Ντιζνιοποιήση

Μια νύχτα του 1994 ένας δυνατός σεισμός χτύπησε το Λος Άντζελες κι έκοψε την ηλεκτροδότηση στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Μέσα στην αναστάτωση, αρκετός κόσμος επικοινώνησε με την αστυνομία ν' αναφέρει ένα παράξενο σύννεφο που εμφανίστηκε στο νυχτερινό ουρανό: πρώτη φορά έβλεπαν ζωντανά τον Γαλαξία. 
 
Πιο πίσω στον χρόνο, οι περισσότεροι κάτοικοι του τερατουργήματος που λέγεται Μανχάταν είδαν πρώτη και μόνη φορά τον Γαλαξία το 1977, όταν μια νυχτερινή καταιγίδα έκοψε την ηλεκτροδότηση στην πόλη της Νέας Υόρκης. 
 
Ακόμα πιο πίσω, κατά τις νυχτερινές συσκοτίσεις των μεγάλων αστικών κέντρων επί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί άνθρωποι ανακάλυψαν έναν πρωτόγνωρα έναστρο ουρανό – τόσο ώστε εκδοτικοί οίκοι στις ΗΠΑ άρχισαν να εκδίδουν βιβλία αστρονομίας να εξηγήσουν στον κόσμο αυτά που έβλεπε στο στερέωμα. 
 
Στις μέρες μας εκτιμάται πως γύρω στο 80% των Αμερικανών δεν είχε και δεν θα ‘χει ποτέ την εμπειρία του έναστρου ουρανού – του πραγματικού έναστρου ουρανού, σ’ όλη τη μεγαλοπρέπειά και το δέος του, όχι το ξέπλυμα που βλέπουμε οι κάτοικοι πόλεων τις νύχτες, μόνο το φεγγάρι και κάποια πολύ λαμπερά αστέρια... Δε διαφέρουμε, είμαστε μέσα στο 80% ή όποιο αντίστοιχο ποσοστό ισχύει στις δικές μας χώρες: είμαστε αστρικώς αγράμματοι, άπειροι, άβγαλτοι. 

Bill Watterson (1958): Οι άνθρωποι θα ζούσαν διαφορετικά αν μπορούσαν να βλέπουν κάθε βράδυ τ’ αστέρια 

Κάποτε δεν ήταν έτσι, και θα εντυπωσιαζόμασταν πόσους αστερισμούς, αστέρια, κομήτες κ.α. μπορούσε να εντοπίσει και να ονοματίσει ένας μέσος άνθρωπος άλλων εποχών• καθώς επίσης και τους πλανήτες, με τις πορείες τους πάνω στην εκλειπτική. Σήμερα όμως το ηλεκτρικό φως σκοτώνει τη νύχτα, εξορίζει τ’ αστέρια και τους περιπλανώμενους (αυτό σημαίνει η λέξη «πλανήτης»). Ειδικά το φως των μεγάλων πόλεων μολύνει μέχρι και 400 χιλιόμετρα μακριά. Οι παλιότερες τεχνολογίες δημόσιου φωτισμού – κεριά, λάμπες λαδιού, λάμπες αερίου – δεν είχαν σκοπό να φωτίσουν αλλά ν’ ανάψουν μακρινά σημεία αναφοράς για πλοήγηση μέσ’ στη νύχτα, ειδικά όταν το φεγγάρι ήταν στη χάση. Δε θ’ αναγνώριζες έναν φίλο σου, μόνο αν στεκόσασταν ακριβώς κάτω από τη λάμπα. 

International Dark Sky Association: Τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς την εμπειρία του έναστρου ουρανού χάνουν ευκαιρίες να προβληματιστούν για τα μεγάλα ζητήματα της ζωής 

Όμως η εφεύρεση του κ. Έντισον, ο λαμπτήρας πυράκτωσης, μαζί μ’ ένα σύστημα μαζικής ηλεκτροδότησης, έφερε κάτι ιστορικά πρωτόγνωρο: την ψεύτικη μέρα μέσ’ στη νύχτα. Λίγο μετά ήρθε τ’ αυτοκίνητο (κι αυτό με λαμπτήρες), προέκυψε η ανάγκη για ακόμα περισσότερη ψεύτικη μέρα μέσ’ στη νύχτα, για πλήρως φωτισμένους δρόμους. Όλη η υφήλιος άρχισε να μολύνεται από το νυχτοκαταστροφικό φως, στην αρχή από τις πόλεις και τ’ αστικά κέντρα, κατόπιν όλο και περισσότερο από την επαρχία, μέχρι που φτάσαμε σ’ αυτό που όλοι έχουμε ζήσει από μικροί: στην υποταγμένη νύχτα. Και στην απώλεια, μεταξύ άλλων, του πλανητικού συστήματος• πόσοι από μας μπορούμε να εντοπίσουμε τους πλανήτες στον νυχτερινό ουρανό, εκτός ίσως από την Αφροδίτη; (αν δεν την μπερδέψουμε με τον διεθνή διαστημικό σταθμό...). Πόση εμπειρία έχουμε από τον χορό τους πάνω στην εκλειπτική που θέλει καθημερινή – καθενυχτική – παρατήρηση επί σειρά μηνών κι ετών, να καταλάβουμε για ποιο λόγο οι αρχαίοι τους είπαν «περιπλανώμενους»; 

Για τους ανθρώπους άλλων εποχών, η νύχτα δεν ήταν αστεία υπόθεση. Ήταν το μέρος κλοπών, φόνων, πορνείας• επίσης, το μέρος φαντασμάτων, μάγων, στοιχειών. Εκτός απ’ αυτά, η νύχτα ήταν και το μέρος που κλείνουν οι κόποι της μέρας, η ώρα της ξεκούρασης, του ύπνου και των ονείρων, καθώς και του έναστρου δέους στο στερέωμα. Σε άλλες εποχές, όποιος άναβε μια φωτιά μέσ’ στη νύχτα χώριζε τον κόσμο σε τέσσερις ζώνες: 
1) κεντρικά, η ζώνη της μεταμόρφωσης. Εδώ ό,τι βάλεις θ’ αλλάξει. Το φαγητό θα μαγειρευτεί, ο πηλός θα ψηθεί, κάτι βλαπτικό θα εξαφανιστεί, το νερό θα γίνει ατμός, το μέταλλο θα γίνει κατάλληλο προς κατεργασία. Πιο περιφερειακά της, 
2) η ζώνη της ομορφιάς. Εδώ όλα ωραία. Ο χειμώνας γίνεται καλοκαίρι, η νύχτα γίνεται μέρα, τα επικίνδυνα ζώα μένουν μακριά, εδώ είναι περιοχή για ξεκούραση, ύπνο, ερωτοπραξία, κουβέντα, φαγητό ή για να κοιτάς με τις ώρες τη φωτιά: η TV άλλων εποχών. Ακόμα πιο περιφερειακά της, 
3) η ζώνη του προσανατολισμού. Εδώ έχεις φάρο μέσ’ στη νύχτα, κέντρο να σε κατευθύνει, ν’ αναφέρεσαι σ’ αυτό, ξέρεις πού βρίσκεσαι και πού πηγαίνεις, είσαι σε σύστημα συντεταγμένων. Ακόμα πιο περιφερειακά της, 
4) η ζώνη της απώλειας. Εδώ είσαι χαμένος, δεν έχεις αναφορά, είσαι ένας εξωπλανήτης στο διαστρικό κενό, ένας πεζοπόρος αποπροσανατολισμένος στο μεγάλο δάσος. 

 

Σε άλλες εποχές, όποιος άναβε μια φωτιά μέσα στη νύχτα χώριζε τον κόσμο σε τέσσερις ζώνες

 

Καμία απορία που οι παλιότεροι λάτρευαν τη φωτιά, είχε τεράστια σημασία γι’ αυτούς. Καμία απορία που κι η νύχτα είχε σημασία γι’ αυτούς, θετική κι αρνητική ταυτόχρονα• πάντως η νύχτα δεν ήταν «έλλειψη ημέρας» αλλά μια πολυδιάστατη οντότητα με τις μοναδικές της στιγμές κι ομορφιές (και κινδύνους και φόβους). Το έναστρο δέος του ουράνιου θόλου δεν ήταν κρύος, αχανής κόσμος που έκανε τους ανθρώπους ασήμαντους, αντίθετα: ένας εύτακτος κόσμος, όλο ομορφιά και φως, που έκανε τους ανθρώπους να νιώθουν ότι έχουν θέση, ανήκουν σ’ αυτόν. Επίσης, ένας κόσμος γεμάτος μουσική, τη «μουσική των σφαιρών», musica universalis, που θρυλικά άκουγε ο Πυθαγόρας κάθε βράδυ. 

Ray Bradbury: Δεν ήταν το υστερικό φως του ηλεκτρισμού – αλλά τι; Ήταν το παράξενα άνετο και σπάνιο κι ευγενικό φως του κεριού. Μια φορά όταν ήταν παιδί και κόπηκε το ρεύμα, η μητέρα του βρήκε κι άναψε ένα τελευταίο κερί, κι ήταν στιγμή ανακάλυψης, ο χώρος έχασε τις αχανείς του διαστάσεις, μαζεύτηκε όμορφα γύρω τους, κι εκείνοι, μητέρα και γιος, μεταμορφώθηκαν κι εύχονταν το ρεύμα ν’ αργήσει να ξανάρθει 

Να συστήσω δύο πολύ αρχαίες λέξεις: Μελάμ και Νι. Πρέπει να είναι απ’ τις πιο αρχαίες λέξεις που ξέρουμε, φτάνουν πιο πίσω από Ασύρριους, πάνε σε Ακκάδιους και Σουμέριους, 3η – 4η χιλιετία π.Χ. 
 
Μελάμ είναι το ρούχο των θεών. Όπως εμείς έχουμε παντελόνια, πουκάμισα, μπλούζες κ.α. έτσι κι οι θεοί έχουν το δικό τους ρούχο, Μελάμ. Αυτό το θεϊκό ρούχο έφτασε και στις μέρες μας ως δόξα του Θεού (kabod στα εβραϊκά), δηλαδή αυτό που περιβάλλει τον Θεό – θυμηθείτε το περιστατικό της Μεταμόρφωσης του Κυρίου που «τα ρούχα του έγιναν αστραφτερά, κατάλευκα σαν το χιόνι, τέτοια που κανείς βαφέας στη γη δεν μπορεί να κάνει τόσο λευκά» (κατά Μάρκον 9), ή την υπόσχεση του Θεού στον Μωυσή στο όρος Χωρήβ: «Ο Μωυσής είπε: δείξε μου τη δόξα Σου. Ο Θεός απάντησε: θα περάσω με τη μεγαλοπρέπεια της δόξας μου μπροστά σου, δεν θα μπορέσεις όμως να δεις το πρόσωπό μου γιατί κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να Με δει και να μείνει ζωντανός» (Έξοδος 33). 
 
Η άλλη λέξη, Νι, είναι το αποτέλεσμα που έχει πάνω μας η θέα του Μελάμ. Η θέα του ανθρώπινου ρουχισμού έχει διάφορα αποτελέσματα πάνω μας, τα ρούχα θα μας δώσουν αισθήματα ατημελησιάς ή αρχοντιάς ή ερωτισμού ή καλού γούστου ή αυστηρότητας ή... Αντίστοιχα, η θέα του ρούχου των θεών έχει άλλα αποτελέσματα πάνω μας, οι αρχαϊκοί τα ονόμαζαν Νι. Αυτό το Νι, Ακκάδιοι και Σουμέριοι το περιέγραφαν ως: μυρμηγκιάζει το δέρμα μου, ρίγη στη σπονδυλική στήλη, μου κόβεται το γέλιο. Είναι η κατεξοχήν ένδειξη για την προσέγγιση κάτι υπερφυσικού, εξωκοσμικού, ασύλληπτων μεγεθών. Στα ελληνικά καθιερώθηκε ν’ αποδίδεται φόβος Θεού (yirat στα εβραϊκά, taqwa στο Ισλάμ). Θυμηθείτε από το βιβλίο του Ιώβ, μιλά ο Ελιφάζ: «Φρίκη και τρόμος με κυρίεψε κι έτρεμε όλο το κορμί μου. Φύσημα αχνό από το πρόσωπό μου πέρασε, μ’ έκανε σύγκορμο ν’ ανατριχιάσω. Στάθηκε μπρος μου μια μορφή που δεν μπορούσα να καθορίσω» (Ιώβ 4). Θυμηθείτε ότι οι μαθητές κυριεύτηκαν από τρόμο όταν είδαν το περιστατικό της Μεταμόρφωσης. Λίγο πολύ για όλους τους αρχαίους λαούς, η επαφή με τον θεϊκό κόσμο δεν ήταν απλή κι αστεία, αλλά κάτι που περιελάμβανε φόβο, μου κόβεται το γέλιο, ρίγη στη ραχοκοκαλιά.
 
Αν θέλετε το Νι των Σουμερίων χωρίς θρησκευτικές συνδηλώσεις, δείτε τις χαλκογραφίες του Piranesi. Αφιερώστε χρόνο, ιχνηλατήστε τις βήμα–βήμα, δείτε τον εαυτό σας μέσα τους, να περιπλανιέται ατέλειωτα σ’ αυτές. Διαβάστε τις Εξομολογήσεις Ενός Άγγλου Οπιομανούς του Thomas de Quincey (θεωρείται αριστούργημα της αγγλικής λογοτεχνίας), δείτε τα όνειρα του οπίου:
 
«Ζούσα 70 ή 100 χρόνια μέσα σε μια νύχτα – τι λέω; Χρόνια πέρα απ’ τις δυνατότητες της ανθρώπινης εμπειρίας. Θάφτηκα για χιλιάδες χρόνια σε πέτρινα φέρετρα. Οι κροκόδειλοι με φίλησαν με καρκινώδη φιλιά, κείμαι μ’ ανείπωτα γλιστερά πλάσματα ανάμεσα στα καλάμια και τη λάσπη του Νείλου. Κάθε νύχτα κατέβαινα σε χάσματα κι ανήλιαγες αβύσσους, σε βάθη κάτω από βάθη, αδύνατο να ξαναβγώ ποτέ στην επιφάνεια, τέλεια αίσθηση ανημπόριας που λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν». 
 
Tο Νι των Σουμερίων δε μας είναι άγνωστο. Το ξέρουμε από θιστορήματα τρόμου και ταινίες τρόμου – σκεφτείτε την παράξενη γοητεία που ασκεί ο τρόμος, πολύς κόσμος λατρεύει τέτοια μυθιστορήματα και ταινίες, τα κυνηγά φανατικά γιατί μόνο εκεί μπορεί να βρει τα ρίγη στη ραχοκοκαλιά, τα ασύλληπτα μεγέθη και τον τρόμο που μας είναι τόσο απαραίτητα. Όμως οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι για το Νι, οι κατεστημένες εκκλησίες και τα επίσημα ιερατεία, προσφέρουν έναν εντελώς ντεκαφεϊνέ Θεό στους πιστούς τους, ο κόσμος δεν μπορεί να βρει εκεί το Νι που τόσο πολύ φοβάται και τόσο πολύ ποθεί και τόσο πολύ έχει ανάγκη, οπότε το ψάχνει σε υποκατάστατα. Ντιζνιοποιήσαμε τον Θεό («ντιζνιοποιώ» = κάνω κάτι να μοιάζει με ταινία της Disney). Ειδικά η δική μας εκκλησία με τον χριστούλη και την παναγίτσα που τους ακούω από μικρό παιδί! Θεοί μικροαστών, ο χριστούλης («σ’ αγαπά ο χριστούλης») κι η παναγίτσα («μια εικονίτσα με την παναγίτσα»)... Όμως σε μικροαστούς απευθυνόταν πάντα η μικρο-εκκλησία, μικροθεούς προσφέρει: καλός πωλητής που προσαρμόζει το μικροπροϊόν του στις προτιμήσεις των καταναλωτών. 
 
Sarah Williams (1837-1868): Αγάπησα πάρα πολύ τ’ αστέρια για να φοβηθώ τη νύχτα 
 
Αν θέλετε μια γεύση Νι, διαβάστε εδώ το διήγημα του Robert Louis Stevenson, Τζάνετ η Σβερκοτσακισμένη (προσαρμοσμένο στα σύγχρονα αγγλικά, ο ίδιος το 'γραψε στα σκοτσέζικα). Φροντίστε να είναι αργά το βράδυ, σκοτεινά όλα, μόνοι στο σπίτι, σιγαλιά, κλείστε το κινητό, το διαβάζετε στο φως του φακού ή, ακόμα καλύτερα, του κεριού. Αν έχετε καρδιά λιονταριού, κάντε το σωστά. Υπόσχομαι ότι όποιος το φτάσει ως το τέρμα, μετά δε θα 'ναι ο ίδιος άνθρωπος. 
 
Όμως εκτός απ’ τον Θεό, ντιζνιοποιήσαμε και τη νύχτα... Ανάψαμε τα ηλεκτρικά μας φώτα να διώξουμε τα στοιχειά και τους τρόμους της – και το δέος της. Γεμίσαμε τον αέρα με ντεσιμπέλ για να εξαφανίσουμε τη σιγαλιά της, το καταφέραμε. Μαζί μ’ αυτά, εξαφανίσαμε το μυστήριό της, το μεγαλείο, την ιερότητα και την ομορφιά του νυχτερινού ουρανού, τη λυτρωτική αυστηρότητα των αστεριών και των ουράνιων σωμάτων. Οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν ξέρουμε τη νύχτα. Θέμα χρόνου μέχρι να πάρουμε κι εμείς την αστυνομία, να καταγγείλουμε τον Γαλαξία.
 
Όμως η νύχτα δε βγήκε από στούντιο Disney... Ό,τι και να ‘ναι η νύχτα («που ακόμα κι ο Δίας τη φοβάται»: Ησίοδος), με τους τρόμους και τα μεγαλεία της, πάντως δεν είναι καρτούν κατάλληλο για μικρά παιδιά, έτσι όπως το ευτελήσαμε
 
W. H. Auden, “September 1, 1939”: 
Faces along the bar 
Cling to their average day: 
The lights must never go out, 
The music must always play, 
All the conventions conspire 
To make this fort assume 
The furniture of home; 
Lest we should see where we are, 
Lost in a haunted wood, 
Children afraid of the night 
Who have never been happy or good. 
 
Δε φταίει ο κ. Έντισον γι’ αυτό, ούτε κάποια σατανικά κέντρα εξουσίας. Ο κάθε Γιάννης κι η κάθε Μαρία φοβήθηκαν πάρα πολύ τη νύχτα για ν’ αγαπήσουν τ’ αστέρια και ζήτησαν το ηλεκτρικό φως σε διαρκώς περισσότερα βατ και βολτ κι αμπέρ: πυγμαίοι, φέρνουμε τα πάντα στα δικά μας μέτρα. Ο κ. Έντισον, οι κυβερνήσεις κ τα κέντρα εξουσίας ήταν καλοί πωλητές που προσέφεραν ένα προϊόν για το οποίο υπήρχε ζήτηση – μάλλον καλοί έμποροι ναρκωτικών που εκμεταλλεύτηκαν τις αδυναμίες των πελατών για να τους ρίξουν σε παγίδα απ’ την οποία δε θέλουν κι οι ίδιοι να γλιτώσουν, θα τη ζητάνε σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις. 
 
Eμείς σήμερα δεν ξέρουμε τους πλανήτες, ούτε τ’ αστέρια και τα ουράνια σώματα, ούτε τον Θεό, ούτε τη νύχτα, ούτε τη σιγαλιά και τη σιωπή, ούτε τη φωτιά (πόσες φορές χωρίσαμε τον κόσμο σε τέσσερις ζώνες ανάβοντας μια φωτιά μέσ’ στη νύχτα;). Αντί γι’ αυτά ξέρουμε τις ντιζνιοποιήσεις τους, κακέκτυπα και καρτούν: χάρτινο το φεγγαράκι (ψεύτικη η ακρογιαλιά). 
 
Ο Πτολεμαίος (της Αλμαγέστης) άρχιζε την Αρμονική του με το επίγραμμα: Ξέρω, είμαι θνητός κι εφήμερος / Όμως γύρω μου ουράνια σώματα / Όταν σκιαγραφώ τις ορμητικές δίνες τους / Τα πόδια μου δεν πατάν πια στη γη: / Στέκομαι μπροστά στο Δία και παίρνω / Το μερίδιο αμβροσίας που μου αρμόζει, το θεϊκό μερίδιο
 
Εμείς δεν έχουμε την παραμικρότερη ιδέα από το θεϊκό μερίδιο που έπαιρνε ο Πτολεμαίος ή από τη musica universalis που άκουγε ο Πυθαγόρας – επίσης κι ο Μικρός Πρίγκηπας: «τις νύχτες μ’ αρέσει ν’ ακούω τ’ αστέρια, σαν πεντακόσια εκατομμύρια καμπανούλες». Δεν αρκούν εδώ τα βιβλία αστρονομίας και τα διδακτικά βιντεάκια στο ίντερνετ, δεν επανορθώνουν την απώλεια, είν’ απαραίτητο το καθενυχτικό δέος, ο θαυμασμός, τα ρίγη στη ραχοκοκαλιά, η musica universalis, το θεϊκό μερίδιο. Αυτά δεν μπορούμε να τα πάρουμε από βιβλία και βιντεάκια. 
 
Ούτε θα πετύχει κάποια πρωτοβουλία βελτίωσης, οικολογική ή αριστερή ή οτιδήποτε. Είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Όσο κι αν πεις π.χ. ότι η πληθώρα ηλεκτρικού φωτός διαταράσσει κιρκαδιανούς ρυθμούς, συμβάλλει σε επιβλαβείς αλλαγές μεταβολισμού, στην έλλειψη ποιοτικού ύπνου, αποπροσανατολίζει πάμπολλα νυχτόβια που χρησιμοποιούν το φως του φεγγαριού και των αστεριών για πλοήγηση (και θα τα υποστηρίξεις με 100% πανεπιστημιακές μελέτες), ο αγώνας είναι χαμένος. Το κακό δεν ξεγίνεται. Θα βρεις απέναντί σου όχι μόνο τους κακούς καπιταλιστές και τα μοχθηρά κέντρα εξουσίας (ίσως αυτούς μπορείς να νικήσεις), αλλά κυρίως τον κάθε Γιάννη κ την κάθε Μαρία (αυτοί είν' ανίκητοι). Ο Γιάννης κι η κάθε Μαρία αγάπησαν πολύ την πρέζα τους, το ηλεκτρικό φως, που θα υποστηρίξουν τους εμπόρους των ναρκωτικών τους μην τυχόν κι απεξαρτηθούν. Το κακό που έγινε δεν ξεγίνεται. Πώς πέσαμε στην παγίδα;
 
Sarah Jio (1975) Τ’ αστέρια έχουν τη δική τους γλώσσα. Αν ακούσεις προσεκτικά μπορείς να τη μάθεις 
 
Ο έναστρος ουρανός χάθηκε οριστικά και δε θα ξαναβρεθεί παρά μόνο όταν έρθει η κατάρρευση του εκτρώματος που ονομάζεται «σύγχρονος τρόπος ζωής». Η Κόλαση του Δάντη τελειώνει με τη φράση: «... και τότε επιτέλους βγήκαμε κι είδαμε τ’ άστρα». Αν οι σημερινοί άνθρωποι χάσαμε τ’ άστρα τότε, σύμφωνα με τον Δάντη, είμαστε στην Κόλαση κι ας μην το ξέρουμε, οι κολασμένοι δεν ξέρουν ότι βρίσκονται στην Κόλαση (ούτε οι ευλογημένοι ξέρουν ότι βρίσκονται στον Παράδεισο). 
 
Η αρχαιότητα είχε λέξη για τέτοια αφύσικη τερατωδία όπως η σημερινή με το πάνδημο ηλεκτρικό φως, έλεγε ύβρις. Και κληρονομήσαμε μια σχετική ιστορία ύβρεως από τον Κριτία του Πλάτωνα για τους Άτλαντες, μια κάποτε θεϊκή γενιά που παρασύρθηκαν από τον πλούτο και την ισχύ τους, έχασαν το θεϊκό στοιχείο μέσα τους, έφτασαν να γίνουν επαίσχυντοι: 
 
«Σ’ αυτόν που είχε μάτια για να δει, η κατάντια τους ήταν ολοφάνερη γιατί έχασαν το πολυτιμότερο δώρο που είχαν. Όποιος όμως είχε μάτια και δεν έβλεπε, τους νόμιζε ένδοξους κι ευλογημένους ενώ αυτοί ήταν γεμάτοι πλεονεξία κι αδικία. Ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών που κυβερνά σύμφωνα με τον κοσμικό νόμο και μπορεί να καταλάβει αυτά τα πράγματα, βλέποντας ότι μια τιμημένη γενιά έπεσε σε τέτοια κατάντια, και θέλοντας να τους επιβάλει κατάλληλη ποινή ώστε να βελτιωθούν, μάζεψε τους θεούς στο πιο ιερό τους μέρος, στο κέντρο του κόσμου, απ’ όπου επιβλέπουν όλη τη δημιουργία. Και στη σύναξη των θεών είπε το εξής:...» 
 
Μπορούμε να μαντέψουμε τι είπε, ο Κριτίας κι ο μύθος της Ατλαντίδας διάσημα σταματούν στη μέση μιας πρότασης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.