Όπως όλοι ξέρουμε, ένα απ’ τα κορυφαία επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού είναι το τραγούδι Ο Γιάνναρος (1929): Ήρθε ο Γιάννης από πέρα, με κουσαντιανή μαχαίρα, γεια σου Γιάνναρε...
Ο Δημήτρης Μυστακίδης το λέει ωραία:
Κοιτούσα το μπακγκράουντ του τραγουδιού, μοιάζει πως έχει ενδιαφέρουσα ιστορία:
Απ’ ό,τι φαίνεται, λεγόταν Γιάννης Παρτσάφας (ο Γιάνναρος του τραγουδιού), χασάπης στο Κοκκάρι της Σάμου, 1874 – 1971. Εδώ μπορείτε να τον δείτε σε φωτογραφίες
Μετά τον θάνατο της πρώτης γυναίκας του, ξαναπαντρεύεται μια χήρα και κάνει κόρη μαζί της, το Κατινάκι του τραγουδιού. Χωρίς να ξέρω, τη φαντάζομαι όμορφη κοπέλα, εκεί στα 15 – 20 της (και δεν αποκλείεται το Κατινάκι να ζούσε μέχρι σχετικά πρόσφατα). Ήταν η αδυναμία του πατέρα της. Όμως ήταν κι η αδυναμία ενός ντόπιου μουσικού, του Χαρίλαου Περρή, ο οποίος την τριγύρναγε και της έκανε καντάδες. Μέχρι που μια μέρα ο Γιάνναρος τον πήρε στο κυνήγι «με κουσαντιανή μαχαίρα», κι ο τύπος όπου φύγει–φύγει. Ο Χαρίλαος τελικά πήγε μετανάστης στην Αμερική να μαζέψει λεφτά και να ξαναγυρίσει Σάμο, όμως δεν ξαναγύρισε ποτέ. Στις ΗΠΑ έφτιαξε κι ηχογράφησε τον Γιάνναρο, δηλ. το περιστατικό όπου έτρεξε να γλιτώσει απ’ την κουσαντιανή μαχαίρα του πατέρα που ήρθε από πέρα.
Ο Γιάνναρος, η πρωτότυπη ηχογράφηση του Χαρίλαου Περρή, 1929:
Μετά τον θάνατο της πρώτης γυναίκας του, ξαναπαντρεύεται μια χήρα και κάνει κόρη μαζί της, το Κατινάκι του τραγουδιού. Χωρίς να ξέρω, τη φαντάζομαι όμορφη κοπέλα, εκεί στα 15 – 20 της (και δεν αποκλείεται το Κατινάκι να ζούσε μέχρι σχετικά πρόσφατα). Ήταν η αδυναμία του πατέρα της. Όμως ήταν κι η αδυναμία ενός ντόπιου μουσικού, του Χαρίλαου Περρή, ο οποίος την τριγύρναγε και της έκανε καντάδες. Μέχρι που μια μέρα ο Γιάνναρος τον πήρε στο κυνήγι «με κουσαντιανή μαχαίρα», κι ο τύπος όπου φύγει–φύγει. Ο Χαρίλαος τελικά πήγε μετανάστης στην Αμερική να μαζέψει λεφτά και να ξαναγυρίσει Σάμο, όμως δεν ξαναγύρισε ποτέ. Στις ΗΠΑ έφτιαξε κι ηχογράφησε τον Γιάνναρο, δηλ. το περιστατικό όπου έτρεξε να γλιτώσει απ’ την κουσαντιανή μαχαίρα του πατέρα που ήρθε από πέρα.
Ο Γιάνναρος, η πρωτότυπη ηχογράφηση του Χαρίλαου Περρή, 1929:
Όπως τον ακούω στο τραγούδι, ο Χαρίλαος είναι μάλλον 2ος τενόρος, η φωνή του πάνω-κάτω ίδια με τη δικιά μου, και υπερβολικά ζωηρός, πιο πολύ απ’ όσο πρέπει: ο Δ. Μυστακίδης κατάλαβε το τραγούδι και το είπε καλύτερα από τον ίδιο τον Χαρίλαο που το έφτιαξε (ίσως ούτε καν το έφτιαξε, ίσως κάποιος παλιότερος δημοτικός σκοπός που ο Χαρίλαος τον προσάρμοσε).
Με συγκινεί που ο πρωταγωνιστής κι ο τίτλος του τραγουδιού είναι ο Γιάνναρος («γεια σου Γιάνναρε»), όχι ο Χαρίλαος ούτε το Κατινάκι. Οπότε, τελικά βγήκε ένα τραγούδι που δεν λέει «αγαπώ το Κατινάκι», ή «Κατινάκι είσαι τόσο όμορφη», λέει: «ο Γιάνναρος με έβαλε στη θέση μου» (με κουσαντιανή μαχαίρα). Διότι αν αγαπώ πραγματικά το Κατινάκι, θα κάτσω να σφαχτώ γι’ αυτήν (με κουσαντιανή μαχαίρα). Οι καντάδες είναι εύκολες, όλοι μπορούμε να τις κάνουμε. Το θέμα είναι να γίνουμε μνημείο για το Κατινάκι, να βάψουμε το κατώφλι της με το αίμα μας. Ο Χαρίλαος ανακάλυψε επί τόπου, όταν πέρασε το τεστ της κουσαντιανής μαχαίρας ότι δεν είχε τα κότσια να το κάνει (όπως όλοι μας το ανακαλύψαμε κάποτε, έτσι δεν είναι;) Χρειάστηκε κάτι ανάλογο με το τεστ της κουσαντιανής μαχαίρας για να ανακαλύψουμε ότι τελικά αγαπάμε εκ του ασφαλούς, αγαπάμε εύκολα, αγαπάμε ανώδυνα, αγαπάμε άκοπα, αγαπάμε τον εαυτό μας εκεί που νομίζαμε ότι αγαπάμε κάποιο Κατινάκι.
Η διαφορά είναι ότι τουλάχιστον ο Χαρίλαος βρήκε τα κότσια να το παραδεχτεί.
Από μια άποψη, το τραγούδι μιλάει για τρεις μικρούς ανθρώπους: ένας πιτσιρικάς που τριγυρίζει μια νόστιμη κοπελίτσα, η οποία κολακεύεται με τους θαυμαστές που τρέφουν την αυταρέσκειά της, κι ένας πατέρας που παίρνει το κυνήγι τον φλώρο που γυροφέρνει την κόρη του (με κουσαντιανή μαχαίρα). Θλιβεροί όλοι τους.
Με συγκινεί που ο πρωταγωνιστής κι ο τίτλος του τραγουδιού είναι ο Γιάνναρος («γεια σου Γιάνναρε»), όχι ο Χαρίλαος ούτε το Κατινάκι. Οπότε, τελικά βγήκε ένα τραγούδι που δεν λέει «αγαπώ το Κατινάκι», ή «Κατινάκι είσαι τόσο όμορφη», λέει: «ο Γιάνναρος με έβαλε στη θέση μου» (με κουσαντιανή μαχαίρα). Διότι αν αγαπώ πραγματικά το Κατινάκι, θα κάτσω να σφαχτώ γι’ αυτήν (με κουσαντιανή μαχαίρα). Οι καντάδες είναι εύκολες, όλοι μπορούμε να τις κάνουμε. Το θέμα είναι να γίνουμε μνημείο για το Κατινάκι, να βάψουμε το κατώφλι της με το αίμα μας. Ο Χαρίλαος ανακάλυψε επί τόπου, όταν πέρασε το τεστ της κουσαντιανής μαχαίρας ότι δεν είχε τα κότσια να το κάνει (όπως όλοι μας το ανακαλύψαμε κάποτε, έτσι δεν είναι;) Χρειάστηκε κάτι ανάλογο με το τεστ της κουσαντιανής μαχαίρας για να ανακαλύψουμε ότι τελικά αγαπάμε εκ του ασφαλούς, αγαπάμε εύκολα, αγαπάμε ανώδυνα, αγαπάμε άκοπα, αγαπάμε τον εαυτό μας εκεί που νομίζαμε ότι αγαπάμε κάποιο Κατινάκι.
Η διαφορά είναι ότι τουλάχιστον ο Χαρίλαος βρήκε τα κότσια να το παραδεχτεί.
Από μια άποψη, το τραγούδι μιλάει για τρεις μικρούς ανθρώπους: ένας πιτσιρικάς που τριγυρίζει μια νόστιμη κοπελίτσα, η οποία κολακεύεται με τους θαυμαστές που τρέφουν την αυταρέσκειά της, κι ένας πατέρας που παίρνει το κυνήγι τον φλώρο που γυροφέρνει την κόρη του (με κουσαντιανή μαχαίρα). Θλιβεροί όλοι τους.
Και υπέροχοι.
Από μια άλλη άποψη, το τραγούδι μιλά για το μεγαλείο της μικρότητας. Τρεις μικροί άνθρωποι που συνωμοτήσαν μεταξύ τους και, χωρίς να το καταλάβουν, φτιάξαν κάτι μεγάλο. Πώς μπορείς να βρεις διαμάντια στα σκουπίδια. Απόδειξη: το τραγούδι που βγάλαν. Από τα κορυφαία στην ιστορία της ιστορίας.
Από μια άλλη άποψη, το τραγούδι μιλά για το μεγαλείο της μικρότητας. Τρεις μικροί άνθρωποι που συνωμοτήσαν μεταξύ τους και, χωρίς να το καταλάβουν, φτιάξαν κάτι μεγάλο. Πώς μπορείς να βρεις διαμάντια στα σκουπίδια. Απόδειξη: το τραγούδι που βγάλαν. Από τα κορυφαία στην ιστορία της ιστορίας.
Τους αγαπάω και τους τρεις, όπως τους ακούω μέσα από το τραγούδι. Και οι τρεις απαραίτητοι. Δεν περισσεύει κανένας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.