οι ερωτευμένοι». «Τι είναι αυτό;» (τον ρωτάει). «Μπράουνινγκ -ο ποιητής, όχι το όπλο. Είμαι σίγουρος ότι προτιμάς το δεύτερο».]

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πιθανόν όλα τα μουσικά είδη ξεκίνησαν σαν αυτοσχεδιαστικά. Το basso continuo του μπαρόκ, είναι το ίδιο απ' αυτήν την άποψη με τα chord progrsessions στο Real Book που κάθε τζαζ μουσικός, απ' τον αρχάριο μέχρι τον αστέρα κουβαλά μαζί του. Αυτό που κάνει ο Χατζηδάκις με τον Ζαμπέτα είναι ένα jam session (εντάξει, προς τιμήν του Ζαμπέτα).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Παιδιά, ψάχνω υλικό για μαντινάδες. Θέλω συνεντεύξεις, έρευνες, εθνογραφίες, περιγραφές κ.λπ. που να μελετάνε:
    (1) Από ποιους κυρίως παράγονται οι μαντινάδες;
    (2) Πώς παράγονται;
    (3) Πώς χρησιμοποιούνται και πώς γίνονται κατανοητές μέσα στα συμφραζόμενά τους; Ως τέχνη, ως τρόπος επικοινωνίας, ως ρητορικό μπαχαρικό, ως ρητορικό φαγητό κ.λπ.;
    Τέτοια πράγματα. Δεν θέλω, δηλαδή, συλλογές από μαντινάδες, τέτοιες μπορώ να βρω εύκολα και στο ίντερνετ. Αυτό που ψάχνω να καταλάβω είναι η μαντιναδοεμπειρία. Έχετε τίποτα υπόψη;

    @arcades
    Δεν το λες όμως jam session, δε νομίζω ότι ο Χατζιδάκις το 'χε. Δε θυμάμαι ούτε ένα περιστατικό που να αυτοσχεδιάζει (απροετοίμαστα, σε πραγματικό χρόνο και μπροστά σε κοινό).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πολυ ενδιαφερον κειμενο Ηλια.

    Κριμα που δεν εχουμε και βιντεο της συναντησης Ζαμπετα-Χατζιδακι. Εκει προς το 20:10 γινεται χαμος, χανουν και τα μικροφωνα μου φαινεται :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Εξαιρετική η προσέγγιση στα θέματα του μάγκα και της μαγκιάς,του αυτοσχεδιασμού και της έννοιας του γλεντιού...ένα πραγματικό ταξίμι!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να 'σαι καλά, Αλέξανδρε. Παραδόξως όλα θα πάνε καλά

      Διαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.