O Άρθουρ Καίστλερ έγραψε την Ισπανική Διαθήκη αμέσως μετά το τρίτο ταξίδι του στην Ισπανία του εμφυλίου, 1937. Τυπικά ανταποκριτής βρετανικής εφημερίδας, ουσιαστικά κατάσκοπος των κομμουνιστών, αιχμαλωτίστηκε από τους εθνοφρουρούς του Φράνκο, καταδικάστηκε σε θάνατο, πέρασε 102 μέρες φυλακή κ απομόνωση περιμένοντας συνεχώς την εκτέλεσή του. Τελικά τη γλίτωσε επειδή βρέθηκε μια διπλωματική φόρμουλα, να ανταλλαχτεί με τη σύζυγο ενός πιλότου του Φράνκο που ήταν αιχμάλωτη των Κόκκινων. Το βιβλίο έχει αμέτρητα αξιόλογα σημεία και το χιλιοσυνιστώ θερμά. Τι να πρωτοδιαλέξω;…
Ας βάλω τη σκηνή της απελευθέρωσής του. Λοιπόν, έχουμε έναν κατάσκοπο των κομμουνιστών κι έναν εθνοφρουρό που τυχαίνει να βρεθούν δίπλα σ’ ένα αεροσκάφος, ο πιλότος του Φράνκο τον πηγαίνει στο Γιβραλτάρ (βρετανικό έδαφος) για να ανταλλαχτεί με την αιχμάλωτη σύζυγό του. Ένας μελλοθάνατος επί 4 μήνες, που έμαθε απ' την καλή κι απ' την ανάποδη κάθε τετρ. εκατοστό του κελιού του, ξαφνικά, σα ζαλισμένο κοτόπουλο, βρίσκεται στους ουρανούς:
Ανεβήκαμε σ’ ένα πολύ μικρό αεροπλανάκι, ένα ανοιχτό Baby Douglas, σαν παιδικό παιχνίδι. Υψωθήκαμε όλο και περισσότερο, ο ορίζοντας απλώθηκε κι η Σεβίλλη μίκρυνε. O καμπαλέρο με το μαύρο πουκάμισο έσφιξε τα χείλη του – δεν άκουγα τίποτα, ίσως σφύριζε κάποιον σκοπό στον εαυτό του.
«Πού πηγαίνουμε, σενιόρ;» φώναξα
«Σ' άλλη πόλη, σενιόρ» φώναξε αυτός.
Ανεβήκαμε ακόμα ψηλότερα, πλησιάζαμε μια βουνοκορφή. Άσπρα ξέφτια ομίχλης κυλούσαν γύρω μας. Ο καμπαλέρο με το μαύρο πουκάμισο έδειξε την άβυσσο κάτω μας:
«Αυτή είναι η Εθνική Ισπανία, σενιόρ» ξεφώνισε. «Εδώ όλοι είναι χαρούμενοι»
«Τι πράμα;» ξεφώνισα
«… χαρούμενοι», φώναξε, «χαρούμενοι κι ελεύθεροι»
«Τι;»
«Χαρούμενοι»
Ήμασταν μουγκωμένοι, μόνο η μηχανή του αεροσκάφους ούρλιαζε. Οι ομίχλες κάτω ήταν κάτασπρο λιβάδι, το έδαφος εξαφανίστηκε. Ο καμπαλέρο καθόταν με τα πόδια ανοιχτά κ τον μοχλό του αεροσκάφους ανάμεσα στα γόνατα, χειρονομούσε καθώς μιλούσε:
«Στο σύστημά σας, οι φτωχοί αγωνίζονται ενάντια στους πλούσιους. Εμείς έχουμε άλλο σύστημα. Δε ρωτάμε αν είσαι πλούσιος ή φτωχός, μόνο αν είσαι καλός ή κακός. Τόσο ο καλός φτωχός όσο κι ο καλός πλούσιος ανήκουν σε μας. Ο κακός φτωχός κι ο κακός πλούσιος δεν είναι δικοί μας. Αυτή είναι η πραγματικότητα στην Ισπανία, σενιόρ»
«Πώς τους ξεχωρίζετε;» ξεφώνισα
«Τι πράμα;» ξεφώνισε αυτός
«Ρώτησα, πώς τους ξεχωρίζετε;»
Το αεροσκάφος πήρε κι άλλο ύψος, περάσαμε τις κορφές των βουνών. Η μηχανή έκανε δαιμονισμένο θόρυβο, κάποιες στιγμές δεν άκουγα τίποτα.
«Κατά βάθος όλοι οι Ισπανοί είναι μαζί μας», φώναξε ο καμπαλέρο με το μαύρο πουκάμισο. «Όταν οι Κόκκινοι σκοτώνουν τους δικούς μας, η τελευταία τους κραυγή είναι Βίβα Εσπάνια. Έχω δει αρκετούς Κόκκινους να εκτελούνται όμως κι αυτοί στο τέλος φώναζαν Βίβα Εσπάνια. Τη στιγμή του θανάτου όλοι μιλάν αληθινά. Δείτε, σενιόρ, πόσο δίκιο έχω»
«Κοιτάξατε;» ξεφώνισα
«Τι πράμα;»
«Ρώτησα, κοιτάξατε όταν τους εκτελούσαν;»
Πήραμε ύψος και βγήκαμε πάνω από το οροπέδιο των σύννεφων. Ο καμπαλέρο καθόταν με τα πόδια ανοιχτά και κουνούσε τα χέρια του, η μηχανή του αεροσκάφους συνέχιζε μόνη της. Δε χρειαζόταν να πούμε τίποτα, καθόμασταν στη σχεδία μας πάνω απ’ τα σύννεφα και κοιτούσαμε κάτω.
«Όταν κάποιος πιλοτάρει έτσι ατέλειωτες ώρες», φώναξε ο άντρας με το μαύρο πουκάμισο, «σκέφτεται πολλά για τη ζωή και τον θάνατο. Οι Κόκκινοι είναι δειλοί, δεν ξέρουν πώς να πεθάνουν. Το χωράει το μυαλό σου να ‘σαι νεκρός;»
«Πριν γεννηθούμε ήμασταν όλοι νεκροί» φώναξα.
«Τι πράμα;» φώναξε
«Είπα, πριν γεννηθούμε ήμασταν όλοι νεκροί».
«Σωστό», φώναξε, «όμως τότε γιατί όλοι φοβούνται τον θάνατο;»
«Δε φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι μόνο την ώρα του θανάτου», φώναξα
«Σε μένα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο», αντιφώναξε ο άντρας με το μαύρο πουκάμισο.
Ο πιτσιρικάς ο Νίκολας [συγκρατούμενος του συγγραφέα στον οποίο αφιερώνει το βιβλίο] σίγουρα δεν πέθανε αγέρωχα. Οι σύντροφοί μου στη φυλακή φοβόντουσαν πάρα πολύ την ώρα της εκτέλεσης. Τους άρεσε να παίζουν μπάλα στην αυλή, να βρίσκουν κάνα μαρουλόφυλλο για φαγητό και να ονειρεύονται τη μέρα που θα τελειώσει ο πόλεμος, να μάθουν γραφή κι ανάγνωση. Πίστευαν ότι είναι καλό κι αναγκαίο να ζήσεις, ακόμα και να αγωνιστείς για να ζήσεις, ακόμα και να πεθάνεις ώστε να ζήσουν άλλοι. Γι’ αυτό δε φοβόντουσαν τον θάνατο. Όμως φοβόντουσαν τρομερά την ώρα του θανάτου.
Ήμουν εκεί όταν πέθαναν. Και πέθαναν μέσ’ στο κλάμα, ικετεύοντας μάταια για βοήθεια, αδύναμοι εντελώς, τρέμοντας, έτσι όπως πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ο θάνατος είναι πολύ άγριο πράγμα και δεν πρέπει να γίνεται μελόδραμα. Ο Πιλάτος δεν είπε «ιδού ο ήρωας», είπε «ιδού ο άνθρωπος»
Διαβάστε την Ισπανική Διαθήκη απ’ τις παλιές εκδόσεις Άγκυρας, ή ως Διάλογος με τον Θάνατο απ’ τις παλιές εκδόσεις Χατζηνικολή. Αν το βρείτε, αρπάξτε το σαν θησαυρό, αξίζει. Είναι μεγάλο βιβλίο. Και δε φτάνει μια ανάγνωση, θέλει διάβασμα κ ξαναδιάβασμα. Αν κάποιος ενδιαφέρεται μπορώ να του το στείλω (στ' αγγλικά)
* * * * *
Ας κλείσουμε με κάτι όχι άσχετο με τον ισπανικό εμφύλιο, ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη που έμεινε σχετικά άγνωστο – τη Δραπετσώνα και το Βρέχει στη Φτωχογειτονιά τα ξέρουν όλοι, το Antonito el Camborio κατάφερε να περάσει απαρατήρητο! Ποίημα του Λόρκα, απόδοση οδυσσέα ελύτη, εδώ σε αγγλική μετάφραση, εδώ για την ιστορία του ανθρώπου πίσω απ’ το τραγούδι:
διαβαζω με πολλη προσοχη !ευχαριστιες,ΠΑΥΛ.ΓΡαικου
ΑπάντησηΔιαγραφή