Ερμηνευτικός Ιζνογκουντισμός

Λοιπόν, αυτό σκέφτομαι να το ονομάσω Ερμηνευτικό Ιζνογκουντισμό. Τον συναντώ τόσο συχνά και σε τόσο ετερόκλητες περιστάσεις που, δεν μπορεί, δεν είναι τυχαίο, πρόκειται για κάποιο θεμελιώδες ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Δίνω αμέσως παραδείγματα:



(1) Μπαλτάκος 
Μια φορά κι έναν καιρό, η Ελλάδα ευημερούσε κάτω από τη χρηστή διακυβέρνηση του καλόκαρδου χαλίφη της, Αντώνη Σαμαρά (ινδιάνικο όνομα: Μιλάει Με Την Παναγία). Ο οποίος δούλευε και τα Σάββατα, έβγαζε τη χώρα στις αγορές και πολεμούσε τη Χρυσή Αυγή σκληρότερα από τον καθένα. Μέχρι που ξαφνικά... όλος ο κόσμος βλέπει τον ποταπό, μοχθηρό και απαίσιο βεζύρη Μπαλτάκο (ινδιάνικο όνομα: Πίνει Τσάι Όχι Καφέ) να χαριεντίζεται με τον Κασιδιάρη. Οπότε;

Οπότε όλοι συμφωνούνε σε κάτι βασικό: ο χαλίφης είναι καλός, για όλα φταίει ο κακός βεζύρης. Όπως μας πληροφορεί ο κ. Στάθης Καλύβας (ινδιάνικο όνομα: Η Σιγουριά Της Επιστημονικής Μελέτης), ουσιαστικά δεν υπάρχει είδηση - ή τουλάχιστον αυτή φτάνει μόνο μέχρι τον κακό βεζύρη, όχι παραπέρα:
Ο Μπαλτάκος ήταν αυτό που στην Αμερική αποκαλείται political operator ή operative. Είχε φαίνεται αναλάβει … να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του Κασιδιάρη, ίσως και άλλων στην ΧΑ, για να τους ψαρεύει και να τους ταΐζει με διάφορες "πληροφορίες" που θα επηρέαζαν τις αποφάσεις τους. Πρόκειται για μια δύσοσμη πλευρά της πολιτικής, αλλά υπάρχει παντού και πάντα ... Ο Μπαλτάκος ήταν αφελής όχι σε σχέση με αυτό που έκανε αλλά γιατί δεν είχε καταλάβει πως είχε μπλέξει με ένα απασφαλισμένο κωλόπαιδο, ένα loose canon κ.λπ. κ.λπ. 



Όπως επίσης επιβεβαιώνει και η Καθημερινή (ινδιάνικο όνομα: Λήο Δες Το Λίγο Με Τον Ζήρα Γιατί Είναι Φίλοι Μας Αυτοί) της 7ης Απριλίου, ο χαλίφης είναι καλός, για όλα φταίει ο κακός βεζύρης Ιζνογκούντ:
Οσο για τον πρωθυπουργό, ο δρόμος είναι ένας και φαίνεται να τον ακολουθεί: κάθετη ρήξη με ακραία πρόσωπα και τοποθετήσεις, όσο κοντά του και αν βρίσκονταν, θωράκιση των θεσμών με τοποθετήσεις άξιων ανθρώπων παντού 

Ο καλός χαλίφης Σαμαράς κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, ενώ πίσω από την πλάτη του ο κακός βεζύρης Μπαλτάκος επαναπατρίζει ψηφοφόρους από τη ΧΑ



(2) Πάσχος
Ο ιζνογκουντισμός όμως δεν περιορίζεται μόνο στον Σαμαρά και τον Μπαλτάκο. Άρθρο του Πάσχου από τις 17/2/2009 (επί Καραμανλή ακόμα, και τότε μιλούσαν για «κρίση» όμως φυσικά δεν είχε τη σημερινή έννοια).
Διαβάζουμε κι ακούμε [έλα, ρε Πάσχο, με τον πληθυντικό μεγαλοσύνης σου, σαν τον απόστολο Παύλο...] ότι για την εγχώρια κρίση στην οποία μπαίνουμε φταίει ο νεοφιλελευθερισμός ... Πώς μπορεί για την εγχώρια κρίση να φταίει ο νεοφιλελευθερισμός;
Για φτιάξε λοιπόν κι εσύ, Πάσχο, έναν κακό βεζύρη να σώσεις την εικόνα του χαλίφη. Ποιος θες να φταίει; Πώς τον λένε τον Ιζνογκούντ σου;
Ο ‘τζογαδόρικος καπιταλισμός’ συνέβαλε έστω διά της πλαγίας στην ελληνική κρίση. Ολα αυτά τα χρόνια, που κυριαρχούσαν τα αποκαλούμενα σήμερα τοξικά προϊόντα, το χρήμα ήταν άφθονο και φθηνό στις διεθνείς αγορές. Το αποτέλεσμα η κυβέρνηση να μην το πολυσκέφτεται κάθε φορά που υπέγραφε για επιπλέον δαπάνες ... Το πρόβλημα λοιπόν βρίσκεται στο πολιτικό σύστημα που δεν αντιστάθηκε στις σπατάλες κ.λπ. κ.λπ.
Συμπέρασμα: Ο χαλίφης (= νεοφιλελευθερισμός) είναι καλός, αυτός που φταίει είναι ο κακός βεζύρης Ιζνογκούντ (= τζογαδόρικος καπιταλισμός, σπάταλες κυβερνήσεις κ.λπ.).



(3) Μνημόνιο 
Κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές έχω ακούσει δεν φταίει το (καημένο το) μνημόνιο, φταίνε οι πολιτικοί που δεν το εφάρμοσαν σωστά. Πιστεύω ότι δεν χρειάζονται πολλά εδώ, ε; Τέλος πάντων, ας βάλω λίγο Φλωρίδη από τον Ιούνιο του 2011:
Κανένα μνημόνιο δεν μας φταίει. Φταίει ότι παρατηρούμε μέχρι τώρα έλλειψη πολιτικής βούλησης απ΄ όλο το πολιτικό προσωπικό της χώρας
Ας βάλω και λίγη Ντόρα από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς:
Δεν φταίει το μνημόνιο, φταίει–  
Για να δούμε, ποιος είναι ο κακός βεζύρης Ιζνογκούντ;
–η κυβέρνηση και η εφαρμογή του. Το μνημόνιο δεν εφαρμόστηκε σωστά πέραν του ασφαλιστικού
Τι έκπληξη...



(4) Σημίτης
Α, ώστε το ‘χετε ακούσει κι εσείς, ε; Κάποτε η Ελλάδα στάθηκε τόσο τυχερή ώστε να έχει ένα πρωθυπουργό από το μέλλον. Έναν εκσυγχρονιστή ο οποίος δεν της άξιζε, παραήταν καλός γι’ αυτήν. Και είπεν ο Θεός: γεννηθήτω Κώστας Σημίτης. Και εγένετο Κώστας Σημίτης. Ο οποίος ήταν 100 χρόνια μπροστά – όμως ας μας τα πει καλύτερα ο Γιώργος Σιακαντάρης στην AthensVoice, Δεκέμβρης 2011:
Πίστεψε στη δημιουργική και όχι στην επιδοτούμενη Ελλάδα ... Μπορεί να έγιναν αστοχίες και καθυστερήσεις, μπορεί να μη χτυπήθηκε τόσο πολύ ο κρατισμός όσο έπρεπε, όμως ξεκίνησε μία προσπάθεια 
ΟΚ, ο χαλίφης είναι καλός, έχουμε το πρώτο στοιχείο του μύθου. Λίγο άστοχος, όμως καλός. Όχι επιδοτούμενος αλλά δημιουργικός (ειδικά στη λογιστική). Τουλάχιστον προσπάθησε. Ας μάθουμε τώρα και ποιος είναι ο κακός βεζύρης Ιζνογκούντ:
Αντιτάχθηκαν όσοι θεωρούν πως η Ελλάδα σε γενικές γραμμές ήταν μία καλή κοινότητα (των ορθόδοξων εθνικιστών και των δήθεν αριστερών αντιευρωπαϊστών). Άρα γι’ αυτούς τα πράγματα δεν χρειάζονταν κανένα επαχθή εκσυγχρονισμό. Τι να τον κάνουμε τον εκσυγχρονισμό, είναι ένα κακό πράγμα που μπορεί να μας δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα, να διαταράξει ισορροπίες, να διαταράξει στρωμένες καριέρες κ.λπ. Έτσι εξηγώ την αντίθεση προς τον Σημίτη από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και από διανοούμενους και καλλιτέχνες. Γιατί δήθεν στον εκσυγχρονισμό υπάρχει ένας εξορθολογισμός και είναι μακριά από το συναίσθημα
Ωραίο. Το φάγαν το παλικάρι οι επιδοτούμενοι και οι ανορθόλογοι συναισθηματικοί. Και οι αδιαφώτιστοι, επίσης: «Τελικά εκείνο που δεν άρεσε είναι η συνέπεια, η συστηματικότητα, η ανάγκη τήρησης των κανόνων και των συμφωνηθέντων. Και κυρίως το διαφωτιστικό πρόταγμα». Ήλιε φονιά, πώς βάσταξες να γίνει το κακό, σκοτώσανε τον σταυραετό και τον αυγερινό, πάνω στο σταυροδρόμι, τον εκσυγχρονισμό...

Θα επανέρθω όμως, θα ψάξω και για άλλα παραδείγματα, παίρνω όρκο ότι έχω συναπαντήσει αυτόν τον ιζνογκουντισμό πάρα πολλές φορές. Όποιος έχει κάτι άλλο υπόψη, ας συνεισφέρει.


(βούτηξα τον ναζί Ιζνογκούντ από το μπλογκ Ocean Swells)
 

...

Πριν λίγο είδα άνθρωπο να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια μου. Πέντε-έξι μέτρα μπροστά μου.

Ωχ...

Εδώ το κορμί, εκεί το μηχανάκι, αλλού η μια παντόφλα, αλλού η άλλη.

Προσέχτε, ρε παιδιά, πώς οδηγείτε. Κράνος, ζώνη, και συντηρητικότητα Εστίας. Όχι αναποδογυρισμένες παντόφλες στη μέση του δρόμου, όχι τέτοια πράματα.

Λερώνει, γαμώτο


Μαύρη Ζωή Που Κάνουμε Εμείς Οι Μαύροι Κάππα

Έχω μια πολύτιμη πληροφορία! Έμαθα τι λέει το τραγούδι από τα Γιαπωνέζικα Παραμύθια με το μαύρο παιδάκι! Που το παρακολουθούσαμε στην ΕΡΤ πιτσιρίκια και μας μαύριζε την ψυχή.





Λοιπόν, υπάρχουν τέσσερις παραλλαγές του τραγουδιού, η κάθε μια για μία από τις τέσσερις (γιαπωνέζικες) εποχές του χρόνου: λουλούδι (άνοιξη), τζίτζικας (καλοκαίρι), λιμπελούλα (φθινόπωρο), χιόνι (χειμώνας). Το τραγούδι του χιονιού λέει τα εξής:

Το μαύρο παιδάκι λέγεται Κάππα. Είναι μάλλον αγόρι (αλλά μπορεί να είναι και κορίτσι). Είναι ολομόναχος και δεν έχει φίλους. Έφτασε ο χειμώνας, έπεσε το χιόνι, όλοι μαζεύονται γύρω από το τζάκι κι ο Κάππα δεν έχει κανέναν. Ακούει μια φωνή να τον καλεί και να του υπόσχεται ότι θα βρει φίλους στη Μαγική Χώρα, εκεί όπου λουλούδια πλέουν στα ποτάμια. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στη Μαγική Χώρα, όμως ούτε εκεί κάνει φίλους. Τα 'χει χαμένα και δεν ξέρει πώς να γυρίσει σπίτι του.

Μα τι τραγούδια είναι αυτά που λένε οι Γιαπωνέζοι στα παιδάκια;!


Η Αυτοδικηγορία

Αστεία που είναι η ζωή ώρες-ώρες... Δείτε ένα ωραίο που βρήκα:

Ο Gordon Marino είναι καθηγητής στο κολλέγιο St. Olaf (στη Μινεσότα). Τη δεκαετία του ’80, όταν ήταν σπουδαστής, μελετούσε την ηθική φιλοσοφία του Κίρκεγκορ, ήθελε μάλιστα να πάει έναν χρόνο στη Δανία, να μάθει τη γλώσσα και να τον διαβάσει στο πρωτότυπο. Ο Κίρκεγκορ ήταν ένας θερμός χριστιανός, ο οποίος έλεγε ότι στη ζωή, πρέπει ο καθένας να δώσει τη μάχη εναντίον του Εχθρού.

Ποιος είναι ο Εχθρός; Ο Εωσφόρος, ο Σατανάς, ο 666;

Όχι, έλεγε ο Κίρκεγκορ: ο εαυτός μας. Ο καθένας μας είναι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού του. Όχι ότι η «σάρκα» ή το «σώμα» αντιστρατεύεται το «πνεύμα» ή την «ψυχή», καμία σχέση, δεν σκεφτόταν με τέτοιους όρους ο Κίρκεγκορ. Αλλά από την άποψη ότι όλοι κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Τα βολεύουμε μέσα μας, κάνουμε διασταλτικές ερμηνείες και εκπτώσεις, ώστε να αποφεύγουμε την πράξη και το ρίσκο. Αυτοδικηγορούμε.

Ας επιστρέψουμε όμως στον Gordon Marino. Τη δεκαετία του ’80, έκανε αίτηση για υποτροφία Fullbright προκειμένου να πάει στη Δανία. Ήταν παράλληλα απασχολημένος και με το αμερικάνικο αντιπολεμικό κίνημα, λόγω της επέμβασης στη Νικαράγουα. Πάνω εκεί, σκεφτόταν την άρνηση πληρωμής φόρων ως πράξη αντίστασης. Όμως ένας φίλος του τον πληροφόρησε ότι αν προχωρούσε σε άρνηση πληρωμής φόρων, ξέχνα την υποτροφία Fullbright. Τον παρηγόρησε και μια άλλη φίλη από ψυχαναλυτική σκοπιά, ότι πίσω από την άρνηση πληρωμής φόρων κρυβόταν ο φόβος της επιτυχίας, τάσεις αυτοκαταστροφής, πιθανώς και αίσθηση μεγαλείου. Τελικά τα βόλεψε μέσα του μέχρι που «ο εύκολος δρόμος έγινε ο σωστός δρόμος», πλήρωσε τους φόρους του, πήρε την υποτροφία και πήγε στη Δανία. Ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του εδώ.

Αν το καλοσκεφτείτε, είναι βαθειά ειρωνικό: κάποιος κορόιδεψε τον εαυτό του προκειμένου να μελετήσει έναν συγγραφέα ο οποίος έλεγε ακριβώς ότι κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Τουλάχιστον ο G. Marino είναι ειλικρινής και το παραδέχεται. Κάτι είναι κι αυτό.

Ακόμα όμως και η ίδια η πράξη της ακαδημαϊκής ανάλυσης... ο Κίρκεγκορ έλεγε ότι δεν είναι ο σκοπός να αναλύετε και να μελετάτε τα γραπτά μου, να τα κάνετε ακαδημαϊκό αντικείμενο. Μια πράξη τιμιότητας προς τον εαυτό σου, πληρώνοντας και το όποιο τίμημα φέρει η ζωή (έτσι πάνε συνήθως αυτά, δεν είναι ποτέ ανώδυνα), σε κάνει πολύ μεγαλύτερο ειδικό για τον Κίρκεγκορ, παρά η ανάλυση των γραπτών του. Το να γνωρίζεις εγκεφαλικά, διανοητικά, ότι στα 50 km/h βάζουμε τρίτη, δεν σε κάνει οδηγό.

Captain Beefheart, H Πέμπτη Εντολή της Κιθάρας: If you're guilty of thinking, you're out. If your brain is part of the process, you're missing it. You should play like a drowning man, struggling to reach shore. 

Κίρκεγκορ: Οι πάπιες πηγαίνουν, με τον κουνιστό, κωμικό τρόπο που περπατάνε, στην παπιοεκκλησία για να ακούσουν το παπιοκήρυγμα από τον παπιοπάστορα. Ο παπιοπάστορας τούς λέει ότι ο Θεός προίκισε τις πάπιες με υπέροχα φτερά, ώστε να είναι ελεύθερες, να πετάνε και να πηγαίνουν παντού στον κόσμο. Στο τέλος οι πάπιες λένε μεταξύ τους: "Μα τι υπέροχο κήρυγμα! Τι έμπνευση και σοφία!", και παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής περπατώντας με τον κουνιστό, κωμικό τρόπο που περπατάνε οι πάπιες

Τι Έχει Μέσα Το Κουτί;

Ένας μικρός προβληματισμός με αφορμή μια κουβέντα στου Σαραντάκου. Το θέμα ήταν σχετικά με τον Θεό, την αθεΐα, τους άθεους, τους πιστούς κ.λπ. Ας αρχίσουμε όμως με τον Richard Dawkins. Ο οποίος κάπου έλεγε ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων, αυτοί που πιστεύουν στην προέλευση της ζωής με βάση κάποια ανώτερη διάνοια (Θεός, Ευφυής Σχεδιασμός κ.λπ.) κι αυτοί που δέχονται την επιστημονική ερμηνεία της εξέλιξης μέσω φυσικής επιλογής. Λοιπόν, πιστεύω κι εγώ ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων, όχι όμως αυτές που λέει ο Dawkins. Κάποιες άλλες! Το ξέρω αυτό... κοιτώντας γύρω μου, όλους τους ανθρώπους που συναντώ και που συνάντησα στη ζωή μου. Θα προσπαθήσω να το δείξω με μια μεταφορά:

Όπως όλος ο κόσμος, χρησιμοποιώ κι εγώ Η/Υ. Όπως όλος ο κόσμος, στέλνω κι εγώ e-mail, ψάχνω στο ίντερνετ, γράφω στο Word. Όπως όλος κόσμος, έτσι κι εγώ ξέρω ελάχιστα για το περιεχόμενο του κουτιού – όχι, όχι, δεν είναι η σωστή έκφραση:

Ούτε καν με απασχολεί τι έχει μέσα το κουτί, ούτε που περνάει από το μυαλό μου.

Θέλω απλώς να πατάω το κουμπί και να κάνω αυτά που ξέρω να κάνω. Όπως όλος ο κόσμος. Αν με ρωτήσεις σχετικά, φυσικά και πιστεύω εις ένα Μάδερμπορντ, και εις ένα Σκληρό Δίσκο, και εις έναν Επεξεργαστή, δι’ ου τα πάντα εγένετο, δεν τα έχω δει ποτέ όμως τα πιστεύω, καμιά αντίρρηση. Παραβλέπεις όμως ότι ασχολήθηκα με αυτές τις αόρατες οντότητες μόνο και μόνο τώρα, που με ρώτησες, ακριβώς επειδή με ρώτησες! Στη συνηθισμένη μου αλληλεπίδραση με το μηχάνημα, δεν αφιερώνω ούτε ένα δευτερόλεπτο να σκεφτώ τι έχει μέσα το κουτί. Ο πατέρας μου έλεγε: «Μη μου λες, δε με νοιάζει. Δείξε μου πώς να στέλνω e-mail, πώς να γράφω στο Word, και δεν πα να ‘χει και μικρά ανθρωπάκια μέσα ο Η/Υ, ούτε που με ενδιαφέρει». Όπως όλος ο κόσμος. Όπως σχεδόν όλος ο κόσμος...

Διότι υπάρχει μια ισχνή κατηγορία ανθρώπων που ενδιαφέρονται: οι τεχνικοί, οι χάκερς, οι πιτσιρικάδες που ασχολούνται παθιασμένα κ.λπ. Για αυτούς είναι σημαντικό ότι ο Η/Υ έχει μέσα μάδερμπορντ και σκληρό δίσκο, όχι λέιζερ ή τεχνολογία πλάσματος ή μικρά ανθρωπάκια. Εμείς οι υπόλοιποι, οι κοινοί θνητοί, μπορεί τυπικά να συμφωνούμε μαζί τους, όμως δεν την έχουμε βρει σημαντική αυτή τη γνώση – κι αυτό είναι κάτι που μας ενώνει με τους παλαβούς, οι οποίοι πιστεύουν σε τεχνολογία πλάσματος ή μικρά ανθρωπάκια. Αντίθετα, η γνώση που όλοι εμείς έχουμε βρει σημαντική είναι π.χ. πώς να βάζεις φωτογραφίες σε e-mail, πώς να ψάχνεις καλύτερα στο ίντερνετ, πώς να αλλάζεις το διάστιχο στα κείμενα του Word. Αυτά πράγματι μας ενδιαφέρουν. Είναι κι αυτό κάτι που μας ενώνει με τους παραπάνω παλαβούς. Στις συνηθισμένες συνεδρίες μας με το μηχάνημα, όλοι εμείς, λογικοί και παλαβοί, θέλουμε απλώς να πατάμε το κουμπί και να κάνουμε ό,τι ξέρουμε να κάνουμε.

Λοιπόν, αντικαταστήστε στην παραπάνω μεταφορά όπου:
Υπολογιστής --> Ζωή ή κόσμος
Επεξεργαστής & μάδερμπορντ --> Επιστημονική ή θεολογική αφήγηση για τη ζωή και τον κόσμο
Απλοί χρήστες --> Απλοί πιστοί ή απλοί άθεοι
Τεχνικοί & χάκερς --> Ιερατείο, διανοούμενοι της θρησκείας & διανοούμενοι της αθεΐας

Αυτή η θεώρηση λοιπόν ενώνει τον Richard Dawkins με τον Πειραιώς Σεραφείμ. Διότι και οι δύο νοιάζονται για την προέλευση του κόσμου ή της ζωής, το μυαλό τους πηγαίνει πολύ συχνά εκεί, το θεωρούν τρομερά σημαντικό. Απλά έχουν ριζικά διαφορετικές αφηγήσεις μεταξύ τους. Όμως όλοι εμείς, οι κοινοί πιστοί ή κοινοί άθεοι, ούτε καν το σκεφτόμαστε. Τυπικά μπορεί να συμφωνούμε με τον έναν ή τον άλλον όμως, εκ των πραγμάτων, πρόκειται για μια γνώση την οποία δεν έχουμε βρει σημαντική. Σε αντίθεση με τον Πειραιώς Σεραφείμ. Και τον Richard Dawkins.

Ο Max Weber κάνει μια παρατήρηση στην Κοινωνιολογία της Θρησκείας, νομίζω, πολύ εύστοχη. Ότι έχει μεγάλη διαφορά η έννοια της σωτηρίας που έτεινε ιστορικά να αναπτύσσει η ιντελιγκέντσια από την λαϊκή έννοια της σωτηρίας: “The needs of intellectualism are mostly philosophical, they are the needs of the human mind as it is driven to reflect on ethical and religious questions, driven not by material need but by an inner need to understand the world as a meaningful cosmos”.

Οι μορφωμένοι διανοούμενοι της μεσαίας τάξης (που δεν αγωνιούν για το νοίκι και τους λογαριασμούς) θέλουν να κατανοήσουν τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα. Οι ευρείες λαϊκές μάζες (που αγωνιούν για το νοίκι και τους λογαριασμούς) δεν ενδιαφέρονται να κατανοήσουν. Δεν το ‘χουν βρει σημαντικό να μάθουν τι έχει μέσα το κουτί! Έχουν άλλα ζόρια. Γι’ αυτό και στη θρησκεία τείνουν να παίρνουν την κατεστημένη έννοια της σωτηρίας και να την κάνουν πολύ πιο υλική, εγκόσμια, ανταποδοτική.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στον αθεϊσμό, δηλαδή την απόρριψη της κατεστημένης εκκλησίας ή θρησκείας. Ο οποίος πρέπει να υπήρχε από τα αρχαία χρόνια ακόμα: «Είπεν άφρων εν καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Η παρατήρηση που κάνει εδώ ο Weber είναι ότι έχει μεγάλη διαφορά ο αθεϊσμός της ιντελιγκέντσιας από τον κατωταξικό αθεϊσμό: ο μορφωμένος διανοούμενος απορρίπτει την κατεστημένη θρησκεία πάνω σε μια εναλλακτική αφήγηση για τον κόσμο ή τη ζωή• ο αγρότης, εργάτης, μικροτεχνίτης, υπηρέτης, πωλητής του δρόμου κ.λπ. απορρίπτει τη θρησκεία επειδή βιώνει έναν κόσμο άδικο, ενώ η εκκλησία τείνει να του περιγράφει έναν κόσμο με εγγενή μηχανισμό δικαιοσύνης. Όσο για το τι έχει μέσα το κουτί... συνήθως ούτε που τον ενδιαφέρει.

Πώς συνεχίζει ο παραπάνω Ψαλμός, θυμάστε; «Διεφθάρησαν και εβδελύχθησαν εις τα έργα, ουκ έστι πράττων αγαθόν». Όχι «ουκ έστι κοινωνιοβιολόγος» ή «ουκ έστι επιστημονική ερμηνεία της φύσης του κόσμου, της προέλευσης της ζωής κ.λπ.». Δεν ενδιαφέρουν αυτά τον κατωταξικό αθεϊσμό! Η κάτω τάξη (εννοώντας τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων), από τα αρχαία χρόνια ακόμα, απέρριπτε την κατεστημένη θρησκεία χωρίς κάποια εναλλακτική αφήγηση, επιστημονική ή φιλοσοφική ή οτιδήποτε, για τον κόσμο και τη ζωή – όχι, όχι, κάτι ακόμα ισχυρότερο:

Χωρίς καν να περνάει απ’ το μυαλό της ότι χρειάζεται μια τέτοια αφήγηση! 

Τους περνάνε όμως απ' το μυαλό άλλα πράγματα. Όπως παρατηρούσε ο Weber για κάποιους άθεους γερμανούς εργάτες της εποχής του: “Rejection of the belief in god was motivated, not by scientific arguments, but by their difficulty in reconciling the idea of providence with the injustice and imperfection of the social order”.

Αντιπαραβάλετέ το αυτό με τη μαρτυρία του Ντάγκλας Άνταμς για τον δικό του αθεϊσμό (την αναφέρει ο Dawkins στο The God Delusion), δείτε πόσο ριζικά διαφορετική είναι. Ο Ντάγκλας Άνταμς, σε κάθε πρότασή του, εκφράζει αυτήν τη μεσοταξική ανάγκη να κατανοήσω, να βρω κάποιο εναλλακτικό μοντέλο, να μάθω τι έχει μέσα το κουτί (οι υπογραμμίσεις δικές μου):

I was extremely doubtful about the idea of god, but I just didn't know enough about anything to have a good working model of any other explanation for, well, life, the universe, and everything to put in its place. But I kept at it, and I kept reading and I kept thinking. Sometime around my early thirties I stumbled upon evolutionary biology, particularly in the form of Richard Dawkins's books The Selfish Gene and then The Blind Watchmaker, and suddenly … it all fell into place. It was a concept of such stunning simplicity, but it gave rise, naturally, to all of the infinite and baffling complexity of life

Ούτε ο ίδιος συνειδητοποιεί πόσο μειοψηφία είναι στους συν-άθεούς του. Όπως κι οι ιερείς και οι θεολόγοι και οι άλλοι επαγγελματίες ή διανοούμενοι της θρησκείας συνήθως δεν συνειδητοποιούν πόσο μειοψηφία είναι στους συν-πιστούς τους. Όσο μειοψηφία είναι οι χάκερς και οι τεχνικοί των Η/Υ στο σύμπαν των κοινών χρηστών.

Λοιπόν ο απλός άνθρωπος, πιστός ή άθεος, απλά δέχεται τον κόσμο όπως τον βρίσκει! Τον απασχολούν, φυσικά, πολλά πράγματα – να βγάλω δίπλωμα, να γράψει καλά το παιδί στις εξετάσεις, να κυνηγήσω τους οφειλέτες, να αποφύγω τους πιστωτές, να μ’ αγαπήσει η Μαρία, να πέσει η κυβέρνηση, τέτοια πράγματα. Όμως, τι έχει μέσα το κουτί... ούτε που το σκέφτεται, ούτε που τον ενδιαφέρει.

Σε αντίθεση με τον Richard Dawkins. Και τον Πειραιώς Σεραφείμ.

Μάγκας Από Μικράκι Reloaded

Ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά. Όλοι ευχόμαστε ο ένας στον άλλον χρόνια πολλά, υγεία, ευτυχία κι άλλα τέτοια μικροαστικά. Τις ημέρες αυτές, το μπλογκ έλαβε e-mail από τον απεσταλμένο του στον 19ο αιώνα, κ. Σόρεν Κίρκεγκορ, ο οποίος δεν ευχήθηκε τίποτα από τα παραπάνω. Αντιθέτως, η δική του ευχή ήταν: να ζήσεις μια γεμάτη ζωή. Ή, με τον τρόπο που το έθετε αυτός και στη δική του ορολογία, να γίνεις ένας άνθρωπος που υπάρχει. Θα το εξηγήσουμε καλύτερα στην πορεία, προς το παρόν ας ξαναπιάσουμε μια παλαιότερη ανάρτηση που την αφήσαμε ημιτελή:

Περίληψη προηγουμένων (Μάγκας Από Μικράκι): Εν αρχή ην η Ελλάς του μεσοπολέμου. Και η Ελλάς του μεσοπολέμου ην πληκτική, και πληκτική ην η Ελλάς του μεσοπολέμου. Όλο στρατιωτικούς που σχεδίαζαν πραξικοπήματα, πολιτικούς που μιλούσαν καθαρεύουσα, δασκάλους που έδερναν τους αριστερόχειρες, και μικρές αδελφές που περίμεναν να αποκατασταθεί πρώτα η μεγάλη αδελφή για να πάρουν σειρά. Μέχρι που ξαφνικά – ΜΠΑΜ! – από τους παλιούς μάγκες προκύπτει η λαϊκή μουσική, οπότε η Ελλάς αποκτά ενδιαφέρον. Μήπως τα ταξίμια, το αυτοσχεδιαστικό μέρος της λαϊκής μουσικής, μπορούν να ρίξουν φως στο φαινόμενο αυτό της μαγκιάς;

O μουσικός αυτοσχεδιασμός, η απροσχεδίαστη επινόηση μουσικών λύσεων σε πραγματικό χρόνο και εντός συγκεκριμένου περιβάλλοντος, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θέλουν πολλή εμπειρία και ωριμότητα. Κάποιος μπορεί να είναι ακόμα και σπουδαίος εκτελεστής, όμως η αυτοσχεδιαστική του παραγωγή να είναι πενιχρή• έχει συνηθίσει μια ζωή το μουσικό του καθήκον να είναι η πιστότητα στην αναπαραγωγή κάποιου προετοιμασμένου υλικού, και τρομάζει όταν δεν έχει από κάτι να κρατηθεί. Για να το καταλάβετε αυτό, δείτε το γνωστό βίντεο με την Maria-João Pires, κορυφαία κλασική πιανίστρια, που με τις πρώτες νότες του κοντσέρτου συνειδητοποιεί ότι είχε προετοιμάσει άλλο έργο του Μότσαρτ. Από το 0:42 ως το 2:50 είναι σοκαρισμένη, μέχρι που ο μαέστρος την πείθει να βάλει τα δάχτυλά της στα πλήκτρα, και τελικά παίζει το σωστό κοντσέρτο από μνήμης. Αυτό που θέλω να παρατηρήσω εδώ είναι ότι σε μια συναυλία τζαζ, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αναγκαστικά κακό – και σίγουρα ο μουσικός δεν θα έμενε δύο ολόκληρα λεπτά παραιτημένος και αδρανής. Υπό προϋποθέσεις μάλιστα, σε μια συναυλία τζαζ μπορεί να ήταν και πολύ καλό που πήγες έχοντας προετοιμάσει άλλο κομμάτι. Κάτι σαν το αντίθετο της εμπειρίας τις Pires είναι η εμπειρία που που περιγράφει εδώ ο Bill Benzon, τζαζ τρομπετίστας (και ακαδημαϊκός): πέντε μουσικοί σε ένα εργαστήριο ελεύθερης τζαζ (free jazz), συντονίστηκαν μεταξύ τους στην πορεία της εκτέλεσης, και από το μηδέν έφτιαξαν ένα καινούργιο έργο. Κανείς δεν είχε προετοιμάσει τίποτα, απλά ακούγοντας επί τόπου ο ένας τον άλλον και αυτοσχεδιάζοντας διαρκώς, μετέτρεψαν σταδιακά το αρχικό χάος σε κανονικό μουσικό κομμάτι (και το απόλαυσαν). Χωρίς κι οι ίδιοι να καταλάβουν πώς ακριβώς το έκαναν. Με ενθουσίασε η έκφραση improvisational democracy.

Γιατί όμως ο αυτοσχεδιασμός είναι τόσο δύσκολος; Και γιατί, άμα τον κατακτήσεις, μετά δεν κρατιέσαι και δεν σταματάς με τίποτα; Μήπως η νευροεπιστήμη έχει κάτι να μας πει;



Η Νευρολογία της Μαγκιάς 
Η κυριότερη νευρολογική έρευνα για τις αλλαγές στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια του μουσικού αυτοσχεδιασμού είναι αυτή, Neural Substrates of Spontaneous Musical Performance, των Limb & Braun, με χρήση fMRI σε επαγγελματίες πιανίστες τζαζ. Το βασικό εύρημά της ήταν ότι ο αυτοσχεδιασμός μοιάζει να αφορά τον προμετωπιαίο φλοιό (prefrontal cortex), το εγκεφαλικό τμήμα πίσω από το μέτωπό μας, μια περιοχή που δείχνει να λειτουργεί ως μαέστρος για τις εγκεφαλικές λειτουργίες. Το pattern δείχνει να είναι: πτώση δραστηριότητας πλευρικών τμημάτων του προμετωπιαίου φλοιού (lateral prefrontal cortex) με παράλληλη αύξηση δραστηριότητας εστιών του μέσου προμετωπιαίου φλοιού, medial prefrontal cortex – ας τον λέμε χαϊδευτικά MPFC. Ναι, όμως πώς μεταφράζονται όλα αυτά σε ανθρώπινη γλώσσα; Θα τα εξηγήσω με δυο λόγια, αφού πρώτα συστήσω λίγη επιφύλαξη, όπως και σε κάθε τέτοια νευρολογική έρευνα, είναι παρακινδυνευμένο να τις κάνουμε παντιέρα. Όλα τα παραθέματα ενός εισαγωγικών είναι από το paper των Limb & Braun.

H δραστηριοποίηση του μέσου προμετωπιαίου φλοιού – γνωστού στην πιάτσα ως MPFC – έχει να κάνει με τον βαθύ ύπνο (SWS, slow-wave sleep), δηλαδή με το εγκεφαλικό φορμάτ που ανασυγκροτεί τις αναμνήσεις της ημέρας. Οι ηλικιωμένοι, στους οποίους ο βαθύς ύπνος είναι προβληματικός, δυσκολεύονται να θυμηθούν πρόσφατα περιστατικά. Οπότε από αυτήν την άποψη, τα ταξίμια είναι και ελιξίριο νεότητας. Αυτό το στοιχείο του βαθέως ύπνου εξηγεί ίσως γιατί οι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί χαρακτηρίζονται συχνά σαν ένα είδος έκστασης (“frequently described as occurring in an altered state of mind beyond conscious awareness or control”): είναι ένας βαθύς ύπνος εν ώρα ξύπνιου, νιρβάνα σε δρόμο χιτζάζ.

Ο MPFC είναι και έδρα της προσωποσύνης, της ιδιότητας του να είναι κάποιος πρόσωπο, όχι αντικείμενο. Σκεφτείτε τον διαχωρισμό που κάνουμε ανάμεσα σε πρόσωπα και αντικείμενα• π.χ. τα πρώτα τείνουμε να τα χαρακτηρίζουμε καλοπροαίρετα, αγχωμένα, κεντροαριστερά, δόλια, μέλη της πρωτοβουλίας των 58 κ.λπ., εκφράσεις που δεν προσδίδουμε σε αντικείμενα. Λοιπόν, όταν επεξεργαζόμαστε και σκεφτόμαστε τα χαρακτηριστικά προσώπων, όταν αποδίδουμε ιδιότητες, προθέσεις, κίνητρα, διαθέσεις σε πρόσωπα, ή όταν εικάζουμε γι’ αυτά με βάση τη συμπεριφορά τους, τότε ο MPFC δραστηριοποιείται. Όχι όμως όταν έχουμε να κάνουμε με αντικείμενα. Γι’ αυτό και σε μια σειρά παθήσεων του MPFC ο ασθενής αγγίζει την ψυχοπάθεια, τείνει να βλέπει τα πρόσωπα ως αντικείμενα (όπως ο Στουρνάρας τον πληθυσμό της Ελλάδας, δηλαδή).

Ποια είναι η διαφορά της αντίληψης ενός κόσμου προσώπων από έναν κόσμο αντικειμένων; Το βασικό εδώ είναι η ευαισθησία και ανοιχτοσύνη που πρέπει να έχουμε για να ανταποκριθούμε στους ερεθισμούς ενός πολύπλοκου κοινωνικού περιβάλλοντος, κάτι που δεν απαιτείται όταν είμαστε σε περιβάλλον αντικειμένων: “Τhe application of person knowledge demands a flexibility that is typically unnecessary for most classes of object knowledge (e.g. people must frequently track interactions among independent agents acting in complex social settings)”.

Επίσης, ο MPFC είναι και έδρα αυτοβιογραφίας, έχει να κάνει με την ανάκληση σημαντικών προσωπικών αναμνήσεων: “It is a brain part that activates during recollection of personally meaningful events, or when attention is directed introspectively, or when the individual is involved in self-referential action”. Δραστηριοποιείται, δηλαδή, όταν καλούμαστε να πούμε την ιστορία μας – όχι την ιστορία κάποιου άλλου, όχι ουδέτερες και απρόσωπες ιστορίες. Οπότε λοιπόν, ο αυτοσχεδιασμός είναι ένα είδος απομνημονευμάτων, το να λες την ιστορία σου με μουσική. Γενικότερα μιλώντας, ο MPFC δείχνει να λειτουργεί σαν δείκτης της συμπεριφοράς με εσωτερικό έρεισμα (internally motivation behavior) – όταν δηλαδή πράττουμε κατόπιν προσωπικών επιθυμιών και στόχων – σε αντιπαραβολή με τη συμπεριφορά με εξωτερικό έρεισμα (externally motivated behavior), όταν επηρεαζόμαστε από εξωτερικές πηγές και πράττουμε πάνω στις προσδοκίες και τα παραδείγματά τους. Είναι το εγκεφαλικό αντίστοιχο της Ρίτας Σακελλαρίου: μια ζωή πληρώνω αμαρτίες αλλονών, τέρμα ως εδώ, άλλο δεν μπορώ.

Ο MPFC λοιπόν σημαίνει όλα τα παραπάνω. Για την ακρίβεια, η περιοχή του MPFC που έδειξε να δραστηριοποιείται κατά τη διάρκεια του αυτοσχεδιασμού είναι η περιοχή 10 κατά Brodmann (Brodmann area 10), περίπου τα 14 cm3 εγκεφαλικής ουσίας στο πλέον εμπρόσθιο άκρο του εγκεφάλου. Απλώς το παραθέτω ως πληροφορία, είναι μια ελάχιστα κατανοητή περιοχή και δεν θέλω να γράψω γι’ αυτήν. Εξάλλου, όταν αναφέρεται κανείς σε τόσο εντοπισμένο εγκεφαλικό επίπεδο, είναι πολύ δύσκολο να πει οτιδήποτε σαφές.


Η περιοχή 10 κατά Brodmann (το ήμισύ της): Mήπως είναι η εγκεφαλική έδρα της μαγκιάς; 


Είπαμε όμως ότι για να βγει ένα καλό ταξίμι θα πρέπει, παράλληλα με την ενεργοποίηση του MPFC, να σωπάσουν και κάποιες πλευρικές περιοχές του προμετωπιαίου φλοιού, συγκεκριμένα ο πλευρικός κογχομετωπιαίος φλοιός (lateral orbitofrontal cortex ή LOFC), καθώς και περιοχές του ραχιαίου έξω προμετωπιαίου φλοιού (dorsolateral prefrontal cortex ή DLPFC) – θα χρησιμοποιώ τα ακρωνύμια καθότι οι λέξεις είναι απρόφερτες. Οι περιοχές αυτές είναι ένα είδος υπερεγώ, η πρεσβεία της κοινωνίας στον εγκέφαλό μας. Έχουν να κάνουν με τη στοχευμένη συμπεριφορά (goal-directed behavior) και το γνωστικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτή διαρκώς αποτιμάται, ελέγχεται και διορθώνεται. Ο LOFC είναι μια τρόικα στον εγκέφαλό μας: φαίνεται ότι εκτιμά διαρκώς τη στοχευμένη συμπεριφορά, αν ανταποκρίνεται στις κοινωνικές απαιτήσεις, και της ασκεί ανασταλτικό έλεγχο όταν αυτή είναι ακατάλληλη. Ο DLPFC είναι ένας τεχνοκράτης στον εγκέφαλό μας: είναι υπεύθυνος για την κατάστρωση σχεδίων, για τη βαθμιαία εφαρμογή τους, και για τη συνεχόμενη προσαρμογή τους με βάση τον στόχο• ενεργοποιείται όταν επικεντρώνουμε την προσοχή μας κάπου, όταν καταβάλουμε προσπάθεια να λύσουμε προβλήματα και όταν έχουμε συνειδητή επίγνωση του εαυτού μας.

Όλα αυτά όμως είναι εμπόδια για να ξεδιπλώσεις ένα καλό ταξίμι. Ο αυτοσχεδιασμός δεν είναι μια προμελετημένη, καρφωτή και δουλεμένη πράξη, πρέπει να χάσεις τον συνειδητό έλεγχο για να το κάνεις καλά: “outside of conscious awareness and beyond volitional control”. Να μην έχεις από κάπου να κρατηθείς. Πρέπει να σωπάσει το εγκεφαλικό μνημόνιο, ο LOFC και ο DLPFC, και να ενεργοποιηθούν οι αντιμνημονιακές δυνάμεις (εγκεφαλικά πάντα μιλώντας), ο MPFC.

Disclaimer: Η ανάρτηση δεν είναι πολιτική.

Αφού ξανασυστήσω λίγη επιφύλαξη (όπως και με κάθε νευρολογική έρευνα), ας κάνω μια σύνοψη: θέλει βαθειά ανάσα να πεις τον αμανέ. Θέλει επίσης και χαλαρή, αφεστιασμένη προσοχή για να βγάλεις το ταξίμι – όχι συγκέντρωση της προσοχής σε κάποιον στόχο, όχι προσπάθεια, όχι εφαρμογή σχεδίων. Δεν είναι δουλειά, είναι ονειροπόλημα. Δεν είναι καθήκον, είναι απόλαυση. Σίγουρα, υπάρχουν και κάτι μπλοφαδόροι που παινεύουν τη δουλειά, μπράβοι και κοντυλοφόροι καθενού μαχαραγιά, αλλά όλοι αυτοί είναι της κατεστημένης μουσικής εκτέλεσης: πιστή αναπαραγωγή κάποιου προετοιμασμένου υλικού. Ο αυτοσχεδιασμός όμως, τα ταξίμια, η μουσική του περιθωρίου, των λούμπεν, των μειονοτήτων και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, δεν είναι κάτι που το κάνεις, είναι κάτι που αφήνεις να γίνει. Όπως το ονειροπόλημα (αυτό υποδεικνύει πόσο διορατικός ήταν ο Διδάσκαλος όταν κήρυττε: μη νομίζεις πως χαζεύω σαν με βλέπεις να γυρνώ, την αγάπη μου μαζεύω μέσα απ’ το σκουπιδαριό). Κάτω οι διαλεκτικές των τεχνικών της εξουσίας! Πρέπει να σωπάσει οτιδήποτε συγγενικό στον εγκέφαλό σου με τον Όλι Ρεν και την Άνγκελα Μέρκελ προκειμένου να πεις την ιστορία σου με μουσική – όμως τη δική σου ιστορία, όχι την ιστορία κάποιου άλλου. Όχι ουδέτερες και απρόσωπες ιστορίες.



Το Ταξίμι για την Ιθάκη
Δεν χρειαζόμαστε όμως τη νευρολογία να μας τα πει αυτά! Μπορούμε να τα δούμε και στη ζωή, παντού γύρω μας. Π.χ. όλα τα αγόρια στην εφηβεία ψάχνουν τρόπο να είναι κουλ και να αρέσουν στα κορίτσια. Και όλα περνάνε από τη φάση που θεωρούν ότι υπάρχουν φόρμουλες για να είσαι κουλ, ότι πρέπει να φοράς το Α ή να ακούς τη Β μουσική ή να έχεις τα μαλλιά σου κατά τον Γ τρόπο ή να κάνεις ό,τι κάνει κι ο Δ ή να αντιγράφεις τον τρόπο που μιλάει ο Ε. Είναι μια απαραίτητη εφηβεία που όλα τα αγόρια περνάνε, θέλουν από κάπου να κρατηθούν. Δηλαδή, παίζουν μουσική με τον κατεστημένο τρόπο κι αναπαράγουν κάποιο προετοιμασμένο υλικό, όλα αυτά τα διάφορα Α, Β, Γ που αντιγράφουν: λένε την ιστορία κάποιου άλλου. Αν υπήρξατε ποτέ νέοι άντρες, καταλαβαίνετε τι εννοώ• κι αν υπήρξατε ποτέ νέες γυναίκες, που αναγκάστηκαν να υποστούν νέους άντρες, καταλαβαίνετε κι εσείς τι εννοώ.

Σε κάποια στιγμή κι αφού έχουν εισπράξει πολλές απογοητεύσεις, κάποιοι άντρες – σχετικά λίγοι, φοβάμαι – αρχίζουν να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Ότι, στο φινάλε, δεν έχουν μεγάλη σημασία οι φόρμουλες και τα Α, Β, Γ. Ότι δεν είναι ανάγκη να έχεις από κάπου να κρατηθείς. Σιγά-σιγά αλλάζουν προοπτική, από τον πλευρικό κογχομετωπιαίο φλοιό (LOFC) περνάνε στον μέσο προμετωπιαίο φλοιό (MPFC), και αρχίζουν να είναι κουλ δια της απροσχεδίαστης και δημιουργικής ανταπόκρισης στις εξελισσόμενες απαιτήσεις του περιβάλλοντος – όχι με συνταγές και πιστή αναπαραγωγή προτύπων, όχι με στοχοθεσία και μέθοδο. Φεύγουν από την κατεστημένη μουσική εκτέλεση και περνάνε στην αυτοσχεδιαστική, καταλαβαίνουν ότι δεν είναι η Ιθάκη που μετράει, είναι το ταξίμι για την Ιθάκη. Βιώνουν κάτι αντίστοιχο μ’ αυτό που λένε στην ξιφασκία: όλοι οι ξιφομάχοι έχουν μειονεκτήματα, κανείς δεν είναι τέλειος• ο μέτριος ξιφομάχος χάνει από τα μειονεκτήματά του• ο καλός ξιφομάχος ξέρει και τα καλύπτει• ο βιρτουόζος ξιφομάχος ξέρει και τα χρησιμοποιεί, τα κάνει πλεονεκτήματα. Με άλλα λόγια: αρχίζουν να λένε τη δική τους ιστορία – όχι την ιστορία κάποιου άλλου, όχι ουδέτερες κι απρόσωπες ιστορίες!

Ας πιάσουμε όμως και τις γυναίκες. Πάνω εδώ και ξαναγυρνώντας στους παλιούς μάγκες, μπορούμε να δούμε τη Ρόζα (Εσκενάζυ). Όπως ίσως ξέρετε, το 1949 η Ρόζα, με πατημένα τα πενήντα (μήπως εξήντα;), έκανε δεσμό μ’ έναν άντρα 30 χρόνια νεότερό της. Για τα ήθη της εποχής εκείνης, κάτι τέτοιο πρέπει να ήταν το ισοδύναμο του «γεια σου, κυρ εισαγγελέα, με την Τζένη την ωραία». Και έμειναν μαζί 35 χρόνια, ως το τέλος της ζωής της. Μπορώ όμως να το καταλάβω από τη σκοπιά ενός νέου άντρα: διαβάζοντας για τη Ρόζα, σχηματίζω την αίσθηση μιας φοβερής γυναίκας, που έγινε καλλιτέχνις όταν κάτι τέτοιο περίπου σήμαινε «πόρνη», ερωτεύτηκε και την ερωτεύτηκαν, ηχογράφησε πολλά τραγούδια, είχε πολλούς εραστές, γύρισε τη μισή Ελλάδα κι αργότερα τη μισή υφήλιο, έπαιξε τη ζωή της κορώνα-γράμματα στην Κατοχή, φυλακίστηκε, κρύφτηκε, έκανε ένα παιδί, έγινε συνδικαλίστρια, επιχειρηματίας, δούλεψε με τον Τούντα και τον Τσιτσάνη, είδε άντρες να πέφτουν στα πόδια της, έμεινε κοκέτα ως τα γεράματα... τη γλέντησε τη ζωή της. Η Ρόζα στα πενήντα της (μήπως εξήντα της;) και με μια εγκυμοσύνη στο ενεργητικό της, σίγουρα δεν είχε την ομορφιά και τη φρεσκάδα των νιάτων της, όμως μπορώ να το καταλάβω από τη σκοπιά ενός πολύ νεότερού της άντρα: «σίγουρα θα βρω και ομορφότερες και νεότερες γυναίκες, όμως τέτοια γυναίκα δεν θα ξαναβρώ, δεν επαναλαμβάνεται τέτοια ευκαιρία». Νέες και όμορφες κοπέλες υπήρχαν και υπάρχουν πολλές (δόξα τω Θεώ, το εργοστάσιο που βγάζει κουκλιά δουλεύει ακόμα). Που όλες τους είναι φωτοτυπίες η μία της άλλης, όλες λένε την ιστορία κάποιου άλλου. Η Ρόζα όμως, που ήξερε καλά κι από τη δουλειά της τι σημαίνει ταξίμι, έλεγε τη δική της ιστορία! Όχι την ιστορία κάποιου άλλου! Όχι ουδέτερες και απρόσωπες ιστορίες! Οπότε, παρέμεινε ερωτική πρωταθλήτρια ακόμα και στα πενήντα της (μήπως εξήντα της;).




Vixi
Μπορούμε τώρα να ξαναδούμε την ευχή του Κίρκεγκορ, να γίνεις ένας άνθρωπος που υπάρχει. Ένα από τα πιο ανατριχιαστικά πράγματα που διάβασα ποτέ στο ίντερνετ ήταν εδώ, τα τελευταία λόγια ενός παππού στο νεκροκρέβατό του:

A few decades ago, a friend told me the story of his dying grandfather, a man who never chased down the dreams he dreamed as a youth. Didn't even really try, for a whole lot of reasons. On his deathbed, one of his final sentences to his grandson was this: 
“What? So that was it?”  

Ετοιμάζεσαι να πεθάνεις, αναλογίζεσαι τη ζωή που (δεν) έζησες και λες, «τι, δηλαδή, αυτό ήταν;»... Σαν πολυδιαφημισμένη ταινία, που πηγαίνεις να τη δεις όλος προσδοκία, όμως τελικά βγαίνεις από το σινεμά απογοητευμένος, έχασες δυο ώρες από τη ζωή σου. Ή και την ίδια τη ζωή σου.

Σε αντιπαράθεση μ’ αυτό, μπορούμε να δούμε τον φοβερό κύριο Τζιάκομο Καζανόβα, έναν τυχοδιώκτη του 18ου αιώνα που ταξίδεψε όλη την Ευρώπη από περιπέτεια σε περιπέτεια, από γυναίκα σε γυναίκα, από σκάνδαλο σε σκάνδαλο, κι από πάτρωνα σε πάτρωνα. Γνώρισε τον Γκαίτε, τον Ρουσσώ και τον Μότσαρτ, φυλακίστηκε, δραπέτευσε, ερωτεύτηκε (αμέτρητες φορές), πόνεσε, έμαθε να χειρίζεται τους ανθρώπους, έγινε γιατρός, μουσικός, στρατιωτικός, νομικός, ελευθεροτέκτονας, χαρτοπαίκτης, μοναχός, κυβερνητικός αξιωματούχος, θαυματοποιός, κατάσκοπος, αλχημιστής, ρισκάρισε τη ζωή του, μονομάχισε με μαρκήσιους και αξιωματικούς, έκανε απίθανες φάρσες, άνοιξε ένα εργοστάσιο, του το φάγαν τα χρέη και οι γυναίκες, έγραψε ένα θεατρικό έργο... έκανε πολλά. Δεν ήταν όλα χαρούμενα. Πέρασε από βάσανα και μεγάλες αγωνίες. Πολλές φορές έχασε τα πάντα και ξεκίνησε εκ νέου από το μηδέν. Πολλές φορές πίστεψε ότι έφτασε το τέλος του. Όμως, όπως το έθετε ο ίδιος, όταν σε μεγάλη ηλικία πλέον κάθισε να γράψει τα απομνημονεύματά του: «Δεν μπορώ να το αρνηθώ, vixi», (δηλαδή έζησα, στα λατινικά).

Disclaimer: Διαβάστε τα απομνημονεύματα του Τζιάκομο Καζανόβα, αξίζουν. Όχι μόνο ως πικάντικο ανάγνωσμα. Έχουν πολύ υλικό κι ενδιαφέρον, ο τύπος δεν ήταν βλάκας (αλλά και ως πικάντικο ανάγνωσμα να τα διαβάσετε, πάλι έχουν υλικό κι ενδιαφέρον).

Λοιπόν, το vixi του Καζανόβα ήταν αυτό που ο Κίρκεγκορ έλεγε: να γίνεις ένας άνθρωπος που υπάρχει. Δηλαδή, να ζήσεις με τέτοιον τρόπο ώστε όταν κοιτάζεις προς τα πίσω να μην λες, «τι, δηλαδή, αυτό ήταν;». Να μην λες, «πού πήγε η ζωή μου, ποιος την πήρε; Χθες προχθές ήμουν πιτσιρικάς με όνειρα και προσδοκίες, τι γίναν τα χρόνια;». Να μην λες, «μοιάζει σαν να ‘πεσα για ύπνο χθες βράδυ είκοσι χρονών και σήμερα να ξύπνησα τριάντα (σαράντα, πενήντα κ.λπ.), πώς έγινε αυτό;». Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο Κίρκεγκορ θα σου έλεγε: δεν υπάρχεις. Έγινες πλευρικός κογχομετωπιαίος φλοιός (LOFC). Έζησες στοχευμένα, μεθοδικά, με την κάθε βιοτική σου πράξη μέρος ενός σχεδίου, ήξερες διαρκώς τι έκανες και γιατί το έκανες, είχες πάντα τον έλεγχο, αναπαρήγες πιστά τα παραδείγματα, ανταποκρίθηκες στις προσδοκίες: είπες την ιστορία κάποιου άλλου.

Το να υπάρχεις ή να ζήσεις τη ζωή σου γεμάτη ή να λες τη δική σου ιστορία (το ίδιο σημαίνουν όλα) δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το να ζήσεις ευτυχισμένα. Όχι αναγκαστικά. Πρέπει να ρισκάρεις για να το επιτύχεις – μιλάω για πραγματικά ρίσκα, να ρίξεις στο τραπέζι ακόμα και την ίδια σου τη ζωή. Θα έρθουν και οι δύσκολες στιγμές, όπου θα μάθεις τι πα να πει βρωμιά και τρόμος, κατήφορος και προσβολές. Έχεις να φας φρίκες – όπως και ο Τζιάκομο και η Ρόζα έφαγαν φρίκες. Θα δαγκώσεις σίδερα. Ο κροκόδειλος θα σε φιλήσει με καρκινώδη φιλιά. Θα σε κλωτσάνε και θα σ’ αρέσει, δικέ μου, σαν το σκυλί τους θα σ’ έχουν, δικέ μου, έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία. Θα έρθει η στιγμή που θα νομίσεις ότι είσαι τρελός. Κατόπιν, θα έρθει η στιγμή που θα διαπιστώσεις ότι πράγματι είσαι τρελός. Κατόπιν, θα έρθει η στιγμή που θα διαπιστώσεις ότι το να είσαι τρελός δεν είναι αναγκαστικά κακό νέο. Κατόπιν, θα έρθει η στιγμή που θα διαπιστώσεις ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: όλοι οι άλλοι είναι τρελοί εκτός από σένα, εσύ είσαι ο μόνος λογικός. Μπορεί και να χρειαστεί να πεθάνεις – το λέω κυριολεκτικά. Όμως ψυχραιμία, τι να γίνει, στο φινάλε υπάρχουν και χειρότερα από τον θάνατο. Θα τα δεις όλα αυτά στην πορεία.

Όμως μην κολλήσεις, συνέχισε! Μόνο αυτό αξίζει να ονομάζεται γνώση, τίποτα άλλο. Συνέχισε, ακόμα κι αν δεν ξέρεις γιατί το κάνεις. Παγωμένος από τον τρόμο, σκοτάδι παντού γύρω σου, όλα γκρεμισμένα, χωρίς τίποτα στον κόσμο να πιαστείς, σου πήραν τα πάντα: εσύ συνέχισε, μην κολλήσεις. Και δεν χρειάζεται να ξέρεις γιατί το κάνεις. Συνέχισε διότι... παραδόξως όλα θα πάνε καλά. Διότι μόνο οι χαμένοι αγώνες έχουν αξία. Όταν ξέρεις ότι το παιχνίδι είναι στημένο κι ο διαιτητής πληρωμένος, το ξέρεις ότι θα χάσεις ό,τι κι αν γίνει – εκεί μόνο έχει αξία να αγωνίζεσαι. Αυτό μόνο αξίζει να ονομάζεται γνώση. Αν ξέρεις ότι υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις, ο αγώνας δεν έχει αξία. Μόνο οι χαμένοι αγώνες έχουν αξία! Συνέχισε, όχι για να κερδίσεις, όχι για να δικαιωθείς στη μετά θάνατον ζωή ή στην επόμενη ενσάρκωση – ωχ, δεν τα ‘χεις ξεπεράσει ακόμα αυτά τα μετεφηβικά; Θέλεις να το κάνεις έτσι ώστε να κερδίσεις κάπου, κάπως; Ακόμα και μετά θάνατον; Θες κάτι να πιαστείς; Παράτα πια τα μετεφηβικά! Όπως έλεγε κι ο Κίρκεγκορ, το θέμα είναι εδώ, να ζήσεις την αιωνιότητα εδώ, σ’ αυτήν τη ζωή.

Κι αυτό μπορείς να το καταφέρεις μόνο άμα συνεχίσεις, άμα δεν κολλήσεις. Όταν δεν έχεις τίποτα να πιαστείς, ο πόνος που θα έρθει (και θα έρθει, είναι σίγουρο, έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία) θα είναι όλος δικός σου, δεν θα μπορείς να τον φορτώσεις πουθενά. Και κανείς δεν σου εγγυάται ότι θα υπάρχει happy end, ότι τελικά θα κερδίσεις. Αν όμως κερδίσεις έχοντας προηγουμένος ρισκάρει πραγματικά, έχοντας υποστηρίξει τις πράξεις σου ακόμα και με τη ζωή σου, τίποτα στον κόσμο δε θα συγκρίνεται με την οργασμική ευδαιμονία της επιτυχίας. Θα είναι κι αυτή όλη δική σου, κανείς δεν θα μπορεί να σου την πάρει.

Στο κάτω-κάτω... δε βαρέθηκες πια όλες αυτές τις ευχές, «χρόνια πολλά, με υγεία, ευτυχία κ.λπ.»; Εξάλλου, αυτό που ο άλλος ονομάζει «ευτυχία», εσύ μπορεί να το λες «ασφάλεια» ή «προβλεψιμότητα» ή «κονφορμισμό» ή κάτι άλλο παρόμοιο και μικροαστικό. Δεν θέλεις «ευτυχία», δεν είναι αρκετή, δε σου φτάνει! Θέλεις οργασμική ευδαιμονία, τίποτα λιγότερο, να ζήσεις την αιωνιότητα εδώ, σ’ αυτή τη ζωή! Κι όταν όλοι οι άλλοι θα λένε, «μα πού πήγαν τα χρόνια, πώς πέρασαν έτσι;...», εσύ θα είσαι ο μόνος που θα λες: vixi! Τίποτα στον κόσμο δεν συγκρίνεται μ’ αυτό.

Λοιπόν... πες μου την ιστορία σου. Όμως, τη δική σου ιστορία, όχι την ιστορία κάποιου άλλου! Όχι ουδέτερες κι απρόσωπες ιστορίες!



Επίλογος
Στράτος - Τσιτσάνης: Στου Αλευρά τη Μάντρα

Το Μετασυμφιλιωτικό Σεξ

Μερικές σκόρπιες σκέψεις γύρω από το θέμα της βίας:

Είναι ο άνθρωπος επιθετικό ον από τη φύση του; «Η απάντηση είναι ναι», υποστηρίζει ο E. O. Wilson στο κεφάλαιο 5 του On Human Nature, ένα γνωστό βιβλίο κοινωνιοβιολογίας / εξελικτικής βιολογίας, που βραβεύτηκε και με Πούλιτζερ. Με τα δικά του λόγια: «Ο άνθρωπος είναι ισχυρά προδιατεθειμένος να ανταποκρίνεται με ασύμμετρο μίσος στις εξωτερικές απειλές και να κλιμακώνει την εχθρότητά του ώστε να καταβάλει την πηγή της απειλής με μεγάλο περιθώριο ασφάλειας». Κατόπιν «εξηγεί» ότι η επιθετικότητα υπήρξε ενδημική σε κάθε κοινωνία της ιστορίας και της προϊστορίας• ότι ακόμα και οι σύγχρονες κοινωνίες που δείχνουν να είναι ειρηνικές, το ποσοστό τους είναι «μικροσκοπικό» (tiny). Αναφέρει φυσικά και τους Yanomamo, μη χάσει, τις διαβόητες «έρευνες» του Napoleon Chagnon. Με λίγα λόγια: ο άνθρωπος είναι κακός «από τη φύση του», καθότι η επιθετικότητα είναι έμφυτη, γενετική και αναπόφευκτη.

Όμως στο φινάλε, καταλήγει ο Wilson, ο άνθρωπος μπορεί να κυριαρχήσει στην επιθετική του φύση με έλλογο τρόπο και να δημιουργήσει ένα ανθεκτικό θεμέλιο για την παγκόσμια ειρήνη• οι διπλωμάτες, πολιτικοί, επιστήμονες, οι μεγάλοι συγγραφείς, οι πετυχημένοι επιχειρηματίες κ.λπ. κάθε χώρας μπορούν να πυκνώσουν τους δεσμούς με άλλες χώρες, να δημιουργήσουν αμοιβαίες αφοσιώσεις, ώστε οι μελλοντικοί πληθυσμοί να μη βλέπουν ο ένας τον άλλον ως ξένο κ.λπ. κ.λπ. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Όλο αυτό ονομάζεται «επιστήμη».

Έχω διαβάσει αρκετές τέτοιες ρεπουμπλικανόψυχες αφηγήσεις σε παρόμοιο μοτίβο, ότι ο άνθρωπος είναι επιθετικός και βίαιος «από τη φύση του», αποδείξεις: χιμπατζήδες, Yanomamo (δηλ. οι «έρευνες» του Chagnon), κάθε κοινωνία επιδίδεται σε βία, δεν υπάρχουν ειρηνικές κοινωνίες, εξελιχθήκαμε περίπου σε συνθήκες Μόρντορ οπότε γίναμε κάτι σαν ορκ κ.λπ.

Είναι όμως έτσι;

Έχω πολλά προβλήματα με τέτοια κείμενα. Πρώτο και καλύτερο ότι, σε πείσμα του Wilson, φαίνεται να υπάρχουν ειρηνικές κοινωνίες, και το ποσοστό τους δεν είμαι σίγουρος ότι είναι «μικροσκοπικό»!

Το δεύτερο πρόβλημα που έχω είναι ένα περίεργο φαινόμενο: οι ειδικοί δεν μπορούν να συμφωνήσουν εύκολα ούτε για το ποιες είναι οι ειρηνικές κοινωνίες ούτε καν για το τι θεωρείται «ειρηνική κοινωνία». Όχι μόνο αυτό, αλλά πεισμώνουν να αποδείξουν την ατζέντα τους με αντιεπιστημονικό τρόπο – παίζοντας με τις λέξεις, κάνοντας greek statistics με τους αριθμούς, κρύβοντας τις λίστες Λαγκάρντ και παραβλέποντας τα στοιχεία που τους χαλάνε την ερμηνεία. Κάτι παίζει εδώ, το ζήτημα δεν είναι καθαρά επιστημονικό, μοιάζει ότι είναι και ιδεολογικό...

Είναι γεγονός: σε κάποιους ανθρώπους δεν αρέσει καθόλου η επίγνωση ότι υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες λέξεις όπως «φόνος», «βασανιστήρια», «βιασμός», «ξυλοδαρμός» κ.λπ. είναι, αν όχι εντελώς άγνωστες, τουλάχιστον κάτι σαν μακρινοί θρύλοι, απόηχοι του παρελθόντος, ή εξαιρετικά γεγονότα που συμβαίνουν στη χάση και στη φέξη. Δεν τους αρέσει το γεγονός ότι υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες τα παιδιά δεν αναθρέφονται με ξύλο, οι διαφορές δεν τακτοποιούνται με μαχαίρια, και οι συζυγικοί καβγάδες δεν λύνονται με βρισιές και χαστούκια. Ως εκ τούτου, κάνουν ό,τι μπορούν για να εξαφανίσουν ταχυδακτυλουργικά αυτές τις κοινωνίες, να μπορούν μετά να λένε ότι ο άνθρωπος είναι βίαιος «από τη φύση του».

Ας αναφέρω ένα παράδειγμα μιας τέτοιας κοινωνίας, από τις σχετικά άγνωστες: οι Paliyan της νότιας Ινδίας. Κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, που για αιώνες έκαναν ημινομαδική ζωή κι έμαθαν να επιβιώνουν στις ζούγκλες των βουνών. Σήμερα κάποιοι από αυτούς έχουν εγκατασταθεί σε χωριά, ενώ οι περισσότεροι συνεχίζουν την παραδοσιακή ζωή τους. Αναφορές για την ειρηνικότητα των Paliyan υπάρχουν ήδη από τον 19ο αιώνα, ότι πρόκειται για εξαιρετικά μη-βίαιη κοινωνία, τόσο εσωτερικά όσο και προς τους γειτονικούς πληθυσμούς. Το άλλο αξιοσημείωτο σ’ αυτούς είναι η κοινωνική δομή τους, η οποία είναι πολύ χαλαρή, χωρίς ιεραρχίες, χωρίς κάτι το ισοδύναμο της αστυνομίας ή του μεγάλου σοφού ηγέτη να επιδιαιτητεύει στις διενέξεις• ουσιαστικά, πρόκειται για μια κοινωνία εξαιρετικής ισότητας, που δεν κάνει διακρίσεις φύλου, τάξης ή ηλικίας: όλοι είναι ανώτερη τάξη (ακόμα και η κατώτερη τάξη), όλοι είναι ενήλικες (ακόμα και τα παιδιά), όλοι είναι άντρες (ακόμα και οι γυναίκες). Ο Peter M. Gardner από το πανεπιστήμιο του Μισούρι είναι ο ανθρωπολόγος που ασχολήθηκε ειδικά με αυτούς (μπορείτε να διαβάσετε εδώ ένα σχετικό άρθρο του) και αναφέρει διάφορες νόρμες που έχουν αναπτύξει ώστε να μην κλιμακώνονται οι διενέξεις σε βία – π.χ. σεβασμός προς όλους, ακόμα και προς τα μικρά παιδιά (effective anarchy το ονομάζει ο Gardner), ή αποφυγή και απομόνωση του θυμωμένου μέχρι να ηρεμήσει. Ίσως κάποτε να αποφύγατε την αντιπαράθεση με κάποιον εξοργισμένο και να αναρωτηθήκατε κατόπιν αν αυτό που κάνατε ήταν δειλία ή σοφία• λοιπόν, χωρίς να έχω τη σίγουρη απάντηση, μπορώ τουλάχιστον να επισημάνω ότι το ίδιο κάνουν και οι Paliyan.

Κι άλλες τέτοιες κοινωνίες υπάρχουν στις οποίες, με βάση τις συσσωρευμένες εθνογραφίες και τις αξιόπιστες αναφορές, η βία φαίνεται να είναι εξαιρετικά σπάνια ή και ανύπαρκτη – π.χ. οι Mardu/Martu της Αυστραλίας, κάποιες φυλές Hopi στην Αριζόνα, οι Ifaluk στον Ειρηνικό, οι Lepcha στα Ιμαλάια, οι Sami του Αρκτικού κύκλου στη σημερινή Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία και Ρωσία (“they are a small, non-violent people”) κ.α. Πόσες είναι αυτές οι κοινωνίες; Ποιος ξέρει (μόνο ο E. O. Wilson, φυσικά). Πάντως, ο Douglas Fry (The Human Potential for Peace), μετά από συστηματική και μακροχρόνια μελέτη σε ένα βουνό από εθνογραφίες και μαρτυρίες, μάζεψε τεκμήρια για περίπου 60-70 τέτοιες κοινωνίες όπου διαβάζεις και λες: «εκεί θα πάω να ζήσω». Η κάθε μια έχει βρει τους δικούς της τρόπους να καλλιεργεί συστηματικά την ανθρωπιά και την αποφυγή της βίας – π.χ. κάποιες προάγουν ως κοινωνική αξία το χιούμορ, τον σεβασμό προς τον άλλον, ή απαξιώνουν τον τσαμπουκά και τις προσβολές, ή δίνουν μεγάλη σημασία στην ανατροφή των παιδιών, ή αποφεύγουν το αλκοόλ κ.α. Δεν υπάρχει κάποιος εύκολος οικουμενικός κανόνας.

Θα μπορούσε όμως εδώ κάποιος να παρατηρήσει: όσες κι αν είναι αυτές οι κοινωνίες ανθρωπιάς, ο συνολικός πληθυσμός τους αποκλείεται να αθροίζεται σε κάτι περισσότερο από ένα ελάχιστο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού• όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον οι περισσότερες ζούνε στις παρυφές του πολιτισμού, μακριά από την επιρροή της κυβέρνησης, της αστυνομίας, του στρατού και των μεγάλων συγκεντρώσεων κεφαλαίου. Καμία σχέση η δική τους ζωή με τη δική μας.

Τα παραπάνω όμως μπορούν να διαβαστούν και διαφορετικά, ε;

Ίσως (λέω «ίσως») ότι αν αφήσεις τους ανθρώπους ήσυχους, χωρίς κυβέρνηση, αστυνομία, στρατό και μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου, τότε αυτοί τείνουν να τα βρίσκουν μεταξύ τους. Ίσως ότι ο Θεός έπλασε την κυβέρνηση, την αστυνομία, τον στρατό και το μεγάλο κεφάλαιο προκειμένου να δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν. Ο Δυτικός μας πολιτισμός ενδεχομένως να είναι μια υποβέλτιστη λύση κοινωνικής συνύπαρξης• πολύ καλύτερη μεν από κάποιες άλλες, αλλά και πολύ χειρότερη από τουλάχιστον 60-70 διαφορετικές λύσεις. Κάτι κερδίζουμε, κάτι χάνουμε. Ίσως η δική μας λύση να δημιουργεί μεν μια αρκετά ικανοποιητική (;) Ρώμη, υποδεέστερη όμως σε σχέση με κάποια μικρά γαλατικά χωριά στις παρυφές της. Ο άνθρωπος είναι επιθετικό ον «από τη φύση του» ή ο Δυτικός πολιτισμός δεν έχει όλες τις απαντήσεις; Ας διαλέξει ο καθένας ανάλογα με την προκατάληψή του.

Δεν θέλω να απαξιώσω τη δική μας λύση. Η αξία του Δυτικού πολιτισμού είναι τεράστια. Μας χαρίζει τόσες ευλογίες που κάνουν τη ζωή μας καλύτερη (π.χ. χαρτόσημα, πρωτόκολλα, σφραγίδες, βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής), οι μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου προσφέρουν σπουδαίες ωφέλειες στο κοινωνικό σύνολο (π.χ. Ολυμπιακούς Αγώνες, διαπλοκή καναλαρχών – επιχειρηματιών – κυβέρνησης), ο στρατός επιτελεί απαραίτητο έργο (π.χ. χούντες, πραξικοπήματα, εθνικιστικούς μύθους, εξόντωση των «τρομοκρατών»), η κυβέρνηση σταθεροποιεί το κοινωνικό χάος (π.χ. βαφτίζοντας «τρομοκράτες» όσους διαφωνούν μαζί της), και η αστυνομία κάνει τη ζωή μας ασφαλέστερη (π.χ. με δακρυγόνα, βασανιστήρια, νταηλίκια). Άλλο αυτό όμως κι άλλο να κλείνουμε τα μάτια μας: αν καταλήξαμε σε μια υποβέλτιστη λύση για την κοινωνική μας συνύπαρξη, είναι ωριμότητα τουλάχιστον να το παραδεχτούμε. Εμείς μεν το κάνουμε καλύτερα από πολλούς άλλους, όμως κάποιοι το κάνουν διαφορετικά και, ενδεχομένως, καλύτερα από μας.

Τελικά όμως τι σημαίνει «ειρηνική κοινωνία» – ή «κοινωνία ανθρωπιάς», όπως μ’ αρέσει να τις λέω – και ποια σχέση έχει η «φύση του ανθρώπου»; Ας εξηγήσω πώς το σκέφτομαι εγώ μ’ έναν παραλληλισμό από δύο χώρες που με έχουν απασχολήσει πολύ, το Βιετνάμ και την Ταϊλάνδη:


Οι Ακορνάριστες Κοινωνίες 
Υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες οι οδηγοί δεν κορνάρουν (αναφέρομαι στο νευρικό κορνάρισμα από στρες, στο κορνάρισμα «άντε κουνήσου, ρε βόδι...», όχι στο κορνάρισμα «πρόσεχε!», για να ξυπνήσεις κάποιον που πάει να περάσει αφηρημένος τον δρόμο: εκεί θα είσαι εγκληματίας αν δεν κορνάρεις). Στις ακορνάριστες κοινωνίες λοιπόν, ακόμα και στην πιο πυκνή κυκλφορία δεν ακούγεται μπιπ. Η ελληνική, ως γνωστόν, δεν είναι μία από αυτές. Ούτε η βιετναμέζικη. Αντίθετα, στην Ταϊλάνδη το κουμπί της κόρνας είναι κάτι σαν ξεχασμένο αξεσουάρ για τους οδηγούς, ακόμα και στο πιο απάνθρωπο μποτιλιάρισμα. Για του λόγου το αληθές, δείτε κι ένα βίντεο που βρήκα στο YouTube. Πυκνή κυκλοφορία στην Μπανγκόκ εδώ: ακούτε έστω κι ένα κορνάρισμα; 

Πάνω σ’ αυτό, το 1999 είχα γίνει μάρτυρας μιας κουβέντας ανάμεσα σ’ έναν Αμερικάνο κι έναν Ταϊλανδό, που μου έκανε εντύπωση. «Γιατί δεν κορνάρετε;», ρώτησε με απορία ο Αμερικάνος. Ο Ταϊλανδός δεν κατάλαβε καν την ερώτηση: «εσείς, δηλαδή, γιατί κορνάρετε;». Με άλλα λόγια, γιατί να είμαι εγώ ο περίεργος της υπόθεσης, αυτός που κάνει κάτι ασυνήθιστο, και να μην είσαι εσύ;

Λοιπόν, αν μια οδηγική κοινωνία φτάσει σ’ αυτό το σημείο, όχι μόνο να εξαφανίσει το μπιπ από τους δρόμους αλλά και να της είναι φυσιολογικό αυτό, τότε μπορώ να της δώσω τον τίτλο «ακορνάριστη κοινωνία». Δηλαδή, δεν θέλω απλώς έλλειψη θορύβου αλλά κάτι παραπάνω: να αντιμετωπίζεται ως αυτονόητη αυτή η έλλειψη, ως η νορμάλ κατάσταση των πραγμάτων. Αν εγκαθιδρυθεί ένα τέτοιο αυτονόητο σε μια οδηγική κοινωνία, τότε υπάρχει ένας παραπάνω παράγοντας που συνεισφέρει στο μη-κορνάρισμα, πέρα από την έλλογη επεξεργασία («και τι θα καταφέρω, δηλαδή, αν κορνάρω; Θα φτάσω δύο λεπτά πιο γρήγορα; Αξίζει τον κόπο να στρεσαριστώ, να στρεσάρω και τους άλλους; κ.λπ.»): υπάρχει η τεράστια επιρροή του νορμάλ, η δύναμη του αυτονόητου, όπου η σκέψη και μόνο ενός κορναρίσματος φαντάζει παράφωνη και απρεπής, σαν δυνατό ρέψιμο στη δεξίωση του πρέσβη.

Λοιπόν, κάτι αντίστοιχο εννοώ και με τον όρο «κοινωνία ανθρωπιάς». Όχι απλώς μια κοινωνία με εξαιρετικά χαμηλά ή ανύπαρκτα επίπεδα βίας, αλλά κάτι ακόμα περισσότερο: μια κοινωνία που διαμόρφωσε την κουλτούρα της πάνω σ’ αυτό το ιδεώδες της ανθρωπιάς. Ανέπτυξε, δηλαδή, κατάλληλες αξίες, έθιμα, νοοτροπίες και θεσμούς, ώστε να εγκαθιδρύσουν ως αυτονόητο το κάντε-έρωτα-κι-όχι-πόλεμο. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι τα μέλη της είναι άγιοι ή έχουν καλύτερη «ανθρώπινη φύση» από εμάς ή καλύτερο DNA ή μεγαλύτερη ευφυΐα• δε σημαίνει καν ότι υπάρχει η εξασφάλιση πως αυτό το κοινωνικό αυτονόητο της ανθρωπιάς θα ξεπεράσει κάθε μελλοντική αντιξοότητα και θα διατηρηθεί στο διηνεκές. Σημαίνει απλά και μόνο ότι γίνεται, μπορεί, είναι δυνατόν να χτιστεί ένα τέτοιο κοινωνικό αυτονόητο ως η νορμάλ κατάσταση των πραγμάτων:

– «Γιατί δεν δέρνετε τα παιδιά;»
– «Εσείς, δηλαδή, γιατί τα δέρνετε;»

Αυτό λοιπόν είναι το κριτήριό μου. Ένα ή ελάχιστα περιστατικά βίας στη χάση και στη φέξη δεν αλλάζουν κάτι (όπως κι ένα κορνάρισμα στη χάση και στη φέξη δεν θα αλλάξει το ακορνάριστο μιας οδηγικής κοινωνίας). Αρκεί όμως να είναι τόσο εξαιρετικά αυτά τα περιστατικά ώστε να μη μεταβληθεί η αντίληψη για τη νορμάλ κατάσταση πραγμάτων. Σε κάθε περίπτωση όμως, μια κοινωνία φοβισμένων προβάτων υπό μία pax romana δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που έχω στο μυαλό μου: δεν το λέω «ειρήνη» αυτό, το λέω «ησυχία, τάξις κι ασφάλεια» (με τον ίδιο τρόπο που δεν λέω «ακορνάριστη» μια κοινωνία στην οποία αυστηροί τροχονόμοι επιτηρούν την κυκλοφορία και τιμωρούν με βαρύ πρόστιμο κάθε μπιπ).

Είναι προφανές, πιστεύω, ότι το τελευταίο που μ’ απασχολεί είναι τα ερωτήματα για τη «φύση του ανθρώπου». Αυτά τα αφήνω στον E. O. Wilson και στους εξελικτικούς ψυχολόγους. Δεν ξέρω ποια είναι η «φύση του ανθρώπου», δεν πολυχρησιμοποιώ τον όρο, δε μου λέει και πολλά. Ξέρω όμως ποια είναι η φύση του σκύλου! Ως γνωστόν, τα σκυλιά είναι άγρια, μοβόρικα και επιθετικά, ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου, έτσι δεν είναι; Αυτή πάντως είναι η παραδοσιακή αντίληψη στο Βιετνάμ για τα σκυλιά. Καμία σχέση με τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου που έχουμε εμείς. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά: τα σκυλιά στο Βιετνάμ είναι φαγητό. Είναι όπως τα κοτόπουλα σε μας. Και τα βιετναμεζόσκυλα δεν είναι χαζά, το καταλαβαίνουν ότι κινδυνεύουν από τον άνθρωπο, οπότε τείνουν να δαγκώνουν πρώτα και να ρωτάνε κατόπιν. Τουλάχιστον όμως τα δικά τους ρεπουμπλικανικά αυτονόητα για τη «φύση του σκύλου» οι Βιετναμέζοι τα κρατάν για τον εαυτό τους, δεν τα παρουσιάζουν ως επιστήμη, ούτε έρχονται να κηρύξουν κάποια ιεραρχική ειρήνη, όπου οι φωτισμένες ελίτ των ανθρώπων και των σκύλων θα δημιουργήσουν αμοιβαίες αφοσιώσεις κ.λπ.

Και τέλος πάντων, η «φύση του ανθρώπου» δεν είναι ο τρόπος που το σκέφτομαι εγώ. Το σημαντικό για μένα είναι ότι μπορεί• γίνεται• είναι δυνατόν να στεριώσει ένα αυτονόητο ανθρωπιάς σε μια κοινωνία, το οποίο, από ένα σημείο και μετά, να γίνει αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία: η νορμάλ κατάσταση των πραγμάτων.



Η Κοινωνική Καψικίνη
Ένα τελευταίο αλλά σημαντικό θέμα. Η Laura Betzig είναι ανθρωπολόγος (από αυτούς με την «ανθρώπινη φύση») που, όπως ο E. O. Wilson, δεν της αρέσει η ιδέα ότι υπάρχουν κοινωνίες που δεν ξέρουν τι σημαίνει «φόνος», «βασανιστήρια», «ξυλοδαρμοί», «βιασμοί» κ.λπ. Οπότε, και προκειμένου να εξαφανίσει αυτές τις κοινωνίες, σε διάφορα κείμενά της κάνει αυτήν την ταχυδακτυλουργία και παίζει με τις λέξεις, συγχέει την επιθετικότητα (aggressiveness), κι ακόμα περισσότερο τη βία (violence), κι ακόμα περισσότερο τον πόλεμο (war), με τη σύγκρουση (conflict) – κάτι που με φέρνει στο θέμα μου. Ως προς τα τρία πρώτα συμφωνώ, όσο λιγότερο τα βιώσουμε στη ζωή μας, τόσο το καλύτερο.

Η σύγκρουση όμως δεν είναι αναγκαστικά κακό!

Εδώ έχω τεράστιο θέμα. Σε κάθε κοινωνία – ακόμα και σε κάθε σχέση – θα υπάρχουν συνεχώς διαφορετικές ανάγκες, ερμηνείες, συμφέροντα, επιθυμίες, αξίες, και φυσικά ο κόσμος θα έρχεται σε σύγκρουση. Αυτό όμως είναι φυσιολογικό! Αλλάζουν εντελώς τα πράγματα αν η σύγκρουση καταλήξει σε αίμα• ακόμα περισσότερο, αν γίνει νόρμα ότι η σύγκρουση θα καταλήγει σε αίμα• ακόμα περισσότερο, αν η βία οργανωθεί και συστηματοποιηθεί. Αυτά είναι εντελώς διαφορετικά.

Όμως η ύπαρξη σύγκρουσης, διαφωνίας, ηθικού αποτροπιασμού σε μια κοινωνία ή σε μια σχέση είναι, για μένα, υγεία! Αλίμονο αν η κοινωνία προβατοποιηθεί κι όλοι φαίνεται να συμφωνούν με την κυβέρνηση, δεν ακούγεται καμία ένσταση και καμία διαφωνία. Αλίμονο αν μια σχέση δεν έχει ιστορικό συγκρούσεων και διαφωνιών• δεν είναι υγιής και εποικοδομητική, το πιθανότερο είναι ότι κάποιος τρέχει με χίλια προς τον νευρικό κλονισμό. Η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη δεν έζησε συγκρούσεις στις σχέσεις της, αλλά υπηρετούσε μια ζωή πειθήνεια τους γονείς, τον άντρα, τα παιδιά της – μέχρι που «ψήλωσε ο νους της» κι άρχισε να σκοτώνει κοριτσάκια.

Ας το δούμε όμως αυτό και σε επίπεδο κοινωνίας: οι Rotuma του Ειρηνικού (κοντά στα νησιά Φίτζι) ανταποκρίνονται καλά σ’ αυτό που θα λέγαμε «ειρηνική κοινωνία». Διάφοροι ανθρωπολόγοι, ανάμεσά τους κι ο Alan Howard του πανεπιστημίου της Χαβάης, που τους μελετούσε από το 1959 μέχρι το 1987, παρατηρεί εδώ ότι είναι πολύ ευγενικοί στους τρόπους τους, κάτι που ξεκινά από την ανατροφή των παιδιών: η τιμωρία είναι άγνωστο μέσο διαπαιδαγώγησης, ο μόνος τρόπος διόρθωσης των παιδιών είναι το χιούμορ, το γέλιο και o σαρκασμός. Τα βίαια περιστατικά στους Rotuma είναι πολύ σπάνια, κάτι σαν εξαιρετικά γεγονότα• γι’ αυτούς είναι απαράδεκτο όχι μόνο να βγάλεις μαχαίρι, αλλά ακόμα και να το στρέψεις σε κάποιον συμβολικά ή παίζοντας – με άλλα λόγια, αυτή η σκηνή από τη γνωστή ταινία Της Κακομοίρας (1963), με τον Κ. Χατζηχρήστο («Ζήκος»), θα ήταν σοκαριστική για τους Rotuma.

Όμως το ότι η κοινωνία τους είναι τόσο ειρηνική, δε σημαίνει ότι δε βιώνει διαφορές και συγκρούσεις για πολλά θέματα – προσωπικά, πολιτικά, οικονομικά, ακόμα και αθλητικά. Ακριβώς το αντίθετο, πρόκειται για πολύ συγκρουσιακή κοινωνία! “Disputes are endemic in Rotuma”, όπως γράφει ο Alan Howard πιο πάνω. Αυτό όμως που συμβαίνει είναι ότι οι συγκρούσεις τους εξαιρετικά σπάνια καταλήγουν σε βία: “What is remarkable is that they [disputes] so rarely escalate to violence” (διαβάστε το άρθρο του Alan Howard για τους Rotuma, είναι ενδιαφέρον και καλογραμμένο).

Λοιπόν, ο καθένας μας ζει τη ζωή του με τα ιδιαίτερα βιώματά του, το στιλ, τις ανάγκες και αξίες του. Αν είναι φυσιολογικός άνθρωπος, θα τα εκφράσει όλα αυτά, οπότε σε κάποιους θ’ αρέσουν και σε κάποιους δε θ’ αρέσουν. Μοιραία θα κάνει φίλους κι εχθρούς, θα έρθει σε σύγκρουση με κάποιους – αυτά όμως είναι καλά νέα! «Μου καμάρωνε τις προάλλες ο τάδε», έγραφε ο Ψευδοπλούταρχος στο Περί Ωφελιμότητας των Εχθρών, «ότι δεν έχει κανέναν πραγματικό εχθρό. Του απάντησα: μήπως δεν έχεις και κανέναν πραγματικό φίλο;». Η σύγκρουση συνήθως συνοδεύεται από ένα σωρό υγιή μηνύματα: ίσως κανείς δεν έχει όλη την αλήθεια, ο καθένας βλέπει μόνο ένα τμήμα της• ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να δούμε τον εαυτό μας από εξωτερική σκοπιά, να συνειδητοποιήσουμε πώς φαινόμαστε στους αντιπάλους μας• ίσως είναι μια πρόκληση για να προωθήσουμε τα αιτήματά μας έτσι ώστε να κερδίσουμε τη συμπάθεια των ουδέτερων που παρακολουθούν. Εξάλλου, όπως ξέρετε καλά και οι παντρεμένοι από εσάς (όχι εσύ, είσαι μικρό ακόμα, δεν τα ξέρεις αυτά!), το καλύτερο σεξ είναι το μετασυμφιλιωτικό σεξ, αυτό που επισφραγίζει την άρση μιας σύγκρουσης: μερικοί το προτιμούν καυτό. Καμιά σχέση με το ντεκαφεϊνέ σεξ που συνοδεύει τη ρουτίνα της έγγαμης νηνεμίας. Οι τρικυμίες είναι σέξι, όχι οι νηνεμίες. Απλά δεν χρειάζεται κι ούτε είναι αναπόφευκτο οι συγκρούσεις να καταλήγουν σε βία. Όπως Rotuma.

Καταλήγω στο φινάλε ότι η κοινωνική ή σχεσιακή υγεία είναι φαγητό που, για να γίνει νόστιμο, χρειάζεται και πιπέρι. Αν όλοι συμφωνούν με όλους, ή όλοι είναι ίδιοι με όλους, τότε αυτό το λες ομοιόσταση, pax romana, αβάσταχτη ελαφρότητα του μικροαστισμού ή κάτι σχετικό, πάντως δεν το λες υγεία. Αν δεν έχεις κανέναν πραγματικό εχθρό, τότε μάλλον δεν έχεις και κανέναν πραγματικό φίλο. Η κοινωνική υγεία θέλει καψικίνη, είναι πιπεράτο φαγητό. Είναι επίσης δυναμική και μονίμως μεταβαλλόμενη• η στατική υγεία εκφυλίζεται γρήγορα σε – όχι ακριβώς σε ασθένεια, αλλά πάντως σε κάτι υποθερμικό και κατατονικό, σαν κεντροαριστερό μανιφέστο. Η πραγματική υγεία όμως είναι πυρετική και ριζοσπαστική, σαν το σεξ: απαιτεί σύγκρουση και άρση της σε ένα καταστασιακό, εχμ, γαμήσι (μεταφορικά πάντα μιλώντας), που χαράζει πορεία και γράφει ιστορία. Μερικοί το προτιμούν συγκρουσιακό.