Tα Τύμπανα Του Ναγκακλό

Κεντρικό σημείο του μαρξισμού είναι η έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου (ο όρος προϋπήρχε του Μαρξ). Ο David Harvey το αποδίδει ωραία εδώ:
«Κατά τον Άνταμ Σμιθ, η ταξικότητα οφείλεται στο ότι κάποιοι άνθρωποι, κάποτε, υπήρξαν εργατικοί και άλλοι όχι. Κάποια νοιάστηκαν να δουλέψουν καλά και κάποιοι δεν έδιναν δεκάρα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σιγά-σιγά οι εργατικοί άρχισαν να συσσωρεύουν πλούτο. Οι τεμπέληδες, αντίθετα, δεν μπορούσαν να συσσωρεύσουν πλούτο, οπότε στο τέλος, για να τα βγάλουν πέρα, αναγκάστηκαν να πουλάνε την εργασία τους» 
Δηλαδή, κατά τη θεολογία του Άνταμ Σμιθ, πίσω από τον πλούτο βρίσκονται υγιείς ποιότητες: εργατικότητα, υπευθυνότητα, ενδεχομένως καινοτομία, επινοητικότητα, και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Συνεχίζει ο Harvey:
«Κατά τον Μαρξ, η πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου ήταν κάτι που είχε να κάνει με αρπαγή δημόσιας γης, σε πολλές περιπτώσεις περιφράζοντάς την, και εκδίωξη των γηγενών ώστε να δημιουργηθεί ένα άκληρο προλεταριάτο» 
Δηλαδή, πίσω από τον πλούτο δεν κρύβεται κάτι υγιές, αλλά αρπαγές και λεηλασίες, ενδεχομένως και αίμα. Παρόμοιες όμως ιδέες διατυπώθηκαν και από πολλούς άλλους εκτός του Μαρξ:

- Παραμυθάκι του Άμπροουζ Μπιρς, O Τζίτζικας κι ο Μέρμηγκας
Μια χειμωνιάτικη μέρα ένα πεινασμένο Τζιτζίκι ζήτησε από ένα Μυρμήγκι να του δώσει λίγο φαγητό από τη μυρμηγκαποθήκη. «Γιατί όμως», του είπε το Μυρμήγκι, «δεν αποθήκευες κι εσύ λίγο φαγητό να έχεις, αντί να τραγουδάς όλη την ώρα;» 
«Μα το ‘κανα!» είπε το Τζιτζίκι. «Το ‘κανα, πώς δεν το ‘κανα! Όμως εσείς, ρε παιδιά, μπήκατε και μου τα σηκώσατε όλα». 

- Ο Don Marquis (1878-1937), αμερικάνος συγγραφέας και αρθρογράφος, έλεγε, «Όταν κάποιος σου πει ότι η σκληρή δουλειά τον έκανε πλούσιο, ρώτησέ τον: Η σκληρή δουλειά ποιανού;» 

- Θέλετε να δείτε πώς είναι η έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου στην προφορική παράδοση των Καρέν; Οι Καρέν είναι ένας λαός στη Βιρμανία και την Ταϊλάνδη με διαφορετικούς βαθμούς εκπολιτισμού: άλλοι ζούνε στις ζούγκλες των Ιμαλαΐων, άλλοι κατέβηκαν στα πεδινά και ενσωματώθηκαν στο σύστημα, κι άλλοι μοιράζουν τη ζωή τους μεταξύ βουνού και πόλης. Οι βουνίσιοι έχουν βρει τρόπους να καλλιεργούνε ρύζι, λαχανικά και φρούτα μέσα στη ζούγκλα. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε μερικά πράγματα γι’ αυτούς. Το παρακάτω είναι μια αφήγηση ενός ηλικιωμένου Καρέν, ανθρώπου των βουνών, που δεν ξέρει καν να γράφει και να διαβάζει (από εδώ, Indigenous Views, 2005). Πρώτα δυο παρατηρήσεις: (1) Πάρα πολλοί μύθοι Καρέν είναι στο ίδιο μοτίβο: κάποιος καλλιεργεί μέσα στο δάσος, μια μέρα βγαίνει ένα ζώο μέσα από τα δέντρα – ένας ελέφαντας, μια αρκούδα κ.λπ. – και του τρώει όλο το ρύζι, ο καλλιεργητής κυνηγά το ζώο μέσ’ στο δάσος και ανακαλύπτει κάτι, (2) Δύσκολα αποδίδονται στα ελληνικά οι ήχοι της γλώσσας των Καρέν. Η απόδοση των ονομάτων είναι, φυσικά, κατά προσέγγιση.  
Ο πρώτος άνθρωπος που κατάφερε να καλλιεργήσει στις ζούγκλες των βουνών ήταν ο Που Μοτό. Μια μέρα, ένα άγριο γουρούνι βγήκε από το δάσος και έφαγε όλο το ρύζι στα χωράφια του. Ο Που Μοτό κυνήγησε το γουρούνι με δίχτυ και δόρυ. Προσπάθησε να το σκοτώσει, όμως αυτό ξέφυγε κι άφησε πίσω τους χαυλιόδοντές του, έναν χρυσό κι έναν ασημένιο. Ο Που Μοτό τους χρησιμοποίησε για να χτενίζει τα μαλλιά του και δεν σταφίδιασε ποτέ από γηρατειά, η μαγική χτένα τον κρατούσε νέο. 
Μια άλλη φορά, καθώς ο Που Μοτό καλλιεργούσε στο δάσος, ήρθε μια τεράστια μαϊμού και του έφαγε όλο το ρύζι. Ο Που Μοτό φοβήθηκε, η μαϊμού ήταν πολύ δυνατή, και ξάπλωσε κάτω παριστάνοντας τον πεθαμένο. Τον είδε και τον λυπήθηκε η μαϊμού, πήγε στις άλλες μαϊμούδες να του ετοιμάσουν κηδεία. Η τεράστια μαϊμού χόρευε και τραγουδούσε παίζοντας με τα χέρια και τα πόδια της δυο μεταλλικά τύμπανα, ένα χρυσό κι ένα ασημένιο, που έβγαζαν υπέροχο ήχο. Τότε ο Που Μοτό σηκώθηκε κι οι μαϊμούδες τρόμαξαν, έφυγαν κι άφησαν πίσω τους τα τύμπανα. 
Πριν πεθάνει ο Που Μοτό, άφησε τα υπάρχοντά του στους δύο γιους του, μια χρυσή χτένα κι ένα ασημένιο τύμπανο στον έναν, μια ασημένια χτένα κι ένα χρυσό τύμπανο στον άλλον. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, ο Ναγκακλό, ο μεγάλος γιος, πήρε το τύμπανο από τον αδερφό του, τον Τομεπά, ο οποίος έμεινε με τις δύο χτένες. Οι χτένες έκαναν αυτόν που τις κρατούσε να περπατάει πολύ γρήγορα, σαν τον άνεμο. 
Οι τελευταίες προτροπές του Που Μοτό στους γιους του ήταν να ψάξουν να βρουν ένα καλύτερο μέρος για να ζήσουν. Αναζητώντας αυτό το μέρος, ο μεγάλος γιος σκέφτηκε ότι στον κόσμο υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί άνθρωποι. Ο μικρός γιος, αντίθετα, σκεφτόταν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Ο Ναγκακλό πήρε όλο το καλό φαγητό για τον εαυτό του, κι άφησε το σκάρτο φαγητό στον αδερφό του. 
Ο μεγάλος αδερφός δεν μπορούσε να περπατήσει γρήγορα κουβαλώντας τα τύμπανα. Αντίθετα, ο μικρός αδερφός με τις μαγικές χτένες ήταν σαν να πετούσε. Τα δυο αδέρφια γρήγορα χάθηκαν μεταξύ τους. Ο Ναγκακλό δεν μπόρεσε να περάσει το ποτάμι και τον παρέσυρε το ρέμα [μάνα μου, δεν είναι ψέμα] ως τον καταρράκτη, όπου και έχασε τα τύμπανα. Ακόμα και σήμερα μπορούμε να ακούσουμε τον ήχο τους μέσα από τον καταρράκτη. 
Ψάχνοντας για το καλό μέρος, ο δεύτερος γιος είχε πολλές επιλογές: «Το κοκκινόχωμα δεν είναι κατάλληλο. Ούτε και το ασπρόχωμα είναι καλό. Το πρασινόχωμα είναι το καλό». Βρήκε λοιπόν μια περιοχή με πράσινο χώμα, με πολλές πηγές, δέντρα, φυτά και ζώα. Ήταν ακριβώς κάτω από το Αστέρι του Ελέφαντα, ένα υπέροχο μέρος. Η ζωή των Καρέν ήταν πολύ καλή εκεί. Ξεχορτάριαζαν περιοχές, έφτιαχναν χωράφια και καλλιεργούσαν μέσα στο δάσος. 
Ο Τομεπά βρήκε τον μεγάλο του αδερφό στον Νότο, όπου ζούσε πολύ φτωχικά εξαιτίας της πλεονεξίας του. Ο Τομεπά τον πήρε και τον πήγε σ’ ένα διπλανό χωριό με πρασινόχωμα. Από τότε και μετά, ο Ναγκακλό σεβόταν τον μικρό του αδερφό. Από αυτά τα δύο χωριά προέρχονται όλοι οι Καρέν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.