Οι Αόρατοι Φράχτες

Μερικές σκέψεις για τον φασισμό, τώρα που η Ελλάδα χρυσαυγοποιείται:

Είναι αλήθεια ότι συχνά η κατηγορία του φασισμού (και της ακροδεξιάς) εκτοξεύεται δεξιά κι αριστερά χωρίς διάκριση. Ας πούμε, ενίοτε χαρακτηρίζεται «φασίστας» κάποιος που θα του ταίριαζε καλύτερα το «τραμπούκος» ή «νταής». Από την άλλη, συχνά αναγνωρίζουμε ως φασιστική ή ακροδεξιά μια συμπεριφορά, έναν τρόπο σκέψης, μια πολιτική πρακτική, μια μεθόδευση, μια στάση κ.α., που δεν φέρει τα σύμβολα του παραδοσιακού φασισμού. Το ΛΑΟΣ ήταν δεξιό ή ακροδεξιό κόμμα; (γνώμη μου: κάπου ανάμεσα). Ο Μπερλουσκόνι; Η διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών από τον Λοβέρδο ήταν φασιστική; (γνώμη μου: ναι, ήταν). Υπάρχει και η περίεργη διαπίστωση ότι ο φασισμός δεν έχει ιδεολογία, το έλεγε κι ο Χατζιδάκις. Ο Μουσολίνι, για παράδειγμα, πρώτα πήρε την εξουσία ημι-πραξικοπηματικά, και κατόπιν προσπάθησε να βρει θέσεις για το Φασιστικό Κόμμα, να αυτοπροσδιοριστεί• πρώτα ήταν φασίστας και μετά προσπάθησε να καταλάβει τι είναι. Διαβάζοντας κατά καιρούς και διάφορα «επιχειρήματα» ΧΑτών, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι πιστεύουν και τι θέλουν. Κυκλοφορεί ευρέως κι ένα κείμενο του Ουμπέρτο Έκο που προσπαθεί να σκιαγραφήσει τα χαρακτηριστικά του «πρωτο-φασισμού» (φόβος του διαφορετικού, λατρεία της παράδοσης κ.α.). Όλα αυτά όμως δε με ικανοποιούν, νομίζω ότι δεν συλλαμβάνουν την ουσία του φασιστικού φαινομένου. Να το διατυπώσω με ακρίβεια:

(1) Παρόλο που καμιά φορά το παρακάνουμε και πέφτουμε σε πληθωρισμό χαρακτηρισμών, συχνά όμως αναγνωρίζουμε κάτι ως φασιστικό, παρόλο που μπορεί να φέρει ή να μη φέρει τα σύμβολα του παραδοσιακού φασισμού. Ο ιστορικός φασισμός είχε... κάποιο στοιχείο, κάτι που ξεπερνά τις σβάστικες και τα SS, οπότε μπορεί να το συναπαντήσουμε εκεί που δεν το περιμένουμε.

(2) Όποιο και να είναι αυτό το στοιχείο, η ουσία του φασισμού, πάντως μας προσβάλλει βάναυσα.

Λοιπόν, τι είναι αυτό που αναγνωρίζουμε ως φασισμό και γιατί το αισθανόμαστε τόσο απεχθές;

 
Κανόνες στο Παιχνίδι 
Πολλοί ευκατάστατοι Αμερικάνοι χρησιμοποιούν μια βλακεία για τα σκυλιά τους που ονομάζεται Αόρατος Φράχτης (Invisible Fence). Μπορείτε να τον θαυμάσετε εδώ. Φοράνε στον σκύλο ένα ειδικό κολάρο, κι άμα το ζώο πάει να περάσει πάνω από ένα θαμμένο καλώδιο στο έδαφος, τρώει ηλεκτροσόκ από το κολάρο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ιδιοκτήτες κρατάνε τον σκύλο περιορισμένο και χωρίς να χτίζουν φράχτες στις ιδιοκτησίες τους (όταν γίνει η επανάσταση, όλοι αυτοί θα είναι από τους πρώτους που θα πάνε στα ρυζοχώραφα για αναμόρφωση). Οι Αόρατοι Φράχτες όμως δεν αφορούν μόνο τους ευκατάστατους Αμερικάνους. Αντιγράφω ένα σημείο από κάποιο παλιότερο κείμενο:

Βασιλιάς Σάκα. Ο John Keegan στο δεύτερο κεφάλαιο του A History Of Warfare μιλάει για τον βασιλιά Σάκα των Ζουλού που έγινε θρύλος για τα πολεμικά του κατορθώματα. Πριν από τον βασιλιά Σάκα, η χώρα των Ζουλού ήταν κατακερματισμένη σε αμέτρητα μικροβασίλεια που συχνά έφταναν σε προστριβές μεταξύ τους. Λοιπόν, ο Σάκα κατάφερε να νικήσει στη μάχη όλους σχεδόν τους αντιπάλους του και να ενώσει υπό την κυριαρχία του ένα τεράστιο μέρος της Ζουλουλάνδης. Πώς τα κατάφερε; Μήπως είχε καλύτερα όπλα, περισσότερους στρατιώτες ή ήταν κάποια στρατηγική ιδιοφυία; Τίποτα από αυτά. 

Πριν τον βασιλιά Σάκα, οι μάχες των Ζουλού είχαν ένα τυποποιημένο τελετουργικό. Οι δύο εχθρικές στρατιές συναντιόνταν με ακόντια και ασπίδες στο προκαθορισμένο σημείο και ξεσπούσαν σε ομοβροντίες από βρισιές και προσβολές. Όταν όλοι πλέον είχαν φτιαχτεί για τα καλά, οι στρατιώτες της μίας παράταξης πετούσαν τα ακόντιά τους στους εχθρούς, οι οποίοι έσπευδαν να καλυφθούν με τις ασπίδες τους και τα απέκρουαν. Κατόπιν, γινόταν το αντίστροφο. Στο τέλος, οι στρατιώτες και των δύο πλευρών έπεφταν ο ένας επάνω στον άλλον με ραβδιά, γροθιές και πέτρες, έπεφτε άγριο ξύλο, μέχρι να γίνει φανερό ποιοι είναι οι νικητές και ποιοι οι ηττημένοι. Οι παραδοσιακές «μάχες» των Ζουλού, λοιπόν, μπορεί να έληγαν χωρίς ούτε έναν νεκρό. Σίγουρα υπήρχαν άφθονα ανοιγμένα κεφάλια, σπασμένα χέρια και πλευρά, καμιά φορά μπορεί και να υπέκυπτε κάποιος, εμείς όμως αυτό δε θα το αποκαλούσαμε «μάχη». Το πλησιέστερο αντίστοιχο που μπορώ να σκεφτώ είναι: «σύγκρουση μεταξύ αντίπαλων χούλιγκαν».

Τι έκανε λοιπόν ο Σάκα; Την πρώτη φορά που οι στρατιώτες του βγήκαν στον πόλεμο, οι αντίπαλοι περίμεναν ότι θα παίξουν αυτό το παραδοσιακό παιχνίδι με βρισιές και ξύλο, όμως οι στρατιώτες του Σάκα δεν πήγαν για να παίξουν. Έπεσαν κατευθείαν επάνω στους εχθρούς με λόγχες και ακόντια, και τους πετσόκοψαν. Μέχρι οι υπόλοιποι μικροβασιλιάδες των Ζουλού να καταλάβουν τι συμβαίνει, ο Σάκα συνέχισε κατά τον ίδιο τρόπο και υπέταξε ένα μεγάλο αριθμό από τα μικροβασίλεια της Ζουλουλάνδης. Το όπλο του ήταν η συνειδητοποίηση του αποφασιστικού πλεονεκτήματος που μπορεί να του αποφέρει η μονομερής παραβίαση των άρρητων κανόνων της μάχης – ότι μπορεί να νικήσει εύκολα αρκεί να εκπαιδεύσει τους στρατιώτες του για φόνο, τη στιγμή που οι άλλοι θα είναι προετοιμασμένοι για ξύλο. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο χαρακτήριζαν τον Σάκα οι αντίπαλοί του, υποψιάζομαι όμως ότι θα ήταν συναφής μ’ αυτό που εμείς σήμερα λέμε «φασίστας».

Διότι κάθε αντιπαράθεση – σωματική, πολιτική, λεκτική, κοινωνική κ.λπ. – διέπεται από κάποιους άγραφους κανόνες, ορισμένους Αόρατους Φράχτες τους οποίους σέβονται οι αντιμαχόμενες πλευρές και δεν ξεπερνάνε. Και μάλιστα, θα έλεγα, ότι συνήθως οι κανόνες αυτοί είναι ασύνειδοι, οι Φράχτες χτίζονται ανεπαισθήτως, χωρίς κρότον κτιστών ή ήχον: τους ανακαλύπτουμε την ώρα της αντιπαράθεσης όταν διαπιστώνουμε ότι ορισμένα πράγματα απλά δεν μπορούμε να τα κάνουμε. Δεν μπορούμε να συκοφαντήσουμε, να χτυπήσουμε τον άλλον, να πούμε κατάφωρα ψέματα, να εξαπατήσουμε κ.ο.κ. Έτσι γίνεται συνήθως. Το θέμα εδώ είναι ότι κάποιος που θέλει πάση θυσία να κερδίσει, μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτόν τον περιορισμό του αντιπάλου από Αόρατους Φράχτες – όπως ακριβώς έκανε ο βασιλιάς Σάκα. Και κατά κανόνα αυτό οδηγεί σε μια αίσθηση προδοσίας, ότι δεν παίζεις τίμια, παραβιάζεις ένα άγραφο συμβόλαιο. Προτείνω λοιπόν ότι εδώ είναι που πρέπει να κοιτάξουμε για να εντοπίσουμε την ουσία αυτού που αναγνωρίζουμε ως φασισμό.

Επιχειρηματικότητα. Σκεφτείτε το λίγο στο θέμα της επιχειρηματικότητας και του εμπορίου. Ρωτήστε έναν οποιονδήποτε επιχειρηματία εκεί έξω. Θα σας πει ότι δεν μπαίνουν όλα σε συμβόλαια, καταστατικά και ιδιωτικά συμφωνητικά. Η επιχειρηματικότητα αφήνει χώρο και για το στοιχείο της εμπιστοσύνης: «δώσαμε τα χέρια», «ο λόγος μου είναι συμβόλαιο». Όσοι έχετε δουλέψει επιχειρηματίες, θα το καταλάβετε αμέσως αυτό. Το παιχνίδι της επιχειρηματικότητας παίζεται και με κάποιους άγραφους κανόνες, οι οποίοι δεν καλύπτονται από έννομες διαδικασίες και δεν προστατεύοναι θεσμικά.

Συνήθως οι κανόνες αυτοί τηρούνται. Η εμπιστοσύνη τιμάται, οι υποσχέσεις πραγματοποιούνται, η χειραψία δεσμεύει. Χωρίς αυτούς δεν μπορεί να υπάρξει επιχειρηματικότητα και εμπόριο. Το θέμα όμως είναι ότι κάποιος μπορεί να το εκμεταλλευτεί αυτό και να παραβιάσει τους Αόρατους Φράχτες – και μάλιστα να το κάνει συνειδητά, για να κερδίσει κάτι, ακριβώς επειδή οι άλλοι δεν διανοούνται ότι θα προδώσει την εμπιστοσύνη τους, ή ότι τη μια μέρα θα είναι αδερφικός φίλος και την άλλη θανάσιμος εχθρός. Ίσως να μην κάνει μεν κάτι παράνομο, όμως τα θύματα θα μείνουν με μια αίσθηση προδοσίας, ότι παραβιάστηκε κάποιο συμβόλαιο.

Δολοφονία Φιλόπουλου. Άλλο παράδειγμα: στις 29/03/2007 συνέβη η δολοφονία Φιλόπουλου στην Παιανία, κατά την προσυμφωνημένη σύγκρουση οπαδών Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού. Η σύγκρουση όμως δεν μοιάζει να ήταν συμμετρική. Οι μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν κατόπιν, δίνουν την εικόνα ότι οι Παναθηναϊκοί πήγαν στην Παιανία για να ρίξουν ένα τυπικό ξύλο, ενώ οι Ολυμπιακοί γύρευαν κάτι περισσότερο. Πρώτα συγκεντρώθηκαν στο Καραϊσκάκη, εκεί «μοιράστηκαν από αρχιχούλιγκαν του Ολυμπιακού … μαχαίρια, λοστοί και άλλα εφόδια για τη μάχη με τους οπαδούς του Παναθηναϊκού» (από εδώ) και παρέλασαν ως την Παιανία οργανωμένα. Με προετοιμασία, οπλισμό και σχέδιο. Δύο μέρες αργότερα, η Καθημερινή δημοσιεύει τη μαρτυρία ενός οπαδού του Παναθηναϊκού: «Σ’ αυτές τις συγκρούσεις υπάρχουν άγραφοι κώδικες. Οι λογαριασμοί λύνονται συνήθως με τα χέρια, χωρίς μαχαίρια ή άλλα επικίνδυνα όπλα. Δεν χτυπάς πεσμένο αντίπαλο, ούτε και υπάρχει δυσαναλογία στον αριθμό. Στην Παιανία, οι Ολυμπιακοί έσπασαν κάθε κώδικα. Πήγαν πολύ περισσότεροι, οπλισμένοι και έτοιμοι για όλα. Οι Παναθηναϊκοί ήταν στην πλειονότητά τους μικρής ηλικίας, ενώ του Ολυμπιακού ψημένοι άντρες, μπράβοι αρκετοί απ’ αυτούς σε νυκτερινά κέντρα. Πολλοί είχαν μαζί τους μαχαίρια, στιλέτα, λοστούς, αλυσίδες, πυροσβεστήρες. Ήταν πολύ σφοδρή η επίθεση, έξω από κάθε μέτρο. Στο Παγκράτι, όπου είχε δοθεί αντίστοιχο ραντεβού, κανείς Παναθηναϊκός δεν πείραξε πεσμένο Ολυμπιακό. Υπάρχει σεβασμός στον αντίπαλο. Επεσες; Τελείωσε. Αυτός ο κώδικας παραβιάστηκε από τους Ολυμπιακούς και είδαμε τα επακόλουθα». Ακριβώς η τεχνική του βασιλιά Σάκα. 

Προτείνω λοιπόν να δούμε τον φασισμό ως εξής: είναι υποπερίπτωση ενός ευρύτερου φαινομένου στη ζωή, της μονομερούς και συνειδητής παραβίασης των άρρητων κανόνων κάποιας αντιπαράθεσης προκειμένου να αποκτήσεις πλεονέκτημα. Αυτή κρίνω πως είναι η ουσία του. Δεν παίζεις το παιχνίδι με κανόνες, είσαι ικανός να κάνεις τα πάντα για να κερδίσεις – και μάλιστα να εκμεταλλευτείς ότι οι άλλοι δέχονται κανόνες στο παιχνίδι, σέβονται κάποιους Αόρατους Φράχτες.

Τι γίνεται όμως με τον ιστορικό φασισμό, αυτόν που μας έδωσε και τη λέξη;


Ο Ιστορικός Φασισμός
Ο Τζιοβάνι Τζεντίλε ήταν ο φιλόσοφος του φασισμού στην Ιταλία του Μουσολίνι. Παρήγε πολλά έργα και άρθρα προκειμένου να εκλογικεύσει την καινούργια κατάσταση πραγμάτων του Ντούτσε, να δώσει μια φιλοσοφία και μια ιδεολογία στον φασισμό. Με ενδιαφέρει ένα μόνο σημείο από το έργο του, το οποίο και ψάχνω να βρω (αν κάποιος το έχει υπόψη, ας συνεισφέρει), τον τρόπο που έβλεπε τη νομιμοποίηση της εξουσίας. Το γράφω από μνήμης: ο Τζεντίλε θεωρούσε ότι το γεγονός και μόνο πως το Φασιστικό Κόμμα κατάφερε να αρπάξει την εξουσία, αυτό είναι που το νομιμοποιεί. Παραδοσιακά, η άσκηση εξουσίας νομιμοποιείται όταν γίνεται στο όνομα του λαού ή του Θεού ή προκύπτει από δημοκρατικές διαδικασίες κ.λπ. Όπως ξέρετε, ο Μουσολίνι έγινε πρωθυπουργός της Ιταλίας με έναν συνδυασμό ψεμάτων, προπαγάνδας, παρασκηνιακών μεθοδεύσεων, λυκοσυμμαχιών, τραμπουκισμών, διπροσωπίας, παραστρατιωτικής βίας, με αποκορύφωμα την ημι-πραξικοπηματική Πορεία προς τη Ρώμη. Τι είναι αυτό που νομιμοποιεί όλες τις προηγούμενες μεθόδους; Κατά τη λογική του Τζεντίλε, είναι η επιτυχία του τελικού αποτελέσματος. Κι αν κάποια άλλη από τις πολιτικές δυνάμεις της τότε Ιταλίας, π.χ. το Λαϊκό Κόμμα ή οι Σοσιαλιστές, άρπαζαν την εξουσία με τις ίδιες μεθόδους, τότε αυτό θα ήταν ΟΚ (κατά τον Τζεντίλε, πάντα). Όμως οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, δεξιές κι αριστερές, έπαιζαν το παιχνίδι της πολιτικής με κάποιους κανόνες, σέβονταν κάποιους Αόρατους Φράχτες, τους οποίους και δεν ξεπερνούσαν. Ο Ντούτσε όμως ήταν ικανός να κάνει ΤΑ ΠΑΝΤΑ για να νικήσει. Να πει τα πιο κατάφωρα ψέματα• τη μια μέρα να είναι αδερφικός φίλος σου και την άλλη θανάσιμος εχθρός σου• να καταφύγει στη βία όταν στριμωχνόταν και δεν είχε επιχειρήματα («τι κερδίζει τους τέσσερις άσους στο πόκερ;» ρωτούσαν παλιά στην Άγρια Δύση – απάντηση: «ένα γεμάτο εξάσφαιρο») κ.α. Όλους αυτούς τους Αόρατους Φράχτες που συνήθως δεσμεύουν τους πολιτικούς παίκτες, ο Τζεντίλε τους έβλεπε ως αδυναμία, ως ηλιθιότητα. Δηλαδή, η πολιτική γι’ αυτόν ήταν μια Ζουλουλάνδη, γεμάτη από ηλίθιους και αδύναμους μικροβασιλιάδες, η οποία γυρεύει τον βασιλιά Σάκα της, αυτόν που θα ξεπεράσει τις δεισιδαιμονικές δεσμεύσεις των υπολοίπων. Κατά τον Τζεντίλε, δηλαδή, ο φασισμός ήταν παράλληλα και η πιο ορθολογική πολιτική λύση, η φωνή της λογικής που ξεπέρασε τα τυφλά σημεία και τις άλογες μηχανικές συνήθειες των υπολοίπων.

Κατά τη γνώμη μου, εδώ ο Τζεντίλε εντόπισε την ουσία του φασισμού. Και δε χρειάζεται να σχολιάσω πόσο μας προσβάλλει κάποιος ο οποίος παίζει το παιχνίδι χωρίς κανόνες, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι έχουμε κάποια όρια, κάποιους Αόρατους Φράχτες, ορισμένα πράγματα που απλά δεν μπορούμε να κάνουμε.

Νομίζω πως έτσι ακριβώς το έβλεπε και ο Τζον Μέιναρντ Κέηνς, ο οποίος μιλούσε για τις «ληστρικές δυνάμεις (brigand powers) της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και της Ιταλίας». Δεν τον απασχολούσε στον φασισμό και στον ναζισμό η λατρεία της παράδοσης, ο φόβος του διαφορετικού κ.λπ., αυτά που έγραφε ο Ουμπέρτο Έκο. Τον τρόμαζε ότι αυτοί οι τύποι δεν παίζουν το παιχνίδι με κανόνες, δεν περιορίζονται από Αόρατους Φράχτες. To 1936 έλεγε: «Αν εμείς εξοπλιστούμε ανεπαρκώς, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να ενθαρρύνουμε τις ληστρικές δυνάμεις, οι οποίες δεν σκέφτονται με όρους επιχειρημάτων αλλά με όρους ισχύος» (a state of inadequate armament on our part can only encourage the brigand powers who know no argument but force). O Κέηνς έβλεπε ξεκάθαρα ότι οι Ναζί ήταν ικανοί να κάνουν ΤΑ ΠΑΝΤΑ, να παραστήσουν οτιδήποτε και να πουν τα πιο κατάφωρα ψέματα, προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους. Όμως πολύς κόσμος στην εποχή του έπεφτε στην παγίδα του Χίτλερ και έπαιρνε τις διαβεβαιώσεις του τοις μετρητοίς, ή νόμιζε ότι υπήρχαν κάποια όρια τα οποία ο Φύρερ δεν θα ξεπερνούσε.

O Κέηνς, μάλιστα, αρχικά υποστήριζε το ελεύθερο εμπόριο, πίστευε ότι η διεύρυνση των αγορών και η κατάργηση των δασμών θα συμβάλει στην παγκόσμια ειρήνη. Κάπου όμως στις αρχές της δεκαετίας του ’30 άλλαξε γνώμη με τον ναζισμό και τον φασισμό, και είπε ότι όσο λιγότερο διευκολύνουμε τις «ληστρικές δυνάμεις» με το διεθνές εμπόριο, τόσο το καλύτερο. Το αναφέρω προς τιμήν του. Ο Κέηνς ήταν άνθρωπος που μπορούσε να αλλάζει γνώμη, μπορούσε να πει «ναι, έκανα λάθος» (ξέρετε πολλούς που μπορούν;). Ν.Ν.Taleb: το αγαπημένο μου σπορ είναι να τρολάρω όλους αυτούς που δεν έχουν τα κότσια να πουν κι ένα «δεν ξέρω».


Επίλογος 
Η επιχειρηματικότητα, για να λειτουργήσει, απαιτεί και εμπιστοσύνη, κάποιους άγραφους κανόνες. Δεν μπαίνουν όλα σε συμβόλαια, καταστατικά, ιδιωτικά συμφωνητικά. Οι σχέσεις, για να λειτουργήσουν, απαιτούν κι αυτές εμπιστοσύνη, κάποιους Αόρατους Φράχτες. Εντάξει, ενίοτε θα κλέψεις λίγο, θα πεις κάποια μικρά ψεματάκια (οι κυρίες που διαβάζουν ξέρουν καλά τι εννοώ), καμιά φορά ίσως πεις και μικρομεσαία ψεματάκια (οι κύριοι που διαβάζουν ξέρουν καλά τι εννοώ), όμως υπάρχουν και όρια. Κάποια πράγματα απλά δεν μπορείς να τα κάνεις. Θα κλέψεις ίσως λίγο, είτε στις σχέσεις είτε στο εμπόριο, όμως όλα μέχρι ενός σημείου.

Ομοίως και το πολιτικό παιχνίδι έχει τους άγραφους κανόνες του. Στη δημοκρατία, στον δημόσιο διάλογο, στην ενημέρωση, στην αντιπαράθεση επιχειρημάτων κ.λπ., είμαστε σκυλιά ευκατάστατων Αμερικανών (= μελλοντικών ρυζοκαλλιεργητών) που ανακαλύπτουμε ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε ορισμένα όρια. Κάποια πράγματα απλά δεν μπορούμε να τα κάνουμε. Εντάξει, θα κλέψουμε ίσως λιγουλάκι• ενίοτε θα καταφύγουμε λίγο στην εντυπωσιοθηρία, θα κάνουμε λίγο τον χαζό για να προσπεράσουμε ένα άβολο επιχείρημα, θα είμαστε σκόπιμα ασαφείς για να μη δεσμευθούμε, θα παραστήσουμε τον θιγμένο και τον θυμωμένο για να μην απαντήσουμε κ.α. (οι πολιτικοί που διαβάζουν ξέρουν καλά τι εννοώ). Όμως όλα μέχρι ενός σημείου. Υπάρχουν και αόρατα όρια.

Υπάρχουν άραγε;... Αν φτάσεις να το αναρωτηθείς αυτό, τότε αγγίζεις τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα από τη δεξιά και την ακροδεξιά. Ακόμα περισσότερο, αν το περιβάλεις και με μια ιδεολογία αξιοσύνης, θάρρους, ευφυΐας. Τότε αγγίζεις και την επικράτεια του φασισμού. Δηλαδή, δεν θα έλεγα «φασίστα» κάποιον που τουλάχιστον έχει την κυνική επίγνωση, «ναι, παίζω βρώμικα». Αλλά κάποιον που επιπλέον βλέπει το βρώμικο παιχνίδι ως ένδειξη της εξυπνάδας του έναντι της «ηλιθιότητας» των άλλων, ή του θάρρους του έναντι της «αδυναμίας» των άλλων, ή της αξιοσύνης του κ.λπ. Το παραπάνω σημείο από το έργο του Τζεντίλε δίνει τόσο την ουσία του φασισμού, όσο και μια ευκαιρία να δούμε τα πράγματα με τα μάτια ενός φασίστα. Ο παραβιαστής των άγραφων κανόνων δεν θεωρεί για τον εαυτό του ότι είναι άτιμος, βρώμικος κ.λπ. Αντίθετα, νιώθει ότι είναι ο ευφυής και ο θαρραλέος της υπόθεσης. Βλέπει όλους τους άλλους γύρω του ηλίθιους και αδύναμους, και θεωρεί ότι αυτός είναι ο μόνος συνειδητοποιημένος. Ο μόνος που βρήκε τη δύναμη να ξεπεράσει τις άλογες και μηχανικές συμβάσεις που διατηρούνε την πολιτική σε υποβέλτιστο επίπεδο. Επομένως, του αξίζει η διάκριση και η νίκη, είναι ο καλύτερος αθλητής.

Κρατήστε το αυτό κατά νου όταν κρίνετε και ψυχολογείτε έναν φασίστα.

6 σχόλια:

  1. Ναι, σωστά είναι όλα αυτά, μόνο που...

    [1] ο φασισμός είναι πρωτίστως ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ "ξεπεράσματος" (δηλαδή παραβίασης) και των ΦΑΝΕΡΩΝ ηθικών κανόνων στις ανθρώπινες σχέσεις (ειδικά τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπινων εθνών και φυλών).

    [2] Προσοχή σε μία Αντιστροφή Αιτίας - Αποτελέσματος:
    Ο ναζί δεν νιώθει ότι είναι ανώτερος ΕΠΕΙΔΗ παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα. Αντίθετα, το θεωρεί δικαίωμά του να τα παραβιάζει ΕΠΕΙΔΗ (θεωρεί ότι) "είναι ανώτερος". Και είναι ανώτερος διότι ανήκει σε μια ανώτερη φυλή.

    [3] Τέλος, φασισμός χωρίς βάρβαρο διωγμό κάποιας ανθρώπινης φυλής ή έθνους ή κοινωνικής ομάδας, πολύ απλά ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Γι΄αυτό και η αριστερή ή αναρχική βία (κατά του κράτους, ή κατά συγκεκριμμένων προσώπων) δεν μπορεί να θεωρηθεί φασιστική. (Αδικη ή εγκληματική ασφαλώς και μπορεί να γίνει, σε ορισμένες περιπτώσεις. Ποτέ όμως "φασιστική"...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Για τα σημεία που θίγεις:

    [1], [2]: Η ιδεολογία δεν είναι το ποιητικό αίτιο των πράξεων ενός ανθρώπου. Η ιδεολογία έρχεται σε δεύτερο χρόνο να «εξηγήσει» και να «δικαιολογήσει» τις ήδη αποφασισμένες πράξεις. Όπως ακριβώς η αλεπού πρώτα δεν μπορούσε να φτάσει τα σταφύλια και κατόπιν το «εξήγησε» λέγοντας ότι είναι κρεμαστάρια, όχι αντίστροφα.

    Ο Καρτέσιος κήρυξε ότι τα ζώα είναι μηχανές χωρίς αυτοσυνείδηση και συναισθήματα, πως όταν λέμε «το ζώο υποφέρει», θα πρέπει να το σκεφτόμαστε ως «το μηχανάκι ζορίζεται στην ανηφόρα». Αναφέρεται ότι ο Μαλεμπράνς κλώτσησε στην ψύχρα μια γκαστρωμένη σκύλα, το ζώο βόγγηξε, κι όταν κάποιος διαμαρτυρήθηκε, αυτός απάντησε: «Μα δεν ξέρεις ότι το ζώο δε νιώθει τίποτα;».

    Πάρα πολλοί διάβασαν κι επηρεάστηκαν από τον Καρτέσιο, πείστηκαν ότι τα ζώα είναι μηχανές, όμως απειροελάχιστοι από αυτούς έφτασαν στο σημείο του Μαλεμπράνς. Και να μην υπήρχε ο Καρτέσιος, ο Μαλεμπράνς πάλι θα κλωτσούσε το σκυλί. Θα το δικαιολογούσε αλλιώς (π.χ. «βρωμιάρικο κωλόσκυλο γεμάτο αρρώστιες»). Οι απόψεις του Καρτέσιου δεν ήταν το ποιητικό αίτιο της πράξης του Μαλεμπράνς• πρώτα ο ίδιος έφτασε στο σημείο να βλέπει τα ζώα ως σκουπίδια, να χαίρεται από τον πόνο τους, και μετά έψαξε για κάποια δικαιολόγηση.

    [3]: Οποιαδήποτε βία – ακόμα γενικότερα, οποιοδήποτε «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» μπορεί να γίνει φασιστικό, αρκεί να ντυθεί με έναν μανδύα «αξιοσύνης», «ευφυΐας», «θάρρους».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αν ήταν έτσι, αν δηλαδη η ιδεολογία ήταν απλώς μια "εκ των υστέρων δικαιολογία" για φασιστικες πράξεις, τότε... πρώτα έπρεπε να συντελεσθεί το Ολοκαύτωμα και μετά να επινοηθεί η ναζιστική ιδεολογία/

    Η Ιστορία λέει ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερα "μέτρα" λαμβάνονταν κατά των Εβραίων στοι 3ο Ράϊχ, μέχρι που κάποια στιγμή πάρθηκε η απόφαση για την πλήρη εξόντωσή τους, κάτι συνεπές με την αντισημιτική ιδεολογία.

    Αναφέρεσαι σε ένα συγκεκριμμένο είδος βαρβαρότητας, ή μάλλον σε πολλά είδη, όπου όμως η ιδεολογία παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Στον καθαρό φασισμό και στο ναζισμό η ιδεολογία είναι το ΠΑΝ, και είναι αυτή-καθ-εαυτή κάτι εγκληματικό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. "Η ιδεολογία έρχεται σε δεύτερο χρόνο" σημαίνει ότι δεν είναι το ποιητικό αίτιο. Πάντα κάτι βρίσκουμε - κι εμείς, όχι μόνο οι Ναζί. Κι η αλεπού βρήκε κάτι να δικαιολογήσει τη σταφυλική ήττα της. Κι ο Μαλεμπράνς βρήκε κάτι να δικαιολογήσει τον σαδισμό του απέναντι στα ζώα. Και να μην ήταν ο Καρτέσιος, πάλι θα κλωτσούσε το σκυλί και θα 'βρισκε άλλη δικαιολογία. Το σκυλί έφαγε κλωτσιά όχι επειδή ο Καρτέσιος κάποτε κήρυξε πως τα ζώα είναι μηχανές, αλλά επειδή ο Μαλεμπράνς έφτασε να είναι σαδιστής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Βλέπω τον φασισμό ως υποπερίπτωση ενός ευρύτερου φαινομένου. Π.χ. στην επιχειρηματικότητα. Υπάρχει και «επιχειρηματικός φασισμός». Η οικογένειά μου τρεις φορές έχασε την ευκαιρία να γίνει πλούσια. Σε διαφορετικούς χρόνους και περιστάσεις, όμως τρεις φορές για τον ίδιο λόγο: μια φορά ο παππούς και δυο φορές ο πατέρας μου δεν συνειδητοποίησαν πως αν πας να παίξεις με τα μεγάλα ψάρια και τα μεγάλα κεφάλαια, εκεί δεν υπάρχουν Αόρατοι Φράχτες. Εκεί ισχύει μόνο: ο θάνατός σου, η ζωή μου. Όμως μαθημένοι κι οι δυο μια ζωή από την επιχειρηματικότητα της μεσαίας τάξης, ήξεραν ότι παίζουμε το παιχνίδι με κανόνες (δεν πουλάμε την εμπιστοσύνη του άλλου, κρατάμε τις υποσχέσεις μας, η χειραψία είναι συμβόλαιο κ.λπ.). Οπότε, την πάτησαν τρεις φορές.

    Παλιά, προ κρίσης, σκεφτόμουνα ότι αν μια επιχείρηση στην Ελλάδα έχει τζίρο μέχρι 14.000.000 ευρώ, τότε τείνει να παίζει το παιχνίδι με υγιείς οικονομικούς τρόπους, δεν κλέβει (πολύ). Δηλαδή, προσπαθεί πράγματι να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες, προϊόντα, να ξεπεράσει τους ανταγωνιστές, να χτίσει καλή φήμη στην αγορά. Αν όμως ο τζίρος της είναι πάνω από 14.000.000 ευρώ, τότε είναι σίγουρο ότι παίζει το παιχνίδι με άλλους τρόπους. Π.χ. με απάτες και ψέματα, με προσεταιρισμό βουλευτών και υπουργών, με νόμους κατά παραγγελία που της εξασφαλίζουν προνόμια, με μπράβους της νύχτας και πληρωμένους δολοφόνους, τέτοια πράματα (το 14.000.000 ευρώ μην το δέσεις κόμπο, δεν μπορώ να θυμηθώ μετά από τόσα χρόνια πώς έφτασα στο νούμερο, μάλλον από κάποιες περιπτώσεις που συνάντησα).

    Αυτό όμως το βρήκα και στον Μαξ Βέμπερ. Ο ίδιος προσπάθησε (στην Κοινωνιολογία της Θρησκείας) να κάνει μια ταξινόμηση του θρησκεύεσθαι των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων. Δηλαδή, όχι «Χριστιανισμός», «Βουδισμός», «Ισλάμ», αλλά «Η Θρησκεία των Χωρικών», «Η Θρησκεία των Μικροαστών» κ.λπ. Η θρησκεία αυτού που ανησυχεί για τις επενδύσεις του είναι διαφορετική από τη θρησκεία αυτού που ανησυχεί για τον μισθό του, η οποία είναι διαφορετική από τη θρησκεία αυτού που ανησυχεί για το μεροκάματο ή για την υγεία του (ή για την επιβίωσή του), παρόλο που όλες μπορεί να φέρουν την ίδια ταμπέλα. Ο Βέμπερ παρατηρούσε λοιπόν για την Ανωταξική Θρησκεία ότι δεν έχει το στοιχείο της ηθικής ανταπόδοσης, όπως τείνουν να έχουν οι θρησκείες των κατώτερων στρωμάτων. «Ηθική ανταπόδοση» σημαίνει ένα αόρατο βιβλίο που καταγράφει τις ηθικές και τις ανήθικές μου πράξεις, και αναλόγως με ανταμοίβει ή με τιμωρεί, οπότε τείνω να σέβομαι τους Αόρατους Φράχτες και να μην τους παραβιάζω. Όμως το θρησκεύεσθαι των πλούσιων δεν έχει κανένα τέτοιο αόρατο βιβλίο (κατά τον Βέμπερ, πάντα). Αυτό που τείνει να ζητά η ανώτερη τάξη από τη θρησκεία δεν είναι ούτε η σωτηρία ούτε το υπερπέραν ούτε κάποιο ηθικό σύστημα, αλλά η νομιμοποίηση. Tα κοινωνικώς & οικονομικώς προνομιούχα στρώματα δεν είναι ποτέ ικανοποιημένα με τη σκέψη ότι απλά στάθηκαν τυχεροί, θέλουν επιπλέον να έχουν και το δικαίωμα στην καλή τύχη, την επίγνωση ότι «τους άξιζε» αυτή, σε αντίθεση με τους κοινωνικά κατώτερους στους οποίους «άξιζε» η κακοτυχία τους.

    Αυτό κολλάει και με τη σύγχρονη δουλειά του Paul Piff και γι’ αυτό που ονομάζει The Asshole Effect: “As people get richer, they are more likely to feel entitled, to exploit others, and to cheat”. Όσο πιο πολύ πλουτίζει κάποιος, τόσο τείνει να βλέπει τους άλλους ως σκουπίδια, κατώτερους, ηλίθιους, και τον εαυτό του ως τον έξυπνο ή τον άξιο της υπόθεσης. Όχι μόνο κλέβει και παραβιάζει τους Αόρατους Φράχτες, αλλά επιπλέον το ντύνει αυτό και με έναν μανδύα αξιοσύνης (μια ιδεολογία), νιώθει ότι οι άλλοι είναι αδύναμοι, ανόητοι, δεν καταλαβαίνουν ότι η ζωή είναι ζούγκλα, ο άνθρωπος απέναντι στον άνθρωπο είναι λύκος κ.λπ.

    Να ο «επιχειρηματικός φασισμός». Και σε κάθε περίπτωση, το ποιητικό του αίτιο δεν είναι ο εκάστοτε μανδύας αξιοσύνης, η ιδεολογία των πλουσίων. Όπως υποδεικνύει κι ο Piff, είναι ο ίδιος ο πλούτος – ο οποίος, σαν την πρέζα, αλλάζει τον άνθρωπο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Νομίζω ότι η ενδιαφέρουσα αυτή προσέγγισή σου έχει τελικά δυνατότητες να εξηγήσει τη γένεση της ιδεολογίας του φασισμού, και ιδίως του ναζισμού και του αντισημιτισμού.

    Από τη στιγμή όμως που συγκροτείται μια τέτοια ιδεολογία, λειτουργεί περίπου σαν μολυσματικός ιός και γίνεται _αιτία_, με τη σειρά της, για διαιώνιση συμπεριφορών και στάσεων που δεν είναι πια αιτίες αλλά αποτελέσματά της.

    Σου θυμίζω προηγούμενη εργασία σου με την προσομοίωση ιδεολογιών (KKE generator κλπ.) που εξέτασε την ιδεολογία από άλλη σκοπιά....

    Σαν δημιουργός του "Κόμπου 1" κάτι ξέρω κι εγώ για όλα αυτά (χεχε).

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.