Η Στίξη Των Λίγων

Ανταπόκριση από κάποιο εναλλακτικό σύμπαν: 

Τα πλήκτρα της γραφομηχανής πολυβολούσαν μανιασμένα καθώς ο Γιώργος Σεφέρης δακτυλογραφούσε το ποίημα του. Σταμάτησε, γύρισε στην αρχή της σελίδας κι αποφάσισε να το ονομάσει: 

ΑΡΝΗΣΗ
Στο περιγιάλι το κρυφό
Κι άσπρο σαν περιστέρι
Διψάσαμε το μεσημέρι
Μα το νερό γλυφό.

Η χρονιά ήταν το 1931. Από το ανοιχτό παράθυρο ακουγόταν ένα γραμμόφωνο να παίζει κάποια οπερέτα της εποχής, κι ο ποιητής έβαλε σκοπό να το νικήσει με τη γραφομηχανή του: 

Πάνω στην άμμο την ξανθή
Γράψαμε τ' όνομά της... 
 

"Τι κάνει ρίμα με τ' όνομά της;..." αναρωτήθηκε, "η ματιά της;... η καρδιά της;... Κλισέ όλα, θέλω κάτι διαφορετικό!". Η γραφομηχανή σίγησε κι η οπερέτα του παραθύρου κυριάρχησε στιγμιαία. Η κουρτίνα ρίγησε καθώς τη φύσηξε ο μπάτης - ο μπάτης!

... Ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
Και σβήστηκε η γραφή

Το σφυροκόπημα της γραφομηχανής σκέπασε εντελώς την οπερέτα καθώς η τελευταία στροφή λες και βγήκε από μόνη της:

Mε τι καρδιά, με τι πνοή
Τι πόθους και τι πάθος 
Πήραμε τη ζωή μας· λάθος! 
Κι αλλάξαμε ζωή.

Ωραία, τώρα παίξε όσο θες, οπερέτα! Ο Γιώργος Σεφέρης έγειρε πίσω στην καρέκλα κουρασμένος αλλά χαμογελαστός, καμαρώνοντας το ολοκληρωμένο ποιήμα. Πήρε ένα μολύβι να πατήσει λίγο την άνω τελεία - γερασμένη γραφομηχανή και φαγωμένα πλήκτρα, χτύπησε πολλές άνω τελείες στη ζωή της:

Πήραμε τη ζωή μας• λάθος!

Συνεχίζει ν' αχνοφαίνεται... Ο ποιητής την ξαναπάτησε με το μολύβι: 

Πήραμε τη ζωή μας λάθος!

"Χάλια!..." μονολόγησε ο Σεφέρης, "πρέπει να το δακτυλογραφήσω ξανά. Όμως όχι μόνο αυτό... Ποιος θα προσέξει την άνω τελεία; Θα την προσπεράσουν όλοι - και θ' αλλάξουν εντελώς το νόημα του ποιήματος! Η άνω τελεία είναι η στίξη των λόγιων, των λίγων. Σκέψου να το μελοποιήσει και κανένας στο μέλλον!... Θα το τραγουδάνε όλοι: Πήραμε τη ζωή μας λάθος / Κι αλλάξαμε ζωή... Θα φτιάξουν ένα διαφορετικό ποιήμα. Σιγά κι αν θα θυμούνται ότι ο τίτλος του είναι ΑΡΝΗΣΗ, θα το λένε όλοι Στο Περιγιάλι το Κρυφό!... Λοιπόν, πρέπει ν' αποφεύγω τις άνω τελείες. Είναι η στίξη των λίγων"

Η οπερέτα ελάχιστα μπόρεσε να χαρεί τη νίκη της καθώς η γραφομηχανή ξαναπήρε φωτιά για την τελική, ολοκληρωμένη, σαφέστερη εκδοχή του ποιήματος:

Mε τι καρδιά, με τι πνοή 
Τι πόθους, τι λαχτάρα
Πήραμε τη ζωή... Κατάρα!
Κι αλλάξαμε ζωή. 
 

* * * * *

 

Η Άρνηση του Σεφέρη στην αρχική & άγνωστη ηχογράφηση με τον Γιώργο Μούτσιο (όχι στην πασίγνωστη με τον Μπιθικώτση), που αποδίδει την άνω τελεία και το νόημα του ποιήματος:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.