Μια μικρή παρουσίαση για τη δουλειά του James C. Scott. Δε λέω ότι ο άνθρωπος και το έργο του είναι σε όλα τέλεια, όμως κατά την ασιατική μου εμπειρία σκόνταψα πάνω σε κάποιες ιδέες του, και πραγματικά τις βρήκα χρήσιμες για την κατανόηση του ασιατικού (κι όχι μόνο) φαινομένου.
Ας ξεκινήσουμε μ’ ένα παράδειγμα:
Αυτός είναι ένας τυπικός χάρτης, συγκεκριμένα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο της ακμής της (16ος – 17ος αιώνας). Έχουμε δει μπόλικους τέτοιους χάρτες κρατών, αυτοκρατοριών, πολιτισμών κ.λπ. σε βιβλία σχολικά και πανεπιστημιακά, και μάθαμε να τους πιστεύουμε (πήρα τον εν λόγω χάρτη από τη Wikipedia, τυχαίο παράδειγμα είναι, θα μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος).
Κι όμως, όλοι αυτοί οι χάρτες παραπλανούν.
Δε μας δείχνουν πόσοι πολλοί άνθρωποι ζούσαν τότε, ουσιαστικά, εκτός του οργανωμένου κράτους, όποιο και να ‘ταν αυτό, παρόλο που τυπικά εντάσσονταν στην επικράτειά του, στη γραμμοσκιασμένη περιοχή του χάρτη. Έρημοι, αγριότοποι, δάση, βουνά, ζούγκλες: όλα αυτά ήταν φυσικά καταφύγια για διάφορους εξωκρατικούς, που συνήθως βαφτίζονταν «άγριοι», «βάρβαροι», «πρωτόγονοι», «ανυπότακτοι», «φυλές των βουνών», «απολίτιστοι», κι άλλα τέτοια που δε συνάδουν με προγράμματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Επίσης, οι χάρτες αυτοί δε μας λένε πόσοι πολλοί άνθρωποι... έφευγαν! Απλά έφευγαν από τις πόλεις του οργανωμένου κράτους, με τις ιεραρχίες, τις φορολογίες, τις γραφειοκρατίες, τις υποχρεωτικές στρατεύσεις, τους θεσμούς και τις αστυνομίες τους, πήγαιναν στα φυσικά καταφύγια κι έχτιζαν μια διαφορετική ζωή εκεί: «Τουλάχιστον αυτοί σώθηκαν από τις ευλογίες του πολιτισμού!»
Κανονικά, όλοι αυτοί οι χάρτες θα έπρεπε να είχαν ξεθωριασμένα μπαλώματα μέσα στις επικράτειές τους για τα φυσικά καταφύγια που προσέφεραν άσυλο σε εξωκρατικούς. Επίσης, θα έπρεπε να είχαν βελάκια από τις πόλεις προς τα μπαλώματα: ροές ανθρώπων που, σε βάθος αιώνων, αρνιόντουσαν τις ευλογίες του πολιτισμού. Μόνο έτσι οι χάρτες δε θα παραπλανούσαν.
Ορόσημο στην αναγνώριση αυτής της παραπλάνησης ήταν το έτος 2009, τότε που βγήκε το βιβλίο του James C. Scott: The Art of Not Being Governed. Σ’ αυτό, ο συγγραφέας ασχολείται με τους ορεσίβιους της ΝΑ Ασίας, τους «Ινδιάνους» του τόπου, που ακόμα και σήμερα ζούνε στις ζούγκλες των ατέλειωτων οροσειρών που σχηματίζουν τα Ιμαλάια. Δεν είναι πρωτόγονοι που έχασαν το τρένο του πολιτισμού• αντίθετα, πρέπει να τους δούμε ως απογόνους φυγάδων, που δέχτηκαν τη σκληρή ζωή της ζούγκλας προκειμένου να ξεφύγουν από τις πόλεις των πεδιάδων και τις κυβερνήσεις τους. Μέσα σε πολλούς αιώνες, οι Ινδιάνοι αυτοί ανέπτυξαν γλώσσες, οικονομίες, καλλιέργειες, ανιμισμούς και τρόπους ζωής κατάλληλους ώστε να κρατήσουν μακριά το οργανωμένο κράτος από τα χωριά τους. Μ’ άλλα λόγια...
Καλωσήρθατε στη Ζόμια! Στην αναρχική χώρα για την οποία δε μάθατε ποτέ!
Κι ο λόγος που δε μάθατε ποτέ για τη Ζόμια είναι ότι κι οι ίδιοι οι Ζόμιοι δε θέλουν να μάθετε για τη χώρα τους...
Η Ζόμια, το πιο όμορφο μέρος του κόσμου |
Η Ζόμια σήμερα μοιράζεται σε 9 επίσημα κράτη (Βιρμανία, Ταϊλάνδη, Λάος, Νότια Κίνα, Βιετνάμ, περιοχές του Μπαγκλαντές, Καμπότζη, περιοχές του Νεπάλ και του Μπουτάν), έχει περίπου το μέγεθος της Ευρώπης κι ενδεχομένως πάνω από 100.000.000 πληθυσμό (ο ακριβής πληθυσμός της Ζόμιας είναι κρατικό μυστικό που δεν αποκαλύπτεται σε μας τους ξένους), ενώ είναι έντονα ορεινή: Εδώ επάνω στα βουνά δε δίνω διάρα τσακιστή για ό,τι έχει κερδηθεί, για ό,τι έχει πια χαθεί.
Κατά τον James C. Scott, οι Ζόμιοι απέφυγαν το οργανωμένο κράτος επί 2.000 χρόνια (μήπως και περισσότερα;). Η Ζόμια είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν είναι χώρα: δεν έχει πρωτεύουσα, σημαία, εθνικό ύμνο, επίσημο νόμισμα (αντί γι’ αυτό έχει δώρα: Gift Economy), δεν έχει σαφώς οριοθετημένα σύνορα, δεν εκπροσωπείται στον ΟΗΕ, δεν αναγνωρίζεται καν απ’ αυτόν. Το διαβατήριο στη Ζόμια είναι η εμπιστοσύνη: ο τρόπος για να πάρεις βίζα, άδεια μετακίνησης κι άδεια παραμονής είναι να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των τοπικών Ζόμιων. Οι οποίοι έχουν «όση ιστορία χρειάζονται» για ν’ αποφεύγουν το οργανωμένο κράτος, και την υπόλοιπη τη συμπληρώνουν με έναν ΑΣΤΕΙΡΕΥΤΟ πλούτο προφορικών παραδόσεων.
Κάτι ξέρω απ’ αυτόν τον πλούτο. Ήμουν την Άνοιξη του 2014 σε μια μάζωξη ηλικιωμένων αρχηγών Καρέν από πολλά μέρη της Ταϊλάνδης, με σκοπό να συγκεντρώσουν τη διασπαρμένη τους προφορική παράδοση – στη γλώσσα Καρέν ονομάζεται Μπο Τα. Είχα αναφέρει σχετικά εδώ. Ήταν γοητευτικό να βλέπεις να σχηματίζεται σιγά–σιγά μια μεγάλη εικόνα μέσα από μύθους, θρύλους, παραμύθια κι ιστορίες διαφόρων περιοχών. Κάτι συναρπαστικό γεννιόταν. Όμως πριν προλάβει να μεταφραστεί αυτή η εικόνα στα επίσημα Ταϊλανδικά και στα Αγγλικά, την έπνιξε το πραξικόπημα του 2014. Μπορεί και να χάθηκε για πάντα. Τα γνωμικά κι οι παροιμίες που αναφέρω στο παραπάνω λινκ είναι ό,τι πρόλαβα να σώσω.
Περίπτωση Ζόμιας ήταν κι η εμπειρία του Κροπότκιν κατά τις γεωγραφικές του αποστολές στη Σιβηρία το 1864: «Οι χωρικοί στα χωριά που πήγε βοηθούσαν συνεχώς ο ένας τον άλλον κατά την πάλη τους με το αδυσώπητο περιβάλλον της Σιβηρίας. Πολύ περισσότερο, ο Κροπότκιν παρατήρησε μια συσχέτιση αυτής της αλληλοβοήθειας με την απόσταση του χωριού από εκεί που έφταναν τα χέρια της κυβέρνησης. Στη Σιβηρία έχασα όποια πίστη είχα προηγουμένως στην κρατική πειθαρχία» (από εδώ).
* * *
Στα καθ’ ημάς, θα πρέπει να δούμε την ελληνική Ζόμια στους παλιούς Βλάχους και στους Σαρακατσαναίους:
Στου γύρ’ζμα ιμένα μ’ έπιασαν αυτοίνοι (οι αντάρτες). Ήταν μπλούκι μιγάλου.
- Πού πας; Μου ‘παν.
- Α! Ιδώ. Έχου κι κάτι πράματα.
- Σι θέλουμε. Θα σι πάρουμι κουντά μας. Θα μας πας ικεί. Απ’ τ’ Κούστια πίσου, σια κει στου Μακρίνου.
Μιτά ιγώ τ’ς είπα να φύγου, να πάου στα πρόβατα.
- Όχι. Θα κάτσεις ιδώ.
Έκατσα πόση ώρα. Τι να κάμου τώρα, σκέφτουμαν. Δε μπόρ’γα να φύγου. Μι φύλαγαν τέσσερις.
- Τώρα, λέου ιγώ. Διψάου. Θέλου νιρό. Να πάου να πιού λίγου νιρό ικεί πέρα.
- Σύρι, μ’ λέει.
Πήγα μοναχός μ’, ικεί είχι λόγγου. Ουξιές. Πήγα κει να πιού νιρό. Έσκυψα κι έκανα ότι έπ’να νιρό. Σ’κώθ’κα κουντά. Έκαμα λίγου λουξά κι έφ’κα.
- Τι να κάμου τώρα; Πού να πάου; Κι πού θα πέσου; Κάνου σια παν’. Ξέφ’κα απ’ του δρόμου κι πάου σ’ ένα γκριμό. Διάφ’κι νύχτα πουλλή. Έκατσα να πλαϊάσου. Του προυί έφιξι. Ικεί ήβρα ένα πεύκου πισμένου.
- Τώρα τι να κάμου; Θα κάτσου. Έκατσα. Μες του κάτσ’μου πο ‘κανα, έφτασι κι μια αρκούδα ικεί σι μένα. Μόλις μ’ είδι, λάκ’σι, έφ’κι. Σ’κώθ’κι κι έφ’κι. Πάει κατά διαόλ’. Φοβήθ’κα. Τι να ‘κανα; Δε μπόρ’γα να κάμου κι τίπουτα. Έφ’κα κι ‘γω, κουντά απού κει. Παραπέρα βρίσκου έναν βλάχου μι τα πρόβατα, τουν Ξένου. Ήμασταν κι συγγινείς.
(από εδώ, σελ. 4, διηγείται ο Παντελής Θανασούλας, Σαρακατσαναίος. Ο τόπος είναι τα βουνά των Ιωαννίνων κι ο χρόνος είναι 1946 ή 1947)
Απ’ όσο ξέρω, οι Σαρακατσαναίοι ενσωματώθηκαν τελειωτικά στο ελληνικό κράτος τη δεκαετία του ’60, ενώ ακόμα και σήμερα στην Αλβανία οι Βλάχοι θεωρούνται ξεχωριστή φυλή («στη χώρα μου έχουμε τόσο τοις εκατό Αλβανούς, τόσο τοις εκατό Έλληνες και τόσο τοις εκατό Βλάχους»)
Θα πρέπει να δούμε την ελληνική Ζόμια στους Κλέφτες και Λήσταρχους. Ο πατέρας μου, μικρό παιδί, θυμόταν τον παππού μου να ετοιμάζεται για ταξίδι με το φορτηγό στο Πήλιο ν’ αγοράσει ξυλεία σε κάποιο χωριό (τέλη δεκαετίας του ’40), κι έκανε τους λογαριασμούς του: «θα δώσω τόσα στον παραγωγό, τόσα για μεροκάματα στους εργάτες, τόσα για διανυκτέρευση στα Χάνια, τόσα για βενζίνη και τόσα στα παιδιά». Τα ταξίδια τότε στο Πήλιο ήταν περιπέτεια, ενώ τα εν λόγω «παιδιά» ήταν οι λήσταρχοι της εποχής. Οι οποίοι, με τον καιρό, είχαν γίνει φίλοι με τον παππού, πίναν κρασί μαζί, ο παππούς τους έδινε κάποιο «δώρο», αυτοί τον ξεπροβοδούσαν και του εύχονταν «καλή συνέχεια!». Οι δρόμοι του Πηλίου πρέπει να είχαν λήσταρχους κάπου μέχρι και τη δεκαετία του ’50 (πάντως στα 1923, ο επικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας, ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί).
Θα πρέπει επίσης να δούμε την ελληνική Ζόμια στους Ορεινούς της Κρήτης, στους Ορεινούς της Ζακύνθου – που ζούσαν σκληρή αλλά ανυπότακτη ζωή και περιφρονούσαν τους σέμπρους, τους κολίγους του νησιού, οι οποίοι ήταν υποτακτικοί σε κάποιον αφέντη (η Ζάκυνθος είχε κατάλοιπα αριστοκρατίας μέχρι κι αρχές δεκαετίας ’80, οι παλιοί σέμπροι υποκλίνονταν στον γιο του αφέντη μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Αλλαγής. Κατόπιν ήρθε το ΠΑΣΟΚ κι ο τουρισμός)
* * *
Κατά τον James C. Scott, η Ζόμια δεν υπάρχει πια, την πάτησε το τρένο. Σήμερα υπάρχουν μόνο μισοσβησμένα κάρβουνα από κάτι που κάποτε ήταν φωτιά. Θα πρέπει ν' αντισταθούμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε ότι η Ζόμια υπάρχει ακόμα, και να χρησιμοποιήσουμε την ιδέα μόνο για ανάλυση και κατανόηση άλλων εποχών και καταστάσεων. Πάντα κατά τον James C. Scott.
Θα ήθελα να μην είναι έτσι. Mε θλίβει, όμως έχω μάθει να περιμένω πάντα το χειρότερο, ποτέ το καλύτερο. Στοιχημάτιζε πάντα στο χειρότερο και δε θα χάσεις. Με τα λόγια του Carl Jung: «Είναι απατηλό το αίσθημα της έξαρσης, ότι
οι σύγχρονοι άνθρωποι είμαστε το αποκορύφωμα της ιστορίας, η εκπλήρωση
και το τελικό προϊόν αμέτρητων γενεών. Είμαστε η απογοήτευση πανάρχαιων
ελπίδων και προσδοκιών» (από εδώ)
Οι κυβερνήσεις με τα ελικόπτερα, τους δορυφόρους και την τεχνολογία τους μπορούν πλέον να φτάσουν παντού και να ξεχυθούν στον εσωτερικό αποικισμό τους. Να εκπολιτίσουν τους πρωτόγονους, να γράψουν την ιστορία όπως θέλουν, να μετατρέψουν τους αγριότοπους σε κήπους (αν όχι σε γήπεδα γκολφ): «Κοίτα αυτό το μέρος! Κάποτε ήταν αγριότοπος, τώρα έγινε κήπος. Δεν αισθάνεσαι περήφανος;»
Όποιος ενδιαφέρεται για το The Art of Not Being Governed του James C. Scott, μπορώ να του το στείλω ηλεκτρονικά.
Ο εθνικός ύμνος της αντιγνωμίας (στίχοι: Splitting the Sky, απαγγελία: aConcernedHuman, μουσική: Ron Bankley)
Πολύ ἐνδιαφέρουσα ἀνάρτησι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘὰ ἤθελα νὰ διαβάσῳ τὸ βιβλίο τοῦ Scott…
ΟΚ, στείλε μου ένα e-mail, το δικό μου είναι: kounoupi1971@gmail.com
ΔιαγραφήΚαι λίγη υπομονή γιατί μπαίνω αραιά στο ίντερνετ
Υπάρχει το βιβλίο στο λιμπτζεν :)
Διαγραφή