Η Συντέλεια
Κάτι τέτοιες στιγμές ξεχώριζαν οι ηγέτες κι ο γερο-Μπλιμπ ο θεολόγος ήταν ένας από αυτούς, είχε σκληραγωγηθεί καλά από τις αμέτρητες μάχες με τους άπιστους στο παρελθόν. «Ησυχάστε, αδερφοί!» φώναξε κουνώντας την ουρά του για έμφαση.
«… μα είναι αλήθεια, τον είδα σας λέω!» έκανε ένα ψαράκι τσιρίζοντας.
«Τέκνο, μην εξάπτεσαι παρουσία επισκόπων. Οι Προφήτες διδάσκουν πως ο σεβασμός στους πρεσβύτερους ανήκει στις Εντολές», απάντησε ο γερο-Μπλιμπ.
«Σεβασμιότατε», είπε μια τσιπούρα, «θα συγχωρέσετε τον ενθουσιασμό μας. Δε φτάνει συχνά κάποιος στην αγιοσύνη!»
«Ο Ύψιστος είναι αυτός που συγχωρεί τους δούλους Του, όχι εμείς», απάντησε ο γερο-Μπλιμπ, «αρκεί να μην έχουν περιπέσει σε θανάσιμο αμάρτημα. Όσο για την αγιοσύνη, το θέμα θα εξεταστεί από το ιερό κονκλάβιο».
«Όμως έγινε άγιος, ε;» πετάχτηκε ένας ροφός. «Αφού αναλήφθηκε στους ουρανούς…»
«Αδερφοί, μη λησμονείτε πόσες φορές παραπλανηθήκατε από προσομοιώσεις αγιοσύνης κι εκλάβατε τις μεταξωτές κορδέλες για φύκια» απάντησε ο γερο-Μπλιμπ. «Θυμηθείτε τον Μπλόιμ, τη συναγρίδα, που ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να μεταμορφώνει την άμμο σε πλαγκτόν. Πόση περιουσία δημιούργησε εις βάρος των αφελών που χρηματοδότησαν την επιχείρησή του, Πλαγκτόν Μπλόιμ ΑΕ… Για να εξιλεωθεί, αναγκαστήκαμε να τον παραδώσουμε βορά στους μεγαλοκαρχαρίες του επιχειρηματικού κατεστημένου».
Τα ψάρια σώπασαν. Παρόλη την ανυπομονησία τους. Γιατί όλοι ξέραν τι σήμαινε αν ο Μπλουμ ανακηρυσσόταν άγιος – ο πρώτος από την αθλιότατη φυλή των σπάρων: σύμφωνα με τους Προφήτες, τούτο το σημάδι θα όριζε την έναρξη της Συντέλειας με την ανύψωση στα ουράνια των ενάρετων και την κατακρήμνιση στην κόλαση των πλανημένων.
«Ο σεβασμιότατος Μπλιμπ όμως, δε μας έχει εξηγήσει καλά πώς ένας τόσο μεγάλος αμαρτωλός μπορεί να φτάσει στην αγιοσύνη, αν φυσικά αυτή αποδειχθεί! Μήπως η ευσπλαχνία της θείας Χάρης ξεπερνάει την αυστηρότητα της θείας Δικαιοσύνης;» ακούστηκε ξαφνικά μια καυστική φωνή.
Ο γερο-Μπλιμπ δαγκώθηκε. Αυτή η φωνή είχε τη σωστή δόση ειρωνείας για να τον νευριάσει και γαλιφιάς για να ξέρει ότι θα χάσει το παιχνίδι αν τσιμπήσει το δόλωμα. Ήταν ο Μάρτι το καλαμάρι, ο αρχιερέας των αιρετικών.
«Ναι, ο Μάρτι έχει δίκιο!» φώναξαν παρασυρμένα μερικά ψάρια.
«Δε θα διακινδυνέψουμε γνώμες. Η υπομονή είναι αρετή, ας την εξασκήσουμε», απάντησε ο γερο-Μπλιμπ. «Το κονκλάβιο των επισκόπων στον ναό του Μητροπολιτικού Υφάλου θα ερμηνεύσει και τούτο το συμβάν», κατέληξε και κράτησε νοητικές σημειώσεις γι’ αυτούς που ήταν τόσο επιρρεπείς στην αιρετική σκέψη.
* * * * * * * * * * * * * * * * *
Ο Μητροπολιτικός Ύφαλος είχε μεγάλη κίνηση. Ψάρια, γαρίδες, καβούρια, καλαμάρια και χταπόδια είχαν μαζευτεί για να μάθουν την απάντηση στο ερώτημα: έγινε άγιος ο Μπλούμ, ο σπάρος; Και κατ’ επέκταση: φτάνει η ώρα της Συντέλειας;
Στο κονκλάβιο προήδρευε ο μακαριότατος Πλαφ, το λυθρίνι, Μέγας Καρδινάλιος πασών των θαλασσινών. Παρόντες ήταν μερικοί απ’ τους μεγαλύτερους ειδήμονες σε θεολογικά ζητήματα: ο παναγιότατος Πλουφ, ο γαλέος, ειδικευμένος αγιολόγος και φυσικά ο σεβασμιότατος γερο-Μπλιμπ, ο θεολόγος. Το δυσάρεστο ρόλο του δικηγόρου του διαβόλου ανάλαβε να παίξει ο αιδεσιμότατος Πλατς, η σουπιά.
«Ας περάσει ο μάρτυρας», ανάγγειλε ο μακαριότατος Πλαφ.
«Παρών» είπε το ψαράκι με την τσιριχτή φωνή και βγήκε μπροστά.
«Προτού εξεταστείς, τέκνο» του είπε ο γερο-Μπλιμπ με πομπώδες ύφος, «θα θέλαμε να σε ρωτήσουμε αν συναισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι ενώπιον των λειτουργών του Υψίστου».
«Ε… ναι…» είπε το ψαράκι που ψάρωσε.
«Πες μας λοιπόν τα γεγονότα».
«Κοιτάξτε, χθες βράδυ βγήκα βόλτα μετά το φαγητό. Είδα το φίλο μου τον Μπλουμ και κολυμπήσαμε μαζί…»
Σπονδυλωτά κι ασπόνδυλα βλέμματα επικεντρώθηκαν πάνω του – ήταν η ώρα που περίμενε ο γερο-Μπλιμπ. Αποτραβήχτηκε διακριτικά μέχρι που η ουρά του ακούμπησε σ’ έναν ιερέα. Οι δυο τους ξεμάκρυναν από αδιάκριτα αυτιά και μετά από λίγο ο γερο-Μπλιμπ ρώτησε: «Πώς τα βλέπεις τα πράγματα, αδερφέ;»
«Μοιάζει βέβαιο ότι ο σπάρος θα αναδειχθεί άγιος, σεβασμιότατε. Αυτό προκύπτει απ’ τις πληροφορίες που μάζεψα για το συμβάν».
«Μπράβο, αδερφέ. Θα ανακηρυχθείς επίσκοπος, ώστε την ώρα της Συντέλειας να υψωθείς στα ουράνια» είπε ο θεολόγος.
«Επίσκοπος; Σας ευχαριστώ πολύ!»
«Υπάρχει όμως ένα σημαντικό θέμα».
«Ποιο, σεβασμιότατε;»
«Οι αιρετικοί, αδερφέ. Η ψυχή μας θλίβεται στη σκέψη των αιώνιων τιμωριών που θα υποστούν. Πρέπει να τους βοηθήσουμε».
«Ανέκαθεν ήσασταν πονόψυχος, σεβασμιότατε».
* * * * * * * * * * * * * * * * *
Στο Ναό η διαδικασία της εξέτασης προχωρούσε, χωρίς κανείς να υποψιάζεται τα επιβοηθητικά προγράμματα που εξυφαίνονταν παράλληλα.
«Πες μας, τέκνο, πώς φαινόταν ο υπό κρίση άγιος;» ρώτησε ο Πλουφ, ο αγιολόγος.
«Ήταν λίγο νευρικός, θα έλεγα…» έκανε διστακτικά το ψαράκι. «Πιο ζωηρός απ’ ό,τι συνήθως. Πεινούσε κιόλας, πήγαμε στο εστιατόριο Ο Λάκκος με τα Φύκια».
«Μάλιστα…» έκανε ο αγιολόγος. «Αυτό μπορεί να είναι σημάδι. Πολλοί άγιοι πριν τη μεταρσίωσή τους είχαν νευρικότητα. Οφείλεται στη βαθμιαία ενστάλαξη μέσα τους της θείας Δικαιοσύνης που αναζητούσε τη μέθεξη της θείας Φύσης».
«Δεν μπορώ να σας καταλάβω εσάς τους γιατρούς!» πέταξε ο Μάρτι απ’ το ακροατήριο, «λες και μιλάτε στα λατινικά!» Γέλια σκέπασαν την παρατήρησή του.
Ο μακαριότατος Πλαφ θεώρησε πως αυτό ήταν καλό σημείο για να σχολιάσει τη θεία Δικαιοσύνη που αναζητά τη μέθεξη της θείας Φύσης.
* * * * * * * * * * * * * * * * *
Πιο πέρα ένας θεολόγος κι ένας ιερέας συζητούσανε για τη μοίρα των αιρετικών.
«Τα Ιερά Βιβλία αναφέρουν: Η κοιλιά τους θα ανοιχτεί και τα σπλάχνα τους θα πεταχτούν στους δαίμονες» έκανε ο γερο-Μπλιμπ. «Τέρατα με εργαλεία μεταλλικά θα τους βγάλουν τα λέπια. Στις πληγές τους θα πετάξουν αλάτι και θα τους τηγανίσουν σε καυτό λάδι. Θα καίγονται μέχρι να ροδίσουν κι απ’ τις δύο μεριές και μετά θα σερβιριστούν με λαδολέμονο κι άσπρο κρασί»
«Κι άσπρο κρασί...»
«Κι όλα αυτά επειδή διαστρέβλωσαν την αλήθεια... Πρέπει κάτι να κάνουμε για τους πλανημένους αδερφούς μας. Αν υποφέρουν σ’ αυτή τη ζωή, θα κερδίσουν μια θέση σε κάποιον κατώτερο ουρανό μετά θάνατον» είπε ο γερο-Μπλιμπ.
«Πολύ συμπονετικό από μέρους σας, σεβασμιότατε».
«Ίσως θα μπορούσαμε να απευθυνθούμε στους μεγαλοκαρχαρίες για τη νουθέτηση των αμαρτωλών μας αδερφών…» είπε ο θεολόγος.
«Ακραίο αλλά δραστικό. Οι αδερφοί μεγαλοκαρχαρίες θα χαρούν να βοηθήσουν στη μεταμέλεια των αδερφών αιρετικών» είπε ο ιερέας. «Να σας κάνω μια ερώτηση θεολογικής φύσεως, Σεβασμιότατε; Τι είναι το άσπρο κρασί; Πάντα είχα αυτήν την απορία»
«Ένα απ’ τα ονόματα του Πονηρού, σημαίνει ‘Ο Κύριος της Πλάνης’. Αναφέρεται στην ικανότητά του να λαμβάνει οποιαδήποτε μορφή για να τυραννάει τους ιχθείς. Το νόημα της περικοπής ‘…θα σερβιριστούν με λαδολέμονο κι άσπρο κρασί…’ είναι πως οι αμαρτωλοί στην κόλαση θα συναντήσουν τον Άρχοντα του Σκότους και θα υποστούν ανείπωτες τιμωρίες» εξήγησε ο θεολόγος.
«Όλοι οι αμαρτωλοί θα έχουν αυτή τη μοίρα;»
«Όχι. Τα καλαμάρια και τα χταπόδια σερβίρονται με κόκκινο κρασί»
* * * * * * * * * * * * * * * * *
«Είσαι απατεώνας!» φώναξε εκτός εαυτού ο Πλουφ, ο γαλέος, στον Μάρτι.
«Κι εσείς τα ψάρια νομίζετε πως είστε τα ανώτερα όντα της θάλασσας» απάντησε το καλαμάρι με καλύτερο έλεγχο των νεύρων του.
O Πλουφ το κατάλαβε κι έκανε μια υπερψάρια προσπάθεια να ηρεμήσει: «Κύριε, δε δεχόμαστε παρέμβαση σε θέματα της ειδικότητάς μας! Έχουμε αφιερώσει μια ζωή μελέτης γύρω από τους βίους των αγίων!»
«Δηλαδή, έχεις το αλάνθαστο στα θέματα αγιοσύνης;» ρώτησε ο Μάρτι.
«Σαφώς και–» ο γαλέος το ‘χαψε σαν χάνος κι ο αντίπαλός του χαμογέλασε. Τα πνιχτά γέλια του ακροατηρίου δεν άφησαν αμφιβολία ποιος κέρδισε τις εντυπώσεις.
Ο Μέγας Καρδινάλιος Πλαφ έσφιξε τα δόντια. Ο Μάρτι πάντα προκαλούσε μέχρι εκεί που τον έπαιρνε, όχι παραπάνω. Καλύτερα να τον άφηναν να μιλάει λίγο, παρά να κοντραριστούν με το καλαμάρι που ξεγλιστρούσε σαν χέλι. «Συνέχισε, τέκνο» είπε τελικά στον μάρτυρα.
Το τσιριχτό ψαράκι άρχισε να διηγείται πάλι: «Λοιπόν…έλεγα ότι ο Μπλουμ συνέχεια ρωτούσε πότε θα σερβιριστεί το φαγητό, πήγε να φάει ένα σκουληκάκι και τότε… έλαμψαν οι ουρανοί, φάνηκε η μορφή του Αρχαγγέλου, ο Μπλουμ άρχισε ν’ ανυψώνεται!»
«Περιέγραψέ μας τη μορφή του Αρχαγγέλου» ρώτησε ο Πλουφ.
«Μμμ... ήταν ιχθυόμορφος σαν κι εμάς αλλά πιο μεγάλος. Είχε και φωτοστέφανο».
«Φωτοστέφανο… σημαντικό στοιχείο αυτό» έκανε ο αγιολόγος. «Από την ταυτότητα του Αρχαγγέλου μπορούμε να προσδιορίσουμε σε ποιο σημείο της Θείας Κλίμακας βρέθηκε ο υπό κρίση άγιος».
«Διαφώτισέ μας», ζήτησε ο Μέγας Καρδινάλιος.
«Με την άδειά σας, μακαριότατε, θα θέλαμε ένα διάλειμμα για να συμβουλευτούμε τα βιβλία μας».
«Καλώς λοιπόν, κηρύσσουμε ημίωρη παύση» ανάγγειλε ο Μέγας Καρδινάλιος ενώ ο Πλουφ αποτραβιόταν στο Ιερό Λαγούμι. «Για να μην επικρατήσει χαλαρότητα, θα υπάρξει αναφορά στα βασικά Άρθρα της Πίστης».
Ένας Ιερέας κολύμπησε μπροστά κι άρχισε να ψάλλει.
* * * * * * * * * * * * * * * * *
«Λοιπόν, εμείς γυρίζουμε στο Ναό, η παρουσία μας είναι απαραίτητη» είπε ο Μπλιμπ στον ιερέα.
«Σας χαιρετώ, σεβασμιότατε. Η Δικαιοσύνη του Υψίστου μαζί σας».
«Εσύ όμως πρέπει να πας στους μεγαλοκαρχαρίες», είπε ο σεβασμιότατος. «Ο Οίκτος του Υψίστου μαζί σου».
«Θα μου δώσετε το επισκοπικό χρίσμα πριν φύγω; Πολλά μπορούν να συμβούν σε μια συνάντηση με τους μεγαλοκαρχαρίες…» είπε ο ιερέας.
«Καλώς» είπε ο Μπλιμπ κι ακούμπησε το κεφάλι του άλλου ψαριού με την ουρά του. Ένας επίσκοπος ξεκίνησε για τα βαθιά νερά κι ένας θεολόγος επέστρεψε στον Ναό.
* * * * * * * * * * * * * * * * *
«…πάνω από τα ύδατα υπάρχουν οι Ουρανοί που αποτελούνται από τον άγιο Αέρα. Εκεί, οι δίκαιοι θα ζήσουν ζωή πνευματική, ελεύθερη από τους περιορισμούς του νερού.
Οι Προφήτες, τα αφρόψαρα, μετείχαν της αέρινης ζωής και μας έδωσαν τη γνώση. Τηρώντας τις Εντολές μπορούμε να φτάσουμε σε κάποιον από τους επτά ουρανούς. Στον έβδομο και αγιότερο κατοικεί ο Ύψιστος.
Οι Προφήτες, τα αφρόψαρα, μας έδωσαν το Αληθινό Όνομα του Θεού. Μας περιέγραψαν τη ζωή που περιμένει τους δικαίους. Θα κολυμπάνε ευτυχισμένοι χωρίς πετρελαιοκηλίδες. Θα υπάρχουν γι’ αυτούς σπηλιές γεμάτες με πλαγκτόν.
Ακολουθεί απαρίθμηση των Εντολών ξεκινώντας από τις Ελάσσονες:
Αβαρία στις αρχές σου αν κάνεις, τον ουρανό τον ανώτερο το χάνεις
Αβέρτα αν λογομαχείς, δε σε βλέπω σε ουρανό της προκοπής
* * * * * * * * * * * * * * * * *
Το ψάρι κολυμπούσε πολλή ώρα και το περιβάλλον σκοτείνιαζε. Ξαφνικά διαγράφτηκε μια φιγούρα – κάποιος συνηθισμένος στο σκοτεινό περιβάλλον. Ήταν γκρίζος κι απειλητικός, ενώ τα μεγάλα του δόντια δεν άφηναν αμφιβολία για τις σαρκοφαγικές του τάσεις.
Το ψάρι ξεροκατάπιε: «Χαιρετώ σε, αδερφέ μου».
«Τι σε φέρνει στα βαθιά νερά;» ρώτησε ο μεγάλος.
«Μια πρόταση από την Εκκλησία που θα σε ενδιαφέρει» είπε το ψάρι απνευστί.
«Χμμμ… μου ανοίγεις την όρεξη».
«Θυμάσαι τον Μπλόιμ, τη συναγρίδα;» ρώτησε ο επίσκοπος.
«Εκείνον τον ανόητο που πίστευε πως η εταιρειούλα του θα γίνει πολυεθνική… μέχρι που κήρυξε πτώχευση κι εξαναγκάστηκε να συγχωνευτεί. Αλλά τι τα θες; Στον κόσμο των επιχειρήσεων, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», είπε το μεγάλο ψάρι.
«Λοιπόν, σου έχω μια παρόμοια προσφορά» είπε το μικρό ψάρι. «Τους αιρετικούς του Μητροπολιτικού Υφάλου».
Τα μάτια του αγριμιού έλαμψαν. «Πιάσαμε λαβράκι! Θες να τους σβήσουμε απ’ τον χάρτη;»
«Οι παραστρατημένοι μας αδερφοί χρειάζονται – για το καλό τους – μια αυστηρή νουθέτηση».
«Μάλιστα… η πρότασή σου είναι ενδιαφέρουσα. Θα εισηγηθώ στο ΔΣ γι’ αυτή την κίνηση στρατηγικής και μόλις δρομολογηθούν οι τυπικές διαδικασίες, το θέμα θα προχωρήσει. Έχουμε πάντα διαθέσιμη προσφορά εκεί που υπάρχει ζήτηση».
Ο φρέσκος επίσκοπος δίστασε για μια στιγμή. «Θα σε παρακαλούσα, αδερφέ μου, να δράσετε γρήγορα. Θέλουμε αύριο το βράδυ οι αιρετικοί αδερφοί να απολαμβάνουν τις χαρές του ουρανού».
«Μα την τρίαινα του Ποσειδώνα!» φώναξε ο άλλος και το μικρό ψάρι αναπήδησε. «Ελάχιστα ευρύ χρονοδιάγραμμα μας δίνεις! Τα κεφάλαιά μας είναι δεσμευμένα σε άλλες επενδύσεις».
Σκέφτηκε λίγο και πρόσθεσε: «Πιστεύω, όμως, πως θα μπορέσουμε να κινηθούμε ταχύτατα προς την υλοποίηση των στόχων μας. Η δραστηριοποίηση θα είναι πολυδάπανη, αλλά εκτιμώ ότι θα κάνουμε απόσβεση. Και πώς θα ξέρουμε ποιοι είναι οι πελάτες;»
«Αύριο το απόγευμα η Εκκλησία θα μπορούσε να οργανώσει ένα κάλεσμα στην Ψιλή Άμμο, για να αναπτυχθεί θεολογικά ένα απ’ τα σημεία διαφωνίας με τους αιρετικούς. Πίσω στον Ύφαλο θα απομείνουν μόνο παραστρατημένοι αδερφοί».
«Κατάλαβα, πρόγραμμα δύο ταχυτήτων για να ξεχωρίσουν οι υγιείς από τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις... Θα χρηματοδοτήσουμε το έργο με όλες μας τις δυνάμεις! Θα επισκεφτούμε αύριο το απόγευμα τον Ύφαλο για ένα γεύμα εργασίας κι η κοινή μας σύμπραξη θα αποφέρει καθολικό όφελος. Καλός αιρετικός, είναι ο συγχωνευμένος αιρετικός!» είπε ο μεγάλος και χάθηκε στη στιγμή.
* * * * * * * * * * * * * * * * *
Ο ιερέας έψελνε τα ονόματα του Θεού:
«…ο Κάτοικος του Αέρος, η Ουρά η Δαμάζουσα τα Κύματα, το Στρείδι το Περικλείον τα Πέρατα του Κόσμου».
Κατόπιν, φώναξε με όλη του τη δύναμη: «Ετοιμαστείτε να ψάλλουμε το Μέγα Όνομα, ικετέψτε να μην ξεραθούν τα στόματά μας προφέροντας το απρόφερτο!»
Όλοι πήραν τη στάση τής προσευχής, με τα στόματα ανοιχτά και τις ουρές προς τα πάνω.
«Κύριε μας, που κολυμπάς στον Αέρα και που το Αληθινό σου Όνομα είναι…»
Οι πιστοί χαμήλωσαν τα κεφάλια μέχρι να ακουμπήσουν στο βυθό.
«…Καπετάν Αντρέας Ζέπος!»
Όλα τα θαλασσινά ψάχτηκαν να δουν αν είναι ακόμα ζωντανά μετά την επαφή τους με την Αλήθεια. Βρήκαν ότι ήταν μια χαρά κι ο Ύφαλος αντήχησε:
«Καπετάν Αντρέας Ζέπος! Καπετάν Αντρέας Ζέπος!»
Κανείς δεν πρόσεξε το ψάρι που επέστρεψε. Είχε τέτοια λαχτάρα, που μπήκε στον κύκλο των πιστών χωρίς να συνειδητοποιήσει τι έψελναν. Ξεφύσηξε ανακουφισμένο και σκέφτηκε: «Ως επίσκοπος, έχω εξασφαλισμένο έναν απ’ τους τρεις πρώτους ουρανούς. Καθότι με τη δράση μου θα σωθούν τόσοι αιρετικοί, ανεβαίνω ένα σκαλοπάτι ακόμα, στους δύο πρώτους!»
Κατόπιν παρασύρθηκε σε υπολογισμούς: «Αν μείνω αύριο στον Ύφαλο την ώρα που θα έρθει η Εξιλέωση, τότε θα υποφέρω για την πίστη και θα κερδίσω τον έβδομο ουρανό!»
Θυμήθηκε, όμως, τα δόντια του αγριμιού που άστραφταν: «Αλλά ίσως να υποπέσω έτσι στο αμάρτημα της αυτοεξόντωσης, που τιμωρείται με μείον τέσσερις ουρανούς και βρεθώ στον τρίτο… Άσε που θα υποπέσω και στο αμάρτημα της Ανυπακοής προς τους επισκόπους… αλλά ξέχασα, είμαι κι εγώ επίσκοπος!… Κι αν μολυνθώ απ’ την αιρετική σκέψη; Μπα, κάλλιο πέντε και στο χέρι».
Ξαφνικά συνειδητοποίησε τι άκουγε. Πάγωσε αλλά βρήκε την αυτοκυριαρχία του κι άρχισε να ψάλλει με τους άλλους.
«Καπετάν Αντρέας Ζέπος!»
«Ωχ!» σκέφτηκε, «βρισκόμουν τόση ώρα στην παρουσία του Ονόματος… υπέπεσα στο αμάρτημα της ασέβειας… ίσως να έχασα κανέναν ουρανό…»
* * * * * * * * * * * * * * * * *
Οι ιερείς ξαναπήραν τις θέσεις τους. Ο αγιολόγος Πλουφ βγήκε μπροστά και μόλις ο Μέγας Καρδινάλιος τού έδωσε το λόγο, είπε: «Μελετήσαμε τις Γραφές και φτάσαμε στο συμπέρασμα: την ψυχή του υπό κρίση αγίου παρέλαβε ο Αρχάγγελος Καρίνα Βάρκας!» Σούσουρο σηκώθηκε στους πιστούς.
«Μίλησέ μας, αδερφέ, γι’ αυτόν» φώναξε ο Σεβασμιότατος Μπλιμπ.
«Είναι ένας Αρχάγγελος που πέμπει προς τον Ύψιστο μόνο ψυχές προκομμένες στην αρετή. Η παρουσία του υπαινίσσεται την ιδιαίτερη πνευματική κατάσταση του αδερφού Μπλουμ».
Στο ακροατήριο άρχισε να ακούγεται σποραδικά η λέξη ‘άγιος’. Ο Σεβασμιότατος Μπλιμπ ξαναπήρε το λόγο: «Ησυχάστε αδερφοί! Ακόμα δεν έχει ανακοινωθεί τίποτα!»
«Μα εδώ τα γεγονότα μιλάνε!» μουρμούρισε μια μουρμούρα.
Ο Μπλιμπ μισόκλεισε τα μάτια του. Η κατάσταση ήταν λεπτή. Το κονκλάβιο θα έπρεπε να προσέξει πώς θα ανακοινώσει αυτήν την αγιοσύνη, χωρίς να προωθήσει αιρετικές ιδέες. «Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία, πρέπει να μιλήσει κι ο αδερφός Δικηγόρος του Διαβόλου!» Ξαφνική σιωπή.
Κάτι γλοιώδες άρχισε να κινείται στο χώρο των επισκόπων. Κολυμπώντας αργά ο Πλατς, η σουπιά, βγήκε μπροστά κι αμέσως προκάλεσε τη συλλογική αντιπάθεια. Λέγανε γι’ αυτόν πως με το μελάνι του μπορούσε να δημιουργήσει ολόκληρη πετρελαιοκηλίδα…
«Δεν μπορεί να αποφασιστεί οτιδήποτε αν δε μιλήσουμε κι εμείς…» είπε με τη στριγκιά φωνή του. «Φοβόμαστε πως αυτά που ξέρουμε μας προβληματίζουν…»
Η σουπιά κοίταξε ένα γύρο και συνέχισε: «Θα ξέρετε ασφαλώς πως ο σπάρος Μπλουμ δεν έκανε και την πιο αξιέπαινη ζωή… Βέβαια μετανόησε, όμως εδώ θα θέλαμε να αναφερθούμε στις παλιές αμαρτίες του…»
Μια δυσοίωνη ατμόσφαιρα απλώθηκε στο ακροατήριο. Ο Πλατς, σαν βάρβαρος που καταστρέφει ένα έργο τέχνης, είπε. «Θα θέλαμε να καλέσουμε κάποιον να μιλήσει. Αδερφέ», είπε απευθυνόμενος κάπου στο ακροατήριο, «ελάτε».
Ο αστακός Μπέκας είχε αναδειχθεί στον κορυφαίο πράκτορα του Σώματος. Το μυαλό του έκοβε σαν ξίφος ξιφία και το σύνθημά του ήταν: Όλοι είναι ένοχοι ακόμα και μετά της αποδείξεως του αντιθέτου. Αυτός ξεσκέπασε την πλεκτάνη του αιώνα της Πλαγκτόν Μπλόιμ ΑΕ και συνέλαβε τη σατανική συναγρίδα. Οπλισμένος με δυο δαγκάνες μάγκνουμ των σαράντα πέντε χιλιοστών και προικισμένος με ακαταμάχητη αρρενωπότητα, είχε γίνει ο τρόμος των κακοποιών και των αποτυχημένων εραστών. Δεν απόκτησε τυχαία τον κωδικό 007 – που χαρακτηρίζει όσους πράκτορες έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν ελεύθερα το σεξ-απήλ τους. Ψιθυριζόταν γι’ αυτόν ότι μπορούσε να γονιμοποιήσει δύο εκατομμύρια αυγά μέσα σ’ ένα βράδυ!…
Βγήκε μπροστά με ύφος πιανίστα που ετοιμάζεται να παίξει τις πρώτες νότες από την Πέμπτη του Μπετόβεν και σταύρωσε τις δαγκάνες στο στήθος:
«Το όνομά μου είναι Μπέκας. Αστακός Μπέκας».
* * * * * * * * * * * * * * * * *
Την ίδια ώρα, ο Μάρτι, το καλαμάρι, σκουντούσε διακριτικά έναν επίσκοπο. «Αδερφέ, να σου μιλήσω;»
Το ψάρι ξαφνιάστηκε, αναρωτήθηκε αν η επαφή με αιρετικό είναι αμαρτία κι απάντησε άβολα: «Ευχαρίστως»
«Παρατήρησα μεγάλη παρασκηνιακή δραστηριότητα, αδερφέ. Ο γερο-Μπλιμπ έλλειπε σ’ ένα μεγάλο μέρος της εξέτασης. Σας είδα να μιλάτε – ναι, μην το αρνιέσαι. Αναρωτήθηκα τι να λέγατε», είπε ο Μάρτι εξεταστικά.
«Μιλούσαμε για… θεολογικά ζητήματα».
«Αφήνοντας ένα τέτοιο κονκλάβιο;. Κι εσύ μετά εξαφανίστηκες. Πριν λίγο επέστρεψες κατάχλομος. Πού είχες πάει;»
«Τι ασχολούμαι μ’ έναν αιρετικό; Έχω δικαίωμα να αρνηθώ το λόγο, ως επίσκοπος».
«Μπα;» τα πλοκάμια του Μάρτι ανασάλεψαν. «Έγινες επίσκοπος τώρα;… με την άδειά σου, αδερφέ, λέω να κουβεντιάσουμε λίγο».
* * * * * * * * * * * * * * * * *
Στο Ναό, ο αστακός έδινε παράσταση: «Στην έρευνά μου για τον αδερφό (είπε αυτή τη λέξη σαν να ξεστόμιζε κάτι χυδαίο) Μπλουμ, βρήκα πολλές ύποπτες δραστηριότητες. Θα ξέρετε ασφαλώς ότι πλούτισε με ασαφείς μεθόδους, μετά το κραχ που ακολούθησε την κατάρρευση της πολυεθνικής Ιντερπλαγκτόν Ltd…»
Ο Μακαριότατος Πλαφ βιάστηκε να επέμβει: «Είναι γνωστά αυτά, κύριε. Ο αδερφός μας μετανόησε. Ό,τι είχε κάνει στο παρελθόν προσθέτει στο μεγαλείο της μετάνοιάς του».
«Αρκεί να μην υπέπεσε σε θανάσιμο αμάρτημα…» θύμισε ο Πλατς, η σουπιά.
«Δεν έχει αποδειχθεί κάτι τέτοιο» είπε ο Μέγας Καρδινάλιος.
«Και η μοιχεία;» ρώτησε ο Αστακός. Μετά από μια μελετημένη παύση, συνέχισε: «Διότι ξέρω καλά πως ο αδερφός μας (είπε αυτή τη λέξη σαν να έφτυνε μια μπουκιά πετρελαιοκηλίδας), υπέπεσε στο αμάρτημα αυτό…»
Ταραχή απλώθηκε στο ακροατήριο και τα μέλη του κονγκλάβιου ανησύχησαν – εκτός από το Δικηγόρο του Διαβόλου που χαμογελούσε. Ο γερο-Μπλιμπ ανάκτησε πρώτος την ψυχραιμία του:
«Ο σπάρος Μπλουμ δεν ήταν παντρεμένος, θέλησε να διάγει βίο αγαμίας».
Ο αστακός δεν το έβαλε κάτω: «Ο αδερφός μας (έφτυσε αυτή τη λέξη από μέσα του σαν να ‘ταν δηλητήριο) δεν ήταν παντρεμένος, αλλά η ομορφούλα που συνόδευε εκείνο το βράδυ, ήταν. Και επιδίδονταν σε πράξεις αντιπνευματικές».
* * * * * * * * * * * * * * * * *
«Κάτι μου λέει ότι οι ιερείς κάνουν σχέδια…» είπε ο Μάρτι, το καλαμάρι, σ’ ένα νευρικό ψάρι. «Σχέδια που μπορεί να περιλαμβάνουν και μεγαλοκαρχαρίες – γιατί αναπήδησες; Μάντεψα σωστά; Μήπως γύρναγες απ’ τα βαθιά νερά, επίσκοπε; Πρόσεξε τι θα πεις, μην πέσεις στο αμάρτημα της ψευδομαρτυρίας».
«Δε θα πάρεις κουβέντα απ’ το στόμα μου!»
Ο Μάρτι τον κοίταξε έντονα και συνέχισε: «Πιστεύω πως μας ετοιμάζεις κάποιο συμπαθητικό ψαράκι με δοντάκια. Η Εκκλησία θα βρει μια πρόφαση να μας απομονώσει, θα την κοπανήσετε για την Ψιλή Άμμο και θα μας αφήσετε στον Ύφαλο για τους συνεργάτες σου. Λέω λοιπόν να σας γίνω σκιά και να πω στους δικούς μου να μην τσιμπήσουν κανένα δόλωμα από τη μεριά σας. Τι λες γι’ αυτό;»
Το ψάρι χλόμιασε κι άλλο. Πήρε το ίδιο χρώμα με το καλαμάρι.
«Δεν ξέρω τι είδους συμφωνία έκανες», είπε ο Μάρτι, «αλλά πιστεύω πως οι μεγαλοκαρχαρίες θα νευριάσουν αν δεν κάνουν απόσβεση στα κεφάλαιά τους»
* * * * * * * * * * * * * * * * *
Ο γερο-Μπλιμπ έκανε μια προσπάθεια να σώσει την αγιοσύνη του σπάρου, που άρχισε να αμφισβητείται: «Το αμάρτημα βαραίνει τη μοιχεύουσα αρχή, αν η συνεργός αρχή τυγχάνει απληροφόρητος… Να υποθέσουμε ότι ο αδερφός μας δε γνώριζε για τη συνοδό του, ονόματι…»
«Κατερίνα η καβουρίνα» είπε ο Αστακός Μπέκας. «Τα γεγονότα αποδεικνύουν αν γνώριζε ή όχι ο αδερφός μας (είπε αυτή τη λέξη σαν να έκανε εμετό): ο σπάρος πήρε την ομορφούλα απ’ το σπίτι της, παρουσία των τέκνων αυτής, και γυρνάγανε στα κέντρα».
«Ανήκουστο!» φώναξε ο Αγιολόγος Πλουφ. «Έχεις σίγουρες πληροφορίες γι’ αυτή τη θλιβερή υπόθεση;»
«Βέβαια, παρακολουθούσα τον αδερφό μας (έφτυσε αυτή τη λέξη με τόση περιφρόνηση που άλλαξε η σημασία της κι οι μελλοντικές γενιές νόμισαν πως είναι αρχαία κατάρα). Ορίστε», είπε κι έβγαλε το μπλοκάκι του:
Χρόνος: 17/6, 22:30 μμ. Τόπος: στου γιαλού τα βοτσαλάκια. Υποκείμενα: 1.αρθρόποδο θηλυκό του είδους Callinectes Sapidus (‘καβουρίνα’) 2. ύποπτος 3. βρέφη δύο (2) του ανωτέρω θηλυκού (‘καβουράκια’). Κατάσταση: Ανάστατη (βρέφη), έντονα συγκινησιακή (θηλυκό & ύποπτος).
Χρόνος: 17/6, 23:15 μμ. Τόπος: Ραφήνα. Υποκείμενα: 1.αρθρόποδο θηλυκό, ως ανωτέρω 2.ύποπτος. Κατάσταση: αορίστως περιφερόμενη (‘τσάρκα’).
Χρόνος: 18/6, 0:20 πμ. Τόπος: στου γιαλού τα βοτσαλάκια. Υποκείμενα: βρέφη δύο (2), ως ανωτέρω. Κατάσταση: έρμα, παραπονεμένα.
Χρόνος: 18/6, 0:45 πμ. Τόπος: Ραφήνα. Υποκείμενα: 1.μητέρα των ανωτέρω βρεφών 2.ύποπτος. Κατάσταση: διαδικασίες μίξης γαμετικών κυττάρων.
Λοιπόν, τι λέτε;»
* * * * * * * * * * * * * * * * *
«Αχ, τι ήθελα κι έμπλεξα;» είπε το άτυχο ψάρι.
«Τι συμφωνία έχεις κάνει με τους μεγαλοκαρχαρίες;» ρώτησε το καλαμάρι.
«Να τους παραδώσω τους αιρετικούς του Μητροπολιτικού Υφάλου».
Ο Μάρτι συλλογίστηκε: «Κι αν εμείς πάψουμε να θεωρούμαστε αιρετικοί;»
«Πώς αυτό;».
«Θα μετανοήσουμε ομαδικώς. Η Εκκλησία θα παραχωρήσει ιερή άφεση και θα γίνει ένας αμοιβαίος συμβιβασμός ως προς την ισοτιμία της θείας Χάρης και της θείας Δικαιοσύνης, ανακοινώνοντας π.χ. ότι η δεύτερη είναι ελάχιστα πιο ισχυρή από την πρώτη, τόσο ώστε να μην αλλάζει ουσιαστικά την ισορροπία τους… θα το διατυπώσουμε κάπως διφορούμενα. Φυσικά, θα μας δώσετε ανταλλάγματα… θέλουμε ένα 20% από τις εισπράξεις του εστιατορίου Ο Λάκκος με τα Φύκια. Μετά περιμένουμε τη Συντέλεια του κόσμου παρέα – αν έρθει. Λοιπόν;»
Το ψάρι σκέφτηκε ψύχραιμα: «Έχουν μια βάση τα λόγια σου... το συζητάμε για τα ανταλλάγματα. Πρέπει όμως να προσφέρουμε υλικό στους μεγαλοκαρχαρίες, αλλιώς αλίμονό μας!»
«Τότε να τους δώσουμε κάποιους. Την ομάδα του Μπίλι, του χταποδιού, για παράδειγμα».
«Τους έχω ακουστά. Τι πρεσβεύουν;»
«Κάποια γελοία θεωρία», είπε ο Μάρτι. «Απ’ τη μια δέχονται τον Αέρα, απ’ την άλλη λένε ότι είναι στοιχείο σαν το νερό. Λένε πως κατοικείται από πλάσματα σαν κι εμάς που κολυμπούν σ’ αυτόν, ότι το Μέγιστο Όνομα δε σημαίνει τίποτα, θα μπορούσε να είναι ακόμα κάποιο τέτοιο πλάσμα».
«Μα την πίστη μου, εντελώς γελοίο. Έχει βέβαια κάποιες βάσεις, αλλά πάνω τους έχουν χτίσει μια άθλια μεταφυσική. Σαν τις γοργόνες που απ’ τη μέση και κάτω είναι φυσιολογικά ψάρια κι απ’ τη μέση και πάνω είναι αποκρουστικά τέρατα».
«Λοιπόν, μελλοντικέ συνάδελφε» είπε ο Μάρτι, «αφού καταλήξαμε σε αμοιβαίως ωφέλιμα συμπεράσματα για τα θεολογικά και πρακτικά ζητήματα, πάμε ν’ ακούσουμε τις τελευταίες εξελίξεις;»
* * * * * * * * * * * * * * * * *
Ο Ναός έβραζε και μόνο ο Πλατς, η σουπιά, ήταν ευτυχισμένος. Μέσα στο σαματά ακούστηκε βροντερή η φωνή του γερο-Μπλιμπ: «Ησυχία! Δεν έχει ολοκληρωθεί τίποτα μέχρι να βγάλει κρίση το ιερό κονκλάβιο. Ψυχαγωγηθείτε προς το παρών με τους Τέσσερις Ψαλμούς της Εγκαρτέρησης».
Ένας ιερέας άρχισε να ψέλνει με όλη του τη δύναμη ενώ το κονκλάβιο αποσυρόταν στο Ιερό Λαγούμι για να συνεδριάσει. Ο Μάρτι γύρισε, ενημερώθηκε για τα καθέκαστα… και χώθηκε διακριτικά στο Ιερό Λαγούμι κι αυτός.
Οι στιγμές της κρίσης πέρασαν και ξεπρόβαλαν τα μέλη του κονγκλάβιου. Πήραν τις θέσεις τους κι ο Μέγας Καρδινάλιος ανακοίνωσε:
«Έχουμε υπέροχα νέα! Ο αδερφός μας Μπλουμ, μετανόησε τόσο βαθιά που στο τέλος της ζωής του κατάφερε κι αναδείχθηκε…» όλοι κράτησαν την ανάσα τους,
«… Όσιος! Ο αδερφός μας έφτασε σε επίπεδα αγιότητας – σχεδόν. Όσιος Μπλουμ, ο σπάρος, προστάτης των καβουριών! Η Εκκλησία επίσης σας ενημερώνει για την αυριανή εκδήλωση στην Ψιλή Άμμο με θέμα: Η Πνευματικότητα του Αέρα και η Ανωτερότητα των Ιχθύων – να μη λείψει κανείς».
Ο Μάρτι, το μετανοημένο καλαμάρι, είπε στο γερο-Μπλιμπ. «Δεν έχω ξεκαθαρίσει πώς επηρεάζεται η ώρα της Συντέλειας από την οσιοσύνη κι όχι αγιοσύνη του σπάρου. Οι Προφήτες δεν μπορεί να σφάλλουν και…»
Ξαφνικά φώτισαν οι ουρανοί και τέσσερις γιγάντιες φιγούρες φάνηκαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους. «Η Συντέλεια!» όλα τα θαλασσινά φώναξαν ξετρελαμένα.
Κάθε Άγγελος είχε και το δικό του φωτοστέφανο. «Η Συντέλεια ήρθε μια μέρα νωρίτερα!» είπε ο Μπλιμπ στο καλαμάρι. «Ευτυχώς που πρόλαβες και μετανόησες!»
«Θα σε δω στους ουρανούς!» είπε ο Μάρτι κι ανυψώθηκε μαζί με άλλους κατοίκους του Υφάλου. Μόνο ο Μπίλι, το χταπόδι, κι η ομάδα του έμειναν στο βυθό, λέγοντας πως αυτά δεν ήταν Άγγελοι και καλύτερα να μην τα πλησιάσουν, ό,τι και να 'ναι αυτά τα πράγματα.
«Εμπρός, αδερφοί μου, πάμε να συναντήσουμε τον Δημιουργό μας!» φώναξε ο Μπλιμπ ανάμεσα σε πλήθη πιστών ψαριών.
Κοπάδια ολόκληρα ανέβαιναν προς το Φως…
… ο ψαράς σήκωσε τα δίχτυα του βαριά-βαριά κι έκανε νόημα στις άλλες τρεις βάρκες παραδίπλα να κλείσουν τα πυροφάνια: «Ε ρε, πράμα που σαλεύει! Άιντε, γυρνάμε;»
«Είσαι φοβερός, ρε καπετάν Αντρέα!» είπε κάποιος από τη διπλανή βάρκα. «Πώς το ‘ξερες ότι έχει τόσο ψάρι στον ύφαλο;»
«Έπιασα έναν σπάρο εδώ το απόγευμα, μ’ άρεσε το μέρος κι είπα να ξαναπεράσω» απάντησε ο καπετάν Αντρέας.
«Ρε συ, είσαι θεός! Θεός των ψαριών!» φώναξε ένας άλλος ψαράς. «Σε μυρίζονται! Όλοι καλάρουνε μα δε βγάζουν ψάρια, καλάρει ο καπετάν Αντρέας και βγάζει καλαμάρια!»
Σιγά-σιγά, πλησίαζαν το λιμάνι με το πρώτο φως της αυγής να χαράζει στον ορίζοντα. Ήδη οι πρωινοί πελάτες είχαν αρχίσει να μαζεύονται για φρέσκο ψάρι. Ο ψαράς είδε ένα φίλο του στο μόλο και κούνησε το χέρι.
«Καπετάν Αντρέα Ζέπο, χαίρομαι όταν σε βλέπω!» φώναξε ο άλλος.
Πονγκσίτ Καμπί
Ταμ Γιάι
Τάι Τε Κουν Μα
Γιοτ Τσάι
Feedback
Δώστε κάνα feedback, αν θέλετε.
Έχω διάφορες σχετικές ιδέες και σκέφτομαι να φτιάξω μια σειρά παρόμοιων διηγημάτων, στο ίδιο στιλ. Έχει νόημα, τι λέτε κι εσείς;
Τα Διαμαντόσκυλα ΙΙ
«Θα του τινάξω τα μυαλά στον αέρα!» ούρλιαζε η μεσόκοπη γυναίκα στο μόνιτορ, «και μετά θα αυτοπυρποληθώ!». Στα χέρια της κρατούσε μια κυνηγετική καραμπίνα και σημάδευε έναν φαλακρό ηλικιωμένο, κάπου στην ταράτσα ενός σπιτιού.
«Ηρέμησε, κυρία Μαρία μου, ηρέμησε λίγο» είπε ο Γιώργος Αυτιάς από το στούντιο. «Τι σου φταίει το καημένο το γεροντάκι;»
«Μη μου λες εμένα να ηρεμήσω! Θα τον κάνω σκόνη!»
«Μα είστε παντρεμένοι τριάντα χρόνια! Ο κύριος Πέτρος είναι ο σύντροφος της ζωής σου, ο πατέρας των παιδιών σου, φάγατε ψωμί κι αλάτι μαζί... Τώρα γιατί θες να τον σκοτώσεις;»
«Τα χάπια μου, βρε Μαριώ», έλεγε ο κύριος Πέτρος, που δεν έδειχνε να καταλαβαίνει και πολλά.
«Γιατί είναι ένα παράσιτο! Μια βδέλλα!» τσίριξε η κυρία Μαρία από το μόνιτορ, «τρώει συντάξεις του ΟΓΑ, ρίχνει τα ταμεία! Το άκουσα εγώ στις ειδήσεις, ο ΟΓΑ αντιμετωπίζει, λέει, πρόβλημα ρευστότητας. Αυτός είναι το πρόβλημα ρευστότητας!»
«Μα θα σωθεί ο ΟΓΑ, καλέ κυρία Μαρία, άμα σκοτώσεις τον κύριο Πέτρο;»
«Ό,τι μπορώ κάνω!» βρόντηξε με διπλάσια ένταση η κυρία Μαρία. «Ο πρωθυπουργός είπε να προσφέρουμε έναν μισθό για την πατρίδα! Εγώ προσφέρω έναν γέρο για την πατρίδα! Μέχρι εκεί μπορώ! Μετά θα αυτοπυρποληθώ!» πρόσθεσε κι έδειξε το μπιτόνι με τη βενζίνη που είχε στα πόδια της.
«Α! Ω!» έκαναν οι καλεσμένοι στο στούντιο.
«Να μην κάνεις τίποτα, κυρία Μαρία μου», είπε καλόβολα ο Γιώργος Αυτιάς, «να ηρεμήσεις μόνο».
«Ήρεμη είμαι!» τσίριξε η κυρία Μαρία. «Πώς θα σωθεί η χώρα; Πώς θα δείξω υπευθυνότητα, που ζήτησε ο πρωθυπουργός, να πιάσουν τόπο οι θυσίες; Χθες πάλι μπήκα σε λεωφορείο χωρίς εισιτήριο, και προχθές και παραπροχθές το ίδιο! Θα το ξανακάνω κι αύριο, αν μ’ αφήσεις! Μια τέτοια ανεύθυνη σαν κι εμένα, δεν πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερη!»
«Βρε Μαράκι, πού ‘ν’ τα χάπια μου...»
«Μα τώρα, κυρία Μαρία μου, υπευθυνότητα είν’ αυτή, να σκοτώσεις τον άντρα σου και μετά ν’ αυτοκτονήσεις;»
«Δεν είναι αυτοκτονία!» ούρλιαξε εκτός εαυτού η κυρία Μαρία. «Είναι δολοφονία! Με μισώ θανάσιμα!»
«Τι να πεις, τι να πεις...» έκαναν οι καλεσμένοι στο στούντιο, «αυτά είναι ντροπής πράγματα...»
«Ντροπής πράγματα, ακριβώς», συμφώνησε κι ο Γιώργος Αυτιάς. «Εκεί μας κατάντησε, φίλοι και φίλες, η παράδοση της Ελλάδας στα νύχια της τρόικας. Η ατιμωρησία όλων αυτών που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση. Εκεί μας έριξε. Στη σχιζοφρένεια. Στην παράνοια. Αυτό που βιώνουμε είναι πρωτοφανές, φίλοι και φίλες, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο αίσχος».
«Δηλαδή, δεν ξέρω τι να πω...», ήξερε να πει ένας καλεσμένος στο στούντιο. «Με τι μούτρα θα βγουν αύριο οι πολιτικοί να ζητήσουν κι άλλες θυσίες απ’ τον κόσμο;»
«Ακριβώς. Με τι μούτρα;» συμφώνησε κι ο Γιώργος Αυτιάς. «Κυρία Μαρία μου, κράτα τη δίκαιη οργή σου για τους πολιτικούς, για την κυβέρνηση. Μην ξεσπάς πάνω στον κύριο Πέτρο ούτε πάνω στην κυρία Μαρία. Αυτοί είναι κακόμοιρα ανθρωπάκια, δε φταίν σε τίποτα. Στη Βουλή βρίσκονται οι αληθινοί υπεύθυνοι».
«Εγώ είμαι αληθινή υπεύθυνη! Είμαι κοινωνία των πολιτών! Δε θα μ’ αφήσω να μπαίνω στο λεωφορείο χωρίς εισιτήριο!»
«Κυρία Μαρία–»
«Εγώ θα σώσω τον ΟΓΑ!»
«Κυρία Μαρία, μη σώσεις κανέναν, με ειδοποιούν από το κοντρόλ ότι πρέπει να πάμε σε ένα πολύ μικρό διαφημιστικό διάλειμμα. Μείνε, σε παρακαλώ, στην ταράτσα, πολύ σύντομα θα είμαστε και πάλι μαζί, θα έχουμε και τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης στη γραμμή να μας εξηγήσει ότι το πρόβλημα του ΟΓΑ δεν είναι ο κύριος Πέτρος. Διαφημίσεις κι επανερχόμαστε».
«Θα τον καθαρίσω!»
Ακούστηκε το σήμα εκπομπής κι όλο το πάνελ χαλάρωσε. Τα ποτήρια γέμισαν με νερό, οι κούπες με καφέ κι οι μακιγιέρ βγήκαν να φρεσκάρουν τους καλεσμένους. «Έξι λεπτά», πληροφόρησε μια φωνή.
«Άντε γρήγορα, γρήγορα...» είπε ανυπόμονα ο Γιώργος Αυτιάς καθώς το βαμβάκι με την πούδρα έτρεχε στο πρόσωπό του, «πριν αυτή η μουρλή σκοτώσει τον άντρα της. Πήρατε τηλέφωνο τον Σκανδαλίδη;»
«Αυξήστε μου λίγο την ένταση», ζήτησε ένας καλεσμένος, «δεν ακούγομαι καθόλου».
Ο Γιώργος Αυτιάς έκανε νόημα στον ηχολήπτη κι αυτός γύρισε κάποιους διακόπτες στην κονσόλα. «Πού βρισκόμαστε; Έχω χρόνο να πάω τουαλέτα;»
«Πεντέμισι λεπτά. Μπορούμε να βάλουμε τρεις διαφημίσεις επιπλέον, θες;»
«Θέλω; Όχι, άστο, live δολοφονία κι αυτοπυρπόληση δεν έχει ξαναγίνει. Θα πάω στο επόμενο break. Ο Σκανδαλίδης είναι στη γραμμή;»
«Αν όμως η μουρλή σκοτώσει τον άντρα της, θα είναι αργά για Σκανδαλίδη», παρατήρησε ένας καλεσμένος.
«Μμμ... θα τον κολλήσουμε κάπως», είπε ο Γιώργος Αυτιάς. «Τραγωδία για το τίποτα, κάτι τέτοιο. Πριν τον Σκανδαλίδη μίλησε η σκανδάλη, θα δούμε. Σκεφτείτε κι εσείς κάτι. Μπορούμε να πούμε για την αργοπορία της κυβέρνησης, μπορούμε επίσης να πούμε–»
Τα λόγια του όμως πνίγηκαν, καθώς μια καστανόξανθη οπτασία περπατούσε στο στούντιο κι ερχόταν προς το μέρος του. Ήταν λεπτή και λυγερή, με κάτι το σοφιστικέ χίπικο επάνω της – ίσως τα μακριά της μαλλιά, ίσως τα αυθάδικά της πόδια ή ίσως τα στρογγυλά γυαλιά της. Τελικά όμως μάλλον ήταν η λωρίδα γυμνασμένης κοιλιάς που φαινόταν ανάμεσα από το τιραντέ μπλουζάκι και το τζιν, σαν κρέμα γέμιση σε μπισκότο ακατάλληλο για διαβητικούς. «Να συγυρίσουμε όμως λίγο τα μαλλάκια μας!» νιαούρισε η οπτασία κρατώντας ένα χτενάκι.
«Δε σε ξέρω εσένα, καινούργια είσαι;» είπε ο Γιώργος Αυτιάς. Τα χέρια της ήταν σαν ασυμπτωτικές ευθείες που συναντιόνταν σε κάποιο άπειρο επάνω στα μαλλιά του, οι γυμνοί της ώμοι σαν γραφικές παραστάσεις κανονικής κατανομής με τέλεια τυπική απόκλιση.
«Ω! Αυτές οι τριχούλες αποκλίνουν, δε στρώνουν με τίποτα!...» στραβομουτσούνιασε η οπτασία κι ο Γιώργος Αυτιάς θυμήθηκε την Βουγιουκλάκη. «Καλύτερα να τις κόψουμε, ε;»
Έβγαλε ένα ψαλιδάκι κι άρχισε να κόβει κάτι στο κεφάλι του με λεπτές κινήσεις. «Πώς σε λένε; Είσαι παντρεμένη;» ρώτησε ο Γιώργος Αυτιάς που ένιωθε να ζαλίζεται από τα μικρά κλιπ–κλιπ κοντά στο αυτί του.
«Άψογος!» έκανε στο τέλος η οπτασία ικανοποιημένη. «Κούκλος σωστός!» είπε και του χαμογέλασε ζεστά. Τον φίλησε στο μέτωπο και προχώρησε προς την πόρτα του στούντιο.
«Άσε το τηλέφωνό σου στο θυρωρείο!» της φώναξε αυτός, καθώς κοιτούσε το λάμδα των ποδιών της, μεγαλύτερο κι από την ψαλίδα του εμπορικού ισοζυγίου. Η οπτασία γύρισε, του έστειλε ένα φιλί, κατόπιν άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
Ο Γιώργος Αυτιάς χρειάστηκε πολλή ώρα να συνειδητοποιήσει τη φωνή δίπλα στο αυτί του: «Ξύπνα, Γιώργο! Βγαίνουμε στον αέρα! Ξύπνα!»
«Ε, ναι... Ναι, εντάξει. Στον αέρα. Βρήκατε τον Σκανδαλίδη; Ελπίζω η μουρλή να είναι ακόμα στη θέση της. Πώς τη λένε αυτήν την καινούργια;»
Τρία – δύο – ένα, μέτρησε μια άχρωμη φωνή κι ακούστηκε το σήμα εκπομπής. «Γεια σας και πάλι, αγαπητοί φίλοι και φίλες, ξαναγυρίζουμε στην τραγική ταράτσα, όπου μια απελπισμένη νοικοκυρά προσπαθεί να μειώσει το έλλειμα του ΟΓΑ. Κυρία Μαρία, με ακούτε;» είπε στην κάμερα, χωρίς να ξέρει ότι το τηλεοπτικό κοινό εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε ένα σοκαριστικό θέαμα: τον Γιώργο Αυτιά χωρίς τη χαρακτηριστική τούφα του.
Έξω από το στούντιο, η Γάτα Αβησσυνίας έγραφε ένα μήνυμα στο κινητό: ΟΛΑ ΟΚ. ΠΑΩ ΓΙΑ ΚΑΦΕ ΣΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ, ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΘΑ ΠΕΡΑΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ 5 ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΩ. ΦΙΛΑΚΙΑ, ΧΧΧΧ. Κατόπιν, έβγαλε ένα ροζ βελούδινο πουγκί από την τσέπη της κι έριξε μέσα μια Τούφα, κάτασπρη σαν τα αιώνια χιόνια του Ολύμπου.
* * * * * * *
«Κι εδώ είναι οι αμπελώνες μας, κ. πρωθυπουργέ», είπε ο διευθυντής του Οινοποιητικού Συνεταιρισμού Μαγνησίας: Ο Ρήγας Φεραίος.
«Α, μάλιστα. Πολύ ωραίοι. Γεια σας, τι κάνετε;» χαιρέτισε μερικούς εργάτες ο πρωθυπουργός, που την ώρα εκείνη κλάδευαν και στήριζαν τα κλήματα. Τον χαιρέτισαν κι αυτοί κουνώντας το κεφάλι τους κι επέστρεψαν στη δουλειά τους.
Ο απογευματινός ήλιος δεν μπορούσε να νικήσει το κρύο. Όλοι, εργάτες, διευθυντές και πρωθυπουργοί, φορούσαν χοντρά μπουφάν, εκτός από τον Χρήστο, τον γραμματέα του Συνεταιρισμού, που ήταν με το πουκάμισο γιατί έτρεχε διαρκώς. «Όπως μπορείτε να δείτε», συνέχισε ο διευθυντής, «πρόκειται για πρότυπες βιολογικές μονάδες, που αξιοποιούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας συμβάλλοντας στην πράσινη ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας». Κατόπιν γύρισε στον Χρήστο και του ψιθύρισε στ’ αυτί δείχνοντας με τρόπο κάποιους εργάτες παραπέρα: «Αυτοί εκεί σταμάτησαν και περιμένουν να του σφίξουν το χέρι. Τράβα πες τους να κάνουν ότι δουλεύουν, πρέπει να παρουσιάσουμε παραγωγικότητα». Ο Χρήστος έφυγε σαν σφαίρα.
Οι δύο άντρες συνέχισαν να περπατάνε ανάμεσα από τις κληματαριές, με τον διευθυντή να μιλάει και τον πρωθυπουργό να μοιράζει χαμόγελα και «γεια σας». Ο Χρήστος επέστρεψε σε κάποια στιγμή, πήρε καινούργια αποστολή και ξανάφυγε τρέχοντας, αυτή τη φορά προς τις εγκαταστάσεις του Συνεταιρισμού. «Πάμε να δούμε και το οικολογικό μας εμφιαλωτήριο, κ. πρωθυπουργέ; Τι λέτε;» ρώτησε ο διευθυντής.
Ο πρωθυπουργός έβγαλε το ρολόι του και κοίταξε την ώρα. «Έχω λίγο χρόνο ακόμα, πάμε, βεβαίως».
Πήραν τον αντίστροφο δρόμο της επιστροφής. «Τι λίπασμα χρησιμοποιείτε στους αμπελώνες;» ρώτησε ο πρωθυπουργός.
«Έχουμε κόψει τα χημικά», απάντησε ο διευθυντής. «Τελείως. Είμαστε πρότυπη βιολογική μονάδα. Λιπαίνουμε τα κλήματα με αρχεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των δημόσιων υπηρεσιών Βόλου. Καταλαβαίνετε».
«Α, μάλιστα, μάλιστα».
«Τα έγγραφα περνάνε πρώτα από διαδικασία κομποστοποίησης και κατόπιν εναποτίθενται στις ρίζες. Φορτηγά ολόκληρα έρχονται κάθε μέρα από το Δημαρχείο Βόλου, την Πολεοδομία, το ΙΚΑ, την Α’ ΔΟΥ – όχι την Β’, την κόψαμε από τότε που αποκαλύφθηκαν οι χρηματισμοί εφοριακών εκεί, δε θέλουμε να ρίχνουμε τοξικά απόβλητα στα φυτά – την Περιφέρεια, τα Τελωνεία κ.λπ. Μετατρέπουμε τη γραφειοκρατία σε κρασί».
«Μάλιστα, πολύ ωραία. Οπότε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμβάλλετε στην καταπολέμηση των στρεβλώσεων και των διαδικαστικών εμποδίων που πνίγουν την επιχειρηματικότητα».
«Ακριβώς. Είναι fast track το σύστημά μας. Κάνουμε την κρίση ευκαιρία, με καινοτόμες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και ριζική αναδιάρθρωση του τρόπου παραγωγής, έχοντας πάντα στόχο την πράσινη και αειφόρο ανάπτυξη. Fast track».
Εφτασαν στο κτίριο του Συνεταιρισμού και βρήκαν τον Χρήστο να περιμένει στην πόρτα. «Από δω, κ. πρωθυπουργέ, ελάτε να δείτε το εμφιαλωτήριό μας». Πέρασαν από τις αποθήκες, τα γραφεία και βγήκαν σε έναν χώρο με πολλά μηχανήματα κι έναν μακρύ ιμάντα. Τα μπουκάλια εμφανίζονταν επάνω του γυμνά και άδεια, περνούσαν μέσα από τα μηχανήματα και κατέληγαν ντυμένα και γεμάτα στην άλλη άκρη του.
«Αυτή είναι η ποικιλία Θούριος», πληροφόρησε ο διευθυντής τον πρωθυπουργό που χαιρετούσε τις εργάτριες. «Ερυθρός ξηρός καμπερνέ. Μέτρια οξύτητα, ευχάριστη επίγευση, με άρωμα από βανίλια και νότες από φρούτα του δάσους, έχει κάτι απ’ τη στιφάδα υπεύθυνης δήλωσης, ασφαλιστικής ενημερότητας και υπουργικής εγκυκλίου. Σερβίρεται στους 16–18 βαθμούς και συνοδεύει πιάτα κρεατικών, τυριά και πουλερικά – Χρήστο, πες στα κορίτσια να προσφέρουν ένα ποτήρι στον κ. πρωθυπουργό, να δοκιμάσει τον Θούριο».
Τα λόγια του κόπηκαν καθώς μια εργάτρια βγήκε μπροστά με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Ήταν πλουσιοπάροχη και εξωτική, με άρωμα από Ελίζαμπεθ Τέιλορ, νότες από Τζένη Καρέζη και επίγευση Ρίτα Χέιγουορθ. Το φιλέ που φορούσε δεν μπορούσε να κρύψει τα σκουροκόκκινα μαλλιά της – σαν κρασί Θούριος – ούτε η εργατική της φόρμα μπορούσε να κρύψει ότι όλα επάνω της ήταν μεγάλα, όλα στον υπερθετικό βαθμό. «Δοκιμάστε, κ. πρωθυπουργέ, δε θα το μετανιώσετε...» είπε με κρυστάλλινη φωνή και του προσέφερε το ποτήρι, όπως ακριβώς η Εύα έδινε στον Αδάμ τον απαγορευμένο καρπό.
«Α, ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ!» έκανε ο πρωθυπουργός κι άπλωσε το χέρι του.
Η εργάτρια σκόνταψε κάπου κι έπεσε πάνω στον πρώτο πολίτη του ελληνικού κράτους. «Ω, συγνώμη». Τραβήχτηκε από πάνω του με συστολή. «Συγνώμη... σας λέρωσα». Κανείς δεν πρόσεξε τα μακριά της δάχτυλα που χώθηκαν αστραπιαία στην τσέπη του.
«Δεν πειράζει, γούρι!» έκανε ο πρωθυπουργός κοιτώντας τον μικρό λεκέ στο μπουφάν του. «Κανένα πρόβλημα. Ευχαριστώ πολύ. Θούριος είπαμε, ε;», μικρή παύση, «περίφημο, εξαιρετικό!»
«Χαίρομαι που σας άρεσε», ξαναβρήκε τα λόγια του ο διευθυντής. «Όπως διαπιστώνετε κι εσείς, είναι ένα εκλεκτό βιολογικό προϊόν, ανταγωνιστικό και εξαγώγιμο, που συμβάλλει στην αειφορία και στην κόκκινη ανάπτυξη» συμπλήρωσε, μην μπορώντας να ξεκολλήσει το βλέμμα του από την εργάτρια.
«Α, μάλιστα, ωραία, πολύ ωραία».
«Να σας φέρω καθαριστικό, κ. πρωθυπουργέ» είπε μελωδικά η εργάτρια και ξεκίνησε για την πόρτα, «στεναχωριέμαι που σας σπίλωσα».
«Χρήστο», ψιθύρισε ο διευθυντής στον γραμματέα καθώς την έβλεπε να βγαίνει από το εμφιαλωτήριο, «πότε την προσλάβαμε αυτήν;»
Πέρασαν αρκετά λεπτά χωρίς να φανεί ούτε καθαριστικό ούτε η εργάτρια. Πρώτος απ’ όλους συνήρθε ο πρωθυπουργός: «Λοιπόν, ήταν όλα πάρα πολύ ωραία και διδακτικά για μένα, νομίζω όμως ότι είναι ώρα να πηγαίνω, έχω ένα net meeting στις εφτά και ήδη είναι... αχ, κάπου πρέπει να ‘χασα το ρολόι μου».
Ο διευθυντής προσφέρθηκε να βάλει τους εργάτες να ψάξουν τους αμπελώνες, ίσως να έπεσε κάπου εκεί, ξεκίνησε κιόλας να δίνει τη σχετική εντολή στον Χρήστο, όμως ο πρωθυπουργός απάντησε ότι δεν πειράζει, δικό του το φταίξιμο, και στο κάτω-κάτω επρόκειτο για ένα ρολόι, τίποτα το ιδιαίτερο, απλώς είχε μια μικρή συναισθηματική αξία, όμως τι να γίνει; εξάλλου, τώρα με την κρίση, ο καθένας πρέπει να κάνει θυσίες. Όλοι γέλασαν με το αστείο του.
Έξω από τον Οινοποιητικό Συνεταιρισμό Μαγνησίας: Ο Ρήγας Φεραίος, ήταν πεταμένο ένα φιλέ για τα μαλλιά και μια εργατική φόρμα. Λίγο πιο πέρα, η Γάτα Περσίας μιλούσε στο κινητό της: «Ούτε που το κατάλαβε... θα πάρω τη βραδινή πτήση από Αγχίαλο... στο σημείο 5, όπως είπαμε... γεια σου». Άνοιξε μια ασημί γυναικεία τσάντα με στρας κι έριξε μέσα το κινητό της, δίπλα σ’ ένα Ρολόι τσέπης με χρυσή αλυσίδα. Η σκουροκόκκινη χαίτη της λαμποκοπούσε στον απογευματινό ήλιο και το τιγρέ της φόρεμα έφτιαχνε ψυχεδελικά σχέδια πάνω στην απλοχεριά του κορμιού της.
* * * * * * *
Ο ήλιος είχε δύσει και το γήπεδο γκολφ της Γλυφάδας ήταν έρημο. Μόνο ο φύλακας καθόταν στο καμαράκι του δίπλα στην είσοδο, με μια ηλεκτρική σόμπα στα πόδια κι ένα ραδιοφωνάκι που μουρμούριζε κάτι ακαθόριστα τραγούδια. Μια αθλητική εφημερίδα ήταν απλωμένη στο τραπέζι μπροστά του και πάνω της κουλουριάζονταν δυο γατιά. «Έτσι που λέτε», είπε ο φύλακας, «γνώριζα τη μάνα σας από τότε που ήταν μωρό, την είδα να γεννιέται». Τα γατιά δεν έδειξαν καμία συγκίνηση. «Την είδα να μεγαλώνει, να γίνεται κορίτσι, γυναίκα, μητέρα. Έκτακτη κυρία, έκτακτη». Τα γατιά συνέχιζαν να μη δείχνουν καμία συγκίνηση, ακόμα πιο πολύ όμως.
Ήταν ένα ήσυχο, κρύο βράδυ και μόνο τα νυχτοπούλια ακούγονταν στο γκολφ. Το πάρκινγκ ήταν άδειο, όπως και τα γραφεία κι οι αποθήκες και το clubhouse, όλα. Ο φύλακας είχε ζήσει αμέτρητα τέτοια βράδια στο γκολφ, ήξερε όλες τις νυχτερινές εκπομπές των αθηναϊκών σταθμών καλύτερα κι από τη Ραδιοτηλεόραση. Χαιρόταν και στεναχωριόταν ταυτόχρονα, γιατί σε λίγους μήνες θα τα άφηνε όλα αυτά πίσω του και θα έβγαινε στη σύνταξη – αν, δηλαδή, του έδιναν σύνταξη οι αλήτες του ΠΑΣΟΚ, που κατέστρεψαν την οικονομία, το ασφαλιστικό, τα πάντα... Αναστέναξε και συνέχισε την ψευδαίσθηση διαλόγου με τα γατιά: «Έκτακτη κυρία. Κι από μικρή στο κόμμα, από δυο μηνώ γατάκι. Και όμορφη! Σαν τη Φάνη στα νιάτα της. Ναι, τι με κοιτάτε μ’ απορία;» τα γατιά δεν τον κοιτούσαν καθόλου, «ήταν όμορφη η Φάνη τότε, όταν ήταν σκέτη Πετραλιά, πριν γίνει Πάλλη–Πετραλιά. Αυτή ήταν που διόρισε και τη μάνα σας στο γκολφ». Το ένα γατί σηκώθηκε κι έξυσε το αυτί με το πίσω πόδι, κάτι που έκανε και το άλλο ν’ ανοίξει τα μάτια του. «Ο αγαπημένος της ήταν ο Ράλλης. Συνέχεια τριβόταν στα πόδια του. Τον Καραμανλή δεν τον συμπαθούσε, όμως ο Ράλλης ήταν η αδυναμία της». Τα γατιά πήδηξαν νωχελικά από το τραπέζι κι ο φύλακας συνέχισε αμέριμνος να μιλά στην εφημερίδα: «Καλός παίκτης ο Ράλλης, πολύ καλός. Σας έχω δείξει πώς κρατούσε το μπαστούνι; Ο κόσμος ξέρει τον Καραμανλή, αλλά ο Ράλλης ήταν καλύτερος. Μια άλλη φορά θα σας δείξω πώς κρατούσαν το μπαστούνι και οι δύο».
Το βλέμμα του έπεσε στο παράθυρο και τα λόγια του κόπηκαν. Εκεί, δίπλα στην μπάρα της εισόδου, ήταν μια ψηλή γυναίκα, με έντονα ζυγωματικά και φιλντισένιο δέρμα, ενώ τα μάτια της άστραφταν σμαραγδένια ακόμα και μέσα στο σκοτάδι. Ο φύλακας βγήκε γρήγορα από το καμαράκι: «Επ, τι τρέχει εδώ; Απαγορεύεται η είσοδος!»
«Νιάου», είπε η γυναίκα και πέρασε κάτω από την μπάρα με μια χαριτωμένη κίνηση. Ο φύλακας γοητεύτηκε περισσότερο κι απ’ το 1974, όταν είδε τον Καραμανλή να κατεβαίνει από το αεροπλάνο.
«Έχεις χαθεί; Θες να καλέσω ταξί;» τη ρώτησε. Ήταν πανέμορφη, περισσότερο κι από τη Φάνη στα νιάτα της. Τον τύλιξε μια μεθυστική ζαλάδα.
«Νιάου», απάντησε η γυναίκα. Περπάτησε ρευστά προς το μέρος του, με τα γατιά να την ακολουθούν σε κάθε βήμα.
Ο φύλακας πλημμύρισε από συγκίνηση. «Κάτσε μέσα, είναι ζεστά...» ψέλλισε. Ούτε όταν έγινε πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης δεν είχε νιώσει έτσι. «Εγώ θα καλέσω ταξί, αν θέλεις. Αν δε θέλεις, μπορείς να πάρεις τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου».
«Νιάου», σχολίασε η γυναίκα. Είχε ήδη φτάσει κοντά του, πολύ κοντά του, και τον κοιτούσε από πάνω προς τα κάτω, ένα κεφάλι ψηλότερη. Οι γόβες της άγγιξαν τα παπούτσια του, το μεταξωτό της κιμονό μύριζε γιασεμί ή μάλλον λεβάντα ή κάτι σαν βανίλια ή ίσως σανδαλόξυλο...
Ο φύλακας λιποθύμησε μέσα σ’ έναν αρωματισμένο παράδεισο, γεμάτο καταπράσινα λιβάδια, άσπρα μπαλάκια του γκολφ και αγάλματα του Καραμανλή, ενώ μια χορωδία αγγέλων έψελνε από τα σύννεφα: Σε περιμένει να ‘ρθεις και πάλι / Η Φάνη Πετραλιά προτού γίνει Πάλλη / Μαζί να χτίσετε μια Ελλάδα μεγάλη / Δίχως ΠΑΣΟΚ, μα με πορτραίτα του Ράλλη.
Άνοιξε τα μάτια του μετά από απροσδιόριστη ώρα. Μα τι έγινε; Θυμόταν αχνά ότι κουβέντιαζε με τα γατιά στο καμαράκι και μετά...; Σηκώθηκε βαριά κι έκανε μερικά δοκιμαστικά βήματα. Όλα έδειχναν καλά, δόξα τω Θεώ, και τα γατιά κοιμόντουσαν κουλουριασμένα δίπλα στην ηλεκτρική σόμπα. Μια υποψία του πέρασε από το μυαλό. Ανέβηκε στο ηλεκτρικό αμαξάκι, έβαλε μπροστά και ξεκίνησε να κάνει ένα γύρο στο γήπεδο. Οι αποθήκες ήταν εντάξει. Και το διαφημιστικό περίπτερο. Και το clubhouse. Όταν όμως πέρασε από τα γραφεία, πάτησε απότομα φρένο και κατέβηκε. Διότι ανακάλυψε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή κι έλειπε ένα από τα κειμήλια του Γκολφ Γλυφάδας: το αγαπημένο Μπαστούνι του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Μια ψηλή γυναικεία φιγούρα περπατούσε χαριτωμένα από το Ελληνικό προς την παραλία της Γλυφάδας. Είχε σμαραγδένια μάτια, φιλντισένιο δέρμα και στο χέρι της κρατούσε ένα μακρόστενο σακ-βουαγιάζ. Σε κάποια στιγμή, έβγαλε ένα κινητό κάπου από το κιμονό της και κάλεσε έναν αριθμό.
«Εμπρός;»
«Νιάου».
«Μπράβο, Σιαμέζα, μπράβο! Τώρα τα ‘χουμε και τα τρία! Άσε το σακ-βουαγιάζ στο σημείο 5, όπως είπαμε».
«Νιάου;»
«Πάρε τραμ, περνάνε όλο το βράδυ. Τα ταξί έχουν απεργία».
«Νιάου».
* * * * * * *
«Κυρία, θα πάρεις κάρτες της UNISEF;»
Η Γάτα Αβησσυνίας σήκωσε ενοχλημένη το βλέμμα κι αυτό που είδε πάνω από τα στρογγυλά γυαλιά της δεν την ενθουσίασε καθόλου. Ένας ξερακιανός άντρας απροσδιόριστης ηλικίας κράδαινε κάποιες κάρτες μπροστά της. Μάλλον πρεζόνι. Όλα επάνω του ήταν ντεκαντάνς: τα μακριά του μούσια, τα βουλιαγμένα του μάγουλα, τα βρώμικά του ρούχα, τα άλουστά του μαλλιά κι η ξεβαμμένη τσάντα στον ώμο του. Καθόλου συμβατή εικόνα με τον πεζόδρομο στο βραδινό Κολωνάκι. «Φεύγεις».
«Πάρε κάρτες, πάρε. Ή μήπως θες αναπτήρες;» είπε κι άνοιξε την τσάντα του.
«Έφυγες ήδη». Σίγουρα πρεζόνι.
«Αναπτήρας–ραπτομηχανή, αναπτήρας–ακρίδα, αναπτήρας–τράπουλα, αναπτήρας–καραμπίνα, έχω και πονηρούς». Η ξεβαμμένη τσάντα άρχισε να αδειάζει το περιεχόμενό της στο τραπέζι: ένα απίθανο συνονθύλευμα κινέζικων μπιχλιμπιδιών, εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν ότι όλα διέθεταν ένα κουμπάκι που βγάζει φλόγα κι ένα άλλο που βγάζει φως.
«Δεν υπάρχεις, είσαι ένα όνειρο που είδα χθες βράδυ», είπε η Γάτα Αβησσυνίας κι αναστέναξε μέσα της. Αυτά τα πρεζόνια δεν ξεκολλάνε με τίποτα... Ίσως γι’ αυτό μπορεί και μένει ασυγκίνητος στις φερομόνες μου, ο εγκέφαλός του θα είναι τόσο καμένος, ώστε αναγνωρίζει μόνο τη λέξη δόση...
«Μη με πετάς σαν χθεσινή εφημερίδα, κυρία» είπε το πρεζόνι. «Οι συγκυρίες κι οι κακές παρέες με έφεραν στο σημείο να εκλιπαρώ την κατανόησή σου. Αν ξεδιπλώσω μπροστά σου το δράμα μου, θα γεμίσω δέκα μυθιστορήματα. Εμένα που με βλέπεις, με έκανε κάποτε εξώφυλλο το Forbes. Έχω χρηματίσει σύμβουλος επικρατείας, κάποτε ήξερα και τι σημαίνει η λέξη τελεστικότητα. Μήπως θες μαρκαδόρους;»
«Όχι, δε θέλω!» έκανε η Γάτα Αβησσυνίας αηδιασμένη. «Θέλω να σηκωθείς να φύγεις και – καλά, αναπτήρας είναι αυτό;»
«Ωραίος, ε; Εντελώς hardcore. Δουλεύει έτσι». Της έδειξε.
«Πλάκα έχει! Και πού είναι ο φακός;»
«Εδώ. Πατάς αυτό».
«Έλα!» Η Γάτα Αβησσυνίας πάτησε το αυτό μερικές φορές χαμογελώντας.
«Δέκα ευρώ. Άντε, για σένα οκτώ. Μην το πατάς συνέχεια, θα πάθει κάνα εγκεφαλικό. Πάρ’ τον δώρο στο αγόρι σου, θα τον λατρέψει. Ή πάρε αυτόν», είπε το πρεζόνι κι έβγαλε έναν άλλον αναπτήρα από τα βάθη της τσάντας.
«Ιιιιιι! Καλέ κρύψ’ τον, έχει και μικρά παιδιά εδώ πέρα!»
«Ωραίος, φροϊδικός, x-rated. Κατευθείαν από τα εργαστήρια της NASA, μόνο δώδεκα ευρώ. Με τέσσερις πρόσθετες λειτουργίες, τις γράφει το βιβλιαράκι». Της έδωσε το βιβλιαράκι.
«Καλά, ε; Με κούφανες, μιλάμε!»
«Είδες τι σου είναι η επιστήμη; Πάρ’ τον δώρο στον άντρα σου, μόνο δώδεκα ευρώ, ειδικά για σένα. Αχ, κάποτε ήξερα και τη λέξη επιδαψιλεύω...»
«Έχεις κι άλλους;»
«Να σου δείξω τον καλύτερο». Το πρεζόνι έβγαλε ένα κουτί με μια σχισμή από την τσάντα. «Αναπτήρας–κάλπη. Βάζεις κάτι μέσα και βγάζει κυβέρνηση, φωτίζεται κιόλας».
«Πώς βγάζει κυβέρνηση;»
«Να, βάλε κάτι να δεις. Κάτι ελαφρύ, ε;»
«Να βάλω αυτό».
«Ελαφρύ, είπαμε».
«Ελαφρύ είναι. Μη νομίζεις, σχεδόν άδειο είναι μέσα ... έλα, ρε, που βγάζει κυβέρνηση, σιγά! Φωτίζεται και θα πω, σαν λατέρνα είναι, εντελώς μούφα, μιλάμε! Παίζει και τον ύμνο του ΠΑΣΟΚ, δεν τον θέλω!»
«Ό,τι πει ο λαός».
«Πώς βγάζω το πουγκί μου τώρα;»
«Έτσι. Ορίστε».
«Μερσί. Λοιπόν, θα πάρω τον προηγούμενο, αυτόν με τις τέσσερις πρόσθετες λειτουργίες».
Μετά από λίγη ώρα στον πεζόδρομο, η Γάτα Αβησσυνίας κοιτούσε το καινούργιο της απόκτημα πάνω στο τραπέζι κι έγραφε στο κινητό της: ΘΑ ΠΑΘΕΤΕ ΠΛΑΚΑ ΜΟΛΙΣ ΣΑΣ ΤΟΝ ΔΕΙΞΩ!!! ΕΧΕΙ ΚΑΙ 4 ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ!!!! ΦΙΛΑΚΙΑ, ΧΧΧ. Τέλειωσε τον καφέ, κοίταξε το ροζ βελούδινο πουγκί στην τσέπη της και το άνοιξε για να θαυμάσει μια ακόμα φορά το περιεχόμενό του. Άντε,ας πάω στο σημείο 5 να το αφήσω, σκέφτηκε. Ένας πιτσιρικάς είδε τον αναπτήρα πάνω στο τραπέζι και τον έδειξε με απορία στη μάνα του, αυτή όμως βιάστηκε να τον τραβήξει απ’ το χέρι και να απομακρυνθεί.
Την ίδια ώρα, ο Αραφάτ χαμογελούσε μέσα σ’ ένα λεωφορείο με κατεύθυνση το Χαϊδάρι, κοιτώντας την ξεβαμμένη τσάντα στα πόδια του. Σκέφτηκε κάτι και χαμογέλασε ακόμα περισσότερο. Έχωσε το χέρι του στην τσάντα, ψαχούλεψε λίγο κι από μέσα έβγαλε ένα μπλε βελούδινο πουγκί. Έλυσε τον φιόγκο του και κοίταξε για μια στιγμή το περιεχόμενο. «Άσπρη», μονολόγησε, «σαν τα αιώνια χιόνια του Ολύμπου!»
* * * * * * *
Η Γάτα Περσίας κόντευε να βγάλει σπυριά. Είχε πάρει ταξί από το αεροδρόμιο για να πάει στο σημείο 5, όμως ο ταξιτζής αποδείχθηκε... πολύ ΠΑΣΟΚ. Ήταν ένας εξηντάρης με γκρίζα μαλλιά και γαμψή μύτη, που της είχε εξιστορήσει όλη του την κομματική σταδιοδρομία: πώς άκουσε φοιτητής πρώτη φορά τον Ανδρέα να μιλάει σ’ ένα αμφιθέατρο, πώς έφυγε από το ΚΟΔΗΣΟ και πήγε στο ΠΑΣΟΚ, τις γιορτές στο Κιλελέρ που οργάνωσε τη δεκαετία του ’80, τα άρθρα που έγραφε τότε στην Αυριανή με υπογραφή Χ.Χ., όλα... Οι φερομόνες της δεν έδειχναν να έχουν καμία επίδραση επάνω του, ο τύπος ήταν ασταμάτητος και ατάραχος. Χώρια που το CD player του αυτοκινήτου έπαιζε όλη την ώρα το Θα Σε Ξανάβρω Στους Μπαξέδες, σε ατέλειωτα replay. Χώρια που μάλλον ο τύπος την έκλεβε κιόλας.
Όταν περνούσαν από το Μαρούσι, η Γάτα δεν άντεξε άλλο: «Σταμάτα, σταμάτα» του είπε, καθώς είδε μια πιάτσα ταξί στην Κηφισίας. «Θα κατεβώ εδώ πέγα». Πάντα έτρωγε το ρο όταν νευρίαζε και το έκανε γάμα.
«Σίγουρα; Δε θες να σε πάω–»
«Σίγουγα, ναι». Το όχημα σταμάτησε κι η Γάτα Περσίας κοίταξε το ταξίμετρο. «Τγιάντα τγία ευγώ;!»
«Μάλιστα», είπε ο ταξιτζής με απάθεια. «Κοίτα, αν δε θες απόδειξη–»
«Άστο, ξέχνα το. Τγιάντα τγία ευγώ, τι να κάνουμε». Άνοιξε την τσάντα της με τα στρας και του έδωσε ένα πενηντάρικο.
«Αχ!... Δεν έχω ψιλά, μανάρι μου! Απ’ το πρωί, όλοι πενηντάρικα–»
«Καλά, καλά. Πού έχει πεγίπτεγο να πάγω μια εφημεγίδα;»
Οδήγησαν λίγο ακόμα και βρήκαν ένα. Ο περιπτεράς εντυπωσιάστηκε από τη γυναικάρα με το τιγρέ φόρεμα που εμφανίστηκε ξαφνικά και προσφέρθηκε να της χαρίσει την εφημερίδα, καθότι είχε μείνει εντελώς από ψιλά. Η Γάτα Περσίας επέστρεψε στο ταξί βράζοντας, με το πενηντάρικο στο χέρι. Ξαφνικά πάγωσε. Συνειδητοποίησε ότι πάνω στα νεύρα της, είχε αφήσει την τσάντα στο ταξί.
«Να σου πω, κούκλα μου, θα γελάσεις! Τελικά είχα ψιλά!» είπε ο ταξιτζής.
Η Γάτα άνοιξε την πίσω πόρτα και είδε την τσάντα της πάνω στο κάθισμα. Πάλι καλά! Ξεκούμπωσε το κλιπ κι έλεγξε ότι το πολύτιμο Αντικείμενο ήταν μέσα.
«Βρήκα στην κωλότσεπη, τα είχα ξεχάσει! Συγνώμη, ε;». Της έδωσε τρία τσαλακωμένα τάλιρα, υγρά απ’ τον ιδρώτα. «Μυαλό είν’ κι αυτό, τι να σου κάνει... χίλια συγνώμη».
«...;...»
«Αχ! Δεν έχω κέρματα, μωρό μου! Είχα το πρωί μπόλικα, όμως μπήκαν–»
«Εντάξει, παγάτα μ’ ήσυχη, αντίο». Η Γάτα απομακρύνθηκε προς την πιάτσα των ταξί βγάζοντας καπνούς. Ο Ρόκκος Χοϊδάς την κοίταξε για λίγο χαμογελώντας. Κατόπιν μπήκε στο αυτοκίνητο, πήρε ένα κουτί σαν κάλπη, το άνοιξε και τράβηξε από μέσα μια σομόν γυναικεία τσάντα με στρας. Ξεκούμπωσε το κλιπ, κοίταξε το περιεχόμενό της κι άρχισε να χαχανίζει. «Τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς...» τραγουδούσε ο Αντώνης Καλογιάννης για πολλοστή φορά.
* * * * * * *
Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά, το νυχτερινό τραμ στην παραλιακή τραβούσε το μακρύ του δρόμο για το Σύνταγμα, σαν τους θαυματοποιούς που όλη μέρα χάρισαν όνειρα στα παιδιά και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους, που θα ‘λεγε κι ο Τάσος Λειβαδίτης. Γλυφάδα, Ελληνικό, Άλιμος, οι άδειες στάσεις το κοιτούσαν με αδιαφορία, αμέτοχες σαν τα περίπτερα στην κίνηση, που θα ‘λεγε κι ο Νίκος Καρούζος. Τις προσπερνούσε κι αυτό θιγμένο και περιφρονημένο, μεταφέροντας τον μοναδικό του επιβάτη: μια γυναίκα με έντονα ζυγωματικά, σμαραγδένια μάτια και φιλντισένιο δέρμα, ένα κορίτσι αμάραντο σαν μυγδαλιάς κλωνάρι, που θα ‘λεγε κι ο Νίκος Γκάτσος. Καθόταν σε ένα από τα τελευταία καθίσματα και δίπλα της είχε ένα μακρόστενο σακ-βουαγιάζ.
Καθώς περνούσε έξω από τα Συμμαχικά Νεκροταφεία, το μεταλλικό σκουλίκι επιβράδυνε για πρώτη φορά και σταμάτησε. Μια ψιλόλιγνη φιγούρα με λαδί καμπαρντίνα, καρό πουκάμισο και τεράστιο μουστάκι μπήκε μέσα, οι πόρτες έκλεισαν και το τραμ ξεκίνησε πάλι. Η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα χωρίς να κινήσει καθόλου το κεφάλι της. «Το όνομά μου είναι Τζακ», είπε το μουστάκι, «Χάλογουϊν Τζακ. Να που συναντιόμαστε λοιπόν, Σιαμέζα». Μια τετράδα καθισμάτων τους χώριζε όλο κι όλο.
Τινάχτηκε επάνω σαν ελατήριο. Τα νύχια της μάκρυναν, οι κυνόδοντές της μεγάλωσαν, το βλέμμα της πέταξε φλόγες. «Νιάου...» σύριξε λαρυγγικά με τα αποσιωπητικά της θανάσιμης απειλής, όρμησε προς το μέρος του όμως σταμάτησε όταν είδε τι κρατούσε στα χέρια του ο Χάλογουϊν Τζακ: δύο μεταλλικούς ήλιους του ΠΑΣΟΚ, με τις εννιά ακτίνες τους καλοακονισμένες και αιχμηρές. «Χα!» φώναξε το Διαμαντόσκυλο, «έξω από την ΕΟΚ!» και της εκσφενδόνισε με δύναμη τον έναν, κατευθείαν στο φιλντισένιο της μέτωπο.
Χρειάζεται να καταφύγουμε στην αργή κίνηση για να παρακολουθήσουμε την επόμενη σκηνή, έγιναν όλα τόσο γρήγορα που το μάτι δεν τα πιάνει: ο μεταλλικός ήλιος στριφογυρίζει, τρέχει με ταχύτητα σφαίρας πιστολιού, τα μάτια της Σιαμέζας τον παρακολουθούν εκατοστό προς εκατοστό, ρίχνει με χάρη το κεφάλι στο πλάι λίγο πριν το σοσιαλιστικό σούρικεν αγγίξει το μέτωπό της, αυτό περνάει χιλιοστά από το αυτί της, χαϊδεύει λίγο τα μαλλιά της, διαπερνάει την πίσω καμπίνα του τραμ και πέφτει στις ράγες. Εννιά τρίχες από τα μαλλιά της Σιαμέζας πέφτουν δίπλα στα πόδια της. Όλο το στιγμιότυπο διήρκεσε 0,04 μιλισεκόντ.
«Αχά!» έκανε ο Χάλογουϊν Τζακ, «οι δυνάμεις της αντίδρασης έχουν γρήγορες αντιδράσεις... Πρέπει να χτυπήσουμε την ίδια την καρδιά του συστήματος!» Σήκωσε τον δεύτερο ήλιο, «Έξω από το ΝΑΤΟ!» φώναξε και τον πέταξε κατευθείαν στο κέντρο του στήθους της.
Η Σιαμέζα έκανε απλώς μια αστραπιαία κίνηση με το χέρι της, καθώς το ημικύκλιο με τις εννιά φονικές ακτίνες τιναζόταν κατά πάνω της. Τα μακριά της νύχια άστραψαν στο ημίφως του τραμ, ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος, και την αμέσως επόμενη στιγμή έπεσαν στα πόδια της δύο τεταρτοκύκλια, το καθένα με τεσσεράμισι ακτίνες.
«Mea culpa…» έκανε την αυτοκριτική του ο Χάλογουϊν Τζακ. Με ένα άλμα, η Σιαμέζα σηκώθηκε στον αέρα και έσκισε σαν σαΐτα τα λίγα μέτρα που τους χώριζαν. Το τακούνι της προσγειώθηκε στο στομάχι του Διαμαντόσκυλου, που γούρλωσε τα μάτια του και τινάχτηκε πίσω προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Όταν ξαναβρήκε την αναπνοή του, η Σιαμέζα στεκόταν ακριβώς μπροστά του. Τα χέρια της έμοιαζαν σαν πόδια αρπακτικού με γαμψόνυχα. Έβγαλε έναν οξύ συριστικό ήχο και κάρφωσε το δεξί της χέρι στην καρδιά του Διαμαντόσκυλου...
... όμως είδε τα νύχια της να σταματούν πάνω στη λαδί καμπαρντίνα. Τα μάτια της στένεψαν παραξενεμένα.
«Χοχοχο! Αυτή δεν είναι μια κοινή καμπαρντίνα!» γέλασε ο Χάλογουϊν Τζάκ κι έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του. «Είναι φοδραρισμένη με το ζιβάγκο που φορούσε ο Ανδρέας στη βουλή το ’75, όταν είπε στον Καραμανλή: Η Ελλάς ανήκει στους Έλληνες!». Στο χέρι του είχε εμφανιστεί ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι. «Κι αυτό είναι το στιλέτο με το οποίο αδερφοποιήθηκε ο Ανδρέας κι ο Καντάφι στην Ελούντα το ’84! Έχει αντιιμπεριαλιστικό αίμα επάνω του! Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ’ αυτό μου φέρνει τρόμο!»
Η Σιαμέζα οπισθοχώρησε, μην αφήνοντας στιγμή από τα μάτια της το μαχαίρι. Το βλέμμα της μπορούσε να σκοτώσει κουνούπια σε ακτίνα τριών μέτρων. Κρατώντας την στη μύτη του μαχαιριού, ο Χάλογουϊν Τζακ την ανάγκασε να πισωπατήσει κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε στην πόρτα της πίσω καμπίνας. Με το ελεύθερο χέρι του, το Διαμαντόσκυλο πήρε το μακρόστενο σακ-βουαγιάζ από τα τελευταία καθίσματα και το έχωσε κάτω από την καμπαρντίνα του. «Απόψε πεθαίνει η Δεξιά!» ανακοίνωσε θριαμβευτικά. Λίγα εκατοστά μόνο χώριζαν τη μύτη του μαχαιριού από το πατριωτικό της στήθος.
Με ένα αστραπιαίο άλμα, η Σιαμέζα πιάστηκε από μια χειρολαβή, έκανε στροφή στον αέρα, χτύπησε με τα πόδια της την οροφή και βρέθηκε πίσω από το Διαμαντόσκυλο. Ο Χάλογουϊν Τζακ ένιωσε ένα γόνατο να τον κλωτσάει με δύναμη στα νεφρά. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Το μαχαίρι έφυγε από τα χέρια του κι ο ίδιος έπεσε κάτω με τα μούτρα, σαν το ΠΑΣΟΚ το ’89. Σηκώθηκε όμως και ξαναστάθηκε στα πόδια του, σαν το ΠΑΣΟΚ το ’93. Έριξε μια γρήγορη ματιά για το σακ-βουαγιάζ όμως το είδε πίσω από τα πόδια της Σιαμέζας. Της Σιαμέζας;
Το πλάσμα απέναντί του έμοιαζε με εφιάλτη ξεβρασμένο από τα βάθη της κόλασης. Τα μάτια του πετούσαν φλόγες, σκότωναν ποντίκια σε ακτίνα δέκα μέτρων, το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από την οργή, οι κυνόδοντές του βγήκαν από το στόμα, τα νύχια του μάκρυναν κι άλλο, έγιναν σαν σπαθιά σαμουράι, και λεπίδες πρόβαλλαν από τα τακούνια του. «Νιάουυυυγχγχγχ...» έκανε λαρυγγικά το τέρας, με τα αποσιωπητικά του πέρα από τον τάφο μίσους, και προχώρησε προς το Διαμαντόσκυλο. Τα τακούνια έσκιζαν το πάτωμα του τραμ σε κάθε βήμα.
«Αισθάνομαι βαθύτατα συγκινημένος...» παραδέχτηκε ο Χάλογουϊν Τζακ, «τελικά πρέπει να χρησιμοποιήσω το Υπέρτατο Όπλο». Το τέρας είχε ήδη φτάσει μπροστά του, μπορούσε να μυρίσει την τοξική του ανάσα που απολύμαινε πισίνα Εκάλης σε τρία δευτερόλεπτα. «Εδώ και τώρα, Αλλαγή!» πρόφερε ο Τζακ. Τα ηχοευαίσθητα κουμπιά στο πουκάμισό του συνέλαβαν τον συνθηματικό ήχο και άνοιξαν, αποκαλύπτοντας αυτό που φορούσε από κάτω:
Μπλουζάκι με στάμπα του Ευάγγελου Γιαννόπουλου.
«Νιάρρρρ!....» ούρλιαξε το τέρας-Σιαμέζα και τινάχτηκε δέκα μέτρα πίσω με τρόμο. Με το ένα χέρι προσπάθησε να καλύψει τα μάτια του και με το άλλο γράπωσε γρήγορα το σακ-βουαγιάζ.
«Χαχαχα!!» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ, «το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο, δυνατό!» κι άρχισε να προχωράει με αποφασιστικά βήματα μπροστά.
Το τέρας-Σιαμέζα σφάδαζε από τον πανικό. Προσπαθούσε να μην κοιτάζει και να οπισθοπατεί με σπασμωδικά, αδέξια βήματα, αφήνοντας πίσω του βαθιές τρύπες στο πάτωμα του τραμ, ενώ το Διαμαντόσκυλο ερχόταν προς το μέρος του χαμογελώντας μέχρι τ’ αυτιά. Το τέρας έφτασε τυφλά ως τη φυσούνα στη μέση του τραμ και σταμάτησε. Οι λεπίδες των τακουνιών του έγιναν τεράστιες, σαν τα πηρούνια ενός κλαρκ. Έριξε ένα δυνατό χτύπημα στο πάτωμα, πρώτα με το δεξί και μετά με τ’ αριστερό, διαλύοντας από κάτω τα συνδετικά των βαγονιών. Τέντωσε τα χέρια, με τα δάχτυλα ανοιγμένα σαν βεντάλια, και τα σπαθένια νύχια διαπέρασαν τα τοιχώματα και την οροφή. Λίγο πριν το τραμ κοπεί στα δύο, το τέρας έκανε ένα μικρό βήμα προς τα πίσω γραπώνοντας σφιχτά το πολύτιμο σακ-βουαγιάζ.
Στο αποκεφαλισμένο βαγόνι, ο Χάλογουϊν Τζακ έμεινε να κοιτάζει το κολοβό τραμ μπροστά του που έφευγε προς το Σύνταγμα μαζί με τη Σιαμέζα. Την είδε να μαζεύει τα νύχια και τα τακούνια της, το πρόσωπό της μαλάκωσε, έγινε πάλι η γοητευτική Σιαμέζα, καθώς το κομμένο βαγόνι επιβράδυνε όλο και περισσότερο κι αυτή απομακρυνόταν σταθερά. Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου, σ’ άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο. Το κολοβό τραμ χάθηκε μέσα στην αθηναϊκή νύχτα και το αποκεφαλισμένο βαγόνι σε κάποια στιγμή ακινητοποιήθηκε. Ο Χάλογουϊν Τζακ κούμπωσε το καρό του πουκάμισο κι από τη φόδρα της καμπαρντίνας έβγαλε ένα παρόμοιο σακ-βουαγιάζ μ’ αυτό που η Σιαμέζα αναχώρησε μέσα στη νύχτα. «Χεχεχε!!» γέλασε το Διαμαντόσκυλο, «τίποτα δεν παραμένει ίδιο άμα έρθει σ’ επαφή με ένα ιστορικό ζιβάγκο του Ανδρέα!»
* * * * * * *
«Σπύρο, από στιγμή σε στιγμή έρχεται ο Πρόεδρος!» είπε ο Δημοσθένης αγουροξυπνημένος, με μια κούπα καφέ στο χέρι. Ο ανατολικός ουρανός είχε ήδη αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα, η οδός Καλλιρόης ξυπνούσε και φωτιζόταν, όμως το ψηλό κτίριο παρέμενε τυλιγμένο στο σκοτάδι, σαν κάτι που τις σκιές συνάζει.
«Ναι, εντάξει» απάντησε ο Άδωνις χωρίς να γυρίσει, «πέρασε πριν λίγο ο Τσάρλι και τα ‘φερε, είναι στο συρτάρι του γραφείου. Εγώ έχω να δουλέψω λίγο ακόμα». Στο ένα του χέρι κρατούσε μια χοντρή βελόνα και στο άλλο ένα κουκλάκι που έγραφε: ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΑΒΑΝΟΣ.
Απ’ έξω ακούστηκε το ασανσέρ. Ο Δημοσθένης άφησε τον καφέ κι άνοιξε την πόρτα. Μετά από λίγο, μπήκε ορμητικά ο Πρόεδρος. «Είναι εδώ; Είναι εδώ;»
«Εδώ είναι», απάντησε ο Δημοσθένης κι άνοιξε το συρτάρι του γραφείου. Εκεί μέσα, δίπλα από τα Απομνημονεύματα του Αλέξανδρου Παπάγου, ήταν ένα μακρόστενο σακ-βουαγιάζ, μια ασημί γυναικεία τσάντα με στρας κι ένα ροζ βελούδινο πουγκί. Ο Πρόεδρος τα κοίταξε σαν να ήταν τα δώρα των Μάγων.
«Αυτό είναι! Τώρα ξημερώνει μια καινούργια μέρα για την Ελλάδα!» έκανε ο Πρόεδρος με συγκίνηση. «Μια χρυσή αυγή! Όλα θ’ αλλάξουν! Τώρα οι προσπεράσεις θα γίνονται μόνο από δεξιά και κανείς δε θα οδηγεί στην αριστερή λωρίδα!» Πήρε το σακ-βουαγιάζ στα χέρια του, που έτρεμαν στο ρυθμό του Μέσα Στ’ Απρίλη Τη Γιορτή.
«Πρόεδρε, τώρα που θα γίνεις Άρχοντας της Πολιτικής, θα με κάνεις Υπουργό Αρχαιοελληνικής Παιδείας;» είπε ο Άδωνις διαπερνώντας το κουκλάκι απ’ άκρη σ’ άκρη.
«Κι εμένα Υπουργό Εξωτερικών», ζήτησε ο Δημοσθένης, «να διαπραγματεύομαι με τον Πούτιν, τον Άρη, τον–»
«Σκάστε, ρε σεις!» φώναξε ο Πρόεδρος κατακόκκινος. Είχε ανοίξει το σακ-βουαγιάζ κι από μέσα είχε βγάλει ένα κομμάτι καλάμι.
«Τι;» Οι άλλοι δύο παράτησαν ό,τι έκαναν κι έτρεξαν δίπλα του. «Έχει κι ένα χαρτάκι», παρατήρησε ο Άδωνις, «λέει: Καλό Καβάλημα!»
«Μπαμπού είναι». Ο Δημοσθένης το περιεργάστηκε. «Δηλαδή, θέλω να πω, σίγουρα δεν είναι αυτό η Ράβδος της Ιστορίας. Κάποιος κάνει πουτινιές στον Πούτιν...»
Ο Πρόεδρος άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, όμως το ξανάκλεισε. Πήρε τη γυναικεία τσάντα στα χέρια του και την κοίταξε για μια στιγμή. «Το Ρολόι της Πρωθυπουργίας», τον πληροφόρησε ο Άδωνις. Άνοιξε το κλιπ της τσάντας, έχωσε το χέρι του μέσα και τράβηξε ένα πλαστικό ρολογάκι Μίκυ Μάους. Τρία ζευγάρια μάτια έμειναν να το κοιτάνε.
«Ποιο Ρολόι της Πρωθυπουργίας, ρε Σπύρο!...» γάβγισε ο Πρόεδρος, κρατώντας το ρολογάκι Μίκυ Μάους με τα δυο δάχτυλα από την άκρη, σαν να ήταν λιωμένη κατσαρίδα. «Μ’ αυτό δε γίνεσαι ούτε πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου! Κάποιος μας την έφερε!...»
«Έχει και αλάρμ», παρατήρησε ο Δημοσθένης. «Και πυξίδα».
«Ανοίξτε το εσείς αυτό», είπε κουρασμένα ο Πρόεδρος δείχνοντας το βελούδινο πουγκί, «εγώ δεν τολμώ... ούτε να το βλέπω δε θέλω... Τι έχει μέσα; Την Τούφα της Επικοινωνίας;»
«Εχμ, όχι» είπε ο Άδωνις που κρατούσε ήδη το πουγκί. «Όχι, σε καμία περίπτωση».
«Τι έχει;»
«Ένα μπρελόκ του ΠΑΣΟΚ».
Έπεσε μια παγωμένη σιωπή, μόνο το ελαφρύ τικ-τακ από το ρολογάκι Μίκυ Μάους ακουγόταν. Έξω, ο ήλιος είχε ανατείλει και το πρωινό μποτιλιάρισμα της Καλλιρόης ερχόταν ήδη για το ραντεβού του με την ταλαιπωρία. «Ποιος μας το ‘κανε αυτό;» ούρλιαξε ο Πρόεδρος, «πώς γίνεται; Ποιος μπορεί να νικήσει τις Γάτες; Ποιος–»
Εκείνη τη στιγμή ακριβώς χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου. Στράφηκαν όλοι και το κοίταξαν, σαν να ήταν ανένταχτος τροτσκιστής. Χτύπησε άλλη μια φορά. Κι άλλη. Κι άλλη. Κι άλλη. Κι άλλη. Κι άλλη. Στο τέλος ο Πρόεδρος δεν άντεξε: «Εμπρός; Ποιος είναι;» είπε και το έβαλε στην ανοιχτή ακρόαση. Καμία φωνή δεν απάντησε από την άλλη άκρη της γραμμής, παρά μόνο μια μουσική, και στο γραφείο της οδού Καλλιρόης αντήχησε το τραγούδι των Διαμαντόσκυλων: Αυτό δεν είναι ροκ εν ρολ! Αυτό είναι γενοκτονία!
Τα Διαμαντόσκυλα Ι
«Κλείσ’ τον, ρε συ, δεν μπορώ να τον ακούω άλλο!...» έκανε ο Πρόεδρος με μια ξινισμένη έκφραση. Στεκόταν στο παράθυρο κι επόπτευε τη νυχτερινή Αθήνα, ενώ τα δάχτυλά του έπαιζαν ταμπούρλο στο περβάζι, πάνω στο ρυθμό του Γρίβα Μ’ Σε Θέλει Ο Βασιλιάς.
«ΟΚ, Πρόεδρε» έκανε ο Άδωνις, που όλη αυτήν την ώρα έριχνε βελάκια σ’ ένα στόχο με μια χιλιοτρυπημένη φωτογραφία της Ντόρας. Πήρε το τηλεκοντρόλ από το τραπεζάκι δίπλα του κι έκλεισε την τηλεόραση.
«Χώρια που είναι κι ατάλαντος... Δεν το λένε έτσι, κάτσε να σου δείξω». Ο Πρόεδρος άφησε το παράθυρο και στάθηκε μπροστά από τη βιβλιοθήκη του γραφείου. Έβαλε το ένα χέρι στην τσέπη, «από τον παππού μου κληρονόμησα το ρολόι» είπε με αυστηρό ύφος, τονίζοντας με το άλλο χέρι κάθε συλλαβή, «κι από τον πατέρα μου», πήρε αναπνοή, «το όνομα!»
«Πολύ καλύτερο, Πρόεδρε, μπράβο» σχολίασε ο Άδωνις κι έριξε ένα ακόμα βελάκι στην Ντόρα του στόχου, πετυχαίνοντας τον φρεσκοβαμμένο τοίχο δίπλα της.
«Ρε Σπύρο!»
«Ωχ, συγνώμη...»
«Θα μου καταστρέψεις το γραφείο!»
«Μου ‘φυγε το βελάκι, δεν το ‘θελα, πιο δεξιά σημάδευα...»
«Έχεις αριστερές παρεκκλίσεις, Σπύρο, να το προσέξεις». Ο ουρανός έξω ήταν βαρύς και συννεφιασμένος, ούτε ένα άστρο δε φαινόταν. Αστραπές φώτιζαν κατά καιρούς τα μολυβένια σύννεφα, που μάζευαν βροχή για να βομβαρδίσουν σε κάποια στιγμή την Αθήνα. «Και βγάλε πια τη φωτογραφία αυτής της κυρίας. Κατήντησε διάτρητη, σαν τις πολιτικές της θέσεις».
Ο Άδωνις έβγαλε τη σακατεμένη φωτογραφία της Ντόρας από τον στόχο κι έβαλε μια φρέσκια του Ευάγγελου Βενιζέλου. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι στο ιντερκόμ. «Ήρθαν επιτέλους», έκανε με ανακούφιση ο Πρόεδρος. Έτρεξε να πατήσει το κουμπί με το κλειδί κι έμεινε να περιμένει μπροστά στην πόρτα, παίζοντας με τα δάχτυλά του το ρυθμό του Ο Ζέρβας Κίνησε Στη Ήπειρο Να Πάει. Απ’ έξω ακούστηκε το ασανσέρ που σταματούσε στον όροφο, βήματα, και κατόπιν η πόρτα χτύπησε. Ο Πρόεδρος την άνοιξε όλο βιασύνη. «Γεια σου, Δημοσθένη μου».
«Έρρωσθε», είπε ο Δημοσθένης δυνατά κι ελληνικά. Κατόπιν παρεμέρισε κι από πίσω του ξεπρόβαλε μια κουκουλοφορεμένη φιγούρα. Το πρόσωπό της ήταν μέσα στις σκιές, μόνο η μύτη φαινόταν και κάτι μάτια που άστραφταν. Αμέσως οι δύο άντρες έσκυψαν το κεφάλι: «Την ευλογία σου, γέροντα». Του φίλησαν το χέρι και τον οδήγησαν στον καναπέ, ενώ ο Άδωνις ακούμπησε δίπλα του ένα ποτήρι νερό.
«Ζήτησες να με δεις, τέκνο μου;»
Ο Πρόεδρος τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά του. «Είμαι σ’ αδιέξοδο, γέροντα. Πολιτικό αδιέξοδο. Βαρέθηκα συνεχώς να κάνω αβάντες στον Παπανδρέου, μη σου πω, ντρέπομαι κιόλας που με παινεύει ο Πάγκαλος. Εγώ δεν είμαι για ρόλο κομπάρσου! Πότε θα γίνω κυβέρνηση; Πότε θα ηγεμονεύσω;»
Ο γέροντας ήπιε μια γουλιά νερό κι έγειρε πίσω το κεφάλι. Το πρόσωπό του συνέχισε να είναι τυλιγμένο στις σκιές. Πέρασε ένα λεπτό έτσι και δεν έγινε τίποτα. Πέρασε άλλο ένα λεπτό. «Βρες τα Αντικείμενα Δύναμης...» ακούστηκε τελικά μέσα από τις σκιές της κουκούλας.
«Τα ποια;»
Η κουκούλα δεν απάντησε. Δεν κινήθηκε καν. Τα μάτια της μόνο είχαν πάψει ν’ αστράφτουν, σημάδι πως τα είχε κλείσει και μελετούσε κάτι. Όταν ακούστηκε η φωνή της, ήταν αργόσυρτη και υποβλητική:
«Δύο Αντικείμενα Δύναμης για τα ξωτικά που ζουν στα δάση
Κι ένα για τον Άρχοντα της Πολιτικής εκεί
Στην Ελλάδα, που τις σκιές συνάζει.
Ένα Αντικείμενο Δύναμης να βρίσκει τα υπόλοιπα, ένα να τα διατάζει
Ένα να τα διαφεντεύει πάντοτε και στη Δεξιά να τα βουλιάζει
Στη Χώρα της Ελλάδας, κάτω εκεί, που τις σκιές συνάζει...»
Οι τρεις άντρες έμειναν να κοιτάνε με απορία. Μέσα στις σκιές της κουκούλας, τα μάτια άστραψαν και στράφηκαν προς τον Πρόεδρο: «Τα Αντικείμενα Δύναμης εμφανίστηκαν πάλι. Ήταν χαμένα, εξαφανισμένα από καιρό, όμως τώρα θέλησαν να φανερωθούν. Αν τα βρεις, αν τα μαζέψεις, τότε θα γίνεις–»
«Πρωθυπουργός;»
«Ακόμα περισότερο, θα γίνεις Άρχοντας της Πολιτικής!» Ο θόρυβος της βροντής απ’ έξω υπογράμμισε τις τελευταίες λέξεις. Ο Πρόεδρος γούρλωσε τα μάτια του. Πήγε κάτι να πει, όμως η κουκούλα τον έκοψε με μια κίνηση του χεριού της. «Άκουσε, τέκνο μου. Δύο Αντικείμενα που σφυρηλατήθηκαν από τα ξωτικά των ελληνικών δασών. Το ένα είναι η Τούφα της Επικοινωνίας. Όποιος την έχει, γίνεται χαρισματικός κι επικοινωνιακός πέρα από κάθε όριο. Πρωτεύει στα γκάλοπ, η δημοφιλία του ξεπερνά τις προσδοκίες. Παλιότερα, η Τούφα βρισκόταν για χρόνια μέσα στο μούσι του Ελευθέριου Βενιζέλου, γι’ αυτό κι ο Κρητικός ήταν τόσο λαοφιλής».
Η κουκούλα πήρε ανάσα και ήπιε άλλη μια γουλιά νερό. Έγειρε λίγο προς τον Πρόεδρο και συνέχισε: «Το άλλο είναι το Ρολόι της Πρωθυπουργίας. Ο κάτοχός του γίνεται πρωθυπουργός. Απαρεγκλίτως. Ανυπερθέτως».
«Ανυπερθέτως...»
«Παλιότερα, το είχε ο Γεώργιος Παπανδρέου, χωρίς να το ξέρει. Πρωθυπουργός. Είναι το Ρολόι που άφησε κληρονομιά στον εγγονό του. Πρωθυπουργός κι αυτός». Ήπιε λίγο νερό ακόμα και συνέχισε: «Τέλος, το ισχυρότερο, το Αντικείμενο όλα να τα διατάζει και στη Δεξιά να τα βουλιάζει είναι...»
«Είναι;»
«... η Ράβδος της Ιστορίας. Όποιος την κρατάει, γράφεται στην Ιστορία με χρυσά γράμματα. Όχι ένας διαβάτης που πέρασε και δεν άγγιξε. Αλλά ένα ορόσημο. Ένα σημείο αναφοράς γίνεται ο κάτοχος της Ράβδου. Αν επιπλέον το ίδιο πρόσωπο μαζέψει και τα τρία Αντικείμενα, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ, τότε θα γίνουν πράγματα πρωτοφανή. Θα εκπληρωθεί η προφητεία 17 του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και θα ‘ρθει το χιλιάρμενο, θα λυθεί το ζήτημα της Πόλης».
«Και πού είναι τώρα αυτά τα Αντικείμενα Δύναμης;» ρώτησε ο Πρόεδρος όλο ανυπομονησία.
«Το Ρολόι, στην τσέπη του Παπανδρέου. Δε γνωρίζει τι έχει επάνω του, για ποιο λόγο έγινε πρωθυπουργός. Η Τούφα εμφανίστηκε στα μαλλιά του Γιώργου Αυτιά, γι’ αυτό και οι εκπομπές του σημειώνουν τέτοια ακροαματικότητα. Είναι αυτό το άσπρο τσουλούφι του, που όλοι νομίζουν ότι το βάφει. Το ισχυρότερο όμως απ’ όλα, η Ράβδος, ήταν το μπαστούνι που κρατούσε ο Ιωάννης Μεταξάς – θα το ‘χεις δει σε παλιές φωτογραφίες. Γι’ αυτό κι ο κυβερνήτης γράφτηκε στην Ιστορία με χρυσά γράμματα. Με τον θάνατό του η Ράβδος εξαφανίστηκε. Επανήρθε όμως πάλι στα χέρια του Κωνσταντίνου Καραμανλή και έγινε εθνάρχης. Ήταν το αγαπημένο του μπαστούνι του γκολφ». Η κουκούλα έγειρε πίσω κι ο Πρόεδρος έσκυψε ασυναίσθητα προς το μέρος της. «Μάζεψέ τα. Ειδικά το ισχυρότερο, τη Ράβδο. Η Ελλάδα θα είσαι εσύ. Θα γίνεις κάτι παραπάνω απ’ αυτό που ονειρεύτηκες. Άρχοντας της Πολιτικής, η Μητέρα Όλων Των Πρωθυπουργών...»
Αστραπές χαράκωσαν τον πρησμένο ουρανό της Αθήνας και φώτισαν στιγμιαία το γραφείο της οδού Καλλιρόης. Κατόπιν ησυχία, όλοι παρέμειναν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Η κουκούλα έσπασε τη στοχαστική σιωπή: «Όσα ήταν να πω, τα είπα. Τώρα έχω να προφητεύσω για το καινούργιο βιβλίο του Δημοσθένη, πρέπει να αποχωρήσω, ο καιρός γαρ εγγύς».
Ο Πρόεδρος κι ο Άδωνις τη βοήθησαν να σηκωθεί από τον καναπέ, ενώ ο Δημοσθένης άνοιξε την πόρτα και περίμενε. «Τιμή μου η επίσκεψή σου, Γέροντα», δήλωσε ο Πρόεδρος, «πολύτιμη η βοήθειά σου».
«Μάζεψε τα Αντικείμενα Δύναμης. Δύο για τα ξωτικά που ζουν στα δάση κι ένα για τον Άρχοντα της Πολιτικής που τις σκιές συνάζει, στη Δεξιά να τα βουλιάζει».
Ο Δημοσθένης με την κουκούλα έκλεισαν πίσω τους την πόρτα κι έφυγαν. Οι δύο άντρες έμειναν να κοιτάζουν τον συννεφιασμένο ουρανό στο παράθυρο, βλέποντας κάτι πίσω απ’ αυτόν. «Άρχοντας της Πολιτικής, Αντικείμενα Δύναμης...» μονολόγησε ο Πρόεδρος, χτυπώντας μηχανικά τα δάχτυλά του στο ρυθμό του Μακεδονία Ξακουστή, «αυτό είναι πολύ μεγάλο...»
«Τι λες να κάνουμε, Πρόεδρε;» πετάχτηκε ο Άδωνις δίπλα του. «Να πω στα τοπικά γραφεία–»
«Όχι. Άσε ήσυχα τα τοπικά γραφεία. Αυτό πρέπει να το αναλάβουν οι επαγγελματίες, Σπύρο». Ο Πρόεδρος σκέφτηκε κάτι και υπομειδίασε. «Αυτό είναι δουλειά για τις Γάτες!»
«Γάτες; Τι είναι πάλι αυτές;»
«Είναι η παρακαταθήκη του Ελληνισμού. Γενετικές μεταλλάξεις με βάση τον ιχώρ. Ένα μυστικό πείραμα που είχε οργανώσει προσωπικά ο Παττακός, οι Γάτες για το Έθνος, ελάχιστοι το ξέρουμε. Προέκυψαν νέου τύπου ανθρώπινα πλάσματα, με επαυξημένες δυνατότητες, βελτιστοποιημένα χαρακτηριστικά και εμπλουτισμένο γονιδίωμα. Πλάσματα όλο ιχώρ, γενετικά προδιατεθειμένα στην υπηρεσία της Ελλάδος!»
«Πολλά καινούργια πράγματα μαθαίνω σήμερα! Και πού θα τις βρούμε αυτές τις Γάτες;»
«Πρέπει να έρθω σ’ επαφή με τον Τσάρλι. Κανείς δεν αντικρίζει κατά πρόσωπον τις Γάτες, οι φερομόνες που παράγουν είναι τόσο ισχυρές, ώστε κολάζουν και άγαλμα – ναι, τι με κοιτάς έτσι; Είναι τρεις και είναι θηλυκές. Άκρως θηλυκές. Εμπλουτισμένες. Βελτιστοποιημένες», είπε ο Πρόεδρος και ανθυπομειδίασε.
«ΟΚ». Ο Άδωνις πήγε και κάθισε στον Η/Υ του γραφείου: «Λοιπόν, Πρόεδρε, πες μου τι να γράψω στο e-mail και σε ποιον να το στείλω».
«Άσ’ τα e-mail, ρε Σπύρο. Για ένα τέτοιο θέμα, δε στέλνω e-mail. Ούτε το τηλέφωνο εμπιστεύομαι, μπορεί να παρακολουθείται. Στα απόρρητα ζητήματα, δουλεύω με περιστέρια».
Οι δύο άντρες βγήκαν από το γραφείο, πήραν το ασανσέρ κι ανέβηκαν στην ταράτσα. Ένα μικρό σκεπαστό κλουβί υπήρχε μπροστά από το δώμα, με συρματόπλεγμα και καμιά δεκαριά περιστέρια που κούρνιαζαν μέσα. Ο Πρόεδρος άναψε το εξωτερικό φως του δώματος, κάθισε σ’ ένα διπλανό τραπεζάκι κι έγραψε μερικές γραμμές σ’ ένα χαρτί. Όταν τέλειωσε, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά από το κλουβί: «Για να δούμε... αυτό το ‘χω για τα Θεοφάνεια, αυτό για γάμους, αυτό για κηδείες... α, μάλιστα, αυτό». Άνοιξε την πόρτα του κλουβιού και τράβηξε ένα κάτασπρο πουλί, προς γενική ανησυχία των υπολοίπων. Ο Άδωνις τύλιξε το χαρτί σε ρολό και οι δύο άντρες το έδεσαν στο πόδι του περιστεριού με σπάγγο. Μετά από λίγη ώρα που ηρέμησε, ο Πρόεδρος το κράτησε στα χέρια του και τράβηξε προς την άκρη της ταράτσας. Η Αθήνα απλωνόταν γεμάτη φωτάκια από κάτω, σαν ένα ωκεάνιο φωσφορικό πλάσμα. «Πήγαινε στον Τσάρλι». Με μια κίνηση των χεριών του, το πουλί απογειώθηκε και ξεκίνησε να πετάει προς την κατεύθυνση της Κηφισιάς.
Οι δύο άντρες το παρακολούθησαν μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι. «Απαρεγκλίτως. Ανυπερθέτως...» μονολόγησε ο Πρόεδρος παίζοντας με τα δάχτυλά του το Στου Βελουχιώτη Τα Σκυλιά. «Τίποτα δε σταματάει τις Γάτες, είναι απλά θέμα χρόνου. Τα Αντικείμενα θα έρθουν σε μένα. Μια καινούργια εποχή θα ξεκινήσει για την ελληνική πολιτική, κι εγώ ο Άρχοντάς της, στη Δεξιά να τη βουλιάζω! ΣΤΗ ΔΕΞΙΑ ΝΑ ΤΗ ΒΟΥΛΙΑΖΩ!» Αστραπές χαράκωσαν τον νυχτερινό ουρανό κι από κάπου μακριά ακούστηκε ο ήχος ενός κεραυνού.
* * * * * * *
Το περιστέρι πετούσε μέσ’ στη νύχτα τρομαγμένο, προς τον προορισμό που είχε εκπαιδευτεί να πηγαίνει. Ένιωθε ότι η βροχή θα ξεσπούσε από ώρα σε ώρα και δεν του άρεσε καθόλου που το βγάλαν από το κλουβί. Υπακούοντας όμως σ’ ένα πανάρχαιο ένστικτο, ανίχνευε διαρκώς τα γνωστά σημάδια γύρω του και τα ακολουθούσε, μπορούσε να νιώθει ακόμα και τον κρυμμένο Ιλισό κάτω από την άσφαλτο. Άφησε πίσω του τον Νέο Κόσμο, το Μετς και πέρασε στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, τη μεγάλη ευθεία που θα το οδηγούσε στον προορισμό του. Ξαφνικά, από το λόφο του Αρδηττού, πετάχτηκε ένας πετρίτης και το γράπωσε στα δυνατά του νύχια.
Το γεράκι προσγειώθηκε στο Καλλιμάρμαρο κρατώντας πάντα τη λεία του. Είδε το χάρτινο ρολό στο πόδι του περιστεριού κι ενεργοποίησε αμέσως τη μικροκάμερα υπεριωδών που ήταν προσαρμοσμένη στο κεφάλι του. Οι ακτίνες σκάναραν το ρολό κι ανίχνευσαν το μελάνι, τα μικροτσίπ της κάμερας έκαναν μια 2-D αναπαράσταση του μηνύματος σε JPEG, η αντένα στην ουρά του γερακιού συνδέθηκε δορυφορικά στο ίντερνετ κι έκανε upload το αρχείο σ’ έναν server. Όλη αυτήν την ώρα, το περιστέρι καρδιοχτυπούσε σαν τρελό και το ράμφος του ανοιγόκλεινε από τον πανικό.
Στο κτίριο της Ιπποκράτους, ο πρασινοφρουρός υπηρεσίας είδε ένα φαξ να εκτυπώνεται στον printer δίπλα του. Το πήρε βαριεστημένος, «Ω!...» αναφώνησε με έκπληξη, κι αμέσως σήκωσε το εσωτερικό τηλέφωνο.
Μια άλλη συσκευή κουδούνισε κάπου στα έγκατα του κτιρίου, στο θρυλικό τέταρτο υπόγειο που ελάχιστα μάτια έχουν δει, εκεί που βρίσκεται το βαθύτερο βάθος απ’ το πιο βαθύ ΠΑΣΟΚ. Όλος ο χώρος ήταν ταπετσαρισμένος με αφίσες που είχαν λουλούδια κι ένα κοριτσάκι που έλεγε: Για Ακόμα Καλύτερες Μέρες. Ο Κώστας άκουγε σκληρό ροκ κι άργησε να καταλάβει το τηλέφωνο που χτυπούσε.
«Εμπρός;»
«Κώστα, εγώ είμαι. Έχουμε e-mail από τον πράκτορα C35–31 Hawk/684007. Συνέλαβε έναν αγγελιοφόρο».
«Μάλιστα, και τι–»
«Τα Αντικείμενα εμφανίστηκαν», είπε ο πρασινοφρουρός υπηρεσίας.
«Τα Αντικείμενα;». Ο Κώστας βιάστηκε να κλείσει τη μουσική. «Τα Αντικείμενα, είπες; Ώστε θέλησαν πάλι να γίνουν γνωστά... Και πού βρίσκονται;»
«Θα σου φέρω το e-mail να δεις. Το ένα το ‘χει ο Στοχαστής, αλλά δεν το ξέρει. Έρχομαι, κατεβαίνω αμέσως να σου δείξω. Και πού ‘σαι; Άκου κάτι ακόμα: στέλνουν τις Γάτες. Τις Γάτες! Ρε Κώστα, νόμιζα ότι τις είχαμε κλείσει για τα καλά αυτές στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας...»
«Δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα με τις Γάτες», παρατήρησε ο Κώστας. «Μπορεί να παραμένουν εν υπνώσει, όμως καιροφυλακτούν συνεχώς».
«Τώρα τι κάνουμε; Να ειδοποιήσουμε αμέσως τον Στοχαστή».
«Ξέχνα τον Στοχαστή. Υπάρχουν και πράγματα που δεν ξέρει. Άμα είναι ανακατεμένες οι Γάτες... Αυτή είναι δουλειά για το βαθύ ΠΑΣΟΚ».
«Δηλαδή–»
«Αυτή είναι δουλειά για τα Διαμαντόσκυλα».
«Δε σ’ ακούω καλά, μου φάνηκε πως είπες Διαμαντόσκυλα».
«Αυτό είπα. Είναι εναλλακτικές μορφές ζωής με βάση τον σοσιαλισμό. Δημιουργήθηκαν στα εργαστήρια της Στοκχόλμης με καθοδήγηση του ίδιου του Ανδρέα. Τότε, την τελευταία χρονιά της χούντας, το ΠΑΚ έψαχνε ένα όπλο μαζικής καταστροφής κατά της Δεξιάς. Προέκυψαν τα Διαμαντόσκυλα. Μόνο αυτά μπορούν να αντιμετωπίσουν τις Γάτες. Σου λέω, δεν τα ξέρει όλα ο Στοχαστής».
«Κι εγώ πρώτη φορά τα ακούω».
«Είναι η κρυφή δύναμη του Κινήματος. Ένα άκρως απόρρητο πειραματικό project, που έδωσε τόσο ισχυρά αποτελέσματα, ώστε θεωρήσαμε καλό να περιορίσουμε την αντιδεξιά τους δράση, να τα έχουμε μόνο για ειδικές αποστολές ύψιστης κρισιμότητας».
«Τα Διαμαντόσκυλα».
«Ναι. Είναι τρία: ο Ρόκκος Χοϊδάς, ο Αραφάτ κι ο Χάλογουϊν Τζακ. Απ’ έξω δείχνουν άνθρωποι, όμως από μέσα είναι 100% αγνός σοσιαλισμός 24 καρατίων. Ισοδύναμα με τις Γάτες».
«Κώστα, ο πράκτορας C35–31 Hawk/684007 ρωτάει αν πρέπει να τερματίσει τον αγγελιοφόρο. Είναι 007, έχει τη σχετική άδεια».
Ο Κώστας σκέφτηκε λίγο. «Όχι... πες του να τον αφήσει ελεύθερο. Ας μην υποψιαστούν ότι υποκλέπτουμε τις επικοινωνίες τους. Ίσως τη φέρουμε έτσι και στις Γάτες. Εγώ θα ενημερώσω αύριο τα Διαμαντόσκυλα, στείλε μου το e-mail».
«Έρχομαι αμέσως», είπε ο πρασινοφρουρός υπηρεσίας κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Ένα τρομαγμένο περιστέρι έφευγε άρον-άρον από τις πλάκες του Καλλιμάρμαρου κι απογειωνόταν στη Βασιλέως Κωνσταντίνου προς την κατεύθυνση του Βορρά. Είχαν αρχίσει ήδη να πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες της βροχής και τα μπουμπουνητά τράνταζαν την Αθήνα.
* * * * * * *
Ο πρωινός ήλιος χάιδευε τον πύργο στην Κηφισιά, όπως ένα στοργικό χέρι χαϊδεύει μια γάτα. Στέγνωνε τυπικά τα μπαλκόνια από τη χθεσινοβραδινή μπόρα, προσπερνούσε γρήγορα τον κήπο με το κοντοκουρεμένο γκαζόν και τις τριανταφυλλιές χωρίς να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ορμούσε όμως από τα παράθυρα και επικεντρωνόταν στο μεγάλο, ανοιχτό σαλόνι με το κρυστάλλινο τραπέζι, τα τούρκικα χαλιά, το home cinema, τους δερμάτινους καναπέδες, το ενεργειακό τζάκι και την compact πισίνα. Εκεί ήταν όλο το ενδιαφέρον.
Η μία ήταν λεπτή και γοητευτική, σαν Γάτα Αβησσυνίας. Είχε κάτι το σοφιστικέ χίπικο επάνω της, κάτι το επιμελώς ατημέλητο – ίσως τα καστανόξανθά της μαλλιά που έπεφταν ως τη μέση, ίσως τα στρογγυλά γυαλιά που αναπαύονταν στην άκρη της μυτούλας της, ίσως το τιραντέ μπλουζάκι που τέλειωνε χωρίς να συναντήσει το ξεβαμμένο τζιν, λες και το υπόλοιπο της το πήρε η εφορία. Τελικά όμως ήταν μάλλον τα μακριά της πόδια που τα είχε ανεβασμένα με αυθάδικη χάρη στο κρύσταλλο του τραπεζιού, καθώς η ίδια έγερνε στον καναπέ κι έγραφε μηνύματα στο κινητό.
Η άλλη ήταν πλουσιοπάροχη κι εξωτική, σαν Γάτα Περσίας. Φορούσε γυαλιά ηλίου και ξάπλωνε μέσα στην πισίνα κρατώντας ένα κοκτέιλ με τα χρώματα της ίριδας. Όλα επάνω της ήταν μεγάλα, όλα στον υπερθετικό βαθμό, καθώς οι LED φωτισμοί της πισίνας έφτιαχναν ψυχεδελικά σχέδια επάνω στην απλοχεριά του κορμιού της. Τα πλούσια σκουροκόκκινα μαλλιά της διατηρούσαν το χρώμα τους ακόμα και βρεγμένα, τα μακριά της δάχτυλα ήταν ευλύγιστα σαν συνείδηση διεφθαρμένου βουλευτή, το ηλιοκαμένο δέρμα της ήταν φωτογενές, φωτοβόλο, φωτότροπο και φωτοηλεκτρικό. Αν βάλεις σε μια κατσαρόλα τη Ρίτα Χέιγουορθ, την Τζένη Καρέζη, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τις βράσεις όλες μαζί, ένα τέτοιο πλάσμα θα πάρεις στο τέλος.
Η τρίτη όμως δεν είχε σχέση με τις άλλες... Μια ψηλή γυναίκα με έντονα ζυγωματικά, σμαραγδένια μάτια και φιλντισένιο δέρμα. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα αλογοουρά και φαίνονταν τα αυτιά της, καλοσχεδιασμένα και μυτερά σαν αυτιά ξωτικού. Καθώς περπατούσε ρευστά στο σαλόνι, το σώμα της ήταν ένα εργοστάσιο παραγωγής λικνισμάτων και δεν είχε ούτε μία ευθεία, όπως ο Παρθενώνας. Τυλιγμένο με ένα μεταξωτό κιμονό, σαν σπαθί δαμασκηνιό μέσα στο θηκάρι του, ανέβαζε την αντικειμενική αξία του οικοδομήματος κατά 1% σε κάθε της βήμα. Η ίδια έδειχνε να το καταλαβαίνει αυτό, τι επίπτωση είχε η παρουσία της, και πηγαινοερχόταν χορευτικά μέσα στο μεγάλο σαλόνι κουβαλώντας μαζί και το κέντρο βάρους του χώρου, απόμακρη, αινιγματική κι επικίνδυνη. Σαν Γάτα Σιαμέζα.
Ξαφνικά, η συσκευή επικοινωνίας πάνω στο τραπέζι ξύπνησε: «Καλημέρα, ψιψίνες».
«Καλημέρα, Τσάααααρλι!» έκανε η Γάτα Αβησσυνίας και σηκώθηκε από τον καναπέ πετώντας το κινητό. Η Γάτα Περσίας βγήκε από την πισίνα αποκαλύπτοντας ένα τιγρέ μπικίνι κι έναν τέλειο αφαλό, ούτε μέσα ούτε έξω, σαν κουμπί ραδιοφώνου. Τυλίχθηκε μ’ ένα άσπρο χνουδωτό μπουρνούζι κι έγειρε μπροστά στη συσκευή.
«Ήρθε μήνυμα από το Αρχηγείο. Η πατρίδα χρειάζεται τις υπηρεσίες σας. Πώς είστε σήμερα; Ετοιμοπόλεμες;»
«Πάντα είμαστε ετοιμοπόλεμες» απάντησε η Γάτα Περσίας. Η φωνή της είχε έναν καθαρό, αρμονικό ήχο σαν το χτύπημα μιας κρυστάλλινης καμπάνας με χρυσαφένιο σήμαντρο μέσα σε παλάτι από πάγο.
«Μπράβο τις ψιψίνες μου! Γιατί η αποστολή που έχετε είναι σούπερ σημαντική, είναι ιδιαίτερη. Θα πάτε να μαζέψετε τρία Αντικείμενα Δύναμης».
«Τρία Αντικείμενα Δύναμης», γουργούρισε η Γάτα Αβησσυνίας. Η Σιαμέζα είχε έρθει αλαφροπατώντας και στεκόταν δίπλα τους.
«Θα σας στείλω το φαξ, θα δείτε. Το ένα είναι η Τούφα της Επικοινωνίας, το άλλο είναι το Ρολόι της Πρωθυπουργίας, το σημαντικότερο απ’ όλα είναι το τρίτο, η Ράβδος της Ιστορίας. Αυτό θέλω να το αναλάβεις εσύ, Σιαμέζα. Είναι ό,τι ισχυρότερο θα κρατήσεις ποτέ στα χέρια σου. Μπορείς;»
«Νιάου», βεβαίωσε η Σιαμέζα.
«Θα είμαστε διαρκώς σε επαφή. Μόλις πάρετε τα αντικείμενα, θα τα αφήσετε στο σημείο 5. Εκεί τελειώνει η αποστολή σας. Θα τα πάω εγώ στο Αρχηγείο. Είναι όλα κατανοητά;»
«Τσάρλι, τι χρώμα μάτια έχεις;» ρώτησε ναζιάρικα η Γάτα Αβησσυνίας.
«Σας στέλνω αμέσως το φαξ. Καλή επιτυχία, ψιψίνες, αν και ξέρω ότι οι ευχές είναι περιττές με σας, η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη».
«Νιάου», συμφώνησε η Σιαμέζα.
* * * * * * *
Ο πρωινός ήλιος συνέχισε την πορεία του στην Αθήνα. Πέρασε πάνω από βόρεια προάστια, δυτικά προάστια, νότια προάστια, στέγνωσε λεωφόρους, δρόμους και δρομάκια, πλατείες και πάρκα, μέχρι που κάποια στιγμή έφτασε και σ’ ένα μικρό μαγαζί στο Χαϊδάρι. Εκεί ο ήλιος γέλασε κι αμολύθηκε στα στενά.
Ήταν γεμάτο ράφια με κατσαβίδια, κλειδιά, αλυσοπρίονα, καστάνιες, ελατήρια, μπεκ, κλαδευτικά, βίδες, σκεπάρνια, τριβεία, ρουλεμάν, βαλβολίνες κι άλλα τέτοια συναφή. Στο πίσω μέρος υπήρχε ένα συνεργείο μηχανημάτων, πνιγμένο από τον θόρυβο ενός βενζινοκινητήρα. Γράσα παντού. Όσος χώρος περίσσευε στους τοίχους, καλυπτόταν από αφίσες με ημίγυμνες, γυμνές και υπέργυμνες, που χαμογελούσαν και χάιδευαν διάφορα τρακτέρ. Ενα γραφειάκι ήταν δίπλα στην είσοδο, πάνω στο οποίο έπαιζε Τζόκερ ένας ξερακιανός άντρας.
Φορούσε σκουφί και είχε μούσια. Μακριά μούσια. Τα μάγουλά του ήταν βουλιαγμένα και τα ρούχα του βρώμικα, όμως τι δεν ήταν βρώμικο μέσα στο μικρό συνεργείο; Ήταν αδύνατο να μαντέψεις την ηλικία του, θα μπορούσε να είναι από είκοσι πέντε χρονών μέχρι...; Πάσχιζε να συγκεντρωθεί στο λειτούργημά του αψηφώντας τον θόρυβο από το συνεργείο στο βάθος. Δεν τα κατάφερε: «Άιντε, Ρόκκο, σώνε!»
Ο κινητήρας σταμάτησε. «Άσε, ρε Αραφάτ!» γκρίνιαξε ο Ρόκκος Χοϊδάς από το βάθος. «Δεν κάνεις και καμιά δουλειά, λέω γω; Όλο κοπροσκυλιάζεις». Σ’ αυτόν ήταν εύκολο να μαντέψεις την ηλικία: εξήντα χρονών, με την ευρεία έννοια. Είχε γκρίζα μαλλιά και γαμψή μύτη, έμοιαζε με συνταξιούχο καθηγητή, με ξεπεσμένο επιστήμονα.
Ο Αραφάτ μούγκρισε κάτι ακαθόριστο από το γραφειάκι και προσηλώθηκε στο Τζόκερ. «Χο! Σύντροφοι!» ακούστηκε ξαφνικά από την είσοδο κι εμφανίστηκε ο Χάλογουϊν Τζακ. Ήταν ένας ψηλός άντρας, με λαδί καμπαρντίνα, καρό πουκάμισο κι ένα τεράστιο μουστάκι που δέσποζε στο πρόσωπό του. «Αφήστε τα όλα! Μήνυμα απ’ τη βάση, έχουμε αποστολή!»
Οι άλλοι δύο ήρθαν κοντά του κι ο Ρόκκος Χοϊδάς βιάστηκε να κλείσει την εξώπορτα. «Σύντροφοι, ακούστε: βγήκαν στην πιάτσα οι Γάτες!»
«Οι Γάτες!...»
«Ναι! Πάνε να μαζέψουν τρία Αντικείμενα Δύναμης, θα σας πω! Πρέπει να τους βάλουμε τρικλοποδιά, χεχε!»
«Ρε συ, Χάλογουϊν Τζακ», έκανε ο Αραφάτ, «χρόνια έχουμε να δούμε τις Γάτες... και καλά οι άλλες, με τη Σιαμέζα τι κάνουμε; Όλα κι όλα, εγώ αυτήν τη φοβάμαι πολύ...»
«Κι εγώ...» είπε ο Ρόκκος Χοϊδάς.
«Τη Σιαμέζα αφήστε τη σε μένα», δήλωσε ο Χάλογουϊν Τζακ, «θα την αναλάβω εγώ! Εν ανάγκη, θα καταφύγω και στο Υπέρτατο Όπλο! Σύντροφοι, πού βρισκόμαστε μ’ αυτές; Μπορούμε να βρούμε τα ίχνη τους;»
«Κοίτα», είπε ο Ρόκκος Χοϊδάς, «μπορούμε να τις εντοπίσουμε εύκολα με τις συσκευές του Θεοφάνη Τόμπρα. Μόλις χρησιμοποιήσουν τα κινητά τους, τις βρήκαμε. Θα χρειαστούμε όμως όπλα, και ειδικά εσύ με τη Σιαμέζα...»
«Σίγουρα».
«Κάτσε να σου φέρω την τελευταία μου εφεύρεση». Ο Ρόκκος Χοϊδάς πήγε στο συνεργείο και ξαναγύρισε μετά από λίγο μ’ ένα κουτί σαν κάλπη. «Σύντροφοι, σας παρουσιάζω τον Ομοιομορφοποιητή».
«Τι είν’ αυτός;»
«Ένα κόνσεπτ του μπάρμπα Γιάννη του Αλευρά απ’ το 1985. Δημιουργεί ομοιόμορφα αντίγραφα οποιουδήποτε αντικειμένου βάλεις μέσα – μόνο ομοιόμορφα, δεν έχω ακόμα καταφέρει να πετύχω το ομοιόχρωμο».
«Σώπα!» Ο Αραφάτ κι ο Χάλογουϊν Τζακ περιεργάστηκαν το κουτί με ενδιαφέρον.
«Τα ομοιόμορφα αντίγραφα διατηρούν την εικόνα του αρχικού αντικειμένου για λίγα λεπτά και μετά καταρρέουν. Θα σας το εξηγήσω αναλυτικά, θα σας δείξω τη λειτουργία του. Ίσως μας χρησιμεύσει με τις Γάτες».
«Χε! Δεν υπάρχει αμφιβολία!» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ. «Τις Γάτες θα τις καταπιούμε, όπως ο Ανδρέας κατάπιε τον Ζίγδη! Θα τις διαλύσουμε σαν ΚΟΔΗΣΟ, σαν Συμμαχία! Σύντροφοι! Πρώτα απ’ όλα, ελάτε να δώσουμε τον όρκο των Διαμαντόσκυλων!»
Από κάπου ξεθάφτηκε γρήγορα ένα κάδρο με τη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη. Υπό τη σκιά της, οι τρεις άντρες ακούμπησαν τις παλάμες τους, με τον αντίχειρα και το μικρό δάχτυλο κλειστό, τα τρία μεσαία δάχτυλα τεντωμένα, σχηματίζοντας έτσι έναν Ανατέλοντα Ήλιο με Εννιά Ακτίνες: το σύμβολο των Διαμαντόσκυλων. «Μας οδηγεί!»
Συνεχίζεται εδώ
Η Εκτέλεση
(Προσοχή: Γιώργος Νταλάρας! Η ακρόαση είναι αποκλειστικά δική σας ευθύνη!)
Πειραγμένα Ζάρια
Μπήκε στο δωμάτιο με τέτοια φόρα που μια εφημερίδα πάνω στο τραπέζι ανέμισε. Ακόμα κι αυτή το κατάλαβε ότι ήταν τσατισμένος, με το θυμό του χαρτοπαίκτη που ανακαλύπτει ότι η τράπουλα είναι σημαδεμένη, τα ζάρια πειραγμένα.
Του ήρθε πάλι στο μυαλό η σκέψη της αφεντικίνας του: μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, με κοντά μαλλιά και μακριά, περιποιημένα νύχια. Όταν πρωτοπήγε στο γραφείο ταξιδιών που δούλευε, τον είχε καλωσορίσει με μητρικούς τρόπους κι ενθαρρυντικά χαμόγελα. Μόλις όμως πέρασε ο πρώτος καιρός, οι τρόποι της από μητρικοί έγιναν ασφυκτικοί και στα χαμόγελα προστέθηκε μια καινούργια σαρκαστική γκάμα. Τον ειρωνεύονταν δυνατά, μπροστά σε όλους. Δεν τον ένοιαζαν τόσο οι πελάτες, όσο οι συνάδελφοι στο γραφείο. Η γυναίκα αυτή ήταν ξεκάθαρα η μητέρα στη μικρή εργασιακή τους οικογένεια (μπορεί κι ο πατέρας ταυτόχρονα). Τα λόγια της είχαν δύναμη, οι σαρκασμοί της είχαν φαρμάκι, τα νύχια της είχαν αίμα ταπεινωμένων υπαλλήλων.
Έβρισε από μέσα του τη δουλειά, την πόλη με τα αιώνια μποτιλιαρίσματα, τη σχέση του με τη Μαρία, τα πάντα. Πόσο θα ‘θελε να τα άφηνε όλα πίσω του, να πήγαινε μακριά, πέρα εκεί όπου το Σέλας υψώνεται στον ουρανό! Μετά σταμάτησε ξαφνικά: κάτι άρχισε να διαμορφώνεται στην άκρη του μυαλού του… κάτι νεφελώδες κι απροσδιόριστο… δεν μπορούσε να το συλλάβει, ένα αίσθημα σαν κάτι, κάπου, να είχε ξεχάσει. Τι όμως; Ζόρισε το μυαλό του αλλά όσο περισσότερο προσπαθούσε, τότε πιο μακριά το έδιωχνε.
Κάτι, κάπου, είχε ξεχάσει… κάτι σημαντικό.
Αναστέναξε και παράτησε την προσπάθεια. Το βλέμμα του έπεσε στην εφημερίδα επάνω στο τραπέζι και είδε μια διαφήμιση αεροπορικής εταιρείας (που την ήξερε ήδη καλά από τη δουλειά του). Πάντα ήθελε να γίνει πιλότος! Να κουνάει έναν μοχλό και το αεροπλάνο να ανεβαίνει στα σύννεφα, η πόλη από κάτω να γίνεται μικρή. Όπως στο όνειρό του χθες βράδυ που έβλεπε ότι ήταν αεροπλάνο και πετούσε. Ωραίο αίσθημα.
Η πόρτα που άνοιξε τον έβγαλε από την ονειροπόληση. «Ήρθες;» ρώτησε ο πατέρας του.
Η διάθεσή του άλλαξε τελείως. «Καλησπέρα!» χαιρέτισε με δυνατή φωνή. Η μάνα του έβγαλε κι αυτή το κεφάλι της πίσω από την πόρτα.
«Πώς ήταν η μέρα σου;»
«Άστα να παν, τη μισώ αυτή τη γυναίκα...», κατέβασε λίγο το κεφάλι και κοίταξε το πάτωμα. «Χθες βράδυ είδα όνειρο ότι ήμουν αεροπλάνο και πετούσα». Η αίσθηση ήταν ολοζώντανη τώρα μέσα του και τον έκανε να αισθάνεται όμορφα.
«Κάτσε να σου φέρω το φαγητό σου», είπε η μάνα του και βγήκε.
Έμειναν μόνοι με τον πατέρα του στο δωμάτιο. «Θα βγείτε βόλτα απόψε με τη Μαρία;» τον ρώτησε.
Κατάλαβε ότι σκόπιμα έφυγε η μητέρα του, το φαγητό ήταν δικαιολογία. «Ναι, δεν ξέρω, θα βγούμε, φαντάζομαι… Κοίτα, να στο πω στα ίσια: η σχέση μου με τη Μαρία τελειώνει. Μην παριστάνουμε ότι δεν τρέχει τίποτα».
«Τι να σου πω, είναι καλό κορίτσι. Γιατί δεν κάνετε μια προσπάθεια ακόμα;»
«Κάναμε ήδη πολλές».
* * * * *
Το απόγευμα με τη Μαρία κυλούσε δύσκολα. Βγήκανε να πάνε για καφέ και προσπαθούσε να μη δείχνει ότι κοιτάζει τις άλλες κοπέλες στο δρόμο. Μιλούσαν λίγο και χωρίς να λένε κάτι ενδιαφέρον, κάτι που δεν είχαν ξαναπεί ήδη αμέτρητες φορές. Οι σιωπηλές στιγμές μεταξύ τους δεν είχανε το αίσθημα της ζεστής οικειότητας που έχει η σιωπή των ταιριασμένων εραστών, αλλά κάτι από την αμηχανία του μαθητή μπροστά στο δάσκαλο. Ή τουλάχιστον έτσι ένιωθε αυτός.
Στην πραγματικότητα από την αρχή της βόλτας προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να της πει να σταματήσουν, όμως δεν έβρισκε το κουράγιο. Σίγουρα θα την στεναχωρούσε, έστω και λίγο. Και πώς να της το πει; Στα ίσια; Νομίζω πως η σχέση μας δεν είναι αυτό που ήταν. Με ψέματα; Έχω γνωρίσει μια άλλη κοπέλα. Στα πολύ ίσια; Μαρία, θέλω να σταματήσουμε. Τα λόγια πνίγονταν στο στόμα του. Το χέρι της μέσα στο δικό του ήταν τυπικό και άτονο – ένα τραπεζικό δάνειο σε μια επιχείρηση που πηγαίνει για πτώχευση. Με την άκρη του ματιού του έπιασε κλεφτά μια κοπέλα πιο πέρα, όπως μόνο οι άντρες ξέρουν να κάνουν χωρίς να το δείχνουν. Στην πραγματικότητα, η Μαρία τον κατάλαβε πολύ καλά, όπως μόνο οι γυναίκες ξέρουν να κάνουν χωρίς να το δείχνουν.
Για μια στιγμή, κάτι ανασάλεψε μέσα στο μυαλό του• κάτι γνωστό που ήξερε καλά… όμως τι; Ήξερε ότι ήταν οικείο, ήξερε ότι το ήξερε – κι όμως δεν ήξερε τι ήξερε. Με μια κίνηση του μυαλού του έπνιξε τη βασανιστική σκέψη. Δεν είχε νόημα να την κυνηγήσει άλλο, δεν θα κατάφερνε να τη θυμηθεί – το ήξερε κι αυτό. Δίπλα του η Μαρία ένιωσε πως κάτι του συμβαίνει και για μια στιγμή γύρισε να τον κοιτάξει. Το χέρι της συνέχισε να συνυπάρχει με το δικό του.
Όταν φτάσανε σπίτι της, την αποχαιρέτισε για το βράδυ χωρίς να καταφέρει πάλι να της πει ότι πρέπει να σταματήσουν. Πήρε μετά το δρόμο του με βαριά διάθεση, βάζοντάς τα με τον εαυτό του. Πειραγμένα ζάρια, σκέφτηκε. Παίζω με πειραγμένα ζάρια. Τον τσάτιζε και η άλλη σκέψη που του ερχόταν ξανά και ξανά, μόλις ένα εκατοστό πιο κάτω από την επιφάνεια της συνείδησης. Ένιωθε ότι ήταν κάτι σημαντικό, κάτι που ήξερε αλλά είχε ξεχάσει. Αναρωτήθηκε πώς γίνεται να ξέρει ότι το ξέρει. Μετά αναρωτήθηκε μήπως άρχισε να τρελαίνεται. Θυμήθηκε εκείνο το διήγημα, με τον άνθρωπο που ξύπνησε μεταμορφωμένος σε κατσαρίδα κι ανησυχούσε πώς θα πάει στη δουλειά του. Με τη σκέψη της δικής του δουλειάς και με διάθεση κατσαρίδας μέσα του, γύρισε σπίτι κι έπεσε για ύπνο.
* * * * *
Η επόμενη μέρα στο γραφείο κύλησε χωρίς να το καταλάβει, όπως κυλά ένα παιχνίδι για το αθλητή, όταν ξέρει ότι είναι στημένο. Πειραγμένα ζάρια. Μετά τη δουλειά δεν είχε διάθεση να γυρίσει σπίτι. Περπατώντας τυχαία πέρασε από ένα καφέ και τον τράβηξαν μέσα τα φώτα. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι μόνος. Πώς γίνεται συνήθως στις ταινίες; Εκεί που είσαι μόνος, κάποιος σε ρωτάει την ώρα ή σχολιάζει κάτι δυνατά και γνωρίζεστε. Μπορεί να συναντήσεις έτσι και τον έρωτα της ζωής σου. Ή έναν άγνωστο που θα αποδειχθεί μυστικός πράκτορας σε αποστολή. Μπορεί και να φύγετε μετά για να κλέψετε κάτι έγγραφα που είναι κρυμμένα στην άλλη άκρη του κόσμου. Κάπως έτσι δεν γίνεται στις ταινίες;
Δυστυχώς η σερβιτόρα τον άκουσε βαριεστημένα, του απαρίθμησε τη λίστα με τους καφέδες κι έφυγε χωρίς να τον κοιτάξει δεύτερη φορά. Όταν τον σέρβιρε, δεν είπε τίποτα κι ο καφές ήταν χυμένος. Κοίταξε ολόγυρα ελπίζοντας να ξετρυπώσει κάποιον εν δυνάμει μυστικό πράκτορα. Τίποτα. Χωρίς να είναι ειδικός, ήξερε ότι δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος από όλους αυτούς γύρω του να ζει διπλή ζωή. Ξαφνικά δεν ήξερε τι να κάνει στο μαγαζί κι επιπλέον έπρεπε να πιει κι έναν καφέ χωρίς να τον θέλει πραγματικά. Αν είχε πάρει τουλάχιστον μια εφημερίδα…. ο διπλανός του είχε μια αθλητική, αν και οι μυστικοί πράκτορες σίγουρα δε διαβάζουν αθλητικά.
Δίνοντάς του τα ρέστα, η σερβιτόρα είπε: «Σας ευχαριστώ πολύ» με τον ενθουσιασμό ενός μηχανήματος ΑΤΜ. «Κι εγώ σ’ ευχαριστώ» της είπε χωρίς να το εννοεί.
Πήγε σπίτι και βρήκε τον πατέρα του να μιλάει στο τηλέφωνο: « …ναι, θα τα πούμε αύριο, άντε, καλό απόγευμα» τον άκουσε να λέει σε κάποιον και να το κλείνει. Τον κυρίεψε ένας παράλογος φόβος ότι μιλούσαν γι’ αυτόν• ίσως να ήταν τρελός και να κανόνιζαν να τον κλείσουν σε ίδρυμα. «Σε παρακαλώ» ζήτησε απ’ τον πατέρα του, «έλα να μιλήσουμε, δεν αντέχω άλλο»
Ο πατέρας του ήρθε κοντά του κι αυτός συνέχισε: «Έχω βαρεθεί όλο να φτιάχνω ταξίδια για άλλους και ποτέ να μην κάνω κι εγώ ένα». Ξεφύσηξε θυμωμένα για μια στιγμή. «Για μένα, όλα είναι κωδικοί στον Η/Υ, ένα ποσό για το εισιτήριο – μετάβαση, επιστροφή συν φόρους αεροδρομίου»
Του έκανε καλό που τα είπε. Σιγά-σιγά ηρεμούσε από τα νεύρα και τη μελαγχολία. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον πατέρα του με μάτια γεμάτα ενδιαφέρον και θαυμασμό.
Αυτός κάτι απάντησε αλλά τα λόγια βγήκαν ακατάληπτα από το στόμα του. «Τι είπες;» τον ρώτησε, όμως ξαναπήρε πάλι μια ακαθόριστη απάντηση. Του φαινόταν σαν να μιλούσε μια ξένη γλώσσα. Η ανησυχία ξαναγύρισε μέσα του. Πήγε να ρωτήσει για δεύτερη φορά όμως σταμάτησε. Αυτό το αίσθημα πως κάτι, κάπου, ξέχασε, είχε ξαναγυρίσει. Και μαζί του γύρισαν όλοι οι βασανισμοί που το συνόδευαν.
Πέρασε την υπόλοιπη μέρα χωρίς να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Αν κρατούσε ημερολόγιο, δε θα είχε τι να γράψει.
* * * * *
Ξημέρωσε Κυριακή. Στην αρχή δεν ήθελε να σηκωθεί. Δεν είχε κουράγιο καλά-καλά ούτε να περπατήσει, ευτυχώς που δε δούλευε σήμερα. Η μητέρα του έβγαλε το κεφάλι της από την πόρτα: «Είσαι έτοιμος;»
«Έτοιμος για ποιο πράγμα;». Ένιωσε καλύτερα και μόνο που την έβλεπε.
Η μητέρα του απάντησε κάτι, αλλά δεν τo κατάλαβε. Τα λόγια της ακούγονταν ξένα στ’ αυτιά του. Συνέχισε να μιλάει για λίγη ώρα με ακατάληπτους ήχους μέχρι που την κατάλαβε ξεκάθαρα να λέει: «Είπαμε ότι σήμερα θα πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο, ξέχασες;»
Η αλήθεια ήταν ότι το είχε ξεχάσει. Όπως είχε ξεχάσει και κάτι άλλο, κάτι που τρεμόπαιζε λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια της συνείδησής του και δεν έλεγε να βγει παραέξω. Σαν τα όνειρα που δεν τα θυμόμαστε, αλλά ξέρουμε ότι κάτι είδαμε στον ύπνο μας. Αυτό είναι, αποφάσισε. Θα είδα κάποιο όνειρο και δε θα το θυμάμαι. Μ’ αυτήν την καθόλου παρήγορη σκέψη, άρχισε να ετοιμάζεται για τη βόλτα.
Μετά από λίγη ώρα είχαν μπει όλοι τους στο αυτοκίνητο και ξεκινούσαν. Τον βάλαν μόνο του στο πίσω κάθισμα κι ο πατέρας του ανακοίνωσε ότι θα παίρναν έναν ακόμα επιβάτη. «Πού θα πάμε;» ρώτησε τους γονείς του.
«Στο βουνό», απάντησε η μητέρα του.
Στο βουνό; Ένιωσε πως είχε κάτι να κάνει μ’ αυτό που ξέχασε. Εκείνο το βασανιστικό αίσθημα ξαναγύρισε ενισχυμένο. Αν μόνο μπορούσε να συγκεντρωθεί με το σωστό τρόπο…
Σε λίγο το αυτοκίνητο σταματούσε σε κάποιο σπίτι, ένας άντρας άνοιγε την πόρτα και καθόταν πίσω μαζί του. Τον περιεργάστηκε. Μήπως ήταν κανένας γιατρός; Αυτό είναι, πηγαίνουν να τον κλείσουν σε κάποιο ίδρυμα επάνω στο βουνό για θεραπεία, τα είχε χάσει εντελώς… Ας με κλείσουν λοιπόν, τι να κάνουμε; σκέφτηκε. Ο άγνωστος άντρας έβρισκε τέτοιο ενδιαφέρον σ’ αυτόν που δεν είχε μάτια για τίποτα άλλο.
Δεν τον ενοχλούσε το βλέμμα του αγνώστου, εφόσον ήταν μαζί με τους γονείς του. Έλπιζε μόνο να μην τον ξεχάσουν και να τον επισκέπτονται συχνά στο ίδρυμα. Η Μαρία σίγουρα δε θα περνούσε ούτε μια φορά να τον δει. Σίγουρα θα εκπλαγεί μόλις μάθει ότι είναι τρελός• μετά θα πει: «Δεν είναι δυνατόν!» και μετά: «Εγώ πάντα το ’λεγα ότι αυτός δε στέκει καλά στα μυαλά του».
Το αυτοκίνητο συνέχισε να προχωράει και μετά από μερικές ώρες ταξιδιού στην επαρχία πήρε έναν ανηφορικό δρόμο. Να που έκανε και κάποιο ταξίδι τελικά. Βέβαια δεν ήταν και τόσο εξωτικό όσο έλπιζε. Τέλος πάντων, δεν μπορείς να τα έχεις όλα στη ζωή – ειδικά αν δε στέκεις καλά στα μυαλά σου, όπως θα έλεγε κι η Μαρία. Ένιωθε πάντως αρκετά χαρούμενος κι αναρωτιόνταν πόσο θα κρατούσε η θεραπεία του. Σκέφτηκε το γραφείο ταξιδιών. Έπρεπε να είχε ειδοποιήσει ότι θα πάρει άδεια κάποιες μέρες.
Ο πατέρας του έδειξε μια βουνοκορφή που ερχόταν όλο και πιο κοντά τους. «Να, εκεί είναι».
«Άντε, φτάνουμε» είπε κι η μητέρα του.
Ο πατέρας του απάντησε πάλι κάτι το ακατάληπτο. Απορούσε πως μπορεί και βγάζει τέτοιους ήχους με το στόμα του. Μετά κι ο άγνωστος άντρας άρχισε να βγάζει ακατάληπτους ήχους. Το αίσθημα που τον βασάνιζε, ξαναδυνάμωσε. Δεν ένιωθε όμως απειλή ή ανησυχία. Είχε στυλώσει το βλέμμα του πάνω στο βουνό που πλησίαζε και παρατηρούσε ασάλευτος.
Μέσα στο αυτοκίνητο οι άλλοι τώρα μιλούσαν διαρκώς μεταξύ τους. Μιλούσαν; Μάλλον δεν ήταν η σωστή λέξη. Δεν καταλάβαινε τίποτα από αυτά που έλεγαν. Τον έπνιγε όμως ένα αίσθημα προσμονής καθώς σκαρφάλωναν την πλαγιά και ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή θα θυμόταν αυτό που είχε ξεχάσει. Πέρα μακριά είδε καθαρά ένα ποντικάκι να βγάζει το κεφαλάκι του από μια τρύπα στα βράχια. Αυτό του θύμισε ότι δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα κι έβγαλε μια κραυγή χαράς. Άρχισε να ξύνει ανυπόμονα με τα νύχια του καθώς το αυτοκίνητο σταματούσε.
Βγήκε έξω λίγο σαστισμένος, λίγο χαρούμενος, λίγο περίεργος, λίγο απ’ όλα. Οι μυρωδιές της βουνίσιας πλαγιάς, όλο πεύκο και θυμάρι, γέμισαν τα ρουθούνια του. Ανοίγοντας το ράμφος του έβγαλε άλλη μια κραυγή χαράς κι έκανε μερικά βήματα στο χώμα. Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα πέσει μπροστά, όμως γρήγορα βρήκε ότι ανοίγοντας τα φτερά μπορεί να ισορροπεί και να ελέγχει την κίνησή του. Τα μάτια του διέκριναν άνετα σπουργίτια και ποντικάκια πολλές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα. Αφέθηκε να πέσει μπροστά και καθώς έφτανε σε οριζόντιο επίπεδο, μ’ ένα δυνατό πλατάγιασμα των φτερών του πέταξε στον αέρα κι ανέβηκε στο κλαδί ενός πεύκου εκεί κοντά. Αμέσως έριξε τη ματιά του προς τα κάτω. Το βλέμμα του συναντήθηκε με τρία ανθρώπινα βλέμματα που κοιτούσαν προς τα πάνω. Ο ήλιος μεσουρανούσε και η κορφή του βουνού με τη βραχώδη πλαγιά δέσποζε στο όλο σκηνικό. Με ένα τελευταίο χαρούμενο κρώξιμο, κάτι σαν ιαχή νίκης και κάτι σαν αποχαιρετισμός, υψώθηκε προς τα μέρη των αετών.
* * * * *
Το αυτοκίνητο γυρνούσε από το βουνό με τρεις επιβάτες. Είχε ξεκινήσει με τέσσερις. Το ραδιόφωνο έπαιζε κάτι παράσιτα ανάκατα με παλιά λαϊκά που δεν ενδιέφεραν κανέναν, όμως κανένας δεν το έλεγε. Για την ακρίβεια, κανένας δεν έλεγε τίποτα. Πριν λίγο είχαν θαυμάσει ένα σπάνιο θέαμα: το πέταγμα ενός αετού πάνω από τα δέντρα προς τη βουνοκορφή. Είχαν καθίσει και τον παρακολούθησαν μέχρι που έγινε μια μικρή κουκκίδα και σιγά-σιγά εξαφανίστηκε εντελώς. Παρέμειναν λίγο ακόμα παρόλο που πια δεν έβλεπαν τίποτα και σκέφτηκαν όλοι το ίδιο: πως αυτός σίγουρα θα τους βλέπει τώρα με την εκπληκτική όραση των αετών, θα μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις εκφράσεις τους, ίσως και τις σκέψεις τους.
«Το πάει για βροχή», είπε σε κάποια στιγμή ο οδηγός εννοώντας: πείτε κάτι να σπάσει η σιωπή.
«Μπα, λες; Δε νομίζω», απάντησε η γυναίκα δίπλα του εννοώντας: τα έχουμε πει όλα πια, τα εξαντλήσαμε, δε μας έχει μείνει τίποτα άλλο.
Πεύκα και φλαμουριές απλώνονταν γύρω τους, ενώ σε κάποια στιγμή ο δρόμος πέρασε από μια ρεματιά με πλατάνια. «Βλέπω μαζεύονται σύννεφα μπροστά».
«Πίσω όμως ο ουρανός είν’ ανοιχτός – δεν αλλάζουμε σταθμό;»
«Όλοι τα ίδια έχουν».
«Όλοι τα ίδια έχουν...»
Το τοπίο γύρω τους συνέχιζε να παραμένει πλούσιο σε πεύκα και φτωχό σε ενδιαφέροντα ραδιοκύματα. Καταπληκτικές φυσικές ομορφιές πήγαιναν χαμένες, γιατί δεν υπήρχε ούτε μυαλό ούτε θέληση να παρατηρηθούν: ο οδηγός έμενε απορροφημένος στην οδήγηση, η γυναίκα στις σκέψεις της. Μόνο ο άντρας στο πίσω κάθισμα απολάμβανε τις πεσμένες πευκοβελόνες, τα σποραδικά αγριολούλουδα που φύτρωναν ανάμεσα απ’ τις ρίζες των δέντρων, τα βρύα στους βράχους, τις λίγες καστανιές που φάνηκαν κάποια στιγμή. Είχε μάθει να τα προσέχει όλα αυτά, ήταν υπεύθυνος ενός κέντρου προστασίας άγριων ζώων και πήγαινε συχνά στα βουνά και στα δάση. «Πάντως, να είστε προετοιμασμένοι», είπε.
«Τι εννοείς;»
«Δύσκολα θα επιβιώσει μόνος του. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα τα καταφέρει. Τα άγρια ζώα χρειάζονται τη μάνα τους. Ξέρετε, να τη μιμηθούν για να βρίσκουν τροφή, να φτιάχνουν τις φωλιές τους, όλα αυτά. Στο κέντρο θεωρούμε ότι ένας νεοσσός χωρίς τους γονείς του, είναι καταδικασμένος».
«Αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ», είπε ο οδηγός.
«Ναι, ποτέ», συμφώνησε κι ο άλλος άντρας. «Ίσως αν βρει άλλα ενήλικα πουλιά και τα μιμηθεί, ίσως έτσι να τα καταφέρει».
«Να σου πω», είπε η γυναίκα, «θα μου λείψει. Τον είχα συνηθίσει πια».
«Εφόσον ποτέ δε θα μάθουμε τι απέγινε, ας κρατήσουμε αυτήν την εκδοχή. Ότι ακολούθησε άλλους αετούς, τους μιμήθηκε και τα κατάφερε», είπε ο οδηγός. Μικρές σταγόνες έπεσαν επάνω στο παρμπρίζ, «στο ‘λεγα εγώ ότι πάει για βροχή».
«Τον είχαμε από μικρό πουλάκι – όχι απλώς από μικρό πουλάκι, αλλά προτού καν γεννηθεί», συνέχισε η γυναίκα. «Ήταν το μωρό μας».
«Πώς ακριβώς έγινε;» ρώτησε ο άντρας στο πίσω κάθισμα.
«Βρήκαμε το αυγό σε μια εκδρομή. Σκαρφαλώναμε στην πλαγιά και πέσαμε πάνω στη φωλιά. Η μαμά του ήταν λίγο παραπέρα• δηλαδή, ήταν καμιά εκατοστή μέτρα πιο κάτω, γεμάτη σκάγια. Είχαμε ακούσει το μπαμ μερικές ώρες πριν. Δεν κλείνουμε το ραδιόφωνο;»
«Φαγώθηκες με το ραδιόφωνο, ρε Μαρία...» έκανε ο οδηγός. «Άστο να μουρμουρίζει, τι σε πειράζει; Ή κλείστο, κάνε ό,τι θες».
Η γυναίκα άπλωσε το χέρι προς το κουμπί του ραδιοφώνου, τελικά όμως το ξαναμάζεψε. «Που λες, τελικά πήραμε το αυγό πολύ προσεκτικά και το πήγαμε σπίτι. Το βάλαμε σ’ ένα κουτί με βαμβάκι πάνω στο καλοριφέρ. Την επόμενη μέρα, είχε αρχίσει ήδη να ραγίζει. Θα τη θυμάμαι για πολλά χρόνια εκείνη τη μέρα».
«Όταν βγήκε απ’ τ’ αυγό, δεν έμοιαζε καθόλου γι’ αετός», πρόσθεσε ο οδηγός. «Άσχημος και ζαρωμένος».
«Ήταν το μωρό μας». Ο δρόμος έκανε στροφή και η γυναίκα βρήκε την ευκαιρία να κοιτάξει τη βουνοκορφή από το παράθυρο, εκεί που πριν λίγο πέταξε και χάθηκε ένας αετός. Καμία μακρινή κουκίδα δε φαινότανε.
«Κι αυτός το ίδιο θα νόμιζε», είπε ο άντρας στο πίσω κάθισμα, «ότι είναι το μωρό σας. Ότι είναι άνθρωπος».
«Του μιλούσαμε κανονικά. Κι αυτός καταλάβαινε», είπε η Μαρία.
«Ε, δεν καταλάβαινε», είπε ο οδηγός.
«Τα πουλιά που μεγάλωσαν με ανθρώπους, νομίζουν ότι είναι άνθρωποι. Ταυτίζονται μαζί τους», είπε ο άντρας στο πίσω κάθισμα.
«Καταλάβαινε, σου λέω. Εγώ είμαι σίγουρη ότι καταλάβαινε τα πάντα».
«Άντε, καλά, ό,τι πεις».
«Ήξερε τι σκεφτόμασταν».
«Ό,τι πεις».
«Θα μου λείψει πάντως».
Έπεσε πάλι σιωπή. Τα παράσιτα του ραδιοφώνου όχι μόνο δεν την τάραζαν, αλλά σαν να την τόνιζαν κιόλας. Ήταν μια ραδιοφωνικά υπογραμμισμένη σιωπή. «Πείτε κάτι, ρε παιδιά», έκανε μετά από αρκετή ώρα ο άντρας στο πίσω κάθισμα, «πώς πάει η δουλειά στο γραφείο ταξιδιών;»
Το αυτοκίνητο συνέχισε να κατηφορίζει προς την πόλη. Πάνω στη βουνοκορφή ένας αετός ανακάλυπτε τον κόσμο. Του φαινόταν πως μόλις είχε ξυπνήσει από ένα βαθύ όνειρο. Κάτι με ανθρώπους και σπίτια και γραφεία… τέλος πάντων, δεν είχε σημασία. Μετά από λίγο καιρό δε θα θυμόταν τίποτα.
------------
Τα Πειραγμένα Ζάρια είναι το πρώτο διήγημα που έγραψα, πριν καμιά δωδεκαριά χρόνια. Το ξαναθυμήθηκα τώρα και το δημοσιεύω.