Μάγκας Από Μικράκι Reloaded

Ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά. Όλοι ευχόμαστε ο ένας στον άλλον χρόνια πολλά, υγεία, ευτυχία κι άλλα τέτοια μικροαστικά. Τις ημέρες αυτές, το μπλογκ έλαβε e-mail από τον απεσταλμένο του στον 19ο αιώνα, κ. Σόρεν Κίρκεγκορ, ο οποίος δεν ευχήθηκε τίποτα από τα παραπάνω. Αντιθέτως, η δική του ευχή ήταν: να ζήσεις μια γεμάτη ζωή. Ή, με τον τρόπο που το έθετε αυτός και στη δική του ορολογία, να γίνεις ένας άνθρωπος που υπάρχει. Θα το εξηγήσουμε καλύτερα στην πορεία, προς το παρόν ας ξαναπιάσουμε μια παλαιότερη ανάρτηση που την αφήσαμε ημιτελή:

Περίληψη προηγουμένων (Μάγκας Από Μικράκι): Εν αρχή ην η Ελλάς του μεσοπολέμου. Και η Ελλάς του μεσοπολέμου ην πληκτική, και πληκτική ην η Ελλάς του μεσοπολέμου. Όλο στρατιωτικούς που σχεδίαζαν πραξικοπήματα, πολιτικούς που μιλούσαν καθαρεύουσα, δασκάλους που έδερναν τους αριστερόχειρες, και μικρές αδελφές που περίμεναν να αποκατασταθεί πρώτα η μεγάλη αδελφή για να πάρουν σειρά. Μέχρι που ξαφνικά – ΜΠΑΜ! – από τους παλιούς μάγκες προκύπτει η λαϊκή μουσική, οπότε η Ελλάς αποκτά ενδιαφέρον. Μήπως τα ταξίμια, το αυτοσχεδιαστικό μέρος της λαϊκής μουσικής, μπορούν να ρίξουν φως στο φαινόμενο αυτό της μαγκιάς;

O μουσικός αυτοσχεδιασμός, η απροσχεδίαστη επινόηση μουσικών λύσεων σε πραγματικό χρόνο και εντός συγκεκριμένου περιβάλλοντος, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θέλουν πολλή εμπειρία και ωριμότητα. Κάποιος μπορεί να είναι ακόμα και σπουδαίος εκτελεστής, όμως η αυτοσχεδιαστική του παραγωγή να είναι πενιχρή• έχει συνηθίσει μια ζωή το μουσικό του καθήκον να είναι η πιστότητα στην αναπαραγωγή κάποιου προετοιμασμένου υλικού, και τρομάζει όταν δεν έχει από κάτι να κρατηθεί. Για να το καταλάβετε αυτό, δείτε το γνωστό βίντεο με την Maria-João Pires, κορυφαία κλασική πιανίστρια, που με τις πρώτες νότες του κοντσέρτου συνειδητοποιεί ότι είχε προετοιμάσει άλλο έργο του Μότσαρτ. Από το 0:42 ως το 2:50 είναι σοκαρισμένη, μέχρι που ο μαέστρος την πείθει να βάλει τα δάχτυλά της στα πλήκτρα, και τελικά παίζει το σωστό κοντσέρτο από μνήμης. Αυτό που θέλω να παρατηρήσω εδώ είναι ότι σε μια συναυλία τζαζ, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αναγκαστικά κακό – και σίγουρα ο μουσικός δεν θα έμενε δύο ολόκληρα λεπτά παραιτημένος και αδρανής. Υπό προϋποθέσεις μάλιστα, σε μια συναυλία τζαζ μπορεί να ήταν και πολύ καλό που πήγες έχοντας προετοιμάσει άλλο κομμάτι. Κάτι σαν το αντίθετο της εμπειρίας τις Pires είναι η εμπειρία που που περιγράφει εδώ ο Bill Benzon, τζαζ τρομπετίστας (και ακαδημαϊκός): πέντε μουσικοί σε ένα εργαστήριο ελεύθερης τζαζ (free jazz), συντονίστηκαν μεταξύ τους στην πορεία της εκτέλεσης, και από το μηδέν έφτιαξαν ένα καινούργιο έργο. Κανείς δεν είχε προετοιμάσει τίποτα, απλά ακούγοντας επί τόπου ο ένας τον άλλον και αυτοσχεδιάζοντας διαρκώς, μετέτρεψαν σταδιακά το αρχικό χάος σε κανονικό μουσικό κομμάτι (και το απόλαυσαν). Χωρίς κι οι ίδιοι να καταλάβουν πώς ακριβώς το έκαναν. Με ενθουσίασε η έκφραση improvisational democracy.

Γιατί όμως ο αυτοσχεδιασμός είναι τόσο δύσκολος; Και γιατί, άμα τον κατακτήσεις, μετά δεν κρατιέσαι και δεν σταματάς με τίποτα; Μήπως η νευροεπιστήμη έχει κάτι να μας πει;



Η Νευρολογία της Μαγκιάς 
Η κυριότερη νευρολογική έρευνα για τις αλλαγές στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια του μουσικού αυτοσχεδιασμού είναι αυτή, Neural Substrates of Spontaneous Musical Performance, των Limb & Braun, με χρήση fMRI σε επαγγελματίες πιανίστες τζαζ. Το βασικό εύρημά της ήταν ότι ο αυτοσχεδιασμός μοιάζει να αφορά τον προμετωπιαίο φλοιό (prefrontal cortex), το εγκεφαλικό τμήμα πίσω από το μέτωπό μας, μια περιοχή που δείχνει να λειτουργεί ως μαέστρος για τις εγκεφαλικές λειτουργίες. Το pattern δείχνει να είναι: πτώση δραστηριότητας πλευρικών τμημάτων του προμετωπιαίου φλοιού (lateral prefrontal cortex) με παράλληλη αύξηση δραστηριότητας εστιών του μέσου προμετωπιαίου φλοιού, medial prefrontal cortex – ας τον λέμε χαϊδευτικά MPFC. Ναι, όμως πώς μεταφράζονται όλα αυτά σε ανθρώπινη γλώσσα; Θα τα εξηγήσω με δυο λόγια, αφού πρώτα συστήσω λίγη επιφύλαξη, όπως και σε κάθε τέτοια νευρολογική έρευνα, είναι παρακινδυνευμένο να τις κάνουμε παντιέρα. Όλα τα παραθέματα ενός εισαγωγικών είναι από το paper των Limb & Braun.

H δραστηριοποίηση του μέσου προμετωπιαίου φλοιού – γνωστού στην πιάτσα ως MPFC – έχει να κάνει με τον βαθύ ύπνο (SWS, slow-wave sleep), δηλαδή με το εγκεφαλικό φορμάτ που ανασυγκροτεί τις αναμνήσεις της ημέρας. Οι ηλικιωμένοι, στους οποίους ο βαθύς ύπνος είναι προβληματικός, δυσκολεύονται να θυμηθούν πρόσφατα περιστατικά. Οπότε από αυτήν την άποψη, τα ταξίμια είναι και ελιξίριο νεότητας. Αυτό το στοιχείο του βαθέως ύπνου εξηγεί ίσως γιατί οι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί χαρακτηρίζονται συχνά σαν ένα είδος έκστασης (“frequently described as occurring in an altered state of mind beyond conscious awareness or control”): είναι ένας βαθύς ύπνος εν ώρα ξύπνιου, νιρβάνα σε δρόμο χιτζάζ.

Ο MPFC είναι και έδρα της προσωποσύνης, της ιδιότητας του να είναι κάποιος πρόσωπο, όχι αντικείμενο. Σκεφτείτε τον διαχωρισμό που κάνουμε ανάμεσα σε πρόσωπα και αντικείμενα• π.χ. τα πρώτα τείνουμε να τα χαρακτηρίζουμε καλοπροαίρετα, αγχωμένα, κεντροαριστερά, δόλια, μέλη της πρωτοβουλίας των 58 κ.λπ., εκφράσεις που δεν προσδίδουμε σε αντικείμενα. Λοιπόν, όταν επεξεργαζόμαστε και σκεφτόμαστε τα χαρακτηριστικά προσώπων, όταν αποδίδουμε ιδιότητες, προθέσεις, κίνητρα, διαθέσεις σε πρόσωπα, ή όταν εικάζουμε γι’ αυτά με βάση τη συμπεριφορά τους, τότε ο MPFC δραστηριοποιείται. Όχι όμως όταν έχουμε να κάνουμε με αντικείμενα. Γι’ αυτό και σε μια σειρά παθήσεων του MPFC ο ασθενής αγγίζει την ψυχοπάθεια, τείνει να βλέπει τα πρόσωπα ως αντικείμενα (όπως ο Στουρνάρας τον πληθυσμό της Ελλάδας, δηλαδή).

Ποια είναι η διαφορά της αντίληψης ενός κόσμου προσώπων από έναν κόσμο αντικειμένων; Το βασικό εδώ είναι η ευαισθησία και ανοιχτοσύνη που πρέπει να έχουμε για να ανταποκριθούμε στους ερεθισμούς ενός πολύπλοκου κοινωνικού περιβάλλοντος, κάτι που δεν απαιτείται όταν είμαστε σε περιβάλλον αντικειμένων: “Τhe application of person knowledge demands a flexibility that is typically unnecessary for most classes of object knowledge (e.g. people must frequently track interactions among independent agents acting in complex social settings)”.

Επίσης, ο MPFC είναι και έδρα αυτοβιογραφίας, έχει να κάνει με την ανάκληση σημαντικών προσωπικών αναμνήσεων: “It is a brain part that activates during recollection of personally meaningful events, or when attention is directed introspectively, or when the individual is involved in self-referential action”. Δραστηριοποιείται, δηλαδή, όταν καλούμαστε να πούμε την ιστορία μας – όχι την ιστορία κάποιου άλλου, όχι ουδέτερες και απρόσωπες ιστορίες. Οπότε λοιπόν, ο αυτοσχεδιασμός είναι ένα είδος απομνημονευμάτων, το να λες την ιστορία σου με μουσική. Γενικότερα μιλώντας, ο MPFC δείχνει να λειτουργεί σαν δείκτης της συμπεριφοράς με εσωτερικό έρεισμα (internally motivation behavior) – όταν δηλαδή πράττουμε κατόπιν προσωπικών επιθυμιών και στόχων – σε αντιπαραβολή με τη συμπεριφορά με εξωτερικό έρεισμα (externally motivated behavior), όταν επηρεαζόμαστε από εξωτερικές πηγές και πράττουμε πάνω στις προσδοκίες και τα παραδείγματά τους. Είναι το εγκεφαλικό αντίστοιχο της Ρίτας Σακελλαρίου: μια ζωή πληρώνω αμαρτίες αλλονών, τέρμα ως εδώ, άλλο δεν μπορώ.

Ο MPFC λοιπόν σημαίνει όλα τα παραπάνω. Για την ακρίβεια, η περιοχή του MPFC που έδειξε να δραστηριοποιείται κατά τη διάρκεια του αυτοσχεδιασμού είναι η περιοχή 10 κατά Brodmann (Brodmann area 10), περίπου τα 14 cm3 εγκεφαλικής ουσίας στο πλέον εμπρόσθιο άκρο του εγκεφάλου. Απλώς το παραθέτω ως πληροφορία, είναι μια ελάχιστα κατανοητή περιοχή και δεν θέλω να γράψω γι’ αυτήν. Εξάλλου, όταν αναφέρεται κανείς σε τόσο εντοπισμένο εγκεφαλικό επίπεδο, είναι πολύ δύσκολο να πει οτιδήποτε σαφές.


Η περιοχή 10 κατά Brodmann (το ήμισύ της): Mήπως είναι η εγκεφαλική έδρα της μαγκιάς; 


Είπαμε όμως ότι για να βγει ένα καλό ταξίμι θα πρέπει, παράλληλα με την ενεργοποίηση του MPFC, να σωπάσουν και κάποιες πλευρικές περιοχές του προμετωπιαίου φλοιού, συγκεκριμένα ο πλευρικός κογχομετωπιαίος φλοιός (lateral orbitofrontal cortex ή LOFC), καθώς και περιοχές του ραχιαίου έξω προμετωπιαίου φλοιού (dorsolateral prefrontal cortex ή DLPFC) – θα χρησιμοποιώ τα ακρωνύμια καθότι οι λέξεις είναι απρόφερτες. Οι περιοχές αυτές είναι ένα είδος υπερεγώ, η πρεσβεία της κοινωνίας στον εγκέφαλό μας. Έχουν να κάνουν με τη στοχευμένη συμπεριφορά (goal-directed behavior) και το γνωστικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτή διαρκώς αποτιμάται, ελέγχεται και διορθώνεται. Ο LOFC είναι μια τρόικα στον εγκέφαλό μας: φαίνεται ότι εκτιμά διαρκώς τη στοχευμένη συμπεριφορά, αν ανταποκρίνεται στις κοινωνικές απαιτήσεις, και της ασκεί ανασταλτικό έλεγχο όταν αυτή είναι ακατάλληλη. Ο DLPFC είναι ένας τεχνοκράτης στον εγκέφαλό μας: είναι υπεύθυνος για την κατάστρωση σχεδίων, για τη βαθμιαία εφαρμογή τους, και για τη συνεχόμενη προσαρμογή τους με βάση τον στόχο• ενεργοποιείται όταν επικεντρώνουμε την προσοχή μας κάπου, όταν καταβάλουμε προσπάθεια να λύσουμε προβλήματα και όταν έχουμε συνειδητή επίγνωση του εαυτού μας.

Όλα αυτά όμως είναι εμπόδια για να ξεδιπλώσεις ένα καλό ταξίμι. Ο αυτοσχεδιασμός δεν είναι μια προμελετημένη, καρφωτή και δουλεμένη πράξη, πρέπει να χάσεις τον συνειδητό έλεγχο για να το κάνεις καλά: “outside of conscious awareness and beyond volitional control”. Να μην έχεις από κάπου να κρατηθείς. Πρέπει να σωπάσει το εγκεφαλικό μνημόνιο, ο LOFC και ο DLPFC, και να ενεργοποιηθούν οι αντιμνημονιακές δυνάμεις (εγκεφαλικά πάντα μιλώντας), ο MPFC.

Disclaimer: Η ανάρτηση δεν είναι πολιτική.

Αφού ξανασυστήσω λίγη επιφύλαξη (όπως και με κάθε νευρολογική έρευνα), ας κάνω μια σύνοψη: θέλει βαθειά ανάσα να πεις τον αμανέ. Θέλει επίσης και χαλαρή, αφεστιασμένη προσοχή για να βγάλεις το ταξίμι – όχι συγκέντρωση της προσοχής σε κάποιον στόχο, όχι προσπάθεια, όχι εφαρμογή σχεδίων. Δεν είναι δουλειά, είναι ονειροπόλημα. Δεν είναι καθήκον, είναι απόλαυση. Σίγουρα, υπάρχουν και κάτι μπλοφαδόροι που παινεύουν τη δουλειά, μπράβοι και κοντυλοφόροι καθενού μαχαραγιά, αλλά όλοι αυτοί είναι της κατεστημένης μουσικής εκτέλεσης: πιστή αναπαραγωγή κάποιου προετοιμασμένου υλικού. Ο αυτοσχεδιασμός όμως, τα ταξίμια, η μουσική του περιθωρίου, των λούμπεν, των μειονοτήτων και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, δεν είναι κάτι που το κάνεις, είναι κάτι που αφήνεις να γίνει. Όπως το ονειροπόλημα (αυτό υποδεικνύει πόσο διορατικός ήταν ο Διδάσκαλος όταν κήρυττε: μη νομίζεις πως χαζεύω σαν με βλέπεις να γυρνώ, την αγάπη μου μαζεύω μέσα απ’ το σκουπιδαριό). Κάτω οι διαλεκτικές των τεχνικών της εξουσίας! Πρέπει να σωπάσει οτιδήποτε συγγενικό στον εγκέφαλό σου με τον Όλι Ρεν και την Άνγκελα Μέρκελ προκειμένου να πεις την ιστορία σου με μουσική – όμως τη δική σου ιστορία, όχι την ιστορία κάποιου άλλου. Όχι ουδέτερες και απρόσωπες ιστορίες.



Το Ταξίμι για την Ιθάκη
Δεν χρειαζόμαστε όμως τη νευρολογία να μας τα πει αυτά! Μπορούμε να τα δούμε και στη ζωή, παντού γύρω μας. Π.χ. όλα τα αγόρια στην εφηβεία ψάχνουν τρόπο να είναι κουλ και να αρέσουν στα κορίτσια. Και όλα περνάνε από τη φάση που θεωρούν ότι υπάρχουν φόρμουλες για να είσαι κουλ, ότι πρέπει να φοράς το Α ή να ακούς τη Β μουσική ή να έχεις τα μαλλιά σου κατά τον Γ τρόπο ή να κάνεις ό,τι κάνει κι ο Δ ή να αντιγράφεις τον τρόπο που μιλάει ο Ε. Είναι μια απαραίτητη εφηβεία που όλα τα αγόρια περνάνε, θέλουν από κάπου να κρατηθούν. Δηλαδή, παίζουν μουσική με τον κατεστημένο τρόπο κι αναπαράγουν κάποιο προετοιμασμένο υλικό, όλα αυτά τα διάφορα Α, Β, Γ που αντιγράφουν: λένε την ιστορία κάποιου άλλου. Αν υπήρξατε ποτέ νέοι άντρες, καταλαβαίνετε τι εννοώ• κι αν υπήρξατε ποτέ νέες γυναίκες, που αναγκάστηκαν να υποστούν νέους άντρες, καταλαβαίνετε κι εσείς τι εννοώ.

Σε κάποια στιγμή κι αφού έχουν εισπράξει πολλές απογοητεύσεις, κάποιοι άντρες – σχετικά λίγοι, φοβάμαι – αρχίζουν να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Ότι, στο φινάλε, δεν έχουν μεγάλη σημασία οι φόρμουλες και τα Α, Β, Γ. Ότι δεν είναι ανάγκη να έχεις από κάπου να κρατηθείς. Σιγά-σιγά αλλάζουν προοπτική, από τον πλευρικό κογχομετωπιαίο φλοιό (LOFC) περνάνε στον μέσο προμετωπιαίο φλοιό (MPFC), και αρχίζουν να είναι κουλ δια της απροσχεδίαστης και δημιουργικής ανταπόκρισης στις εξελισσόμενες απαιτήσεις του περιβάλλοντος – όχι με συνταγές και πιστή αναπαραγωγή προτύπων, όχι με στοχοθεσία και μέθοδο. Φεύγουν από την κατεστημένη μουσική εκτέλεση και περνάνε στην αυτοσχεδιαστική, καταλαβαίνουν ότι δεν είναι η Ιθάκη που μετράει, είναι το ταξίμι για την Ιθάκη. Βιώνουν κάτι αντίστοιχο μ’ αυτό που λένε στην ξιφασκία: όλοι οι ξιφομάχοι έχουν μειονεκτήματα, κανείς δεν είναι τέλειος• ο μέτριος ξιφομάχος χάνει από τα μειονεκτήματά του• ο καλός ξιφομάχος ξέρει και τα καλύπτει• ο βιρτουόζος ξιφομάχος ξέρει και τα χρησιμοποιεί, τα κάνει πλεονεκτήματα. Με άλλα λόγια: αρχίζουν να λένε τη δική τους ιστορία – όχι την ιστορία κάποιου άλλου, όχι ουδέτερες κι απρόσωπες ιστορίες!

Ας πιάσουμε όμως και τις γυναίκες. Πάνω εδώ και ξαναγυρνώντας στους παλιούς μάγκες, μπορούμε να δούμε τη Ρόζα (Εσκενάζυ). Όπως ίσως ξέρετε, το 1949 η Ρόζα, με πατημένα τα πενήντα (μήπως εξήντα;), έκανε δεσμό μ’ έναν άντρα 30 χρόνια νεότερό της. Για τα ήθη της εποχής εκείνης, κάτι τέτοιο πρέπει να ήταν το ισοδύναμο του «γεια σου, κυρ εισαγγελέα, με την Τζένη την ωραία». Και έμειναν μαζί 35 χρόνια, ως το τέλος της ζωής της. Μπορώ όμως να το καταλάβω από τη σκοπιά ενός νέου άντρα: διαβάζοντας για τη Ρόζα, σχηματίζω την αίσθηση μιας φοβερής γυναίκας, που έγινε καλλιτέχνις όταν κάτι τέτοιο περίπου σήμαινε «πόρνη», ερωτεύτηκε και την ερωτεύτηκαν, ηχογράφησε πολλά τραγούδια, είχε πολλούς εραστές, γύρισε τη μισή Ελλάδα κι αργότερα τη μισή υφήλιο, έπαιξε τη ζωή της κορώνα-γράμματα στην Κατοχή, φυλακίστηκε, κρύφτηκε, έκανε ένα παιδί, έγινε συνδικαλίστρια, επιχειρηματίας, δούλεψε με τον Τούντα και τον Τσιτσάνη, είδε άντρες να πέφτουν στα πόδια της, έμεινε κοκέτα ως τα γεράματα... τη γλέντησε τη ζωή της. Η Ρόζα στα πενήντα της (μήπως εξήντα της;) και με μια εγκυμοσύνη στο ενεργητικό της, σίγουρα δεν είχε την ομορφιά και τη φρεσκάδα των νιάτων της, όμως μπορώ να το καταλάβω από τη σκοπιά ενός πολύ νεότερού της άντρα: «σίγουρα θα βρω και ομορφότερες και νεότερες γυναίκες, όμως τέτοια γυναίκα δεν θα ξαναβρώ, δεν επαναλαμβάνεται τέτοια ευκαιρία». Νέες και όμορφες κοπέλες υπήρχαν και υπάρχουν πολλές (δόξα τω Θεώ, το εργοστάσιο που βγάζει κουκλιά δουλεύει ακόμα). Που όλες τους είναι φωτοτυπίες η μία της άλλης, όλες λένε την ιστορία κάποιου άλλου. Η Ρόζα όμως, που ήξερε καλά κι από τη δουλειά της τι σημαίνει ταξίμι, έλεγε τη δική της ιστορία! Όχι την ιστορία κάποιου άλλου! Όχι ουδέτερες και απρόσωπες ιστορίες! Οπότε, παρέμεινε ερωτική πρωταθλήτρια ακόμα και στα πενήντα της (μήπως εξήντα της;).




Vixi
Μπορούμε τώρα να ξαναδούμε την ευχή του Κίρκεγκορ, να γίνεις ένας άνθρωπος που υπάρχει. Ένα από τα πιο ανατριχιαστικά πράγματα που διάβασα ποτέ στο ίντερνετ ήταν εδώ, τα τελευταία λόγια ενός παππού στο νεκροκρέβατό του:

A few decades ago, a friend told me the story of his dying grandfather, a man who never chased down the dreams he dreamed as a youth. Didn't even really try, for a whole lot of reasons. On his deathbed, one of his final sentences to his grandson was this: 
“What? So that was it?”  

Ετοιμάζεσαι να πεθάνεις, αναλογίζεσαι τη ζωή που (δεν) έζησες και λες, «τι, δηλαδή, αυτό ήταν;»... Σαν πολυδιαφημισμένη ταινία, που πηγαίνεις να τη δεις όλος προσδοκία, όμως τελικά βγαίνεις από το σινεμά απογοητευμένος, έχασες δυο ώρες από τη ζωή σου. Ή και την ίδια τη ζωή σου.

Σε αντιπαράθεση μ’ αυτό, μπορούμε να δούμε τον φοβερό κύριο Τζιάκομο Καζανόβα, έναν τυχοδιώκτη του 18ου αιώνα που ταξίδεψε όλη την Ευρώπη από περιπέτεια σε περιπέτεια, από γυναίκα σε γυναίκα, από σκάνδαλο σε σκάνδαλο, κι από πάτρωνα σε πάτρωνα. Γνώρισε τον Γκαίτε, τον Ρουσσώ και τον Μότσαρτ, φυλακίστηκε, δραπέτευσε, ερωτεύτηκε (αμέτρητες φορές), πόνεσε, έμαθε να χειρίζεται τους ανθρώπους, έγινε γιατρός, μουσικός, στρατιωτικός, νομικός, ελευθεροτέκτονας, χαρτοπαίκτης, μοναχός, κυβερνητικός αξιωματούχος, θαυματοποιός, κατάσκοπος, αλχημιστής, ρισκάρισε τη ζωή του, μονομάχισε με μαρκήσιους και αξιωματικούς, έκανε απίθανες φάρσες, άνοιξε ένα εργοστάσιο, του το φάγαν τα χρέη και οι γυναίκες, έγραψε ένα θεατρικό έργο... έκανε πολλά. Δεν ήταν όλα χαρούμενα. Πέρασε από βάσανα και μεγάλες αγωνίες. Πολλές φορές έχασε τα πάντα και ξεκίνησε εκ νέου από το μηδέν. Πολλές φορές πίστεψε ότι έφτασε το τέλος του. Όμως, όπως το έθετε ο ίδιος, όταν σε μεγάλη ηλικία πλέον κάθισε να γράψει τα απομνημονεύματά του: «Δεν μπορώ να το αρνηθώ, vixi», (δηλαδή έζησα, στα λατινικά).

Disclaimer: Διαβάστε τα απομνημονεύματα του Τζιάκομο Καζανόβα, αξίζουν. Όχι μόνο ως πικάντικο ανάγνωσμα. Έχουν πολύ υλικό κι ενδιαφέρον, ο τύπος δεν ήταν βλάκας (αλλά και ως πικάντικο ανάγνωσμα να τα διαβάσετε, πάλι έχουν υλικό κι ενδιαφέρον).

Λοιπόν, το vixi του Καζανόβα ήταν αυτό που ο Κίρκεγκορ έλεγε: να γίνεις ένας άνθρωπος που υπάρχει. Δηλαδή, να ζήσεις με τέτοιον τρόπο ώστε όταν κοιτάζεις προς τα πίσω να μην λες, «τι, δηλαδή, αυτό ήταν;». Να μην λες, «πού πήγε η ζωή μου, ποιος την πήρε; Χθες προχθές ήμουν πιτσιρικάς με όνειρα και προσδοκίες, τι γίναν τα χρόνια;». Να μην λες, «μοιάζει σαν να ‘πεσα για ύπνο χθες βράδυ είκοσι χρονών και σήμερα να ξύπνησα τριάντα (σαράντα, πενήντα κ.λπ.), πώς έγινε αυτό;». Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο Κίρκεγκορ θα σου έλεγε: δεν υπάρχεις. Έγινες πλευρικός κογχομετωπιαίος φλοιός (LOFC). Έζησες στοχευμένα, μεθοδικά, με την κάθε βιοτική σου πράξη μέρος ενός σχεδίου, ήξερες διαρκώς τι έκανες και γιατί το έκανες, είχες πάντα τον έλεγχο, αναπαρήγες πιστά τα παραδείγματα, ανταποκρίθηκες στις προσδοκίες: είπες την ιστορία κάποιου άλλου.

Το να υπάρχεις ή να ζήσεις τη ζωή σου γεμάτη ή να λες τη δική σου ιστορία (το ίδιο σημαίνουν όλα) δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το να ζήσεις ευτυχισμένα. Όχι αναγκαστικά. Πρέπει να ρισκάρεις για να το επιτύχεις – μιλάω για πραγματικά ρίσκα, να ρίξεις στο τραπέζι ακόμα και την ίδια σου τη ζωή. Θα έρθουν και οι δύσκολες στιγμές, όπου θα μάθεις τι πα να πει βρωμιά και τρόμος, κατήφορος και προσβολές. Έχεις να φας φρίκες – όπως και ο Τζιάκομο και η Ρόζα έφαγαν φρίκες. Θα δαγκώσεις σίδερα. Ο κροκόδειλος θα σε φιλήσει με καρκινώδη φιλιά. Θα σε κλωτσάνε και θα σ’ αρέσει, δικέ μου, σαν το σκυλί τους θα σ’ έχουν, δικέ μου, έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία. Θα έρθει η στιγμή που θα νομίσεις ότι είσαι τρελός. Κατόπιν, θα έρθει η στιγμή που θα διαπιστώσεις ότι πράγματι είσαι τρελός. Κατόπιν, θα έρθει η στιγμή που θα διαπιστώσεις ότι το να είσαι τρελός δεν είναι αναγκαστικά κακό νέο. Κατόπιν, θα έρθει η στιγμή που θα διαπιστώσεις ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: όλοι οι άλλοι είναι τρελοί εκτός από σένα, εσύ είσαι ο μόνος λογικός. Μπορεί και να χρειαστεί να πεθάνεις – το λέω κυριολεκτικά. Όμως ψυχραιμία, τι να γίνει, στο φινάλε υπάρχουν και χειρότερα από τον θάνατο. Θα τα δεις όλα αυτά στην πορεία.

Όμως μην κολλήσεις, συνέχισε! Μόνο αυτό αξίζει να ονομάζεται γνώση, τίποτα άλλο. Συνέχισε, ακόμα κι αν δεν ξέρεις γιατί το κάνεις. Παγωμένος από τον τρόμο, σκοτάδι παντού γύρω σου, όλα γκρεμισμένα, χωρίς τίποτα στον κόσμο να πιαστείς, σου πήραν τα πάντα: εσύ συνέχισε, μην κολλήσεις. Και δεν χρειάζεται να ξέρεις γιατί το κάνεις. Συνέχισε διότι... παραδόξως όλα θα πάνε καλά. Διότι μόνο οι χαμένοι αγώνες έχουν αξία. Όταν ξέρεις ότι το παιχνίδι είναι στημένο κι ο διαιτητής πληρωμένος, το ξέρεις ότι θα χάσεις ό,τι κι αν γίνει – εκεί μόνο έχει αξία να αγωνίζεσαι. Αυτό μόνο αξίζει να ονομάζεται γνώση. Αν ξέρεις ότι υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις, ο αγώνας δεν έχει αξία. Μόνο οι χαμένοι αγώνες έχουν αξία! Συνέχισε, όχι για να κερδίσεις, όχι για να δικαιωθείς στη μετά θάνατον ζωή ή στην επόμενη ενσάρκωση – ωχ, δεν τα ‘χεις ξεπεράσει ακόμα αυτά τα μετεφηβικά; Θέλεις να το κάνεις έτσι ώστε να κερδίσεις κάπου, κάπως; Ακόμα και μετά θάνατον; Θες κάτι να πιαστείς; Παράτα πια τα μετεφηβικά! Όπως έλεγε κι ο Κίρκεγκορ, το θέμα είναι εδώ, να ζήσεις την αιωνιότητα εδώ, σ’ αυτήν τη ζωή.

Κι αυτό μπορείς να το καταφέρεις μόνο άμα συνεχίσεις, άμα δεν κολλήσεις. Όταν δεν έχεις τίποτα να πιαστείς, ο πόνος που θα έρθει (και θα έρθει, είναι σίγουρο, έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία) θα είναι όλος δικός σου, δεν θα μπορείς να τον φορτώσεις πουθενά. Και κανείς δεν σου εγγυάται ότι θα υπάρχει happy end, ότι τελικά θα κερδίσεις. Αν όμως κερδίσεις έχοντας προηγουμένος ρισκάρει πραγματικά, έχοντας υποστηρίξει τις πράξεις σου ακόμα και με τη ζωή σου, τίποτα στον κόσμο δε θα συγκρίνεται με την οργασμική ευδαιμονία της επιτυχίας. Θα είναι κι αυτή όλη δική σου, κανείς δεν θα μπορεί να σου την πάρει.

Στο κάτω-κάτω... δε βαρέθηκες πια όλες αυτές τις ευχές, «χρόνια πολλά, με υγεία, ευτυχία κ.λπ.»; Εξάλλου, αυτό που ο άλλος ονομάζει «ευτυχία», εσύ μπορεί να το λες «ασφάλεια» ή «προβλεψιμότητα» ή «κονφορμισμό» ή κάτι άλλο παρόμοιο και μικροαστικό. Δεν θέλεις «ευτυχία», δεν είναι αρκετή, δε σου φτάνει! Θέλεις οργασμική ευδαιμονία, τίποτα λιγότερο, να ζήσεις την αιωνιότητα εδώ, σ’ αυτή τη ζωή! Κι όταν όλοι οι άλλοι θα λένε, «μα πού πήγαν τα χρόνια, πώς πέρασαν έτσι;...», εσύ θα είσαι ο μόνος που θα λες: vixi! Τίποτα στον κόσμο δεν συγκρίνεται μ’ αυτό.

Λοιπόν... πες μου την ιστορία σου. Όμως, τη δική σου ιστορία, όχι την ιστορία κάποιου άλλου! Όχι ουδέτερες κι απρόσωπες ιστορίες!



Επίλογος
Στράτος - Τσιτσάνης: Στου Αλευρά τη Μάντρα

Το Μετασυμφιλιωτικό Σεξ

Μερικές σκόρπιες σκέψεις γύρω από το θέμα της βίας:

Είναι ο άνθρωπος επιθετικό ον από τη φύση του; «Η απάντηση είναι ναι», υποστηρίζει ο E. O. Wilson στο κεφάλαιο 5 του On Human Nature, ένα γνωστό βιβλίο κοινωνιοβιολογίας / εξελικτικής βιολογίας, που βραβεύτηκε και με Πούλιτζερ. Με τα δικά του λόγια: «Ο άνθρωπος είναι ισχυρά προδιατεθειμένος να ανταποκρίνεται με ασύμμετρο μίσος στις εξωτερικές απειλές και να κλιμακώνει την εχθρότητά του ώστε να καταβάλει την πηγή της απειλής με μεγάλο περιθώριο ασφάλειας». Κατόπιν «εξηγεί» ότι η επιθετικότητα υπήρξε ενδημική σε κάθε κοινωνία της ιστορίας και της προϊστορίας• ότι ακόμα και οι σύγχρονες κοινωνίες που δείχνουν να είναι ειρηνικές, το ποσοστό τους είναι «μικροσκοπικό» (tiny). Αναφέρει φυσικά και τους Yanomamo, μη χάσει, τις διαβόητες «έρευνες» του Napoleon Chagnon. Με λίγα λόγια: ο άνθρωπος είναι κακός «από τη φύση του», καθότι η επιθετικότητα είναι έμφυτη, γενετική και αναπόφευκτη.

Όμως στο φινάλε, καταλήγει ο Wilson, ο άνθρωπος μπορεί να κυριαρχήσει στην επιθετική του φύση με έλλογο τρόπο και να δημιουργήσει ένα ανθεκτικό θεμέλιο για την παγκόσμια ειρήνη• οι διπλωμάτες, πολιτικοί, επιστήμονες, οι μεγάλοι συγγραφείς, οι πετυχημένοι επιχειρηματίες κ.λπ. κάθε χώρας μπορούν να πυκνώσουν τους δεσμούς με άλλες χώρες, να δημιουργήσουν αμοιβαίες αφοσιώσεις, ώστε οι μελλοντικοί πληθυσμοί να μη βλέπουν ο ένας τον άλλον ως ξένο κ.λπ. κ.λπ. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Όλο αυτό ονομάζεται «επιστήμη».

Έχω διαβάσει αρκετές τέτοιες ρεπουμπλικανόψυχες αφηγήσεις σε παρόμοιο μοτίβο, ότι ο άνθρωπος είναι επιθετικός και βίαιος «από τη φύση του», αποδείξεις: χιμπατζήδες, Yanomamo (δηλ. οι «έρευνες» του Chagnon), κάθε κοινωνία επιδίδεται σε βία, δεν υπάρχουν ειρηνικές κοινωνίες, εξελιχθήκαμε περίπου σε συνθήκες Μόρντορ οπότε γίναμε κάτι σαν ορκ κ.λπ.

Είναι όμως έτσι;

Έχω πολλά προβλήματα με τέτοια κείμενα. Πρώτο και καλύτερο ότι, σε πείσμα του Wilson, φαίνεται να υπάρχουν ειρηνικές κοινωνίες, και το ποσοστό τους δεν είμαι σίγουρος ότι είναι «μικροσκοπικό»!

Το δεύτερο πρόβλημα που έχω είναι ένα περίεργο φαινόμενο: οι ειδικοί δεν μπορούν να συμφωνήσουν εύκολα ούτε για το ποιες είναι οι ειρηνικές κοινωνίες ούτε καν για το τι θεωρείται «ειρηνική κοινωνία». Όχι μόνο αυτό, αλλά πεισμώνουν να αποδείξουν την ατζέντα τους με αντιεπιστημονικό τρόπο – παίζοντας με τις λέξεις, κάνοντας greek statistics με τους αριθμούς, κρύβοντας τις λίστες Λαγκάρντ και παραβλέποντας τα στοιχεία που τους χαλάνε την ερμηνεία. Κάτι παίζει εδώ, το ζήτημα δεν είναι καθαρά επιστημονικό, μοιάζει ότι είναι και ιδεολογικό...

Είναι γεγονός: σε κάποιους ανθρώπους δεν αρέσει καθόλου η επίγνωση ότι υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες λέξεις όπως «φόνος», «βασανιστήρια», «βιασμός», «ξυλοδαρμός» κ.λπ. είναι, αν όχι εντελώς άγνωστες, τουλάχιστον κάτι σαν μακρινοί θρύλοι, απόηχοι του παρελθόντος, ή εξαιρετικά γεγονότα που συμβαίνουν στη χάση και στη φέξη. Δεν τους αρέσει το γεγονός ότι υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες τα παιδιά δεν αναθρέφονται με ξύλο, οι διαφορές δεν τακτοποιούνται με μαχαίρια, και οι συζυγικοί καβγάδες δεν λύνονται με βρισιές και χαστούκια. Ως εκ τούτου, κάνουν ό,τι μπορούν για να εξαφανίσουν ταχυδακτυλουργικά αυτές τις κοινωνίες, να μπορούν μετά να λένε ότι ο άνθρωπος είναι βίαιος «από τη φύση του».

Ας αναφέρω ένα παράδειγμα μιας τέτοιας κοινωνίας, από τις σχετικά άγνωστες: οι Paliyan της νότιας Ινδίας. Κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, που για αιώνες έκαναν ημινομαδική ζωή κι έμαθαν να επιβιώνουν στις ζούγκλες των βουνών. Σήμερα κάποιοι από αυτούς έχουν εγκατασταθεί σε χωριά, ενώ οι περισσότεροι συνεχίζουν την παραδοσιακή ζωή τους. Αναφορές για την ειρηνικότητα των Paliyan υπάρχουν ήδη από τον 19ο αιώνα, ότι πρόκειται για εξαιρετικά μη-βίαιη κοινωνία, τόσο εσωτερικά όσο και προς τους γειτονικούς πληθυσμούς. Το άλλο αξιοσημείωτο σ’ αυτούς είναι η κοινωνική δομή τους, η οποία είναι πολύ χαλαρή, χωρίς ιεραρχίες, χωρίς κάτι το ισοδύναμο της αστυνομίας ή του μεγάλου σοφού ηγέτη να επιδιαιτητεύει στις διενέξεις• ουσιαστικά, πρόκειται για μια κοινωνία εξαιρετικής ισότητας, που δεν κάνει διακρίσεις φύλου, τάξης ή ηλικίας: όλοι είναι ανώτερη τάξη (ακόμα και η κατώτερη τάξη), όλοι είναι ενήλικες (ακόμα και τα παιδιά), όλοι είναι άντρες (ακόμα και οι γυναίκες). Ο Peter M. Gardner από το πανεπιστήμιο του Μισούρι είναι ο ανθρωπολόγος που ασχολήθηκε ειδικά με αυτούς (μπορείτε να διαβάσετε εδώ ένα σχετικό άρθρο του) και αναφέρει διάφορες νόρμες που έχουν αναπτύξει ώστε να μην κλιμακώνονται οι διενέξεις σε βία – π.χ. σεβασμός προς όλους, ακόμα και προς τα μικρά παιδιά (effective anarchy το ονομάζει ο Gardner), ή αποφυγή και απομόνωση του θυμωμένου μέχρι να ηρεμήσει. Ίσως κάποτε να αποφύγατε την αντιπαράθεση με κάποιον εξοργισμένο και να αναρωτηθήκατε κατόπιν αν αυτό που κάνατε ήταν δειλία ή σοφία• λοιπόν, χωρίς να έχω τη σίγουρη απάντηση, μπορώ τουλάχιστον να επισημάνω ότι το ίδιο κάνουν και οι Paliyan.

Κι άλλες τέτοιες κοινωνίες υπάρχουν στις οποίες, με βάση τις συσσωρευμένες εθνογραφίες και τις αξιόπιστες αναφορές, η βία φαίνεται να είναι εξαιρετικά σπάνια ή και ανύπαρκτη – π.χ. οι Mardu/Martu της Αυστραλίας, κάποιες φυλές Hopi στην Αριζόνα, οι Ifaluk στον Ειρηνικό, οι Lepcha στα Ιμαλάια, οι Sami του Αρκτικού κύκλου στη σημερινή Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία και Ρωσία (“they are a small, non-violent people”) κ.α. Πόσες είναι αυτές οι κοινωνίες; Ποιος ξέρει (μόνο ο E. O. Wilson, φυσικά). Πάντως, ο Douglas Fry (The Human Potential for Peace), μετά από συστηματική και μακροχρόνια μελέτη σε ένα βουνό από εθνογραφίες και μαρτυρίες, μάζεψε τεκμήρια για περίπου 60-70 τέτοιες κοινωνίες όπου διαβάζεις και λες: «εκεί θα πάω να ζήσω». Η κάθε μια έχει βρει τους δικούς της τρόπους να καλλιεργεί συστηματικά την ανθρωπιά και την αποφυγή της βίας – π.χ. κάποιες προάγουν ως κοινωνική αξία το χιούμορ, τον σεβασμό προς τον άλλον, ή απαξιώνουν τον τσαμπουκά και τις προσβολές, ή δίνουν μεγάλη σημασία στην ανατροφή των παιδιών, ή αποφεύγουν το αλκοόλ κ.α. Δεν υπάρχει κάποιος εύκολος οικουμενικός κανόνας.

Θα μπορούσε όμως εδώ κάποιος να παρατηρήσει: όσες κι αν είναι αυτές οι κοινωνίες ανθρωπιάς, ο συνολικός πληθυσμός τους αποκλείεται να αθροίζεται σε κάτι περισσότερο από ένα ελάχιστο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού• όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον οι περισσότερες ζούνε στις παρυφές του πολιτισμού, μακριά από την επιρροή της κυβέρνησης, της αστυνομίας, του στρατού και των μεγάλων συγκεντρώσεων κεφαλαίου. Καμία σχέση η δική τους ζωή με τη δική μας.

Τα παραπάνω όμως μπορούν να διαβαστούν και διαφορετικά, ε;

Ίσως (λέω «ίσως») ότι αν αφήσεις τους ανθρώπους ήσυχους, χωρίς κυβέρνηση, αστυνομία, στρατό και μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου, τότε αυτοί τείνουν να τα βρίσκουν μεταξύ τους. Ίσως ότι ο Θεός έπλασε την κυβέρνηση, την αστυνομία, τον στρατό και το μεγάλο κεφάλαιο προκειμένου να δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν. Ο Δυτικός μας πολιτισμός ενδεχομένως να είναι μια υποβέλτιστη λύση κοινωνικής συνύπαρξης• πολύ καλύτερη μεν από κάποιες άλλες, αλλά και πολύ χειρότερη από τουλάχιστον 60-70 διαφορετικές λύσεις. Κάτι κερδίζουμε, κάτι χάνουμε. Ίσως η δική μας λύση να δημιουργεί μεν μια αρκετά ικανοποιητική (;) Ρώμη, υποδεέστερη όμως σε σχέση με κάποια μικρά γαλατικά χωριά στις παρυφές της. Ο άνθρωπος είναι επιθετικό ον «από τη φύση του» ή ο Δυτικός πολιτισμός δεν έχει όλες τις απαντήσεις; Ας διαλέξει ο καθένας ανάλογα με την προκατάληψή του.

Δεν θέλω να απαξιώσω τη δική μας λύση. Η αξία του Δυτικού πολιτισμού είναι τεράστια. Μας χαρίζει τόσες ευλογίες που κάνουν τη ζωή μας καλύτερη (π.χ. χαρτόσημα, πρωτόκολλα, σφραγίδες, βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής), οι μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου προσφέρουν σπουδαίες ωφέλειες στο κοινωνικό σύνολο (π.χ. Ολυμπιακούς Αγώνες, διαπλοκή καναλαρχών – επιχειρηματιών – κυβέρνησης), ο στρατός επιτελεί απαραίτητο έργο (π.χ. χούντες, πραξικοπήματα, εθνικιστικούς μύθους, εξόντωση των «τρομοκρατών»), η κυβέρνηση σταθεροποιεί το κοινωνικό χάος (π.χ. βαφτίζοντας «τρομοκράτες» όσους διαφωνούν μαζί της), και η αστυνομία κάνει τη ζωή μας ασφαλέστερη (π.χ. με δακρυγόνα, βασανιστήρια, νταηλίκια). Άλλο αυτό όμως κι άλλο να κλείνουμε τα μάτια μας: αν καταλήξαμε σε μια υποβέλτιστη λύση για την κοινωνική μας συνύπαρξη, είναι ωριμότητα τουλάχιστον να το παραδεχτούμε. Εμείς μεν το κάνουμε καλύτερα από πολλούς άλλους, όμως κάποιοι το κάνουν διαφορετικά και, ενδεχομένως, καλύτερα από μας.

Τελικά όμως τι σημαίνει «ειρηνική κοινωνία» – ή «κοινωνία ανθρωπιάς», όπως μ’ αρέσει να τις λέω – και ποια σχέση έχει η «φύση του ανθρώπου»; Ας εξηγήσω πώς το σκέφτομαι εγώ μ’ έναν παραλληλισμό από δύο χώρες που με έχουν απασχολήσει πολύ, το Βιετνάμ και την Ταϊλάνδη:


Οι Ακορνάριστες Κοινωνίες 
Υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες οι οδηγοί δεν κορνάρουν (αναφέρομαι στο νευρικό κορνάρισμα από στρες, στο κορνάρισμα «άντε κουνήσου, ρε βόδι...», όχι στο κορνάρισμα «πρόσεχε!», για να ξυπνήσεις κάποιον που πάει να περάσει αφηρημένος τον δρόμο: εκεί θα είσαι εγκληματίας αν δεν κορνάρεις). Στις ακορνάριστες κοινωνίες λοιπόν, ακόμα και στην πιο πυκνή κυκλφορία δεν ακούγεται μπιπ. Η ελληνική, ως γνωστόν, δεν είναι μία από αυτές. Ούτε η βιετναμέζικη. Αντίθετα, στην Ταϊλάνδη το κουμπί της κόρνας είναι κάτι σαν ξεχασμένο αξεσουάρ για τους οδηγούς, ακόμα και στο πιο απάνθρωπο μποτιλιάρισμα. Για του λόγου το αληθές, δείτε κι ένα βίντεο που βρήκα στο YouTube. Πυκνή κυκλοφορία στην Μπανγκόκ εδώ: ακούτε έστω κι ένα κορνάρισμα; 

Πάνω σ’ αυτό, το 1999 είχα γίνει μάρτυρας μιας κουβέντας ανάμεσα σ’ έναν Αμερικάνο κι έναν Ταϊλανδό, που μου έκανε εντύπωση. «Γιατί δεν κορνάρετε;», ρώτησε με απορία ο Αμερικάνος. Ο Ταϊλανδός δεν κατάλαβε καν την ερώτηση: «εσείς, δηλαδή, γιατί κορνάρετε;». Με άλλα λόγια, γιατί να είμαι εγώ ο περίεργος της υπόθεσης, αυτός που κάνει κάτι ασυνήθιστο, και να μην είσαι εσύ;

Λοιπόν, αν μια οδηγική κοινωνία φτάσει σ’ αυτό το σημείο, όχι μόνο να εξαφανίσει το μπιπ από τους δρόμους αλλά και να της είναι φυσιολογικό αυτό, τότε μπορώ να της δώσω τον τίτλο «ακορνάριστη κοινωνία». Δηλαδή, δεν θέλω απλώς έλλειψη θορύβου αλλά κάτι παραπάνω: να αντιμετωπίζεται ως αυτονόητη αυτή η έλλειψη, ως η νορμάλ κατάσταση των πραγμάτων. Αν εγκαθιδρυθεί ένα τέτοιο αυτονόητο σε μια οδηγική κοινωνία, τότε υπάρχει ένας παραπάνω παράγοντας που συνεισφέρει στο μη-κορνάρισμα, πέρα από την έλλογη επεξεργασία («και τι θα καταφέρω, δηλαδή, αν κορνάρω; Θα φτάσω δύο λεπτά πιο γρήγορα; Αξίζει τον κόπο να στρεσαριστώ, να στρεσάρω και τους άλλους; κ.λπ.»): υπάρχει η τεράστια επιρροή του νορμάλ, η δύναμη του αυτονόητου, όπου η σκέψη και μόνο ενός κορναρίσματος φαντάζει παράφωνη και απρεπής, σαν δυνατό ρέψιμο στη δεξίωση του πρέσβη.

Λοιπόν, κάτι αντίστοιχο εννοώ και με τον όρο «κοινωνία ανθρωπιάς». Όχι απλώς μια κοινωνία με εξαιρετικά χαμηλά ή ανύπαρκτα επίπεδα βίας, αλλά κάτι ακόμα περισσότερο: μια κοινωνία που διαμόρφωσε την κουλτούρα της πάνω σ’ αυτό το ιδεώδες της ανθρωπιάς. Ανέπτυξε, δηλαδή, κατάλληλες αξίες, έθιμα, νοοτροπίες και θεσμούς, ώστε να εγκαθιδρύσουν ως αυτονόητο το κάντε-έρωτα-κι-όχι-πόλεμο. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι τα μέλη της είναι άγιοι ή έχουν καλύτερη «ανθρώπινη φύση» από εμάς ή καλύτερο DNA ή μεγαλύτερη ευφυΐα• δε σημαίνει καν ότι υπάρχει η εξασφάλιση πως αυτό το κοινωνικό αυτονόητο της ανθρωπιάς θα ξεπεράσει κάθε μελλοντική αντιξοότητα και θα διατηρηθεί στο διηνεκές. Σημαίνει απλά και μόνο ότι γίνεται, μπορεί, είναι δυνατόν να χτιστεί ένα τέτοιο κοινωνικό αυτονόητο ως η νορμάλ κατάσταση των πραγμάτων:

– «Γιατί δεν δέρνετε τα παιδιά;»
– «Εσείς, δηλαδή, γιατί τα δέρνετε;»

Αυτό λοιπόν είναι το κριτήριό μου. Ένα ή ελάχιστα περιστατικά βίας στη χάση και στη φέξη δεν αλλάζουν κάτι (όπως κι ένα κορνάρισμα στη χάση και στη φέξη δεν θα αλλάξει το ακορνάριστο μιας οδηγικής κοινωνίας). Αρκεί όμως να είναι τόσο εξαιρετικά αυτά τα περιστατικά ώστε να μη μεταβληθεί η αντίληψη για τη νορμάλ κατάσταση πραγμάτων. Σε κάθε περίπτωση όμως, μια κοινωνία φοβισμένων προβάτων υπό μία pax romana δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που έχω στο μυαλό μου: δεν το λέω «ειρήνη» αυτό, το λέω «ησυχία, τάξις κι ασφάλεια» (με τον ίδιο τρόπο που δεν λέω «ακορνάριστη» μια κοινωνία στην οποία αυστηροί τροχονόμοι επιτηρούν την κυκλοφορία και τιμωρούν με βαρύ πρόστιμο κάθε μπιπ).

Είναι προφανές, πιστεύω, ότι το τελευταίο που μ’ απασχολεί είναι τα ερωτήματα για τη «φύση του ανθρώπου». Αυτά τα αφήνω στον E. O. Wilson και στους εξελικτικούς ψυχολόγους. Δεν ξέρω ποια είναι η «φύση του ανθρώπου», δεν πολυχρησιμοποιώ τον όρο, δε μου λέει και πολλά. Ξέρω όμως ποια είναι η φύση του σκύλου! Ως γνωστόν, τα σκυλιά είναι άγρια, μοβόρικα και επιθετικά, ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου, έτσι δεν είναι; Αυτή πάντως είναι η παραδοσιακή αντίληψη στο Βιετνάμ για τα σκυλιά. Καμία σχέση με τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου που έχουμε εμείς. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά: τα σκυλιά στο Βιετνάμ είναι φαγητό. Είναι όπως τα κοτόπουλα σε μας. Και τα βιετναμεζόσκυλα δεν είναι χαζά, το καταλαβαίνουν ότι κινδυνεύουν από τον άνθρωπο, οπότε τείνουν να δαγκώνουν πρώτα και να ρωτάνε κατόπιν. Τουλάχιστον όμως τα δικά τους ρεπουμπλικανικά αυτονόητα για τη «φύση του σκύλου» οι Βιετναμέζοι τα κρατάν για τον εαυτό τους, δεν τα παρουσιάζουν ως επιστήμη, ούτε έρχονται να κηρύξουν κάποια ιεραρχική ειρήνη, όπου οι φωτισμένες ελίτ των ανθρώπων και των σκύλων θα δημιουργήσουν αμοιβαίες αφοσιώσεις κ.λπ.

Και τέλος πάντων, η «φύση του ανθρώπου» δεν είναι ο τρόπος που το σκέφτομαι εγώ. Το σημαντικό για μένα είναι ότι μπορεί• γίνεται• είναι δυνατόν να στεριώσει ένα αυτονόητο ανθρωπιάς σε μια κοινωνία, το οποίο, από ένα σημείο και μετά, να γίνει αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία: η νορμάλ κατάσταση των πραγμάτων.



Η Κοινωνική Καψικίνη
Ένα τελευταίο αλλά σημαντικό θέμα. Η Laura Betzig είναι ανθρωπολόγος (από αυτούς με την «ανθρώπινη φύση») που, όπως ο E. O. Wilson, δεν της αρέσει η ιδέα ότι υπάρχουν κοινωνίες που δεν ξέρουν τι σημαίνει «φόνος», «βασανιστήρια», «ξυλοδαρμοί», «βιασμοί» κ.λπ. Οπότε, και προκειμένου να εξαφανίσει αυτές τις κοινωνίες, σε διάφορα κείμενά της κάνει αυτήν την ταχυδακτυλουργία και παίζει με τις λέξεις, συγχέει την επιθετικότητα (aggressiveness), κι ακόμα περισσότερο τη βία (violence), κι ακόμα περισσότερο τον πόλεμο (war), με τη σύγκρουση (conflict) – κάτι που με φέρνει στο θέμα μου. Ως προς τα τρία πρώτα συμφωνώ, όσο λιγότερο τα βιώσουμε στη ζωή μας, τόσο το καλύτερο.

Η σύγκρουση όμως δεν είναι αναγκαστικά κακό!

Εδώ έχω τεράστιο θέμα. Σε κάθε κοινωνία – ακόμα και σε κάθε σχέση – θα υπάρχουν συνεχώς διαφορετικές ανάγκες, ερμηνείες, συμφέροντα, επιθυμίες, αξίες, και φυσικά ο κόσμος θα έρχεται σε σύγκρουση. Αυτό όμως είναι φυσιολογικό! Αλλάζουν εντελώς τα πράγματα αν η σύγκρουση καταλήξει σε αίμα• ακόμα περισσότερο, αν γίνει νόρμα ότι η σύγκρουση θα καταλήγει σε αίμα• ακόμα περισσότερο, αν η βία οργανωθεί και συστηματοποιηθεί. Αυτά είναι εντελώς διαφορετικά.

Όμως η ύπαρξη σύγκρουσης, διαφωνίας, ηθικού αποτροπιασμού σε μια κοινωνία ή σε μια σχέση είναι, για μένα, υγεία! Αλίμονο αν η κοινωνία προβατοποιηθεί κι όλοι φαίνεται να συμφωνούν με την κυβέρνηση, δεν ακούγεται καμία ένσταση και καμία διαφωνία. Αλίμονο αν μια σχέση δεν έχει ιστορικό συγκρούσεων και διαφωνιών• δεν είναι υγιής και εποικοδομητική, το πιθανότερο είναι ότι κάποιος τρέχει με χίλια προς τον νευρικό κλονισμό. Η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη δεν έζησε συγκρούσεις στις σχέσεις της, αλλά υπηρετούσε μια ζωή πειθήνεια τους γονείς, τον άντρα, τα παιδιά της – μέχρι που «ψήλωσε ο νους της» κι άρχισε να σκοτώνει κοριτσάκια.

Ας το δούμε όμως αυτό και σε επίπεδο κοινωνίας: οι Rotuma του Ειρηνικού (κοντά στα νησιά Φίτζι) ανταποκρίνονται καλά σ’ αυτό που θα λέγαμε «ειρηνική κοινωνία». Διάφοροι ανθρωπολόγοι, ανάμεσά τους κι ο Alan Howard του πανεπιστημίου της Χαβάης, που τους μελετούσε από το 1959 μέχρι το 1987, παρατηρεί εδώ ότι είναι πολύ ευγενικοί στους τρόπους τους, κάτι που ξεκινά από την ανατροφή των παιδιών: η τιμωρία είναι άγνωστο μέσο διαπαιδαγώγησης, ο μόνος τρόπος διόρθωσης των παιδιών είναι το χιούμορ, το γέλιο και o σαρκασμός. Τα βίαια περιστατικά στους Rotuma είναι πολύ σπάνια, κάτι σαν εξαιρετικά γεγονότα• γι’ αυτούς είναι απαράδεκτο όχι μόνο να βγάλεις μαχαίρι, αλλά ακόμα και να το στρέψεις σε κάποιον συμβολικά ή παίζοντας – με άλλα λόγια, αυτή η σκηνή από τη γνωστή ταινία Της Κακομοίρας (1963), με τον Κ. Χατζηχρήστο («Ζήκος»), θα ήταν σοκαριστική για τους Rotuma.

Όμως το ότι η κοινωνία τους είναι τόσο ειρηνική, δε σημαίνει ότι δε βιώνει διαφορές και συγκρούσεις για πολλά θέματα – προσωπικά, πολιτικά, οικονομικά, ακόμα και αθλητικά. Ακριβώς το αντίθετο, πρόκειται για πολύ συγκρουσιακή κοινωνία! “Disputes are endemic in Rotuma”, όπως γράφει ο Alan Howard πιο πάνω. Αυτό όμως που συμβαίνει είναι ότι οι συγκρούσεις τους εξαιρετικά σπάνια καταλήγουν σε βία: “What is remarkable is that they [disputes] so rarely escalate to violence” (διαβάστε το άρθρο του Alan Howard για τους Rotuma, είναι ενδιαφέρον και καλογραμμένο).

Λοιπόν, ο καθένας μας ζει τη ζωή του με τα ιδιαίτερα βιώματά του, το στιλ, τις ανάγκες και αξίες του. Αν είναι φυσιολογικός άνθρωπος, θα τα εκφράσει όλα αυτά, οπότε σε κάποιους θ’ αρέσουν και σε κάποιους δε θ’ αρέσουν. Μοιραία θα κάνει φίλους κι εχθρούς, θα έρθει σε σύγκρουση με κάποιους – αυτά όμως είναι καλά νέα! «Μου καμάρωνε τις προάλλες ο τάδε», έγραφε ο Ψευδοπλούταρχος στο Περί Ωφελιμότητας των Εχθρών, «ότι δεν έχει κανέναν πραγματικό εχθρό. Του απάντησα: μήπως δεν έχεις και κανέναν πραγματικό φίλο;». Η σύγκρουση συνήθως συνοδεύεται από ένα σωρό υγιή μηνύματα: ίσως κανείς δεν έχει όλη την αλήθεια, ο καθένας βλέπει μόνο ένα τμήμα της• ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να δούμε τον εαυτό μας από εξωτερική σκοπιά, να συνειδητοποιήσουμε πώς φαινόμαστε στους αντιπάλους μας• ίσως είναι μια πρόκληση για να προωθήσουμε τα αιτήματά μας έτσι ώστε να κερδίσουμε τη συμπάθεια των ουδέτερων που παρακολουθούν. Εξάλλου, όπως ξέρετε καλά και οι παντρεμένοι από εσάς (όχι εσύ, είσαι μικρό ακόμα, δεν τα ξέρεις αυτά!), το καλύτερο σεξ είναι το μετασυμφιλιωτικό σεξ, αυτό που επισφραγίζει την άρση μιας σύγκρουσης: μερικοί το προτιμούν καυτό. Καμιά σχέση με το ντεκαφεϊνέ σεξ που συνοδεύει τη ρουτίνα της έγγαμης νηνεμίας. Οι τρικυμίες είναι σέξι, όχι οι νηνεμίες. Απλά δεν χρειάζεται κι ούτε είναι αναπόφευκτο οι συγκρούσεις να καταλήγουν σε βία. Όπως Rotuma.

Καταλήγω στο φινάλε ότι η κοινωνική ή σχεσιακή υγεία είναι φαγητό που, για να γίνει νόστιμο, χρειάζεται και πιπέρι. Αν όλοι συμφωνούν με όλους, ή όλοι είναι ίδιοι με όλους, τότε αυτό το λες ομοιόσταση, pax romana, αβάσταχτη ελαφρότητα του μικροαστισμού ή κάτι σχετικό, πάντως δεν το λες υγεία. Αν δεν έχεις κανέναν πραγματικό εχθρό, τότε μάλλον δεν έχεις και κανέναν πραγματικό φίλο. Η κοινωνική υγεία θέλει καψικίνη, είναι πιπεράτο φαγητό. Είναι επίσης δυναμική και μονίμως μεταβαλλόμενη• η στατική υγεία εκφυλίζεται γρήγορα σε – όχι ακριβώς σε ασθένεια, αλλά πάντως σε κάτι υποθερμικό και κατατονικό, σαν κεντροαριστερό μανιφέστο. Η πραγματική υγεία όμως είναι πυρετική και ριζοσπαστική, σαν το σεξ: απαιτεί σύγκρουση και άρση της σε ένα καταστασιακό, εχμ, γαμήσι (μεταφορικά πάντα μιλώντας), που χαράζει πορεία και γράφει ιστορία. Μερικοί το προτιμούν συγκρουσιακό.

Να Θυμηθεί Τα Δόντια Του

Το κείμενο αυτό είναι μια άλλη ανάγνωση για το χρυσαυγίτικο φαινόμενο, καθότι οι σχετικές αναλύσεις που έχω διαβάσει δεν με ικανοποιούν. Ενδεχομένως δεν ικανοποιούν ούτε εσάς. Κάτι λείπει, κάποιος παράγοντας απουσιάζει από όλες τις γνώμες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη Χρυσή Αυγή... Τι είναι αυτό που έκανε τόσες εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, οι οποίοι δεν είναι ούτε τραμπούκοι ούτε ουγούρθουτου, να ψηφίσουν τους τραμπούκους και τους ουγούρθουτου; Σήμερα, μετά τη δολοφονία Φύσσα, η ΧΑ έχει μείνει με ένα ποσοστό υποστηρικτών περίπου 8%, το οποίο δεν δείχνει να ξεκολλά με τίποτα – έχω την αίσθηση ότι ακόμα κι αν αύριο βγει ο Μιχαλολιάκος και πει: «σας κοροϊδεύαμε, ήμασταν απλά και μόνο μια σπείρα που εξυπηρετούσε συμφέροντα», πάλι αυτό το 8% δεν πρόκειται να ξεκολλήσει. Θέλω λοιπόν εδώ να προτείνω μια διαφορετική ανάγνωση για προβληματισμό και συζήτηση:


Μυρμήγκια και Ποντίκια, Βουβάλια και Ελέφαντες
Ο Paulo Freire (1921 – 1997) ήταν ένας γνωστός βραζιλιάνος παιδαγωγός, κοινωνικός αγωνιστής και φιλόσοφος, που αφιέρωσε τη ζωή του στη μόρφωση και χειραφέτηση (δεν τα έβλεπε διακριτά αυτά τα δύο αλλά συμπληρωματικά, είχε εναλλακτικό όραμα για το σχολείο) των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα γι’ αυτόν, μπορείτε εύκολα να βρείτε πληροφορίες στο ίντερνετ (προσοχή, υπάρχει και αστρονόμος με το ίδιο όνομα). Ο Freire με ενδιαφέρει εδώ για τρεις λόγους:

(1) Δεν ήταν φιλόσοφος εκ του ασφαλούς. Δούλεψε κι αγωνίστηκε πολύ, φυλακίστηκε και εξορίστηκε για τη δράση του – αν υπάρχουν άνθρωποι που έκαναν τον κόσμο λίγο καλύτερο, ένας από αυτούς ήταν ο Freire. Και δεν ήταν ακριβώς «φιλόσοφος» αλλά «παιδαγωγός που φιλοσοφούσε», δηλαδή δεν έφτιαχνε ωραίες θεωρίες από την ησυχία του γραφείου του, απομακρυσμένος από την πραγματικότητα, αλλά προβληματιζόταν πάνω στο βιωμένο υλικό του, το οποίο προήρθε από την επαφή του με πάρα πολλούς πάμφτωχους χωρικούς.

(2) Δεν ήταν ευρωπαίος ή αμερικάνος, οπότε η σκέψη του ήταν λιγότερο αλλοιωμένη από την ευρωπαϊκή μόλυνση, τον δυτικό τρόπο σκέψης.

(3) Κρίνω ότι κάποιες παρατηρήσεις του έχουν κάτι να πουν και για το φαινόμενο των ψηφοφόρων ΧΑ. Δεν τα λένε όλα, δεν ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο, ίσως όμως να εντοπίζουν αυτόν τον παράγοντα που μας διαφεύγει και ενδεχομένως προσφέρουν γραμμή πλεύσης για το μέλλον.

Ο Freire λοιπόν παρατηρούσε τον τρόπο με τον οποίο οι καταπιεσμένοι ερμηνεύουν την κατάστασή τους και βγάζουν νόημα από αυτήν. Ο ίδιος δεν χώριζε τους ανθρώπους σε «αριστερούς», «δεξιούς», «ακροδεξιούς», «εθνικιστές», «κεντροαριστερούς» κ.λπ., έκρινε ότι ήταν επιφανειακοί αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Υπάρχει κάτι θεμελιωδέστερο και πολύ πιο ισχυρό στη νοηματοδότηση που κάνει ο καταπιεσμένος, το οποίο, σε δεύτερο χρόνο, δίνει τον τόνο και για την πολιτική του τοποθέτηση (ή την ανυπαρξία της): Πώς ερμηνεύει την αιτιότητα και πώς αποδέχεται τη σχέση του εαυτού του με τον κόσμο; Μπαίνω αμέσως στο ψητό:

Το σημείο εκκίνησης είναι η Κουρασμένη Αντίληψη για την αιτιότητα και τη σχέση του ατόμου με τον κόσμο. Αυτή αποδέχεται τη ζωή έτσι όπως τη βρίσκει. Ο Κουρασμένος πρώτα αποφασίζει ότι δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή του και να κάνει κάτι, νιώθει μυρμήγκι απέναντι σε ελέφαντα, οπότε προσαρμόζει τον τρόπο σκέψης και την κοσμοθεώρησή του σε μια μυρμηγκίστικη αντίληψη των πραγμάτων. Δηλαδή, αφήνεται παθητικά στις επιδιώξεις κάθε υπέρτερης δύναμης, σε όλα τα ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) που αυτή διακηρύσσει, και «αντιδρά» στους περιορισμούς που τον συντρίβουν με το να τους αρνείται: δεν τους αντιλαμβάνεται καν ως περιορισμούς, δεν αναγνωρίζει ότι η ζωή του έχει πρόβλημα. Όπως έλεγε κι ο Steven Biko για τη Νότια Αφρική: «Το ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου».

Οι Κουρασμένοι είναι παραιτημένοι και συνήθως ταλαιπωρημένοι. Απλώς μεθάνε κάθε βράδυ, ξεχνιούνται στην τηλεόραση (και στο φέισμπουκ), περιμένουν τον θάνατο ως λύτρωση, ίσως παρηγοριούνται με τη σκέψη κάποιας μετά θάνατον ανταμοιβής, κάποιας καλύτερης γέννησης στην επόμενη ενσάρκωση, ή ότι τα βάσανά τους είναι ηθικώς δίκαια και αρεστά στον Θεό, ότι μαζί τα φάγαμε κ.λπ. Στο φινάλε, εμφανίζονται πάντα μοιρολάτρες: τι μπορεί να κάνει ένα μυρμήγκι απέναντι σ’ έναν ελέφαντα;

Ξεπερνώντας το στάδιο της Κουρασμένης Αντίληψης, περνά κανείς πάντα από τη Θυμωμένη Αντίληψη. Οι Θυμωμένοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν τα ΤΙΝΑ και τους περιορισμούς που τους επιβάλλονται από τις υπέρτερες δυνάμεις της ζωής, δεν τα αρνούνται: Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ / Μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Όμως δεν μπορούν να κάνουν τη σύνδεση της κατάστασής τους με τον κόσμο, οπότε καταφεύγουν σε ανιμισμούς για να δώσουν ερμηνεία.

Ένας Θυμωμένος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ηθικά ανώτερο από την πραγματικότητα, οπότε νιώθει ελεύθερος να την κατανοήσει όπως θέλει. Καθότι συνειδητοποιεί ότι δεν έχει τον εμπράγματο έλεγχο της ζωής του, θέλει τουλάχιστον να έχει τον ηθικό έλεγχο. Κι επειδή ακόμα αδυνατεί να κατανοήσει τον εαυτό του ως μέρος του κόσμου, ελέγχει τη ζωή και την κατακτά με συμβολικό-μαγικό τρόπο, αντιλαμβάνεται την αιτιότητα εντοπισμένη και εμπρόθετη. Τις περισσότερες φορές φτάνει να νιώθει το πρόβλημά του ως ατύχημα, ως σύμπτωση: ο εκμεταλλευτής γαιοκτήμονας και ο νταής επιστάτης του έτυχε να είναι παλιάνθρωποι και με βασανίζουν• η Μέρκελ και ο Σαμαράς έτυχε να είναι καθάρματα. Και γιατί όλοι αυτοί είναι καθάρματα; Εδώ χρειάζεται ένας ανιμισμός να εξηγήσει τα ανεξήγητα: διότι είναι Κακοί Άνθρωποι (ανθέλληνες, πιόνια των Σιωνιστών, μέλη της Λέσχης Μπίλντενμπεργκ κ.α.). Όπως στα ουέστερν της δεκαετίας του ’50, που ο Κακός ήταν πολύ κακός, ανεξήγητα κακός (φορούσε μαύρο καπέλο, ήταν και ασχημομούρης), ενώ ο Καλός, με τη σειρά του, ήταν υπερβολικά και ανεξήγητα καλός (ομορφόπαιδο, φορούσε και άσπρο καπέλο). Όμως δεν δινόταν κάποια εξήγηση γιατί: απλά έτσι έτυχε, στον κόσμο υπάρχουν Καλοί και Κακοί Άνθρωποι.

Είναι μεγάλο το άλμα από την Κούραση στον Θυμό. Τουλάχιστον εδώ αρχίζει κάποιος να νοιάζεται για την κατάστασή του («νοιάζεται» με την έννοια του αγγλικού giving a damn) – διότι ο Κουρασμένος απλά δεν νοιάζεται, μυρμήγκι απέναντι στον ελέφαντα. Ο Θυμωμένος όμως δεν αισθάνεται τα ΤΙΝΑ των εκμεταλλευτών ως ελέφαντα αλλά ως κάτι μικρότερο – ας πούμε, βουβάλι. Και τον εαυτό τον νιώθει ως κάτι μεγαλύτερο από μυρμήγκι – ας πούμε, ποντίκι. Ένα ποντίκι απέναντι σε ένα βουβάλι πάλι δεν μπορεί να κάνει κάτι πρακτικό, συνεχίζει να είναι μεγάλη η διαφορά ισχύος• τουλάχιστον όμως μπορεί να οργιστεί, δηλαδή να πολεμήσει σε ηθικό επίπεδο: κι επαναστάσεις στα όνειρά του αναζητεί. Ή σε ανιμισμούς προκειμένου να διατηρηθεί με κάθε κόστος η ανημπόρια του απέναντι στον κόσμο.

Από κάποια στιγμή και μετά, ο Θυμωμένος αρχίζει να μην ικανοποιείται με ανιμιστικές ερμηνείες. Αρχίζει να καταλαβαίνει ότι οι «κακοί άνθρωποι» – ο επιστάτης κι ο γαιοκτήμονας, η Μέρκελ κι ο Σαμαράς, δεν το ξέρουν ότι είναι κακοί. Ο Θυμωμένος παύει να είναι Θυμωμένος όταν αλλάζει αυτό που βλέπει: όχι έναν κόσμο που αποτελείται από Καλούς και Κακούς Ανθρώπους, αλλά έναν κόσμο που αποτελείται από προστάτες συμφερόντων και φορείς ιδεολογιών – οι οποίοι, φυσικά, δεν το ξέρουν ότι είναι φορείς ιδεολογιών, θεωρούνε ότι αντικρύζουν την πραγματικότητα (και η πραγματικότητά τους περιλαμβάνει «κατώτερους ανθρώπους» που πρέπει να σωθούνε από τον εαυτό τους: and in spite of himself, the native must be helped). Όταν ο Θυμωμένος καταλάβει ότι οι κακοί δεν ξέρουν ότι είναι κακοί, τότε αρχίζει να αντιλαμβάνεται το ίδιο και για τον εαυτό του, όλα τα ΤΙΝΑ που κατάπιε αμάσητα και τις κυρίαρχες ιδεολογίες που αποδέχτηκε. Παύει λοιπόν να βλέπει τα προβλήματά του ως τυχαία: και να μην ήταν ο συγκεκριμένος επιστάτης, θα ήταν κάποιος άλλος εξίσου «κακός», διότι φυσικά θεωρεί φυσιολογικό να προστατέψει τα συμφέροντα του αφεντικού του, την τσέπη που τον πληρώνει• και να μην ήταν ο συγκεκριμένος γαιοκτήμονας, θα ήταν κάποιος άλλος που εξίσου θα ήθελε δουλοπάροικους να του οργώνουν τα χωράφια για ένα κομμάτι ψωμί (και που εξίσου θα νόμιζε ότι τους κάνει και χάρη κιόλας)• και να μην ήταν η συγκεκριμένη Μέρκελ ή ο συγκεκριμένος Σαμαράς, θα ήταν κάποιοι άλλοι, εξίσου φορείς της ίδιας ελιτίστικης ιδεολογίας, που θα προωθούσαν την ίδια ερμηνεία για την ευρωπαϊκή κρίση, για την ηθική ευθύνη του κόσμου, για το δίκαιο και ψυχοσωτήριο της λιτότητας, για τις ανύπαρκτες εναλλακτικές που διαθέτει η Ελλάδα κ.λπ. Τελικά, αλλάζει ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κανείς την αιτιότητα: αντί να τη βλέπει εντοπισμένη και εμπρόθετη, αρχίζει να ψάχνει για συστημικές και δομικές αιτίες. Όπως έλεγε ο βραζιλιάνος αρχιεπίσκοπος Helder Camara (1909 – 1999): Όταν μοιράζω φαγητό στους φτωχούς, όλοι με λένε άγιο. Όταν ρωτάω, «γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι φτωχοί;», όλοι με λένε κομμουνιστή. Ο Freire ονόμαζε αυτό το στάδιο: Κριτική Συνείδηση.

Η Κριτική Συνείδηση πάντα φέρνει αλλαγές και στον τρόπο που τοποθετεί κανείς τον εαυτό του απέναντι στον κόσμο, μαζί πάνε αυτά. Ο Θυμωμένος έχει δεχτεί ότι είναι ποντίκι απέναντι σε βουβάλι. Η Κριτική Συνείδηση όμως αισθάνεται τους περιορισμούς των καταπιεστών όχι ως βουβάλι αλλά ως κάτι μικρότερο – ας πούμε, άνθρωπο• και αισθάνεται τον εαυτό της όχι ως ποντίκι αλλά ως κάτι μεγαλύτερο – ας πούμε, σκύλο. Τώρα τα μεγέθη συγκρίνονται, η Κριτική Συνείδηση παύει να νιώθει ότι είναι κάτι ασθενές κι ασήμαντο ώστε να αποτραβιέται από τον κόσμο, αντίθετα αισθάνεται μέρος του κόσμου. Ο Freire τόνιζε ότι όλα αυτά πάνε πακέτο, το ένα φέρνει το άλλο, είναι μια ολιστική διαδικασία ωρίμανσης: Κριτική Συνείδηση = Συστημική αντίληψη των μηχανισμών της αιτιότητας = Τοποθέτηση του εαυτού ως μέρος του κόσμου, ως συγκρίσιμο μέγεθος ισχύος = Απόρριψη ερμηνειών με εντοπισμένη, εμπρόθετη αιτιότητα.

Να χρησιμοποιήσω εδώ τη βοήθεια μιας αναγνώστριας αυτού του μπλογκ, η οποία κάποτε μου εξομολογήθηκε την οδηγική της εμπειρία: «Όταν πρωτοβγήκα στο δρόμο μόνη μου, ήταν τρομακτικό. Έβλεπα παντού γύρω μου τέρατα έτοιμα να μου επιτεθούν. Σε κάποια στιγμή, αυτό άλλαξε. Έπαψα να βλέπω τέρατα. Άρχισα να βλέπω μαλάκες που δεν ξέρουν να οδηγούν». Έτσι ακριβώς αλλάζει η αντίληψη ενός Θυμωμένου για τον κόσμο. Απορρίπτει την εμπρόθετη, βουλητική αιτιότητα (Κακοί Άνθρωποι, τέρατα) και τους ανιμισμούς, καθώς αισθάνεται όλο και περισσότερο μέρος του κόσμου (ή της κυκλοφορίας), καθώς αποκτά όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εφαρμόσουμε το παραπάνω σκεπτικό στην περίπτωση της Ελλάδας: Ένα μεγάλο μέρος των μνημονιακών ψηφοφόρων και της εκλογικής αποχής ωφείλεται στην κούραση και τον φόβο. Ταλαιπωρημένοι άνθρωποι που δεν νιώθουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι και αποδέχονται μοιρολατρικά την κατεστημένη ερμηνεία της κρίσης, την ηθική ευθύνη του κόσμου, την ψυχοσωτήρια λιτότητα, την ανυπαρξία εναλλακτικών κ.λπ. «Το ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου».

Στους ψηφοφόρους ΧΑ θα πρέπει να αναζητήσουμε πάρα πολλούς Θυμωμένους, δηλαδή ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν τη σύνδεση του εαυτού τους με τον κόσμο. Πάντα βρίσκουν κάποιον ανιμισμό να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα (εθνοκαπηλεία, θεωρίες συνωμοσίας, μια κατά φαντασίαν ΧΑ στο μυαλό τους κ.λπ.), όμως αυτός έχει μικρή σημασία• το ουσιαστικό με τους Θυμωμένους είναι ότι αισθάνονται ποντίκια απέναντι σε βουβάλια, οπότε παγιδεύονται στον μικρόκοσμό τους χωρίς όραμα για κάποια εναλλακτική κατάσταση, δεν νιώθουν ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν παρά μόνο με μαγικές λύσεις. Το αντίστοιχο του «κερδίζω το λαχείο» σε επιστημολογικό επίπεδο: πλάθω έναν κόσμο Καλών και Κακών, οι Καλοί στο φινάλε θα θριαμβεύσουν, THE END. Όπως στα ουέστερν του ’50.

Δοκιμάστε να σκεφτείτε έτσι την κατάσταση μήπως κι έχει νόημα, συγκρίνετε αυτό το σκεπτικό με τις δικές σας παραστάσεις και πληροφορίες, με τους ψηφοφόρους ΧΑ που τυχόν ξέρετε. Αν όντως το σκεπτικό έχει κάποιο νόημα, τότε ένα φυσιολογικό ερώτημα είναι τι κάνουμε από εδώ και μπρος μ’ αυτό το 8% υποστηρικτών ΧΑ που δεν ξεκολλάει με τίποτα; Αλλά και με τον παραιτημένο κόσμο; Προτείνω τρεις πιθανές απαντήσεις:

(1) Να τους δώσουμε να διαβάσουν Μαρξ (Γκράμσι, David Harvey, Λένιν κ.λπ.)

(2) Να τους εξηγήσουμε, με λογικά και στοιχειοθετημένα επιχειρήματα, τα σφάλματα στους εθνικιστικούς και συνωμοσιολογικούς μύθους.

(3) Κάποιος χαρισματικός ηγέτης, ομιλητής, καθοδηγητής να τους εμπνεύσει, να τους μεταδόσει τον ενθουσιασμό του και τον σωστό τρόπο σκέψης.

Τίποτα από τα παραπάνω, έλεγε ο Freire! Ο θεωρητικός στοχασμός, ο ηγέτης, τα βιβλία και τα επιχειρήματα δεν πρόκειται να σε κάνουν να αλλάξουν τη θεμελιώδη αντίληψη που φέρεις για τη σχέση σου με τον κόσμο! Είναι κάτι πολύ πιο ισχυρό και βαθύ, δεν αλλάζει με επιχειρήματα και θεωρίες – ακριβώς το αντίθετο, ο θεωρητικός στοχασμός είναι αυτός που προσαρμόζονται στον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τη σχέση σου με τον κόσμο, έτσι ώστε να την επιβεβαιώνει συνεχώς.

Γενικότερα μιλώντας, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν με επιχειρήματα και θεωρητική γνώση. Αυτό ακριβώς είναι η Ευρωπαϊκή μόλυνση, ο δυτικός τρόπος σκέψης: ότι η δύναμη του ορθού λόγου είναι τέτοια ώστε να διασκορπίζει τα σκοτάδια της άγνοιας και της πρόληψης κ.λπ., ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να συγκροτήσουμε στοιχειοθετημένα και λογικά επιχειρήματα (και μετά, φυσικά, να αγανακτούμε με τους άλλους που επιμένουν «να μη βλέπουν τα αυτονόητα»). Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο δεν μπαίνουν στα καλούπια που τους ήθελαν οι Ευρωπαίοι Διαφωτιστές, είναι υπερεκτιμημένη η δύναμη του ορθού λόγου (δηλαδή, της τυφλωμένης αναγωγής των προσωπικών βιωμάτων μας σε παναθρώπινες και οικουμενικές αλήθειες, τις περισσότερες φορές αυτό σημαίνει στην πράξη ο «ορθός λόγος», και πάντα συνοδεύεται από συνακόλουθη αγανάκτηση με τους χαζούς που «δεν βλέπουν τα αυτονόητα»). Οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο δεν λειτουργούνε έτσι, δυστυχώς. Ή ευτυχώς.

Μόνο ένα πράγμα, έλεγε ο Freire, μπορεί να σε λυτρώσει: η πράξη. Δηλαδή, η έμπρακτη αμφισβήτηση των κατεστημένων ιδεολογιών, συλλογικά και στοχευμένα, και η συνακόλουθη ανακάλυψη ευκαιριών μεταμορφωτικής δράσης. Μόνο έτσι καταφέρνεις να δεις ότι η ζωή θα μπορούσε να ήταν διαφορετική• μόνο έτσι αρχίζεις να αισθάνεσαι κομμάτι του κόσμου και να τοποθετείς τον εαυτό σου ισοδύναμα απέναντί του. Οι απλοϊκοί ανιμισμοί, οι συνωμοσιολογίες, η εθνοκαπηλεία κ.λπ. τελικά καταρρίπτονται όχι με επιχειρήματα και λογική, αλλά παύουν να ικανοποιούν και ξεχνιούνται. Πέφτουν σαν μαραμένα φύλλα από το κλαδί, διότι εξαφανίζεται η θεμελιώδης ανάγκη που τους έκανε ελκυστικούς. Απλά, καθώς αποκτάς αυτοπεποίθηση, παύεις σε κάποια στιγμή να βλέπεις γύρω σου τέρατα. Βλέπεις μαλάκες που δεν ξέρουν να οδηγούν.



Επίλογος
Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης, που πηγαίνει
Στα πόδια των ανθρώπων και ποτέ του δεν γαυγίζει
Μήτε δαγκώνει, και γι’ αυτό ποτέ του δε χορταίνει
Το ποθητό και δίχως πέτσα κόκκαλο που ελπίζει.

Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης και φτωχός,
Που, απ’ τη σκυλίσια του ψυχή, για λάθος του νομίζει
Το ότι είναι σκύλος, πιο πολύ το ότι είν’ μικρός
Γι’ αυτό, σαν τον κλωτσάνε, δεν δαγκώνει ούτε γαβγίζει.

Είναι ένας σκύλος με ψυχή βαθιά χριστιανική,
Που δείχνει ταπεινόφρονα πως δεν έχει πονέσει,
Που με την πράξη του αποχτά ευτυχία μοναδική,
Μες στον παράδεισο των σκύλων μια μικρούλα θέση.

Μονάχα από τα γήινα τα δεινά του λείπει ακόμα,
Κάτι που την αγάπη του εαυτού του θα ξυπνήσει:
Του λείπει μια γερή κλωτσιά κατάμουτρα στο στόμα,
Να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει, να ξεσκίσει.

(Λευτέρης Ιερόπαις, 1920-1945)

Στο φινάλε, κανείς δεν μπορεί να λυτρώσει κανέναν. Μόνο ο καθένας μας μπορεί να λυτρώσει τον εαυτό του. Δηλαδή, αυτό που σε λυτρώνει δεν είναι ούτε τα βιβλία ούτε η εμπνευσμένη καθοδήγηση του ηγέτη: η δική σου υποκειμενική συνειδητοποίηση, μέσω της πράξης, ότι τελικά έχεις επιλογές και ότι μπορείς να απορρίψεις τις κατεστημένες συνταγές και ιδεολογίες, αυτό είναι που σε λυτρώνει. Ισχύει, δηλαδή, αυτό που τόνιζε συνεχώς ο Κίρκεγκορ: Η υποκειμενικότητα είναι η αλήθεια, όχι η αντικειμενικότητα. Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο μέσω της πράξης.

Είναι όπως η οδήγηση: η θεωρητική γνώση, ο δάσκαλος και τα βιβλία δεν θα σε κάνουν οδηγό. Βοηθάνε όλα αυτά, όμως μπορούν να σε πάνε μόνο μέχρις ενός σημείου. Το να ξέρεις, εγκεφαλικά, ότι στα 50 km/h βάζουμε τρίτη, δεν σε κάνει οδηγό. Μόνο άμα βάλεις τρίτη, ξανά και ξανά και ξανά, εσύ ο ίδιος, σε πραγματικό αυτοκίνητο, μόνο αυτό θα σε κάνει οδηγό. Η υποκειμενικότητα είναι η αλήθεια, όχι η αντικειμενικότητα.

Ναι, είναι τρομακτικό όταν πρωτοβγαίνεις στο δρόμο μόνος σου. Και τίποτα στην προηγούμενή σου εμπειρία δεν σε προετοιμάζει γι' αυτό, ούτε τα βιβλία ούτε η οδήγηση με δάσκαλο. Το ρίσκο είναι πραγματικό και η ευθύνη είναι όλη δική σου, μόνο έτσι όμως τα τέρατα μπορούν να μεταμορφωθούν σε μαλάκες. Να αλλάξει αυτό που βλέπεις στον κόσμο.

Steven Biko: To ισχυρότερο όπλο ενός καταπιεστή είναι το μυαλό του καταπιεσμένου.

Helder Camara: Όταν μοιράζω φαγητό στους φτωχούς, όλοι με λένε άγιο. Όταν ρωτάω, «γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι φτωχοί;», όλοι με λένε κομμουνιστή.

Λευτέρης Ιερόπαις: Του λείπει μια γερή κλωτσιά κατάμουτρα στο στόμα / Να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει, να ξεσκίσει.

Όλοι Γότθοι (Το Μπιμπερό Του Ντιντερό)

Όλοι Γότθοι (Το Μπιμπερό του Ντιντερό) τώρα και στο YouTube!

Από εκεί που σταμάτησε ο Ρουσσώ ως εκεί που τελειώνει ο δυτικός πολιτισμός. Κοινωνικό Συμβόλαιο Reloaded, κατάθεση ψυχής σε σκληρό νόμισμα, μια γροθιά σε όλα τα πολιτικά κατεστημένα, ένα καρκίνωμα στο σώμα του καπιταλισμού.



Ιδιοποιηθείτε το και μεταλαμπαδεύστε το, η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Τα παιδιά θα το λατρέψουν, οι φίλοι θα σας αγαπήσουν, οι γείτονες θα ζηλέψουν. Από ανθρώπους με μεράκι για ανθρώπους με γούστο

Βρέθηκε 4χρονο Αγγελούδι Σε Δήμο Μπαλαμών

(Αθήνα – Newsroom ΔΟΛ) 
Μία περίεργη υπόθεση απασχολεί την Αστυνομία Αλεξανδρούπολης καθώς, σε έλεγχο ρουτίνας που έγινε σε δήμο Μπαλαμών, όχι μόνο βρέθηκαν όπλα και ναρκωτικά, αλλά εντοπίστηκε κι ένα μελαψό κοριτσάκι, το οποίο κίνησε τις υποψίες των αστυνομικών ότι ήταν Ρομά, καθώς και ότι οι δύο Μπαλαμοί που είχαν την επιμέλειά του δεν ήταν οι φυσικοί του γονείς.

Συγκεκριμένα, το κορίτσι το οποίο οι δύο Μπαλαμοί φώναζαν «Βαλεντίνα», είχε σκούρα μαλλιά και πλάνα μάτια, χαρακτηριστικά που διαφοροποιούνταν πλήρως από αυτά των φερόμενων ως γονιών του, οι οποίοι ήταν γκαγκαούζοι από την Ορεστιάδα και κατάξανθοι.


Αυτό είναι το αγγελούδι που απήγαγαν Μπαλαμοί και βρέθηκε στον δήμο τους 


Σύμφωνα με ανακοίνωση της αστυνομίας, οι δύο ημεδαποί Μπαλαμοί προέβαλλαν συνεχώς μεταβαλλόμενους ισχυρισμούς σχετικά με την απόκτηση του παιδιού, ενώ στις εξετάσεις DNA που διενεργήθηκαν δεν προέκυψε κληρονομική συμβατότητα. Η έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε ότι οι δύο Μπαλαμοί το έτος 2009 αφαίρεσαν την «Βαλεντίνα» από τους Ρομά γονείς του, κάτω από άγνωστες συνθήκες. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι διατηρούσαν ταυτόχρονα τρεις οικογενειακές μερίδες, ήταν κάτοχοι πολλαπλών δελτίων αστυνομικής ταυτότητας, καθώς και προεκλογικού υλικού του ΠΑΣΟΚ.

Σε βάρος των ανωτέρω σχηματίσθηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα για τα αδικήματα της αρπαγής ανηλίκου, της ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση, και της εκλογικής βίας, ενώ με εντολή εισαγγελέα τούς αφαιρέθηκε προσωρινά η επιμέλεια της ανήλικης. Στη «Βαλεντίνα» παρασχέθηκε ψυχολογική υποστήριξη, ενώ ειδικευμένοι παιδοψυχολόγοι συνεχίζουν τις εντατικές τους προσπάθειες να επικοινωνήσουν μαζί της καθότι μιλά μια δυσνόητη γλώσσα, αποκλειστικά με απανθίσματα λόγων του Γιώργου Παπανδρέου.

Σε συνεργασία με την Interpol, εξετάζονται ξανά υποθέσεις εξαφανισμένων παιδιών και καταγγελίες γονέων, ενώ έχουν σταλεί ντελάληδες σε όλους τους τσιγγάνικους μαχαλάδες και καταυλισμούς της Ευρώπης. Ύστερα από εντολή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, δίνεται στη δημοσιότητα φωτογραφία του κοριτσιού και μεταγεγραμμένο στα Ελληνικά δείγμα της ομιλίας της. Παρακαλείται όποιος πολίτης αναγνωρίζει την ίδια ή την γλώσσα της, να επικοινωνήσει με την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης:

«Προσηλωμένοι στο έργο συνέχισης των μεγάλων αλλαγών και αξιοποιώντας τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, δίνουμε προοπτική και ελπίδα ώστε να σταθεί η χώρα στα πόδια της, δημιουργούμε τις βάσεις για μια κοινωνία δικαίου, για μια Ελλάδα της αξιοπρέπειας και της αυτοπεποίθησης, για ένα καλύτερο αύριο, για την πράσινη και αειφόρο ανάπτυξη, για ανάπτυξη που εγγυάται ελπίδα, δουλειές για την νέα γενιά και δικαιοσύνη για όλους»



(ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 19:42) -- Εντοπίστηκε τελικά η μητέρα της «Βαλεντίνας» σε τσιγγάνικο καραβάνι στη Μολδαβία. Η ίδια, εμφανώς χαρούμενη και ανακουφισμένη, δήλωσε σε συνέντευξή της στα διεθνή ΜΜΕ:


Μάγκας Από Μικράκι

Με απασχολεί το θέμα με τους παλιούς μάγκες, στη μεσοπολεμική και μετακατοχική Ελλάδα. Συνήθως οι περιγραφές που διαβάζουμε για τη ζωή τους ζωγραφίζουν μια εντελώς λούμπεν εικόνα και εξαντλούνται σε μαχαίρια, χασίσια, μπαρμπούτι, παρανομία, πόρνες κ.λπ. Μόνο αυτό όμως ήταν οι παλιοί μάγκες; Πάνω εδώ έχω τρεις προκλήσεις. Αν πιστεύετε ότι οι παλιοί μάγκες ήταν μόνο μαχαίρια, χασίσια κ.λπ., τότε:

(1) Γιατί μέχρι σήμερα οι λέξεις μάγκας και μαγκιά έχουν τόσο θετικό πρόσημο; Θα το έχετε διαπιστώσει κι εσείς ότι σε πολλές περιστάσεις, το «είσαι μάγκας!» είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να πούμε σε κάποιον.

(2) Πώς κατάφεραν κι έφτιαξαν την πιο καταπληκτική μουσική παράδοση του σύμπαντος; (ίσως και των εναλλακτικών συμπάντων). Ούτε κι οι ίδιοι καλά-καλά δεν κατάλαβαν τι δημιούργησαν.

(3) Γιατί είχαν τόσο μεγάλη έλξη, ακόμα και σε μορφωμένους της εποχής, ακόμα και σε στρώματα της καλής κοινωνίας; Θυμηθείτε τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, τα ανφάν γκατέ που πήγαιναν ν’ ακούσουν τον Μάρκο, θυμηθείτε τον Χατζιδάκι που, από την Κατοχή ακόμα, σύχναζε στα μπουζουξίδικα και παρατηρούσε την μουσική και τους ανθρώπους της κ.α. Ο Ωνάσης ήταν που πήγαινε στον Ζαμπέτα, όχι ο Ζαμπέτας στον Ωνάση.

Δεν μπορεί, υπήρχε και κάτι παραπάνω σ’ αυτούς! Κάτι που χάσαμε, οι μάγκες δεν υπάρχουν πια. Αναζητώντας λοιπόν αυτό το χαμένο κάτι, θέλω να κάνω μια εικασία τονίζοντας δύο στοιχεία της παλιάς μάγκικης εμπειρίας που, νομίζω, δεν προσέχτηκαν όσο τους άξιζε: τα γλέντια και τα ταξίμια.


Συ Μου Χάραξες Πορεία
Για τους παλιούς μάγκες, τα γλέντια ήταν απαραίτητα σαν το νερό και τον αέρα, κομμάτι της ζωής τους. Από την αυτοβιογραφική διήγηση του Μιχάλη Γενίτσαρη, τότε που ήταν εξόριστος στη Νιο:

Άλλη μια φορά, θυμάμαι, ήτανε παραμονή Λαμπρή. Εγώ, ο Δελιάς και καμιά δεκαργιά άλλοι αποφασίσαμε να κάνουμε Λαμπρή μαζί όλοι. Αλλά πώς όμως, που απαγορευότανε; Μετά από τις εφτά το βράδυ έπρεπε να πάει ο καθένας να κοιμηθεί εκεί που είχε δηλώσει. Γιατί γινότανε και καμιά φορά έφοδο τη νύχτα από τέσσεροι –πέντε χωροφύλακες, και εάν δε σε έβρισκαν εκεί που είχες δηλώσει τη νύχτα, αλίμονό σου! ... Εμείς όμως δεν λογαριάσαμε τίποτα και είπαμε: Λαμπρή θα είναι, δεν θα μας κάνουνε τίποτα.
Και αποφασίζουμε εγώ, ο Δελιάς και καμιά δεκαργιά, ό,τι μας είχανε στείλει από τα σπίτια μας τα μαζέψαμε: αβγά, κουλούργια. Άλλοι χρεώσανε τα βιβλιάρια, άλλοι είχανε λεφτά. Και πάμε και σ’ ένα παράλυτο μπακάλη που τον λέγανε Χρήστο, και τον ψήνουμε – γιατί ήτανε κι αυτός παραδόπιστος, για τη δραχμή έκανε τούμπα – και μας γεμίζει μια νταμιτζάνα τσικουδιά, σκέτο οινόπνευμα. Και την παραμονή το βράδυ, μετά το παρών, ένας-ένας φεύγουμε.
Μισό χιλιόμετρο πιο πάνω, σ’ ένα νεκροταφείο μέσα ανταμωθήκαμε όλοι, για να κάνουμε εκεί Λαμπρή. Εγώ είχα πάρει του Αντώνα το μπουζούκι. Και αρχινάμε το φαγοπότι και πίνουμε, τραγουδάμε και χορεύουμε, και αρχινάμε τις πλάκες με τις νεκροκεφαλές που ήντουσαν σε ένα χωνευτήρι. Έχει κόψει ένας Γιάννης Μαρτσέλος καμιά δεκαριά καλάμια, κάνα μέτρο, τα ‘χει μπήξει στη γης και τους έχει βάλει από μια νεκροκεφαλή απάνω και τους κάνει πειράματα. Έλεγε:
Αυτός εδώ είχε καράφλα. Αυτός εδώ το κρανίο του είναι στενό – θα ‘τανε μπινές.
Εμείς πίναμε και γελάγαμε στο «σαλόνι» μας – το νεκροτομείο. Άξαφνα βλέπουμε απόξω φακούς αναμμένους και ακούμε φωνές να μας λένε: Εβγάτε όξω!
Ω μανούλα μου! Είχε μαζευτεί όλου του χωργιού οι άντρες και βαστάγανε από ένα ραβδί στο χέρι, και μαζί και η χωροφυλακή. Και μας βγάζουνε έξω σαν τα πρόβατα, μας κύκλωσαν και μας βαράγανε (σελ. 53-54). 

Γλέντια κοσμοϊστορικά, εντάσεως 7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Θέλω να ελπίζω ότι όλοι γνωρίζουμε από πρώτο χέρι το αντικείμενο, τι εστί γλέντι. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι να μεταφράσεις τη λέξη στα αγγλικά: party ή και feast είναι οι πλησιέστεροι όροι που μου έρχονται στο μυαλό, όμως δε νομίζω ότι αποδίδουν πλήρως το νόημα. Ούτε και ο Michael Herzfeld του Χάρβαρντ το νομίζει• γι’ αυτό και στην εθνογραφία που έκανε τη δεκαετία του ’80 σ’ ένα ορεινό χωριό του Ρεθύμνου, αφήνει τη λέξη αμετάφραστη. Ίσως οι παρατηρήσεις του για τα γλέντια των ορεινών Ρεθυμνιωτών έχουν κάτι να πουν και για τα παλιά μάγκικα γλέντια:

Few excuses are needed by the villagers for a social gathering with all the merriment, music, dancing, food, and drink that constitute a true ghlendiGhlendia are major contexts for the structuring of social experience … Their collective experience has proved so bitter and so full of danger and contradiction that their only salvation lies in defiant laughter … It is in joking with the terrible that they draw meaning from their tension-ridden lives (σελ. 8 της εισαγωγής).

Πιστεύω πως ο Herzfeld χτυπάει φλέβα σ’ αυτά που λέει. Όπως οι ορεινοί Ρεθυμνιώτες του ‘80, έτσι κι οι παλιοί μάγκες ζούσαν σκληρή ζωή και πολλοί από αυτούς πέθαιναν νέοι. Έτρωγαν φρίκες, κι όμως κατάφερναν να γελάνε με τη φρίκη. Αυτό ήταν τα γλέντια που έστηναν συνεχώς: “joking with the terrible”. Όχι απλή ψυχαγωγία, αλλά σωτηρία της ψυχής.

Τώρα... υπάρχει κάτι περίεργο με τα γλέντια: δεν παραγγέλνονται ούτε προγραμματίζονται εύκολα! Μπορεί να έχεις όλα τα στοιχεία – τους κατάλληλους ανθρώπους, τη μουσική, το κρασί, τη σωστή διάθεση κ.λπ. – όμως αυτό που θα βγει τελικά να μην είναι πραγματικό γλέντι, αλλά κάτι πιο προβλέψιμο και ακίνδυνο, ας πούμε πάρτι. Αντιθέτως, κάποιες άλλες φορές, χωρίς καμία εμφανή αιτία, μια τυχαία συνάντηση ή ένα ντεκαφεϊνέ πάρτι μπορεί να ξεφύγει και να μεταλλαχθεί σε γλέντι. Διότι το πραγματικό γλέντι, όπως όλοι ξέρουμε, γράφεται με κεφαλαίο γάμα, χαράζει πορεία• η ζωή κατόπιν διακρίνεται σε π.Γ. και μ.Γ. (= προ Γλεντιού και μετά Γλεντιού). Μετά από ένα πραγματικό γλέντι δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος, έχεις γίνει ένα διαφορετικό ον. Το πάρτι, δηλαδή αυτό που μπορεί να παραγγελθεί, ίσως είναι πολύ ευχάριστη εμπειρία, όμως δεν χαράζει πορεία (τα ξέρουμε αυτά από πρώτο χέρι, έτσι;). Συνεχίζεις να είσαι ο ίδιος άνθρωπος πριν και μετά. Όμως αυτό που νοηματοδοτεί τον βίο εκ νέου και σε κάνει να γελάς ακόμα και με τη φρίκη, είναι αυτό που δεν μπορεί να προγραμματιστεί εύκολα.

Οπότε λοιπόν το γλέντι δεν είναι αναλυτικό φαινόμενο, δεν ανάγεται σε ατομικά στοιχεία που συνδυάζονται με νομολογικό τρόπο για να δώσουν ντετερμινιστικά το αποτέλεσμα. Δεν ισχύει, δηλαδή, κάποια φόρμουλα: Γιάννης + Μαρία + Γιώργος + Ελένη + κρασί + μουσική = γλέντι. Το θέμα δεν τόσο ο Γιάννης ή η Μαρία, το θέμα είναι να συντρέξουν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε ο Γιάννης κι η Μαρία να βγάλουν έναν άλλον εαυτό από μέσα τους, που ούτε κι οι ίδιοι δεν ήξεραν ότι υπήρχε. Να δημιουργηθεί μια αλυσιδωτή αντίδραση κεφιού, όπου ο ένας να σπρώχνει τον άλλον, ο ένας να κάνει πάσες στον άλλον, ώστε η κατάσταση σταδιακά να ξεφύγει από τον έλεγχο και να γεννηθεί κάτι καινούργιο, το άθροισμα των μερών να ξεπεράσει το σύνολο. Επιπλέον, το γλέντι εξαρτάται έντονα από τα ευρύτερα συμφραζόμενα. Μια λάθος κουβέντα εκεί που το πράγμα αρχίζει να ζεσταίνεται, ένας απρόσκλητος επισκέπτης, μια τηλεόραση που έπρεπε να είχε κλείσει, ένα κινητό που θα χτυπήσει τη λάθος στιγμή, κι η κατάσταση θα ξενερώσει• το σύνολο θα ξαναγίνει ίσο με το άθροισμα των μερών του. Το γλέντι λοιπόν είναι θεμελιωδώς αναδυόμενο (emergent) φαινόμενο και έντονα context-dependent, εξαρτάται από τα συμφραζόμενα.

Κάτι παρόμοιο και με τα ταξίμια στη μουσική:


Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε
Τα ταξίμια – γενικότερα, οι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί – δεν είναι εύκολη υπόθεση! Χρειάζεται εμπειρία και ωριμότητα να τα αποτολμήσει κάποιος, κι όποιοι από σας είστε του μουσικού χώρου, νομίζω, θα συμφωνήσετε αμέσως. Είναι αυθόρμητη επινόηση μουσικών λύσεων σε πραγματικό χρόνο και μπροστά σε κοινό. Από την άλλη, δεν είναι και μουσική αναρχία, ο μουσικός δεν παίζει στην τύχη. Έχουν, ας πούμε, «ημι-δομή»: ο εκτελεστής ξεκινά από μια μελωδία, έναν μουσικό δρόμο ή έναν ρυθμό, και πάνω εκεί αρχίζει να εξερευνεί δοκιμαστικά, να κάνει μικρότερες και μεγαλύτερες αλλαγές. Προσέχει αδιάληπτα αυτές τις δοκιμές, κι αν κάτι του κάνει κλικ, το κρατά και συνεχίζει να χτίζει πάνω του. Τα πετυχημένα ταξίμια – οι πετυχημένοι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί – γίνονται αντιληπτά από τον μουσικό ακριβώς έτσι: συνεχείς δοκιμές και αυθόρμητες εμπνεύσεις της στιγμής, μια ακολουθία από μικρά κλικ που οδηγούν σε μεγαλύτερα κλικ και καταλήγουν στο μεθυστικό σοκ, Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Ο Jumanee Smith, τζαζ τρομπετίστας, περιγράφει εδώ (από 32:21 ως 32:56) την εμπειρία αυτού του σοκ: “Sometimes I’m surprised myself, sometimes I listen back to something I played and be like, oh man, did I play that?!

(Παρένθεση: Νομίζω πως όπου έτυχε, για κοινωνικούς, πολιτικούς ή άλλους λόγους, να εμφανιστεί αυτή η διάκριση μεταξύ κατεστημένης και λαϊκής μουσικής - «υψηλής» και «ευτελούς», αντίστοιχα - τότε η πρώτη έτεινε να λειτουργεί με πιστές αναπαραγωγές κάποιου μουσικού υλικού, ενώ η δεύτερη έτεινε να περιλαμβάνει αυτοσχεδιασμούς. Αυτή είναι η εντύπωση που έχω, ας το επιβεβαιώσει όμως κάποιος που έχει καλύτερη εικόνα για την ιστορία της μουσικής)

Είναι λοιπόν και τα ταξίμια ένα αναδυόμενο (emergent), μη-ντετερμινιστικό φαινόμενο. Κάτι εντελώς διαφορετικό από την κλασική σύλληψη της μουσικής δεξιοτεχνίας, η οποία έχει να κάνει με πιστές αναπαραγωγές μουσικού υλικού! Για να γίνεις μάστορας του αυτοσχεδιασμού πρέπει να αφήσεις πίσω την κλασική σύλληψη και να πάρεις ρίσκα: δεν θα έχεις από κάτι να κρατηθείς, κάτι προμελετημένο, καρφωτό και δουλεμένο να αναπαραγάγεις. Οι ποιότητες που απαιτεί ο αυτοσχεδιασμός είναι η συνεχής δημιουργία και η αυθόρμητη απόκριση στις ιδιαιτερότητες της στιγμής. Δεν ελέγχεις αυτό που παίζεις, δεν ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Ο Austin Peralta, τζαζ πιανίστας, μιλά εδώ (από 37:38 ως 38:38) για τους κλασικούς σπουδαστές της μουσικής, που έρχονται σε επαφή με το αυτοσχεδιαστικό παίξιμο της τζαζ και τα χάνουν. Μπορεί να είναι περίφημοι εκτελεστές, όμως έχουν μάθει να κρατιούνται από κάπου, να αισθάνονται το μουσικό τους καθήκον ως αναπαραγωγική πιστότητα του προετοιμασμένου υλικού, οπότε τα χάνουν μπροστά σ’ αυτό το καινούργιο μουσικό καθήκον, την αυθόρμητη δημιουργική απόκριση στις ιδιαιτερότητες της στιγμής. Έσω ανοιχτός, τολμηρός, αφουγκραστικός, πάψε να ελέγχεις αυτό που παίζεις, μη θες να έχεις κάτι να κρατηθείς: αυτές είναι οι ποιότητες του αυτοσχεδιασμού. Μόνο έτσι όμως μπορεί να γίνει αυτό το κλικ και να φτάσεις στο μεθυστικό σοκ: Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Ή στα ύψη ενός μάστορα του είδους, όπως π.χ. ο John Coltrane, που αυτοσχεδίαζε με τις ώρες, χωρίς σταματημό, ξεδιπλώνοντας το ένα αριστούργημα μετά το άλλο.


Η Στιγμή, το Μέρος, οι Άνθρωποι και η Μαστοριά
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που άκουσε να συζητιέται ότι ο Νταούντ του Σαχίλ ήταν ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του κόσμου. Μεγάλη επιθυμία τον κατέλαβε να τον ακούσει. «Φέρτε τον εδώ», διέταξε.

Ο τελετάρχης του βασιλιά πήγε στο σπίτι του Νταούντ, όμως ο βασιλιάς των τραγουδιστών απάντησε: «Αυτός ο βασιλιάς σας δεν ξέρει από τραγούδι. Αν θέλει απλώς να δει τον Νταούντ, τότε θα έρθω. Αν θέλει όμως να μ’ ακούσει να τραγουδώ, τότε θα πρέπει να περιμένει, όπως όλος ο κόσμος, μέχρι να έρθω στα μεράκια. Ο Νταούντ έγινε σπουδαίος τραγουδιστής επειδή ξέρει πότε είναι η στιγμή για τραγούδι και πότε όχι. Αν γνώριζε αυτό το μυστικό, τότε κι ένας γάιδαρος θα γινόταν σπουδαίος τραγουδιστής».

Ο βασιλιάς θύμωσε όταν έλαβε το μήνυμα: «Υπάρχει κάποιος που να τον αναγκάσει να τραγουδίσει για μένα; Αυτός μεν τραγουδάει μόνο όταν έρθει στα μεράκια, εγώ όμως θέλω να τον ακούσω τώρα».

Τότε ένας δερβίσης βγήκε μπροστά και είπε στον βασιλιά: «Έλα να επισκεφτούμε μαζί τον τραγουδιστή».

Ο βασιλιάς σηκώθηκε αμέσως, έβαλε ένα απλό ρούχο κι ακολούθησε τον δερβίση ως το σπίτι του τραγουδιστή. Χτύπησαν την πόρτα κι ο Νταούντ από μέσα φώναξε: «Δεν τραγουδάω σήμερα, φύγετε κι αφήστε με ήσυχο».

Ο δερβίσης τότε κάθισε κάτω κι άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο τραγούδι του Νταούντ. Ο βασιλιάς θαύμασε τη γλυκιά φωνή του, δεν ήταν όμως και κανένας μάστορας της μουσικής: δεν κατάλαβε ότι ο δερβίσης το τραγούδισε επίτηδες παράφωνα, ώστε να τσιμπήσει ο Νταούντ. «Ω, τι γλυκιά μελωδία», είπε ο βασιλιάς, «τραγούδισέ το πάλι, σε παρακαλώ».

Τη στιγμή εκείνη όμως ο Νταούντ τσίμπησε κι άρχισε να τραγουδάει, να τους δείξει πώς το κάνουν. Κι από τις πρώτες νότες ακόμα, ο δερβίσης κι ο βασιλιάς τα έχασαν, έμειναν άφωνοι με το αηδόνι του Σαχίλ και την τελειότητα της μουσικής του.

Όταν το τραγούδι τέλειωσε, ο βασιλιάς κανόνισε να σταλεί ένα γενναίο δώρο στον Νταούντ, και είπε στον δερβίση: «Μα τι σοφός που είσαι! Σε παραδέχομαι, που κατάφερες κι έκανες το Αηδόνι να τραγουδίσει. Θέλω να γίνεις σύμβουλός μου».

Ο δερβίσης όμως απάντησε απλά: «Μεγαλειότατε, για ν’ ακούσεις το τραγούδι πρέπει να υπάρχει κάπου ο τραγουδιστής, πρέπει εσύ να είσαι παρών, πρέπει να υπάρχει επίσης και κάποιος ή κάτι που να εμπνεύσει, να προκαλέσει το τραγούδι. Έτσι είναι με όλα στη ζωή: η στιγμή, το μέρος, οι άνθρωποι και η μαστοριά».


Σε Ώμους Γιγάντων 
Τα πολλά λόγια όμως είναι φτώχια. Ας πάμε να το δούμε πώς γίνεται στην πράξη πατώντας σε ώμους γιγάντων:



Ακούστε έξυπνα το παραπάνω απόσπασμα Ζαμπέτα – Χατζιδάκι, από ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή του παλιού Τρίτου Προγράμματος. Προσπαθείστε να καταλάβετε τι παίζει, τι είναι αυτό που γίνεται μέσα στο στούντιο. Να σας πω εγώ τι καταλαβαίνω:

00:00 – 00:41. Ο Ζαμπέτας ξεκινά υποτονικός. Ο Χατζιδάκις προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του δερβίση και να τον ξυπνήσει, του ζητά να αυτοσχεδιάσει. Στο 00:08 του θυμίζει τον παλιό αυτοσχεδιασμό του από την Οδό Ονείρων, μήπως και τον εμπνεύσει. Ο Ζαμπέτας το δοκιμάζει λίγο αλλά το αφήνει και στο 00:31 αντιπροτείνει το Πάμε Μια Βόλτα στο Φεγγάρι, αβρότητα προς τον οικοδεσπότη.

00:41 – 04:04. Παίζουν μαζί το τραγούδι του Χατζιδάκι και το αποτέλεσμα είναι ωραίο – δηλαδή παραείναι ωραίο και τακτοποιημένο για να είναι αυθόρμητο, καταλαβαίνω ότι ο Ζαμπέτας το είχε προετοιμάσει. Δεν είμαστε ακόμα στην επικράτεια του ταξιμιού. Μόνο από το 02:52 ως το 03:19 πάει να γίνει κάτι, οι πενιές ακούγονται κάπως αμφίβολες και πειραματικές, όμως στο 03:19 ο Ζαμπέτας ξαναγυρνά σε καλοδουλεμένες φόρμες, μουσικά κλισέ τα οποία ένας έμπειρος μουσικός έχει πάντα στο τσεπάκι του.

04:04 – 07:06. Ο Ζαμπέτας αρχίζει να παίζει το Αητός Χωρίς Φτερά, δεύτερη προετοιμασμένη αβρότητα προς τον οικοδεσπότη. Ο Χατζιδάκις τον κόβει, καταλαβαίνει ότι η κατάσταση είναι στημένη. Του ζητά «να πάμε στις παλιές, τις αρχικές πηγές του μπουζουκιού», κι ο Ζαμπέτας αυθόρμητα θυμάται το Σάχτονε Σταύρο Σάχτονε.

07:06 – 13:39. O Ζαμπέτας παίζει και τραγουδάει με κέφι το τραγούδι του Βαμβακάρη (επιτέλους, φύγαμε από τα φεγγάρια και τους άφτερους αετούς). Τώρα πια δεν ακούγεται υποτονικός. Στο 08:27 ο Χατζιδάκις προτείνει το Απ’ Της Ζέας το Λιμάνι, ο Ζαμπέτας το δοκιμάζει αλλά δεν του βγαίνει, ο Χατζιδάκις ξαναγυρνά στο Σάχτονε Σταύρο Σάχτονε και ζητά ένα ταξίμι πάνω σ’ αυτό. Κατάλαβε ότι το τραγούδι δούλεψε για τον Ζαμπέτα. Αυτός ξεκινά το ταξίμι, αρχίζει να απογειώνεται, στην πορεία παίζει τη Γάτα του Μάθεση (αυτήν που ‘ρχεται με ποντικάκια και μου κάνει κορδελάκια), του έρχεται κατόπιν το Καταραμένη Φτώχεια του Απόστολου Χατζηχρήστου. Τώρα είναι ασταμάτητος.

13:39 – τέλος. Ο Χατζιδάκις κατάλαβε ότι το πράγμα ζεστάθηκε και του ζητά να αυτοσχεδιάσουν μαζί. Από το 13:54 και μετά ακούμε ταξίμι υψηλού επιπέδου. Στα υπόλοιπα οκτώ λεπτά, ο Ζαμπέτας παίζει συνεχώς, δεν αφήνει τα δάχτυλά του από το μπουζούκι, δοκιμάζοντας κατά καιρούς περίεργους ήχους, εξερευνώντας διάφορους δρόμους, και κλείνοντας τελικά με το Ραδίκι (κάθονται δυο πιτσιρίκοι, άιντε, το ‘να πόδι απάνω στ’ άλλο κ.λπ.).

Γι’ αυτά τα οκτώ λεπτά ασταμάτητου και υπέροχου ταξιμιού έγινε λοιπόν όλη η ιστορία. Μην παραλείψετε όμως να σημειώσετε και την ευφυΐα του Χατζιδάκι: έπαιξε σωστά τον ρόλο του δερβίση. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε μείνει στα δικά του τραγούδια (σίγουρα ο Ζαμπέτας θα είχε προετοιμάσει κι άλλα), όμως ήθελε να προσφέρει στους ακροατές κάτι με αξία, κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα. Οπότε, πολύ σωστά έστρεψε την κατάσταση προς τις «αρχικές πηγές του μπουζουκιού». Ίσως αυτό να προσφέρει και μια νύξη για την επικοινωνία του Χατζιδάκι με τους παλιούς μάγκες, ήδη από τον καιρό της Κατοχής ακόμα. Δεν ήταν ένας από αυτούς και, προς τιμήν του, δεν καμώθηκε ποτέ ότι ήταν ένας από αυτούς. Όμως (επίσης προς τιμήν του) ούτε τους κοιτούσε αφ’ υψηλού ούτε τους εξιδανίκευσε: απλά καταλάβαινε ότι αυτό που κάνουν, τόσο στο μπουζούκι όσο και στη ζωή τους, έχει αξία. «Εσείς παίζατε, εγώ άκουγα προσεκτικά», όπως λέει κάποια στιγμή στο απόσπασμα.


Επίλογος 
Ας προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε λίγο τις παραπάνω σκέψεις: Οι παλιοί μάγκες δημιούργησαν μια καταπληκτική μουσική παράδοση, χωρίς να το καταλάβουν κι οι ίδιοι πώς το έκαναν. Όπως ακριβώς κι ο μουσικός αυτοσχεδιαστής παθαίνει σοκ στις υψηλές σφαίρες του ταξιμιού, Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Δημιουργείς κάτι που σε ξεπερνάει, βγάζεις από μέσα σου κάτι που ούτε εσύ ο ίδιος δεν ήξερες ότι υπήρχε. Το βιοτικό αντίστοιχο του ταξιμού είναι το γλέντι, δηλαδή αλυσιδωτή αντίδραση κεφιού, στα πλαίσια μιας παρέας, που κορυφώνεται σε ένα Όλον μεγαλύτερο από το άθροισμα των Μερών του. Αν η παρέα γεννήσει κάτι που την ξεπερνάει, τότε η κατάσταση καλείται γλέντι. Και ειδικά όταν ο βίος είναι ζοφερός και τυραννικός, όπως συνέβαινε με τους παλιούς μάγκες, μόνο το γλέντι μπορεί να προσφέρει αυτό το κάτι παραπάνω που να σε κάνει να γελάσεις ακόμα και με τη φρίκη, όχι το ελέγξιμο, ντεκαφεϊνέ, ακίνδυνο πάρτι. Όμως και τα δύο φαινόμενα, το ταξίμι και το γλέντι, ούτε προγραμματίζονται ούτε παραγγέλνονται εύκολα• είναι θεμελιωδώς μη-αναλυτικά, μη-ντετερμινιστικά και context-dependent (εξαρτώνται από τα ευρύτερα συμφραζόμενα). Οπότε, ίσως μπορούμε να δοκιμάσουμε κάποιους ορισμούς εδώ:

Ταξίμι = Χρήση του εξωτερικού κόσμου, υπό μορφή μπουζουκιού, ως τηλέφωνο για να επικοινωνήσεις με τον εαυτό σου.

Γλέντι = Βιοτικό ταξίμι, η συνέχιση του ταξιμιού με άλλα μέσα.

Μαγκιά = Αλλαγή κοσμοθεώρησης απέναντι στη ζωή: παύεις να έχεις τον έλεγχο, να ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα και να κρατιέσαι πάντα από κάτι, έναντι αυθόρμητης δημιουργικής απόκρισης στις ιδιαιτερότητες της στιγμής.


Επίλογος του Επιλόγου
Ο Κάρολος Μιλάνος κεντά στο μπουζούκι (σόλο που κέρδισε το Βραβείο ΕΨΑ, 1958):



to be continued

Κάδρο Στην Εικόνα


Ως γνωστόν, καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι φυσικά, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, π.χ. αυτοάμυνα σε επίθεση, μόνο ο Γκάντι θα την καταδίκαζε αυτήν. Ποιες είναι όμως, στην πράξη, αυτές οι λίγες περιπτώσεις μη-καταδικαστέας βίας; Εδώ τα πράγματα αρχίζουν να μην είναι απλά... Στην πράξη, το θέμα καταλήγει όχι τόσο στο ίδιο το περιστατικό της βίας, αλλά σ’ αυτόν που το περιγράφει και το μεταδίδει: πόσα συμφραζόμενα επιλέγει να αναφέρει, πόσο κάδρο βάζει ο φωτογράφος στην εικόνα. Διότι ανάλογα με το κάδρο, αλλάζει και η κατηγορία της βίας – αν είναι από τις λίγες δικαιολογημένες περιπτώσεις ή αν είναι καταδικαστέα απ’ όπου κι αν προέρχεται. Μια τεχνική να λες ψέματα χρησιμοποιώντας αλήθειες.

Με βλέπετε σε μια φωτογραφία να σηκώνω τα μανίκια μου για καβγά, οπότε φυσικά με καταδικάζετε απ’ όπου κι αν προέρχομαι. Αν όμως ο φωτογράφος έβαζε και κάδρο στην εικόνα, θα φαίνονταν οι δυο νταήδες που ετοιμάζονταν να μου την πέσουν, οπότε τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Εδώ ποιον καταδικάζουμε; 

Ας το δείξω όμως πώς γίνεται στην πράξη με ένα πραγματικό παράδειγμα – επιλέγω μακρινές περιπτώσεις, για να μη ρίξω λάδι στη φωτιά. Κάντε μόνοι σας τους παραλληλισμούς με την ελληνική πραγματικότητα:

Στις 14 Φεβρουαρίου 2005, τρεις βόμβες εξεράγησαν σε ισάριθμες πόλεις των Φιλιππινών, τραυματίζοντας και σκοτώνοντας αθώους περαστικούς. Την ευθύνη ανέλαβε ισλαμική οργάνωση σχετιζόμενη με την Αλ Κάιντα. Δείτε δύο διαφορετικές εκδοχές αυτής της είδησης (από το Peace Journalism του Jake Lynch, 2007). Η πρώτη είναι περίπου έτσι όπως μεταθόδηκε σε μεγάλα αμερικάνικα ΜΜΕ – και, υπόψη, δεν υπάρχει κανένα ψέμα, κανένα χαλκευμένο στοιχείο στα παρακάτω:



Φωνή ρεπόρτερ: Η μέρα της αγάπης κατέληξε σε βράδυ μίσους στις Φιλιππίνες. Μια βόμβα εξεράγη σε πολυσύχναστη στάση λεωφορείων, σε μια από τις κεντρικότερες περιοχές της Μανίλα, σκοτώνοντας 3 περαστικούς και τραυματίζοντας δεκάδες άλλους.


Φωνή ηθοποιού μεταφράζει τα λόγια αυτόπτη μάρτυρα: Άκουσα μια δυνατή έκρηξη, είδα σπίθες, και μετά καπνό. Γύρω-γύρω πετούσαν διάφορα πράγματα κι επικρατούσε τέτοιος πανικός ώστε έφυγα τρέχοντας.


Φωνή ρεπόρτερ: Η έκρηξη αυτή ήρθε μετά από δύο άλλες εκρήξεις στις πόλεις Νταβάο και Χενεράλ Σάντος, στο νησί Μιντανάο, έδρα της οργάνωσης Αμπού Σαγιάφ, η οποία ανέλαβε την ευθύνη. Ο κορυφαίος Αμερικανός διπλωμάτης στις Φιλιππίνες τονίζει ότι χρειάζεται αποφασιστική δράση ώστε το νησί Μιντανάο να μην κυλίσει στην αναρχία.


Τζόζεφ Μουσομελί, Αμερικανός πρέσβης στις Φιλιππίνες: Συγκεκριμένες περιοχές του Μιντανάο βρίσκονται εκτός ελέγχου, τα σύνορά τους είναι τόσο διάτρητα, ώστε το νησί κινδυνεύει να γίνει ένα νέο Αφγανιστάν. Συγνώμη για το φτηνό λογοπαίγνιο, όμως το Μιντανάο είναι σχεδόν η Μέκκα της τρομοκρατίας.


Ρεπόρτερ: Η οργάνωση Αμπού Σαγιάφ είπε ότι αυτές οι εκρήξεις είναι μήνυμα προς την πρόεδρο Αρόγιο, εκδίκηση για στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον Ισλαμιστών αυτονομιστών στις Νότιες Φιλιππίνες, ένα από τα κυριότερα πεδία παγκοσμίως του Πολέμου Ενάντια στην Τρομοκρατία. Ανώτατοι αξιωματούχοι είπαν ότι τα χρήματα και η τεχνογνωσία προήρθαν από την οργάνωση Τζεμάα Ισλαμίγια, τοπικό πλοκάμι της Αλ Κάιντα.


Ρεπόρτερ: Το γραφείο της προέδρου Αρόγιο δήλωσε ότι οι βόμβες δεν πρόκειται να κάμψουν την αποφασιστική τους στάση. Ο αριθμός των νεκρών εντωμεταξύ έχει φτάσει τους έντεκα, ενώ οι τραυματίες, και στις τρεις πόλεις, περιθάλπτονται.


Φωνή ηθοποιού μεταφράζει τα λόγια αυτόπτη μάρτυρα: Ήμουν σ’ ένα άλλο λεωφορείο, κοντά στην τρίτη πόρτα, όταν ξαφνικά το λεωφορείο πίσω μας εξεράγη.


Φωνή ηθοποιού μεταφράζει τα λόγια άλλου αυτόπτη μάρτυρα: Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη, πράγματα άρχισαν να πετάνε. Αυτά είναι όσα θυμάμαι, μετά έχασα τις αισθήσεις μου.


Φωνή ρεπόρτερ: Ο αγώνας των Φιλιππινών ενάντια στην τρομοκρατία και η πρόοδός τους στην εξάλειψη θυλάκων αντίστασης στο Μιντανάο θα παρακολουθείται στενά από την Ουάσινγκτον, η οποία συντονίζει την παγκόσμια μάχη εναντίον της Αλ Κάιντα.


Φριχτό, πραγματικά. Μαζί με την κυβέρνηση Μπους, το καταδικάζουμε απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ας δούμε όμως και μια εναλλακτική μετάδοση των ίδιων συμβάντων, η οποία δεν έπαιξε τόσο πολύ σε μεγάλα αμερικάνικα ΜΜΕ – και πάλι δεν υπάρχει ούτε ένα ψέμα, ούτε ένα χαλκευμένο στοιχείο στα παρακάτω:


Φωνή ρεπόρτερ: Πικρή η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου στις Φιλιππίνες: βόμβες τραυμάτισαν και σκότωσαν περαστικούς στην πρωτεύουσα Μανίλα, καθώς και σε δύο νότιες πόλεις, Νταβάο και Χενεράλ Σάντος. Ιατρικές ομάδες περιθάλπτουν τους τραυματίες καθώς ο αριθμός των νεκρών έχει φτάσει τους έντεκα.


Φωνή ηθοποιού μεταφράζει τα λόγια αυτόπτη μάρτυρα: Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη, πράγματα άρχισαν να πετάνε. Αυτά είναι όσα θυμάμαι, μετά έχασα τις αισθήσεις μου.


Φωνή ρεπόρτερ: Την ευθύνη των επιθέσεων ανέλαβε η οργάνωση Αμπού Σαγιάφ, ως εκδίκηση, όπως είπαν, για θανάτους πολιτών κατά τη διάρκεια πρόσφατων στρατιωτικών επιχειρήσεων στις Νότιες Φιλιππίνες. Οι στρατιωτικές αυτές επιχειρήσεις ξεσήκωσαν μια σειρά αντιδράσεων τόσο από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και από ομάδες της αντιπολίτευσης, με το αίτημα να απομακρυνθούν οι στρατιώτες και να διερευνηθούν διάφορες κατηγορίες κακοποίησης.



Φωνή ρεπόρτερ: Ο Ρίτσαρντ Μπουλάνι βρίσκεται στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί αγωνίζονται να σώσουν το δεξί του χέρι. Τρία μέλη της οικογένειάς του σκοτώθηκαν σε μια, όπως λέει ο ίδιος, σκόπιμη στρατιωτική επίθεση στο νησί Μιντανάο.


Ο ρεπόρτερ συνοψίζει τα σχόλια του Μπουλάνι: Μας πυροβόλησαν χωρίς καμία αφορμή. Είδα κάποια από τα πρόσωπά τους και ορκίστηκα ότι μια μέρα θα τα δω στην αίθουσα του δικαστηρίου.


Φωνή ρεπόρτερ: Οι στρατιώτες που τον πυροβόλησαν αρνήθηκαν να μιλήσουν στην κάμερα. Ο στρατός, με ανακοίνωσή του, ισχυρίζεται ότι η οικογένεια Μπουλάνι ήταν «κομμουνιστές τρομοκράτες», κάτι που οι ίδιοι αρνούνται.



Ρεπόρτερ στην κάμερα: Η αστυνομία προειδοποιεί για περισσότερες επιθέσεις σε πολιτικούς στόχους, όπως στάσεις λεωφορείων και πάρκα. Εκπρόσωπος της προέδρου Αρόγιο δήλωσε ότι δεν πρόκειται να κάνουν πίσω από τον Πόλεμο Ενάντια στην Τρομοκρατία. Όμως οι κάτοικοι των Φιλιππινών, τόσο στη Μανίλα όσο και στο Μιντανάο, κινδυνεύουν να παγιδευτούν σε έναν κύκλο βίας, όπου κάθε καινούργια θηριωδία θα ανεβάζει απλώς το επίπεδο του μίσους σε όλες τις πλευρές.


Φωνή ρεπόρτερ: Η πρόεδρος Αρόγιο ετοιμάζεται να ξεκινήσει συνομιλίες με τους μουσουλμάνους αυτονομιστές στο Μιντανάο. Όμως κάποιοι αναλυτές εδώ προειδοποιούν ότι η στρατιωτική καταστολή και τα σκληρά λόγια δεν αποτελούν το καλύτερο δυνατό υπόβαθρο για ειρήνευση.


Τώρα δεν είναι το ίδιο... Τώρα η καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται πιάνει τόσο την Αμπού Σαγιάφ όσο και την κυβέρνηση Αρόγιο. Πόσες τέτοιες «ειδήσεις» της πρώτης κατηγορίας έχουμε καταπιεί αμάσητες; Ψέματα μέσω αληθειών, όπου ο φωτογράφος απλά επέλεξε να μη βάλει κάδρο στην εικόνα; Κάντε μόνοι σας τους παραλληλισμούς με την Ελλάδα, ή με οτιδήποτε άλλο, αν κρίνετε ότι υπάρχουν. Ο Richard Perle πάντως, ένα από τα γεράκια του Μπους και του Ρήγκαν, το είχε πιάσει αυτό το σημείο και έλεγε: «Πρέπει να θεωρήσουμε την τρομοκρατία εκτός συμφραζομένων. Κάθε απόπειρα να συζητήσουμε τις ρίζες της, είναι και μια απόπειρα να την δικαιολογήσουμε ... Πρέπει απλά να την πολεμήσουμε και να την εξαφανίσουμε». Δηλαδή, μη βάζεις κάδρο στην εικόνα, απλά είν’ τα πράματα, υπάρχουν Καλοί και Κακοί άνθρωποι στον κόσμο, σαν ουέστερν του ’50.

Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα για εικόνες και κάδρα, από τον ίδιο τον μετρ του κάδρου:

Όλοι συμφωνούμε ότι η παραπλάνηση της δικαιοσύνης, η ψευδομαρτυρία και η υπόθαλψη επικίνδυνου εγκληματία οφείλει να καταδικάζεται απ’ όπου κι αν προέρχεται. Έτσι δεν είναι; Αναφέρομαι, φυσικά, στους Άθλιους του Ουγκώ. Και, συγκεκριμένα, στη σκηνή που ο επίσκοπος Μυριήλ ψεύδεται στους αστυνόμους να γλιτώσει τον πρώην κατάδικο 24601, γνωστό και ως Γιάννη Αγιάννη:



Υπόθαλψη επικίνδυνου εγκληματία, παραπλάνηση της δικαιοσύνης και ψευδομαρτυρία: τις καταδικάζουμε απ’ όπου κι αν προέρχονται 


Μόνο που ο Ουγκώ βάζει ΠΟΛΥ κάδρο στην εικόνα! Αφιερώνει όλες τις 58 πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος να μας πει την ιστορία του Γιάννη Αγιάννη, που πέρασε 19 χρόνια στη φυλακή επειδή έκλεψε μια φρατζόλα ψωμί να ταΐσει τα παιδιά της αδερφής του, ενώ ακόμα κι όταν αποφυλακίστηκε, όλοι του κλείναν τις πόρτες και τον πετούσαν στον δρόμο• να μας πει την ιστορία του επίσκοπου Μυριήλ, που έδινε τον μισθό του στους φτωχούς, αρνήθηκε το επισκοπικό μέγαρο και ζούσε λιτά σε ένα φτωχοκομείο, το οποίο ήταν πάντα ανοιχτό για όλους και η πόρτα του δεν κλείδωνε ποτέ. Και που «δεν καταδίκαζε κανέναν βιαστικά, χωρίς να λάβει υπόψη του τις περιστάσεις», όπως έγραφε ο Ουγκώ, «δεν είχε καμία σχέση με την απολυτότητα του άκαμπτου ηθικολόγου» (περισσότερο για μας, τους αναγνώστες, τα λέει αυτά, να μας δείξει ότι πρέπει να βάζουμε κάδρο στην εικόνα). Οπότε, εντελώς φυσιολογικά, όταν φτάνει η στιγμή που ο επίσκοπος ψεύδεται στους αστυνόμους, κανείς μας δεν βλέπει «υπόθαλψη εγκληματία», «ψευδομαρτυρία» και «παραπλάνηση της δικαιοσύνης» – εκτός αν είναι πολύ διεστραμμένος ή ο επιθεωρητής Ιαβέρης.

(διορθώστε με αν έκανα λάθος στους νομικούς όρους)

Ρεζουμέ: το να καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, είναι το μόνο εύκολο. Όλοι το κάνουμε, εκτός φυσικά από τις λίγες περιπτώσεις δικαιολογημένης βίας, δεν είμαστε δα κι ο Γκάντι. Στην πράξη όμως, είναι τα συμφραζόμενα αυτά που διαχωρίζουν την καταδικαστέα από τη μη-καταδικαστέα βία, καθώς κι αυτός που κρατά το κλειδί των συμφραζομένων, ο φωτογράφος: πόσο κάδρο επιλέγει να βάλει στην εικόνα. Και αν η εικόνα που σου παρουσιάζουν δεν έχει κάδρο, τότε το να καταδικάζεις τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται μπορεί να μην είναι μια κρίση ειρήνης, όπως θα ήθελες, αλλά αθέλητης μεροληψίας και συστράτευσης, νερό στον μύλο του φωτογράφου. 

Πολύ φοβάμαι ότι, στην πράξη, εδώ είναι το θέμα!