Αυτοί Που Κατοικούν Μέσα Στο Βουνό

Δε φανταζόμουν ότι το μπλογκ έχει encοre... Η πραγματικότητα με ξεπερνά.

Μου ζητήθηκε ένα κείμενο για τον θάνατο. Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Τo βάζω στο ίντερνετ μήπως κάποιος βρει αξία. Ξέρω, η αποτυχία μου είναι 100% εξασφαλισμένη, όμως αν έστω κι ένας πάρει ανάσα, τότε δεν πήγε χαμένος ο κόπος

*  *  *

Πράγματα απρόσμενα περιμένουν τους ανθρώπους μετά το θάνατό τους, που ούτε καν τα φαντάζονται (Ηράκλειτος, απόσπασμα 27

Ο θάνατος είναι το μόνο φάρμακο για τον θάνατο (Αττάρ της Νισαπούρ, από το Συνέδριο των Πουλιών

Ο θάνατος είναι από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού στον άνθρωπο (Simone Weil

Ο Θεός είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός σου (Kierkegaard

Θανάτω θάνατον πατήσας (Αναστάσιμο)

Πώς το μάθαμε; Περίπου ότι θάνατος = το μεγαλύτερο κακό. Πόσες φορές δεν ακούσαμε όταν η κουβέντα πάει σε θανάτους, «ας μη μιλάμε τώρα για τέτοια, ας πούμε άλλα πράγματα». Το γνωστό ποιήμα του Καρυωτάκη: «θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται σα να καθαρίζουνε κρεμμύδια / Θάνατος οι λεροί ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους». Δηλαδή, θάνατος = ό,τι χειρότερο. 

Μαζί μ’ αυτά πάει κι ο εξορισμός της θέας του θανάτου στις δικές μας Δυτικές κουλτούρες, ο σπαρακτικός θρήνος («τα μοιρολόγια μάς κάναν φονιάδες», αναφέρει κάπου, νομίζω, ο Λεκατσάς έναν Μανιάτη), η αποφυγή του κατονομασμού του θανάτου: ο τάδε «έφυγε» ή «κοιμήθηκε» κ.α., βάλτε και δικά σας παραδείγματα. Πάντως μάθαμε με πολλούς τρόπους ότι θάνατος = το μεγαλύτερο κακό. 

Μαζί μ’ αυτό, πάει κι η τρομοκρατία της «χαράς της ζωής». Ότι η ζωή είναι ωραία, όμορφη, γλυκιά, τέτοια. Μάθαμε ότι εκτός από θάνατος = το μεγαλύτερο κακό, επίσης ζωή = το μεγαλύτερο αγαθό. Τόσες γυναίκες έχουν όνομα Ζωή, κανένας άντρας δεν έχει όνομα Θάνατος. Επίσης η κατάκριση που πάντα συνοδεύει τη στεναχώρια, τη λύπη, την απελπισία, το αλύτρωτο πένθος, o οτιγματισμός της κατάθλιψης, ότι είναι κάτι που πρέπει να γιατρευτεί κ.α. Καθώς κι οι καθημερινές μας ευχές: «Να ‘σαι καλά! Χρόνια πολλά! Ό,τι ποθείς! Σου εύχομαι υγεία! Πάντα να γελάς! Όλα τα όνειρά σου να πραγματοποιηθούν!». Πάντως μάθαμε με πολλούς τρόπους ότι η ζωή, εκτός από ωραία, γλυκιά, όμορφη, το μεγαλύτερο αγαθό κ.λπ., φέρει επίσης και την εκπλήρωσή της. 

Δε σταματάει εδώ, έχει και θλιβερή συνέχεια... Πρώτος ξάδερφος, αν όχι δίδυμος αδερφός, με τα παραπάνω είναι ότι «ο καθένας νοιάζεται για τον εαυτό του». Αυτονόητο, έτσι; Εφόσον ζωή = το μεγαλύτερο αγαθό, ο καθένας θέλει να 'χει όσο περισσότερο απ' αυτό το αγαθό. Μας το δίδαξε ο Άνταμ Σμιθ, όπου κάθε ιστορία της οικονομικής σκέψης ξεκινά με τα λόγια του: «ο καθένας νοιάζεται για το συμφέρον του» (ο Άνταμ Σμιθ έκανε λεκτικά ακροβατικά ν' αποφύγει την κακή λέξη πλεονεξία/greed. Θυμίζω ότι στην εποχή του ήταν ακόμα αμαρτία θανάσιμη η πλεονεξία. Μ' απλά λόγια και χωρίς να κρυβόμαστε πίσω απ' το δάχτυλό μας, ο Άνταμ Σμιθ έλεγε ότι είμαστε εκ του φυσικού μας πλεονέκτες. Όμως μη χαίρεστε οι αριστεροί!... Κι ο Μαρξ ήταν μαθητής του Άνταμ Σμιθ, δεν πρέπει να αμφισβήτησε ποτέ την αφετηρία της «φυσικής πλεονεξίας» των ανθρώπων). 

Μας το δίδαξε ο Χομπς στον Λεβιάθαν, ότι οι άνθρωποι έχουν έναν «διαρκή κι ακατάπαυστο πόθο για ισχύ, που σταματά μόνο στο θάνατό τους». 

Μας το δίδαξε η εξελικτική βιολογία, εξελικτική κοινωνιολογία, εξελικτική ιστορία κ.λπ., τα διάφορα εξελικτικά που γίναν της μόδας κάποτε. Όλα ξεκινάν από τη θέση ότι «κάθε οργανισμός είναι μεγιστοποιητής χρησιμότητας», όπως έχουν τον όρο οι οικονομολόγοι κι οι εξελικτικοί βιολόγοι (μ' απλά λόγια: κάθε οργανισμός είναι ΠΑΣΟΚος της δεκαετίας του ’80, νοιάζεται μόνο για την πάρτη του, για φαγητό και γκόμενες). 

Κυρίως όμως, πρώτα και καλύτερα, μας το δίδαξαν αυτοί που μας αγάπησαν περισσότερο: η οικογένειά μας, οι καλύτεροί μας φίλοι, οι παρέες μας, οι πιο στενοί μας άνθρωποι. «Δέξου τον εαυτό σου! Αγάπα τον εαυτό σου! Κάνε κάτι για τον εαυτό σου! Φρόντισε τον εαυτό σου!» κ.λπ. Συνηθίσαμε από μικρά παιδιά σε μια ρητορική προσωπικής αξίας, π.χ. «Άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαιώματα!» ή «Δεν μπορείς να μου φέρεσαι έτσι!» κ.α. Βάλτε και δικά σας παραδείγματα. Πάντως όλοι μας δίδαξαν ότι είναι φυσιολογικό να νοιαζόμαστε για τον εαυτό μας, ο οποίος αξίζει κι έχει δικαιώματα. Όλα αυτονόητα, έτσι;

Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω: 

 

1) Απώλεσε Κάθε Ελπίδα
Το 1978 δημοσιεύτηκε στις ΗΠΑ μια μεγάλη έρευνα των Brown & Harris σε καταθλιπτικές γυναίκες. Οι συγγραφείς συνοψίζουν: 

«Τα αισθήματα απόγνωσης [hopelessness] δεν περιορίζονται μόνο στο συγκεκριμένο περιστατικό, μεγάλο ή μικρό, που τα προκάλεσε. Οδηγούν την καταθλιπτική σε σκέψεις συνολικής απόγνωσης για τη ζωή της. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι που συνιστά τον κεντρικό πυρήνα της κατάθλιψης»

Ο Gananath Obeyesekere είναι γνωστός ανθρωπολόγος στο πανεπιστήμιο του Princeton. Αν το όνομα σας φαίνεται ασυνήθιστο είναι επειδή έχει καταγωγή από Σρι Λάνκα. Σχολιάζοντας το παραπάνω συμπέρασμα των Brown & Harris λέει: 

Αυτά τα λόγια ακούγονται περίεργα σε μένα, έναν Βουδιστή. Διότι στο περιβάλλον της Σρι Λάνκα, κάποιος που οδηγείται σε κατανοήσεις συνολικής απόγνωσης για τη ζωή του δεν γίνεται αντιληπτός ως «καταθλιπτικός» αλλά ως «καλός Βουδιστής» 

Παραδοσιακά στο Βουδισμό, η στάση συνολικής βιοτικής ματαιότητας είναι κάτι το οποίο εκτιμάται πολύ κι οφείλει να καλλιεργείται. Δεν αποφεύγεται, και σε καμία περίπτωση δεν «θεραπεύεται» με αντικαταθλιπτικά ή ψυχολόγους (παραδοσιακά πάντα). Ο Obeyesekere συνεχίζει: 

Μάλιστα, οι Βουδιστές θα προχωρούσαν ένα βήμα παραπέρα. Θα έλεγαν ότι δεν είναι απλώς η δική σου ζωή που έτυχε να μαστίζεται από συνολική ματαιότητα: αυτή βρίσκεται στην ίδια τη φύση της ζωής ολονών (Obeyesekere, 1982, Depression, Buddhism, and the Work of Culture in Sri Lanka

Δηλαδή: αυτός που έφτασε να βλέπει τα πάντα μάταια είναι ένα βήμα πιο προχωρημένος στο Βουδιστικό μονοπάτι από αυτόν που βλέπει ότι υπάρχει κάτι στη ζωή που δεν είναι μάταιο αλλά ευχάριστο, απολαυστικό κ.λπ. 

Οι βουδιστικές σούτρες είναι ΠΟΛΥ ξεκάθαρες! 1) Ζωή = μόνιμος πόνος, 2) απαραίτητη προϋπόθεση για τη δραπέτευση από τον πόνο είναι η απώλεια της ελπίδας ότι μπορείς να έχεις έστω και την παραμικρότερη χαρά στον κόσμο. 

Στα σχόλια του Μπουνταγκόσα (5ος αιώνας μ.Χ.), αυτή η απώλεια ελπίδας παρομοιάζεται με μια μάνα που μαθαίνει για τους τρεις γιους της ότι ο πρώτος (το παρελθόν μας) ήδη εκτελέστηκε, βλέπει τον δεύτερο (το παρόν μας) να οδηγείται για εκτέλεση, κι ο τρίτος (το μέλλον μας) έχει σειρά να εκτελεστεί κατόπιν. Σκέψου να είσαι μάνα σ’ αυτήν τη θέση. Τόσο οριστική, απόλυτη, σφοδρή πρέπει να είναι η απώλεια κάθε ελπίδας. Να μην ελπίζουμε σε καμία χαρά στο μέλλον μας, να μη γραπωνόμαστε από καμία χαρά στο παρελθόν μας, να μη δίνουμε σημασία σε καμία υποτιθέμενη χαρά τωρινή: τα παιδιά μας είναι προς εκτέλεση ή εκτελέστηκαν ήδη. 

Η Κόλαση του Δάντη δεν ήταν που έγραφε: Απώλεσε κάθε ελπίδα εσύ που μπαίνεις εδώ μέσα; 

Η Πρώτη Ευγενής Αλήθεια του Βουδισμού είναι πολύ απλή, δύο λέξεις όλο κι όλο: Όλα Πόνος. Όλα! Δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι πόνος! Ό,τι με κάνει να νομίζω πως δεν είναι πόνος, πως μπορώ να έχω έστω ένα νησάκι χαράς στη θάλασσα της ζωής, με ξεγελά. Αυτοί που γράψαν την Πρώτη Ευγενή Αλήθεια, πάνω από 2.000 χρόνια τώρα, επίτηδες τη διατύπωσαν τόσο λακωνικά για να δώσουν έμφαση στο ΟΛΑ, μη νομίσω ότι ξεφεύγω. Κι είναι το θεμέλιο του Βουδισμού, ο ακρογωνιαίος λίθος.

(Παρένθεση, να είμαι ακριβής: Όλα Ντούκα. Η λέξη ντούκα στη γλώσσα Παλί φέρει νοήματα «πόνου», «δυστυχίας», «στεναχώριας», όμως μπορεί να έχει ευρύτερη έννοια. Μπορεί και να σημαίνει αυτό που λέμε: «κάτι δεν πάει καλά...», «κάτι δεν είναι σωστό...», «κάτι δεν είναι όπως πρέπει να είναι». Η Πρώτη Ευγενής Αλήθεια μπορεί και να αποδοθεί πιο ελεύθερα: 
Όλα θεμελιωδώς μη–ικανοποιητικά
Πάντα θα υπάρχει κάποιο λάθος
Τα προβλήματα δε θα τελειώσουν ποτέ 
Η πόλις θα σε ακολουθεί, καινούργιους τόπους δεν θα βρεις

Θέλω να πω, στάσεις που στη Δύση αναγνωρίζουμε ως παθολογικές – «όλα μάταια», «γενική απόγνωση», «κατάθλιψη», «η ζωή δεν έχει νόημα», «η ζωή είναι ένα δεσμωτήριο» (Πλάτωνας από τον Φαίδωνα), στον Βουδισμό παραδοσιακά εκτιμούνται κι επαινούνται

Κι αν διατυπώσω την ένσταση ότι είναι απάνθρωπη, τρομακτική, σκληρή, αυτοκαταστροφική αυτή η απώλεια ελπίδας για οποιαδήποτε χαρά στη ζωή, τότε πιστεύω ότι τουλάχιστον ο Buddhadasa (ονομαστός μοναχός–ερημίτης της Ταϊλάνδης, του έχω εμπιστοσύνη) θα μου απαντούσε: «Δες τι έγραψες πιο πάνω, δες τι σου διδάσκει ο Δάντης: θα κληθείς που θα κληθείς να το κάνεις με το ζόρι. Δεν το αποφεύγεις. Και δε θα σου αρέσει καθόλου όταν κληθείς με το ζόρι να το κάνεις. Οπότε κάντο τώρα, όσο έχεις ακόμα το χρόνο και την ευκαιρία. Κερδίζεις, δεν χάνεις». 


2) Να Πεθάνουμε ως προς τον Κόσμο
Ας φύγουμε όμως απ’ το Βουδισμό, ας πάμε στο Χριστιανισμό μια που είμαστε Χριστιανοί (υποτίθεται). Διαβάζω στα Ευαγγέλια τους Μακαρισμούς: 
Μακάριοι οι φτωχοί 
Μακάριοι οι πενθούντες 
Μακάριοι οι πεινασμένοι 
Μακάριοι αυτοί που τώρα κλαίνε 
 
Δεν ξέρω για σας, εγώ πάντως δε βλέπω πουθενά το «Να ‘σαι καλά!», «Σκέψου θετικά!», «Ό,τι ποθείς!», «Να περνάς όμορφα!» Τα βλέπετε πουθενά εσείς; Διαβάζω στα Ευαγγέλια τους Ταλανισμούς: 
Αλίμονο σ’ αυτούς που τώρα γελάνε 
Αλίμονο στους χορτάτους 

Διαβάζω κάθε άλλο παρά «Χαμογέλα!», «Η ζωή είναι ωραία!», «Να ‘σαι χαρούμενος!» κ.λπ. Αντίθετα, μου φαίνεται ότι βρίσκω κάτι πολύ συγγενικό με το παραδοσιακό Βουδιστικό: αρνήσου κάθε ελπίδα. Βρίσκω το αντίστοιχο Χριστιανικό: αρνήσου κάθε χαρά. Μόνο εγώ τα διαβάζω αυτά; 

Δε θυμάμαι πού είχα δει κάποτε την παρατήρηση: Πουθενά στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται ο Κύριος καν να χαμογέλασε. Όμως είναι ταιριαστό: Αυτός που είπε, «σου εύχομαι να ζήσεις σε μόνιμο πένθος και να μη γελάσεις ποτέ», απεικονίζεται στο ύψος των λέξεών Του. 

Μικρός είχα σκεφτεί ότι μόνο με το υλικό των Ευαγγελίων, ένας ψυχίατρος θα έβγαζε διάγνωση κατάθλιψης για τον Χριστό (ή μανιοκατάθλιψης, αν θυμηθούμε το περιστατικό της εκδίωξης των εμπόρων από το Ναό). Έχω διαβάσει κατά καιρούς ψυχιάτρους να εικάζουν διαγνώσεις σχιζοφρένειας, κατάθλιψης, επιληψίας, ψυχοπαθολογίας για πρόσωπα του παρελθόντος και μάλιστα με λιγότερες ενδείξεις απ’ αυτές των Ευαγγελίων. Άσχετα αν κανείς δεν το κάνει (γιατί θα λιντσαριστεί) όμως τίποτα δεν εμποδίζει έναν ψυχίατρο να πει για τον Ιησού τον Ναζωραίο: από τις ενδείξεις των Ευαγγελίων τεκμαίρω ότι ήταν καταθλιπτικός κι αυτοκτονικά αφέθηκε να οδηγηθεί στη θανάτωση (ή ίσως είχε μειωμένη αντίληψη αυτοσυντήρησης, αυτοκαταστροφικό ιδεασμό, απώλεια αίσθησης αυτοπροστασίας, έχουν διάφορα οι ψυχίατροι). Όμως πέρα από τα Ευαγγέλια:

Στις επιστολές του Παύλου διαβάζω συνεχώς: «να πεθάνουμε ως προς τον κόσμο». Το λέει σχεδόν σε κάθε επιστολή του! Ρωτήστε έναν οποιονδήποτε μελετητή της Βίβλου, «ποιο ήταν το φάρμακο του Παύλου για την αμαρτία;» (μη σας τρομάζει η λέξη αμαρτία, ήταν καθημερινή λέξη στους ελληνόφωνους πρώτους Χριστιανούς και σήμαινε «σφάλμα, λάθος»). Θα σας πουν όλοι το ίδιο: «το να πεθάνω ως προς τον κόσμο». Ή όπως έχει καθιερωθεί στην Ορθόδοξη παράδοση: «να παραδοθώ ζωντανή θυσία στον Θεό». Ή με τη θρυλική αρχαϊκή φράση, κατόπιν την υιοθέτησε ο Χριστιανισμός: «να πεθάνω πριν πεθάνω». 

Νομίζω ότι ένας σύγχρονος ψυχίατρος θα έβγαζε δυσάρεστα συμπεράσματα για κάποιον που τηρεί το ιδεώδες του Παύλου, είναι νεκρός ως προς τον κόσμο (αν ο ψυχίατρος λέγεται και Παύλος θα είναι μεγάλη ειρωνεία!). Νομίζω ότι καμία μάνα δε θα έδινε την κόρη της σε κάποιον που τηρεί το ιδεώδες του Κυρίου, ζει σε μόνιμο πένθος και δε γελά ποτέ (αν η μάνα λέγεται Χριστίνα θα είναι μεγάλη ειρωνεία!) 

Μόνο εγώ τα διαβάζω αυτά; Δεν ξέρω αν έχω συναντήσει έστω έναν Χριστιανό, έστω έναν Παυλιστή στη ζωή μου. Οι λέξεις πρέπει να σημαίνουν κάτι, όχι; Οι πενθούντες, αλίμονο σ’ αυτούς που τώρα γελάν και χαίρονται, να πεθάνουμε ως προς τον κόσμο, να πεθάνω πριν πεθάνω... οι λέξεις πρέπει κάτι να σημαίνουν, όχι; Αν όχι, αν είναι «καθ’ υπερβολή», «συμβολικές», «μεταφορικές», τότε κάνουμε αυτό που στον καιρό του Καραμανλή λέγαν «διασταλτική ερμηνεία του Συντάγματος» και στον καιρό του Σημίτη λέγαν «δημιουργική λογιστική» με τις λέξεις.


3) Η Θεραπεία

Ένα διηγηματάκι που έγραψα πιτσιρικάς, Η Θεραπεία

Ο άντρας με τα μακριά μαλλιά μπήκε στο ιατρείο. «Καλημέρα» τον χαιρέτισε ο γιατρός. Ο άλλος κάθισε αβέβαια σε μια πολυθρόνα, σταύρωσε τα χέρια και βάλθηκε να κοιτάζει τα τριμμένα του σανδάλια. «Να συμπληρώσω ορισμένες τυπικότητες. Όνομα;» 

«Εμμανουήλ» 

«Ετών;» 

«Τριάντα τριών» 

«Επάγγελμα;» 

«Πολλά. Ποιμένας, σπορέας, ψαράς, διδάσκαλος. Τον τελευταίο καιρό θεραπεύω» 

Ο γιατρός τον μελέτησε λίγο στρώνοντας τα μαλλιά του. «Μίλησέ μου για σένα. Πες μου ό,τι θέλεις» 

«Λοιπόν…» ο άλλος κοίταξε αμήχανα τα πόδια του που ακόμα γλιστρούσαν από το ελαιώδες μύρο με το οποίο είχαν αλειφθεί. Ανακάλυψε μια γυναικεία τρίχα και τη φύλαξε σαν κάτι πολύτιμο. «Νιώθω χαμένος… Ακόμα και τα ζώα έχουν τις φωλιές τους, εγώ δεν έχω πού να γείρω το κεφάλι μου. Κουβαλάω το σταυρό μου…» 

«Όμως εγώ βλέπω ότι είσαι όμορφος, υγιής, όλη η ζωή μπροστά σου. Τι παραπάνω ψάχνεις;» ρώτησε ήπια ο γιατρός. 

«Δεν ξέρω… το βασίλειο που ψάχνω δεν είναι του κόσμου τούτου. Μου φαίνεται πως θα πεθάνω σαν αρνί σφαγμένο…» 

«Α, έτσι νιώθεις...», έκανε ο γιατρός. Η μέρα έξω ήταν ζεστή και στο λαιμό του κυλούσαν στάλες ιδρώτα, το κλιματιστικό δε βοηθούσε. «Μίλησέ μου λίγο για την παιδική σου ηλικία». 

«Η κατάσταση στο σπίτι με πίεζε. Η μητέρα ήταν έγκυος σε μένα –όχι απ’ τον πατέρα– πριν το γάμο. Στην αρχή αυτός δεν ήθελε να την παντρευτεί, νομίζω πως και σήμερα δεν το ’χει ξεπεράσει. Στο σχολείο ήμουν ο καλύτερος μαθητής, από δώδεκα χρονών δίδασκα τους ηλικιωμένους σοφούς». 

«Μεγάλο βάρος για τόσο μικρό παιδί… Είχαν απαιτήσεις οι γονείς σου;» 

«Αν είχαν, λέει…». Μια φευγαλέα σκιά πέρασε στο βλέμμα του άντρα. «Όταν ήμουν μωρό, ένας γέροντας δήλωσε ότι θα γίνω σπουδαίος κι οι γονείς το δέσαν κόμπο. Μεγαλώνοντας όμως με τράβηξε η θρησκεία. Η μητέρα στεναχωριέται ακόμα που δεν έγινα δικηγόρος…» 

«Έχεις αποκόψει ένα μεγάλο μέρος χαράς από τη ζωή σου, αυτό καταλαβαίνω» παρατήρησε ο γιατρός. «Πες μου όμως κάτι άλλο, κοιμάσαι καλά;» 

«Όχι… νιώθω συνέχεια κουρασμένος». 

«Πρέπει να κοιμάσαι περισσότερο, η έλλειψη ύπνου είναι που σε κάνει ευέξαπτο. Αν κοιμόσουνα κανονικά δε θα έχανες την ψυχραιμία σου εκείνη τη μέρα στο Ναό». Έβγαλε ένα χαρτί και διάβασε: «Σύλληψη για φθορά ξένης περιουσίας, διατάραξη κοινής ησυχίας, υποκίνηση σε στάση, αντίσταση κατά της αρχής». 

«Ναι, αλλά εκείνοι οι πωλητές είχαν καταντήσει το Ναό οίκο εμπορίου!» 

«Όμως είχαν πληρώσει το δημοτικό φόρο κι ήταν καθόλα νόμιμοι». 

«Με το νόμο που όρισε ο Καίσαρας, όχι ο Θεός!» 

«Μα, βρε χριστιανέ μου…» 

«Δεν είμαι χριστιανός. Εβραίος είμαι». 

«Καλά, συγνώμη. Όμως ας δώσουμε στον Καίσαρα τα του Καίσαρος και στο Θεό τα του Θεού. Άνθρωποι ήταν κι εκείνοι, ήθελαν να βγάλουν το ψωμί τους». 

Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι. «Έκανα κάτι κακό… έτσι δεν είναι;» 

«Εγώ πάντως δε σε κρίνω» απάντησε ο γιατρός. «Περνάς κρίση κατάθλιψης που μάλλον σχετίζεται με την παιδική σου ηλικία και την απόρριψη από τον πατέρα σου. Ας κοιτάξουμε όμως μπροστά. Μια αγωγή με αντικαταθλιπτικά». 

«Δε θέλω να πάρω χάπια… νιώθω σα να παίρνω ναρκωτικά…» 

«Έλα, δεν είναι έτσι και το ξέρεις! Δε μολύνει τον άνθρωπο αυτό που μπαίνει στο στόμα του αλλά αυτό που βγαίνει από το στόμα του. Μόνο για λίγο θα τα πάρεις, μέχρι να περάσει η κρίση» 

«...» 

«Εντάξει;» 

«…ναι…» 

«Λοιπόν, δύο χάπια την ημέρα απ’ αυτά, πρωί-βράδυ, κι ένα από τούτα εδώ. Τώρα... θα ‘θελα ν’ αλλάξεις πράγματα στη ζωή σου. Πήγαινε σινεμά, δες φίλους, γλέντα. Είσαι και σε ηλικία γάμου, έχεις παντρευτεί;» 

«Όχι». 

«Καιρός να γνωρίσεις κάποια καλή κοπέλα – αν προσέξεις λίγο το ντύσιμό σου θα έχεις αρκετές ενδιαφερόμενες, είμαι σίγουρος». 

«Δε σκέφτομαι το ντύσιμό μου. Τα λουλούδια δε νοιάζονται τι θα φορέσουν, όμως ούτε ο βασιλιάς Σολομώντας δεν είχε τόσο λαμπρή φορεσιά». 

«Αρκετά λαμπρή, πάντως, ώστε να τον κάνει δημοφιλή στις κυρίες», παρατήρησε ο γιατρός. «Λοιπόν, ο χρόνος μας τέλειωσε. Θα ‘θελες να περάσεις από το ταμείο φεύγοντας; Η αμοιβή μου είναι τριάντα αργύρια». 

*  *  *  *  *

Ο κοντοκουρεμένος άντρας μπήκε στο ιατρείο. «Καλημέρα!» χαιρέτισε τον γιατρό. 

«Καλή σου μέρα! Λοιπόν, πώς αισθάνεσαι τώρα;» 

«Πολύ πιο ενεργητικός, γιατρέ. Κοιμάμαι κανονικά, πηγαίνω σε γυμναστήριο, βγαίνω κάθε βράδυ. Καινούργια ζωή!» 

«Το βλέπω, έχεις άλλον αέρα. Σα να φοράς φωτοστέφανο! Τι λες, άξιζαν τον κόπο οι επισκέψεις;» 

«Αν άξιζαν λέει! Απορώ πώς ζούσα κάποτε!» 

«Οι δουλειές σου πώς πάνε;» 

«Παράτησα τις θεραπείες. Τώρα δουλεύω στην Internazareth Ασφαλιστική». 

«Αυτά είναι καλά νέα!» είπε ο γιατρός περνώντας το χέρι από τα πυκνά μαλλιά του. «Έτσι έρχεσαι σε επαφή με πολύ κόσμο. Τι αναλαμβάνεις;» 

«Προωθώ ένα πακέτο που περιλαμβάνει ασφάλεια κλοπής, σκουριάς και σκουληκιών. Τι νόημα έχει να σωρεύεις θησαυρό επί της γης αν οι ληστές τον κλέβουν; Αν ο σκώληκας κι η σκουριά τον αφανίζει; Ασφάλισέ τον λοιπόν στην Internazareth και θα κοιμάσαι τα βράδια ήσυχος – γιατί εκεί που είναι ο θησαυρός σου, εκεί είναι κι η καρδιά σου. Δε σας είπα όμως το άλλο!» 

«Ποιο;» 

«Γνώρισα μια κοπέλα, αρχίσαμε να μιλάμε για γάμο». 

«Πολύ καλά νέα! Φίλε μου, νομίζω εγώ δε χρειάζομαι πια. Ως προς τα χάπια, θα συνεχίσεις να μειώνεις τη δόση, όπως είπαμε, και την άλλη βδομάδα θα τα κόψεις εντελώς». 

«Εντάξει». 

«Να πας στο καλό». 

«Γεια σας, γιατρέ, ευχαριστώ πολύ!» είπε ο ασφαλιστής. Σηκώθηκε και βγήκε από την πόρτα ζωηρά. 

Ο γιατρός έγειρε πίσω στην καρέκλα και ξεφύσηξε με ανακούφιση. Σκούπισε τον ιδρώτα στο λαιμό του και χαμογέλασε αχνά. Έξυσε το κεφάλι του, χάιδεψε τα κρυμμένα κερατάκια μέσα στα πυκνά μαλλιά του και σηκώθηκε όρθιος. Οι οπλές από τα κατσικίσιά του πόδια αντήχησαν στα πλακάκια του πατώματος καθώς περπάτησε προς το παράθυρο και το άνοιξε. Μη μπορώντας ν’ αντισταθεί στον πειρασμό (ήταν ειδικός σ’ αυτούς), κοίταξε τον ουρανό και φώναξε: «Σε νίκησα! Ο μεγαλύτερός μου εχθρός, όμως σε νίκησα! Και μάλιστα πώς; Σε θεράπευσα!» 

Όμως ας έρθουμε σε κάτι πιο κοντά στη δική μας εποχή:

 

4) Ars Moriendi 

Από τους αρχαίους κληρονομήσαμε το Δελφικό Επίγραμμα γνώθι σαυτόν, στα Αγγλικά μεταφράζεται know thyself. Πολλές φορές το έχω ακούσει να λέγεται με την έννοια: «να ανακαλύψω κρυφές πτυχές της προσωπικότητάς μου, άγνωστα ταλέντα μου κ.α.» (καμία σχέση μ’ αυτό που καταλάβαιναν οι αρχαίοι). Κάποιες φορές το ‘χω ακούσει και με την έννοια: «ξέρω τα όρια των δυνατοτήτων μου, μη βάλω μεγαλύτερη μπουκιά στο στόμα μου απ’ όσο μπορώ να καταπιώ». 

Όμως για τους αρχαίους, γνώθι σαυτόν σήμαινε: «μάθε ότι είσαι άνθρωπος, όχι θεός». Να μάθεις τη θέση σου (μην ξεχνάμε, δίπλα στο γνώθι σαυτόν υπήρχε το άλλο Δελφικό Επίγραμμα: προσκυνει το θείον), καλλιέργησε αρετές (μην ξεχνάμε, στους Δελφούς υπήρχαν τα επιγράμματα: να μισείς την ύβρη, μη βλέπεις δόξα στη δύναμη, τίποτα σε υπερβολή κ.α.). Όμως η πρώτη, η Νο 1 διαφορά του θεού απ’ τον άνθρωπο για όλους τους αρχαίους λαούς, όχι μόνο τους Έλληνες, ήταν πως ο μεν είναι αθάνατος ενώ ο δε θνητός. 

Απαιτεί ολόκληρη βιοτική πορεία μάθησης για να καταλάβουμε ότι είμαστε άνθρωποι, όχι θεοί. Εκτός απ’ τα μαθήματα του σχολείου, έχουμε να εξεταστούμε και σ’ ένα άλλο μάθημα, ασύγκριτα πιο σημαντικό απ’ την Έκθεση και τη Βιολογία. Οπότε, γνώθι σαυτόν τελικά μπορεί να σημαίνει κάτι πιο κοντά στο memento mori, «θυμίσου ότι πρέπει να πεθάνεις, μην ξεχνάς το θάνατό σου», παρά στις σύγχρονες παρανοήσεις του αρχαίου Επιγράμματος. 

Το memento mori ήταν ολόκληρο ρεύμα που άνθισε στην Ευρώπη του 15ου αιώνα μέχρι και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Υπήρχαν ρολόγια με επιγραφές ultima forsan (= ίσως η τελευταία ώρα) ή tempus fugit (= ο χρόνος πετάει και φεύγει). Εκκρεμή με αυτόματα που εμφάνιζαν τον Χάρο να χτυπάει τις ώρες. Η Μαρία η Α' της Σκωτίας είχε ρολόι σε μορφή νεκροκεφαλής με τα λόγια του Οράτιου: Ο χλωμός θάνατος χτυπά με τον ίδιο ρυθμό τόσο στους πύργους των πλουσίων όσο και στις καλύβες των φτωχών

Πολύς κόσμος φορούσε δαχτυλίδια και κοσμήματα με νεκροκεφαλές, οστά, φέρετρα κι ονόματα νεκρών ή μηνύματα προς τους νεκρούς. 

Δαχτυλίδι memento mori - Αγγλία 16ος αιώνας

 

Υπήρχαν πορτραίτα & πίνακες ζωγραφικής memento mori με νεκροκεφαλές, κλεψύδρες, σβησμένα κεριά, μαραμένα λουλούδια, σαπουνόφουσκες κι άλλα σύμβολα θνητότητας.

Πίνακας memento mori

 

Στη μουσική δημιουργήθηκε το είδος του Ρέκβιεμ, καθώς κι η κηδευτική μουσική, αλλά και διάφοροι ύμνοι με στίχους που αντιμετώπιζαν τον βίο ως μια κοιλάδα δακρύων και θύμιζαν στον κόσμο να ζήσει αναμάρτητα. 

Υπήρχαν κρύπτες, τάφοι, νεκροφυλάκια και ταφόπλακες καλυμμένα με οστά ή νεκροκεφαλές, σκελετούς κι αγγέλους να σβήνουν κεριά. 

Πτώμα υπό σήψη σκαλισμένο σε τάφο - Αγγλία 15ος αιώνας

 

H Capela dos Ossos στην Πορτογαλία ήταν όλη καλυμμένη με πραγματικά οστά (μπορείτε να δείτε φωτογραφίες στο λινκ), ενώ στην είσοδό της έφερε την επιγραφή: «Εμείς τα οστά που κείμεθα εδώ γυμνά, περιμένουμε τα δικά σου». Οι Ερημίτες του Αγ. Παύλου στη Γαλλία, οι Αδερφοί του Θανάτου, χαιρετούσαν λέγοντας: «memento mori»

Επίσης υπήρχαν συγράμματα Ars Moriendi, «Η Τέχνη του Καλού Θανάτου», ιδιαίτερα δημοφιλή. Εγχειρίδια που προσέφεραν πρακτικές συμβουλές, εκπαίδευση, τελετουργικά και καθοδήγηση στον ετοιμοθάνατο ώστε να έχει έναν καλό θάνατο, καθώς και στους οικείους που ήταν παρόντες στα τελευταία του. 

Πολλά τέτοια συγγράματα Ars Moriendi γράφτηκαν από Καθολικούς, Προτεστάντες κι Ανθρωπιστές συγγραφείς της Αναγέννησης. Παρά τις μεταξύ τους δογματικές διαφορές, όλα τους, λίγο πολύ, συμφωνούσαν σ’ ένα βασικό σημείο: έβλεπαν την Τέχνη του Καλού Θανάτου μέσα σε μια ευρύτερη Τέχνη του Καλού Βίου, Ars Vivendi, η οποία περιελάμβανε καλλιέργεια αρετών και συνεχές memento mori. Ένας καλός βίος είναι η καλύτερη προετοιμασία για έναν καλό θάνατο, κι η διαρκής ανάμνηση του αναπόφευκτου θανάτου είναι απαραίτητη στάση για έναν καλό βίο. Το ένα υπηρετεί το άλλο. 

Να δώσω μια μικρή γεύση: ο Έρασμος (1466 – 1536) στο De Preparatione ad Μortem («Προετοιμασία για τον Θάνατο») τονίζει ότι απαιτείται διαρκής και σοβαρός στοχασμός για την περαστικότητα των πάντων: 

Περνάμε απ’ την παιδική μας ηλικία χωρίς να καταλαβαίνουμε το παραμικρότερο, σπαταλάμε τα νιάτα μας απασχολημένοι με πολλά και διάφορα, τα ώριμα χρόνια μας είναι γεμάτα από άφθονες έγνοιες, μέχρι που έρχονται τα γηρατειά χωρίς να το καταλάβουμε. Τι είναι το άθροισμα όλων αυτών παρά μια στιγμούλα σε σύγκριση με την αιωνιότητα στην οποία θα πάμε αν ζήσουμε μια ακέραιη ζωή εδώ; Ο σοβαρός στοχασμός όλων αυτών είναι πολύ καλό γιατρικό για τους τρόμους του θανάτου. 

Εδώ έμεινα έκπληκτος όταν το διάβασα! Χωρίς να το ξέρει, ο Έρασμος (15ος αιώνας) λέει το ίδιο με τον Αττάρ της Νισαπούρ (12ος αιώνας) στο Συνέδριο των Πουλιών! Και με τα ίδια λόγια!

Τι σου ‘δωσε η παιδική σου ηλικία πιά; 
Μόνο αμέλεια, αδιαφορία κι άγνοια. 
Τι σου ‘δωσε η νιότη σου πια; 
Τρέλα, κίνδυνο, διαμάχες, και 
Την αίσθηση πως σ’ αυτόν τον κόσμο είσαι ξένος. 
Τι σου ‘δωσαν τα ώριμά σου χρόνια πια; 
Βάλτωση και ματαιότητα
Μέχρι να στραγγίξεις στη μόνιμη θλίψη. 
Αν σπατάλησες τη ζωή σου στη ματαιότητα, τότε 
Η κατάμαυρη ανυπαρξία θα ‘ναι το μόνο κέρδος σου. 

Πέρα από το θρησκευτικό τους περιεχόμενο, τα συγγράματα Ars Moriendi κάλυπταν πολλές πλευρές στο σκηνικό του νεκροκρέβατου: πώς να βοηθήσεις τον ετοιμοθάνατο να ξεπεράσει κάποια κρίση πανικού και τρόμου μπροστά στο πλησίασμα του θανάτου ή κάποια κρίση ενοχών, πριν πεθάνει ο ετοιμοθάνατος να αποστασιοποιηθεί από τους ανθρώπους του και τη ζωή που έκανε, οι τελευταίες επιθυμίες του ετοιμοθάνατου να θεωρούνται ιερές, ο ετοιμοθάνατος να είναι ήρεμος και να μην κουράζεται από τις έγνοιες ή τις φλυαρίες των παρευρισκομένων, να μην πεθάνει κρατώντας κακίες, οι παρευρισκόμενοι να χρησιμοποιήσουν την ευκαιρία και να συλλογιστούν τον δικό τους θάνατο, τα τελευταία λόγια του ετοιμοθάνατου είναι παρακαταθήκη που πρέπει να φυλαχτεί. 

Όταν ο Montaigne πλησίαζε στον δικό του θάνατο κι έγραφε τα τελευταία του δοκίμια, έλεγε ότι η στιγμή του θανάτου μας θα είναι η μεγάλη μας στιγμή, τότε θα πέσουν όλες οι μάσκες κι οι επιφανειακότητες: «Για όλα τ' άλλα μπορεί να ντρεπόμαστε, κι οι λεπτοί φιλοσοφικοί μας στοχασμοί μας μπορεί να είναι ένα θέατρο που παίζουμε. Όμως σ' αυτή την τελευταία σκηνή ανάμεσα σ' εμάς και τον θάνατο θα μιλήσουμε μ' απλά και ξεκάθαρα λόγια, θα δείξουμε τι υπάρχει στον πάτο της κατσαρόλας» (εδώ, σελ 9)

Όλα αυτά έχουν χαθεί στην εποχή μας...

Να κάτι που βρήκα: σε μια ιστορική έρευνα που έκανε ο Daniel Roche για τα συγγράματα Ars Moriendi της Γαλλίας, διαπίστωσε ότι οι εκδόσεις τους κορυφώθηκαν τη δεκαετία του 1670, και μειώθηκαν αισθητά στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα: στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης που τυπικά σηματοδοτεί τη νεωτερικότητα (ενώ τον 19ο αιώνα πρακτικά εξαφανίστηκαν). Αν αναρωτιόμαστε για τη δική μας εποχή, τι την διαφοροποιεί από τις προηγούμενες, τι είμαστε οι σύγχρονοι άνθρωποι σε σχέση με τους παλαιότερους, τότε μέρος της απάντησης είναι κι αυτό: είμαστε αθάνατοι. Γίναμε θεοί. Δεν πεθαίνουμε ποτέ. Ο θάνατος είναι κάτι που αφορά κάποιους άλλους, κάπου αλλού, όχι όμως εμάς. Εμείς δε χρειαζόμαστε το Ars Moriendi, Ars Vivendi, τα ξεπεράσαμε.

Ας δούμε όμως και την άλλη πλευρά του νομίσματος: 

Από τον Ρωμαίο & Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, πράξη 5, σκηνή 3 (ο Ρωμαίος νομίζει ότι η Ιουλιέτα είναι νεκρή, δεν ξέρει ότι είναι απλώς ναρκωμένη, πηγαίνει στον τύμβο της ν’ αυτοκτονήσει και ξαφνιάζεται που τη βλέπει ροδαλή, περίμενε να τη βρει χλωμή): 

Αχ πόσο συχνά οι άνθρωποι χαίρονται πριν πεθάνουν! Το ονομάζουν: χαρά πριν τον θάνατο [lightning before death]. Και πώς να το πω αυτό χαρά; [lightning] Αγάπη μου, γυναίκα μου! Ο θάνατος ρούφηξε το μέλι απ’ την ανάσα σου όμως δεν κατέστρεψε την ομορφιά σου, δεν σε κατέκτησε. Μήπως σ’ ερωτεύτηκε ο θάνατος; 

Όταν το πρωτοδιάβασα παραξενεύτηκα. Τι είναι η «χαρά πριν τον θάνατο»; [lightning before death, στη γλώσσα του Σαίξπηρ]. Κοιτώντας στο ίντερνετ, βρήκα ότι στην εποχή του ήταν διαδεδομένη αντίληψη πως κάποιους ανθρώπους, λίγο πριν πεθάνουν, ξαφνικά τους πιάνει μεγάλη χαρά. Λίγες μέρες ή ώρες πριν τον θάνατο. Και δε φοβούνται να πεθάνουν, έως κι ανυπομονούν. Το λέγαν lightning before death. 

Ίσως μια τέτοια περίπτωση χαράς πριν τον θάνατο να ήταν ο Emanuel Swedenborg. Υπάρχουν αναφορές για τα τελευταία του. Προείπε τρεις βδομάδες πριν τη μέρα και την ώρα του θανάτου του (όπως κι έγινε) αλλά το κυριότερο: δεν κρατιόταν να πεθάνει. Δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή. Η οικιακή βοηθός είπε: «σα να ετοιμαζόταν για πανηγύρι». 

Ίσως μια άλλη τέτοια περίπτωση να ήταν ο Σωκράτης, όπως μας τον παρουσιάζει ο Πλάτωνας στον Φαίδωνα (ο Πλάτωνας δε θα τολμούσε να παίξει με τις τελευταίες ώρες του Σωκράτη, ήταν ιερές). Λοιπόν, στον Φαίδωνα βλέπουμε έναν ιδιαίτερα ευδιάθετο Σωκράτη στις τελευταίες στιγμές του. Κάνει χιούμορ (ΚΡΙΤΩΝ: Σωκράτη, πώς πρέπει να σε θάψουμε; ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Όπως σας αρέσει, μόνο πιάστε με μη σας ξεφύγω!), νοιάζεται μη βάλει σε κόπο τις γυναίκες του σπιτιού να πλύνουν το πτώμα του οπότε πλένεται ο ίδιος, επίσης χαίρεται με τον δεσμοφύλακά του (ΣΩΚ: Τι ωραίους τρόπους έχει αυτός ο άνθρωπος! Ερχόταν να με δει κατά την κράτησή μου και συζητούσαμε. Και τώρα πόσο ευγενικά μ' αποχαιρετά με δάκρυα. Εξαιρετικός άνθρωπος), νοιάζεται να στηρίξει τους φίλους του (ΣΩΚ: Μα τι κάνετε; Γι' αυτό έδιωξα τις γυναίκες, μην κλαίνε και μουγκρίζουν. Μην παρεκτραπούν σ' ανοησίες. Έχω ακούσει μάλιστα ότι πρέπει να πεθαίνει κανείς μ’ ευχές και καλά λόγια. Ησυχάστε και φανείτε δυνατοί), βιάζεται να πεθάνει, δεν περιμένει στιγμή (ΣΩΚ: Τίποτα δεν κερδίζω άμα πιω το δηλητήριο λίγο αργότερα, παρά μόνο να γίνω γελοίος που κολλάω έτσι στη ζωή και προσπαθώ να την εξοικονομήσω τώρα που δε μου απομένει καθόλου). Ίσως αυτά περιγράφουν μια περίπτωση lightning before death

Είναι ένα σκάνδαλο το lightning before death! Δε χωράει πειστικά σε τίποτα νεωτερικό, σε καμιά ψυχολογική θεωρία, κοινωνική θεωρία, νευρολογική θεωρία, βιολογική θεωρία, τίποτα, καμιά δεν πείθει. Πολύ περισσότερο όμως: δε χωράει καν στη βιοτική ανάγνωση της συντριπτικής πλειοψηφίας. Σκεφτείτε πόσο φαλτσάρει με τις οικείες μας καθημερινές ευχές («Να ‘σαι καλά! Χρόνια πολλά! Με υγεία!»). Σκεφτείτε αντί γι’ αυτά να ευχόμασταν: «Να ‘χεις έναν καλό και χαρούμενο θάνατο!».

Ας πάμε όμως σε κάτι πολύ πιο αρχαίο. Ούτε καν αρχαίο: αρχαϊκό. Τόσο πολύ αρχαϊκό που αγγίζει βαθιά στρώματα της καρδιάς μας:

 
 
5) Purushamedha

Από τους καιρούς της Ριγκ Βέδα (2η χιλιετία π.Χ.) υπάρχει η ιδέα της ανθρωποθυσίας. Τουλάχιστον στη Σαταπάτα Μπράμανα (σχολιασμός πάνω στη Ριγκ Βέδα, 1η χιλιετία π.Χ.) αναφέρεται η ανθρωποθυσία: Purushamedha. Αλλά και κάποιες Ουπανισάδες έχουν συναφείς ιδέες (π.χ. Πραναγκνιχότρα Ουπανισάδα, στίχος 47: «η κορυφαία εξάγνιση είναι ο θάνατος»). Μας σοκάρει η ιδέα της ανθρωποθυσίας (και στη μεταβεδική ιστορία της Ινδίας πράγματι πήρε απεχθείς μορφές), όμως αν θέλουμε να μην αδικήσουμε τους βεδικούς σοφούς–ποιητές που γράψαν τη Ριγκ Βέδα, πρέπει να δούμε όλο το σκεπτικό τους:

Το σκεπτικό τους ξεκινά από τη Ρίνα, την ιδέα του χρέους ή της υποχρέωσης. Όλη η ζωή του ανθρώπου είναι Ρίνα, ένας άνθρωπος έρχεται στη ζωή λόγω μιας κλοπής που έκανε, ενός δάνειου που πήρε κάποτε κι οφείλει να επιστρέψει, π.χ. Σαταπάτα Μπράμανα I, 7, 2, 1-5: Όταν ένας άνθρωπος γεννιέται, όποιος κι αν είναι, γεννιέται ταυτόχρονα ένα χρέος στους θεούς, στους σοφούς, στους προγόνους και σ’ όλους τους ανθρώπους. 
Ή άλλο παράδειγμα: 
Σαταπάτα Μπράμανα III, 6, 2, 16: O άνθρωπος, και μόνο που θα γεννηθεί, πρέπει να θεωρείται ολόκληρος ένα χρέος απέναντι στον θάνατο. Όταν ο άνθρωπος θυσιάζει, τότε αγοράζει τον εαυτό του από τον θάνατο
Δηλαδή, και μόνο που υπάρχω χρωστάω. Ζωή = χρέος, γεννιέμαι = φταίω,ζω = χρωστάω

Ο τρόπος να ξεπληρωθεί μέρος της Ρίνα είναι η θυσία, η οικειοθελής απάρνηση σημαντικών, πολύτιμων, ελκυστικών πραγμάτων: φαγητό, ύπνος, νερό, ερωτοπραξία, κοινωνικότητα, απολαύσεις, ανέσεις, χρήματα, επιθετικές συμπεριφορές, ασφάλεια κ.α. Η οικειοθελής απάρνηση όλων αυτών ξεπληρώνει ένα πρωταρχικό χρέος. Η ζωή του ανθρώπου οφείλει να είναι μια σειρά από θυσίες. Κι αν κάποιος θέλει να ξεπληρώσει όλη τη Ρίνα του τότε πρέπει να παραδόσει θυσία όλον τον εαυτό του: «η κορυφαία εξάγνιση είναι ο θάνατος». 

Δεν είναι φοβερά ή πρωτοφανή αυτά! Π.χ. αντιγράφω από το γνωστό βιβλίο του David Graeber, Debt: The First 5,000 Years, 2011, σελ. 21–22 (έμφαση δική μου): 

Σχεδόν έναν αιώνα τώρα, οι ανθρωπολόγοι σαν κι εμένα τονίζουν ότι κάτι δεν πάει καλά με την καθιερωμένη εικόνα των οικονομολόγων για την ιστορία του χρήματος και του χρέους. Η εικόνα αυτή είναι εντελώς άσχετη μ’ αυτά που παρατηρούμε οι ανθρωπολόγοι όταν εξετάζουμε την οικονομική ζωή σε πραγματικές κοινότητες και παζάρια σχεδόν παντού στον κόσμο – όπου είναι πολύ πιο πιθανό να ανακαλύψεις ότι όλοι χρωστάνε σ’ όλους και με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους

Μπορώ να καταλάβω τα λόγια του David Graeber. Έχω δει τέτοιες κοινότητες κι έχω ζήσει σ’ αυτές που όλοι χρωστάνε σ’ όλους και με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους. Σε τέτοιες κοινότητες δεν είναι αυτονόητο το «άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαιώματα», δε θα καταλάβαιναν τον Άνταμ Σμιθ και τη «φυσική πλεονεξία» του ανθρώπου. Αντίθετα, το αυτονόητο είναι: «άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω καθήκοντα». Αν είσαι και ήρωας, καθήκοντα μέχρι αυτοθυσίας. 

(Παρένθεση: σ' αυτές τις κοινότητες είδα επίσης κάτι που δεν το 'χω ξαναδεί ποτέ, τους σοφούς γέρους. Τους γέρους που εμπνέουν δέος, που μπορούν να σε διδάξουν, που σε κάνουν να θες να πεις το εμβληματικό: θυμίσου με στις προσευχές σου. Σ' όλη μου τη ζωή απορούσα: μα πού είναι οι σοφοί γέροι; Θρυλικούς τους έχω, μόνο σε παλιές ιστορίες και διηγήματα! Όλοι οι γέροι που γνωρίζω είναι είτε ανοιακοί, είτε κακότροποι, μίζεροι, αξιολύπητοι, ή έστω μεγάλα μωρά)  

Στη ΝΑ Ασία επαινείται ένας άνθρωπος που θυσιάζει μέρος της ζωής του, ή και όλη τη ζωή του, για τους άλλους. Στην Ταϊλάνδη τους λένε Κον Γκατανγιού κι είναι σεβαστοί. Να η βεδική ιδέα της Ρίνα σήμερα, ζωή = χρέος και ζω = χρωστάω. Ακόμα και μέχρι αυτοθυσίας: να κι η βεδική ιδέα της Purushamedha σήμερα. 

Παρατηρήστε ότι η Ρίνα κι η Purushamedha όχι μόνο δεν οδηγούν σε αρρωστημένες στάσεις αλλά το αντίθετο, σε εκτιμούμενες συμπεριφορές κι ενάρετες στάσεις. Κι αλληλέγγυες κοινότητες. Και κάτι έχουν να κάνουν με το θεμελιώδες δίλημμα: 1) ο θάνατος είναι κακό κι η ζωή αγαθό; Ή μήπως 2) η ζωή είναι δεσμωτήριο κι ο θάνατος η κορυφαία εξάγνιση, η δραπέτευση από το δεσμωτήριο; 

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: στο Βουδισμό, μια από τις ακαθαρσίες είναι η ζήλια, η στάση: γιατί εσύ κι όχι εγώ; Γιατί εσύ να πετυχαίνεις, να κερδίζεις, να έχεις, να απολαμβάνεις, να διακρίνεσαι κι όχι εγώ; Το αντίθετο της ζήλιας στο Βουδισμό είναι η Μουτιτά: χαίρομαι με τη δική σου χαρά. Η δική σου χαρά είναι και δική μου. Τίποτα εμπράγματο δεν αλλάζει στη δική μου κατάσταση όμως τα πάντα αλλάζουν επειδή εσύ είσαι χαρούμενος. Παραδοσιακά, ο Βουδιστής πρέπει να εξαλείψει τη ζήλια, να την αποκαθάρει με τη Μουτιτά για να προχωρήσει στο μονοπάτι. 

Αυτό όμως είναι αδύνατο όσο κάποιος συνεχίζει να βλέπει τη ζωή ως αγαθό... Δε θα μπορέσει τελικά να βρει απάντηση σε μια θελκτική φωνή μέσα του που συνεχώς θα επιμένει «χάνω σ' αυτό το αγαθό της ζωής, ενώ εσύ κερδίζεις σ' αυτό το αγαθό της ζωής», οπότε αργά ή γρήγορα θα πέσει στη ζήλια, όπως η μπίλια στο φλιπεράκι αργά ή γρήγορα πέφτει στην τρύπα. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο άμα πάψει να βλέπει τη ζωή ως αγαθό. Θυμηθείτε εδώ το φάρμακο του Βουδισμού για την ντούκα: απώλεσε κάθε ελπίδα• θυμηθείτε το φάρμακο του Παύλου για την αμαρτία, να πεθάνουμε ως προς τον κόσμο
Μόνο τότε μπορεί να οριζοντιωθεί το κεκλιμένο επίπεδο στο φλιπεράκι κι η μπίλια να μην πέσει στην τρύπα. 

Και μόνο τότε υπάρχει περίπτωση αυτός ο άνθρωπος, που μια ζωή άκουγε την ευλογοφανή φωνή της ζήλιας, ν’ ανακαλύψει έκπληκτος μιαν άλλη, πολύ βαθύτερη φωνούλα μέσα του: «Χάνω όμως παραδόξως κερδίζω! Κερδίζω χάνοντας!» (Μουτιτά). 

Είναι πάντα εκεί αυτή η βαθύτερη φωνούλα και μας περιμένει υπομονετικά, όμως μόνιμα σκεπάζεται από το θόρυβο της επιδερμικής ψυχικής μας παραγωγής. Έτσι είμαστε κατασκευασμένοι οι άνθρωποι: να συνοδευόμαστε από έναν διακριτικό ψυχικό κομπάρσο, μια βαθιά φωνούλα, που σκεπάζεται διαρκώς από τον ψυχικό λαϊκιστή, αυτόν που κάνει σαματά και τραβά την προσοχή. Είναι όπως τα βαθιά μπάσα σ’ ένα τραγούδι που περνάν απαρατήρητα σε σχέση με την εμφανέστερη μελωδία. 

Σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο, η ανάδειξη των ψυχικών μπάσων έναντι του ψυχικού θορύβου θα γίνει αντιληπτή ως Μουτιτά: η δική σου χαρά είναι και δική μου (ενώ η παιδιάστικη ανάδειξη του ψυχικού σαματά θα γίνει αντιληπτή ως ζήλια). Επίσης, θα γίνει αντιληπτή ως Συμπόνοια (Μετά ή Καρουνά στο Βουδισμό): πονάω με τον δικό σου πόνο, ο δικός σου πόνος είναι και δικός μου (ενώ η παιδιάστικη ανάδειξη του ψυχικού σαματά θα γίνει αντιληπτή ως το αντίθετο της Συμπόνοιας, αδιαφορία ή σκληρότητα: τι καλά που εσύ κακοπαθαίνεις και δεν κακοπαθαίνω εγώ). 

Έγραψα πιο πάνω ότι κρίμα που τόσες γυναίκες λέγονται Ζωή και κανείς άντρας δε λέγεται Θάνατος. Το εννοώ 100%, δεν το έγραψα ελαφρά. 

 

 

6) Το Αρχαίο Έγκλημα 

Η βεδική Ρίνα, «και μόνο που υπάρχω χρωστάω» δε μας είναι άγνωστη. Την έχουμε και στη Χριστιανική παράδοση, στο δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος. Οι θεολόγοι στο σχολείο εξηγούσαν: «όλοι μας κάποτε συμμετείχαμε στο αμάρτημα του Αδάμ, στην ανυπακοή του προς το Θεό», και μας λέγαν να μη συγχέουμε το προπατορικό αμάρτημα με τα υπόλοιπα αμαρτήματα (κλοπή, φόνος, συκοφαντία κ.λπ.), είναι εντελώς διαφορετικό. 

Το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος προέρχεται από τον Αυγουστίνο – θυμίζω ότι κι οι δύο Εκκλησίες, Δυτική & Ανατολική, τον έχουν άγιο, εξέφρασε ένα από τα κεντρικότερα δόγματά τους. Όμως εδώ έχω τεράστιο θέμα με τις δύο Εκκλησίες. 

Ο τρόπος που το βλέπω εγώ: μόνο για τον εαυτό μου δικαιούμαι να σκεφτώ το προπατορικό αμάρτημα, για κανέναν άλλον. Τέτοιο δικαίωμα δεν έχω. Αν σκεφτώ το προπατορικό αμάρτημα για κάποιον άλλον, τότε τον καταριέμαι, αυτό κάνω ουσιαστικά. Μόνο εγώ, ο Ηλίας, συμμετείχα κάποτε στην ανυπακοή του Αδάμ. Όμως οι δύο Εκκλησίες κηρύττουν το προπατορικό αμάρτημα ως δόγμα οικουμενικό: καταριούνται τους πιστούς τους... 

Η συμμετοχή στην ανυπακοή του Αδάμ, το πρωταρχικό χρέος, πρέπει να είναι προσωπικό θέμα του καθενός. Ο καθένας μας μόνος του πρέπει ν’ αποφασίσει αν θέλει να ζήσει τη ζωή του με τη στάση: «άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαιώματα» ή με τη στάση: «άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω καθήκοντα» – διότι, ας πούμε, κάποτε συμμετείχα στο αμάρτημα του Αδάμ, ας το πούμε έτσι. Αν αυτός ο άνθρωπος είναι σοφός, θα δει όλη του τη ζωή ως χρέος προς τον Θάνατο και θα κοιτάξει να θυσιάσει οικειοθελώς για να ξεπληρώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του. Αν είναι και ήρωας, θα δεχτεί ακόμα και να θυσιάσει το 100% του εαυτού του. 

Αυτές οι στάσεις δεν είναι αποκλειστικές ούτε στον Χριστιανισμό ούτε στους βεδικούς ανθρώπους. Θυμίζουν πολύ το μοναδικό απόσπασμα του Αναξίμανδρου που μας έχει διασωθεί από τον Σιμπλίκιο:  

Ό,τι υπάρχει πεθαίνει σ’ αυτό από το οποίο γεννήθηκε, σύμφωνα με την Ανάγκη, γιατί πρέπει να πληρώσει ποινή και αποζημίωση [ας πούμε, «δάνειο και τόκο»] για την αδικία που έκανε [= να υπάρξει], κατά τη διάταξη που όρισε ο Χρόνος

Δηλαδή, φταίω και μόνο που υπάρχω.

Θυμίζουν πολύ την Ορφική επιγραφή για τους λυτρωμένους, ότι ξεπλήρωσαν στη Βασίλισσα του Κάτω Κόσμου το «αρχαίο έγκλημα» που της έκαναν, ανέλαβαν την προσωπική τους ευθύνη για το «αρχαίο πένθος της Περσεφόνης» όπως λέει κάπου ο Πίνδαρος. Ή όπως λέει ο Πλάτωνας στον Μένωνα: «Κατά τον ένατο χρόνο, η Περσεφόνη στέλνει στο φως του ήλιου αυτούς που δέχτηκαν να περάσουν την ποινή τους για το αρχαίο έγκλημα». 

Ή αν το θέλετε χωρίς θρησκευτικές ή μεταφυσικές διατυπώσεις, να το πούμε με τα λόγια του ποιητή:

Μονάκριβος δεν είμαι, δεν πιστεύω
Πως πύκνωσε ο κόσμος για να ζήσω
Για μια στιγμή θα στάθηκε πιο πίσω
Ο θάνατος, και μ' άφησε ν' ανέβω

Όπως κι αν το πεις, «προπατορικό αμάρτημα», «αρχαίο έγκλημα», «Ρίνα» κ.λπ., όλοι λένε το ίδιο πράγμα. 


 
7) Η Τρομερή Προσευχή

Η συγκεκριμένη προσευχή της Simone Weil έχει καθιερωθεί στη βιβλιογραφία ως «η τρομερή προσευχή» (the terrible prayer). Μας αρέσει δε μας αρέσει, πάντως η ίδια προσευχόταν έτσι για τον εαυτό της. Δική της υπόθεση. Η προσευχή βρέθηκε στα σημειωματάριά της μετά θάνατον και δημοσιεύτηκε χωρίς την έγκρισή της (όπως όλα τα κείμενά της). Οπότε, και μόνο που τα διαβάζουμε, χώνουμε τη μύτη μας στα προσωπικά κάποιου άλλου, παίρνουμε μάτι απ' την κλειδαρότρυπα. Η ίδια έχει την τέλεια άμυνα απέναντί μας:

Πατέρα, στο όνομα του Χριστού, δώσ’ μου αυτό που σου ζητώ. 

Να γίνω ανίκανη ακόμα και να θελήσω να κουνήσω το σώμα μου, ακόμα και να το προσπαθήσω, όπως ένας εντελώς παράλυτος. 

Να γίνω ανίκανη να νιώσω οτιδήποτε, όπως ένας εντελώς τυφλός, κουφός, αναίσθητος. 

Να μην μπορώ να βάλω δυο σκέψεις στη σειρά, ακόμα και τις πιο απλές, όπως οι εντελώς κρετίνοι που δεν μπορούν να διαβάσουν, να μετρήσουν, ούτε καν μάθαν να μιλάνε στη ζωή τους. 

Να γίνω αναίσθητη σε κάθε πόνο και χαρά, ανίκανη ν’ αγαπήσω οτιδήποτε, ούτε τον εαυτό μου, σαν τους ανοιακούς ηλικιωμένους. 

Πατέρα, στο όνομα του Χριστού, στ’ αλήθεια, δώστα μου αυτά. 

Αυτό το σώμα μου, είτε κινείται είτε ακίνητο, με τέλεια ρευστότητα ή ακαμψία, όμως πάντα σε αδιατάραχτη υποταγή στο θέλημά Σου. Αυτές οι αισθήσεις μου να βιώσουν, με τη μεγαλύτερη ένταση κι αγνότητα, όλες τις αποχρώσεις της πίκρας και της χαράς. Αυτή η αγάπη μου να γίνει μια φλόγα αγάπης για τον Θεό που να με πυρπολήσει. 

Κι όλα αυτά να μου τα στερήσουν, να μου τα πάρουν. Να καταβροχθιστούν από τον Θεό, να γίνουν ουσία του Χριστού, να δωθούν τροφή σ’ όλους τους τσακισμένους ανθρώπους του κόσμου που πεινά το σώμα ή η ψυχή τους. Κι εγώ ας απομείνω μια παράλυτη – τυφλή, κουφή, άνευρη, διαλυμμένη. 

Πατέρα, κάνε αυτή τη μεταμόρφωση που Σου ζητώ, στο όνομα του Χριστού, και παρόλο που στη ζητώ με ατελή πίστη, κάντη σα να στη ζητώ με τέλεια πίστη. 

Πατέρα, Εσύ είσαι το Απόλυτο Αγαθό κι εγώ μια μετριότητα: κατακομμάτιασε το σώμα και την ψυχή μου, πάρτα, κάντα πράγματα για δική Σου χρήση, μην αφήσεις τίποτα ν’ απομείνει από μένα στους αιώνας των αιώνων, μόνο αυτό το κατακομμάτιασμα. 

Ή και τίποτα απολύτως. 

Όποιος διαβάζει σ’ αυτήν την προσευχή οτιδήποτε άλλο εκτός από έρωτα, τότε δε διαβάζει σωστά. Δεν καταλαβαίνει τι διαβάζει.

 

8) Το Απόσπασμα 27 του Ηράκλειτου

Ας κάνουμε μια μικρή κουβέντα για το μετά θάνατον, όλους μας έχει απασχολήσει. Προσωπικά, με καλύπτει το απόσπασμα 27 του Ηράκλειτου: Πράγματα απρόσμενα περιμένουν τους ανθρώπους μετά το θάνατό τους, που ούτε καν τα φαντάζονται. Ένα μεγάλο ερωτηματικό, ένα μεγάλο μυστήριο. Ποια μπορεί να ‘ναι αυτά τα πράγματα; Όπως λέει ο Ηράκλειτος, ούτε καν τα φανταζόμαστε. Είμαστε μικρά παιδάκια που δεν μπορούμε καν να τα συλλάβουμε. Οπότε ο Ηράκλειτος λέει αυτό που λεν κι οι γονείς στα παιδιά: «όταν μεγαλώσεις, θα καταλάβεις». 

Κατά καιρούς όμως όλοι γινόμαστε πολύ μικρά παιδάκια, εντελώς νήπια, δεν ακούμε τα λόγια του Ηρακλείτου –ή δεν αντέχουμε το μυστήριο– και φτιάχνουμε σενάρια για το μετά θάνατον. Πάνω εδώ, αυτό που έχω δει, υπάρχουν τρεις κατηγορίες νηπίων, χιουμοριστικά: οι Συνεχιστές, οι Μετενσαρκωτές κι οι Εξαφανιστές.

Οι Συνεχιστές είναι αυτοί που συνεχίζουν μετά θάνατον, π.χ. η δική μας Εκκλησία που πρεσβεύει ότι «μετά θάνατον συνεχίζουμε εν ουρανοίς» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), ή άλλοι που λένε ότι «στο θάνατο απλώς ξεντυνόμαστε το σώμα μας, όπως ξεντυνόμαστε ένα ρούχο» κ.λπ. Τους Συνεχιστές θα τους βρεις σε διάφορες θρησκευτικές/μεταφυσικές παραδόσεις, κι όλοι χαρακτηρίζονται από έναν κοινό παρονομαστή, μια ασαφή ρητορική συνέχειας μετά θάνατον. 

Οι Μετενσαρκωτές είναι αυτοί που πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται, έχουν προηγούμενες κι επόμενες ζωές. Τους έχω συνδεδεμένους με νεο–αποκρυφισμούς που κατά καιρούς γίνονται της μόδας, με οριενταλισμούς και με την εξιδανίκευση της Ινδίας. 

Οι Εξαφανιστές είναι αυτοί που πεθαίνουν κι εξαφανίζονται. «Πεθαίνουμε και τέρμα, game over, κατόπιν τίποτα, μηδέν», ή «Μετά τον θάνατό μου θα είμαι όπως ήμουν πριν τη γέννησή μου», ή «Όπου είναι ο θάνατος εγώ δεν είμαι, όπου είμαι εγώ ο θάνατος δεν είναι» (Λουκρήτιος) κ.α. Τους έχω συνδεδεμένους κυρίως με στάσεις «αθεϊστικές», «υλιστικές», «επιστημονικές». 

Νομίζω πως αυτές είναι οι τρεις κατηγορίες νηπίων που δεν ακούνε τον Ηράκλειτο και το απόσπασμα 27. Ή που δεν μπορούν ν' αντέξουν το μυστηρίο και πάνε γρήγορα στο τέλος του βιβλίου να διαβάσουν το φινάλε. Φαντάζομαι πως όλοι μας κατά καιρούς παίξαμε με κάποια/κάποιες από τις παραπάνω τρεις ιδέες. Όμως έχω σοβαρές ενστάσεις και με τις τρεις: 

Με τους Μετενσαρκωτές έχω το ίδιο πρόβλημα που είχα με τη μαθήτριά μου την Χ. Προσπαθούσα να την προτρέψω να διαβάζει περισσότερο και να βάλει στόχο το άριστα στα Μαθηματικά της. Μια μέρα της είπα: «Δε χαίρομαι να σε πιέζω. Εσύ η ίδια είπες ότι θες να περάσεις Γεωπονία ή Χημικό. Λοιπόν, σε πιέζω γιατί χρειάζεσαι μεγαλύτερο βαθμό για τέτοιες σχολές». Εκείνη μου απάντησε γελώντας: «Εντάξει, μωρέ! Υπάρχει και του χρόνου!» 

Ωχ, ωχ, ωχ, η Χ νιώθει ότι έχει δεύτερη ευκαιρία... Να γιατί δεν τα δίνει όλα στα Μαθηματικά της... 

Πίσω από κάθε ρητορική μετενσάρκωσης, ακούω ένα νήπιο που παρηγοριέται ότι έχει δεύτερη ευκαιρία. Ακούω τη Χ να λέει «έλα μωρέ, υπάρχει και του χρόνου!». Πρακτικά μιλώντας, οι ρητορικές μετενσάρκωσης γίνονται ελκυστικές μόνο σε κάποιον που αρχίσει να ψυχανεμίζεται ότι σπατάλησε τη ζωή του, δε βρήκε τρόπο να ευτυχήσει, δε βρήκε τη «μυστική σκάλα μέσα στα σκοτάδια» (Άγ. Ιωάννης του Σταυρού), οπότε παρηγοριέται ότι δεν πειράζει, έχει δεύτερη ευκαιρία. Εμένα δε μου πέφτει λόγος για τη ζωή κάποιου άλλου... 

...όμως εγώ δεύτερη ευκαιρία δεν έχω. Μόνο μία έχω και τρέμω μην τυχόν την πέταξα. Όμως αυτό που έχω δει στην πράξη, οι διδασκαλίες μετενσάρκωσης γίνονται περίφημο υπνωτικό, οι λωτοί στη χώρα των Λωτοφάγων που σου ψιθυρίζουν στ’ αυτί: «κοιμίσου ξέγνοιαστα, έχεις δεύτερη ευκαιρία». 

Δε θα είχα πρόβλημα με μια διδασκαλία μετενσάρκωσης αν μπορούσε να συμπεριλάβει στο δόγμα της ότι δεύτερη ευκαιρία δεν έχουμε. Εντάξει μεν, προηγούμενες ζωές, επόμενες ζωές, πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι κ.λπ. όμως αυτή είναι η μόνη ευκαιρία που έχω. Άμα την πέταξα, έχασα τα πάντα. Δεύτερη δε θα μου δοθεί. Αν μπορούσε να ήταν έτσι αυτή η διδασκαλία μετενσάρκωσης, δε θα είχα πρόβλημα.

Το πρόβλημά μου με τους Συνεχιστές είναι ότι, με τα λόγια της Simone Weil, «ληστεύουν το θάνατο από την πίκρα του». Κάνουν τον θάνατο να γίνεται γλυκός ύπνος, ένα ευχάριστο αποκοίμισμα. Ουσιαστικά, αρνούνται ότι υπάρχει θάνατος, αυτό κάνουν. 

Όμως ο Θάνατος υπάρχει και θα είναι χιλιόπικρος. Αυτός είναι κι ο σκοπός του, γι’ αυτό κατασκευάστηκε. Και παρόλο που όλοι ήπιαμε φαρμάκια στη ζωή μας, αυτό το φαρμάκι δε θα συγκρίνεται με τίποτα: η στιγμή που θα τα χάσουμε όλα και δε θα τα ξανάχουμε ποτέ• η στιγμή που θα γίνουμε πιο φτωχοί κι απ’ τους φτωχούς• η στιγμή που θα κάνουμε άλμα στο κενό χωρίς τίποτα να πιαστούμε. 

Πρακτικά: αν δεν είναι χιλιόπικρο αυτό που σκέφτεσαι, τότε δεν είναι ο θάνατος. Ακόμα κι αν το ονομάζεις έτσι. Μιλάς για θάνατο όμως σκέφτεσαι τον ύπνο. 

Δεν θα είχα πρόβλημα με κάποια διδασκαλία συνέχισης μετά θάνατον, αν παράλληλα συνδυαζόταν και με την άρνηση της ζωής, του βίου. Δηλαδή, όταν λες ότι «μετά τον θάνατο συνεχίζουμε» τότε ουσιαστικά αρνείσαι ότι υπάρχει θάνατος. Για να είσαι συνεπής, θα πρέπει παράλληλα ν' αρνηθείς κι ότι υπάρχει η ζωή, ο βίος. Ότι δεν είμαστε ζωντανοί, είμαστε νεκροί χωρίς να το ξέρουμε. Αυτό που λέγαν οι αρχαίοι Ορφικοί, είμαστε νεκροί, κολασμένοι, είμαστε ήδη στον Κάτω Κόσμο και δεν το ξέρουμε. Κάτι τέτοιο θα το ‘βρισκα ενδιαφέρον. 

Όμως αυτό που έχω δει στους Συνεχιστές είναι να αρνούνται μόνο τον θάνατο, όχι τον βίο. Αυτό δεν το βρίσκω καθόλου ενδιαφέρον. Αντίθετα, το βρίσκω επιβλαβές. 

Οι Εξαφανιστές είναι οι καλύτεροι και συχνά έχω σκεφτεί ότι ο αθεϊσμός, με το δόγμα του της μετά θάνατον εκμηδένισης είναι φάρμακο για τις παιδιάστικες παρηγόριες των άλλων. Όμως και μ’ αυτούς έχω τεράστιο πρόβλημα: 

Το πρόβλημά μου με τους θιασώτες της εξαφάνισης, ότι αυτή δεν είναι η καλύτερη στάση, δε είναι αυτό που με βοηθά να καταλάβω ότι στη ζωή έχω μια αποστολή, μια δουλειά να κάνω
Μέρος της αποστολής μου είναι να βρω ποια είναι αυτή. 
Μέρος της αποστολής μου είναι να το καταλάβω ότι έχω αποστολή. Ότι είμαι σκλάβος κι υπηρετώ κάποιον αφέντη. Δε ζω έτσι, ελεύθερος κι αυτεξούσιος – προκειμένου, ας πούμε, να είμαι καλός άνθρωπος, να περνάω ωραία και να παίρνω αβασάνιστα ό,τι τύχει να μου δώσει η ζωή. Αυτά δε φτάνουν στο παραμικρότερο. 

Όμως αυτό που έχω δει στην πράξη είναι ότι οι Εξαφανιστές, συνήθως με ρητορική επιστήμης, δικαιώνουν το ζην αβασανίστως. Την ενύπνια, νηπιώδη, επιδερμική, θερμοκηπιακή ζωή της πλειοψηφίας, «τα μύρια που αχαμνίζουν τις έγνοιες των ανθρώπων» όπως θλιβόταν ο Εμπεδοκλής. 

Πάντως εγώ συστήνω να μη ρωτάμε «τι γίνεται μετά θάνατον;» αλλά «τι με βοηθά τώρα, πριν το θάνατο;». Κι αν γινόμαστε τόσο μικρά παιδάκια, δεν αντέχουμε το μυστήριο κι οπωσδήποτε θέλουμε να σκεφτούμε κάτι για το μετά θάνατον, τότε, μέχρι να ξεπεράσουμε τους παιδισμούς, ας μείνουμε με το απόσπασμα 27 του Ηράκλειτου, ο καλύτερός μας φίλος. Ο Δάσκαλος μιλά, εμείς ακούμε.

 

9) Πρόβλημα χωρίς Λύση

Έγραψα πολλά κι αναφέρθηκα σε πολλούς. Όμως δεν είναι εύκολο να υποστηρίξεις στους γήινους ότι η ζωή δεν είναι απαραίτητα φίλος κι ο Θάνατος δεν είναι απαραίτητα εχθρός. Ότι το «είμαι καλά» δεν είναι απαραίτητα καλό και το «δεν είμαι καλά» δεν είναι απαραίτητα κακό. Ότι έως και καταριόμαστε αυτούς που αγαπάμε με τις καθημερινές μας ευχές: 

«Να ‘σαι χαρούμενος!» (Αλίμονο σ’ αυτούς που τώρα γελάνε και χαίρονται: από τους Ταλανισμούς)

«Με υγεία πάνω απ’ όλα!» (Οι γιοι του Ασκληπιού, για ανθρώπους παραδομένους στα πάθη τους, πίστευαν πως δεν άξιζε να ζουν, ούτε για τον εαυτό τους ούτε γι’ άλλους, πως δεν έπρεπε να είναι γι' αυτούς η ιατρική, ούτε να τους θεραπεύει κανείς, να φέρουν στον κόσμο κι άλλα δυστυχισμένα πλάσματα: Πλάτωνας, Πολιτεία 408b)

«Ό,τι ποθείς!» (Δεν είναι καλό για τους ανθρώπους να πραγματοποιούνται όλες οι επιθυμίες τους: Ηράκλειτος, απόσπασμα 110 / Κύριε, δώσε στους εχθρούς μου να πραγματοποιηθούν όλες οι εγκόσμιες επιθυμίες τους: από προσευχή της Rabia)

«Πάντα να γελάς!» (Κλάψε, υπάρχει λόγος: Αττάρ, από το Συνέδριο των Πουλιών)

«Να ‘σαι καλά!» (Μακάριοι οι πενθούντες: από τους Μακαρισμούς)

Χωρίς να το κάνουμε με κακοβουλία, όμως έως κι «ευχόμαστε» στους αγαπημένους μας να μείνουν μέσ’ στο δεσμωτήριο του Πλάτωνα, στη βουδιστική ντούκα, να ιδρυματιστούν για τα καλά, να εγκλιματιστούν στη μη-ευτυχία ολονών, μην τυχόν κι αποτελέσουν εξαίρεση.

Ότι η τρομοκρατία της χαράς και του γέλιου, η αποθέωση της ζωής, καθώς κι η δαιμονοποίηση του απαρηγόρητου πένθους, της κατάθλιψης και του Θανάτου είναι ύπουλα δηλητήρια που κρύβονται πίσω από τοξικές αντιλήψεις «φυσικής πλεονεξίας», «φυσικής επιθυμίας για ισχύ». Και, πιστεύω, αυτονόητο ότι οι παραπάνω τοξικές αντιλήψεις προϋποτίθενται σε κάθε ασχήμια, έγκλημα κι αισχρότητα.

Θυμάστε το μύθο της Ιφιγένειας, έτσι; Τον μάθαμε κυρίως από τον Ευριπίδη, όμως ήταν προ-ομηρικός και διαδεδομένος στον ελληνικό χώρο με μικρές τοπικές διαφοροποιήσεις. Αυτός ο μύθος μιλά για το αδύνατο: ένας άνθρωπος στην αυγή της ζωής του, εξαπατημένος απ’ αυτόν που αγαπούσε κι εμπιστευόταν τόσο πολύ (τον πατέρα της), που δέχεται να χάσει τα πάντα, να πεθάνει χωρίς να φταίει σε τίποτα για το φταίξιμο κάποιου άλλου. Κάτι το αδύνατο, ανεξήγητο στη σκέψη ενός Άνταμ Σμιθ, ενός Χομπς, ενός Μαρξ, ενός Δαρβίνου. Ένας άνθρωπος χωρίς να βλέπει ότι έχει δικαιώματα, μόνο υποχρεώσεις, ακόμα και μέχρι θανάτου: η βεδική Purushamedha. Φταίω και μόνο που υπάρχω: η βεδική Ρίνα ή το αναξιμάνδρειο: «να πληρώσω ποινή κι αποζημίωση για την αδικία που έκανα να υπάρξω». Φταίω και μόνο που υπάρχω ας είμαι κι ο καλύτερος ή ο αθωώτερος άνθρωπος του κόσμου. 

Πίσω από όλες τις πράξεις, στάσεις, συμπεριφορές που αντιλαμβανόμαστε «όμορφες», «αξιοθαύμαστες», «σωστές», «υπέροχες», «δίκαιες» κ.λπ. υπάρχει κι ένας τέτοιος κόκκος του αδυνάτου. Της εντελώς αθώας Ιφιγένειας που δέχεται να πεθάνει για το φταίξιμο κάποιου άλλου. Όμως αυτός ο κρυμμένος κόκκος είναι που δίνει την ομορφιά στην πράξη, στάση, συμπεριφορά. 

Αντίθετα, πίσω από πράξεις και στάσεις που αντιλαμβανόμαστε «αισχρές», «άσχημες», «άδικες», «μικροπρεπείς», «κακές», «εγκληματικές», «φτηνές», «χυδαίες» κ.λπ. υπάρχει μια αντι–Ιφιγένεια που λέει: «θέλω να ζήσω, να χαρώ!» ή «άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαιώματα!» ή «αφού δε φταίω σε τίποτα, γιατί να πληρώσω το φταίξιμο άλλου;» ή έστω «νοιάζομαι για τον εαυτό μου!». Αυτό θέλαν να επισημάνουν οι αρχαϊκοί που φτιάξαν το μύθο της Ιφιγένειας.

Σ’ όλα τα παραπάνω δε λέω τίποτα περισσότερο απ’ αυτά που λέει ο Κύριος στα Ευαγγέλια κι από το φάρμακο του Παύλου για την αμαρτία: να πεθάνουμε ως προς τον κόσμο. Όμως αυτό που βλέπω είναι ότι μάλλον έχουν βγει καινούρια Ευαγγέλια: «Μακάριοι οι απολαμβάνοντες τη χαρά και την ομορφιά της ζωής, μακάριοι οι συγκροτημένοι κι οι θετικοσκεπτόμενοι, μακάριοι οι κεφάτοι, μακάριες οι Αλίκες Βουγιουκλάκες». 
Μου ‘χουν ξεφύγει αυτά τα καινούργια Ευαγγέλια. Έχω μείνει στα παλιά. 

Τόσες γυναίκες λέγονται Ζωή και κανείς άντρας δε λέγεται Θάνατος... Είναι σα μια κοινωνία ανθρώπων που μαστίζεται από χαλασμένα δόντια να δίνουν όνομα «Σοκολάτα» στα κορίτσια και να μη δίνουν όνομα «Οδοντογιατρός» στα αγόρια. Πόσο σοφό σας φαίνεται αυτό;  

Φωνάζουν οι νεκροί, μας χιλιοϊκετεύουν να τους προσέξουμε Αυτοί που Κατοικούν Μέσα στο Βουνό, αυτοί που τα 'χασαν όλα, που θέλουν να ουρλιάξουν και δεν έχουν στόμα, σε αντίθεση με μας που βρίσκουμε στόμα για να ουρλιάξουμε, οι πιο φτωχοί κι απ' τους φτωχούς, οι ολομόναχοι, αυτοί που είναι έξω απ' το άνθρωπος = σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, αυτοί που δεν έχουν κοινωνικές σχέσεις, δεν είναι μεγιστοποιητές χρησιμότητας, δεν έχουν ακατάπαυστο πόθο για ισχύ. Φωνάζουν με κραυγή χωρίς λόγια (η γλώσσα των νεκρών είναι η σιωπή). Κι εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε να τους αποφύγουμε. Όμως μόνο όταν φτάσουμε στην Πρώτη Ευγενή Αλήθεια του Βουδισμού και καταλήξουμε «η ζωή μού δόθηκε ως πρόβλημα χωρίς λύση», μόνο όταν τα χάσουμε όλα και δε μας απομείνει άλλο εκτός απ' Αυτούς που Κατοικούν Μέσ' στο Βουνό... μόνο τότε υπάρχει περίπτωση ν' ακούσουμε έκπληκτοι, μέσ' στη σιωπή, τους νεκρούς να μας λένε χωρίς λόγια:

«Θα πολεμήσουμε για σένα»

 

 

*  *  *

Ας κλείσω με λίγο Τόλκιν:

Το χρυσάφι μπορεί να μη λάμπει
Ο αλήτης να μην έχει χαθεί
Και σαν γέρος που δύναμη κρύβει
Στο χειμώνα μια ρίζα διαρκεί
Απ' τις στάχτες μια φλόγα θα λάμψει
Στο σκοτάδι ένα φως θα φανεί
Ξίφος που έσπασε θα σφυρηλατήσει
Ο ασήμαντος βασιλιάς θα στεφθεί

Στου Γιαλού Τα Βοτσαλάκια

Άντε, αυτό ήταν, τέλειωσε! 

Στην Ιαπωνία, τα παρατημένα μπλογκ τα λένε «βοτσαλάκια». Το V for VALIS ένα ακόμα βοτσαλάκι στο γιαλό του ίντερνετ, να κάτσουν του χρόνου τα καβουράκια (έρμα, παραπονεμένα, όλο κλαίνε τα καημένα)

Πέρασαν κοντά 20 χρόνια, ε; Είχε την πλάκα του το μπλόγκινγκ. 

Κοιτάζω παλιές αναρτήσεις και δεν τις αναγνωρίζω. Λες και τις έγραψε άλλος. Κάποιες έσβησα, δε με εκφράζουν πια, πηγαίνω βόλτα στο σταθμό κι αλλάζω θεωρίες. 

Η καλύτερη, ΜΑΚΡΑΝ η καλύτερη ανάρτηση ποτέ στο μπλογκ ήταν αυτή: Φωτιά Στα Σαββατόβραδα. Με διαφορά από τις υπόλοιπες. Μόνο αυτή διαβάστε. 

Τα υπόλοιπα μπλογκ που κατά καιρούς έφτιαξα είναι αδιάφορα, όπως και τα προηγούμενα που είχα πριν το V for VALIS. 

Το KKE Generator θα το κατέβαζα αν θυμόμουν το password μετά από τόσα χρόνια. Ένα καλαμπούρι της στιγμής που πήρε υπερβολικές διαστάσεις. Τουλάχιστον αν ο Περισσός έλαβε το μήνυμα να προσέξει τις φωτοτυπικές του ανακοινώσεις, να νοιαστεί πώς ακούγονται οι ανακοινώσεις του, τότε για καλό ήταν & το ΚΚΕ Generator (λέει κάποιος που ψηφίζει ΚΚΕ τα τελευταία 5 χρόνια)

Τα σχόλια λέω να τα κλείσω. Εξάλλου θα γεμίσουν σπαμ και τρολ.

Παραδόξως όλα θα πάνε καλά. 

*   *   *   *   * 

Ωραίο ταϊλανδικό τραγούδι: Σανγιά Μούα Σάγιαν (Όρκοι στο Ηλιοβασίλεμα). Ο τραγουδιστής λέγεται Τάι Ταναούτ. 

 

 

Η Μάχη Των Θερμοπυλών Με Άλλα Λόγια

Μια φορά κι έναν καιρό, το νησί της Ιρλανδίας ήταν διαιρεμένο σε μικροβασίλεια που τρώγονταν μεταξύ τους. Όμως την ίδια στιγμή οι Σάξωνες ετοίμαζαν στρατό και στόλο να κατακτήσουν το Νησί. Μιλάμε για εποχές που δεν υπήρχε Άγιος Πατρίκιος, μόνο Βάρδος Ταλιέσιν, ο ημι–μυθικός Βάρδος της αρχαίας Ιρλανδίας. 

Ιρλανδικό παραμύθι, το μεταφέρω από μνήμης. Δεν μπορώ πια να θυμηθώ ονόματα, περάσαν πολλές δεκαετίες... Δεν ξέρω αν είναι παραδοσιακό ή νεωτερικό που χτίζει πάνω στο μύθο του Ταλιέσιν, έφαγα το ίντερνετ να το ψάχνω και δεν το βρήκα. Οπότε, τείνω να πιστεύω ότι είναι νεωτερικό. Το αποδίδω λίγο ελεύθερα ώστε να γίνει ζουμερό. 

Κάποια στιγμή ο Οπλαρχηγός Χ αγανάκτησε με τους συν–Ιρλανδούς του: «Μα δεν το βλέπετε ότι τρωγόμαστε μεταξύ μας και παίζουμε το παιχνίδι των Σαξώνων; Αυτό θέλουν! Θα μας καταπιούν έναν–έναν! Νισάφι πια! Πάω έστω και μόνος μου να πολεμήσω τους Σάξωνες για όλη την Ιρλανδία, για όλο το Νησί! Όποιος θέλει ας έρθει μαζί μου!» 

Τα λόγια του συγκίνησαν πολλούς, συγκεκριμένα 300 παλικάρια που ήρθαν και στάθηκαν δίπλα του, ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Βάρδος Ταλιέσιν. Πήγαν όλοι μαζί στην Κοιλάδα Ψ, εκεί που θα γινόταν η αποβίβαση των Σαξώνων, ν’ αντισταθούν μέχρι θανάτου για όλη την Ιρλανδία, για όλο το Νησί, αψηφώντας τις μεταξύ διαφορές τους. 

- Σα να ‘ναι πολλές οι ομοιότητες! Οι 300 του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες = οι 300 του Οπλαρχηγού Χ στην Κοιλάδα Ψ... Μου φαίνεται ότι ακούω την ιρλανδική μεταφορά της μάχης των Θερμοπυλών. 
- Μη βιάζεσαι, υπόσχομαι ότι θα γίνει ωραίο. Στο υπόσχομαι αυτό. 

Τα 300 παλικάρια έφαγαν μαζί, ήπιαν μαζί, τραγούδησαν μαζί, αγκαλιάστηκαν μαζί, αδερφοποιήθηκαν μεταξύ τους, ένωσαν το αίμα τους, κι ορκίστηκαν να πολεμήσουν μέχρι θανάτου αύριο που θ’ αποβιβαστούν οι Σάξωνες στο Νησί. Ανάμεσα σ’αυτούς κι ο Ταλιέσιν. Ο μόνος που δεν ήταν πολεμιστής. Βάρδος ήταν, όμως δέχτηκε να κάνει το χρέος του για όλο το Νησί της Ιρλανδίας. 

- Εντάξει, είναι η μάχη των Θερμοπυλών με άλλα λόγια! Ή ταν ή επί τας κ.λπ. κ.λπ. Τα ‘χουμε ακούσει και τα ‘χουμε ξανακούσει! 
- Μη βιάζεσαι, θα γίνει ωραίο. Θα το δεις. 

Την άλλη μέρα, τα 300 παλικάρια ξύπνησαν κι είδαν στην παραλία αποβιβασμένο 30.000 στρατό Σαξώνων! Μεταλλοντυμένων, ξιφοκρατούτων, χαλκένιοι τακτικοί για να σκοτώσουν τα παιδιά κ.λπ. Πολλοί λιποψύχησαν: «Δε γίνεται 300 να τα βάλουμε με 30.000! Είμαστε χαμένοι από χέρι! Φεύγω, πάω να σωθώ!» 

Τότε ήταν που έβγαλε δυνατή κραυγή ο Οπλαρχηγός Χ: «Εγώ θα κάτσω να πολεμήσω. Ακόμα κι αν είναι χαμένος ο αγώνας. Όποιος θέλει, ας μείνει μαζί μου. Κι όποιος θέλει να φύγει, δεν τον κρατώ με το ζόρι. Θα σώσει το τομάρι του. Φυσικά, θα ζήσει σκλαβάκι των Σαξώνων. Θα σας κατακτήσουν, το ξέρετε, υπηρέτες των Σαξώνων θα γίνετε. Όμως τουλάχιστον θα φτάσετε ως τα βαθιά γεράματα. 

Όμως εκεί, στο νεκροκρέβατό σας... τι δε θα δώσετε τότε για να ‘ρθετε εδώ, τώρα μαζί μου, να πολεμήσετε τους Σάξωνες. Όλον τον κόσμο θα δώσετε! Όμως τότε θα ‘ναι αργά πια... Είχατε μια ευκαιρία και τη χάσατε, δεύτερη δεν έχει. Ποιος θέλει να μείνει, ποιος θέλει να φύγει; Εγώ θα μείνω». 

Τα λόγια του εμψύχωσαν τους αποκαρδιωμένους. Και στάθηκαν όλοι οι 300 δίπλα του, απέναντι στους 30.000 Σάξωνες. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Ταλιέσιν. 

- Τη μάχη των Θερμοπυλών ακούω τόση ώρα! Δεν ακούω κάτι άλλο! 
- Μη βιάζεσαι, ρε συ. Πίστεψέ με, θα γίνει ωραίο. 

Οι Ιρλανδοί πέσαν πάνω στους Σάξωνες σα λιοντάρια. Τέτοια γενναιότητα δεν έχει ξαναδεί ο κόσμος, τέτοια αυταπάρνηση κι αυτοθυσία. Όμως η ασυμμετρία ήταν αγεφύρωτη, 300 δεν μπορούν να τα βάλουν με 30.000... Ο Ταλιέσιν έκανε ό,τι μπορούσε, Βάρδος ήταν, δεν ήξερε από σπαθιά και μάχες, ήξερε μόνο από λύρες και τραγούδια. Ξαφνικά όλα μαύρισαν, καθώς έβλεπε τ’ αδέρφια του γύρω να πέφτουν ένας–ένας... Και τελευταίο πράγμα που είδε πριν βυθιστεί στο σκοτάδι ήταν ένα φριχτό φάντασμα: μια γριά με σκουληκοφαγωμένο πρόσωπο, σάπιο στόμα γεμάτο πύον, κουρελιασμένο σάβανο, σαν όρνιο να κατασπαράζει τις ψυχές των αδικοχαμένων πολεμιστών, να τους συνθλίβει στα σιχαμένα της δόντια... Και μετά σκοτάδι. 

- Τουλάχιστον έπαψε να είναι η μάχη των Θερμοπυλών με άλλα λόγια. Όμως πες κι άλλα.

Την άλλη μέρα, ο Ταλιέσιν συνήρθε κι ανακάλυψε ότι ήταν ο μόνος που επέζησε, αιχμάλωτος των Σαξώνων. Τα χέρια και τα πόδια του δεμένα. Πάντως ο μόνος που τη γλίτωσε. Ο μόνος που παρέβη τον όρκο του. Ο μόνος προδότης στ’ αδέρφια του. Κι ο μόνος που δεν κατασπαράχθηκε απ’ το βρωμερό φάντασμα. 

Ο αρχηγός των Σαξώνων του είπε: «Θα σ’ αφήσουμε να ζήσεις. Βάρδος είσαι, δε μας απειλείς σε κάτι, για πλάκα σ’ έχουμε. Μας συμφέρει περισσότερο να μείνεις και να θρηνείς παρά να σε σκοτώσουμε. Διότι είσαι δεμένος με τους ηλίθιους όρκους αλήθειας των Βάρδων, υποχρεωμένος να τραγουδάς αυτό που έγινε εδώ, στην Κοιλάδα Ψ χθες. Ένας Βάρδος δεν μπορεί να πει ψέματα, οπότε ας μαθαίνει ο κόσμος ότι κανείς δεν τα βάζει με τους Σάξωνες. Εξυπηρέτηση μάς κάνεις ζωντανός παρά νεκρός» 

Κι ο Ταλιέσιν έμεινε αθέλητα ζωντανός, μόνιμα να τραγουδά με τη λύρα του τον χαμό των 300 παλικαριών, που έδωσαν χαμένο αγώνα απέναντι σε 30.000 Σάξωνες... Οι οποίοι, φυσικά, υπέταξαν εύκολα το Νησί της Ιρλανδίας. Και δίδασκαν στους ντόπιους για τους 300 αφελείς υπό τον Οπλαρχηγό Χ, που νόμισαν ότι μπορούν να πάνε κόντρα στον πολιτισμό και την ανάπτυξη, παράδειγμα προς αποφυγή, ορίστε τι παθαίνει όποιος αρνείται να εκσυγχρονιστεί. 

- Πολύ άχαρα αυτά τα «Οπλαρχηγός Χ», «Κοιλάδα Ψ»! 
- Σύμφωνοι, αλλά δεν μπορώ πια να θυμηθώ ονόματα! 
- Τέλος πάντων, πες περισσότερα. 

Πέρασαν τα χρόνια, οι δεκαετίες, ο Ταλιέσιν γέρασε θρηνώντας ακατάπαυστα. Τραγουδώντας από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό το χαμένο αγώνα των 300 παλικαριών. Γέρος ασπρομάλλης πια, του λεν μια μέρα σ’ ένα χωριό: «Ρε συ, χθες ήταν κι ένας άλλος Βάρδος που μας τραγουδούσε για τη θρυλική μάχη!» 

«Αποκλείεται!» λέει ο Ταλιέσιν. «Είμαι ο μόνος που επέζησε και μπορεί να μιλήσει γι’ αυτήν!» 

«Όχι! Χθες μας τα ‘λεγε κι ένας άλλος Βάρδος!» 

«Προς τα πού πήγε;» 

«Προς τα ΄κει». Του δείξαν την κατεύθυνση κι ο Ταλιέσιν κίνησε να τον συναντήσει. 

Μετά από μέρες, φτάνει σ’ ένα γειτονικό χωριό. «Ναι!», λένε οι ντόπιοι, «το πρωί ήταν ένας Βάρδος που μας τραγουδούσε για τη θρυλική μάχη! Έφυγε προς τα ‘κει!» 

Ο Ταλιέσιν κίνησε να βρει τον Βάρδο, φτάνει σ’ άλλο χωριό: «Ναι, ήταν εδώ το μεσημέρι! Όμως έφυγε τώρα...» 

Φτάνει σ’ άλλο χωριό: «Ήταν εδώ το απόγευμα!» 

Φτάνει σ’ άλλο χωριό: «Ήταν εδώ πριν μερικές ώρες!» 

Σ’ άλλο χωριό: «Ήταν εδώ πριν μισή ώρα! Μα πού πήγε; Έφυγε;» 

Μην τα πολυλογώ, ο γέρος Ταλιέσιν καταδίωκε τον Βάρδο από χωριό σε χωριό κλείνοντας συνεχώς την απόσταση ανάμεσά τους. Μέχρι που στο τελευταίο χωριό του λένε: «Μόλις τώρα ήταν εδώ, πήγε προς τα κει». 

Ο Ταλιέσιν κίνησε στην κατεύθυνση που του έδειξαν. Φτάνει σε κάποιο μέρος και βρίσκει τον άλλο Βάρδο, μια κουκουλοφορεμένη μορφή στη ρίζα ενός δέντρου να τραγουδά με τη λύρα του στο μαζεμένο κόσμο γύρω που άκουγε. Ο Ταλιέσιν, κουκουλοφορεμένος κι αυτός, πήγε και χώθηκε ανάμεσα στους συγκεντρωμένους. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στην Κοιλάδα Ψ, εκεί που κάποτε έγινε η θρυλική μάχη. 

Κι ακούει τον άλλο Βάρδο να λέει για τα 300 παλικάρια υπό τον Οπλαρχηγό Χ, που κατάφεραν και νίκησαν 30.000 Σάξωνες, έσωσαν το Νησί της Ιρλανδίας, δεν ξανάγινε ποτέ στον κόσμο κάτι τέτοιο. Αλλά κι αυτοί που σκοτώθηκαν στη μάχη δεν πήγαν χαμένοι: μια πανέμορφη παρθένα, μια Βαλκυρία, τους μάζευε πολύτιμους έναν–έναν, σαν κόρη που κρατά στα χέρια τον εραστή της. 

Κάπου εκεί ο Ταλιέσιν δεν άντεξε: «Πώς τολμάς και λες τέτοια ψέματα! Ήμουν εκεί και ξέρω!». Πετάχθηκε όρθιος και τράβηξε το ξίφος του. 

«Κι εγώ ήμουν εκεί και ξέρω!» φώναξε ο άλλος Βάρδος, πετάχθηκε κι αυτός όρθιος με το χέρι στο σπαθί του. 

«Ποιος είσαι, ρε;» ούρλιαξε, «εγώ είμαι ο Βάρδος Ταλιέσιν!» 

Απάντησε ο άλλος τραβώντας την κουκούλα του: «Κι εγώ είμαι ο Βάρδος Ταλιέσιν» 

Λες κι είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Τα ξίφη διασταυρώθηκαν στον αέρα. 

Ο συγκεντρωμένος κόσμος δεν κατάλαβε τι έγινε. Μετά ειπώθηκε ότι μάλλον έπεσε κεραυνός, μόνο αυτό εξηγεί την εξαφάνιση των Βάρδων πάνω που ξεκινούσαν τη μονομαχία τους. Για ώρα οι άνθρωποι κοιτούσαν γύρω σα χαζοί, «μα τι έγινε;» ρωτούσε ο ένας τον άλλον, «πού πήγαν οι δύο Βάρδοι;» Όμως όσο κι αν έψαξαν, δεν τους βρήκαν. Στο χώμα μόνο είχε απομείνει ένας μανδύας με κουκούλα (ο μανδύας των Βάρδων). Και μία λύρα. Κι ένα ξίφος. 

Ένα, όχι δύο. 

- Μα δε στο υποσχέθηκα ότι θα γίνει ωραίο; 

*   *   * 

Παλιά έγραψα ένα διηγηματάκι, Αρβανίτικο Αίμα, αντιγράφοντας το παραμύθι, προσπαθώντας να το μεταφέρω στη σύγχρονη εποχή. Το παραμύθι αυτό είχα κατά νου καθώς έγραφα. 

    *   *   *

Κλείνω με το γνωστό ποιήμα του Καβάφη: 

Tιμή σ' εκείνους όπου στη ζωή των 
Όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. 
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες· 
Δίκαιοι κι ίσοι σ' όλες των τες πράξεις, 
Αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία· 
Γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν 
Είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι, 
Πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε· 
Πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, 
Πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους. 
 
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει 
Όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) 
Πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, 
Κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

 

Ο Κεραυνός

Ένα πολύ δύσκολο θέμα, δεν ξέρω αν έχω το ανάστημα να το πιάσω. Οπότε, θ’ αφήσω άλλους να μιλήσουν. Θ’ αναφερθώ σε ακραίες περιπτώσεις - δε μ' ενδιαφέρουν οι στοχαστές αλλά οι άνθρωποι που ένιωσαν στο πετσί τους τι πα να πει βρωμιά και τρόμος, κατήφορος και προσβολές

 

1. Η Ανηθικότητα της Συγχώρεσης

Ο Jean Amery (1912 – 1978) ήταν αυστριακός εβραϊκής καταγωγής. Στη ναζιστική κατοχή έφτιαξε μια αντιστασιακή οργάνωση στο Βέλγιο μαζί μ’ άλλους πιτσιρικάδες, η Γκεστάπο τους εντόπισε γρήγορα, πέρασε από στρατόπεδα βασανισμών, τελικά κατέληξε στο Άουσβιτς (και Μπούχενβαλντ, Μπέργκεν–Μπέλσεν). Κατάφερε να επιζήσει και περιγράφει τα βιώματά του στο βιβλίο At the Mind’s Limits, που θεωρείται από τα σημαντικότερα ντοκουμέντα του Ολοκαυτώματος, μπορείτε να το κατεβάσετε σε pdf εδώ (προσοχή: θέλει γερό στομάχι, εγώ δεν κατάφερα να το φτάσω ως το τέλος). Δυο δεκαετίες μετά την απελευθέρωσή του, ο Amery δημοσίευσε ακόμα ένα κείμενο να εξηγήσει τη άσβεστη πίκρα του για τους Γερμανούς:  

Στα χρόνια μετά το 1945, οι επιζώντες σαν κι αυτόν ένιωσαν μια πρωτόγνωρη έξαρση. Όχι μόνο η ανακούφιση της απελευθέρωσης αλλά κι η αίσθηση ότι είναι ενωμένοι, μαζί με τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο, στην καταδίκη του Ναζισμού. Ο ίδιος ο Amery (Εβραίος, αντιστασιακός, πρώην φυλακισμένος του Άουσβιτς) πρώτη φορά στη ζωή του έπαψε να νιώθει μειονότητα. Θυμηθείτε ότι τότε ήταν που ξεκίνησε κι η περίφημη συλλογική ενοχή των Γερμανών, ο Amery το παραδέχεται: «ομολογώ ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα αν σύσσωμο το γερμανικό έθνος αισθάνεται ενοχές». 

Όμως πολύ γρήγορα άρχισε να καταλαγιάζει η συζήτηση περί συλλογικής ενοχής. Οι επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης άρχισαν ν’ ακούν όλο και περισσότερο ότι κολλάνε στο παρελθόν, είναι εκδικητικοί, πεισμωμένοι κ.λπ. O Amery ανακάλυψε ότι ξανάρχισε να νιώθει μειονότητα. Με δικά του λόγια: 

Συνεχίζουν να παραμένουν τα σκληρά συναισθήματά μου για τη Γερμανία. Αυτά τα 12 χρόνια του Χίτλερ συνεχίζω να τα καταλογίζω στον βιομηχανικό παράδεισο της νέας Ευρώπης, αλλά και στο μεγαλείο της Δύσης όλης

Ο Amery τελικά αυτοκτόνησε το 1978 κρατώντας την πίκρα του ως το τέλος, αρνούμενος να συγχωρέσει τη Γερμανία. Μ’ ενδιαφέρουν οι σκέψεις του. Δεν ήταν τυφλωμένος απ’ το μίσος, αντίθετα, βρίσκω το σκεπτικό του καθαρό και διεισδυτικό. 

Ο κρατούμενος στα χέρια του βασανιστή μετατρέπεται σε απλό αντικείμενο (έμφαση δική μου): 

Τότε ξαφνικά ένιωσα το πρώτο χτύπημα. Το οποίο περιείχε στον πυρήνα του όλα όσα ακολούθησαν. Λένε για ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό. Λένε ότι στα βασανιστήρια κάποιος χάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Δεν ξέρω αν χάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του, αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι χάνει οριστικά την εμπιστοσύνη του στο κόσμο που ζούμε

Τα βασανιστήρια, η λέξη από το Λατινικό torquere, "συστρέφω". Μια μικρή πίεση με το εργαλείο που κρατά ο βασανιστής είναι αρκετή για να κάνει τον άλλον –ο οποίος μπορεί να ξέρει όλον τον Χέγκελ και τον Καντ, τις εννιά συμφωνίες του Μπετόβεν– να γίνει ένα ζώο που ουρλιάζει καθώς το σφάζουν

Όποιος έχει κατακλυστεί από τον πόνο των βασανιστηρίων βιώνει το σώμα του όπως ποτέ άλλοτε. Μόνο στα βασανιστήρια γίνεται ολοκληρωτική η μεταμόρφωση ενός προσώπου σε σάρκα: εύθραυστος μπροστά στη βία, ουρλιάζοντας από τον πόνο, μην ελπίζοντας σε καμία βοήθεια, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίσταση, ο βασανιζόμενος γίνεται απλώς ένα σώμα και τίποτα άλλο. Στο τέλος απομένει με την εξίσωση: Σώμα = Πόνος = Θάνατος

Ας το σκεφτούμε αυτό όσοι απολαύσαμε ανέσεις, χορτάσεις, ερωτοπραξίες, διακοπές, πολυτέλειες, εκτεταμένη υγεία & ευεξία, εκτεταμένη ασφάλεια κ.λπ., καταστάσεις στις οποίες ισχύει Σώμα = Απόλαυση. Την ίδια στιγμή, για κάποιον άλλον ισχύει: Σώμα = Πόνος = Θάνατος. 

Το τσάκισμα των βασανιστηρίων δεν επανορθώνεται ποτέ, το θύμα μένει για πάντα ψυχικά παραπληγικό (έμφαση δική μου): 

Όποιος έχει υποστεί βασανιστήρια δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος άνθρωπος. Η ντροπή της ζημιάς που έπαθε δε διαγράφεται. Η εμπιστοσύνη του στον κόσμο που ζούμε κατάρρευσε ήδη με το πρώτο χτύπημα που δέχθηκε, μέχρι που στο τέλος χάθηκε οριστικά, μετά από όλη τη σειρά των βασανιστηρίων του. Σταματάει να βλέπει έναν κόσμο στον οποίο υπάρχει ελπίδα

Ποιο το νόημα της ποινής (συνοψίζω τις σκέψεις του): 

Η ποινή, με κάποιον τρόπο, ενοποιεί τον εγκληματία με το θύμα, κλείνει το χάσμα ανάμεσά τους, την ανισότητα των εμπειριών τους, επιτρέποντας στον εγκληματία να δει την αλήθεια των πράξεών του. Αφυπνίζει τον εγκληματία σε μια πραγματικότητα χωρίς δικαιοσύνη, την πραγματικότητα που βίωσε το θύμα, εκεί που προηγουμένως ο εγκληματίας υπήρξε βολεμένος σ’ έναν εύτακτο κόσμο. 

 


 

Ότι η συγχώρεση μπορεί να είναι ανήθικη: 

Πέρασα δυο δεκαετίες να σκέφτομαι αυτά που τράβηξα. Πιστεύω ότι η συγχώρεση που προκύπτει από την κοινωνική πίεση είναι ανήθικη, να συγχωρείς φτηνά και νωθρά. Έχω δικαίωμα να διαφωνώ με τη φυσική ροή των πραγμάτων, ακόμα και με τη γιατρειά που φέρνει ο χρόνος. «Περασμένα ξεχασμένα»: αυτή η φράση είναι εχθρός προς την ηθική και τη διάνοια. 

Η δύναμη να αντισταθείς στο «περασμένα ξεχασμένα» περιλαμβάνει τη διαμαρτυρία, την επανάσταση απέναντι στην πραγματικότητα. Θες ν’ ακυρωθεί ο χρόνος, να μείνει καρφωμένος ο εγκληματίας σ’ αυτό που έκανε: μόνο έτσι υπάρχει περίπτωση εγκληματίας και θύμα να συναντηθούν μαζί, άνθρωπος προς άνθρωπο. 

Ο Amery δείχνει να τα έχει περισσότερο με τον κόσμο (φιλικά διακείμενο κατά τ’ άλλα) παρά με τους πρώην Ναζί βασανιστές του. Με τον πραγματιστικό κόσμο που σχολίαζε: «ας τα ξεχάσουμε αυτά, τώρα κοιτάμε μπροστά, εξάλλου η μεταπολεμική Γερμανία δεν είναι το ίδιο με τη Ναζιστική Γερμανία». Με τον ανίδεο, έως ξενέρωτο κόσμο που του έλεγε: «είσαι κολλημένος, εκδικητικός, η πίκρα σου είναι λαχτάρα για εκδίκηση». 

Η διατήρηση της πίκρας δεν είναι λαχτάρα για εκδίκηση. Είναι λαχτάρα για έναν σύντροφο μέσ' στη μοναξιά: 

Έψαξα καλά τον εαυτό μου, δεν είναι ακριβώς ότι θέλω εκδίκηση ή εξιλέωση ή αποζημίωση. Η εμπειρία που πέρασα ήταν μια τεράστια μοναξιά που δε μ’ έχει αφήσει μέχρι σήμερα. Όταν ο Wajs, ο άνθρωπος των SS, στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, εκείνη τη στιγμή ένιωσε την αλήθεια των εγκλημάτων του. Εκείνη τη στιγμή ήταν μαζί μου, δίπλα μου –κι εγώ δεν ήμουν ολομόναχος με το φτυάρι της καταναγκαστικής εργασίας. Θέλω να πιστεύω ότι τη στιγμή της εκτέλεσής του βρήκα έναν σύντροφο μέσ’ στη μοναξιά μου: κάποιον που ήθελε όσο κι εγώ να γυρίσει πίσω ο χρόνος, να ξεγίνουν αυτά που γίναν τότε. 

Το μόνο σχόλιό μου, πολύ αμφιβάλω ότι ο άνθρωπος των SS ένιωσε την αλήθεια των εγκλημάτων του τη στιγμή της εκτέλεσής του. Μακάρι αλλά αμφιβάλω. Ποιο πιθανό ότι θα ένιωθε απόλυτα δικαιολογημένος, κατάφωρα αδικημένος, ή θα ‘χε παραλύσει απ’ το φόβο, ή θα έβγαλε μια τελευταία κραυγή αφοσίωσης στον Φύρερ.  

 

2. Ο Παραλογισμός της Συγχώρεσης 

Ο Vladimir Jankelevitch (1903 – 1985) ήταν Γάλλος, εβραϊκής καταγωγής, που έδρασε στην αντίσταση. Μπορεί να μην πέρασε την κόλαση του Amery, όμως κάτι έμαθε από τη διαρκή αγωνία, το κυνήγημα, τον καθημερινό φόβο Εβραίων κι αντιστασιακών στην κατεχόμενη Γαλλία. Τουλάχιστον είναι κάποιος που μπορεί να σταθεί κοντά στον Amery. Συνοψίζω μερικά λόγια του από το βιβλίο του Forgiveness που, όπως λέει κι ο τίτλος, μιλά για συγχώρεση:   

Ο Jankelevitch συμφωνεί, η διατήρηση της πίκρας είναι 100% ορθολογική και δικαιολογημένη. Νόμος της φύσης. Οπότε, κάτι που πάει κόντρα σ’ αυτό, δεν μπορεί παρά να είναι αφύσικο. Παράλογο έως εκτρωματικό, ήλιος που ανατέλλει απ' τη Δύση, πέτρα που πέφτει στον ουρανό αντί να πέσει στη γη. Ας ονομάσουμε «συγχώρεση» το παράλογο που πάει κόντρα στους νόμους της φύσης. 

Αυτό το παράλογο έχει κάτι να κάνει με το θαυμαστό ή το μυστηριώδες. Δεν έχει τίποτα να κάνει με κατανόηση κι ορθολογική σκέψη. Ας πούμε, είναι σαν η κα. Μέρκελ να ξυπνά ένα πρωί και να λέει στην Ελλάδα της κρίσης: «Όλο το χρέος σας διαγραμμένο, δε χρωστάτε τίποτα, ούτε ευρώ». Γιατί; Έτσι, χωρίς γιατί. Γιατί έχει η γάτα ένα αυτί. Τόσο ανορθόλογη είναι η συγχώρεση. 

Η συγχώρεση πάει κόντρα σε Δαρβίνους, Άνταμ Σμιθ, Μαρξ, Χομπς, κόντρα σε «μεγιστοποιητές χρησιμότητας» (Δαρβίνος και διάφοροι εξελικτικοί), σε «φυσικές πλεονεξίες του ανθρώπου» (Άνταμ Σμιθ), σε «φυσικές τάσεις του ανθρώπου για ισχύ» (Χομπς), σε «ανθρώπους = σύνολα των κοινωνικών τους σχέσεων» (Μαρξ). Ο ευρωπαϊκός στοχασμός του 18ου–21ου αιώνα δεν έχει καμία πειστική ανάγνωση για τη συγχώρεση. Ο τέλειος παραλογισμός. 

Η συγχώρεση δεν ψάχνει για αιτιολογήσεις. Δεν αιτολογείται από τίποτα στον κόσμο. 

Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες, γιατί... (οτιδήποτε)». Αυτό δεν είναι συγχώρεση. 

Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες, παρόλο που... (οτιδήποτε)». Αν περιλαμβάνει «παρόλο που» τότε δεν είναι συγχώρεση. 

Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που ‘μου κανες, πέρασε καιρός, περασμένα–ξεχασμένα». Αν στηρίζεται στο πέρασμα του χρόνου τότε δεν είναι συγχώρεση.

Δεν είναι καν «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες». Ούτε αυτό είναι συγχώρεση. Εφόσον συνεχίζει να υπάρχει το «εγώ, με την ελεύθερη βούλησή μου, σε συγχωρώ». Δεν είναι στο χέρι μας να συγχωρέσουμε. Δεν εξαρτάται από μας. Είναι Κεραυνός παραλογισμού που χτυπάει κάποια στιγμή και μετά τρελαίνεσαι. Αν, μάλιστα, ρίξεις μια ματιά σ’ ένα ρολόι, μπορείς ακόμα και να σημειώσεις τη στιγμή του Κεραυνού. 

Η συγχώρεση είναι: «Μου 'κανες μεγάλο κακό... (ΜΠΑΜ! χτυπά κεραυνός)... ποιο κακό; Για ποιο πράμα μιλάς; Δεν καταλαβαίνω». Κάτι τέτοιο είναι η συγχώρεση. Γιατί να συγχωρέσω; Χωρίς γιατί. Γιατί έτσι. Γιατί έχει η γάτα ένα αυτί. Ξυπνά η κα. Μέρκελ ένα πρωί και λέει: «δε χρωστάτε τίποτα». 

Δεν είναι «ο ένοχος έχει ελαφρυντικά, γι’ αυτό τον συγχωρώ». Αυτό δεν είναι συγχώρεση. Είναι: «με χτυπά ένας Κεραυνός, οπότε ο ένοχος παύει να ‘ναι ένοχος». 

Είναι αισχρό να βαφτίζεται «συγχώρεση» κάτι που στηρίζεται στο περασμένα–ξεχασμένα, ασέβεια προς τον πόνο του αθώου, ο οποίος ΠΟΤΕ δε διαγράφεται. Το αίμα του Άβελ φωνάζει στα ουράνια και ζητά δικαίωση. Η συγχώρεση είναι πιο συγγενική με το «δεν ξεχνώ» παρά με το «περασμένα–ξεχασμένα». Διότι πάντα το αίμα του αθώου θα κραυγάζει, πάντα το έγκλημα θα παραμένει, και (ΜΠΑΜ! κεραυνός)... ποιο έγκλημα; Για ποιο πράμα μιλάς; Τα λες περίεργα και δε σε καταλαβαίνω. 

Αν δε σου είναι σκάνδαλο, αν δε σε ξεπερνά, τότε δεν είναι συγχώρεση. 

Η κατανόηση κι η συγχώρεση είναι αμοιβαίως αποκλειόμενες. Είναι σα να λέμε π.χ. «μονοκύτταρος ελέφαντας»: αν είναι ελέφαντας δεν μπορεί να είναι μονοκύτταρος, αν είναι μονοκύτταρος δεν μπορεί να είναι ελέφαντας. Αν περιλαμβάνει κατανόηση τότε δεν είναι συγχώρεση• αν είναι συγχώρεση τότε έχει στον πυρήνα της μια στάλα τέλειου παραλογισμού. 

Σταματώ εδώ, ο Jankelevitch δεν πέρασε τα βάσανα του Amery. Παρατηρήστε ότι οι δύο άντρες δε διαφωνούν καθόλου. Συμφωνούν 100%. Κι όμως αν συναντιόντουσαν, δε θα μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. 

 

3. Η Πραγματικότητα της Συγχώρεσης 

Ο Viktor Frankl (1905 – 1997) ήταν αυστριακός Εβραίος που πέρασε κι αυτός απ’ το Άουσβιτς. Δυστυχώς (ή ευτυχώς) δεν ήταν στοχαστής, οπότε στο βιβλίο του Man’s Search for Meaning (1946) περιγράφει τις εμπειρίες του χωρίς φιλοσοφίες ή συμπεράσματα. Η μαρτυρία του έχει βάρος επειδή υπήρξε συγκρατούμενος του Jean Amery που είδαμε πιο πάνω, οι δυο άντρες γνωρίστηκαν στο Άουσβιτς. Ο ένας έμεινε με την πίκρα σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του (Amery), ο άλλος φανερώνει κάτι διαφορετικό (Frankl). Όμως ας τα πει με τα δικά του λόγια. Ο Viktor Frankl περιγράφει την κορυφαία του στιγμή στο Άουσβιτς:   

Νωρίς το πρωί έπρεπε να βαδίσουμε ως το χώρο εργασίας. Φωνάζαν: «Απόσπασμα, εμπρός μαρς! Αριστερό–2–3–4! Αριστερό–2–3–4! Αριστερό–2–3–4! Βγάλτε τα πηλίκια!» Ακόμα αντηχούν στ’ αυτιά μου αυτές οι λέξεις. Με τη διαταγή «βγάλτε τα πηλίκια!» περνούσαμε απ’ την πύλη του στρατοπέδου και μας εξετάζαν με φακούς. Όποιος δεν περπατούσε ζωηρά, έτρωγε κλωτσιά. Ακόμα χειρότερα πάθαινε όποιος δεν άντεχε το κρύο και κατέβαζε το πηλίκιο στ’ αυτιά πριν δοθεί η άδεια. 

Βαδίζαμε στο σκοτάδι, πάνω από βράχους και λακούβες. Οι φρουροί φωνάζαν όλη ώρα και μας οδηγούσαν με τους υποκόπανους. Κάποιοι, πολύ κουρασμένοι, στηρίζονταν στο μπράτσο του διπλανού τους. Δε μιλούσαμε σχεδόν καθόλου, μας τρυπούσε ο παγωμένος αέρας. Ξαφνικά ο διπλανός μου, με το στόμα χωμένο στο γιακά, ψιθύρισε: «Ε ρε και να μας βλέπαν τώρα οι γυναίκες μας! Ελπίζω αυτές να ‘ναι καλύτερα στο δικό τους στρατόπεδο και να μην ξέρουν τι τραβάμε». Μου ήρθε στο μυαλό η γυναίκα μου. Σερνόμασταν για μίλια, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, τραβώντας ο ένας τον άλλον, παραπατώντας πάνω σε παγωμένα σημεία, δε λέγαμε κουβέντα όμως ξέραμε κι οι δυο: ο καθένας σκεφτόταν τη γυναίκα του. Πού και πού κοιτούσα τον ουρανό καθώς έσβηναν τ’ αστέρια, το πρώτο φως της αυγής έβγαινε πίσω απ’ τα σύννεφα. 

Όμως η εικόνα της γυναίκας μου είχε καρφωθεί ξεκάθαρη στο μυαλό μου. Την άκουσα να μου μιλά, είδα το χαμόγελό της, το τίμιο κι ενθαρρυντικό βλέμμα της. Είτε πραγματική είτε όχι, αυτή η εικόνα ήταν πιο φωτεινή κι απ’ τον ήλιο που ανέτειλε. 

Τότε ξαφνικά μια σκέψη με καθήλωσε: πρώτη φορά στη ζωή μου είδα την αλήθεια σ’ αυτό που τραγούδησαν τόσοι ποιητές, κήρυξαν τόσοι στοχαστές. Ότι η αγάπη είναι ο τελικός κι υψηλότερος στόχος του ανθρώπου. Τότε κατάλαβα το νόημα του μεγαλύτερου μυστικού της ανθρώπινης ποίησης, σκέψης, πίστης. Ότι η σωτηρία του ανθρώπου γίνεται μέσα στην αγάπη και δια της αγάπης. Το κατάλαβα πώς γίνεται, ένας άνθρωπος που τα ‘χει χάσει όλα, παρόλα αυτά μπορεί να είναι ευτυχισμένος έστω και για μια μικρή στιγμή, με τη σκέψη της αγαπημένης του. Ακόμα και στην απόλυτη ένδεια και στην απόλυτη ανημπόρια, όταν το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ν’ αντέξει τα βάσανά του με σωστό τρόπο –με τιμητικό τρόπο– ακόμα και τότε ένας άνθρωπος μπορεί να βρει πλήρωση στη λατρεμένη ανάμνηση της αγαπημένης του. 

Πρώτη φορά στη ζωή μου μπόρεσα να καταλάβω το νόημα των λέξεων: «οι άγγελοι είναι χαμένοι μέσ' στη διαρκή ενατένιση μιας άπειρης δόξας». Μπροστά μου ένας άντρας σκόνταψε κι όσοι ακολουθούσαμε πέσαμε πάνω του. Ο φρουρός έτρεξε και μας ξανάβαλε σε σειρά με το μαστίγιο. Για λίγα λεπτά οι σκέψεις μου διακόπηκαν. Όμως γρήγορα η ψυχή μου ξαναβρήκε τον δρόμο σ’ έναν άλλο κόσμο, άφησε πίσω την πραγματικότητα του φυλακισμένου, συνέχισα τη συνομιλία με την αγαπημένη μου. Τη ρώτησα διάφορα και μου απάντησε• μετά με ρώτησε αυτή και της απάντησα εγώ. 

«Στοπ!». Φτάσαμε στο χώρο εργασίας. Όλοι τρέξαμε στο μισοσκόταδο να βρούμε κάποιο σκεπάρνι ή φτυάρι της προκοπής. «Δε μπορείτε να βιαστείτε, ρε γουρούνια;». Γρήγορα πήραμε τις θέσεις της προηγούμενης μέρας στο χαντάκι που σκάβαμε. Το παγωμένο χώμα ράγιζε κάτω απ’ τα χτυπήματα των σκεπαρνιών κι έβγαζε σπίθες. Όλοι δουλεύαμε σιωπηλοί, το μυαλό μας παγωμένο. 

Το δικό μου μυαλό είχε κολλήσει στην εικόνα της γυναίκας μου. Σκέφτηκα ότι δεν ήξερα καν αν ήταν ζωντανή. Το μόνο που ήξερα καλά, ότι η αγάπη φτάνει πιο πέρα από τη φυσική ύπαρξη της αγαπημένης. Βρίσκει το νόημά της στο πνεύμα, στον εσωτερικό άνθρωπο. Είτε υπάρχει είτε όχι, είτε είναι ζωντανή είτε όχι, με κάποιον τρόπο αυτά χάνουν τη σημασία τους. Δεν ήξερα αν η γυναίκα μου ζούσε και δεν είχα τρόπο να το μάθω, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής μας δεν είχαμε αλληλογραφία ή ειδήσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν αδιάφορο. Δε μ’ ένοιαζε καν να μάθω, τίποτα δεν μπορούσε ν’ αγγίξει τη δύναμη της αγάπης μου, τις σκέψεις μου, την εικόνα της αγαπημένης μου. Ακόμα και να ‘ξερα τότε τον θάνατό της [μετά την απελευθέρωσή του, ο Viktor Frankl έμαθε ότι η γυναίκα του είχε ήδη πεθάνει], πιστεύω ότι θα συνέχιζα να θαυμάζω την εικόνα της στο μυαλό μου, αδιάφορος γι’ αυτήν την πληροφορία, πιστεύω ότι η μεταξύ μας κουβέντα θα συνέχιζε να είναι το ίδιο καθαρή και να με γεμίζει με την ίδια ικανοποίηση. 

«Βάλε με σφραγίδα πάνω στην καρδιά σου, αγάπη δυνατή σαν τον θάνατο». 

Ό,τι κι αν σημαίνουν τα παραπάνω. Μεταφέρω τα λόγια του Frankl. Να είστε 100% σίγουροι ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα που δε μας τα λέει, τα κρατά για τον εαυτό του (και τη γυναίκα του). Δημοσιευμένο βιβλίο, γράφει μόνο αυτά που μπορούν να ειπωθούν στους τουρίστες (εμείς είμαστε οι τουρίστες), όχι τα σημαντικότερα.

Είναι δυο πολύ διαφορετικά βιβλία αυτό του Amery κι αυτό του Frankl. Όμως ως προς το ύφος, όχι ως προς τα βιώματα και τα ιστορικά ντοκουμέντα. Η κόλαση του Άουσβιτς ήταν κοινή και για τους δυο. Στο βιβλίο του Frankl απουσιάζει η πίκρα. Διαφαίνεται κάτι αντίθετο (όμως πριν βιαστούμε να μέμψουμε τον Amery, μην ξεχνάμε ότι πάντα μπορεί να μας πει: «έλα πρώτα να τραβήξεις αυτά που τράβηξα εγώ και τα λέμε μετά»). 

Ας πούμε, φαίνεται στη συμπάθεια με την οποία ο Frankl μιλά για τους λίγους δεσμοφύλακες που προσπαθούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Ήταν λίγοι. Όμως είναι φανερό στο γράψιμό του ότι τους θυμάται με ωραίο τρόπο. 

Μπορώ να το βεβαιώσω και προσωπικά. Όλοι εσείς που διαβάζετε χρόνια το μπλογκ, πιστεύω πια γνωριζόμαστε μεταξύ μας, ξέρετε ποιος είμαι, ποιος ήταν ο θείος μου. Τον έχετε δει ένα σωρό φορές στην TV, σε αφιερώματα κατά την επέτειο της χούντας. Μου έχει περιγράψει την εμπειρία της φυλακής. Ανάμεσα στ’ άλλα, και τους λίγους δεσμοφύλακες που κοιτούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Να κάνουν τα στραβά μάτια, πως δε βλέπουν, πως δεν καταλαβαίνουν – όσο τους έπαιρνε φυσικά, είχαν ν’ αναφερθούν σε ανωτέρους. Τεσπά, τους λίγους που προσπαθούσαν να μην τυραννήσουν τους κρατούμενους παραπάνω απ’ όσο ήδη τυραννιούνται. Λοιπόν, αυτούς τους λίγους δεσμοφύλακες ο θείος μου τους θυμόταν με συμπάθεια. Μιλούσε γι’ αυτούς σχεδόν σα να ‘ταν φίλοι του. 

Αυτό ακριβώς και στο βιβλίο του Frankl. Με πόση συμπάθεια θυμάται τους λίγους δεσμοφύλακες, μάγειρες, εργοδηγούς κ.α. που προσπαθούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Φαίνεται στο γράψιμό του. Όπως επίσης κι η απουσία πίκρας. Περιγράφει τους τυράννους και τους βασανιστές του ουδέτερα, σα να ήταν υπνοβάτες, μεθυσμένοι, μικρά παιδιά, άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν. 

Παρατηρήστε ότι κι ο Amery με τον Frankl δε μοιάζει να διαφωνούν σε κάτι. Όμως σίγουρα δε θα μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Καταλαβαίνω ότι ο Frankl χτυπήθηκε από Κεραυνό εκείνο το χάραμα, στο χαντάκι της καταναγκαστικής εργασίας. Και μετά τίποτα δεν ήταν ίδιο. Καλύτερα να τον αφήσω να το πει με τις δικές του λέξεις: 

Δεν κρατώ κακία σε κανέναν που μου ‘κανε κακό. Και δεν ξεχνώ κανέναν που μου έκανε έστω και το παραμικρότερο καλό. 

Θα το ‘θελα αυτό επιγραφή στην κορφή του βουνού της Σαμοθράκης, εκεί που ο Ποσειδώνας παρακολουθούσε τον Τρωικό πόλεμο (ίσως μου τη βιδώσει και το κάνω μια μέρα, δεν είναι κακή ιδέα) 

*   *   * ΄

Κλείνω μ’ ένα ποίημα του Τίτου Πατρίκιου: 

Είμαστε φάτσα με φάτσα 
Με τον εχθρό μου. 
Ένα γραφείο μονάχα μας χωρίζει 
Σα χαράκωμα ή σαν τάφος. 
Πίσω απ' τις αξιοπρεπείς μας μάσκες 
Από πολύ βαθιά ανεβαίνει και μας καίει το μίσος. 
 
Και να που τούτη τη στιγμή, 
Τώρα που παίζεται η ζωή μου, 
Ανακαλύπτω στη μορφή του πως 
Θα μπορούσα να τον είχα αγαπήσει. 
Να που τούτη τη στιγμή ανακαλύπτει στη μορφή μου 
Πως θα μπορούσε να με είχε αγαπήσει.

Ζόμια

Μια μικρή παρουσίαση για τη δουλειά του James C. Scott. Δε λέω ότι ο άνθρωπος και το έργο του είναι σε όλα τέλεια, όμως κατά την ασιατική μου εμπειρία σκόνταψα πάνω σε κάποιες ιδέες του, και πραγματικά τις βρήκα χρήσιμες για την κατανόηση του ασιατικού (κι όχι μόνο) φαινομένου. 

Ας ξεκινήσουμε μ’ ένα παράδειγμα: 

 


 

Αυτός είναι ένας τυπικός χάρτης, συγκεκριμένα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο της ακμής της (16ος – 17ος αιώνας). Έχουμε δει μπόλικους τέτοιους χάρτες κρατών, αυτοκρατοριών, πολιτισμών κ.λπ. σε βιβλία σχολικά και πανεπιστημιακά, και μάθαμε να τους πιστεύουμε (πήρα τον εν λόγω χάρτη από τη Wikipedia, τυχαίο παράδειγμα είναι, θα μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος). 

Κι όμως, όλοι αυτοί οι χάρτες παραπλανούν. 

Δε μας δείχνουν πόσοι πολλοί άνθρωποι ζούσαν τότε, ουσιαστικά, εκτός του οργανωμένου κράτους, όποιο και να ‘ταν αυτό, παρόλο που τυπικά εντάσσονταν στην επικράτειά του, στη γραμμοσκιασμένη περιοχή του χάρτη. Έρημοι, αγριότοποι, δάση, βουνά, ζούγκλες: όλα αυτά ήταν φυσικά καταφύγια για διάφορους εξωκρατικούς, που συνήθως βαφτίζονταν «άγριοι», «βάρβαροι», «πρωτόγονοι», «ανυπότακτοι», «φυλές των βουνών», «απολίτιστοι», κι άλλα τέτοια που δε συνάδουν με προγράμματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. 

Επίσης, οι χάρτες αυτοί δε μας λένε πόσοι πολλοί άνθρωποι... έφευγαν! Απλά έφευγαν από τις πόλεις του οργανωμένου κράτους, με τις ιεραρχίες, τις φορολογίες, τις γραφειοκρατίες, τις υποχρεωτικές στρατεύσεις, τους θεσμούς και τις αστυνομίες τους, πήγαιναν στα φυσικά καταφύγια κι έχτιζαν μια διαφορετική ζωή εκεί: «Τουλάχιστον αυτοί σώθηκαν από τις ευλογίες του πολιτισμού!» 

Κανονικά, όλοι αυτοί οι χάρτες θα έπρεπε να είχαν ξεθωριασμένα μπαλώματα μέσα στις επικράτειές τους για τα φυσικά καταφύγια που προσέφεραν άσυλο σε εξωκρατικούς. Επίσης, θα έπρεπε να είχαν βελάκια από τις πόλεις προς τα μπαλώματα: ροές ανθρώπων που, σε βάθος αιώνων, αρνιόντουσαν τις ευλογίες του πολιτισμού. Μόνο έτσι οι χάρτες δε θα παραπλανούσαν. 

Ορόσημο στην αναγνώριση αυτής της παραπλάνησης ήταν το έτος 2009, τότε που βγήκε το βιβλίο του James C. Scott: The Art of Not Being Governed. Σ’ αυτό, ο συγγραφέας ασχολείται με τους ορεσίβιους της ΝΑ Ασίας, τους «Ινδιάνους» του τόπου, που ακόμα και σήμερα ζούνε στις ζούγκλες των ατέλειωτων οροσειρών που σχηματίζουν τα Ιμαλάια. Δεν είναι πρωτόγονοι που έχασαν το τρένο του πολιτισμού• αντίθετα, πρέπει να τους δούμε ως απογόνους φυγάδων, που δέχτηκαν τη σκληρή ζωή της ζούγκλας προκειμένου να ξεφύγουν από τις πόλεις των πεδιάδων και τις κυβερνήσεις τους. Μέσα σε πολλούς αιώνες, οι Ινδιάνοι αυτοί ανέπτυξαν γλώσσες, οικονομίες, καλλιέργειες, ανιμισμούς και τρόπους ζωής κατάλληλους ώστε να κρατήσουν μακριά το οργανωμένο κράτος από τα χωριά τους. Μ’ άλλα λόγια... 

Καλωσήρθατε στη Ζόμια! Στην αναρχική χώρα για την οποία δε μάθατε ποτέ!  

Κι ο λόγος που δε μάθατε ποτέ για τη Ζόμια είναι ότι κι οι ίδιοι οι Ζόμιοι δε θέλουν να μάθετε για τη χώρα τους...

 

Η Ζόμια, το πιο όμορφο μέρος του κόσμου

 

Η Ζόμια σήμερα μοιράζεται σε 9 επίσημα κράτη (Βιρμανία, Ταϊλάνδη, Λάος, Νότια Κίνα, Βιετνάμ, περιοχές του Μπαγκλαντές, Καμπότζη, περιοχές του Νεπάλ και του Μπουτάν), έχει περίπου το μέγεθος της Ευρώπης κι ενδεχομένως πάνω από 100.000.000 πληθυσμό (ο ακριβής πληθυσμός της Ζόμιας είναι κρατικό μυστικό που δεν αποκαλύπτεται σε μας τους ξένους), ενώ είναι έντονα ορεινή: Εδώ επάνω στα βουνά δε δίνω διάρα τσακιστή για ό,τι έχει κερδηθεί, για ό,τι έχει πια χαθεί.  

Κατά τον James C. Scott, οι Ζόμιοι απέφυγαν το οργανωμένο κράτος επί 2.000 χρόνια (μήπως και περισσότερα;). Η Ζόμια είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν είναι χώρα: δεν έχει πρωτεύουσα, σημαία, εθνικό ύμνο, επίσημο νόμισμα (αντί γι’ αυτό έχει δώρα: Gift Economy), δεν έχει σαφώς οριοθετημένα σύνορα, δεν εκπροσωπείται στον ΟΗΕ, δεν αναγνωρίζεται καν απ’ αυτόν. Το διαβατήριο στη Ζόμια είναι η εμπιστοσύνη: ο τρόπος για να πάρεις βίζα, άδεια μετακίνησης κι άδεια παραμονής είναι να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των τοπικών Ζόμιων. Οι οποίοι έχουν «όση ιστορία χρειάζονται» για ν’ αποφεύγουν το οργανωμένο κράτος, και την υπόλοιπη τη συμπληρώνουν με έναν ΑΣΤΕΙΡΕΥΤΟ πλούτο προφορικών παραδόσεων.  

Κάτι ξέρω απ’ αυτόν τον πλούτο. Ήμουν την Άνοιξη του 2014 σε μια μάζωξη ηλικιωμένων αρχηγών Καρέν από πολλά μέρη της Ταϊλάνδης, με σκοπό να συγκεντρώσουν τη διασπαρμένη τους προφορική παράδοση – στη γλώσσα Καρέν ονομάζεται Μπο Τα. Είχα αναφέρει σχετικά εδώ. Ήταν γοητευτικό να βλέπεις να σχηματίζεται σιγά–σιγά μια μεγάλη εικόνα μέσα από μύθους, θρύλους, παραμύθια κι ιστορίες διαφόρων περιοχών. Κάτι συναρπαστικό γεννιόταν. Όμως πριν προλάβει να μεταφραστεί αυτή η εικόνα στα επίσημα Ταϊλανδικά και στα Αγγλικά, την έπνιξε το πραξικόπημα του 2014. Μπορεί και να χάθηκε για πάντα. Τα γνωμικά κι οι παροιμίες που αναφέρω στο παραπάνω λινκ είναι ό,τι πρόλαβα να σώσω.    

Περίπτωση Ζόμιας ήταν κι η εμπειρία του Κροπότκιν κατά τις γεωγραφικές του αποστολές στη Σιβηρία το 1864: «Οι χωρικοί στα χωριά που πήγε βοηθούσαν συνεχώς ο ένας τον άλλον κατά την πάλη τους με το αδυσώπητο περιβάλλον της Σιβηρίας. Πολύ περισσότερο, ο Κροπότκιν παρατήρησε μια συσχέτιση αυτής της αλληλοβοήθειας με την απόσταση του χωριού από εκεί που έφταναν τα χέρια της κυβέρνησης. Στη Σιβηρία έχασα όποια πίστη είχα προηγουμένως στην κρατική πειθαρχία» (από εδώ).    

*   *   *

Στα καθ’ ημάς, θα πρέπει να δούμε την ελληνική Ζόμια στους παλιούς Βλάχους και στους Σαρακατσαναίους: 

Στου γύρ’ζμα ιμένα μ’ έπιασαν αυτοίνοι (οι αντάρτες). Ήταν μπλούκι μιγάλου. 

- Πού πας; Μου ‘παν. 

- Α! Ιδώ. Έχου κι κάτι πράματα. 

- Σι θέλουμε. Θα σι πάρουμι κουντά μας. Θα μας πας ικεί. Απ’ τ’ Κούστια πίσου, σια κει στου Μακρίνου. 

Μιτά ιγώ τ’ς είπα να φύγου, να πάου στα πρόβατα. 

- Όχι. Θα κάτσεις ιδώ. 

Έκατσα πόση ώρα. Τι να κάμου τώρα, σκέφτουμαν. Δε μπόρ’γα να φύγου. Μι φύλαγαν τέσσερις. 

- Τώρα, λέου ιγώ. Διψάου. Θέλου νιρό. Να πάου να πιού λίγου νιρό ικεί πέρα. 

- Σύρι, μ’ λέει. 

Πήγα μοναχός μ’, ικεί είχι λόγγου. Ουξιές. Πήγα κει να πιού νιρό. Έσκυψα κι έκανα ότι έπ’να νιρό. Σ’κώθ’κα κουντά. Έκαμα λίγου λουξά κι έφ’κα. 

- Τι να κάμου τώρα; Πού να πάου; Κι πού θα πέσου; Κάνου σια παν’. Ξέφ’κα απ’ του δρόμου κι πάου σ’ ένα γκριμό. Διάφ’κι νύχτα πουλλή. Έκατσα να πλαϊάσου. Του προυί έφιξι. Ικεί ήβρα ένα πεύκου πισμένου. 

- Τώρα τι να κάμου; Θα κάτσου. Έκατσα. Μες του κάτσ’μου πο ‘κανα, έφτασι κι μια αρκούδα ικεί σι μένα. Μόλις μ’ είδι, λάκ’σι, έφ’κι. Σ’κώθ’κι κι έφ’κι. Πάει κατά διαόλ’. Φοβήθ’κα. Τι να ‘κανα; Δε μπόρ’γα να κάμου κι τίπουτα. Έφ’κα κι ‘γω, κουντά απού κει. Παραπέρα βρίσκου έναν βλάχου μι τα πρόβατα, τουν Ξένου. Ήμασταν κι συγγινείς. 

(από εδώ, σελ. 4, διηγείται ο Παντελής Θανασούλας, Σαρακατσαναίος. Ο τόπος είναι τα βουνά των Ιωαννίνων κι ο χρόνος είναι 1946 ή 1947)  

Απ’ όσο ξέρω, οι Σαρακατσαναίοι ενσωματώθηκαν τελειωτικά στο ελληνικό κράτος τη δεκαετία του ’60, ενώ ακόμα και σήμερα στην Αλβανία οι Βλάχοι θεωρούνται ξεχωριστή φυλή («στη χώρα μου έχουμε τόσο τοις εκατό Αλβανούς, τόσο τοις εκατό Έλληνες και τόσο τοις εκατό Βλάχους») 

Θα πρέπει να δούμε την ελληνική Ζόμια στους Κλέφτες και Λήσταρχους. Ο πατέρας μου, μικρό παιδί, θυμόταν τον παππού μου να ετοιμάζεται για ταξίδι με το φορτηγό στο Πήλιο ν’ αγοράσει ξυλεία σε κάποιο χωριό (τέλη δεκαετίας του ’40), κι έκανε τους λογαριασμούς του: «θα δώσω τόσα στον παραγωγό, τόσα για μεροκάματα στους εργάτες, τόσα για διανυκτέρευση στα Χάνια, τόσα για βενζίνη και τόσα στα παιδιά». Τα ταξίδια τότε στο Πήλιο ήταν περιπέτεια, ενώ τα εν λόγω «παιδιά» ήταν οι λήσταρχοι της εποχής. Οι οποίοι, με τον καιρό, είχαν γίνει φίλοι με τον παππού, πίναν κρασί μαζί, ο παππούς τους έδινε κάποιο «δώρο», αυτοί τον ξεπροβοδούσαν και του εύχονταν «καλή συνέχεια!». Οι δρόμοι του Πηλίου πρέπει να είχαν λήσταρχους κάπου μέχρι και τη δεκαετία του ’50 (πάντως στα 1923, ο επικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας, ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί).  

Θα πρέπει επίσης να δούμε την ελληνική Ζόμια στους Ορεινούς της Κρήτης, στους Ορεινούς της Ζακύνθου – που ζούσαν σκληρή αλλά ανυπότακτη ζωή και περιφρονούσαν τους σέμπρους, τους κολίγους του νησιού, οι οποίοι ήταν υποτακτικοί σε κάποιον αφέντη (η Ζάκυνθος είχε κατάλοιπα αριστοκρατίας μέχρι κι αρχές δεκαετίας ’80, οι παλιοί σέμπροι υποκλίνονταν στον γιο του αφέντη μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Αλλαγής. Κατόπιν ήρθε το ΠΑΣΟΚ κι ο τουρισμός) 

*   *   *

Κατά τον James C. Scott, η Ζόμια δεν υπάρχει πια, την πάτησε το τρένο. Σήμερα υπάρχουν μόνο μισοσβησμένα κάρβουνα από κάτι που κάποτε ήταν φωτιά. Θα πρέπει ν' αντισταθούμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε ότι η Ζόμια υπάρχει ακόμα, και να χρησιμοποιήσουμε την ιδέα μόνο για ανάλυση και κατανόηση άλλων εποχών και καταστάσεων. Πάντα κατά τον James C. Scott. 

Θα ήθελα να μην είναι έτσι. Mε θλίβει, όμως έχω μάθει να περιμένω πάντα το χειρότερο, ποτέ το καλύτερο. Στοιχημάτιζε πάντα στο χειρότερο και δε θα χάσεις. Με τα λόγια του Carl Jung: «Είναι απατηλό το αίσθημα της έξαρσης, ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι είμαστε το αποκορύφωμα της ιστορίας, η εκπλήρωση και το τελικό προϊόν αμέτρητων γενεών. Είμαστε η απογοήτευση πανάρχαιων ελπίδων και προσδοκιών» (από εδώ)

 


 

Οι κυβερνήσεις με τα ελικόπτερα, τους δορυφόρους και την τεχνολογία τους μπορούν πλέον να φτάσουν παντού και να ξεχυθούν στον εσωτερικό αποικισμό τους. Να εκπολιτίσουν τους πρωτόγονους, να γράψουν την ιστορία όπως θέλουν, να μετατρέψουν τους αγριότοπους σε κήπους (αν όχι σε γήπεδα γκολφ): «Κοίτα αυτό το μέρος! Κάποτε ήταν αγριότοπος, τώρα έγινε κήπος. Δεν αισθάνεσαι περήφανος;»  

*   *   *

Όποιος ενδιαφέρεται για το The Art of Not Being Governed του James C. Scott, μπορώ να του το στείλω ηλεκτρονικά.

Ο εθνικός ύμνος της αντιγνωμίας (στίχοι: Splitting the Sky, απαγγελία: aConcernedHuman, μουσική: Ron Bankley)