«Όπως μαθαίνουμε τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου όταν τον σταυρώσουμε, έτσι ακριβώς και η φύση μάς αποκαλύπτει τον εαυτό της πιο καθαρά κατά τις στιγμές που η τέχνη του πειραματιστή την δοκιμάζει και την ταράζει», έγραφε ο Sir Francis Bacon (1561 – 1621) στο De Dignitate Et Augmentis Scientiarum για να υπερασπιστεί την πειραματική μέθοδο στην επιστήμη. Δεν ήταν σχήμα λόγου, ο Sir Francis ήξερε καλά από ανακριτικά βασανιστήρια, τα οποία ήταν μέρος του Ρωμαϊκού Δικαίου στη Βρετανία της εποχής του (βλέπε και τον περίφημο χαρακτηρισμό του για το επιστημονικό πείραμα ως «η υποβολή της φύσης σε Ιερά Εξέταση» – the Inquisition of nature). Ευτυχώς που σήμερα τα έχουμε ξεπεράσει αυτά και τα βασανιστήρια ως μέθοδος ανάκρισης, σωφρονισμού, πειθαρχίας, εκφοβισμού ή σαδιστικής ευχαρίστησης έχουν απορριφθεί στον πολιτισμένο κόσμο. Σήμερα τα εξορίζει από το ποινικό δίκαιο η Σύμβαση του ΟΗΕ Ενάντια στα Βασανιστήρια (1984, έχει υπογραφεί από 82 χώρες) και το Άρθρο 5 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (1948). Μπορεί μεν να σημειώνονται σποραδικές οπισθοδρομήσεις ακόμα και στις πιο σύγχρονες χώρες, όμως τουλάχιστον έχει συντελεστεί μια σημαντική πρόοδος στη Δύση: έχει γίνει συνείδηση στον πολύ κόσμο ότι τα βασανιστήρια ανήκουν σε άλλες εποχές, είναι απαράδεκτη πρακτική, τελεία και παύλα!
Έχει γίνει πράγματι συνείδηση;...
Πολύ αμφιβάλλω. Μια πιο δυσάρεστη άποψη είναι ότι αυτό με το οποίο ενοχλούμαστε εμείς οι δυτικοί είναι όχι ακριβώς τα ίδια τα βασανιστήρια αλλά η δημόσια ομολογία τους. Οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι, Αυστραλοί, Καναδοί δεν έχουν αλλάξει από τους Βρετανούς στον καιρό του Sir Francis, συνεχίζουν να αποδέχονται και να δικαιολογούν τα βασανιστήρια – ακόμα και να τα ζητάνε – αρκεί αυτά να κρύβονται κάτω από το χαλί και να μη φαίνονται. «Προόδευσαν» μόνο μέχρι το σημείο να απαιτούν μια όμορφη βιτρίνα ώστε να έχουν πάτημα για να εθελοτυφλούν, να μη σκαλίζουν ιδιαίτερα τις δυσάρεστες ενδείξεις ότι κάτι άσχημο κρύβεται από πίσω. Οπότε λοιπόν και πάντα ως προς τα βασανιστήρια, ο «προοδευμένος» δυτικός πολιτισμός είναι, στην πραγματικότητα, η τέχνη του Photoshop, του ωραίου περιτυλίγματος: ό,τι λάμπει δεν μπορεί παρά να είναι χρυσός.
Δεν θα ήταν πολύ κολακευτικό κάτι τέτοιο για το ηθικό αισθητήριο των σύγχρονων Δυτικών ούτε για την ευφυΐα τους...
Τελικά όμως έχει ή δεν έχει συντελεστεί πρόοδος στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες ως προς την πρακτική των βασανιστηρίων; Τα άφησαν για τα καλά πίσω τους ή έμαθαν απλώς να χρυσώνουν το χάπι; Έχω λόγους να πιστεύω το δεύτερο κι εδώ θα συζητήσω δύο από αυτούς:
Οι Ρινόκεροι του Ιονέσκο
Τον Μάιο του 2007 βγήκαν στο φως δύο απόρρητα υπομνήματα της κυβέρνησης Μπους («τα υπομνήματα των βασανιστηρίων») προς την CIA τα οποία νομιμοποιούσαν ανακριτικά βασανιστήρια (ξύλο, εικονικός πνιγμός, κράτηση σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες κ.α.) στους υπόπτους για τρομοκρατία. Τα βασανιστήρια αυτά ονομάστηκαν «επαυξημένες ανακριτικές τεχνικές», enhanced interrogation techniques (είναι κομμάτι κι αυτό της όμορφης βιτρίνας να κρύβεται η κακιά λέξη «βασανιστήρια» πίσω από τεχνικοφανείς όρους). Γνωστά όλα αυτά κι εδώ δεν μ’ ενδιαφέρει τόσο ο Μπους όσο η δικαιολογία που έδωσε γι’ αυτά τα υπομνήματα (σε συνέντευξη Τύπου στο Οβάλ Γραφείο, 9/5/2007).
– «Οι Αμερικάνοι περιμένουν από την κυβέρνηση να τους προστατέψει από επόμενα τρομοκρατικά χτυπήματα. Κι αυτό ακριβώς κάνουμε. Αυτή είναι η δουλειά μας».
Ο Μπους έριξε το μπαλάκι στον κόσμο. Πιστεύω λοιπόν ότι εδώ είχε το δίκιο του. Δηλαδή, το αμερικάνικο κοινό, ένα μεγάλο μέρος του, πράγματι αυτό ακριβώς ήθελε από την κυβέρνησή του: ενοχλήθηκε περισσότερο που βγήκαν στο φως τα υπομνήματα των βασανιστηρίων παρά που η κυβέρνησή τους επιδόθηκε σε βασανιστήρια.
Ενδείξεις γι’ αυτό δίνει η έρευνα του Ινστιτούτου Gallup το 2009. Το Ινστιτούτο ξεκίνησε να ρωτάει τους Αμερικάνους για τη στάση τους απέναντι στα βασανιστήρια αμέσως μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους. Μέχρι το 2005, πάνω από το 50% των απαντήσεων δεν άφηναν περιθώριο για δικαιολόγηση βασανιστηρίων. Ακόμα και το 2006, μια οριακή πλειοψηφία Αμερικάνων ήθελε τις ανακριτικές δραστηριότητες της CIA να είναι πάντα στα πλαίσια της Συνθήκης της Γενεύης (θυμίζω, ήταν η εποχή που βγήκε στο φως η είδηση για τις μυστικές φυλακές της CIA σε Αφγανιστάν, Ταϊλάνδη και χώρες της Ευρώπης). Όλα αυτά τα χρόνια και μέχρι το 2006, σημειωνόταν πάντα σε κάτι λιγότερο από 40% το ποσοστό των προσχηματικών που δικαιολογούσαν τα βασανιστήρια με κάποιον τρόπο. Από εκεί και μετά όμως κάτι άρχισε να αλλάζει στην αμερικάνικη κοινή γνώμη, ακόμα και με τον Ομπάμα πρόεδρο.
To 2009, τα ποσοστά είχαν πλέον αντιστραφεί και η πλειοψηφία των Αμερικάνων έφτασε να δικαιολογεί ανακριτικά βασανιστήρια στα πλαίσια του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία»• έφτασε επίσης να εξοργίζεται που το Κονγκρέσο ερευνούσε τα βασανιστήρια στα οποία επιδόθηκε η CIA και η κυβέρνηση Μπους. Δηλαδή, σημειώθηκε μια μεταστροφή της αμερικάνικης κοινής γνώμης (με διαφορά φάσης 6 – 7 χρόνων από το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους), από το: «όχι βασανιστήρια, τελεία και παύλα!» στο: «είναι αναγκαίο κακό για την απόκτηση πολύτιμων πληροφοριών, εξαιρετικό μέτρο σε μια εξαιρετική περίσταση και, στο φινάλε, ας μην τα πολυσκαλίζουμε».
Αυτή τη μεταστροφή της αμερικάνικης κοινής γνώμης τη βρήκαν επίσης ανεξάρτητα και οι έρευνες του Pew Research Center. Αυτές την τοποθετούν κάπου στις αρχές του 2007: τότε ήταν που άρχισε να μειώνεται στις ΗΠΑ το ποσοστό των όχι-βασανιστήρια-τελεία-και-παύλα! και να αυξάνεται το ποσοστό των τα-βασανιστήρια-ενίοτε-δικαιολογούνται-και-στο-φινάλε-ας-μην-τα-πολυσκαλίζουμε...
Αυτή την απόφαση για συλλογική μυωπία τη βρήκε επίσης ανεξάρτητα και η δημοσκόπηση του CNN το 2009: κάπου 60% των Αμερικάνων θεωρούσε ότι ορισμένες από τις ανακριτικές πρακτικές της CIA στον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» ήταν κανονικά βασανιστήρια, παρόλα αυτά περίπου το 50% τις ενέκρινε ενώ κοντά 66% των Αμερικάνων δεν ήθελε να διερευνηθούν οι υποθέσεις του στρατιωτικού & υπηρεσιακού προσωπικού που κατηγορείτο για «επαυξημένες ανακριτικές τεχνικές». Είναι μεν βασανιστήρια, όμως είναι αναγκαίο κακό και, στο φινάλε, ας μην τα πολυσκαλίζουμε.
Επιπλέον και πιο πρόσφατες ενδείξεις ότι το αμερικάνικο κοινό έφτασε να αποδέχεται τα βασανιστήρια δίνει και η δημοσκόπηση οργανωμένη από την Amy Zegart, καθηγήτρια του Stanford, το 2012.
Δημοσκόπηση 2007: Το 27% των Αμερικάνων δήλωσε ότι πρέπει να υποβληθούν σε βασανιστήρια οι κρατούμενοι του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», ενώ το 53% ήταν αντίθετο. Το 2012, τα παραπάνω ποσοστά βρέθηκαν 41% και 34% αντίστοιχα.
Δημοσκόπηση 2005: Το 18% των Αμερικάνων δεν ενοχλείτο αν οι κρατούμενοι του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» αλυσοδένονταν γυμνοί σε παγωμένα δωμάτια, ενώ το 79% διαφωνούσε. Το 2012, τα παραπάνω ποσοστά βρέθηκαν 30% και 51%.
Δημοσκόπηση 2005: Το 16% των Αμερικάνων ενέκρινε την πρακτική του εικονικού πνιγμού (waterboarding) και το 82% την απέρριπτε. Το 2012, τα ποσοστά αυτά έγιναν 25% και 55%.
Εκτός όμως από δημοσκοπήσεις, υπάρχουν και επιπλέον ενδείξεις ότι το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους έκανε συλλογικά τους Αμερικάνους πιο σαδιστές:
– «Πριν την 11η Σεπτεμβρίου, πάντα τα βασανιστήρια παρουσιάζονταν στην TV και στον κινηματογράφο ως κάτι που έκαναν οι κακοί. Αυτό δεν συμβαίνει πλέον», παρατηρούσε η Amy Zegart το 2012 στο παραπάνω άρθρο της. Φαίνεται ότι πολλοί Αμερικάνοι άρχισαν να δικαιολογούν σαδιστικές αντιδράσεις με διάφορα προσχήματα (π.χ. πρέπει να σαπίσεις στο ξύλο τον κακό για να τα ξεράσει όλα), οπότε άρχισε να γίνεται ευπρόσδεκτη και η σινεματική απεικόνιση του σαδισμού από την πλευρά των καλών και των ηρώων.
– Μια επιπλέον ένδειξη ήταν ότι πολλά μεγάλα αμερικάνικα ΜΜΕ προσπαθούσαν συστηματικά και επί χρόνια να αποφύγουν τη βαριά λέξη «βασανιστήρια» (torture), όπως διαβάζω στις πηγές της Wikipedia εδώ. Αυτή ήταν τακτική της διακυβέρνησης Μπους ώστε να δικαιολογήσει τις πρακτικές του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών κατά τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία»: να μιλάει π.χ. για «κακοποιήσεις» (abuses) και να ισχυρίζεται ότι αυτές δεν ήταν «βασανιστήρια», ήταν κάτι άλλο. Η υιοθέτησή της όμως και από μεγάλα ΜΜΕ υποδεικνύει μια μπουσοποίηση, ραμσφελντοποίηση της αμερικάνικης κοινής γνώμης.
– Πάνω σ’ αυτό, ο John Gray παρατηρούσε το 2008: «Τώρα υπάρχει πολύς κόσμος [στις ΗΠΑ], τόσο συντηρητικοί όσο και φιλελεύθεροι (liberals), που λέει για τα βασανιστήρια: είναι ένα περίπλοκο ηθικό θέμα. Όμως μέχρι πρόσφατα δεν ήταν περίπλοκο. Δεν έλεγαν το ίδιο πέντε ή δέκα χρόνια πριν».
– Ακόμα μια ένδειξη: όταν βγήκανε στο φως τα βασανιστήρια στη φυλακή Abu Ghraib (μαζί με ενδείξεις ότι τέτοιες πρακτικές ήταν συστηματικές από τον αμερικάνικο στρατό στο Ιράκ) ο Rush Limbaugh στη δημοφιλέστατη ραδιοφωνική εκπομπή του παρατήρησε ότι γίνεται πολύ κακό για το τίποτα. Στο κάτω-κάτω, είπε, παρόμοιες πρακτικές βίας και σεξουαλικού εξευτελισμού συμβαίνουν συνεχώς στις ΗΠΑ σε πολλές κολεγιακές αδελφότητες, σε αθλητικές ομάδες και στους νεοφερμένους μαθητές σε κάποιο Γυμνάσιο (από άρθρο της Susan Sontag στους New York Times). Δεν μπορώ να ξέρω πόσους εκφράζουν οι στάσεις του Rush Limbaugh, σίγουρα πάντως ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό Αμερικανών. Δηλαδή, ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό Αμερικανών επέλεξε να μη φτάσει στο συμπέρασμα ότι η αμερικάνικη κοινωνία είναι ήδη αρκετά συμβιβασμένη με την ιδέα της άσκησης βίας σε κάποιον ανυπεράπιστο, δεν εξοργίζεται και πολύ με τη σκέψη της, οπότε θέλησε να μη δει και κάτι αξιοσημείωτο στους βασανισμούς του Abu Ghraib.
Μια λεπτομέρεια: η S. Sontag παρατηρεί στο παραπάνω άρθρο της ότι οι δεσμοφύλακες στο Abu Ghraib πόζαραν καμαρωτοί ανάμεσα στους εξευτελιζόμενους κρατούμενους• για σύγκριση, είναι εξαιρετικά σπάνιες οι φωτογραφίες από θηριωδίες των Ναζί στον Β’ ΠΠ όπου οι βασανιστές πόζαραν ανάμεσα στα θύματά τους.
Από όλα τα παραπάνω λοιπόν φτάνω στο συμπέρασμα ότι στο ευρύ κοινό των ΗΠΑ... δεν είναι και πολύ χωνεμένο ότι τα βασανιστήρια αποτελούν απαράδεκτο μέσο ανάκρισης και σωφρονισμού. Αντιθέτως, κάπου 6 – 7 χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, πολύς κόσμος άρχισε να μεταμορφώνεται σε ρινόκερους του Ιονέσκο και να δικαιολογεί τα βασανιστήρια με διάφορες προφάσεις – άμα το κάνει κι αυτό. Διότι αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι τις περισσότερες φορές απλά εξορίζει από τη σκέψη του τους πραγματικούς βασανισμούς και απολαμβάνει τους σινεματικούς στην TV και στις ταινίες, όπου ο καλός αμερικάνος ήρωας πρέπει να σαπίσει στο ξύλο τον κακό προκειμένου αυτός να τα ξεράσει όλα. Φοβάμαι λοιπόν ότι είχε το δίκιο του ο Μπους όταν έλεγε ότι οι Αμερικάνοι «αυτό περιμένουν από μας».
Η Αυτοραβδιζόμενη Χώρα
Μέσα στη γενική φτώχεια της Ασίας υπάρχει ένα μικρό κράτος που ξεχωρίζει για την ανάπτυξή του: και ο Θεός έπλασε τη Σιγκαπούρη. Ή μάλλον ο Λι Κουαν Γιου, ο ιδρυτικός της δικτάτορας. Αμέτρητοι οι ύμνοι στον εγχώριο και διεθνή Τύπο για τη χώρα που αυτός δημιούργησε, «πρότυπο» και «υπόδειγμα» και «η πρώην αποικία που ξεπέρασε τη μητρόπολη» και άλλα σχετικά. Με μια πρόχειρη ματιά στο ελληνικό ίντερνετ βρίσκω εδώ έναν ύμνο–διαφήμιση της Καθημερινής προς τη Singapore Airlines όπου χαρακτηρίζει τη χώρα «θαύμα», «σύγχρονη», «συναρπαστική», ενώ μεθά με την «πρόοδο» και την «εντυπωσιακή της ανάπτυξη». Εδώ βρίσκω έναν άλλο ύμνο για τη «σύγχρονη» πόλη-κράτος από μια ταξιδιωτική ιστοσελίδα. Βρίσκω κι εδώ την Καθημερινή να αναπαράγει τη χουντική προπαγάνδα ενός κορυφαίου διπλωμάτη της χώρας για το πόσο αξιοκρατική και ανταγωνιστική είναι η Σιγκαπούρη, ενώ επιπλήττει τους στενόμυαλους που ασκούν κριτική για ασήμαντες λεπτομέρειες όπως το έλλειμμα δημοκρατίας της, οι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης και του συνέρχεσθαι.
Σε προσωπικό επίπεδο, θα έλεγα επίσης ότι παρόμοια έχω ακούσει και από πολλούς που επισκέφτηκαν τη Σιγκαπούρη για τουρισμό, σπουδές, συνέδρια ή δουλειές: ύμνους και επαίνους.
Πολλά μπορεί να παρατηρήσει κανείς για την πόλη-κράτος του Λι Κουαν Γιου όμως εδώ το θέμα μου είναι το εξής: η Σιγκαπούρη είναι μια χώρα στην οποία τα βασανιστήρια, συγκεκριμένα ο ραβδισμός, χρησιμοποιούνται θεσμικά. Δικαιικά (μια άλλη τέτοια χώρα είναι η Μαλαισία). Τιμωρούνται με ραβδισμό οι άντρες κάτω των 50 που θα καταδικαστούν για μια ευρεία σειρά αδικημάτων, ακόμα και για κατοχή ναρκωτικών ή για ένα σύνθημα που έγραψαν στον τοίχο, οι ξένοι εργάτες που θα παραμείνουν στη χώρα με ληγμένη βίζα (ακόμα και οι ντόπιοι που σχετίζονται με ξένους εργάτες με ληγμένη βίζα). Μπορείτε να δείτε ένα βίντεο πραγματικού σιγκαπούρειου ραβδισμού εδώ – προσοχή όμως πριν το παρακολουθήσετε, ρωτήστε πρώτα το στομάχι σας αν το σηκώνει. Ο ραβδισμός επίσης χρησιμοποιείται ευρέως στις φυλακές για σωφρονισμό των κρατουμένων, στα αναμορφωτήρια, στις ένοπλες δυνάμεις και στα σχολεία της χώρας – συνήθως μάλιστα ενώπιον της τάξης. Και καθότι το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο, είναι νόμιμο και επιτρεπτό στους γονείς να ραβδίζουν τα παιδιά τους. Μπορούν ακόμα και να αγοράσουν ειδικά σετ πλαστικοποιημένων καλαμιών, οι πωλήσεις των οποίων τυπικά εκτινάσσονται όταν πλησιάζουν οι περίοδοι εξετάσεων. Η Διεθνής Αμνηστεία και το Human Rights Watch καταγγέλουν κάθε χρόνο τη σιγκαπούρεια αυτή πρακτική του έννομου ραβδισμού (μαζί με άλλα της Σιγκαπούρης).
Για να μην τα ρίχνουμε όλα στους Ασιάτες, να προσθέσουμε ότι η Σιγκαπούρη και η Μαλαισία μάθανε τον ραβδισμό από τους Βρετανούς επικυρίαρχούς τους όταν ακόμα ήταν αποικίες.
Ούτε αυτό όμως είναι το θέμα μου. Εδώ με απασχολεί πόσο μυωπικοί είναι οι δυτικοί υμνητές της χώρας. Μοιάζει ότι όλοι ξεχνάνε, κατά το παίνεμα της Σιγκαπούρης, ότι μιλάμε για μια χώρα με θεσμικά βασανιστήρια. Μιλάμε για μια άρρωστη χώρα με άρρωστους ανθρώπους που έχουν υιοθετήσει μαζικά τη λογική του ξύλου που βγήκε απ’ τον Παράδεισο, την εφαρμόζουν συστηματικά σ’ αυτούς που αντιλαμβάνονται ως «κακούς» ή «ανυπότακτους», αλλά και στα ίδια τα παιδιά τους. Η αυτοραβδιζόμενη χώρα. Καμιά απορία μετά που οι κάτοικοί της δεν φημίζονται για την ευφυΐα τους, μάλλον το αντίθετο... Δεν ξέρω πώς το έχετε βρει εσείς με Σιγκαπούρειους που τυχόν συναντήσατε, όμως εγώ συμφωνώ με τον Wozniak της Apple ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν δείχνουν να διακρίνονται για τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία της σκέψης τους... (κι αυτό επίσης: «Ρώτα έναν Σιγκαπούρειο ποιο είναι το πάθος του στη ζωή. Θα σε κοιτάξει με βλέμμα απλανές. Αν δεν τους έχει υπαγορευθεί κάτι, δεν ξέρουν τι να απαντήσουν»).
Όμως ο μέσος τουρίστας, επιχειρηματίας, επενδυτής, επισκέπτης, υμνητής της «πόλης-θαύματος» δεν ενοχλείται και πολύ που η «προοδευμένη» και «σύγχρονη» Σιγκαπούρη λειτουργεί θεσμικά με το σύστημα του ξύλου που βγήκε απ’ τον Παράδεισο. Δηλαδή, αμφιβάλλω ακόμα κι αν το θυμάται! Σίγουρα κάτι θα έχει ακούσει, κάπου, κάποτε, όμως επέλεξε να το βγάλει από το μυαλό του και να επικεντρωθεί σε άλλα πράγματα. Αφήστε κατά μέρος τους αλληλοραβδιζόμενους Σιγκαπούρειους: το θέμα μου είναι ότι εμείς οι Δυτικοί δεν δείχνει να έχουμε και πολύ οξυμένα αντανακλαστικά απέναντι στα βασανιστήρια, δεν μας εξοργίζουν βαθιά και τα απορρίπτουμε κάθετα. Όχι. Αντιθέτως, αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι απωθούμε τα δυσάρεστα θέματα στο βάθος του μυαλού μας, δεν τα σκαλίζουμε πολύ, αρκεί να μας παρουσιάζεται μια γυαλιστερή βιτρίνα σαν τους ουρανοξύστες της Σιγκαπούρης: ό,τι λάμπει δεν μπορεί παρά να είναι χρυσός.
Ο Αρτέμης Μάτσας είχε πει σε μια παλιά συνέντευξη ότι το ‘60 έφαγε ξύλο στον δρόμο από κάποιους τύπους που τον είδαν και τον αναγνώρισαν: «Νάτο, αυτό είναι το κάθαρμα που πρόδωσε το παλικάρι μας στους Γερμανούς!». Όμως κι εμείς δεν είμαστε λιγότερο αφελείς από εκείνους τους τύπους. Αυτούς τους ξεγέλασαν μερικές κινηματογραφικές εικόνες κι ένας καλός ηθοποιός, εμάς μας ξεγελάνε οι ωραίες βιτρίνες της «ανάπτυξης» και της «προόδου» και του «πολιτισμού». Είναι μεγάλη η παραπλανητική δύναμη της εικόνας. Ο σινεματικός Αρτέμης Μάτσας δεν είναι ο πραγματικός Αρτέμης Μάτσας, ούτε ό,τι λάμπει είναι χρυσός.
Στο Δια Ταύτα:
Στην παλιά ευρωπαϊκή αριστοκρατία, π.χ. στη γαλλική του 17ου αιώνα που επηρεάστηκε από την Ιταλική Αναγέννηση, υπήρχε το πρότυπο του l'honnête home, του τίμιου ανθρώπου ο οποίος, ανάμεσα στα άλλα, δεν ασκεί ασύμμετρη βία: δεν τα βάζει με ηλικιωμένους, παιδιά, γυναίκες και εμφανώς πιο αδύναμους αντιπάλους, σταματά τις εχθροπραξίες αν ο αντίπαλος εξουδετερωθεί ή παραδοθεί, δεν ξεσπάει πάνω στον αιχμαλωτισμένο αντίπαλο κ.λπ. Υπήρχε η ιδέα ότι είναι άρρωστο να ασκείς βία εκ του ασφαλούς• ότι η άσκηση βίας μπορεί να είναι τιμητική μόνο όταν ρισκάρεις (π.χ. βάζοντάς τα με αντιπάλους στα μέτρα σου). Ο βασανισμός όμως είναι το ακριβώς αντίθετο του l'honnête home: μια βαθιά ηθική ατιμία που τραυματίζει εκατέρωθεν. Από την πλευρά του θύματος, ο κανόνας είναι ότι τα βασανιστήρια αφήνουν πληγές που δεν γιατρεύονται ποτέ. Ακόμα κι από την αντίθετη πλευρά όμως τα βασανιστήρια συνηθίζουν να παίρνουν την εκδίκησή τους μακροπρόθεσμα. Στο βιβλίο του Pay Any Price (2014) o δημοσιογράφος James Risen περιγράφει τους αμερικάνους βασανιστές στο Ιράκ ως «σοκαρισμένους ανθρώπους που έχασαν την ανθρωπιά τους. Είναι γεμάτοι ντροπή και ενοχές ... κουβαλάνε ένα ηθικό τραύμα». Μιλάει επίσης γι’ αυτούς κι ο δημοσιογράφος Joshua Phillips στο None of Us Were Like This Before (2010), και λέει πως όταν οι βασανιστές απομακρύνονταν από τις πολεμικές συνθήκες και την εξιλέωση που καλλιεργούσε η συντροφικότητα του τάγματός τους, βίωναν σφοδρές τύψεις και πολλοί από αυτούς το έριχναν στο ποτό, στα ναρκωτικά ή ακόμα και αυτοκτονούσαν. Υπάρχει, πράγματι, κάτι πολύ άρρωστο στο να ασκείς βία εκ του ασφαλούς σε ανθρώπους που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ή να διαφύγουν. Και ως προς αυτό, δεν πείθομαι καθόλου ότι η σύγχρονη Δύση έχει προοδεύσει ηθικά...
Τουλάχιστον σε άλλες εποχές η πρακτική των βασανιστηρίων ήταν ομολογούμενη και ορατή. Οι σημερινοί δυτικοί όμως κατακτήσαμε πρωτόγνωρα επίπεδα συλλογικής εθελοτυφλίας. Εφόσον εντυπωσιαστήκαμε από το ταξίδι μας στη Σιγκαπούρη, δεν μπορεί παρά να πρόκειται για μια επαινετή χώρα• εφόσον οι πηγές της κυβέρνησης καθησυχάζουν, δεν ανησυχούμε ότι θα μας κοπεί η όρεξη έτσι και βλέπαμε τι κρύβεται πίσω από τους ευφημισμούς στις διατυπώσεις (δεν χρειάζεται καν να το σκαλίζουμε πολύ)• εφόσον υπογράψαμε την Οικουμενική Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε συλλογικό επίπεδο αποβάλλαμε οριστικά τις σαδιστικές τάσεις. Αυτό πια είναι κάτι περισσότερο από εθελοτυφλία, το λες και ειδωλολατρεία: εφόσον λάμπει, δεν μπορεί παρά να είναι χρυσός.
(Παρένθεση: αλήθεια, πώς έχουμε αυτήν την εικόνα της πολιτισμένης Δύσης που, στον 20ο αιώνα, έφτασε να περιορίσει τα βασανιστήρια; Συστηματικά στοιχεία είναι αδύνατο να βρεθούνε σε ένα τόσο λεπτό θέμα, όμως στο The Fall and Rise of Torture (2007) του C. Einolf διαβάζω ότι δύο ιστορικοί εκτιμάνε πως ο χρυσός αιώνας ήταν ο 19ος και όχι ο 20ος, στην Ευρώπη τουλάχιστον. Ότι η πρακτική των συστηματικών βασανιστηρίων ξαναγύρισε στον 20ο αιώνα, εκεί που 100 χρόνια πριν είχε πράγματι περιοριστεί).
Το καλύτερο που μπορώ να πω για τη Δύση ως προς τη στάση της στα βασανιστήρια είναι ότι προστατεύει αρκετά καλά τους πολίτες Α’ κατηγορίας της – δηλαδή, ένας Ευρωπαίος ή Αμερικάνος που γίνεται αντιληπτός ως μέλος του μέινστριμ έχει μικρή πιθανότητα να βασανιστεί σε κυβερνητικές ή κατασταλτικές υπηρεσίες. Αυτό ναι, μπορώ να το πω. Κάτι όμως που δεν καθιστά διαφορετική τη σύγχρονη Δύση από, λίγο πολύ... όλα τα κράτη της ιστορίας. Από την άλλη, η Δύση σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο αβρή στους πολίτες Β’ κατηγορίας ή στους μη-πολίτες της (τσιγγάνους, μειονότητες, μετανάστες, άστεγους, φτωχούς, ναρκομανείς κ.α.), και καθόλου μα καθόλου αβρή απέναντι στους πληθυσμούς του Τρίτου Κόσμου στους οποίους επιδιώκει να επιβάλει (με το ζόρι) το «ανάπτυξη», το «πολιτισμός», το «πρόοδος» και το «ελευθερία». Διάβασα στου Σαραντάκου ένα ποίημα του Λαπαθιώτη από το 1916 που ξεκινάει με τον στίχο: Γαλλία, Γαλλία, χαρά της οικουμένης. Όμως τα αμέτρητα εκατομμύρια ντόπιων στη γαλλική Ινδοκίνα, την Αλγερία, τη Μαδαγασκάρη, τη Σενεγάλη, τη Λιβερία, τον Νίγηρα και αλλού που ακρωτηριάστηκαν, ευνουχίστηκαν, μαστιγώθηκαν, δάρθηκαν, βιάστηκαν, παλουκώθηκαν, ξεδοντιάστηκαν από τους Γάλλους, που υπέστησαν από τους Γάλλους ηλεκτροσόκ, εικονικές εκτελέσεις, παρατεταμένη στέρηση ύπνου, φαγητού και νερού, καταναγκαστικές πλύσεις στομάχου, βιασμούς με φίδια, χέλια και τρωκτικά, κράτηση μέσα σε ψυγεία, καταναγκαστική κοπροφαγία, φάλαγγα, βγάλσιμο νυχιών, παρατεταμένη απομόνωση... σίγουρα δεν έβρισκαν τη Γαλλία και τόσο χαρά της οικουμένης. Την ίδια χρονιά που ο Λαπαθιώτης έγραφε το ποιήμα του, η Γαλλία-χαρά-της-οικουμένης στην Άνω Σενεγάλη μαστίγωνε δημοσίως όποιον τολμούσε να της σηκώσει κεφάλι, ενώ στην Ινδοκίνα βασάνιζε συστηματικά όποιον διέδιδε αντιαποικιοκρατικές ιδέες. Θα έλεγα ότι καμία χώρα δεν έχει προκαλέσει τόσο πόνο στην οικουμένη όσο η Γαλλία-χαρά-της-οικουμένης (καθώς και η Βρετανία-χαρά-της-οικουμένης). Κατά τη γνώμη μου, το μόνο που αποδεικνύουν όλες αυτές οι καλόπιστες πεποιθήσεις περί σύγχρονης δυτικής προόδου είναι πόσο πολύ ταυτίζονται αυτοί που τις διατυπώνουν με το δυτικό μέινστριμ, τους πολίτες Α’ κατηγορίας σε Ευρώπη, ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία• και πόσο πολύ αποτυγχάνουν να δουν αυτό που συχνά βλέπουν οι πολίτες Β’ κατηγορίας και οι μη-πολίτες εκεί, το κρυμμένο δωμάτιο πίσω από την όμορφη βιτρίνα.
Ας μη μιλήσω για τους πληθυσμούς του Τρίτου Κόσμου που βιώνουν την ευλογία να έρχεται η Δύση ακάλεστη στις περιοχές τους... Τα μέρη του πλανήτη εκτός Ευρώπης που έχουν δεύτερη ή πρώτη γλώσσα τα γαλλικά, τα αγγλικά, τα ισπανικά, τα πορτογαλικά και τα ολλανδικά, πλήρωσαν με ποτάμια αίματος αυτά τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών.
Bρισκόμαστε πλέον στον 21ο αιώνα και η Δύση αρνείται ακόμα να δεχτεί ότι δεν έχει όλες τις απαντήσεις. Όλο και περισσότερο βρίσκεται αντιμέτωπη με διάφορα αδιέξοδα, καθώς και με πρωτόγνωρες προκλήσεις. Θα δούμε όλοι στο μέλλον πώς θα ανταποκριθεί συλλογικά η Δύση σ' αυτές. Σε ό,τι έχει να κάνει με ανακριτικά, σαδιστικά κ.λπ. βασανιστήρια και πάνω στο σκεπτικό που ανέπτυξα παραπάνω, η δική μου επισήμανση είναι πόσο εύκολα πολιτισμένοι και καλλιεργημένοι άνθρωποι μεταμορφώνονται σε ρινόκερους του Ιονέσκο. Γρήγορα ξεχνάνε τα ανθρώπινα δικαιώματα, το «όχι βασανιστήρια, τελεία και παύλα!» χάνει την απολυτότητά του και γίνεται «ένα πολύπλοκο ηθικό θέμα», αρκεί να διαταραχθεί το αίσθημα ασφάλειας του κόσμου, όπως στην αμερικάνικη κοινωνία μετά την 11η Σεπτεμβρίου ή τώρα στην Ευρώπη, μετά το πρόσφατο χτύπημα στο Παρίσι. Ή αρκεί η χώρα να προσπορίζεται σημαντικά οικονομικά οφέλη από την καταδυνάστευση ενός πληθυσμού, όπως συνέβαινε στην ευρωπαϊκή ήπειρο από την εκμετάλλευση των αποικιών, όπου είχε καθιερωθεί η νομιμοποιητική αφήγηση των οπισθοδρομικών ντόπιων που εκσυγχρονίζονται (με το ζόρι) από τους πολιτισμένους Ευρωπαίους. Ή αρκεί να θιχτεί η πεποίθηση ευμάρειας της δυτικής μεσαίας τάξης και να νιώσει ότι αυτή απειλείται από κάποιους «οπισθοδρομικούς».
Οι ωραίες βιτρίνες δεν είναι πρόβλημα, κάτι θα βρεθεί ώστε να δώσει την απαραίτητη πρόφαση στον πολύ κόσμο για συλλογική εθελοτυφλία. Ποτέ η Δύση δεν είχε πρόβλημα σε κάτι τέτοιες λεπτομέρειες. Εξάλλου...
... ό,τι λάμπει δεν μπορεί παρά να είναι χρυσός.
Έχει γίνει πράγματι συνείδηση;...
Πολύ αμφιβάλλω. Μια πιο δυσάρεστη άποψη είναι ότι αυτό με το οποίο ενοχλούμαστε εμείς οι δυτικοί είναι όχι ακριβώς τα ίδια τα βασανιστήρια αλλά η δημόσια ομολογία τους. Οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι, Αυστραλοί, Καναδοί δεν έχουν αλλάξει από τους Βρετανούς στον καιρό του Sir Francis, συνεχίζουν να αποδέχονται και να δικαιολογούν τα βασανιστήρια – ακόμα και να τα ζητάνε – αρκεί αυτά να κρύβονται κάτω από το χαλί και να μη φαίνονται. «Προόδευσαν» μόνο μέχρι το σημείο να απαιτούν μια όμορφη βιτρίνα ώστε να έχουν πάτημα για να εθελοτυφλούν, να μη σκαλίζουν ιδιαίτερα τις δυσάρεστες ενδείξεις ότι κάτι άσχημο κρύβεται από πίσω. Οπότε λοιπόν και πάντα ως προς τα βασανιστήρια, ο «προοδευμένος» δυτικός πολιτισμός είναι, στην πραγματικότητα, η τέχνη του Photoshop, του ωραίου περιτυλίγματος: ό,τι λάμπει δεν μπορεί παρά να είναι χρυσός.
Δεν θα ήταν πολύ κολακευτικό κάτι τέτοιο για το ηθικό αισθητήριο των σύγχρονων Δυτικών ούτε για την ευφυΐα τους...
Τελικά όμως έχει ή δεν έχει συντελεστεί πρόοδος στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες ως προς την πρακτική των βασανιστηρίων; Τα άφησαν για τα καλά πίσω τους ή έμαθαν απλώς να χρυσώνουν το χάπι; Έχω λόγους να πιστεύω το δεύτερο κι εδώ θα συζητήσω δύο από αυτούς:
Οι Ρινόκεροι του Ιονέσκο
Τον Μάιο του 2007 βγήκαν στο φως δύο απόρρητα υπομνήματα της κυβέρνησης Μπους («τα υπομνήματα των βασανιστηρίων») προς την CIA τα οποία νομιμοποιούσαν ανακριτικά βασανιστήρια (ξύλο, εικονικός πνιγμός, κράτηση σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες κ.α.) στους υπόπτους για τρομοκρατία. Τα βασανιστήρια αυτά ονομάστηκαν «επαυξημένες ανακριτικές τεχνικές», enhanced interrogation techniques (είναι κομμάτι κι αυτό της όμορφης βιτρίνας να κρύβεται η κακιά λέξη «βασανιστήρια» πίσω από τεχνικοφανείς όρους). Γνωστά όλα αυτά κι εδώ δεν μ’ ενδιαφέρει τόσο ο Μπους όσο η δικαιολογία που έδωσε γι’ αυτά τα υπομνήματα (σε συνέντευξη Τύπου στο Οβάλ Γραφείο, 9/5/2007).
– «Οι Αμερικάνοι περιμένουν από την κυβέρνηση να τους προστατέψει από επόμενα τρομοκρατικά χτυπήματα. Κι αυτό ακριβώς κάνουμε. Αυτή είναι η δουλειά μας».
Ο Μπους έριξε το μπαλάκι στον κόσμο. Πιστεύω λοιπόν ότι εδώ είχε το δίκιο του. Δηλαδή, το αμερικάνικο κοινό, ένα μεγάλο μέρος του, πράγματι αυτό ακριβώς ήθελε από την κυβέρνησή του: ενοχλήθηκε περισσότερο που βγήκαν στο φως τα υπομνήματα των βασανιστηρίων παρά που η κυβέρνησή τους επιδόθηκε σε βασανιστήρια.
Ενδείξεις γι’ αυτό δίνει η έρευνα του Ινστιτούτου Gallup το 2009. Το Ινστιτούτο ξεκίνησε να ρωτάει τους Αμερικάνους για τη στάση τους απέναντι στα βασανιστήρια αμέσως μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους. Μέχρι το 2005, πάνω από το 50% των απαντήσεων δεν άφηναν περιθώριο για δικαιολόγηση βασανιστηρίων. Ακόμα και το 2006, μια οριακή πλειοψηφία Αμερικάνων ήθελε τις ανακριτικές δραστηριότητες της CIA να είναι πάντα στα πλαίσια της Συνθήκης της Γενεύης (θυμίζω, ήταν η εποχή που βγήκε στο φως η είδηση για τις μυστικές φυλακές της CIA σε Αφγανιστάν, Ταϊλάνδη και χώρες της Ευρώπης). Όλα αυτά τα χρόνια και μέχρι το 2006, σημειωνόταν πάντα σε κάτι λιγότερο από 40% το ποσοστό των προσχηματικών που δικαιολογούσαν τα βασανιστήρια με κάποιον τρόπο. Από εκεί και μετά όμως κάτι άρχισε να αλλάζει στην αμερικάνικη κοινή γνώμη, ακόμα και με τον Ομπάμα πρόεδρο.
To 2009, τα ποσοστά είχαν πλέον αντιστραφεί και η πλειοψηφία των Αμερικάνων έφτασε να δικαιολογεί ανακριτικά βασανιστήρια στα πλαίσια του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία»• έφτασε επίσης να εξοργίζεται που το Κονγκρέσο ερευνούσε τα βασανιστήρια στα οποία επιδόθηκε η CIA και η κυβέρνηση Μπους. Δηλαδή, σημειώθηκε μια μεταστροφή της αμερικάνικης κοινής γνώμης (με διαφορά φάσης 6 – 7 χρόνων από το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους), από το: «όχι βασανιστήρια, τελεία και παύλα!» στο: «είναι αναγκαίο κακό για την απόκτηση πολύτιμων πληροφοριών, εξαιρετικό μέτρο σε μια εξαιρετική περίσταση και, στο φινάλε, ας μην τα πολυσκαλίζουμε».
Αυτή τη μεταστροφή της αμερικάνικης κοινής γνώμης τη βρήκαν επίσης ανεξάρτητα και οι έρευνες του Pew Research Center. Αυτές την τοποθετούν κάπου στις αρχές του 2007: τότε ήταν που άρχισε να μειώνεται στις ΗΠΑ το ποσοστό των όχι-βασανιστήρια-τελεία-και-παύλα! και να αυξάνεται το ποσοστό των τα-βασανιστήρια-ενίοτε-δικαιολογούνται-και-στο-φινάλε-ας-μην-τα-πολυσκαλίζουμε...
Αυτή την απόφαση για συλλογική μυωπία τη βρήκε επίσης ανεξάρτητα και η δημοσκόπηση του CNN το 2009: κάπου 60% των Αμερικάνων θεωρούσε ότι ορισμένες από τις ανακριτικές πρακτικές της CIA στον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» ήταν κανονικά βασανιστήρια, παρόλα αυτά περίπου το 50% τις ενέκρινε ενώ κοντά 66% των Αμερικάνων δεν ήθελε να διερευνηθούν οι υποθέσεις του στρατιωτικού & υπηρεσιακού προσωπικού που κατηγορείτο για «επαυξημένες ανακριτικές τεχνικές». Είναι μεν βασανιστήρια, όμως είναι αναγκαίο κακό και, στο φινάλε, ας μην τα πολυσκαλίζουμε.
Επιπλέον και πιο πρόσφατες ενδείξεις ότι το αμερικάνικο κοινό έφτασε να αποδέχεται τα βασανιστήρια δίνει και η δημοσκόπηση οργανωμένη από την Amy Zegart, καθηγήτρια του Stanford, το 2012.
Δημοσκόπηση 2007: Το 27% των Αμερικάνων δήλωσε ότι πρέπει να υποβληθούν σε βασανιστήρια οι κρατούμενοι του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», ενώ το 53% ήταν αντίθετο. Το 2012, τα παραπάνω ποσοστά βρέθηκαν 41% και 34% αντίστοιχα.
Δημοσκόπηση 2005: Το 18% των Αμερικάνων δεν ενοχλείτο αν οι κρατούμενοι του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» αλυσοδένονταν γυμνοί σε παγωμένα δωμάτια, ενώ το 79% διαφωνούσε. Το 2012, τα παραπάνω ποσοστά βρέθηκαν 30% και 51%.
Δημοσκόπηση 2005: Το 16% των Αμερικάνων ενέκρινε την πρακτική του εικονικού πνιγμού (waterboarding) και το 82% την απέρριπτε. Το 2012, τα ποσοστά αυτά έγιναν 25% και 55%.
Εκτός όμως από δημοσκοπήσεις, υπάρχουν και επιπλέον ενδείξεις ότι το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους έκανε συλλογικά τους Αμερικάνους πιο σαδιστές:
– «Πριν την 11η Σεπτεμβρίου, πάντα τα βασανιστήρια παρουσιάζονταν στην TV και στον κινηματογράφο ως κάτι που έκαναν οι κακοί. Αυτό δεν συμβαίνει πλέον», παρατηρούσε η Amy Zegart το 2012 στο παραπάνω άρθρο της. Φαίνεται ότι πολλοί Αμερικάνοι άρχισαν να δικαιολογούν σαδιστικές αντιδράσεις με διάφορα προσχήματα (π.χ. πρέπει να σαπίσεις στο ξύλο τον κακό για να τα ξεράσει όλα), οπότε άρχισε να γίνεται ευπρόσδεκτη και η σινεματική απεικόνιση του σαδισμού από την πλευρά των καλών και των ηρώων.
– Μια επιπλέον ένδειξη ήταν ότι πολλά μεγάλα αμερικάνικα ΜΜΕ προσπαθούσαν συστηματικά και επί χρόνια να αποφύγουν τη βαριά λέξη «βασανιστήρια» (torture), όπως διαβάζω στις πηγές της Wikipedia εδώ. Αυτή ήταν τακτική της διακυβέρνησης Μπους ώστε να δικαιολογήσει τις πρακτικές του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών κατά τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία»: να μιλάει π.χ. για «κακοποιήσεις» (abuses) και να ισχυρίζεται ότι αυτές δεν ήταν «βασανιστήρια», ήταν κάτι άλλο. Η υιοθέτησή της όμως και από μεγάλα ΜΜΕ υποδεικνύει μια μπουσοποίηση, ραμσφελντοποίηση της αμερικάνικης κοινής γνώμης.
– Πάνω σ’ αυτό, ο John Gray παρατηρούσε το 2008: «Τώρα υπάρχει πολύς κόσμος [στις ΗΠΑ], τόσο συντηρητικοί όσο και φιλελεύθεροι (liberals), που λέει για τα βασανιστήρια: είναι ένα περίπλοκο ηθικό θέμα. Όμως μέχρι πρόσφατα δεν ήταν περίπλοκο. Δεν έλεγαν το ίδιο πέντε ή δέκα χρόνια πριν».
– Ακόμα μια ένδειξη: όταν βγήκανε στο φως τα βασανιστήρια στη φυλακή Abu Ghraib (μαζί με ενδείξεις ότι τέτοιες πρακτικές ήταν συστηματικές από τον αμερικάνικο στρατό στο Ιράκ) ο Rush Limbaugh στη δημοφιλέστατη ραδιοφωνική εκπομπή του παρατήρησε ότι γίνεται πολύ κακό για το τίποτα. Στο κάτω-κάτω, είπε, παρόμοιες πρακτικές βίας και σεξουαλικού εξευτελισμού συμβαίνουν συνεχώς στις ΗΠΑ σε πολλές κολεγιακές αδελφότητες, σε αθλητικές ομάδες και στους νεοφερμένους μαθητές σε κάποιο Γυμνάσιο (από άρθρο της Susan Sontag στους New York Times). Δεν μπορώ να ξέρω πόσους εκφράζουν οι στάσεις του Rush Limbaugh, σίγουρα πάντως ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό Αμερικανών. Δηλαδή, ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό Αμερικανών επέλεξε να μη φτάσει στο συμπέρασμα ότι η αμερικάνικη κοινωνία είναι ήδη αρκετά συμβιβασμένη με την ιδέα της άσκησης βίας σε κάποιον ανυπεράπιστο, δεν εξοργίζεται και πολύ με τη σκέψη της, οπότε θέλησε να μη δει και κάτι αξιοσημείωτο στους βασανισμούς του Abu Ghraib.
Μια λεπτομέρεια: η S. Sontag παρατηρεί στο παραπάνω άρθρο της ότι οι δεσμοφύλακες στο Abu Ghraib πόζαραν καμαρωτοί ανάμεσα στους εξευτελιζόμενους κρατούμενους• για σύγκριση, είναι εξαιρετικά σπάνιες οι φωτογραφίες από θηριωδίες των Ναζί στον Β’ ΠΠ όπου οι βασανιστές πόζαραν ανάμεσα στα θύματά τους.
Από όλα τα παραπάνω λοιπόν φτάνω στο συμπέρασμα ότι στο ευρύ κοινό των ΗΠΑ... δεν είναι και πολύ χωνεμένο ότι τα βασανιστήρια αποτελούν απαράδεκτο μέσο ανάκρισης και σωφρονισμού. Αντιθέτως, κάπου 6 – 7 χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, πολύς κόσμος άρχισε να μεταμορφώνεται σε ρινόκερους του Ιονέσκο και να δικαιολογεί τα βασανιστήρια με διάφορες προφάσεις – άμα το κάνει κι αυτό. Διότι αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι τις περισσότερες φορές απλά εξορίζει από τη σκέψη του τους πραγματικούς βασανισμούς και απολαμβάνει τους σινεματικούς στην TV και στις ταινίες, όπου ο καλός αμερικάνος ήρωας πρέπει να σαπίσει στο ξύλο τον κακό προκειμένου αυτός να τα ξεράσει όλα. Φοβάμαι λοιπόν ότι είχε το δίκιο του ο Μπους όταν έλεγε ότι οι Αμερικάνοι «αυτό περιμένουν από μας».
Η Αυτοραβδιζόμενη Χώρα
Μέσα στη γενική φτώχεια της Ασίας υπάρχει ένα μικρό κράτος που ξεχωρίζει για την ανάπτυξή του: και ο Θεός έπλασε τη Σιγκαπούρη. Ή μάλλον ο Λι Κουαν Γιου, ο ιδρυτικός της δικτάτορας. Αμέτρητοι οι ύμνοι στον εγχώριο και διεθνή Τύπο για τη χώρα που αυτός δημιούργησε, «πρότυπο» και «υπόδειγμα» και «η πρώην αποικία που ξεπέρασε τη μητρόπολη» και άλλα σχετικά. Με μια πρόχειρη ματιά στο ελληνικό ίντερνετ βρίσκω εδώ έναν ύμνο–διαφήμιση της Καθημερινής προς τη Singapore Airlines όπου χαρακτηρίζει τη χώρα «θαύμα», «σύγχρονη», «συναρπαστική», ενώ μεθά με την «πρόοδο» και την «εντυπωσιακή της ανάπτυξη». Εδώ βρίσκω έναν άλλο ύμνο για τη «σύγχρονη» πόλη-κράτος από μια ταξιδιωτική ιστοσελίδα. Βρίσκω κι εδώ την Καθημερινή να αναπαράγει τη χουντική προπαγάνδα ενός κορυφαίου διπλωμάτη της χώρας για το πόσο αξιοκρατική και ανταγωνιστική είναι η Σιγκαπούρη, ενώ επιπλήττει τους στενόμυαλους που ασκούν κριτική για ασήμαντες λεπτομέρειες όπως το έλλειμμα δημοκρατίας της, οι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης και του συνέρχεσθαι.
Σε προσωπικό επίπεδο, θα έλεγα επίσης ότι παρόμοια έχω ακούσει και από πολλούς που επισκέφτηκαν τη Σιγκαπούρη για τουρισμό, σπουδές, συνέδρια ή δουλειές: ύμνους και επαίνους.
Πολλά μπορεί να παρατηρήσει κανείς για την πόλη-κράτος του Λι Κουαν Γιου όμως εδώ το θέμα μου είναι το εξής: η Σιγκαπούρη είναι μια χώρα στην οποία τα βασανιστήρια, συγκεκριμένα ο ραβδισμός, χρησιμοποιούνται θεσμικά. Δικαιικά (μια άλλη τέτοια χώρα είναι η Μαλαισία). Τιμωρούνται με ραβδισμό οι άντρες κάτω των 50 που θα καταδικαστούν για μια ευρεία σειρά αδικημάτων, ακόμα και για κατοχή ναρκωτικών ή για ένα σύνθημα που έγραψαν στον τοίχο, οι ξένοι εργάτες που θα παραμείνουν στη χώρα με ληγμένη βίζα (ακόμα και οι ντόπιοι που σχετίζονται με ξένους εργάτες με ληγμένη βίζα). Μπορείτε να δείτε ένα βίντεο πραγματικού σιγκαπούρειου ραβδισμού εδώ – προσοχή όμως πριν το παρακολουθήσετε, ρωτήστε πρώτα το στομάχι σας αν το σηκώνει. Ο ραβδισμός επίσης χρησιμοποιείται ευρέως στις φυλακές για σωφρονισμό των κρατουμένων, στα αναμορφωτήρια, στις ένοπλες δυνάμεις και στα σχολεία της χώρας – συνήθως μάλιστα ενώπιον της τάξης. Και καθότι το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο, είναι νόμιμο και επιτρεπτό στους γονείς να ραβδίζουν τα παιδιά τους. Μπορούν ακόμα και να αγοράσουν ειδικά σετ πλαστικοποιημένων καλαμιών, οι πωλήσεις των οποίων τυπικά εκτινάσσονται όταν πλησιάζουν οι περίοδοι εξετάσεων. Η Διεθνής Αμνηστεία και το Human Rights Watch καταγγέλουν κάθε χρόνο τη σιγκαπούρεια αυτή πρακτική του έννομου ραβδισμού (μαζί με άλλα της Σιγκαπούρης).
Για να μην τα ρίχνουμε όλα στους Ασιάτες, να προσθέσουμε ότι η Σιγκαπούρη και η Μαλαισία μάθανε τον ραβδισμό από τους Βρετανούς επικυρίαρχούς τους όταν ακόμα ήταν αποικίες.
Ούτε αυτό όμως είναι το θέμα μου. Εδώ με απασχολεί πόσο μυωπικοί είναι οι δυτικοί υμνητές της χώρας. Μοιάζει ότι όλοι ξεχνάνε, κατά το παίνεμα της Σιγκαπούρης, ότι μιλάμε για μια χώρα με θεσμικά βασανιστήρια. Μιλάμε για μια άρρωστη χώρα με άρρωστους ανθρώπους που έχουν υιοθετήσει μαζικά τη λογική του ξύλου που βγήκε απ’ τον Παράδεισο, την εφαρμόζουν συστηματικά σ’ αυτούς που αντιλαμβάνονται ως «κακούς» ή «ανυπότακτους», αλλά και στα ίδια τα παιδιά τους. Η αυτοραβδιζόμενη χώρα. Καμιά απορία μετά που οι κάτοικοί της δεν φημίζονται για την ευφυΐα τους, μάλλον το αντίθετο... Δεν ξέρω πώς το έχετε βρει εσείς με Σιγκαπούρειους που τυχόν συναντήσατε, όμως εγώ συμφωνώ με τον Wozniak της Apple ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν δείχνουν να διακρίνονται για τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία της σκέψης τους... (κι αυτό επίσης: «Ρώτα έναν Σιγκαπούρειο ποιο είναι το πάθος του στη ζωή. Θα σε κοιτάξει με βλέμμα απλανές. Αν δεν τους έχει υπαγορευθεί κάτι, δεν ξέρουν τι να απαντήσουν»).
Όμως ο μέσος τουρίστας, επιχειρηματίας, επενδυτής, επισκέπτης, υμνητής της «πόλης-θαύματος» δεν ενοχλείται και πολύ που η «προοδευμένη» και «σύγχρονη» Σιγκαπούρη λειτουργεί θεσμικά με το σύστημα του ξύλου που βγήκε απ’ τον Παράδεισο. Δηλαδή, αμφιβάλλω ακόμα κι αν το θυμάται! Σίγουρα κάτι θα έχει ακούσει, κάπου, κάποτε, όμως επέλεξε να το βγάλει από το μυαλό του και να επικεντρωθεί σε άλλα πράγματα. Αφήστε κατά μέρος τους αλληλοραβδιζόμενους Σιγκαπούρειους: το θέμα μου είναι ότι εμείς οι Δυτικοί δεν δείχνει να έχουμε και πολύ οξυμένα αντανακλαστικά απέναντι στα βασανιστήρια, δεν μας εξοργίζουν βαθιά και τα απορρίπτουμε κάθετα. Όχι. Αντιθέτως, αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι απωθούμε τα δυσάρεστα θέματα στο βάθος του μυαλού μας, δεν τα σκαλίζουμε πολύ, αρκεί να μας παρουσιάζεται μια γυαλιστερή βιτρίνα σαν τους ουρανοξύστες της Σιγκαπούρης: ό,τι λάμπει δεν μπορεί παρά να είναι χρυσός.
Ο Αρτέμης Μάτσας είχε πει σε μια παλιά συνέντευξη ότι το ‘60 έφαγε ξύλο στον δρόμο από κάποιους τύπους που τον είδαν και τον αναγνώρισαν: «Νάτο, αυτό είναι το κάθαρμα που πρόδωσε το παλικάρι μας στους Γερμανούς!». Όμως κι εμείς δεν είμαστε λιγότερο αφελείς από εκείνους τους τύπους. Αυτούς τους ξεγέλασαν μερικές κινηματογραφικές εικόνες κι ένας καλός ηθοποιός, εμάς μας ξεγελάνε οι ωραίες βιτρίνες της «ανάπτυξης» και της «προόδου» και του «πολιτισμού». Είναι μεγάλη η παραπλανητική δύναμη της εικόνας. Ο σινεματικός Αρτέμης Μάτσας δεν είναι ο πραγματικός Αρτέμης Μάτσας, ούτε ό,τι λάμπει είναι χρυσός.
Στο Δια Ταύτα:
Στην παλιά ευρωπαϊκή αριστοκρατία, π.χ. στη γαλλική του 17ου αιώνα που επηρεάστηκε από την Ιταλική Αναγέννηση, υπήρχε το πρότυπο του l'honnête home, του τίμιου ανθρώπου ο οποίος, ανάμεσα στα άλλα, δεν ασκεί ασύμμετρη βία: δεν τα βάζει με ηλικιωμένους, παιδιά, γυναίκες και εμφανώς πιο αδύναμους αντιπάλους, σταματά τις εχθροπραξίες αν ο αντίπαλος εξουδετερωθεί ή παραδοθεί, δεν ξεσπάει πάνω στον αιχμαλωτισμένο αντίπαλο κ.λπ. Υπήρχε η ιδέα ότι είναι άρρωστο να ασκείς βία εκ του ασφαλούς• ότι η άσκηση βίας μπορεί να είναι τιμητική μόνο όταν ρισκάρεις (π.χ. βάζοντάς τα με αντιπάλους στα μέτρα σου). Ο βασανισμός όμως είναι το ακριβώς αντίθετο του l'honnête home: μια βαθιά ηθική ατιμία που τραυματίζει εκατέρωθεν. Από την πλευρά του θύματος, ο κανόνας είναι ότι τα βασανιστήρια αφήνουν πληγές που δεν γιατρεύονται ποτέ. Ακόμα κι από την αντίθετη πλευρά όμως τα βασανιστήρια συνηθίζουν να παίρνουν την εκδίκησή τους μακροπρόθεσμα. Στο βιβλίο του Pay Any Price (2014) o δημοσιογράφος James Risen περιγράφει τους αμερικάνους βασανιστές στο Ιράκ ως «σοκαρισμένους ανθρώπους που έχασαν την ανθρωπιά τους. Είναι γεμάτοι ντροπή και ενοχές ... κουβαλάνε ένα ηθικό τραύμα». Μιλάει επίσης γι’ αυτούς κι ο δημοσιογράφος Joshua Phillips στο None of Us Were Like This Before (2010), και λέει πως όταν οι βασανιστές απομακρύνονταν από τις πολεμικές συνθήκες και την εξιλέωση που καλλιεργούσε η συντροφικότητα του τάγματός τους, βίωναν σφοδρές τύψεις και πολλοί από αυτούς το έριχναν στο ποτό, στα ναρκωτικά ή ακόμα και αυτοκτονούσαν. Υπάρχει, πράγματι, κάτι πολύ άρρωστο στο να ασκείς βία εκ του ασφαλούς σε ανθρώπους που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ή να διαφύγουν. Και ως προς αυτό, δεν πείθομαι καθόλου ότι η σύγχρονη Δύση έχει προοδεύσει ηθικά...
Τουλάχιστον σε άλλες εποχές η πρακτική των βασανιστηρίων ήταν ομολογούμενη και ορατή. Οι σημερινοί δυτικοί όμως κατακτήσαμε πρωτόγνωρα επίπεδα συλλογικής εθελοτυφλίας. Εφόσον εντυπωσιαστήκαμε από το ταξίδι μας στη Σιγκαπούρη, δεν μπορεί παρά να πρόκειται για μια επαινετή χώρα• εφόσον οι πηγές της κυβέρνησης καθησυχάζουν, δεν ανησυχούμε ότι θα μας κοπεί η όρεξη έτσι και βλέπαμε τι κρύβεται πίσω από τους ευφημισμούς στις διατυπώσεις (δεν χρειάζεται καν να το σκαλίζουμε πολύ)• εφόσον υπογράψαμε την Οικουμενική Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε συλλογικό επίπεδο αποβάλλαμε οριστικά τις σαδιστικές τάσεις. Αυτό πια είναι κάτι περισσότερο από εθελοτυφλία, το λες και ειδωλολατρεία: εφόσον λάμπει, δεν μπορεί παρά να είναι χρυσός.
(Παρένθεση: αλήθεια, πώς έχουμε αυτήν την εικόνα της πολιτισμένης Δύσης που, στον 20ο αιώνα, έφτασε να περιορίσει τα βασανιστήρια; Συστηματικά στοιχεία είναι αδύνατο να βρεθούνε σε ένα τόσο λεπτό θέμα, όμως στο The Fall and Rise of Torture (2007) του C. Einolf διαβάζω ότι δύο ιστορικοί εκτιμάνε πως ο χρυσός αιώνας ήταν ο 19ος και όχι ο 20ος, στην Ευρώπη τουλάχιστον. Ότι η πρακτική των συστηματικών βασανιστηρίων ξαναγύρισε στον 20ο αιώνα, εκεί που 100 χρόνια πριν είχε πράγματι περιοριστεί).
Το καλύτερο που μπορώ να πω για τη Δύση ως προς τη στάση της στα βασανιστήρια είναι ότι προστατεύει αρκετά καλά τους πολίτες Α’ κατηγορίας της – δηλαδή, ένας Ευρωπαίος ή Αμερικάνος που γίνεται αντιληπτός ως μέλος του μέινστριμ έχει μικρή πιθανότητα να βασανιστεί σε κυβερνητικές ή κατασταλτικές υπηρεσίες. Αυτό ναι, μπορώ να το πω. Κάτι όμως που δεν καθιστά διαφορετική τη σύγχρονη Δύση από, λίγο πολύ... όλα τα κράτη της ιστορίας. Από την άλλη, η Δύση σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο αβρή στους πολίτες Β’ κατηγορίας ή στους μη-πολίτες της (τσιγγάνους, μειονότητες, μετανάστες, άστεγους, φτωχούς, ναρκομανείς κ.α.), και καθόλου μα καθόλου αβρή απέναντι στους πληθυσμούς του Τρίτου Κόσμου στους οποίους επιδιώκει να επιβάλει (με το ζόρι) το «ανάπτυξη», το «πολιτισμός», το «πρόοδος» και το «ελευθερία». Διάβασα στου Σαραντάκου ένα ποίημα του Λαπαθιώτη από το 1916 που ξεκινάει με τον στίχο: Γαλλία, Γαλλία, χαρά της οικουμένης. Όμως τα αμέτρητα εκατομμύρια ντόπιων στη γαλλική Ινδοκίνα, την Αλγερία, τη Μαδαγασκάρη, τη Σενεγάλη, τη Λιβερία, τον Νίγηρα και αλλού που ακρωτηριάστηκαν, ευνουχίστηκαν, μαστιγώθηκαν, δάρθηκαν, βιάστηκαν, παλουκώθηκαν, ξεδοντιάστηκαν από τους Γάλλους, που υπέστησαν από τους Γάλλους ηλεκτροσόκ, εικονικές εκτελέσεις, παρατεταμένη στέρηση ύπνου, φαγητού και νερού, καταναγκαστικές πλύσεις στομάχου, βιασμούς με φίδια, χέλια και τρωκτικά, κράτηση μέσα σε ψυγεία, καταναγκαστική κοπροφαγία, φάλαγγα, βγάλσιμο νυχιών, παρατεταμένη απομόνωση... σίγουρα δεν έβρισκαν τη Γαλλία και τόσο χαρά της οικουμένης. Την ίδια χρονιά που ο Λαπαθιώτης έγραφε το ποιήμα του, η Γαλλία-χαρά-της-οικουμένης στην Άνω Σενεγάλη μαστίγωνε δημοσίως όποιον τολμούσε να της σηκώσει κεφάλι, ενώ στην Ινδοκίνα βασάνιζε συστηματικά όποιον διέδιδε αντιαποικιοκρατικές ιδέες. Θα έλεγα ότι καμία χώρα δεν έχει προκαλέσει τόσο πόνο στην οικουμένη όσο η Γαλλία-χαρά-της-οικουμένης (καθώς και η Βρετανία-χαρά-της-οικουμένης). Κατά τη γνώμη μου, το μόνο που αποδεικνύουν όλες αυτές οι καλόπιστες πεποιθήσεις περί σύγχρονης δυτικής προόδου είναι πόσο πολύ ταυτίζονται αυτοί που τις διατυπώνουν με το δυτικό μέινστριμ, τους πολίτες Α’ κατηγορίας σε Ευρώπη, ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία• και πόσο πολύ αποτυγχάνουν να δουν αυτό που συχνά βλέπουν οι πολίτες Β’ κατηγορίας και οι μη-πολίτες εκεί, το κρυμμένο δωμάτιο πίσω από την όμορφη βιτρίνα.
Ας μη μιλήσω για τους πληθυσμούς του Τρίτου Κόσμου που βιώνουν την ευλογία να έρχεται η Δύση ακάλεστη στις περιοχές τους... Τα μέρη του πλανήτη εκτός Ευρώπης που έχουν δεύτερη ή πρώτη γλώσσα τα γαλλικά, τα αγγλικά, τα ισπανικά, τα πορτογαλικά και τα ολλανδικά, πλήρωσαν με ποτάμια αίματος αυτά τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών.
Bρισκόμαστε πλέον στον 21ο αιώνα και η Δύση αρνείται ακόμα να δεχτεί ότι δεν έχει όλες τις απαντήσεις. Όλο και περισσότερο βρίσκεται αντιμέτωπη με διάφορα αδιέξοδα, καθώς και με πρωτόγνωρες προκλήσεις. Θα δούμε όλοι στο μέλλον πώς θα ανταποκριθεί συλλογικά η Δύση σ' αυτές. Σε ό,τι έχει να κάνει με ανακριτικά, σαδιστικά κ.λπ. βασανιστήρια και πάνω στο σκεπτικό που ανέπτυξα παραπάνω, η δική μου επισήμανση είναι πόσο εύκολα πολιτισμένοι και καλλιεργημένοι άνθρωποι μεταμορφώνονται σε ρινόκερους του Ιονέσκο. Γρήγορα ξεχνάνε τα ανθρώπινα δικαιώματα, το «όχι βασανιστήρια, τελεία και παύλα!» χάνει την απολυτότητά του και γίνεται «ένα πολύπλοκο ηθικό θέμα», αρκεί να διαταραχθεί το αίσθημα ασφάλειας του κόσμου, όπως στην αμερικάνικη κοινωνία μετά την 11η Σεπτεμβρίου ή τώρα στην Ευρώπη, μετά το πρόσφατο χτύπημα στο Παρίσι. Ή αρκεί η χώρα να προσπορίζεται σημαντικά οικονομικά οφέλη από την καταδυνάστευση ενός πληθυσμού, όπως συνέβαινε στην ευρωπαϊκή ήπειρο από την εκμετάλλευση των αποικιών, όπου είχε καθιερωθεί η νομιμοποιητική αφήγηση των οπισθοδρομικών ντόπιων που εκσυγχρονίζονται (με το ζόρι) από τους πολιτισμένους Ευρωπαίους. Ή αρκεί να θιχτεί η πεποίθηση ευμάρειας της δυτικής μεσαίας τάξης και να νιώσει ότι αυτή απειλείται από κάποιους «οπισθοδρομικούς».
Οι ωραίες βιτρίνες δεν είναι πρόβλημα, κάτι θα βρεθεί ώστε να δώσει την απαραίτητη πρόφαση στον πολύ κόσμο για συλλογική εθελοτυφλία. Ποτέ η Δύση δεν είχε πρόβλημα σε κάτι τέτοιες λεπτομέρειες. Εξάλλου...
... ό,τι λάμπει δεν μπορεί παρά να είναι χρυσός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.