Λεγόταν James Elroy Flecker (1884-1915). Πέθανε νέος, πρόλαβε να γράψει ένα θεατρικό ονόματι Χασάν πριν τον πάρει ο Χάρος. Το οποίο πήγε άπατο, ξεχάστηκε, λένε ότι δεν αξίζει. Έτσι λένε τουλάχιστον. Έγραψε ένα ποιήμα να κλείσει το έργο του: Το Χρυσαφένιο Ταξίδι για τη Σαμαρκάνδη. Όμως αυτό το ποίημα δεν ξεχάστηκε – διαβάστηκε, διαβάζεται ακόμα, απέκτησε φανατικούς θαυμαστές. Και με κάποιον περίεργο τρόπο, ο τύπος δεν κατάλαβε τι αριστούργημα έγραψε!
Λοιπόν, ο τόπος είν’ η Βαγδάτη, υποθέτω 11ος - 12ος αιώνας, τότε σάχης της Περσίας πρέπει να ’ταν ο Μωάμεθ ο 2ος (υποθέτω πάντα, αν κάνω λάθος διορθώστε με). Ο Σουφισμός έχει ήδη φύγει απ’ τη Βαγδάτη στην οποία κινδυνεύει, έχει μετακομίσει στην Περσία. Το καραβάνι ετοιμάζεται να ξεκινήσει απ’ τη Βαγδάτη για τη Σαμαρκάνδη, μακρύ ταξίδι, δεν έχει εξασφαλισμένο ούτε τον τελικό προορισμό ούτε τον γυρισμό: έμποροι διάφοροι, Εβραίοι, γυναίκες που κλαίνε για τους άντρες τους, τραγουδιστές-ποιητές, προσκυνητές που πάνε στο καινούργιο κέντρο του Σουφισμού.
Να ένα ωραίο που βρήκα στο ίντερνετ!
Επικοινωνούσα κάποτε μ’ έναν Αυστραλό που μια ζωή λάτρευε το ποιήμα. Όταν βγήκε στη σύνταξη, ε λοιπόν, πήγε κι έκανε το Χρυσαφένιο Ταξίδι για τη Σαμαρκάνδη! Η οικογένειά του τον έλεγε τρελό που θα ταξιδέψει τη μισή υφήλιο για ένα ποιήμα
Υπάρχει ελπίδα. Δε χαθήκαν ακόμα τα πάντα. Ακόμα υπάρχει κόσμος που ταξιδεύει για ένα ποίημα, όπως οι παλιοί προσκυνητές. Αυτά γουστάρω! Φυσικά, όλοι θα μας πουν τρελούς - δεν πειράζει, ας μας πουν όπως θέλουν. Εμείς ξέρουμε.
Δεν το μεταφράσω, δε μεταφράζεται, το βάζω στ’ αγγλικά όπως το ’γραψε ο ποιητής. Διαβάστε το αργά, γουλιά-γουλιά κι απολαύστε το σαν εκλεκτό Περσικό κρασί, σαν τα κρασιά του Σιράζ που κέρδισαν και τον Τζένγκινς Χαν. Όμως προσοχή! Έχει πονηρή γοητεία! Προσέξτε γιατί μπορεί να βρεθείτε κι εσείς μια μέρα στο Χρυσαφένιο Ταξίδι! Όλα τα εύσημα στον ποιητή: James Elroy Flecker
PROLOGUE
We who with songs beguile your pilgrimage
—
And swear that Beauty lives though lilies die,
We Poets of a proud old lineage
—
Who sing to find your hearts, we know not why, —
What shall we tell you? Tales, marvelous tales
—
Of ships and stars and isles where good men rest,
Where nevermore the rose of sunset pales,
—
And winds and shadows fall toward the West:
And there the world's first huge white-bearded kings
—
In dim glades sleeping, murmur in their sleep,
And closer round their breasts the ivy clings,
—
Cutting its pathway slow and red and deep.
And how beguile you? Death has no repose
—
Warmer and deeper than that Orient sand
Which hides the beauty and bright faith of those
—
Who made the Golden Journey to Samarkand.
And now they wait and whiten peaceably,
—
Those conquerors, those poets, those so fair:
They know time comes, not only you and I,
—
But the whole world shall whiten, here or there;
When those long caravans that cross the plain
—
With dauntless feet and sound of silver bells
Put forth no more for glory or for gain,
—
Take no more solace from the palm-girt wells.
When the great markets by the sea shut fast
—
All that calm Sunday that goes on and on:
When even lovers find their peace at last
—
And Earth is but a star, that once had shone.
EPILOGUE (At the Gate of the Sun, Bagdad, in olden time)
THE MERCHANTS (together)
Away, for we are ready to a man!
—
Our camels sniff the evening and are glad.
Lead on,
O Master of the Caravan:
—
Lead on the Merchant-Princes of Bagdad.
THE CHIEF DRAPER
Have we not Indian carpets dark as wine,
—
Turbans and sashes, gowns and bows and veils,
And broideries of intricate design,
—
And printed hangings in enormous bales?
THE CHIEF GROCER
We have rose-candy, we have spikenard,
—
Mastic and terebinth and oil and spice,
And such sweet jams meticulously jarred
—
As God's own Prophet eats in Paradise.
THE PRINCIPAL JEWS
And we have manuscripts in peacock styles
—
By Ali of Damascus; we have swords
Engraved with storks and apes and crocodiles,
—
And heavy beaten necklaces, for Lords.
THE MASTER OF THE CARAVAN
But you are nothing but a lot of Jews.
THE PRINCIPAL JEWS
Sir, even dogs have daylight, and we pay.
THE MASTER OF THE CARAVAN
But who are ye in rags and rotten shoes,
—
You dirty-bearded, blocking up the way?
THE PILGRIMS
We are the Pilgrims, master; we shall go
—
Always a little further: it may be
Beyond that last blue mountain barred with snow,
—
Across that angry or that glimmering sea,
White on a throne or guarded in a cave
—
There lives a prophet who can understand
Why men were born: but surely we are brave,
—
Who make the Golden Journey to Samarkand.
THE CHIEF MERCHANT
We gnaw the nail of hurry. Μaster, away!
ONE OF THE WOMEN
O turn your eyes to where your children stand.
Is not Bagdad the beautiful? O stay!
THE MERCHANTS (in chorus)
We take the Golden Road to Samarkand.
AN OLD MAN
Have you not girls and garlands in your homes,
—
Eunuchs and Syrian boys at your command?
Seek not excess: God hates him who roams!
THE MERCHANTS (in chorus)
We make the Golden Journey to Samarkand.
A PILGRIM WITH A BEAUTIFUL VOICE
Sweet to ride forth at evening from the wells
—
When shadows pass gigantic on the sand,
And softly through the silence beat the bells
—
Along the Golden Road to Samarkand.
A MERCHANT
We travel not for trafficking alone:
—
By hotter winds our fiery hearts are fanned:
For lust of knowing what should not be known
—
We make the Golden Journey to Samarkand.
THE MASTER OF THE CARAVAN
Open the gate, O watchman of the night!
THE WATCHMAN
— Ho, travelers, I open. For what land
Leave you the dim-moon city of delight?
THE MERCHANTS (with a shout)
We make the Golden Journey to Samarkand.
[The Caravan passes through the gate]
THE WATCHMAN (consoling the women)
What would ye, ladies? It was ever thus.
—
Men are unwise and curiously planned.
A WOMAN
They have their dreams, and do not think of us.
VOICES OF THE CARAVAN (in the distance, singing)
We make the Golden Journey to Samarkand
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.