Ωραίο διηγηματάκι του Λόρδου Ντανσάνι που, απ' όσο ξέρω, δεν πρέπει να έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, έκανα μια προσπάθεια. Λονδίνο, αρχές 20ου αιώνα:
Τις προάλλες περπατούσα στο Πικαντίλι, σκεφτόμουν παιδικά τραγουδάκια και λυπόμουν για τον ρομαντισμό που χάθηκε οριστικά.
Και καθώς κοιτούσα τους μαγαζάτορες με τα μαύρα παλτά και καπέλα τους, σκέφτηκα εκείνο το στίχο από το παλιό παιδικό τραγούδι: «Οι έμποροι του Λονδίνου, στα άλικα ντυμένοι»
Οι θλιβεροί δρόμοι δεν είχαν κανέναν ρομαντισμό. Σκέφτηκα ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει γι’ αυτούς – εντελώς τίποτα. Και ξαφνικά οι σκέψεις μου κόπηκαν από σκυλιά που γάβγιζαν. Κάθε σκυλί στον δρόμο είχε βαλθεί να γαβγίζει – όχι μόνο τα μικρά αλλά και τα μεγάλα. Κι όλα είχαν στραφεί ανατολικά, προς την κατεύθυνση που ήρθα. Γύρισα τότε να κοιτάξω κι είχα αυτό το όραμα, στο Πικαντίλι, απέναντι απ’ τα σπίτια του δρόμου, αμέσως μετά την πιάτσα των ταξί.
Κάποιοι ψηλοί, σκυφτοί άντρες περπατούσαν ντυμένοι με καταπληκτικά παλτά. Όλοι χλωμόδερμοι, σκουρομάλληδες, πολλοί απ’ αυτούς είχαν και παράξενα γένια. Ερχόντουσαν αργά, κρατώντας ραβδιά, με τα χέρια απλωμένα για ελεημοσύνη.
Οι ζητιάνοι κατέβηκαν στην πόλη.
Θα τους έδινα ένα χρυσό δουβλώνι με χαραγμένους τους πύργους της Καστίλης, όμως δεν είχα τέτοιο κέρμα. Δεν έμοιαζαν άνθρωποι που ταιριάζει να τους δώσεις το ποσό που πληρώνεις σε έναν ταρίφα (τι αποτρόπαιη λέξη... σίγουρα κάπου, κάποια σκοτεινή αδερφότητα τη χρησιμοποιεί για σύνθημα). Κάποιοι φορούσαν μωβ παλτά με φαρδιές πράσινες μπορντούρες, σε κάποιους οι πράσινες μπορντούρες ήταν στενές, κάποιοι είχαν τριμμένα κόκκινα παλτά, κάποιοι βιολετί παλτά, όμως κανείς δεν φορούσε μαύρα. Και ζητιανεύαν όλο χάρη, όπως οι θεοί ζητιανεύουν για ψυχές.
Στεκόμουν κοντά σ’ έναν φανοστάτη κι αυτοί πλησίασαν. Κάποιος απευθύνθηκε στον φανοστάτη αποκαλώντας τον αδερφό: «Ω φανοστάτη, αδερφέ μας του σκοταδιού, πόσα ανθρώπινα ναυάγια πέρασαν από κάτω σου στις παλίρροιες της νυχτιάς; Μην κοιμάσαι, αδερφέ, μην κοιμάσαι. Υπήρξαν πολλά ναυάγια, όχι όμως εξαιτίας σου».
Περίεργο. Ποτέ δεν σκέφτηκα το μεγαλείο του φανοστάτη στις πολύωρες νυχτερινές βάρδιες του καθώς επιβλέπει τους περαστικούς. Αυτοί όμως το σκέφτηκαν.
Και κάποιος απ’ αυτούς μουρμούρισε στον δρόμο: «Έχεις κουραστεί, δρόμε; Για λίγο ακόμα οι άνθρωποι θα πηγαινοέρχονται πάνω-κάτω και θα σε κρατάν σφιχτοντυμένο με πίσσα και τούβλα. Δρόμε, κάνε υπομονή. Όπου να ‘ναι έρχεται ο σεισμός».
«Μα ποιοι είστε;» ρώτησε ο κόσμος. «Κι από πού έρχεστε;»
«Ποιος μπορεί να το πει αυτό», απάντησαν, «ποιοι είμαστε κι από πού ερχόμαστε;»
Και κάποιος στράφηκε προς τα σπίτια τα μαυρισμένα από τον καπνό και είπε: «Μακάρια τα σπίτια, γιατί οι άνθρωποι ονειρεύονται μέσα σ’ αυτά».
Ποτέ πριν δεν σκέφτηκα ότι όλα αυτά τα σπίτια ήταν διαφορετικά το ένα απ’ το άλλο, διότι έτρεφαν διαφορετικά όνειρα.
Και κάποιος στράφηκε προς το δέντρο κοντά στις γραμμές του Γκριν Παρκ και είπε: «Κουράγιο, δέντρο, τα χωράφια θα επιστρέψουν και πάλι».
Κι όλη αυτήν την ώρα ο άσχημος καπνός ανέβαινε προς τον ουρανό, ο καπνός που έπνιγε τη ρομαντικότητα και μαύριζε τα πουλιά. Αυτόν, σκέφτηκα, δεν μπορούν ούτε να τον παινέψουν ούτε να τον μακαρίσουν. Όμως όταν τον είδαν, σήκωσαν τα χέρια προς τις χιλιάδες καπνοδόχους: «Ιδού ο καπνός. Τα αρχαία δάση που έγιναν άνθρακας στα σπλάχνα της Γης, τώρα χορεύουν και πετάνε στον Ήλιο. Μην ξεχνάς τη Γη, αδερφέ μας, και σου ευχόμαστε τη χαρά του Ήλιου».
Είχε βρέξει, κι ένα καταθλιπτικό ρυάκι έτρεχε σ’ ένα βρώμικο λούκι. Κουβαλούσε όγκους σάπιων σκουπιδιών, λες κι είχε μαζέψει ό,τι παραπεταμένο υπήρχε, καταλήγοντας σε μουντούς υπονόμους μακριά από τα μάτια των ανθρώπων και του ήλιου. Αυτό ήταν περισσότερο που με έκανε να πω στα βάθη της καρδιάς μου ότι η πόλη ήταν χυδαία, η Ομορφιά νεκρή κι η Ρομαντικότητα χαμένη.
Όμως ακόμα και το λούκι μακάρισαν. Κάποιος που φορούσε μωβ παλτό με πράσινη μπορντούρα είπε: «Αδερφέ, κράτα την ελπίδα, να είσαι σίγουρος ότι θα φτάσεις κάποια στιγμή στον υπέροχο Ωκεανό, θα συναντήσεις τα πελώρια, βαρυφορτωμένα, ταξιδιάρικα καράβια, και θα χαρείς σε νησιά που λούζονται στον χρυσαφένιο ήλιο». Έτσι μακάρισαν το λούκι και δε βρήκα καμία διάθεση να κοροϊδέψω.
Οι ζητιάνοι μακάρισαν ακόμα και τους ανθρώπους που περνούσαν με τα μαύρα παλτά και τα τερατώδη, παραμορφωμένα καπέλα τους. Ένας απ’ αυτούς είπε σε κάποιον μαυροφορεμένο: «Ω δίδυμε αδερφέ της Νύχτας, με τα λευκά ξέφτια στους καρπούς και στον λαιμό, σαν τ’ αστέρια της Νύχτας. Έκρυψες όλο αγωνία με μαύρα πέπλα τις κρυφές, ανυποψίαστες επιθυμίες σου. Έχεις βαθιές σκέψεις που δεν χαίρονται στα χρώματα, λένε 'Οχι' στο μωβ, λέγε 'Φύγε' στο όμορφο πράσινο. Έχεις άγριες φαντασίες που πρέπει να δαμαστούν με μαύρο, και τρομερά οράματα που πρέπει να παραμείνουν έτσι κρυφά. Τρέφει η ψυχή σου όνειρα αγγέλων και νεράιδων; Τα έχεις σφραγίσει τόσο ερμητικά, μην τυχόν και σοκάρουν κάποια έκπληκτα μάτια; Έτσι ακριβώς κρύβει ο Θεός το διαμάντι μέσα σε τόνους πηλού».
«Δεν μπορείς να αρνηθείς το θαύμα σου».
«Ιδού, είσαι πολύ μυστικός».
«Να είσαι θαυμαστός. Να είσαι γεμάτος μυστήριο»
Ο άντρας με το μαύρο παλτό πέρασε αθόρυβος κι έφυγε. Κι όταν μίλησε ο ζητιάνος με τα μωβ κατάλαβα ότι ο μαυροφορεμένος πρέπει να είχε κάνει λαθρεμπόριο στις Ινδίες, ότι στην καρδιά του υπήρχαν παράξενες και βουβές φιλοδοξίες, ότι η βουβαμάρα του είχε σφραγιστεί από τελετουργικά αρχαίων παραδόσεων, ότι μια μέρα μπορεί να την ξεπερνούσε από μια χαρούμενη κραυγή στον δρόμο ή από κάποιον που έλεγε ένα τραγούδι, και πως όταν τελικά αυτός ο μαγαζάτορας μιλούσε, ίσως τότε να εμφανίζονταν ρωγμές στον κόσμο από τις οποίες να κοιτάζεις την άβυσσο.
Και γυρνώντας κατά το Γκριν Παρκ, που η Άνοιξη ακόμα δεν το είχε επισκευτεί, οι ζητιάνοι σήκωσαν τα χέρια τους κοιτώντας το παγωμένο γρασίδι, τα γυμνά δέντρα, και ψέλνοντας όλοι μαζί προφήτευσαν δακράκια.
Πέρασε ένα διόροφο λεωφορείο που κόντεψε να πατήσει κάποια σκυλιά, τα οποία ακόμα γάβγιζαν μανιασμένα. Ο οδηγός συνεχώς κορνάριζε.
Και το όραμα χάθηκε.
Τις προάλλες περπατούσα στο Πικαντίλι, σκεφτόμουν παιδικά τραγουδάκια και λυπόμουν για τον ρομαντισμό που χάθηκε οριστικά.
Και καθώς κοιτούσα τους μαγαζάτορες με τα μαύρα παλτά και καπέλα τους, σκέφτηκα εκείνο το στίχο από το παλιό παιδικό τραγούδι: «Οι έμποροι του Λονδίνου, στα άλικα ντυμένοι»
Οι θλιβεροί δρόμοι δεν είχαν κανέναν ρομαντισμό. Σκέφτηκα ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει γι’ αυτούς – εντελώς τίποτα. Και ξαφνικά οι σκέψεις μου κόπηκαν από σκυλιά που γάβγιζαν. Κάθε σκυλί στον δρόμο είχε βαλθεί να γαβγίζει – όχι μόνο τα μικρά αλλά και τα μεγάλα. Κι όλα είχαν στραφεί ανατολικά, προς την κατεύθυνση που ήρθα. Γύρισα τότε να κοιτάξω κι είχα αυτό το όραμα, στο Πικαντίλι, απέναντι απ’ τα σπίτια του δρόμου, αμέσως μετά την πιάτσα των ταξί.
Κάποιοι ψηλοί, σκυφτοί άντρες περπατούσαν ντυμένοι με καταπληκτικά παλτά. Όλοι χλωμόδερμοι, σκουρομάλληδες, πολλοί απ’ αυτούς είχαν και παράξενα γένια. Ερχόντουσαν αργά, κρατώντας ραβδιά, με τα χέρια απλωμένα για ελεημοσύνη.
Οι ζητιάνοι κατέβηκαν στην πόλη.
Θα τους έδινα ένα χρυσό δουβλώνι με χαραγμένους τους πύργους της Καστίλης, όμως δεν είχα τέτοιο κέρμα. Δεν έμοιαζαν άνθρωποι που ταιριάζει να τους δώσεις το ποσό που πληρώνεις σε έναν ταρίφα (τι αποτρόπαιη λέξη... σίγουρα κάπου, κάποια σκοτεινή αδερφότητα τη χρησιμοποιεί για σύνθημα). Κάποιοι φορούσαν μωβ παλτά με φαρδιές πράσινες μπορντούρες, σε κάποιους οι πράσινες μπορντούρες ήταν στενές, κάποιοι είχαν τριμμένα κόκκινα παλτά, κάποιοι βιολετί παλτά, όμως κανείς δεν φορούσε μαύρα. Και ζητιανεύαν όλο χάρη, όπως οι θεοί ζητιανεύουν για ψυχές.
Στεκόμουν κοντά σ’ έναν φανοστάτη κι αυτοί πλησίασαν. Κάποιος απευθύνθηκε στον φανοστάτη αποκαλώντας τον αδερφό: «Ω φανοστάτη, αδερφέ μας του σκοταδιού, πόσα ανθρώπινα ναυάγια πέρασαν από κάτω σου στις παλίρροιες της νυχτιάς; Μην κοιμάσαι, αδερφέ, μην κοιμάσαι. Υπήρξαν πολλά ναυάγια, όχι όμως εξαιτίας σου».
Περίεργο. Ποτέ δεν σκέφτηκα το μεγαλείο του φανοστάτη στις πολύωρες νυχτερινές βάρδιες του καθώς επιβλέπει τους περαστικούς. Αυτοί όμως το σκέφτηκαν.
Και κάποιος απ’ αυτούς μουρμούρισε στον δρόμο: «Έχεις κουραστεί, δρόμε; Για λίγο ακόμα οι άνθρωποι θα πηγαινοέρχονται πάνω-κάτω και θα σε κρατάν σφιχτοντυμένο με πίσσα και τούβλα. Δρόμε, κάνε υπομονή. Όπου να ‘ναι έρχεται ο σεισμός».
«Μα ποιοι είστε;» ρώτησε ο κόσμος. «Κι από πού έρχεστε;»
«Ποιος μπορεί να το πει αυτό», απάντησαν, «ποιοι είμαστε κι από πού ερχόμαστε;»
Και κάποιος στράφηκε προς τα σπίτια τα μαυρισμένα από τον καπνό και είπε: «Μακάρια τα σπίτια, γιατί οι άνθρωποι ονειρεύονται μέσα σ’ αυτά».
Ποτέ πριν δεν σκέφτηκα ότι όλα αυτά τα σπίτια ήταν διαφορετικά το ένα απ’ το άλλο, διότι έτρεφαν διαφορετικά όνειρα.
Και κάποιος στράφηκε προς το δέντρο κοντά στις γραμμές του Γκριν Παρκ και είπε: «Κουράγιο, δέντρο, τα χωράφια θα επιστρέψουν και πάλι».
Κι όλη αυτήν την ώρα ο άσχημος καπνός ανέβαινε προς τον ουρανό, ο καπνός που έπνιγε τη ρομαντικότητα και μαύριζε τα πουλιά. Αυτόν, σκέφτηκα, δεν μπορούν ούτε να τον παινέψουν ούτε να τον μακαρίσουν. Όμως όταν τον είδαν, σήκωσαν τα χέρια προς τις χιλιάδες καπνοδόχους: «Ιδού ο καπνός. Τα αρχαία δάση που έγιναν άνθρακας στα σπλάχνα της Γης, τώρα χορεύουν και πετάνε στον Ήλιο. Μην ξεχνάς τη Γη, αδερφέ μας, και σου ευχόμαστε τη χαρά του Ήλιου».
Είχε βρέξει, κι ένα καταθλιπτικό ρυάκι έτρεχε σ’ ένα βρώμικο λούκι. Κουβαλούσε όγκους σάπιων σκουπιδιών, λες κι είχε μαζέψει ό,τι παραπεταμένο υπήρχε, καταλήγοντας σε μουντούς υπονόμους μακριά από τα μάτια των ανθρώπων και του ήλιου. Αυτό ήταν περισσότερο που με έκανε να πω στα βάθη της καρδιάς μου ότι η πόλη ήταν χυδαία, η Ομορφιά νεκρή κι η Ρομαντικότητα χαμένη.
Όμως ακόμα και το λούκι μακάρισαν. Κάποιος που φορούσε μωβ παλτό με πράσινη μπορντούρα είπε: «Αδερφέ, κράτα την ελπίδα, να είσαι σίγουρος ότι θα φτάσεις κάποια στιγμή στον υπέροχο Ωκεανό, θα συναντήσεις τα πελώρια, βαρυφορτωμένα, ταξιδιάρικα καράβια, και θα χαρείς σε νησιά που λούζονται στον χρυσαφένιο ήλιο». Έτσι μακάρισαν το λούκι και δε βρήκα καμία διάθεση να κοροϊδέψω.
Οι ζητιάνοι μακάρισαν ακόμα και τους ανθρώπους που περνούσαν με τα μαύρα παλτά και τα τερατώδη, παραμορφωμένα καπέλα τους. Ένας απ’ αυτούς είπε σε κάποιον μαυροφορεμένο: «Ω δίδυμε αδερφέ της Νύχτας, με τα λευκά ξέφτια στους καρπούς και στον λαιμό, σαν τ’ αστέρια της Νύχτας. Έκρυψες όλο αγωνία με μαύρα πέπλα τις κρυφές, ανυποψίαστες επιθυμίες σου. Έχεις βαθιές σκέψεις που δεν χαίρονται στα χρώματα, λένε 'Οχι' στο μωβ, λέγε 'Φύγε' στο όμορφο πράσινο. Έχεις άγριες φαντασίες που πρέπει να δαμαστούν με μαύρο, και τρομερά οράματα που πρέπει να παραμείνουν έτσι κρυφά. Τρέφει η ψυχή σου όνειρα αγγέλων και νεράιδων; Τα έχεις σφραγίσει τόσο ερμητικά, μην τυχόν και σοκάρουν κάποια έκπληκτα μάτια; Έτσι ακριβώς κρύβει ο Θεός το διαμάντι μέσα σε τόνους πηλού».
«Δεν μπορείς να αρνηθείς το θαύμα σου».
«Ιδού, είσαι πολύ μυστικός».
«Να είσαι θαυμαστός. Να είσαι γεμάτος μυστήριο»
Ο άντρας με το μαύρο παλτό πέρασε αθόρυβος κι έφυγε. Κι όταν μίλησε ο ζητιάνος με τα μωβ κατάλαβα ότι ο μαυροφορεμένος πρέπει να είχε κάνει λαθρεμπόριο στις Ινδίες, ότι στην καρδιά του υπήρχαν παράξενες και βουβές φιλοδοξίες, ότι η βουβαμάρα του είχε σφραγιστεί από τελετουργικά αρχαίων παραδόσεων, ότι μια μέρα μπορεί να την ξεπερνούσε από μια χαρούμενη κραυγή στον δρόμο ή από κάποιον που έλεγε ένα τραγούδι, και πως όταν τελικά αυτός ο μαγαζάτορας μιλούσε, ίσως τότε να εμφανίζονταν ρωγμές στον κόσμο από τις οποίες να κοιτάζεις την άβυσσο.
Και γυρνώντας κατά το Γκριν Παρκ, που η Άνοιξη ακόμα δεν το είχε επισκευτεί, οι ζητιάνοι σήκωσαν τα χέρια τους κοιτώντας το παγωμένο γρασίδι, τα γυμνά δέντρα, και ψέλνοντας όλοι μαζί προφήτευσαν δακράκια.
Πέρασε ένα διόροφο λεωφορείο που κόντεψε να πατήσει κάποια σκυλιά, τα οποία ακόμα γάβγιζαν μανιασμένα. Ο οδηγός συνεχώς κορνάριζε.
Και το όραμα χάθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.