Τα Παραμύθια Λένε Πάντα Την Αλήθεια

Μα πάντα, όμως! Σίγουρα πάντως αυτό ισχύει για τα παραμύθια που είπε ο αρχετυπικός Ινδιάνος παραμυθάς, ο Ίαγκου – ένας ξερακιανός γέρος, που είχε πάει πιο βαθιά από όλους μέσα στο δάσος, στα μέρη του ελαφιού. Θυμόταν και την πιο γέρικη βελανιδιά από τότε ακόμα που ήταν βελανίδι. Είχε μεγάλα μάτια, μεγάλα αυτιά και κατά καιρούς χανόταν για μήνες, ενώ όταν ξαναγυρνούσε, πάντα έφερνε πρωτάκουστα και θαυμαστά παραμύθια. Κανείς δεν τον πίστευε όμως όλοι ήθελαν να τον ακούσουν όταν κάθονταν γύρω από τη χειμωνιάτικη φωτιά του καταυλισμού, με τον Βοριά να φυσάει μανιασμένα και να τινάζει τις σπίθες. Κάποιος ανέφερε για τα βουλιαγμένα βράχια στο ποτάμι, κοντά στον μεγάλο καταρράχτη Νιαγάρα. «Σας έχω πει την ιστορία τους;» έκανε ο Ίαγκου κι όλοι έσκυψαν να τον ακούσουν:


Η Λυγισμένη Ιτιά ήταν το πιο όμορφο κορίτσι στον καταυλισμό. Πολλοί την ήθελαν όμως αυτή τους απέρριπτε όλους, γιατί η καρδιά της ήταν δοσμένη σ’ ένα παλικάρι από μια μακρινή φυλή, που μια μέρα, ήταν σίγουρη, θα ερχόταν και θα άφηνε ένα κόκκινο ελάφι στα πόδια της. 

Την ήθελε όμως κι ένας παλιόγερος, γεμάτος ουλές και ρυτίδες. Ένας σκληρός άνθρωπος, που μηχανευόταν τα πιο οδυνηρά βασανιστήρια για τους νέους της φυλής, όταν περνούσαν τη μυητική τελετή να γίνουν πολεμιστές. Τον έλεγαν Δεν Έχει Καρδιά – όνομα και πράμα. Ορκίστηκε να παντρευτεί τη Λυγισμένη Ιτιά και, καθότι ήταν ισχυρός και πλούσιος, οι γονείς της δεν τολμούσαν να του το αρνηθούν. Μάταια παρακαλούσε και ικέτευε η κοπέλα... 


Αν λοιπόν το παραμύθι αρχίσει έτσι, πώς φαντάζεστε ότι θα συνεχίσει; Θέλω να πω, όλοι έχουμε ακούσει αμέτρητες ιστορίες στο πρότυπο: ένας Καλός, ένας Κακός, μια Κοπέλα που τη θέλουν και οι δύο, έρχεται η Σύγκρουση, ο Καλός μοιάζει να κατατροπώνεται από τον Κακό, όμως ανακαλύπτει μια κρυφή δύναμη μέσα του, ξεπερνάει τον εαυτό του, θριαμβεύει, παντρεύεται την Κοπέλα, the end. Τα παραμύθια όμως που είπε ο Ίαγκου είναι πιο παλιά, από τότε ακόμα που η γη ήταν νέα, γιατί τα είχε ακούσει από τον παππού του κι αυτός από τον δικό του παππού και πάει λέγοντας:


Την τελευταία ημέρα πριν τον γάμο, η Λυγισμένη Ιτιά πήγε στο δάσος κι έκλαιγε ακούγοντας τον βροντερό καταρράχτη Νιαγάρα. Έμεινε όλη νύχτα εκεί, μέχρι που ο Καταρράχτης τής ψιθύρισε. Νωρίς τα χαράματα που όλοι ακόμα κοιμόντουσαν, η Λυγισμένη Ιτιά γύρισε στην καλύβα των γονιών της, πήρε το κανό του πατέρα της και το έριξε στο ποτάμι. Ανέβηκε επάνω και κωπηλάτησε προς τον μεγάλο Καταρράχτη, μέχρι που την άρπαξαν τα ρεύματα και την ταρακούνησαν σαν ξερόκλαδο. Τότε όμως τα νερά χωρίστηκαν, η κοπέλα πέρασε μέσα τους και βγήκε σε μια σπηλιά. Εκεί ζούσε το πνεύμα του Σύννεφου και της Βροχής. 

Ήταν ένας μικροκαμωμένος γεράκος, με άσπρο πρόσωπο, γκρίζα μαλλιά κι απαλά γένια, σαν τον αφρό του καταρράχτη. Της έδωσε ένα ζεστό ύφασμα να τυλιχτεί, ψάρια να φάει και την οδήγησε σε μια μαγική φωτιά να ζεσταθεί – είναι αυτή η φωτιά που καίει πίσω από τον καταρράχτη κι από τις κιτρινοπράσινες φλόγες της σχηματίζεται το ουράνιο τόξο των νερών. Το πνεύμα τής είπε ότι γνώριζε την ιστορία της και την προσκάλεσε να μείνει μαζί του μέχρι να πεθάνει ο άσχημος παλιόγερος. «Ένα μεγάλο φίδι κρύβεται κάτω από τον καταυλισμό σας», πρόσθεσε, «και δηλητηριάζει την πηγή από την οποία πίνει νερό ο Δεν Έχει Καρδιά». 

Η Λυγισμένη Ιτιά τον ευχαρίστησε θερμά και τον ρώτησε για το φίδι. Το πνεύμα τής είπε ότι το ερπετό είχε κάποτε γευτεί ανθρώπινο αίμα κι από τότε δεν μπορούσε να βρει ηρεμία. Οπότε, κρύφτηκε κάτω από τον καταυλισμό και μαγάριζε μ' ένα μαύρο φαρμάκι τις πηγές και τα ποτάμια από τα οποία έπινε νερό ο κόσμος. Κι όταν κάποιος πέθαινε, το φίδι γλιστρούσε τη νύχτα ως το σώμα του νεκρού κι έπινε το αίμα του. «Όταν επιστρέψεις», της είπε το πνεύμα, «πείσε τους ανθρώπους σου να μετακινήσουν τον καταυλισμό. Ελάτε εδώ κοντά μου κι αν το φίδι σάς ακολουθήσει, εγώ θα σας προστατέψω». 

Η Λυγισμένη Ιτιά κάθισε 4 μήνες μαζί με το πνεύμα κι αυτό της έδειξε τα βότανα που γιατρεύουν τις αρρώστιες. Κάποια μέρα, όταν επέστρεψε από το ψάρεμα, το πνεύμα είπε: «Πέθανε σήμερα ο Δεν Έχει Καρδιά. Το βράδυ θα ρίξω μια γέφυρα από τον Καταρράχτη ως τους λόφους και θα την κρατάω γερά μέχρι να σκαρφαλώσεις και να πας στους ανθρώπους σου». 

Όταν βγήκε το φεγγάρι κι άστραψε πάνω στα νερά, το πνεύμα σήκωσε μια απαλή αύρα κι αυτή πήρε τον αφρό του Καταρράχτη και τον μετέφερε μακριά, μέχρι τους λόφους. Η Λυγισμένη Ιτιά ανέβηκε πάνω στην αέρινη αψίδα του αφρού και περπάτησε πάνω της. 



Ο Καταρράχτης, φαίνεται και η μαγική φωτιά του πνεύματος 


H φυλή της την καλωσόρισε και κανείς δε λυπήθηκε που δεν παντρεύτηκε τον Δεν Έχει Καρδιά. Η Λυγισμένη Ιτιά τούς είπε για το πνεύμα του Σύννεφου και της Βροχής, για τη σπηλιά του, την καλωσύνη του και τα πράγματα που τη δίδαξε. Τους είπε και για το φίδι. 

Στην αρχή, κανείς δεν ήθελε να μετακινήσουν το χωριό τους. Το μέρος είχε καλούς ψαρότοπους, ενώ κοντά στον Καταρράχτη, μόνο τα πνεύματα μπορούσαν να πιάσουν ψάρια. Όταν όμως αρρώστησαν κάποιοι δυνατοί πολεμιστές και πέθαναν τα παιδιά του Αρχηγού, όλοι σήκωσαν της καλύβες τους και πήγαν εκεί που μπορούσαν να έχουν την προστασία του πνεύματος. 

Ζούσαν με ειρήνη και υγεία για πολύ καιρό, όμως μετά από μερικά φεγγάρια, το φίδι ανακάλυψε τον καινούργιο τους καταυλισμό και τους επισκεύτηκε. Το πνεύμα του Σύννεφου και της Βροχής θύμωσε που το ερπετό τόλμησε να έρθει τόσο κοντά στο σπίτι του. Πήρε μια χούφτα από τη μαγική φωτιά του, την έπλασε σε κεραυνό και τον εκσφενδόνισε στο τέρας• η πρώτη βολή το ζάλισε, η δεύτερη το τραυμάτισε βαριά και η τρίτη το σκότωσε. 

To πνεύμα του Σύννεφου και της Βροχής τούς είπε να πετάξουν το φίδι μέσα στα νερά. Όλες οι γυναίκες της φυλής βγήκαν να το σηκώσουν, το σώμα του ήταν τόσο μακρύ ώστε χρειάστηκαν είκοσι σαϊτιές για να μετρήσουν από το κεφάλι ως την ουρά του. Όταν το πέταξαν στα αφρισμένα νερά, έμοιζε σαν να έπεσε ένα βουνό στο ποτάμι. Το φίδι παρασύρθηκε αργά ως τον μεγάλο Καταρράχτη και σφηνώθηκε ανάμεσα στα βράχια. Αυτά βούλιαξαν από το βάρος του, μπορεί να τα δει κανείς ακόμα και σήμερα. Τα δυνατά νερά σιγά-σιγά κομμάτιασαν το σώμα του ερπετού και το παρέσυραν μακριά. 

Την Άνοιξη ήρθε το παλικάρι που αγαπούσε η Λυγισμένη Ιτιά, άφησε ένα κόκκινο ελάφι στα πόδια της και ζήσαν χαρούμενοι οι δυο τους. 


Τα περισσότερα ινδιάνικα παραμύθια δεν έχουν ήρωες σαν κι αυτούς που έχουμε συνηθίσει όλοι εμείς, οι μέτοχοι της ελληνικής παιδείας και γαλουχημένοι με τα Ομηρικά Έπη. Στο παραπάνω παραμύθι, όλη τη δουλειά την έκανε το πνεύμα του Σύννεφου και της Βροχής. Ούτε σύγκρουση είχαμε, ούτε ο Καλός ανακάλυψε κάποια κρυμμένη δύναμη μέσα του ή έδειξε κάποια σπουδαία ικανότητα• η Λυγισμένη Ιτιά ανακάλυψε απλώς ένα χρήσιμο εργαλείο. Γιατί αυτό είναι τα περισσότερα ινδιάνικα πνεύματα: εργαλεία. Αυτή είναι όμως και η ματιά του χωρικού, που ζει μέσα στη φύση και τη βλέπει – όχι γεμάτη από ομορφιά και γοητεία, όχι, αυτή είναι η δική μας, αστική ματιά. Ο χωρικός βλέπει τη φύση γεμάτη από πόρους και εργαλεία.

Κι επίσης, τα περισσότερα ινδιάνικα παραμύθια είναι παραμύθια κοινοτήτων, όχι ηρώων. Οι κοινότητες είναι ομάδες, όλοι για έναν και ένας για όλους. Κατά καιρούς όμως μπορούν να γίνουν ανθρωποφαγικές, να απαιτήσουν τη θυσία του μεμονωμένου μέλους για να διατηρηθεί η κοινοτική αρμονία. Ναι, αλλά όταν κάποιο μέλος της κοινότητας δυστυχεί, όταν το όλοι για έναν εξαφανίζεται και μένει μόνο το ένας για όλους, τότε ένα μεγάλο φίδι κρύβεται κάτω από το χωριό, φαρμακώνει τις πηγές και τα παιδιά πεθαίνουν. Όταν όμως όλα τα μέλη της κοινότητας ευτυχούν, τότε καλόβολα πνεύματα προστατεύουν το χωριό και χρήσιμα βότανα ανακαλύπτονται για τις αρρώστιες. Ο Ίαγκου είπε αμέτρητες φορές τη Λυγισμένη Ιτιά στα χειμωνιάτικα βράδια, με το χωριό συγκεντρωμένο γύρω από τη φωτιά. Κανείς δεν τον πίστευε όμως όλοι τον πίστευαν. Και τον άκουγαν με ενδιαφέρον γιατί τα παραμύθια λένε πάντα την αλήθεια!

Αυτά! Και μην το βάζετε κάτω, στο φινάλε όλα καλά θα πάνε, παραδόξως.

5 σχόλια:

  1. Χμ! παραμύθι χωρίς τις λειτουργίες του Προπ. Άραγε επειδή είναι ερμηνευτικός μύθος, ή δεν πιάνουν οι λειτουργίες εκτός Ευρασίας;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μη σου πω και πως όταν το έγραφα σκεφτόμουνα ότι το συγκεκριμένο παραμύθι ίσως έχει μολυνθεί από επιρροές των Χλωμών Προσώπων! Γιατί κλείνει κομψά στο τέλος, αποκαθιστά την ισορροπία, ενώ η Λυγισμένη Ιτιά περνάει μια διαδικασία (μικρού) θανάτου και (μικρής) ανάστασης - το βράδυ που έκλαιγε στο δάσος.

    Άλλα ινδιάνικα παραμύθια που 'χω διαβάσει έχουν τόση σχέση με τον Προπ, όση κι ο Βενιζέλος με την ειλικρίνεια. Το παλικάρι κι η κοπέλα που ζούσαν ευτυχισμένα, μέχρι που μια μέρα ο τύπος θέλησε να πάρει κι άλλη γυναίκα για να ανεβάσει το στάτους του στο χωριό, η κοπέλα δεν άντεξε, έπεσε απ' τον καταρράχτη και σκοτώθηκε, the end. Ένα σαλιγκάρι κόλλησε στη λάσπη, ξαφνικά μεγάλωσε κι έγινε άνθρωπος, περπάτησε κι έφτασε ως το χωριό των καστόρων, εκεί ερωτεύτηκε την κόρη του αρχηγού, παντρεύτηκαν κι έζησαν χαρούμενοι, the end. Άλλα είναι τόσο μεγάλα και δεν έχουν κεντρική πλοκή, ούτε κάποιον καλό και κάποιον κακό. Ο Προπ είναι δημιούργημα των Χλωμών Προσώπων!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πρέπει να τα ξεσκονίσω λίγο, αλλά σκέφτομαι πως ίσως έχει να κάνει με τη διαφορά μύθου και παραμυθιού. Απ' όσο μπορώ να θυμηθώ την ανάλυση του Οιδίποδα από τον Λεβί-Στρως, δεν έχει τις λειτουργίες του Προπ αν και οπωσδήποτε επηρεάστηκε ως σύστημα. Αυτά που λες μοιάζουν να είναι ερμηνείες φαινομένων ή τοπίων, ίσως καταγωγικοί μύθοι φυλών κλπ. Παραμύθια-παραμύθια δεν έχουν οι Ινδιάνοι;

      Η άλλη εκδοχή μου είναι ότι οι λειτουργίες του Προπ εμφανίζονται μόνο στο ινδοευρωπαϊκό φολκλόρ, κάπως σαν την τριμερή λειτουργία του Ντυμεζίλ. Σκέφτηκα ότι τα τούρκικα (μη ινδοευρωπαϊκά) παραμύθια που έχω διαβάσει είναι προπιανά (έτσι να λέγεται άραγε;), μετά σκέφτηκα ότι ίσως είναι επηρεασμένα από το ΙΕ περιβάλλον. Έχω κάτι αραβικά στο σπίτι που θα κοιτάξω. Άραγε τα κινέζικα...;

      Διαγραφή
  3. Παλιά είχα διαβάσει αυτό το βιβλίο και μου έκανε εντύπωση πόσο διαφορετικά ήταν τα παραμύθια/ιστορίες του από αυτά που έχουμε συνηθίσει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Επίσης, τώρα σκέφτηκα ότι δεν ισχύει αυτό για όλα τα ινδοευρωπαϊκά παραμύθια: για παράδειγμα, το Η Πράσινη Ανάπτυξη (παραμύθι του Χανς Κρίστιαν ΓΑΠ) δεν έχει καθόλου δομή Προπ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.