Το Χρυσαφένιο Ταξίδι

Λεγόταν James Elroy Flecker (1884-1915). Πέθανε νέος, πρόλαβε να γράψει ένα θεατρικό ονόματι Χασάν πριν τον πάρει ο Χάρος. Το οποίο πήγε άπατο, ξεχάστηκε, λένε ότι δεν αξίζει. Έτσι λένε τουλάχιστον. Έγραψε ένα ποιήμα να κλείσει το έργο του: Το Χρυσαφένιο Ταξίδι για τη Σαμαρκάνδη. Όμως αυτό το ποίημα δεν ξεχάστηκε – διαβάστηκε, διαβάζεται ακόμα, απέκτησε φανατικούς θαυμαστές. Και με κάποιον περίεργο τρόπο, ο τύπος δεν κατάλαβε τι αριστούργημα έγραψε! 

Λοιπόν, ο τόπος είν’ η Βαγδάτη, υποθέτω 11ος - 12ος αιώνας, τότε σάχης της Περσίας πρέπει να ’ταν ο Μωάμεθ ο 2ος (υποθέτω πάντα, αν κάνω λάθος διορθώστε με). Ο Σουφισμός έχει ήδη φύγει απ’ τη Βαγδάτη στην οποία κινδυνεύει, έχει μετακομίσει στην Περσία. Το καραβάνι ετοιμάζεται να ξεκινήσει απ’ τη Βαγδάτη για τη Σαμαρκάνδη, μακρύ ταξίδι, δεν έχει εξασφαλισμένο ούτε τον τελικό προορισμό ούτε τον γυρισμό: έμποροι διάφοροι, Εβραίοι, γυναίκες που κλαίνε για τους άντρες τους, τραγουδιστές-ποιητές, προσκυνητές που πάνε στο καινούργιο κέντρο του Σουφισμού. 

Να ένα ωραίο που βρήκα στο ίντερνετ! 

Επικοινωνούσα κάποτε μ’ έναν Αυστραλό που μια ζωή λάτρευε το ποιήμα. Όταν βγήκε στη σύνταξη, ε λοιπόν, πήγε κι έκανε το Χρυσαφένιο Ταξίδι για τη Σαμαρκάνδη! Η οικογένειά του τον έλεγε τρελό που θα ταξιδέψει τη μισή υφήλιο για ένα ποιήμα 

Υπάρχει ελπίδα. Δε χαθήκαν ακόμα τα πάντα. Ακόμα υπάρχει κόσμος που ταξιδεύει για ένα ποίημα, όπως οι παλιοί προσκυνητές. Αυτά γουστάρω! Φυσικά, όλοι θα μας πουν τρελούς - δεν πειράζει, ας μας πουν όπως θέλουν. Εμείς ξέρουμε. 

Δεν το μεταφράσω, δε μεταφράζεται, το βάζω στ’ αγγλικά όπως το ’γραψε ο ποιητής. Διαβάστε το αργά, γουλιά-γουλιά κι απολαύστε το σαν εκλεκτό Περσικό κρασί, σαν τα κρασιά του Σιράζ που κέρδισαν και τον Τζένγκινς Χαν. Όμως προσοχή! Έχει πονηρή γοητεία! Προσέξτε γιατί μπορεί να βρεθείτε κι εσείς μια μέρα στο Χρυσαφένιο Ταξίδι! Όλα τα εύσημα στον ποιητή: James Elroy Flecker 

PROLOGUE 
We who with songs beguile your pilgrimage — 
And swear that Beauty lives though lilies die, 
We Poets of a proud old lineage — 
Who sing to find your hearts, we know not why, — 
 
What shall we tell you? Tales, marvelous tales — 
Of ships and stars and isles where good men rest, 
Where nevermore the rose of sunset pales, — 
And winds and shadows fall toward the West: 
 
And there the world's first huge white-bearded kings — 
In dim glades sleeping, murmur in their sleep, 
And closer round their breasts the ivy clings, — 
Cutting its pathway slow and red and deep. 
 
And how beguile you? Death has no repose — 
Warmer and deeper than that Orient sand 
Which hides the beauty and bright faith of those — 
Who made the Golden Journey to Samarkand
 
And now they wait and whiten peaceably, — 
Those conquerors, those poets, those so fair: 
They know time comes, not only you and I, — 
But the whole world shall whiten, here or there; 
 
When those long caravans that cross the plain — 
With dauntless feet and sound of silver bells 
Put forth no more for glory or for gain, — 
Take no more solace from the palm-girt wells. 
 
When the great markets by the sea shut fast — 
All that calm Sunday that goes on and on: 
When even lovers find their peace at last — 
And Earth is but a star, that once had shone. 

EPILOGUE (At the Gate of the Sun, Bagdad, in olden time) 
 
THE MERCHANTS (together) 
Away, for we are ready to a man! — 
Our camels sniff the evening and are glad. Lead on, 
O Master of the Caravan: — 
Lead on the Merchant-Princes of Bagdad. 

THE CHIEF DRAPER 

Have we not Indian carpets dark as wine, — 
Turbans and sashes, gowns and bows and veils, 
And broideries of intricate design, —
And printed hangings in enormous bales? 
 
THE CHIEF GROCER 
 
We have rose-candy, we have spikenard, — 
Mastic and terebinth and oil and spice, 
And such sweet jams meticulously jarred — 
As God's own Prophet eats in Paradise. 
 
THE PRINCIPAL JEWS 
 
And we have manuscripts in peacock styles — 
By Ali of Damascus; we have swords 
Engraved with storks and apes and crocodiles, — 
And heavy beaten necklaces, for Lords. 
 
THE MASTER OF THE CARAVAN 
But you are nothing but a lot of Jews. 
 
THE PRINCIPAL JEWS 
Sir, even dogs have daylight, and we pay. 
 
THE MASTER OF THE CARAVAN 
But who are ye in rags and rotten shoes, — 
You dirty-bearded, blocking up the way? 
 
THE PILGRIMS 
We are the Pilgrims, master; we shall go — 
Always a little further: it may be 
Beyond that last blue mountain barred with snow, — 
Across that angry or that glimmering sea, 
 
White on a throne or guarded in a cave — 
There lives a prophet who can understand 
Why men were born: but surely we are brave, — 
Who make the Golden Journey to Samarkand. 
 
THE CHIEF MERCHANT 
We gnaw the nail of hurry. Μaster, away! 
 
ONE OF THE WOMEN 
O turn your eyes to where your children stand. 
Is not Bagdad the beautiful? O stay! 
 
THE MERCHANTS (in chorus) 
We take the Golden Road to Samarkand. 
 
AN OLD MAN 
Have you not girls and garlands in your homes, — 
Eunuchs and Syrian boys at your command? 
Seek not excess: God hates him who roams! 
 
THE MERCHANTS (in chorus) 
We make the Golden Journey to Samarkand. 
 
A PILGRIM WITH A BEAUTIFUL VOICE 
Sweet to ride forth at evening from the wells — 
When shadows pass gigantic on the sand, 
And softly through the silence beat the bells — 
Along the Golden Road to Samarkand. 
 
A MERCHANT 
We travel not for trafficking alone: — 
By hotter winds our fiery hearts are fanned: 
For lust of knowing what should not be known — 
We make the Golden Journey to Samarkand. 
 
THE MASTER OF THE CARAVAN 
Open the gate, O watchman of the night! 
 
THE WATCHMAN 
— Ho, travelers, I open. For what land 
Leave you the dim-moon city of delight? 
 
THE MERCHANTS (with a shout) 
We make the Golden Journey to Samarkand. 

[The Caravan passes through the gate] 

THE WATCHMAN (consoling the women) 
What would ye, ladies? It was ever thus. — 
Men are unwise and curiously planned. 
 
A WOMAN 
They have their dreams, and do not think of us. 
 
VOICES OF THE CARAVAN (in the distance, singing) 
We make the Golden Journey to Samarkand

Ντιζνιοποιήση

Μια νύχτα του 1994 ένας δυνατός σεισμός χτύπησε το Λος Άντζελες κι έκοψε την ηλεκτροδότηση στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Μέσα στην αναστάτωση, αρκετός κόσμος επικοινώνησε με την αστυνομία ν' αναφέρει ένα παράξενο σύννεφο που εμφανίστηκε στο νυχτερινό ουρανό: πρώτη φορά έβλεπαν ζωντανά τον Γαλαξία. 
 
Πιο πίσω στον χρόνο, οι περισσότεροι κάτοικοι του τερατουργήματος που λέγεται Μανχάταν είδαν πρώτη και μόνη φορά τον Γαλαξία το 1977, όταν μια νυχτερινή καταιγίδα έκοψε την ηλεκτροδότηση στην πόλη της Νέας Υόρκης. 
 
Ακόμα πιο πίσω, κατά τις νυχτερινές συσκοτίσεις των μεγάλων αστικών κέντρων επί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί άνθρωποι ανακάλυψαν έναν πρωτόγνωρα έναστρο ουρανό – τόσο ώστε εκδοτικοί οίκοι στις ΗΠΑ άρχισαν να εκδίδουν βιβλία αστρονομίας να εξηγήσουν στον κόσμο αυτά που έβλεπε στο στερέωμα. 
 
Στις μέρες μας εκτιμάται πως γύρω στο 80% των Αμερικανών δεν είχε και δεν θα ‘χει ποτέ την εμπειρία του έναστρου ουρανού – του πραγματικού έναστρου ουρανού, σ’ όλη τη μεγαλοπρέπειά και το δέος του, όχι το ξέπλυμα που βλέπουμε οι κάτοικοι πόλεων τις νύχτες, μόνο το φεγγάρι και κάποια πολύ λαμπερά αστέρια... Δε διαφέρουμε, είμαστε μέσα στο 80% ή όποιο αντίστοιχο ποσοστό ισχύει στις δικές μας χώρες: είμαστε αστρικώς αγράμματοι, άπειροι, άβγαλτοι. 

Bill Watterson (1958): Οι άνθρωποι θα ζούσαν διαφορετικά αν μπορούσαν να βλέπουν κάθε βράδυ τ’ αστέρια 

Κάποτε δεν ήταν έτσι, και θα εντυπωσιαζόμασταν πόσους αστερισμούς, αστέρια, κομήτες κ.α. μπορούσε να εντοπίσει και να ονοματίσει ένας μέσος άνθρωπος άλλων εποχών• καθώς επίσης και τους πλανήτες, με τις πορείες τους πάνω στην εκλειπτική. Σήμερα όμως το ηλεκτρικό φως σκοτώνει τη νύχτα, εξορίζει τ’ αστέρια και τους περιπλανώμενους (αυτό σημαίνει η λέξη «πλανήτης»). Ειδικά το φως των μεγάλων πόλεων μολύνει μέχρι και 400 χιλιόμετρα μακριά. Οι παλιότερες τεχνολογίες δημόσιου φωτισμού – κεριά, λάμπες λαδιού, λάμπες αερίου – δεν είχαν σκοπό να φωτίσουν αλλά ν’ ανάψουν μακρινά σημεία αναφοράς για πλοήγηση μέσ’ στη νύχτα, ειδικά όταν το φεγγάρι ήταν στη χάση. Δε θ’ αναγνώριζες έναν φίλο σου, μόνο αν στεκόσασταν ακριβώς κάτω από τη λάμπα. 

International Dark Sky Association: Τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς την εμπειρία του έναστρου ουρανού χάνουν ευκαιρίες να προβληματιστούν για τα μεγάλα ζητήματα της ζωής 

Όμως η εφεύρεση του κ. Έντισον, ο λαμπτήρας πυράκτωσης, μαζί μ’ ένα σύστημα μαζικής ηλεκτροδότησης, έφερε κάτι ιστορικά πρωτόγνωρο: την ψεύτικη μέρα μέσ’ στη νύχτα. Λίγο μετά ήρθε τ’ αυτοκίνητο (κι αυτό με λαμπτήρες), προέκυψε η ανάγκη για ακόμα περισσότερη ψεύτικη μέρα μέσ’ στη νύχτα, για πλήρως φωτισμένους δρόμους. Όλη η υφήλιος άρχισε να μολύνεται από το νυχτοκαταστροφικό φως, στην αρχή από τις πόλεις και τ’ αστικά κέντρα, κατόπιν όλο και περισσότερο από την επαρχία, μέχρι που φτάσαμε σ’ αυτό που όλοι έχουμε ζήσει από μικροί: στην υποταγμένη νύχτα. Και στην απώλεια, μεταξύ άλλων, του πλανητικού συστήματος• πόσοι από μας μπορούμε να εντοπίσουμε τους πλανήτες στον νυχτερινό ουρανό, εκτός ίσως από την Αφροδίτη; (αν δεν την μπερδέψουμε με τον διεθνή διαστημικό σταθμό...). Πόση εμπειρία έχουμε από τον χορό τους πάνω στην εκλειπτική που θέλει καθημερινή – καθενυχτική – παρατήρηση επί σειρά μηνών κι ετών, να καταλάβουμε για ποιο λόγο οι αρχαίοι τους είπαν «περιπλανώμενους»; 

Για τους ανθρώπους άλλων εποχών, η νύχτα δεν ήταν αστεία υπόθεση. Ήταν το μέρος κλοπών, φόνων, πορνείας• επίσης, το μέρος φαντασμάτων, μάγων, στοιχειών. Εκτός απ’ αυτά, η νύχτα ήταν και το μέρος που κλείνουν οι κόποι της μέρας, η ώρα της ξεκούρασης, του ύπνου και των ονείρων, καθώς και του έναστρου δέους στο στερέωμα. Σε άλλες εποχές, όποιος άναβε μια φωτιά μέσ’ στη νύχτα χώριζε τον κόσμο σε τέσσερις ζώνες: 
1) κεντρικά, η ζώνη της μεταμόρφωσης. Εδώ ό,τι βάλεις θ’ αλλάξει. Το φαγητό θα μαγειρευτεί, ο πηλός θα ψηθεί, κάτι βλαπτικό θα εξαφανιστεί, το νερό θα γίνει ατμός, το μέταλλο θα γίνει κατάλληλο προς κατεργασία. Πιο περιφερειακά της, 
2) η ζώνη της ομορφιάς. Εδώ όλα ωραία. Ο χειμώνας γίνεται καλοκαίρι, η νύχτα γίνεται μέρα, τα επικίνδυνα ζώα μένουν μακριά, εδώ είναι περιοχή για ξεκούραση, ύπνο, ερωτοπραξία, κουβέντα, φαγητό ή για να κοιτάς με τις ώρες τη φωτιά: η TV άλλων εποχών. Ακόμα πιο περιφερειακά της, 
3) η ζώνη του προσανατολισμού. Εδώ έχεις φάρο μέσ’ στη νύχτα, κέντρο να σε κατευθύνει, ν’ αναφέρεσαι σ’ αυτό, ξέρεις πού βρίσκεσαι και πού πηγαίνεις, είσαι σε σύστημα συντεταγμένων. Ακόμα πιο περιφερειακά της, 
4) η ζώνη της απώλειας. Εδώ είσαι χαμένος, δεν έχεις αναφορά, είσαι ένας εξωπλανήτης στο διαστρικό κενό, ένας πεζοπόρος αποπροσανατολισμένος στο μεγάλο δάσος. 

 

Σε άλλες εποχές, όποιος άναβε μια φωτιά μέσα στη νύχτα χώριζε τον κόσμο σε τέσσερις ζώνες

 

Καμία απορία που οι παλιότεροι λάτρευαν τη φωτιά, είχε τεράστια σημασία γι’ αυτούς. Καμία απορία που κι η νύχτα είχε σημασία γι’ αυτούς, θετική κι αρνητική ταυτόχρονα• πάντως η νύχτα δεν ήταν «έλλειψη ημέρας» αλλά μια πολυδιάστατη οντότητα με τις μοναδικές της στιγμές κι ομορφιές (και κινδύνους και φόβους). Το έναστρο δέος του ουράνιου θόλου δεν ήταν κρύος, αχανής κόσμος που έκανε τους ανθρώπους ασήμαντους, αντίθετα: ένας εύτακτος κόσμος, όλο ομορφιά και φως, που έκανε τους ανθρώπους να νιώθουν ότι έχουν θέση, ανήκουν σ’ αυτόν. Επίσης, ένας κόσμος γεμάτος μουσική, τη «μουσική των σφαιρών», musica universalis, που θρυλικά άκουγε ο Πυθαγόρας κάθε βράδυ. 

Ray Bradbury: Δεν ήταν το υστερικό φως του ηλεκτρισμού – αλλά τι; Ήταν το παράξενα άνετο και σπάνιο κι ευγενικό φως του κεριού. Μια φορά όταν ήταν παιδί και κόπηκε το ρεύμα, η μητέρα του βρήκε κι άναψε ένα τελευταίο κερί, κι ήταν στιγμή ανακάλυψης, ο χώρος έχασε τις αχανείς του διαστάσεις, μαζεύτηκε όμορφα γύρω τους, κι εκείνοι, μητέρα και γιος, μεταμορφώθηκαν κι εύχονταν το ρεύμα ν’ αργήσει να ξανάρθει 

Να συστήσω δύο πολύ αρχαίες λέξεις: Μελάμ και Νι. Πρέπει να είναι απ’ τις πιο αρχαίες λέξεις που ξέρουμε, φτάνουν πιο πίσω από Ασύρριους, πάνε σε Ακκάδιους και Σουμέριους, 3η – 4η χιλιετία π.Χ. 
 
Μελάμ είναι το ρούχο των θεών. Όπως εμείς έχουμε παντελόνια, πουκάμισα, μπλούζες κ.α. έτσι κι οι θεοί έχουν το δικό τους ρούχο, Μελάμ. Αυτό το θεϊκό ρούχο έφτασε και στις μέρες μας ως δόξα του Θεού (kabod στα εβραϊκά), δηλαδή αυτό που περιβάλλει τον Θεό – θυμηθείτε το περιστατικό της Μεταμόρφωσης του Κυρίου που «τα ρούχα του έγιναν αστραφτερά, κατάλευκα σαν το χιόνι, τέτοια που κανείς βαφέας στη γη δεν μπορεί να κάνει τόσο λευκά» (κατά Μάρκον 9), ή την υπόσχεση του Θεού στον Μωυσή στο όρος Χωρήβ: «Ο Μωυσής είπε: δείξε μου τη δόξα Σου. Ο Θεός απάντησε: θα περάσω με τη μεγαλοπρέπεια της δόξας μου μπροστά σου, δεν θα μπορέσεις όμως να δεις το πρόσωπό μου γιατί κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να Με δει και να μείνει ζωντανός» (Έξοδος 33). 
 
Η άλλη λέξη, Νι, είναι το αποτέλεσμα που έχει πάνω μας η θέα του Μελάμ. Η θέα του ανθρώπινου ρουχισμού έχει διάφορα αποτελέσματα πάνω μας, τα ρούχα θα μας δώσουν αισθήματα ατημελησιάς ή αρχοντιάς ή ερωτισμού ή καλού γούστου ή αυστηρότητας ή... Αντίστοιχα, η θέα του ρούχου των θεών έχει άλλα αποτελέσματα πάνω μας, οι αρχαϊκοί τα ονόμαζαν Νι. Αυτό το Νι, Ακκάδιοι και Σουμέριοι το περιέγραφαν ως: μυρμηγκιάζει το δέρμα μου, ρίγη στη σπονδυλική στήλη, μου κόβεται το γέλιο. Είναι η κατεξοχήν ένδειξη για την προσέγγιση κάτι υπερφυσικού, εξωκοσμικού, ασύλληπτων μεγεθών. Στα ελληνικά καθιερώθηκε ν’ αποδίδεται φόβος Θεού (yirat στα εβραϊκά, taqwa στο Ισλάμ). Θυμηθείτε από το βιβλίο του Ιώβ, μιλά ο Ελιφάζ: «Φρίκη και τρόμος με κυρίεψε κι έτρεμε όλο το κορμί μου. Φύσημα αχνό από το πρόσωπό μου πέρασε, μ’ έκανε σύγκορμο ν’ ανατριχιάσω. Στάθηκε μπρος μου μια μορφή που δεν μπορούσα να καθορίσω» (Ιώβ 4). Θυμηθείτε ότι οι μαθητές κυριεύτηκαν από τρόμο όταν είδαν το περιστατικό της Μεταμόρφωσης. Λίγο πολύ για όλους τους αρχαίους λαούς, η επαφή με τον θεϊκό κόσμο δεν ήταν απλή κι αστεία, αλλά κάτι που περιελάμβανε φόβο, μου κόβεται το γέλιο, ρίγη στη ραχοκοκαλιά.
 
Αν θέλετε το Νι των Σουμερίων χωρίς θρησκευτικές συνδηλώσεις, δείτε τις χαλκογραφίες του Piranesi. Αφιερώστε χρόνο, ιχνηλατήστε τις βήμα–βήμα, δείτε τον εαυτό σας μέσα τους, να περιπλανιέται ατέλειωτα σ’ αυτές. Διαβάστε τις Εξομολογήσεις Ενός Άγγλου Οπιομανούς του Thomas de Quincey (θεωρείται αριστούργημα της αγγλικής λογοτεχνίας), δείτε τα όνειρα του οπίου:
 
«Ζούσα 70 ή 100 χρόνια μέσα σε μια νύχτα – τι λέω; Χρόνια πέρα απ’ τις δυνατότητες της ανθρώπινης εμπειρίας. Θάφτηκα για χιλιάδες χρόνια σε πέτρινα φέρετρα. Οι κροκόδειλοι με φίλησαν με καρκινώδη φιλιά, κείμαι μ’ ανείπωτα γλιστερά πλάσματα ανάμεσα στα καλάμια και τη λάσπη του Νείλου. Κάθε νύχτα κατέβαινα σε χάσματα κι ανήλιαγες αβύσσους, σε βάθη κάτω από βάθη, αδύνατο να ξαναβγώ ποτέ στην επιφάνεια, τέλεια αίσθηση ανημπόριας που λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν». 
 
Tο Νι των Σουμερίων δε μας είναι άγνωστο. Το ξέρουμε από μυθιστορήματα και ταινίες τρόμου – σκεφτείτε την παράξενη γοητεία που ασκεί ο τρόμος, πολύς κόσμος τα λατρεύει κ τα κυνηγά φανατικά γιατί μόνο εκεί μπορεί να βρει τα ρίγη στη ραχοκοκαλιά, τα ασύλληπτα μεγέθη και τον τρόμο που μας είναι τόσο απαραίτητα. Όμως οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι για το Νι, οι κατεστημένες εκκλησίες και τα επίσημα ιερατεία προσφέρουν έναν εντελώς ντεκαφεϊνέ Θεό στους πιστούς, ο κόσμος δεν μπορεί να βρει εκεί το Νι που τόσο πολύ φοβάται και τόσο πολύ ποθεί και τόσο πολύ έχει ανάγκη, οπότε το ψάχνει σε υποκατάστατα. Ντιζνιοποιήσαμε τον Θεό («ντιζνιοποιώ» = κάνω κάτι να μοιάζει με ταινία της Disney). Ειδικά η δική μας εκκλησία με τον χριστούλη και την παναγίτσα που τους ακούω από μικρό παιδί! Θεοί μικροαστών, ο χριστούλης («σ’ αγαπά ο χριστούλης») κι η παναγίτσα («μια εικονίτσα με την παναγίτσα»)... Όμως σε μικροαστούς απευθυνόταν πάντα η μικρο-εκκλησία, μικροθεούς προσφέρει: καλός πωλητής που προσαρμόζει το μικροπροϊόν στις προτιμήσεις των μικροκαταναλωτών
 
Sarah Williams (1837-1868): Αγάπησα πάρα πολύ τ’ αστέρια για να φοβηθώ τη νύχτα 
 
Αν θέλετε μια γεύση Νι, διαβάστε εδώ το διήγημα του Robert Louis Stevenson, Τζάνετ η Σβερκοτσακισμένη (προσαρμοσμένο στα σύγχρονα αγγλικά, ο ίδιος το 'γραψε στα σκοτσέζικα). Φροντίστε να είναι αργά το βράδυ, σκοτεινά όλα, μόνοι σπίτι, σιγαλιά, κλείστε το κινητό, το διαβάζετε στο φως του φακού ή του κεριού. Αν έχετε καρδιά λιονταριού, κάντε το σωστά. Υπόσχομαι ότι όποιος το φτάσει ως το τέρμα, μετά δε θα 'ναι ο ίδιος άνθρωπος. 
 
Όμως εκτός απ’ τον Θεό, ντιζνιοποιήσαμε και τη νύχτα... Ανάψαμε τα ηλεκτρικά μας φώτα να διώξουμε τα στοιχειά και τους τρόμους της – και το δέος της. Γεμίσαμε τον αέρα με ντεσιμπέλ να εξαφανίσουμε τη σιγαλιά της, το καταφέραμε. Μαζί μ’ αυτά, εξαφανίσαμε το μυστήριό της, το μεγαλείο, την ιερότητα και την ομορφιά του νυχτερινού ουρανού, τη λυτρωτική αυστηρότητα των αστεριών και των ουράνιων σωμάτων. Οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν ξέρουμε τη νύχτα. Θέμα χρόνου μέχρι να πάρουμε κι εμείς τηλ. την αστυνομία να καταγγείλουμε τον Γαλαξία.
 
Όμως η νύχτα δε βγήκε από στούντιο Disney... Ό,τι και να ‘ναι η νύχτα («που ακόμα κι ο Δίας τη φοβάται»: Ησίοδος), με τους τρόμους και τα μεγαλεία της, πάντως δεν είναι καρτούν κατάλληλο για μικρά παιδιά, έτσι όπως το ευτελήσαμε
 
W. H. Auden, “September 1, 1939”: 
Faces along the bar 
Cling to their average day: 
The lights must never go out, 
The music must always play, 
All the conventions conspire 
To make this fort assume 
The furniture of home; 
Lest we should see where we are, 
Lost in a haunted wood, 
Children afraid of the night 
Who have never been happy or good
 
Δε φταίει ο κ. Έντισον γι’ αυτό, ούτε κάποια σατανικά κέντρα εξουσίας. Ο κάθε Γιάννης κι η κάθε Μαρία φοβήθηκαν πάρα πολύ τη νύχτα για ν’ αγαπήσουν τ’ αστέρια και ζήτησαν το ηλεκτρικό φως σε διαρκώς περισσότερα βατ και βολτ κι αμπέρ: πυγμαίοι, φέρνουμε τα πάντα στα δικά μας μέτρα. Ο κ. Έντισον, οι κυβερνήσεις κ τα κέντρα εξουσίας ήταν καλοί πωλητές που προσέφεραν ένα προϊόν για το οποίο υπήρχε ζήτηση – μάλλον καλοί έμποροι ναρκωτικών που εκμεταλλεύτηκαν τις αδυναμίες των πελατών για να τους ρίξουν σε παγίδα απ’ την οποία δε θέλουν κι οι ίδιοι να γλιτώσουν, θα τη ζητάνε σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις
 
Eμείς σήμερα δεν ξέρουμε τους πλανήτες, ούτε τ’ αστέρια και τα ουράνια σώματα, ούτε τον Θεό, ούτε τη νύχτα, ούτε τη σιγαλιά και τη σιωπή, ούτε τη φωτιά (πόσες φορές χωρίσαμε τον κόσμο σε τέσσερις ζώνες ανάβοντας μια φωτιά μέσ’ στη νύχτα;). Αντί γι’ αυτά ξέρουμε τις ντιζνιοποιήσεις τους, κακέκτυπα και καρτούν: χάρτινο το φεγγαράκι (ψεύτικη η ακρογιαλιά)
 
Ο Πτολεμαίος (της Αλμαγέστης) άρχιζε την Αρμονική του με το επίγραμμα: Ξέρω, είμαι θνητός κι εφήμερος / Όμως γύρω μου ουράνια σώματα / Όταν σκιαγραφώ τις ορμητικές δίνες τους / Τα πόδια μου δεν πατάν πια στη γη / Στέκομαι μπροστά στο Δία και παίρνω / Το μερίδιο αμβροσίας που μου αρμόζει, το θεϊκό μερίδιο
 
Εμείς δεν έχουμε την παραμικρότερη ιδέα από το θεϊκό μερίδιο που έπαιρνε ο Πτολεμαίος ή από τη musica universalis που άκουγε ο Πυθαγόρας – επίσης κι ο Μικρός Πρίγκηπας: «τις νύχτες μ’ αρέσει ν’ ακούω τ’ αστέρια, σαν πεντακόσια εκατομμύρια καμπανούλες». Δεν αρκούν εδώ τα βιβλία αστρονομίας και τα διδακτικά βιντεάκια στο ίντερνετ, δεν επανορθώνουν την απώλεια, είν’ απαραίτητο το καθενυχτικό δέος, ο θαυμασμός, τα ρίγη στη ραχοκοκαλιά, η musica universalis, το θεϊκό μερίδιο. Αυτά δεν μπορούμε να τα πάρουμε από βιβλία και βιντεάκια. 
 
Ούτε θα πετύχει κάποια πρωτοβουλία βελτίωσης, οικολογική ή αριστερή ή οτιδήποτε. Είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Όσο κι αν πεις π.χ. ότι η πληθώρα ηλεκτρικού φωτός διαταράσσει κιρκαδιανούς ρυθμούς, συμβάλλει σε επιβλαβείς αλλαγές μεταβολισμού, στην έλλειψη ποιοτικού ύπνου, αποπροσανατολίζει πάμπολλα νυχτόβια που χρησιμοποιούν το φως του φεγγαριού και των αστεριών για πλοήγηση (και θα τα υποστηρίξεις με 100% πανεπιστημιακές μελέτες), ο αγώνας είναι χαμένος. Το κακό δεν ξεγίνεται. Θα βρεις απέναντί σου όχι μόνο τους κακούς καπιταλιστές και τα μοχθηρά κέντρα εξουσίας, αλλά τον κάθε Γιάννη κ την κάθε Μαρία. Ο Γιάννης κι η Μαρία αγάπησαν πολύ την πρέζα τους, το ηλεκτρικό φως, που θα υποστηρίξουν τους εμπόρους των ναρκωτικών τους μην τυχόν κι απεξαρτηθούν. Το κακό που έγινε δεν ξεγίνεται
 
Sarah Jio (1975) Τ’ αστέρια έχουν τη δική τους γλώσσα. Αν ακούσεις προσεκτικά μπορείς να τη μάθεις 
 
Ο έναστρος ουρανός χάθηκε οριστικά και δε θα ξαναβρεθεί παρά μόνο όταν έρθει η κατάρρευση του εκτρώματος που ονομάζεται «σύγχρονος τρόπος ζωής». Η Κόλαση του Δάντη τελειώνει με τη φράση: «... και τότε επιτέλους βγήκαμε κι είδαμε τ’ άστρα». Αν οι σημερινοί άνθρωποι χάσαμε τ’ άστρα τότε, σύμφωνα με τον Δάντη, είμαστε στην Κόλαση κι ας μην το ξέρουμε, οι κολασμένοι δεν ξέρουν ότι βρίσκονται στην Κόλαση (ούτε οι ευλογημένοι ξέρουν ότι βρίσκονται στον Παράδεισο). 
 
Η αρχαιότητα είχε λέξη για τέτοια αφύσικη τερατωδία όπως η σημερινή με το πάνδημο ηλεκτρικό φως, έλεγε ύβρις. Και κληρονομήσαμε μια σχετική ιστορία ύβρεως από τον Κριτία του Πλάτωνα για τους Άτλαντες, μια κάποτε θεϊκή γενιά που παρασύρθηκαν από τον πλούτο και την ισχύ τους, έχασαν το θεϊκό στοιχείο μέσα τους, έφτασαν να γίνουν επαίσχυντοι: 
 
«Σ’ αυτόν που είχε μάτια να δει, η κατάντια τους ήταν ολοφάνερη γιατί έχασαν το πολυτιμότερο δώρο που είχαν. Όποιος όμως είχε μάτια και δεν έβλεπε, τους νόμιζε ένδοξους κι ευλογημένους ενώ αυτοί ήταν γεμάτοι πλεονεξία κι αδικία. Ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών που κυβερνά σύμφωνα με τον κοσμικό νόμο και μπορεί να καταλάβει αυτά τα πράγματα, βλέποντας ότι μια τιμημένη γενιά έπεσε σε τέτοια κατάντια, και θέλοντας να τους επιβάλει κατάλληλη ποινή ώστε να βελτιωθούν, μάζεψε τους θεούς στο πιο ιερό τους μέρος, στο κέντρο του κόσμου, απ’ όπου επιβλέπουν όλη τη δημιουργία. Και στη σύναξη των θεών είπε το εξής:...» 
 
Μπορούμε να μαντέψουμε τι είπε, ο Κριτίας κι ο μύθος της Ατλαντίδας διάσημα σταματούν στη μέση μιας πρότασης

Το Όνομά Τους Λεγεών

«... τα μύρια όσα που αχαμνίζουνε τις έγνοιες των ανθρώπων» – Εμπεδοκλής 

«... στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία» – Καβάφης 

 

Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Κι ας είναι ό,τι να ‘ναι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 

Μη στηριχτείς σε άνθρωπο 
Δεν πράττει με κακία 
Δεν είν’ κακός, μην τον μισείς 
Μη λες «κακοβουλία», 
 
Μικρό παιδί, τι να του πεις; 
Σίγουρα θα ξεχάσει. 
Όρκους πολλούς θα ορκιστεί 
Και θα τους προσπεράσει. 
 
Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
Αγάπα τους παρόλ’ αυτά 
Κι ας είναι αυτό που είναι 
Έτσι κατασκευάστηκαν: 
Όλοι τους να ξεχνούνε. 
 
Να ‘χουνε προσοχή φτηνή 
Και να την εκπορνεύουν 
Χιλιάδες δυο ασήμαντα 
Συνέχεια να την κλέβουν. 
 
Έτσι κατασκευάστηκαν 
Τ’ ανθρώπινα τα πλήθη: 
Το όνομά τους Λεγεών 
Το επώνυμό τους Λήθη

Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
«Θα το θυμάμαι»: πα να πει 
Αύριο θα το ξεχάσει 
Κάποιο καινούργιο βάσανο 
Θα έρθει να τον πιάσει 
 
Έγνοιες, δεινά, συναρπασμοί, 
Τη θύμηση θα σβήσουν 
Θα τους τη διώξουν απ’ το νου 
Και θα την αχαμνίσουν. 
 
Μόνιμα κάτι θα βρεθεί 
Κάτι άλλο θα προέχει, 
Την προσοχή του ο άνθρωπος 
Για πέταμα την έχει. 
 
Ή θα ‘ρθει η λήθη να τον βρει 
Με δύναμη μεγάλη 
Λάθρα στων συναναστροφών 
Την αλληλοσπατάλη. 

Δε θα τα κάνει σκόπιμα, 
Δε θα ‘ναι εσκεμμένα, 
Απλά «μνήμη» και «άνθρωπος» 
Είναι διαζευγμένα. 
 
Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
Σαν τον γονιό που, έγκλημα,
Την κόρη του εκπορνεύει, 
Την προσοχή του ο άνθρωπος 
Φτηνά την παζαρεύει,
 
Πετάει το πιο πολύτιμο. 
Δες τον, κατάλαβέ τον 
Παρόλ’ αυτά, κάνε καρδιά 
Και υιοθέτησέ τον. 
 
Απλά, αυτό είν’ ο άνθρωπος 
Αυτή η κατασκευή του 
Το διάλεξε, το θέλησε, 
Είναι επιλογή του. 
 
Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
*  *  *  *  *

Άρχιζαν όλες οι ψυχές να πορεύονται στην Πεδιάδα της Λήθης μέσα σε φοβερή και πνιγερή ζέστη, γιατί δεν υπήρχε ούτε δέντρο ούτε φυτό εκεί. Όταν βράδιασε, κατασκήνωσαν στις όχθες του Ποταμού της Αμέλειας, που το νερό του κανένα δοχείο δεν μπορεί να κράτησει. Κάθε ψυχή ήταν υποχρεωμένη να πιει απ’ αυτό προκειμένου να γεννηθεί, όμως κάποιες δεν ήταν σοφές να συγκρατηθούν κι έπιναν πολύ. Τότε έχαναν οριστικά κάθε ανάμνηση των προηγουμένων (Πλάτωνας, Πολιτεία 621α).

Τυφλότητα

Ακόμα ένα απρόσμενο encore στο μπλογκ. Κάτι που μπορεί να χτυπήσει όλους μας, η τυφλότητα, να χάσουμε την όρασή μας. Δεν ξέρω αν το ‘φερε η ζωή ποτέ να συναναστραφείτε τυφλούς. Αν το ‘φερε, πώς τους βρήκατε;... 

... ναι συμφωνώ κι εγώ: οι τυφλοί ακούνε. Οι τυφλοί προσέχουν τα λόγια σου. Δεκτικοί, εσωτερικευμένοι, βιώνουν τον κόσμο από μέσα προς τα έξω όμως, μ’ έναν περίεργο τρόπο, φτάνουν κι αγκαλιάζουν όλον τον κόσμο (δεν μπορώ να το κατανοήσω ή να το εξηγήσω εύκολα). Τείνουν να είναι ευγενείς, ήπιοι, γλυκείς κι εξαιρετικά μη-επιθετικοί. Δε βιάζονται να μιλήσουν, να ‘χουν άποψη. Κι αν μιλήσουν, μετράν τις λέξεις τους. 

Παραπονεθήκατε ποτέ σε κάποιον: «Δε μ’ ακούς ποτέ! Δεν προσέχεις τι σου λέω!» Λοιπόν, αυτό είναι το μόνο παράπονο που δε θα ‘χετε μ’ έναν τυφλό. Ο τυφλός βαστά τα λόγια σου, τα γεύεται, πατά φρένο. Τον εκπαιδεύει η κατάστασή του, όλο το κεφάλαιο που κάποτε είχε επενδεδυμένο στην όραση το ρίχνει στην ακοή, στην αφή, στην όσφρηση. Κι αυτή η επένδυση του δίνει απρόσμενα κέρδη. 

Λαχταρίσατε ποτέ μια γκαρδιακή, ουσιαστική, μεστή κουβέντα που να μείνει στην ιστορία; Που οι λέξεις να ‘χουν βάρος, σαν στίχοι του Καφάβη; (σε αντιδιαστολή με τις καθημερινές, ανούσιες, ανιστορικές μας κουβέντες, κανείς δεν ακούει κανέναν, όλοι βιαζόμαστε να μιλήσουμε, γεμίζουμε τον αέρα με λέξεις, ακατάπαυστος θόρυβος). Αυτό μπορεί να προσφέρει ένας τυφλός. 

Οι τυφλοί δεν είν’ ανάπηροι! «Ανάπηρος» εννοούμε κάποιον που δεν έχει κάτι και το 'χουμε εμείς. Ναι μεν ο τυφλός δεν έχει κάτι που το ‘χουμε εμείς, απ’ την άλλη έχει κάτι που δεν έχουμε εμείς, κάτι πολύτιμο: ο τυφλός ακούει (ενώ εμείς βιαζόμαστε)

Αν κάποτε τα φέρει η ζωή και τυφλωθούμε, τότε δε γινόμαστε ανάπηροι, παρόλο που σίγουρα στην αρχή θα το πάρουμε έτσι και θα μελαγχολήσουμε. Ναι μεν χάνουμε κάτι που οι άλλοι το ‘χουν, όμως κερδίζουμε κάτι απρόσμενο που κανείς δεν έχει. 

Υπάρχει λόγος που οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν τα θαυμαστά έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, σ’ έναν τυφλό ποιητή (τον Όμηρο). Που απέδιδαν θρυλική τυφλότητα στον Τειρεσία, στον Οιδίποδα όταν κατάλαβε το σφάλμα του.

Υπάρχει λόγος που οι αρχαίοι Ινδοί απέδιδαν το θαυμαστό βιβλίο, τη Ριγκ Βέδα, σ’ έναν τυφλό σοφό (τον Ντιργκάταμας). 

Κάπου ένα σχόλιο του Αριστοτέλη, μπορείτε να το βρείτε; «Ο τυφλός έχει μεγαλύτερη κατανόηση από τον κουφό, η ακοή έχει βαθιά επίδραση στο σχηματισμό του ηθικού χαρακτήρα, κάτι που δε συμβαίνει με την όραση. Η ψυχή σπαταλιέται με την όραση, ενώ με την ακοή συγκεντρώνεται κι εστιάζεται» (όμως εδώ ακούω Πλάτωνα πίσω απ’ τα λόγια του Αριστοτέλη)

Οι αρχαίοι εκτιμούσαν τον τυφλό, βρίσκαν αξία. Ξέραν ότι μπορείς να διδαχθείς απ' αυτόν, ακόμα και να τον πεις «δάσκαλε». Δεν είν' ανάπηρος! Κέρδισε κάτι που εμείς δεν έχουμε: ο τυφλός δε βιάζεται, ακούει, προσέχει. 

ποιος από μας μπορεί να το παινευτεί αυτό;

Η Μεγαλύτερη Αγάπη Στον Κόσμο

Ακόμα ένα απρόσμενο encore στο μπλογκ που δε φανταζόμουν... Το βάζω μήπως έστω κι ένας πάρει ανάσα. 

Μεταφράζω ένα χιλιοαγαπημένο κείμενο, που δε νομίζω να ‘χει μεταφραστεί ποτέ στα Ελληνικά. Λίγο μπακγκράουντ: το έγραψε ο Σόρεν Κίρκεγκωρ στα τελευταία του, ετοιμαζόταν να παρατήσει την Κοπεγχάγη, να πάει στην επαρχία, σε κάποιο χωριό ή κωμόπολη, να ζήσει πάστορας εκεί (τελικά δεν το κατάφερε, λίγο μετά τον πρόλαβε ο θάνατος). Πάνω εκεί, ετοίμαζε μερικές εμπνευστικές ομιλίες για το εκκλησίασμα. Μια απ’ αυτές το παρακάτω κείμενο. 

Το οποίο είναι φοβερά τολμηρό: λίγο πολύ, ο Κίρκεγκωρ μιλά για τη μεγαλύτερη αγάπη που μπορεί να υπάρξει στον κόσμο. Ποια είναι η μεγαλύτερη αγάπη που μπορεί να υπάρξει στον κόσμο, τι θα απαντούσατε;... Ας δούμε τι έχει να πει ο Δανός. Κανείς άλλος δεν μπορεί να πιάσει τέτοιο θέμα, μόνο ο Κίρκεγκωρ. Δεν έχω εμπιστοσύνη σε άλλον συγγραφέα. 

Όμως το κείμενο έχει και συνέχεια! Κάπου 50 χρόνια μετά, το διάβασε ο Αντόρνο και το βρήκε αισχρό! Απαράδεκτο! Απαίσιο! Έκανε μια πολύ σφοδρή κριτική, μπορείτε να δείτε σχετικά εδώ. Οπότε προετοιμαστείτε: θα διαβάσετε κάτι που ή θα λατρέψετε ή θα μισήσετε, τίποτα ενδιάμεσο. Προειδοποιώ, έτσι; Αν έχετε καρδιά λιονταριού, συνεχίστε την ανάγνωση. 

Όσο για μένα, δεν τίθεται θέμα: είμαι 100% με τον Κίρκεγκωρ. 

Οπότε λοιπόν, φανταστείτε ότι είστε μέσα 19ου αιώνα στη Δανία, κάποιο αγροτικό–κτηνοτροφικό χωριό, πάτε την Κυριακή στην εκκλησία κι ακούτε τον πάστορα να λέει τα παρακάτω λόγια. Διαβάστε το γουλιά–γουλιά, αργά–αργά, κι απολαύστε το (ή μισήστε το): 

Η Πράξη Αγάπης, να Θυμάσαι τους Νεκρούς 
Ο θάνατος είναι η πιο συνοπτική επιτομή της ζωής. Φρόντισε να ελέγχεις πολύ τακτικά μ’ αυτή τη συνοπτική επιτομή όσα κατανόησες από τη ζωή. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε συγγενείς αίματος, παρόλο που συνεχώς αρνιόμαστε αυτήν τη συγγένεια. Όμως ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε συγγενείς πηλού, τη συγγένεια του θανάτου, κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί. 
 
Όταν ένας άνθρωπος σχετίζεται μ’ έναν νεκρό, τότε σ’ αυτή τη σχέση υπάρχει μόνο ένας. Διότι ο νεκρός, πολύ απλά, δεν υπάρχει! Κανείς δεν μπορεί να περάσει τόσο απαρατήρητος όσο ένας νεκρός γιατί πραγματικά είναι απαρατήρητος! Εδώ δεν τίθεται θέμα ότι κάποιος δεν κατάλαβε καλά, δεν πρόσεξε, δεν είδε. Εδώ ο ζωντανός θα ξεδιπλωθεί ολόγυμνος, θα δείξει τι στ’ αλήθεια είναι. Διότι ένας νεκρός είναι πολύ διακριτικός, έχει εντελώς αποτραβηχτεί, δεν ασκεί την παραμικρότερη επιρροή, ούτε ταράζει ούτε παροτρύνει τον ζωντανό που σχετίζεται μαζί του. Ο νεκρός δεν είναι αντικείμενο αγάπης, είναι μόνο η περίσταση που συνεχώς αποκαλύπτει τι είναι ο ζωντανός που σχετίζεται μαζί του. 
 
Δεν πρέπει να ταράζουμε τους νεκρούς με οδυρμούς και κλάματα. Πρέπει να τους συμπεριφερόμαστε όπως σε κάποιον που κοιμάται και δε μας κάνει καρδιά να τον ξυπνήσουμε. «Κλάψε απαλά για τους νεκρούς, έχουν βρει την ανάπαυσή τους», λέει το βιβλίο της Σοφίας Σειράχ και πραγματικά δεν ξέρω καλύτερο τρόπο να δείξεις την ανάμνησή σου για τον νεκρό απ’ αυτό το απαλό κλάμα: κλάψε απαλά. Όμως κλάψε πολύ. Πόσο πολύ, κανείς δεν ξέρει. Όμως αν συνεχίζεις να θυμάσαι τον νεκρό με αγάπη, τότε ίσως μπορείς να χρησιμοποιήσεις κάποια λόγια απ’ τον ψαλμό του Δαυίδ: «Αν σε ξεχάσω, να ξεραθεί το δεξί μου χέρι. Η γλώσσα μου να κολλήσει στον ουρανίσκο αν πάψω να σε θυμάμαι. Αν πάψω να σε βάζω πιο πάνω κι απ’ τη μεγαλύτερη χαρά μου». Εδώ έχεις δουλειά να κάνεις, έχεις καθήκον.
 
Αυτή η πράξη αγάπης, να θυμάσαι τους νεκρούς, είναι η πιο ανιδιοτελής αγάπη που μπορεί να υπάρξει στον κόσμο.
Αν θέλουμε να σιγουρευτούμε ότι η αγάπη μας είναι ανιδιοτελής, πρέπει να απομακρύνουμε κάθε πιθανότητα ανταπόδοσης. Κι οι ανταποδόσεις της αγάπης είναι πολλές και διάφορες. Υπάρχει και μια ανταπόδοση ομογενής με την αγάπη: η ανταποκρινόμενη αγάπη. Η πλειοψηφία των ανθρώπων θα θεωρούσε αυτήν πιο σημαντική, παρόλο που, ίσως, δε θα παραδέχονταν ότι είναι κι αυτή μια ανταπόδοση. 

Όμως με έναν νεκρό δεν υπάρχει η παραμικρότερη πιθανότητα για ανταπόδοση. Είναι τόσο ανήμπορο από μια σκοπιά αν το δεις, τόσο αχάριστο αυτό το καθήκον, τόσο αποκαρδιωτική αυτή η δουλειά, να συνεχίζεις να θυμάσαι τους νεκρούς!... Ο νεκρός δεν ανθίζει όπως το μικρό παιδί, να συναντήσει το μέλλον. Ο νεκρός δε σου δίνει χαρά, όπως το μικρό παιδί δίνει χαρά στη μάνα. Ο νεκρός δεν έχει αδυναμίες κι αγαπημένους, μοιάζει ότι δεν αγαπάει κανέναν. Είναι τόσο αποκαρδιωτικό ότι θα συνεχίσει να παραμένει ήσυχος στον τάφο του ενώ η λαχτάρα γι’ αυτόν θ’ αυξάνει. Τόσο αβάσταχτο ότι δεν πρόκειται να υπάρξει η παραμικρότερη αλλαγή στη σχέση σας. Ένα καλό παιδί δε δίνει άγρυπνες νύχτες στους γονείς ενώ, αντίθετα, όσο πιο καλός ήταν ο νεκρός, τόσο περισσότερες άγρυπνες νύχτες θα σου δώσει. Όμως είτε εσύ τον προσμένεις άγρυπνος είτε τον έχεις εντελώς ξεχάσει, μοιάζει ότι είναι αδιάφορο γι’ αυτόν. 
 
Αυτή η πράξη αγάπης, να θυμάσαι τους νεκρούς, είναι η πιο ελεύθερη αγάπη που μπορεί να υπάρξει στον κόσμο
Διώξε όλα όσα μπορούν να εξαναγκάσουν, με τον Α’ ή Β’ τρόπο, την πράξη της αγάπης. Όμως αυτό ακριβώς είναι που απουσιάζει στη σχέση σου μ’ έναν νεκρό. Και τα πράγματα που μπορούν να εξαναγκάσουν την πράξη αγάπης είναι πάμπολλα. Το μικρό παιδί κλαίει, ο φτωχός ζητιανεύει, η χήρα ικετεύει, ο άνθρωπος σε ανάγκη σε πρήζει, ο τσακισμένος σε πιέζει κ.ο.κ. Όταν κάποιος θέλει να περιγράψει την τέλεια ανημπόρια, συνήθως σκέφτεται ένα μικρό μωρό που, με την ανημπόρια του και μόνο, αναγκάζει την πράξη αγάπης των γονιών. Κι όμως! Όταν ένας άνθρωπος ξαπλώνει στον τάφο του με δυο κυβικά μέτρα χώμα πάνω του, είναι πιο ανήμπορος κι απ’ αυτό το μωρό! 
 
Ο νεκρός δε θα κλάψει σαν το μικρό παιδί, δε θα σου υπενθυμίσει την παρουσία του, δε θα σε πρήξει όπως ο ζητιάνος, δε θα σε αναγκάσει να τον κοιτάξεις, δε θα σου καταδείξει την εμφανή κατάντια του: θα παραμείνει σιωπηλός, εντελώς ακίνητος. Κανείς δε θα σε απασχολήσει λιγότερο από έναν νεκρό. Κανέναν δε θα αποφύγεις πιο εύκολα από έναν νεκρό. Δεν έχει το παραμικρότερο δικαίωμα στη ζωή, κανείς δικαστής δε θα σου πει τίποτα αν σταματήσεις να τον θυμάσαι. Μια χαρά μπορούμε να γράψουμε στην είσοδο του νεκροταφείου: «Εδώ με μας δεν υπάρχει εξαναγκασμός». Ο νεκρός, πολύ απλά, δε σε αναγκάζει σε τίποτα. 
 
Ως προς τις άλλες ανθρώπινες αγάπες, συχνά υπάρχει εξαναγκασμός, αν μη τι άλλο από την καθημερινή συνήθεια, να τον συναντάς τακτικά. Οπότε, δεν μπορείς να δεις ξεκάθαρα πόσο η αγάπη σου ελεύθερα κρατά το αντικείμενό της, ή το αντικείμενο της αγάπης σου, με τον Α’ ή Β’ τρόπο, αναγκάζει την υπενθύμισή του. 
Κι η αγαπημένη ανάμνηση του νεκρού πρέπει να αμυνθεί απέναντι στην πραγματικότητα, ώστε αυτή μην πάρει το πάνω χέρι με τα μυριάδες συγκλονιστικά βιώματα που συνεχώς φέρνει και φτάσει κάποια στιγμή να σβήσει τη θύμιση. Η αγαπημένη ανάμνηση του νεκρού πρέπει να αμυνθεί απέναντι στο χρόνο: να υπερασπίσει την ελευθερία της απέναντι σε όλα όσα θα σε προτρέψουν να ξεχάσεις. Κι η δύναμη του χρόνου είναι τεράστια. Στο μεταξύ θα ‘ρθουν οι πάμπολλες απαιτήσεις της ζωής. Θα ‘ρθουν οι ζωντανοί να σε τραβήξουν απ’ το μανίκι: «έλα σε μας, θα σ’ αγαπήσουμε εμείς». 
Ενώ ο νεκρός, αντίθετα, ούτε που θα σου κλείσει το μάτι. Δε θα κάνει το παραμικρότερο να τραβήξει την προσοχή σου, δε θα κουνήσει δαχτυλάκι. Πόσο εύκολο είναι η δύναμη της ζωής και της στιγμής να νικήσει αυτήν την ανημπόρια! Κανείς δεν είναι τόσο αδύναμος όσο ένας νεκρός, και μέσ’ στην αδυναμία του δε σε αναγκάζει στο παραμικρότερο! 
 
Αυτή η πράξη αγάπης, να θυμάσαι τους νεκρούς, είναι η πιο πιστή αγάπη που μπορεί να υπάρξει στον κόσμο 
Αν θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι η αγάπη μας παραμένει σταθερή, πρέπει να διώξουμε όλα όσα μπορούν να κάνουν το αντικείμενο της αγάπης να μας βοηθήσει με τον Α’ ή Β’ τρόπο. Αλλά ακριβώς αυτό είναι που απουσιάζει στη σχέση μας μ’ έναν νεκρό διότι, πολύ απλά, εδώ δεν υπάρχει αντικείμενο στην αγάπη! Κι αν αυτή συνεχίσει να παραμένει, τότε πραγματικά στάθηκε πιστή. 
Κι είναι δύσκολο καθήκον να διατηρήσει κάποιος την αγάπη του αναλλοίωτη στο χρόνο. Είναι αλήθεια ότι όλοι λατρεύουμε να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας μ’ ένα σωρό προσχήματα. Πόσοι από μας δεν είμαστε ακλόνητα πεπεισμένοι, μέχρι θανάτου, ότι φταίει ο άλλος που άλλαξε η αγάπη μας, δε φταίμε εμείς. 
 
Όταν δυο άνθρωποι είναι ενωμένοι στην αγάπη, τότε ο ένας κυριαρχεί πάνω στον άλλον κι η σχέση κυριαρχεί πάνω στους δυο τους. Όμως μ’ έναν νεκρό, δεν υπάρχει η παραμικρότερη πιθανότητα σχέσης. Γιατί ο νεκρός είναι πονηρός, μη βιάζεσαι να του μιλήσεις. Συχνά μπαίνουμε στον πειρασμό να πιστέψουμε πως μπορούμε να πούμε ό,τι θέλουμε σ’ έναν νεκρό, γιατί ακριβώς είναι νεκρός. Δεν ακούει τίποτα, δεν απαντά τίποτα. 
 
Κι όμως! Να είσαι πολύ προσεκτικός σ’ όσα λες στους νεκρούς! Είναι τελειωμένοι κι αποφασισμένοι. Δεν είναι σαν κι εμάς, τους ζωντανούς, που ψάχνουμε για περιπέτειες, συγκλονισμούς και δεκαεφτά φορές τη μέρα ξεχνάμε όσα υποσχεθήκαμε. Όταν λες σ’ ένα νεκρό, «Δε θα σε ξεχάσω ποτέ», είναι σα να σου ‘χει απαντήσει την ίδια στιγμή: «Πολύ ωραία! Κι εγώ δε θα ξεχάσω ποτέ αυτό που μόλις είπες». Και δεν μπορείς να επικαλεστείς προσχήματα, φταίει ο νεκρός που γέρασε γι’ αυτό άλλαξε η αγάπη σου, ούτε μπορείς να πεις ότι φταίει αυτός που πάγωσε η αγάπη του, έγινε κακότροπος γι’ αυτό δεν τον αγαπάς πια, ή ενδιαφέρεται για άλλους. Όχι. Είτε θες να ξεκινήσεις από κει που σταμάτησες είτε όχι, να ‘σαι σίγουρος πως ο νεκρός θα ξεκινήσει με τη μέγιστη ακρίβεια από κει που σταμάτησες. 
 
Γιατί ένας νεκρός είναι δυνατός: η δύναμή του είναι ότι δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Κι ένας νεκρός είναι περήφανος. Το ‘χεις προσέξει πώς γίνεται με τους περήφανους ανθρώπους στη ζωή; Ακριβώς σ’ αυτούς που απεχθάνονται φροντίζουν να μη φανερώσουν το παραμικρότερο, μην προδώσουν, μη δείξουν τίποτα, ν’ αφήσουν τον απεχθή να βυθιστεί στην αθλιότητά του — διότι ένας περήφανος άνθρωπος μόνο καλοπροαίρετα θα σου υποδείξει το σφάλμα σου, ώστε να σε βοηθήσει να καταλάβεις το σωστό. 
 
Όμως ένας νεκρός που τόσο περήφανα δεν προδίδει τίποτα!... Ακόμα κι αν απεχθάνεται τον ζωντανό που τον ξέχασε και τα αποχαιρετιστήρια λόγια του, ένας νεκρός θα κάνει τα πάντα για να επιφέρει τη λησμονιά του. Δε θα σου υπενθυμίσει, δε θα ρίξει ματιές γεμάτες νόημα καθώς περνά δίπλα σου στον δρόμο, δε θα τον συναντήσεις ποτέ, ο νεκρός έχει την εμφάνισή του υπό έλεγχο. Πραγματικά πρέπει να τρέμουμε όταν επικαλούμαστε τους νεκρούς ποιητικά, το φοβερό είναι ότι δε θα φανερώσουν το παραμικρότερο. 
 
Οπότε να φοβάσαι τους νεκρούς! Να φοβάσαι την πονηριά τους! Να φοβάσαι την αποφασιστικότητά τους! Να φοβάσαι τη δύναμή τους! Να φοβάσαι την περηφάνεια τους! 
 
Αλλά αν συνεχίζεις να τους θυμάσαι με αγάπη, τότε δεν έχεις κανένα λόγο να φοβάσαι. 
 
Κι αν με το πέρασμα του χρόνου δεν έρθει αλλαγή στη σχέση σας, σημαίνει ότι ο ζωντανός στάθηκε πιστός στην αγαπημένη ανάμνηση — ενώ ο άλλος δεν έκανε το παραμικρότερο να σε κρατήσει. Ενώ έκανε τα πάντα να παραστήσει ότι τάχα σ’ έχει ξεχάσει εντελώς, κι εσένα κι όλα όσα του υποσχέθηκες.

Αυτοί Που Κατοικούν Μέσα Στο Βουνό

Δε φανταζόμουν ότι το μπλογκ έχει encοre... Η πραγματικότητα με ξεπερνά.

Μου ζητήθηκε ένα κείμενο για τον θάνατο. Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Τo βάζω στο ίντερνετ μήπως κάποιος βρει αξία. Ξέρω, η αποτυχία μου είναι 100% εξασφαλισμένη, όμως αν έστω κι ένας πάρει ανάσα, τότε δεν πήγε χαμένος ο κόπος

*  *  *

Πράγματα απρόσμενα περιμένουν τους ανθρώπους μετά το θάνατό τους, που ούτε καν τα φαντάζονται (Ηράκλειτος, απόσπασμα 27

Ο θάνατος είναι το μόνο φάρμακο για τον θάνατο (Αττάρ της Νισαπούρ, από το Συνέδριο των Πουλιών

Ο θάνατος είναι από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού στον άνθρωπο (Simone Weil

Ο Θεός είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός σου (Kierkegaard

Θανάτω θάνατον πατήσας (Αναστάσιμο)

Πώς το μάθαμε; Περίπου ότι θάνατος = το μεγαλύτερο κακό. Πόσες φορές δεν ακούσαμε όταν η κουβέντα πάει σε θανάτους, «ας μη μιλάμε τώρα για τέτοια, ας πούμε άλλα πράγματα». Το γνωστό ποιήμα του Καρυωτάκη: «θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται σα να καθαρίζουνε κρεμμύδια / Θάνατος οι λεροί ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους». Δηλαδή, θάνατος = ό,τι χειρότερο. 

Μαζί μ’ αυτά πάει κι ο εξορισμός της θέας του θανάτου στις δικές μας Δυτικές κουλτούρες, ο σπαρακτικός θρήνος («τα μοιρολόγια μάς κάναν φονιάδες», αναφέρει κάπου, νομίζω, ο Λεκατσάς έναν Μανιάτη), η αποφυγή του κατονομασμού του θανάτου: ο τάδε «έφυγε» ή «κοιμήθηκε» κ.α., βάλτε και δικά σας παραδείγματα. Πάντως μάθαμε με πολλούς τρόπους ότι θάνατος = το μεγαλύτερο κακό. 

Μαζί μ’ αυτό, πάει κι η τρομοκρατία της «χαράς της ζωής». Ότι η ζωή είναι ωραία, όμορφη, γλυκιά, τέτοια. Μάθαμε ότι εκτός από θάνατος = το μεγαλύτερο κακό, επίσης ζωή = το μεγαλύτερο αγαθό. Τόσες γυναίκες έχουν όνομα Ζωή, κανένας άντρας δεν έχει όνομα Θάνατος. Επίσης η κατάκριση που πάντα συνοδεύει τη στεναχώρια, τη λύπη, την απελπισία, το αλύτρωτο πένθος, o οτιγματισμός της κατάθλιψης, ότι είναι κάτι που πρέπει να γιατρευτεί κ.α. Καθώς κι οι καθημερινές μας ευχές: «Να ‘σαι καλά! Χρόνια πολλά! Ό,τι ποθείς! Σου εύχομαι υγεία! Πάντα να γελάς! Όλα τα όνειρά σου να πραγματοποιηθούν!». Πάντως μάθαμε με πολλούς τρόπους ότι η ζωή, εκτός από ωραία, γλυκιά, όμορφη, το μεγαλύτερο αγαθό κ.λπ., φέρει επίσης και την εκπλήρωσή της. 

Δε σταματάει εδώ, έχει και θλιβερή συνέχεια... Πρώτος ξάδερφος, αν όχι δίδυμος αδερφός, με τα παραπάνω είναι ότι «ο καθένας νοιάζεται για τον εαυτό του». Αυτονόητο, έτσι; Εφόσον ζωή = το μεγαλύτερο αγαθό, ο καθένας θέλει να 'χει όσο περισσότερο απ' αυτό το αγαθό. Μας το δίδαξε ο Άνταμ Σμιθ, όπου κάθε ιστορία της οικονομικής σκέψης ξεκινά με τα λόγια του: «ο καθένας νοιάζεται για το συμφέρον του» (ο Άνταμ Σμιθ έκανε λεκτικά ακροβατικά ν' αποφύγει την κακή λέξη πλεονεξία/greed. Θυμίζω ότι στην εποχή του ήταν ακόμα αμαρτία θανάσιμη η πλεονεξία. Μ' απλά λόγια και χωρίς να κρυβόμαστε πίσω απ' το δάχτυλό μας, ο Άνταμ Σμιθ έλεγε ότι είμαστε εκ του φυσικού μας πλεονέκτες. Όμως μη χαίρεστε οι αριστεροί!... Κι ο Μαρξ ήταν μαθητής του Άνταμ Σμιθ, δεν πρέπει να αμφισβήτησε ποτέ την αφετηρία της «φυσικής πλεονεξίας» των ανθρώπων). 

Μας το δίδαξε ο Χομπς στον Λεβιάθαν, ότι οι άνθρωποι έχουν έναν «διαρκή κι ακατάπαυστο πόθο για ισχύ, που σταματά μόνο στο θάνατό τους». 

Μας το δίδαξε η εξελικτική βιολογία, εξελικτική κοινωνιολογία, εξελικτική ιστορία κ.λπ., τα διάφορα εξελικτικά που γίναν της μόδας κάποτε. Όλα ξεκινάν από τη θέση ότι «κάθε οργανισμός είναι μεγιστοποιητής χρησιμότητας», όπως έχουν τον όρο οι οικονομολόγοι κι οι εξελικτικοί βιολόγοι (μ' απλά λόγια: κάθε οργανισμός είναι ΠΑΣΟΚος της δεκαετίας του ’80, νοιάζεται μόνο για την πάρτη του, για φαγητό και γκόμενες). 

Κυρίως όμως, πρώτα και καλύτερα, μας το δίδαξαν αυτοί που μας αγάπησαν περισσότερο: η οικογένειά μας, οι καλύτεροί μας φίλοι, οι παρέες μας, οι πιο στενοί μας άνθρωποι. «Δέξου τον εαυτό σου! Αγάπα τον εαυτό σου! Κάνε κάτι για τον εαυτό σου! Φρόντισε τον εαυτό σου!» κ.λπ. Συνηθίσαμε από μικρά παιδιά σε μια ρητορική προσωπικής αξίας, π.χ. «Άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαιώματα!» ή «Δεν μπορείς να μου φέρεσαι έτσι!» κ.α. Βάλτε και δικά σας παραδείγματα. Πάντως όλοι μας δίδαξαν ότι είναι φυσιολογικό να νοιαζόμαστε για τον εαυτό μας, ο οποίος αξίζει κι έχει δικαιώματα. Όλα αυτονόητα, έτσι;

Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω: 

 

1) Απώλεσε Κάθε Ελπίδα
Το 1978 δημοσιεύτηκε στις ΗΠΑ μια μεγάλη έρευνα των Brown & Harris σε καταθλιπτικές γυναίκες. Οι συγγραφείς συνοψίζουν: 

«Τα αισθήματα απόγνωσης [hopelessness] δεν περιορίζονται μόνο στο συγκεκριμένο περιστατικό, μεγάλο ή μικρό, που τα προκάλεσε. Οδηγούν την καταθλιπτική σε σκέψεις συνολικής απόγνωσης για τη ζωή της. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι που συνιστά τον κεντρικό πυρήνα της κατάθλιψης»

Ο Gananath Obeyesekere είναι γνωστός ανθρωπολόγος στο πανεπιστήμιο του Princeton. Αν το όνομα σας φαίνεται ασυνήθιστο είναι επειδή έχει καταγωγή από Σρι Λάνκα. Σχολιάζοντας το παραπάνω συμπέρασμα των Brown & Harris λέει: 

Αυτά τα λόγια ακούγονται περίεργα σε μένα, έναν Βουδιστή. Διότι στο περιβάλλον της Σρι Λάνκα, κάποιος που οδηγείται σε κατανοήσεις συνολικής απόγνωσης για τη ζωή του δεν γίνεται αντιληπτός ως «καταθλιπτικός» αλλά ως «καλός Βουδιστής» 

Παραδοσιακά στο Βουδισμό, η στάση συνολικής βιοτικής ματαιότητας είναι κάτι το οποίο εκτιμάται πολύ κι οφείλει να καλλιεργείται. Δεν αποφεύγεται, και σε καμία περίπτωση δεν «θεραπεύεται» με αντικαταθλιπτικά ή ψυχολόγους (παραδοσιακά πάντα). Ο Obeyesekere συνεχίζει: 

Μάλιστα, οι Βουδιστές θα προχωρούσαν ένα βήμα παραπέρα. Θα έλεγαν ότι δεν είναι απλώς η δική σου ζωή που έτυχε να μαστίζεται από συνολική ματαιότητα: αυτή βρίσκεται στην ίδια τη φύση της ζωής ολονών (Obeyesekere, 1982, Depression, Buddhism, and the Work of Culture in Sri Lanka

Δηλαδή: αυτός που έφτασε να βλέπει τα πάντα μάταια είναι ένα βήμα πιο προχωρημένος στο Βουδιστικό μονοπάτι από αυτόν που βλέπει ότι υπάρχει κάτι στη ζωή που δεν είναι μάταιο αλλά ευχάριστο, απολαυστικό κ.λπ. 

Οι βουδιστικές σούτρες είναι ΠΟΛΥ ξεκάθαρες! 1) Ζωή = μόνιμος πόνος, 2) απαραίτητη προϋπόθεση για τη δραπέτευση από τον πόνο είναι η απώλεια της ελπίδας ότι μπορείς να έχεις έστω και την παραμικρότερη χαρά στον κόσμο. 

Στα σχόλια του Μπουνταγκόσα (5ος αιώνας μ.Χ.), αυτή η απώλεια ελπίδας παρομοιάζεται με μια μάνα που μαθαίνει για τους τρεις γιους της ότι ο πρώτος (το παρελθόν μας) ήδη εκτελέστηκε, βλέπει τον δεύτερο (το παρόν μας) να οδηγείται για εκτέλεση, κι ο τρίτος (το μέλλον μας) έχει σειρά να εκτελεστεί κατόπιν. Σκέψου να είσαι μάνα σ’ αυτήν τη θέση. Τόσο οριστική, απόλυτη, σφοδρή πρέπει να είναι η απώλεια κάθε ελπίδας. Να μην ελπίζουμε σε καμία χαρά στο μέλλον μας, να μη γραπωνόμαστε από καμία χαρά στο παρελθόν μας, να μη δίνουμε σημασία σε καμία υποτιθέμενη χαρά τωρινή: τα παιδιά μας είναι προς εκτέλεση ή εκτελέστηκαν ήδη. 

Η Κόλαση του Δάντη δεν ήταν που έγραφε: Απώλεσε κάθε ελπίδα εσύ που μπαίνεις εδώ μέσα; 

Η Πρώτη Ευγενής Αλήθεια του Βουδισμού είναι πολύ απλή, δύο λέξεις όλο κι όλο: Όλα Πόνος. Όλα! Δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι πόνος! Ό,τι με κάνει να νομίζω πως δεν είναι πόνος, πως μπορώ να έχω έστω ένα νησάκι χαράς στη θάλασσα της ζωής, με ξεγελά. Αυτοί που γράψαν την Πρώτη Ευγενή Αλήθεια, πάνω από 2.000 χρόνια τώρα, επίτηδες τη διατύπωσαν τόσο λακωνικά για να δώσουν έμφαση στο ΟΛΑ, μη νομίσω ότι ξεφεύγω. Κι είναι το θεμέλιο του Βουδισμού, ο ακρογωνιαίος λίθος.

(Παρένθεση, να είμαι ακριβής: Όλα Ντούκα. Η λέξη ντούκα στη γλώσσα Παλί φέρει νοήματα «πόνου», «δυστυχίας», «στεναχώριας», όμως μπορεί να έχει ευρύτερη έννοια. Μπορεί και να σημαίνει αυτό που λέμε: «κάτι δεν πάει καλά...», «κάτι δεν είναι σωστό...», «κάτι δεν είναι όπως πρέπει να είναι». Η Πρώτη Ευγενής Αλήθεια μπορεί και να αποδοθεί πιο ελεύθερα: 
Όλα θεμελιωδώς μη–ικανοποιητικά
Πάντα θα υπάρχει κάποιο λάθος
Τα προβλήματα δε θα τελειώσουν ποτέ 
Η πόλις θα σε ακολουθεί, καινούργιους τόπους δεν θα βρεις

Θέλω να πω, στάσεις που στη Δύση αναγνωρίζουμε ως παθολογικές – «όλα μάταια», «γενική απόγνωση», «κατάθλιψη», «η ζωή δεν έχει νόημα», «η ζωή είναι ένα δεσμωτήριο» (Πλάτωνας από τον Φαίδωνα), στον Βουδισμό παραδοσιακά εκτιμούνται κι επαινούνται

Κι αν διατυπώσω την ένσταση ότι είναι απάνθρωπη, τρομακτική, σκληρή, αυτοκαταστροφική αυτή η απώλεια ελπίδας για οποιαδήποτε χαρά στη ζωή, τότε πιστεύω ότι τουλάχιστον ο Buddhadasa (ονομαστός μοναχός–ερημίτης της Ταϊλάνδης, του έχω εμπιστοσύνη) θα μου απαντούσε: «Δες τι έγραψες πιο πάνω, δες τι σου διδάσκει ο Δάντης: θα κληθείς που θα κληθείς να το κάνεις με το ζόρι. Δεν το αποφεύγεις. Και δε θα σου αρέσει καθόλου όταν κληθείς με το ζόρι να το κάνεις. Οπότε κάντο τώρα, όσο έχεις ακόμα το χρόνο και την ευκαιρία. Κερδίζεις, δεν χάνεις». 


2) Να Πεθάνουμε ως προς τον Κόσμο
Ας φύγουμε όμως απ’ το Βουδισμό, ας πάμε στο Χριστιανισμό μια που είμαστε Χριστιανοί (υποτίθεται). Διαβάζω στα Ευαγγέλια τους Μακαρισμούς: 
Μακάριοι οι φτωχοί 
Μακάριοι οι πενθούντες 
Μακάριοι οι πεινασμένοι 
Μακάριοι αυτοί που τώρα κλαίνε 
 
Δεν ξέρω για σας, εγώ πάντως δε βλέπω πουθενά το «Να ‘σαι καλά!», «Σκέψου θετικά!», «Ό,τι ποθείς!», «Να περνάς όμορφα!» Τα βλέπετε πουθενά εσείς; Διαβάζω στα Ευαγγέλια τους Ταλανισμούς: 
Αλίμονο σ’ αυτούς που τώρα γελάνε 
Αλίμονο στους χορτάτους 

Διαβάζω κάθε άλλο παρά «Χαμογέλα!», «Η ζωή είναι ωραία!», «Να ‘σαι χαρούμενος!» κ.λπ. Αντίθετα, μου φαίνεται ότι βρίσκω κάτι πολύ συγγενικό με το παραδοσιακό Βουδιστικό: αρνήσου κάθε ελπίδα. Βρίσκω το αντίστοιχο Χριστιανικό: αρνήσου κάθε χαρά. Μόνο εγώ τα διαβάζω αυτά; 

Δε θυμάμαι πού είχα δει κάποτε την παρατήρηση: Πουθενά στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται ο Κύριος καν να χαμογέλασε. Όμως είναι ταιριαστό: Αυτός που είπε, «σου εύχομαι να ζήσεις σε μόνιμο πένθος και να μη γελάσεις ποτέ», απεικονίζεται στο ύψος των λέξεών Του. 

Μικρός είχα σκεφτεί ότι μόνο με το υλικό των Ευαγγελίων, ένας ψυχίατρος θα έβγαζε διάγνωση κατάθλιψης για τον Χριστό (ή μανιοκατάθλιψης, αν θυμηθούμε το περιστατικό της εκδίωξης των εμπόρων από το Ναό). Έχω διαβάσει κατά καιρούς ψυχιάτρους να εικάζουν διαγνώσεις σχιζοφρένειας, κατάθλιψης, επιληψίας, ψυχοπαθολογίας για πρόσωπα του παρελθόντος και μάλιστα με λιγότερες ενδείξεις απ’ αυτές των Ευαγγελίων. Άσχετα αν κανείς δεν το κάνει (γιατί θα λιντσαριστεί) όμως τίποτα δεν εμποδίζει έναν ψυχίατρο να πει για τον Ιησού τον Ναζωραίο: από τις ενδείξεις των Ευαγγελίων τεκμαίρω ότι ήταν καταθλιπτικός κι αυτοκτονικά αφέθηκε να οδηγηθεί στη θανάτωση (ή ίσως είχε μειωμένη αντίληψη αυτοσυντήρησης, αυτοκαταστροφικό ιδεασμό, απώλεια αίσθησης αυτοπροστασίας, έχουν διάφορα οι ψυχίατροι). Όμως πέρα από τα Ευαγγέλια:

Στις επιστολές του Παύλου διαβάζω συνεχώς: «να πεθάνουμε ως προς τον κόσμο». Το λέει σχεδόν σε κάθε επιστολή του! Ρωτήστε έναν οποιονδήποτε μελετητή της Βίβλου, «ποιο ήταν το φάρμακο του Παύλου για την αμαρτία;» (μη σας τρομάζει η λέξη αμαρτία, ήταν καθημερινή λέξη στους ελληνόφωνους πρώτους Χριστιανούς και σήμαινε «σφάλμα, λάθος»). Θα σας πουν όλοι το ίδιο: «το να πεθάνω ως προς τον κόσμο». Ή όπως έχει καθιερωθεί στην Ορθόδοξη παράδοση: «να παραδοθώ ζωντανή θυσία στον Θεό». Ή με τη θρυλική αρχαϊκή φράση, κατόπιν την υιοθέτησε ο Χριστιανισμός: «να πεθάνω πριν πεθάνω». 

Νομίζω ότι ένας σύγχρονος ψυχίατρος θα έβγαζε δυσάρεστα συμπεράσματα για κάποιον που τηρεί το ιδεώδες του Παύλου, είναι νεκρός ως προς τον κόσμο (αν ο ψυχίατρος λέγεται και Παύλος θα είναι μεγάλη ειρωνεία!). Νομίζω ότι καμία μάνα δε θα έδινε την κόρη της σε κάποιον που τηρεί το ιδεώδες του Κυρίου, ζει σε μόνιμο πένθος και δε γελά ποτέ (αν η μάνα λέγεται Χριστίνα θα είναι μεγάλη ειρωνεία!) 

Μόνο εγώ τα διαβάζω αυτά; Δεν ξέρω αν έχω συναντήσει έστω έναν Χριστιανό, έστω έναν Παυλιστή στη ζωή μου. Οι λέξεις πρέπει να σημαίνουν κάτι, όχι; Οι πενθούντες, αλίμονο σ’ αυτούς που τώρα γελάν και χαίρονται, να πεθάνουμε ως προς τον κόσμο, να πεθάνω πριν πεθάνω... οι λέξεις πρέπει κάτι να σημαίνουν, όχι; Αν όχι, αν είναι «καθ’ υπερβολή», «συμβολικές», «μεταφορικές», τότε κάνουμε αυτό που στον καιρό του Καραμανλή λέγαν «διασταλτική ερμηνεία του Συντάγματος» και στον καιρό του Σημίτη λέγαν «δημιουργική λογιστική» με τις λέξεις.


3) Η Θεραπεία

Ένα διηγηματάκι που έγραψα πιτσιρικάς, Η Θεραπεία

Ο άντρας με τα μακριά μαλλιά μπήκε στο ιατρείο. «Καλημέρα» τον χαιρέτισε ο γιατρός. Ο άλλος κάθισε αβέβαια σε μια πολυθρόνα, σταύρωσε τα χέρια και βάλθηκε να κοιτάζει τα τριμμένα του σανδάλια. «Να συμπληρώσω ορισμένες τυπικότητες. Όνομα;» 

«Εμμανουήλ» 

«Ετών;» 

«Τριάντα τριών» 

«Επάγγελμα;» 

«Πολλά. Ποιμένας, σπορέας, ψαράς, διδάσκαλος. Τον τελευταίο καιρό θεραπεύω» 

Ο γιατρός τον μελέτησε λίγο στρώνοντας τα μαλλιά του. «Μίλησέ μου για σένα. Πες μου ό,τι θέλεις» 

«Λοιπόν…» ο άλλος κοίταξε αμήχανα τα πόδια του που ακόμα γλιστρούσαν από το ελαιώδες μύρο με το οποίο είχαν αλειφθεί. Ανακάλυψε μια γυναικεία τρίχα και τη φύλαξε σαν κάτι πολύτιμο. «Νιώθω χαμένος… Ακόμα και τα ζώα έχουν τις φωλιές τους, εγώ δεν έχω πού να γείρω το κεφάλι μου. Κουβαλάω το σταυρό μου…» 

«Όμως εγώ βλέπω ότι είσαι όμορφος, υγιής, όλη η ζωή μπροστά σου. Τι παραπάνω ψάχνεις;» ρώτησε ήπια ο γιατρός. 

«Δεν ξέρω… το βασίλειο που ψάχνω δεν είναι του κόσμου τούτου. Μου φαίνεται πως θα πεθάνω σαν αρνί σφαγμένο…» 

«Α, έτσι νιώθεις...», έκανε ο γιατρός. Η μέρα έξω ήταν ζεστή και στο λαιμό του κυλούσαν στάλες ιδρώτα, το κλιματιστικό δε βοηθούσε. «Μίλησέ μου λίγο για την παιδική σου ηλικία». 

«Η κατάσταση στο σπίτι με πίεζε. Η μητέρα ήταν έγκυος σε μένα –όχι απ’ τον πατέρα– πριν το γάμο. Στην αρχή αυτός δεν ήθελε να την παντρευτεί, νομίζω πως και σήμερα δεν το ’χει ξεπεράσει. Στο σχολείο ήμουν ο καλύτερος μαθητής, από δώδεκα χρονών δίδασκα τους ηλικιωμένους σοφούς». 

«Μεγάλο βάρος για τόσο μικρό παιδί… Είχαν απαιτήσεις οι γονείς σου;» 

«Αν είχαν, λέει…». Μια φευγαλέα σκιά πέρασε στο βλέμμα του άντρα. «Όταν ήμουν μωρό, ένας γέροντας δήλωσε ότι θα γίνω σπουδαίος κι οι γονείς το δέσαν κόμπο. Μεγαλώνοντας όμως με τράβηξε η θρησκεία. Η μητέρα στεναχωριέται ακόμα που δεν έγινα δικηγόρος…» 

«Έχεις αποκόψει ένα μεγάλο μέρος χαράς από τη ζωή σου, αυτό καταλαβαίνω» παρατήρησε ο γιατρός. «Πες μου όμως κάτι άλλο, κοιμάσαι καλά;» 

«Όχι… νιώθω συνέχεια κουρασμένος». 

«Πρέπει να κοιμάσαι περισσότερο, η έλλειψη ύπνου είναι που σε κάνει ευέξαπτο. Αν κοιμόσουνα κανονικά δε θα έχανες την ψυχραιμία σου εκείνη τη μέρα στο Ναό». Έβγαλε ένα χαρτί και διάβασε: «Σύλληψη για φθορά ξένης περιουσίας, διατάραξη κοινής ησυχίας, υποκίνηση σε στάση, αντίσταση κατά της αρχής». 

«Ναι, αλλά εκείνοι οι πωλητές είχαν καταντήσει το Ναό οίκο εμπορίου!» 

«Όμως είχαν πληρώσει το δημοτικό φόρο κι ήταν καθόλα νόμιμοι». 

«Με το νόμο που όρισε ο Καίσαρας, όχι ο Θεός!» 

«Μα, βρε χριστιανέ μου…» 

«Δεν είμαι χριστιανός. Εβραίος είμαι». 

«Καλά, συγνώμη. Όμως ας δώσουμε στον Καίσαρα τα του Καίσαρος και στο Θεό τα του Θεού. Άνθρωποι ήταν κι εκείνοι, ήθελαν να βγάλουν το ψωμί τους». 

Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι. «Έκανα κάτι κακό… έτσι δεν είναι;» 

«Εγώ πάντως δε σε κρίνω» απάντησε ο γιατρός. «Περνάς κρίση κατάθλιψης που μάλλον σχετίζεται με την παιδική σου ηλικία και την απόρριψη από τον πατέρα σου. Ας κοιτάξουμε όμως μπροστά. Μια αγωγή με αντικαταθλιπτικά». 

«Δε θέλω να πάρω χάπια… νιώθω σα να παίρνω ναρκωτικά…» 

«Έλα, δεν είναι έτσι και το ξέρεις! Δε μολύνει τον άνθρωπο αυτό που μπαίνει στο στόμα του αλλά αυτό που βγαίνει από το στόμα του. Μόνο για λίγο θα τα πάρεις, μέχρι να περάσει η κρίση» 

«...» 

«Εντάξει;» 

«…ναι…» 

«Λοιπόν, δύο χάπια την ημέρα απ’ αυτά, πρωί-βράδυ, κι ένα από τούτα εδώ. Τώρα... θα ‘θελα ν’ αλλάξεις πράγματα στη ζωή σου. Πήγαινε σινεμά, δες φίλους, γλέντα. Είσαι και σε ηλικία γάμου, έχεις παντρευτεί;» 

«Όχι». 

«Καιρός να γνωρίσεις κάποια καλή κοπέλα – αν προσέξεις λίγο το ντύσιμό σου θα έχεις αρκετές ενδιαφερόμενες, είμαι σίγουρος». 

«Δε σκέφτομαι το ντύσιμό μου. Τα λουλούδια δε νοιάζονται τι θα φορέσουν, όμως ούτε ο βασιλιάς Σολομώντας δεν είχε τόσο λαμπρή φορεσιά». 

«Αρκετά λαμπρή, πάντως, ώστε να τον κάνει δημοφιλή στις κυρίες», παρατήρησε ο γιατρός. «Λοιπόν, ο χρόνος μας τέλειωσε. Θα ‘θελες να περάσεις από το ταμείο φεύγοντας; Η αμοιβή μου είναι τριάντα αργύρια». 

*  *  *  *  *

Ο κοντοκουρεμένος άντρας μπήκε στο ιατρείο. «Καλημέρα!» χαιρέτισε τον γιατρό. 

«Καλή σου μέρα! Λοιπόν, πώς αισθάνεσαι τώρα;» 

«Πολύ πιο ενεργητικός, γιατρέ. Κοιμάμαι κανονικά, πηγαίνω σε γυμναστήριο, βγαίνω κάθε βράδυ. Καινούργια ζωή!» 

«Το βλέπω, έχεις άλλον αέρα. Σα να φοράς φωτοστέφανο! Τι λες, άξιζαν τον κόπο οι επισκέψεις;» 

«Αν άξιζαν λέει! Απορώ πώς ζούσα κάποτε!» 

«Οι δουλειές σου πώς πάνε;» 

«Παράτησα τις θεραπείες. Τώρα δουλεύω στην Internazareth Ασφαλιστική». 

«Αυτά είναι καλά νέα!» είπε ο γιατρός περνώντας το χέρι από τα πυκνά μαλλιά του. «Έτσι έρχεσαι σε επαφή με πολύ κόσμο. Τι αναλαμβάνεις;» 

«Προωθώ ένα πακέτο που περιλαμβάνει ασφάλεια κλοπής, σκουριάς και σκουληκιών. Τι νόημα έχει να σωρεύεις θησαυρό επί της γης αν οι ληστές τον κλέβουν; Αν ο σκώληκας κι η σκουριά τον αφανίζει; Ασφάλισέ τον λοιπόν στην Internazareth και θα κοιμάσαι τα βράδια ήσυχος – γιατί εκεί που είναι ο θησαυρός σου, εκεί είναι κι η καρδιά σου. Δε σας είπα όμως το άλλο!» 

«Ποιο;» 

«Γνώρισα μια κοπέλα, αρχίσαμε να μιλάμε για γάμο». 

«Πολύ καλά νέα! Φίλε μου, νομίζω εγώ δε χρειάζομαι πια. Ως προς τα χάπια, θα συνεχίσεις να μειώνεις τη δόση, όπως είπαμε, και την άλλη βδομάδα θα τα κόψεις εντελώς». 

«Εντάξει». 

«Να πας στο καλό». 

«Γεια σας, γιατρέ, ευχαριστώ πολύ!» είπε ο ασφαλιστής. Σηκώθηκε και βγήκε από την πόρτα ζωηρά. 

Ο γιατρός έγειρε πίσω στην καρέκλα και ξεφύσηξε με ανακούφιση. Σκούπισε τον ιδρώτα στο λαιμό του και χαμογέλασε αχνά. Έξυσε το κεφάλι του, χάιδεψε τα κρυμμένα κερατάκια μέσα στα πυκνά μαλλιά του και σηκώθηκε όρθιος. Οι οπλές από τα κατσικίσιά του πόδια αντήχησαν στα πλακάκια του πατώματος καθώς περπάτησε προς το παράθυρο και το άνοιξε. Μη μπορώντας ν’ αντισταθεί στον πειρασμό (ήταν ειδικός σ’ αυτούς), κοίταξε τον ουρανό και φώναξε: «Σε νίκησα! Ο μεγαλύτερός μου εχθρός, όμως σε νίκησα! Και μάλιστα πώς; Σε θεράπευσα!» 

Όμως ας έρθουμε σε κάτι πιο κοντά στη δική μας εποχή:

 

4) Ars Moriendi 

Από τους αρχαίους κληρονομήσαμε το Δελφικό Επίγραμμα γνώθι σαυτόν, στα Αγγλικά μεταφράζεται know thyself. Πολλές φορές το έχω ακούσει να λέγεται με την έννοια: «να ανακαλύψω κρυφές πτυχές της προσωπικότητάς μου, άγνωστα ταλέντα μου κ.α.» (καμία σχέση μ’ αυτό που καταλάβαιναν οι αρχαίοι). Κάποιες φορές το ‘χω ακούσει και με την έννοια: «ξέρω τα όρια των δυνατοτήτων μου, μη βάλω μεγαλύτερη μπουκιά στο στόμα μου απ’ όσο μπορώ να καταπιώ». 

Όμως για τους αρχαίους, γνώθι σαυτόν σήμαινε: «μάθε ότι είσαι άνθρωπος, όχι θεός». Να μάθεις τη θέση σου (μην ξεχνάμε, δίπλα στο γνώθι σαυτόν υπήρχε το άλλο Δελφικό Επίγραμμα: προσκυνει το θείον), καλλιέργησε αρετές (μην ξεχνάμε, στους Δελφούς υπήρχαν τα επιγράμματα: να μισείς την ύβρη, μη βλέπεις δόξα στη δύναμη, τίποτα σε υπερβολή κ.α.). Όμως η πρώτη, η Νο 1 διαφορά του θεού απ’ τον άνθρωπο για όλους τους αρχαίους λαούς, όχι μόνο τους Έλληνες, ήταν πως ο μεν είναι αθάνατος ενώ ο δε θνητός. 

Απαιτεί ολόκληρη βιοτική πορεία μάθησης για να καταλάβουμε ότι είμαστε άνθρωποι, όχι θεοί. Εκτός απ’ τα μαθήματα του σχολείου, έχουμε να εξεταστούμε και σ’ ένα άλλο μάθημα, ασύγκριτα πιο σημαντικό απ’ την Έκθεση και τη Βιολογία. Οπότε, γνώθι σαυτόν τελικά μπορεί να σημαίνει κάτι πιο κοντά στο memento mori, «θυμίσου ότι πρέπει να πεθάνεις, μην ξεχνάς το θάνατό σου», παρά στις σύγχρονες παρανοήσεις του αρχαίου Επιγράμματος. 

Το memento mori ήταν ολόκληρο ρεύμα που άνθισε στην Ευρώπη του 15ου αιώνα μέχρι και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Υπήρχαν ρολόγια με επιγραφές ultima forsan (= ίσως η τελευταία ώρα) ή tempus fugit (= ο χρόνος πετάει και φεύγει). Εκκρεμή με αυτόματα που εμφάνιζαν τον Χάρο να χτυπάει τις ώρες. Η Μαρία η Α' της Σκωτίας είχε ρολόι σε μορφή νεκροκεφαλής με τα λόγια του Οράτιου: Ο χλωμός θάνατος χτυπά με τον ίδιο ρυθμό τόσο στους πύργους των πλουσίων όσο και στις καλύβες των φτωχών

Πολύς κόσμος φορούσε δαχτυλίδια και κοσμήματα με νεκροκεφαλές, οστά, φέρετρα κι ονόματα νεκρών ή μηνύματα προς τους νεκρούς. 

Δαχτυλίδι memento mori - Αγγλία 16ος αιώνας

 

Υπήρχαν πορτραίτα & πίνακες ζωγραφικής memento mori με νεκροκεφαλές, κλεψύδρες, σβησμένα κεριά, μαραμένα λουλούδια, σαπουνόφουσκες κι άλλα σύμβολα θνητότητας.

Πίνακας memento mori

 

Στη μουσική δημιουργήθηκε το είδος του Ρέκβιεμ, καθώς κι η κηδευτική μουσική, αλλά και διάφοροι ύμνοι με στίχους που αντιμετώπιζαν τον βίο ως μια κοιλάδα δακρύων και θύμιζαν στον κόσμο να ζήσει αναμάρτητα. 

Υπήρχαν κρύπτες, τάφοι, νεκροφυλάκια και ταφόπλακες καλυμμένα με οστά ή νεκροκεφαλές, σκελετούς κι αγγέλους να σβήνουν κεριά. 

Πτώμα υπό σήψη σκαλισμένο σε τάφο - Αγγλία 15ος αιώνας

 

H Capela dos Ossos στην Πορτογαλία ήταν όλη καλυμμένη με πραγματικά οστά (μπορείτε να δείτε φωτογραφίες στο λινκ), ενώ στην είσοδό της έφερε την επιγραφή: «Εμείς τα οστά που κείμεθα εδώ γυμνά, περιμένουμε τα δικά σου». Οι Ερημίτες του Αγ. Παύλου στη Γαλλία, οι Αδερφοί του Θανάτου, χαιρετούσαν λέγοντας: «memento mori»

Επίσης υπήρχαν συγράμματα Ars Moriendi, «Η Τέχνη του Καλού Θανάτου», ιδιαίτερα δημοφιλή. Εγχειρίδια που προσέφεραν πρακτικές συμβουλές, εκπαίδευση, τελετουργικά και καθοδήγηση στον ετοιμοθάνατο ώστε να έχει έναν καλό θάνατο, καθώς και στους οικείους που ήταν παρόντες στα τελευταία του. 

Πολλά τέτοια συγγράματα Ars Moriendi γράφτηκαν από Καθολικούς, Προτεστάντες κι Ανθρωπιστές συγγραφείς της Αναγέννησης. Παρά τις μεταξύ τους δογματικές διαφορές, όλα τους, λίγο πολύ, συμφωνούσαν σ’ ένα βασικό σημείο: έβλεπαν την Τέχνη του Καλού Θανάτου μέσα σε μια ευρύτερη Τέχνη του Καλού Βίου, Ars Vivendi, η οποία περιελάμβανε καλλιέργεια αρετών και συνεχές memento mori. Ένας καλός βίος είναι η καλύτερη προετοιμασία για έναν καλό θάνατο, κι η διαρκής ανάμνηση του αναπόφευκτου θανάτου είναι απαραίτητη στάση για έναν καλό βίο. Το ένα υπηρετεί το άλλο. 

Να δώσω μια μικρή γεύση: ο Έρασμος (1466 – 1536) στο De Preparatione ad Μortem («Προετοιμασία για τον Θάνατο») τονίζει ότι απαιτείται διαρκής και σοβαρός στοχασμός για την περαστικότητα των πάντων: 

Περνάμε απ’ την παιδική μας ηλικία χωρίς να καταλαβαίνουμε το παραμικρότερο, σπαταλάμε τα νιάτα μας απασχολημένοι με πολλά και διάφορα, τα ώριμα χρόνια μας είναι γεμάτα από άφθονες έγνοιες, μέχρι που έρχονται τα γηρατειά χωρίς να το καταλάβουμε. Τι είναι το άθροισμα όλων αυτών παρά μια στιγμούλα σε σύγκριση με την αιωνιότητα στην οποία θα πάμε αν ζήσουμε μια ακέραιη ζωή εδώ; Ο σοβαρός στοχασμός όλων αυτών είναι πολύ καλό γιατρικό για τους τρόμους του θανάτου. 

Εδώ έμεινα έκπληκτος όταν το διάβασα! Χωρίς να το ξέρει, ο Έρασμος (15ος αιώνας) λέει το ίδιο με τον Αττάρ της Νισαπούρ (12ος αιώνας) στο Συνέδριο των Πουλιών! Και με τα ίδια λόγια!

Τι σου ‘δωσε η παιδική σου ηλικία πιά; 
Μόνο αμέλεια, αδιαφορία κι άγνοια. 
Τι σου ‘δωσε η νιότη σου πια; 
Τρέλα, κίνδυνο, διαμάχες, και 
Την αίσθηση πως σ’ αυτόν τον κόσμο είσαι ξένος. 
Τι σου ‘δωσαν τα ώριμά σου χρόνια πια; 
Βάλτωση και ματαιότητα
Μέχρι να στραγγίξεις στη μόνιμη θλίψη. 
Αν σπατάλησες τη ζωή σου στη ματαιότητα, τότε 
Η κατάμαυρη ανυπαρξία θα ‘ναι το μόνο κέρδος σου. 

Πέρα από το θρησκευτικό τους περιεχόμενο, τα συγγράματα Ars Moriendi κάλυπταν πολλές πλευρές στο σκηνικό του νεκροκρέβατου: πώς να βοηθήσεις τον ετοιμοθάνατο να ξεπεράσει κάποια κρίση πανικού και τρόμου μπροστά στο πλησίασμα του θανάτου ή κάποια κρίση ενοχών, πριν πεθάνει ο ετοιμοθάνατος να αποστασιοποιηθεί από τους ανθρώπους του και τη ζωή που έκανε, οι τελευταίες επιθυμίες του ετοιμοθάνατου να θεωρούνται ιερές, ο ετοιμοθάνατος να είναι ήρεμος και να μην κουράζεται από τις έγνοιες ή τις φλυαρίες των παρευρισκομένων, να μην πεθάνει κρατώντας κακίες, οι παρευρισκόμενοι να χρησιμοποιήσουν την ευκαιρία και να συλλογιστούν τον δικό τους θάνατο, τα τελευταία λόγια του ετοιμοθάνατου είναι παρακαταθήκη που πρέπει να φυλαχτεί. 

Όταν ο Montaigne πλησίαζε στον δικό του θάνατο κι έγραφε τα τελευταία του δοκίμια, έλεγε ότι η στιγμή του θανάτου μας θα είναι η μεγάλη μας στιγμή, τότε θα πέσουν όλες οι μάσκες κι οι επιφανειακότητες: «Για όλα τ' άλλα μπορεί να ντρεπόμαστε, κι οι λεπτοί φιλοσοφικοί μας στοχασμοί μας μπορεί να είναι ένα θέατρο που παίζουμε. Όμως σ' αυτή την τελευταία σκηνή ανάμεσα σ' εμάς και τον θάνατο θα μιλήσουμε μ' απλά και ξεκάθαρα λόγια, θα δείξουμε τι υπάρχει στον πάτο της κατσαρόλας» (εδώ, σελ 9)

Όλα αυτά έχουν χαθεί στην εποχή μας...

Να κάτι που βρήκα: σε μια ιστορική έρευνα που έκανε ο Daniel Roche για τα συγγράματα Ars Moriendi της Γαλλίας, διαπίστωσε ότι οι εκδόσεις τους κορυφώθηκαν τη δεκαετία του 1670, και μειώθηκαν αισθητά στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα: στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης που τυπικά σηματοδοτεί τη νεωτερικότητα (ενώ τον 19ο αιώνα πρακτικά εξαφανίστηκαν). Αν αναρωτιόμαστε για τη δική μας εποχή, τι την διαφοροποιεί από τις προηγούμενες, τι είμαστε οι σύγχρονοι άνθρωποι σε σχέση με τους παλαιότερους, τότε μέρος της απάντησης είναι κι αυτό: είμαστε αθάνατοι. Γίναμε θεοί. Δεν πεθαίνουμε ποτέ. Ο θάνατος είναι κάτι που αφορά κάποιους άλλους, κάπου αλλού, όχι όμως εμάς. Εμείς δε χρειαζόμαστε το Ars Moriendi, Ars Vivendi, τα ξεπεράσαμε.

Ας δούμε όμως και την άλλη πλευρά του νομίσματος: 

Από τον Ρωμαίο & Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, πράξη 5, σκηνή 3 (ο Ρωμαίος νομίζει ότι η Ιουλιέτα είναι νεκρή, δεν ξέρει ότι είναι απλώς ναρκωμένη, πηγαίνει στον τύμβο της ν’ αυτοκτονήσει και ξαφνιάζεται που τη βλέπει ροδαλή, περίμενε να τη βρει χλωμή): 

Αχ πόσο συχνά οι άνθρωποι χαίρονται πριν πεθάνουν! Το ονομάζουν: χαρά πριν τον θάνατο [lightning before death]. Και πώς να το πω αυτό χαρά; [lightning] Αγάπη μου, γυναίκα μου! Ο θάνατος ρούφηξε το μέλι απ’ την ανάσα σου όμως δεν κατέστρεψε την ομορφιά σου, δεν σε κατέκτησε. Μήπως σ’ ερωτεύτηκε ο θάνατος; 

Όταν το πρωτοδιάβασα παραξενεύτηκα. Τι είναι η «χαρά πριν τον θάνατο»; [lightning before death, στη γλώσσα του Σαίξπηρ]. Κοιτώντας στο ίντερνετ, βρήκα ότι στην εποχή του ήταν διαδεδομένη αντίληψη πως κάποιους ανθρώπους, λίγο πριν πεθάνουν, ξαφνικά τους πιάνει μεγάλη χαρά. Λίγες μέρες ή ώρες πριν τον θάνατο. Και δε φοβούνται να πεθάνουν, έως κι ανυπομονούν. Το λέγαν lightning before death. 

Ίσως μια τέτοια περίπτωση χαράς πριν τον θάνατο να ήταν ο Emanuel Swedenborg. Υπάρχουν αναφορές για τα τελευταία του. Προείπε τρεις βδομάδες πριν τη μέρα και την ώρα του θανάτου του (όπως κι έγινε) αλλά το κυριότερο: δεν κρατιόταν να πεθάνει. Δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή. Η οικιακή βοηθός είπε: «σα να ετοιμαζόταν για πανηγύρι». 

Ίσως μια άλλη τέτοια περίπτωση να ήταν ο Σωκράτης, όπως μας τον παρουσιάζει ο Πλάτωνας στον Φαίδωνα (ο Πλάτωνας δε θα τολμούσε να παίξει με τις τελευταίες ώρες του Σωκράτη, ήταν ιερές). Λοιπόν, στον Φαίδωνα βλέπουμε έναν ιδιαίτερα ευδιάθετο Σωκράτη στις τελευταίες στιγμές του. Κάνει χιούμορ (ΚΡΙΤΩΝ: Σωκράτη, πώς πρέπει να σε θάψουμε; ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Όπως σας αρέσει, μόνο πιάστε με μη σας ξεφύγω!), νοιάζεται μη βάλει σε κόπο τις γυναίκες του σπιτιού να πλύνουν το πτώμα του οπότε πλένεται ο ίδιος, επίσης χαίρεται με τον δεσμοφύλακά του (ΣΩΚ: Τι ωραίους τρόπους έχει αυτός ο άνθρωπος! Ερχόταν να με δει κατά την κράτησή μου και συζητούσαμε. Και τώρα πόσο ευγενικά μ' αποχαιρετά με δάκρυα. Εξαιρετικός άνθρωπος), νοιάζεται να στηρίξει τους φίλους του (ΣΩΚ: Μα τι κάνετε; Γι' αυτό έδιωξα τις γυναίκες, μην κλαίνε και μουγκρίζουν. Μην παρεκτραπούν σ' ανοησίες. Έχω ακούσει μάλιστα ότι πρέπει να πεθαίνει κανείς μ’ ευχές και καλά λόγια. Ησυχάστε και φανείτε δυνατοί), βιάζεται να πεθάνει, δεν περιμένει στιγμή (ΣΩΚ: Τίποτα δεν κερδίζω άμα πιω το δηλητήριο λίγο αργότερα, παρά μόνο να γίνω γελοίος που κολλάω έτσι στη ζωή και προσπαθώ να την εξοικονομήσω τώρα που δε μου απομένει καθόλου). Ίσως αυτά περιγράφουν μια περίπτωση lightning before death

Είναι ένα σκάνδαλο το lightning before death! Δε χωράει πειστικά σε τίποτα νεωτερικό, σε καμιά ψυχολογική θεωρία, κοινωνική θεωρία, νευρολογική θεωρία, βιολογική θεωρία, τίποτα, καμιά δεν πείθει. Πολύ περισσότερο όμως: δε χωράει καν στη βιοτική ανάγνωση της συντριπτικής πλειοψηφίας. Σκεφτείτε πόσο φαλτσάρει με τις οικείες μας καθημερινές ευχές («Να ‘σαι καλά! Χρόνια πολλά! Με υγεία!»). Σκεφτείτε αντί γι’ αυτά να ευχόμασταν: «Να ‘χεις έναν καλό και χαρούμενο θάνατο!».

Ας πάμε όμως σε κάτι πολύ πιο αρχαίο. Ούτε καν αρχαίο: αρχαϊκό. Τόσο πολύ αρχαϊκό που αγγίζει βαθιά στρώματα της καρδιάς μας:

 
 
5) Purushamedha

Από τους καιρούς της Ριγκ Βέδα (2η χιλιετία π.Χ.) υπάρχει η ιδέα της ανθρωποθυσίας. Τουλάχιστον στη Σαταπάτα Μπράμανα (σχολιασμός πάνω στη Ριγκ Βέδα, 1η χιλιετία π.Χ.) αναφέρεται η ανθρωποθυσία: Purushamedha. Αλλά και κάποιες Ουπανισάδες έχουν συναφείς ιδέες (π.χ. Πραναγκνιχότρα Ουπανισάδα, στίχος 47: «η κορυφαία εξάγνιση είναι ο θάνατος»). Μας σοκάρει η ιδέα της ανθρωποθυσίας (και στη μεταβεδική ιστορία της Ινδίας πράγματι πήρε απεχθείς μορφές), όμως αν θέλουμε να μην αδικήσουμε τους βεδικούς σοφούς–ποιητές που γράψαν τη Ριγκ Βέδα, πρέπει να δούμε όλο το σκεπτικό τους:

Το σκεπτικό τους ξεκινά από τη Ρίνα, την ιδέα του χρέους ή της υποχρέωσης. Όλη η ζωή του ανθρώπου είναι Ρίνα, ένας άνθρωπος έρχεται στη ζωή λόγω μιας κλοπής που έκανε, ενός δάνειου που πήρε κάποτε κι οφείλει να επιστρέψει, π.χ. Σαταπάτα Μπράμανα I, 7, 2, 1-5: Όταν ένας άνθρωπος γεννιέται, όποιος κι αν είναι, γεννιέται ταυτόχρονα ένα χρέος στους θεούς, στους σοφούς, στους προγόνους και σ’ όλους τους ανθρώπους. 
Ή άλλο παράδειγμα: 
Σαταπάτα Μπράμανα III, 6, 2, 16: O άνθρωπος, και μόνο που θα γεννηθεί, πρέπει να θεωρείται ολόκληρος ένα χρέος απέναντι στον θάνατο. Όταν ο άνθρωπος θυσιάζει, τότε αγοράζει τον εαυτό του από τον θάνατο
Δηλαδή, και μόνο που υπάρχω χρωστάω. Ζωή = χρέος, γεννιέμαι = φταίω,ζω = χρωστάω

Ο τρόπος να ξεπληρωθεί μέρος της Ρίνα είναι η θυσία, η οικειοθελής απάρνηση σημαντικών, πολύτιμων, ελκυστικών πραγμάτων: φαγητό, ύπνος, νερό, ερωτοπραξία, κοινωνικότητα, απολαύσεις, ανέσεις, χρήματα, επιθετικές συμπεριφορές, ασφάλεια κ.α. Η οικειοθελής απάρνηση όλων αυτών ξεπληρώνει ένα πρωταρχικό χρέος. Η ζωή του ανθρώπου οφείλει να είναι μια σειρά από θυσίες. Κι αν κάποιος θέλει να ξεπληρώσει όλη τη Ρίνα του τότε πρέπει να παραδόσει θυσία όλον τον εαυτό του: «η κορυφαία εξάγνιση είναι ο θάνατος». 

Δεν είναι φοβερά ή πρωτοφανή αυτά! Π.χ. αντιγράφω από το γνωστό βιβλίο του David Graeber, Debt: The First 5,000 Years, 2011, σελ. 21–22 (έμφαση δική μου): 

Σχεδόν έναν αιώνα τώρα, οι ανθρωπολόγοι σαν κι εμένα τονίζουν ότι κάτι δεν πάει καλά με την καθιερωμένη εικόνα των οικονομολόγων για την ιστορία του χρήματος και του χρέους. Η εικόνα αυτή είναι εντελώς άσχετη μ’ αυτά που παρατηρούμε οι ανθρωπολόγοι όταν εξετάζουμε την οικονομική ζωή σε πραγματικές κοινότητες και παζάρια σχεδόν παντού στον κόσμο – όπου είναι πολύ πιο πιθανό να ανακαλύψεις ότι όλοι χρωστάνε σ’ όλους και με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους

Μπορώ να καταλάβω τα λόγια του David Graeber. Έχω δει τέτοιες κοινότητες κι έχω ζήσει σ’ αυτές που όλοι χρωστάνε σ’ όλους και με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους. Σε τέτοιες κοινότητες δεν είναι αυτονόητο το «άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαιώματα», δε θα καταλάβαιναν τον Άνταμ Σμιθ και τη «φυσική πλεονεξία» του ανθρώπου. Αντίθετα, το αυτονόητο είναι: «άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω καθήκοντα». Αν είσαι και ήρωας, καθήκοντα μέχρι αυτοθυσίας. 

(Παρένθεση: σ' αυτές τις κοινότητες είδα επίσης κάτι που δεν το 'χω ξαναδεί ποτέ, τους σοφούς γέρους. Τους γέρους που εμπνέουν δέος, που μπορούν να σε διδάξουν, που σε κάνουν να θες να πεις το εμβληματικό: θυμίσου με στις προσευχές σου. Σ' όλη μου τη ζωή απορούσα: μα πού είναι οι σοφοί γέροι; Θρυλικούς τους έχω, μόνο σε παλιές ιστορίες και διηγήματα! Όλοι οι γέροι που γνωρίζω είναι είτε ανοιακοί, είτε κακότροποι, μίζεροι, αξιολύπητοι, ή έστω μεγάλα μωρά)  

Στη ΝΑ Ασία επαινείται ένας άνθρωπος που θυσιάζει μέρος της ζωής του, ή και όλη τη ζωή του, για τους άλλους. Στην Ταϊλάνδη τους λένε Κον Γκατανγιού κι είναι σεβαστοί. Να η βεδική ιδέα της Ρίνα σήμερα, ζωή = χρέος και ζω = χρωστάω. Ακόμα και μέχρι αυτοθυσίας: να κι η βεδική ιδέα της Purushamedha σήμερα. 

Παρατηρήστε ότι η Ρίνα κι η Purushamedha όχι μόνο δεν οδηγούν σε αρρωστημένες στάσεις αλλά το αντίθετο, σε εκτιμούμενες συμπεριφορές κι ενάρετες στάσεις. Κι αλληλέγγυες κοινότητες. Και κάτι έχουν να κάνουν με το θεμελιώδες δίλημμα: 1) ο θάνατος είναι κακό κι η ζωή αγαθό; Ή μήπως 2) η ζωή είναι δεσμωτήριο κι ο θάνατος η κορυφαία εξάγνιση, η δραπέτευση από το δεσμωτήριο; 

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: στο Βουδισμό, μια από τις ακαθαρσίες είναι η ζήλια, η στάση: γιατί εσύ κι όχι εγώ; Γιατί εσύ να πετυχαίνεις, να κερδίζεις, να έχεις, να απολαμβάνεις, να διακρίνεσαι κι όχι εγώ; Το αντίθετο της ζήλιας στο Βουδισμό είναι η Μουτιτά: χαίρομαι με τη δική σου χαρά. Η δική σου χαρά είναι και δική μου. Τίποτα εμπράγματο δεν αλλάζει στη δική μου κατάσταση όμως τα πάντα αλλάζουν επειδή εσύ είσαι χαρούμενος. Παραδοσιακά, ο Βουδιστής πρέπει να εξαλείψει τη ζήλια, να την αποκαθάρει με τη Μουτιτά για να προχωρήσει στο μονοπάτι. 

Αυτό όμως είναι αδύνατο όσο κάποιος συνεχίζει να βλέπει τη ζωή ως αγαθό... Δε θα μπορέσει τελικά να βρει απάντηση σε μια θελκτική φωνή μέσα του που συνεχώς θα επιμένει «χάνω σ' αυτό το αγαθό της ζωής, ενώ εσύ κερδίζεις σ' αυτό το αγαθό της ζωής», οπότε αργά ή γρήγορα θα πέσει στη ζήλια, όπως η μπίλια στο φλιπεράκι αργά ή γρήγορα πέφτει στην τρύπα. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο άμα πάψει να βλέπει τη ζωή ως αγαθό. Θυμηθείτε εδώ το φάρμακο του Βουδισμού για την ντούκα: απώλεσε κάθε ελπίδα• θυμηθείτε το φάρμακο του Παύλου για την αμαρτία, να πεθάνουμε ως προς τον κόσμο
Μόνο τότε μπορεί να οριζοντιωθεί το κεκλιμένο επίπεδο στο φλιπεράκι κι η μπίλια να μην πέσει στην τρύπα. 

Και μόνο τότε υπάρχει περίπτωση αυτός ο άνθρωπος, που μια ζωή άκουγε την ευλογοφανή φωνή της ζήλιας, ν’ ανακαλύψει έκπληκτος μιαν άλλη, πολύ βαθύτερη φωνούλα μέσα του: «Χάνω όμως παραδόξως κερδίζω! Κερδίζω χάνοντας!» (Μουτιτά). 

Είναι πάντα εκεί αυτή η βαθύτερη φωνούλα και μας περιμένει υπομονετικά, όμως μόνιμα σκεπάζεται από το θόρυβο της επιδερμικής ψυχικής μας παραγωγής. Έτσι είμαστε κατασκευασμένοι οι άνθρωποι: να συνοδευόμαστε από έναν διακριτικό ψυχικό κομπάρσο, μια βαθιά φωνούλα, που σκεπάζεται διαρκώς από τον ψυχικό λαϊκιστή, αυτόν που κάνει σαματά και τραβά την προσοχή. Είναι όπως τα βαθιά μπάσα σ’ ένα τραγούδι που περνάν απαρατήρητα σε σχέση με την εμφανέστερη μελωδία. 

Σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο, η ανάδειξη των ψυχικών μπάσων έναντι του ψυχικού θορύβου θα γίνει αντιληπτή ως Μουτιτά: η δική σου χαρά είναι και δική μου (ενώ η παιδιάστικη ανάδειξη του ψυχικού σαματά θα γίνει αντιληπτή ως ζήλια). Επίσης, θα γίνει αντιληπτή ως Συμπόνοια (Μετά ή Καρουνά στο Βουδισμό): πονάω με τον δικό σου πόνο, ο δικός σου πόνος είναι και δικός μου (ενώ η παιδιάστικη ανάδειξη του ψυχικού σαματά θα γίνει αντιληπτή ως το αντίθετο της Συμπόνοιας, αδιαφορία ή σκληρότητα: τι καλά που εσύ κακοπαθαίνεις και δεν κακοπαθαίνω εγώ). 

Έγραψα πιο πάνω ότι κρίμα που τόσες γυναίκες λέγονται Ζωή και κανείς άντρας δε λέγεται Θάνατος. Το εννοώ 100%, δεν το έγραψα ελαφρά. 

 

 

6) Το Αρχαίο Έγκλημα 

Η βεδική Ρίνα, «και μόνο που υπάρχω χρωστάω» δε μας είναι άγνωστη. Την έχουμε και στη Χριστιανική παράδοση, στο δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος. Οι θεολόγοι στο σχολείο εξηγούσαν: «όλοι μας κάποτε συμμετείχαμε στο αμάρτημα του Αδάμ, στην ανυπακοή του προς το Θεό», και μας λέγαν να μη συγχέουμε το προπατορικό αμάρτημα με τα υπόλοιπα αμαρτήματα (κλοπή, φόνος, συκοφαντία κ.λπ.), είναι εντελώς διαφορετικό. 

Το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος προέρχεται από τον Αυγουστίνο – θυμίζω ότι κι οι δύο Εκκλησίες, Δυτική & Ανατολική, τον έχουν άγιο, εξέφρασε ένα από τα κεντρικότερα δόγματά τους. Όμως εδώ έχω τεράστιο θέμα με τις δύο Εκκλησίες. 

Ο τρόπος που το βλέπω εγώ: μόνο για τον εαυτό μου δικαιούμαι να σκεφτώ το προπατορικό αμάρτημα, για κανέναν άλλον. Τέτοιο δικαίωμα δεν έχω. Αν σκεφτώ το προπατορικό αμάρτημα για κάποιον άλλον, τότε τον καταριέμαι, αυτό κάνω ουσιαστικά. Μόνο εγώ, ο Ηλίας, συμμετείχα κάποτε στην ανυπακοή του Αδάμ. Όμως οι δύο Εκκλησίες κηρύττουν το προπατορικό αμάρτημα ως δόγμα οικουμενικό: καταριούνται τους πιστούς τους... 

Η συμμετοχή στην ανυπακοή του Αδάμ, το πρωταρχικό χρέος, πρέπει να είναι προσωπικό θέμα του καθενός. Ο καθένας μας μόνος του πρέπει ν’ αποφασίσει αν θέλει να ζήσει τη ζωή του με τη στάση: «άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαιώματα» ή με τη στάση: «άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω καθήκοντα» – διότι, ας πούμε, κάποτε συμμετείχα στο αμάρτημα του Αδάμ, ας το πούμε έτσι. Αν αυτός ο άνθρωπος είναι σοφός, θα δει όλη του τη ζωή ως χρέος προς τον Θάνατο και θα κοιτάξει να θυσιάσει οικειοθελώς για να ξεπληρώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του. Αν είναι και ήρωας, θα δεχτεί ακόμα και να θυσιάσει το 100% του εαυτού του. 

Αυτές οι στάσεις δεν είναι αποκλειστικές ούτε στον Χριστιανισμό ούτε στους βεδικούς ανθρώπους. Θυμίζουν πολύ το μοναδικό απόσπασμα του Αναξίμανδρου που μας έχει διασωθεί από τον Σιμπλίκιο:  

Ό,τι υπάρχει πεθαίνει σ’ αυτό από το οποίο γεννήθηκε, σύμφωνα με την Ανάγκη, γιατί πρέπει να πληρώσει ποινή και αποζημίωση [ας πούμε, «δάνειο και τόκο»] για την αδικία που έκανε [= να υπάρξει], κατά τη διάταξη που όρισε ο Χρόνος

Δηλαδή, φταίω και μόνο που υπάρχω.

Θυμίζουν πολύ την Ορφική επιγραφή για τους λυτρωμένους, ότι ξεπλήρωσαν στη Βασίλισσα του Κάτω Κόσμου το «αρχαίο έγκλημα» που της έκαναν, ανέλαβαν την προσωπική τους ευθύνη για το «αρχαίο πένθος της Περσεφόνης» όπως λέει κάπου ο Πίνδαρος. Ή όπως λέει ο Πλάτωνας στον Μένωνα: «Κατά τον ένατο χρόνο, η Περσεφόνη στέλνει στο φως του ήλιου αυτούς που δέχτηκαν να περάσουν την ποινή τους για το αρχαίο έγκλημα». 

Ή αν το θέλετε χωρίς θρησκευτικές ή μεταφυσικές διατυπώσεις, να το πούμε με τα λόγια του ποιητή:

Μονάκριβος δεν είμαι, δεν πιστεύω
Πως πύκνωσε ο κόσμος για να ζήσω
Για μια στιγμή θα στάθηκε πιο πίσω
Ο θάνατος, και μ' άφησε ν' ανέβω

Όπως κι αν το πεις, «προπατορικό αμάρτημα», «αρχαίο έγκλημα», «Ρίνα» κ.λπ., όλοι λένε το ίδιο πράγμα. 


 
7) Η Τρομερή Προσευχή

Η συγκεκριμένη προσευχή της Simone Weil έχει καθιερωθεί στη βιβλιογραφία ως «η τρομερή προσευχή» (the terrible prayer). Μας αρέσει δε μας αρέσει, πάντως η ίδια προσευχόταν έτσι για τον εαυτό της. Δική της υπόθεση. Η προσευχή βρέθηκε στα σημειωματάριά της μετά θάνατον και δημοσιεύτηκε χωρίς την έγκρισή της (όπως όλα τα κείμενά της). Οπότε, και μόνο που τα διαβάζουμε, χώνουμε τη μύτη μας στα προσωπικά κάποιου άλλου, παίρνουμε μάτι απ' την κλειδαρότρυπα. Η ίδια έχει την τέλεια άμυνα απέναντί μας:

Πατέρα, στο όνομα του Χριστού, δώσ’ μου αυτό που σου ζητώ. 

Να γίνω ανίκανη ακόμα και να θελήσω να κουνήσω το σώμα μου, ακόμα και να το προσπαθήσω, όπως ένας εντελώς παράλυτος. 

Να γίνω ανίκανη να νιώσω οτιδήποτε, όπως ένας εντελώς τυφλός, κουφός, αναίσθητος. 

Να μην μπορώ να βάλω δυο σκέψεις στη σειρά, ακόμα και τις πιο απλές, όπως οι εντελώς κρετίνοι που δεν μπορούν να διαβάσουν, να μετρήσουν, ούτε καν μάθαν να μιλάνε στη ζωή τους. 

Να γίνω αναίσθητη σε κάθε πόνο και χαρά, ανίκανη ν’ αγαπήσω οτιδήποτε, ούτε τον εαυτό μου, σαν τους ανοιακούς ηλικιωμένους. 

Πατέρα, στο όνομα του Χριστού, στ’ αλήθεια, δώστα μου αυτά. 

Αυτό το σώμα μου, είτε κινείται είτε ακίνητο, με τέλεια ρευστότητα ή ακαμψία, όμως πάντα σε αδιατάραχτη υποταγή στο θέλημά Σου. Αυτές οι αισθήσεις μου να βιώσουν, με τη μεγαλύτερη ένταση κι αγνότητα, όλες τις αποχρώσεις της πίκρας και της χαράς. Αυτή η αγάπη μου να γίνει μια φλόγα αγάπης για τον Θεό που να με πυρπολήσει. 

Κι όλα αυτά να μου τα στερήσουν, να μου τα πάρουν. Να καταβροχθιστούν από τον Θεό, να γίνουν ουσία του Χριστού, να δωθούν τροφή σ’ όλους τους τσακισμένους ανθρώπους του κόσμου που πεινά το σώμα ή η ψυχή τους. Κι εγώ ας απομείνω μια παράλυτη – τυφλή, κουφή, άνευρη, διαλυμμένη. 

Πατέρα, κάνε αυτή τη μεταμόρφωση που Σου ζητώ, στο όνομα του Χριστού, και παρόλο που στη ζητώ με ατελή πίστη, κάντη σα να στη ζητώ με τέλεια πίστη. 

Πατέρα, Εσύ είσαι το Απόλυτο Αγαθό κι εγώ μια μετριότητα: κατακομμάτιασε το σώμα και την ψυχή μου, πάρτα, κάντα πράγματα για δική Σου χρήση, μην αφήσεις τίποτα ν’ απομείνει από μένα στους αιώνας των αιώνων, μόνο αυτό το κατακομμάτιασμα. 

Ή και τίποτα απολύτως. 

Όποιος διαβάζει σ’ αυτήν την προσευχή οτιδήποτε άλλο εκτός από έρωτα, τότε δε διαβάζει σωστά. Δεν καταλαβαίνει τι διαβάζει.

 

8) Το Απόσπασμα 27 του Ηράκλειτου

Ας κάνουμε μια μικρή κουβέντα για το μετά θάνατον, όλους μας έχει απασχολήσει. Προσωπικά, με καλύπτει το απόσπασμα 27 του Ηράκλειτου: Πράγματα απρόσμενα περιμένουν τους ανθρώπους μετά το θάνατό τους, που ούτε καν τα φαντάζονται. Ένα μεγάλο ερωτηματικό, ένα μεγάλο μυστήριο. Ποια μπορεί να ‘ναι αυτά τα πράγματα; Όπως λέει ο Ηράκλειτος, ούτε καν τα φανταζόμαστε. Είμαστε μικρά παιδάκια που δεν μπορούμε καν να τα συλλάβουμε. Οπότε ο Ηράκλειτος λέει αυτό που λεν κι οι γονείς στα παιδιά: «όταν μεγαλώσεις, θα καταλάβεις». 

Κατά καιρούς όμως όλοι γινόμαστε πολύ μικρά παιδάκια, εντελώς νήπια, δεν ακούμε τα λόγια του Ηρακλείτου –ή δεν αντέχουμε το μυστήριο– και φτιάχνουμε σενάρια για το μετά θάνατον. Πάνω εδώ, αυτό που έχω δει, υπάρχουν τρεις κατηγορίες νηπίων, χιουμοριστικά: οι Συνεχιστές, οι Μετενσαρκωτές κι οι Εξαφανιστές.

Οι Συνεχιστές είναι αυτοί που συνεχίζουν μετά θάνατον, π.χ. η δική μας Εκκλησία που πρεσβεύει ότι «μετά θάνατον συνεχίζουμε εν ουρανοίς» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), ή άλλοι που λένε ότι «στο θάνατο απλώς ξεντυνόμαστε το σώμα μας, όπως ξεντυνόμαστε ένα ρούχο» κ.λπ. Τους Συνεχιστές θα τους βρεις σε διάφορες θρησκευτικές/μεταφυσικές παραδόσεις, κι όλοι χαρακτηρίζονται από έναν κοινό παρονομαστή, μια ασαφή ρητορική συνέχειας μετά θάνατον. 

Οι Μετενσαρκωτές είναι αυτοί που πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται, έχουν προηγούμενες κι επόμενες ζωές. Τους έχω συνδεδεμένους με νεο–αποκρυφισμούς που κατά καιρούς γίνονται της μόδας, με οριενταλισμούς και με την εξιδανίκευση της Ινδίας. 

Οι Εξαφανιστές είναι αυτοί που πεθαίνουν κι εξαφανίζονται. «Πεθαίνουμε και τέρμα, game over, κατόπιν τίποτα, μηδέν», ή «Μετά τον θάνατό μου θα είμαι όπως ήμουν πριν τη γέννησή μου», ή «Όπου είναι ο θάνατος εγώ δεν είμαι, όπου είμαι εγώ ο θάνατος δεν είναι» (Λουκρήτιος) κ.α. Τους έχω συνδεδεμένους κυρίως με στάσεις «αθεϊστικές», «υλιστικές», «επιστημονικές». 

Νομίζω πως αυτές είναι οι τρεις κατηγορίες νηπίων που δεν ακούνε τον Ηράκλειτο και το απόσπασμα 27. Ή που δεν μπορούν ν' αντέξουν το μυστηρίο και πάνε γρήγορα στο τέλος του βιβλίου να διαβάσουν το φινάλε. Φαντάζομαι πως όλοι μας κατά καιρούς παίξαμε με κάποια/κάποιες από τις παραπάνω τρεις ιδέες. Όμως έχω σοβαρές ενστάσεις και με τις τρεις: 

Με τους Μετενσαρκωτές έχω το ίδιο πρόβλημα που είχα με τη μαθήτριά μου την Χ. Προσπαθούσα να την προτρέψω να διαβάζει περισσότερο και να βάλει στόχο το άριστα στα Μαθηματικά της. Μια μέρα της είπα: «Δε χαίρομαι να σε πιέζω. Εσύ η ίδια είπες ότι θες να περάσεις Γεωπονία ή Χημικό. Λοιπόν, σε πιέζω γιατί χρειάζεσαι μεγαλύτερο βαθμό για τέτοιες σχολές». Εκείνη μου απάντησε γελώντας: «Εντάξει, μωρέ! Υπάρχει και του χρόνου!» 

Ωχ, ωχ, ωχ, η Χ νιώθει ότι έχει δεύτερη ευκαιρία... Να γιατί δεν τα δίνει όλα στα Μαθηματικά της... 

Πίσω από κάθε ρητορική μετενσάρκωσης, ακούω ένα νήπιο που παρηγοριέται ότι έχει δεύτερη ευκαιρία. Ακούω τη Χ να λέει «έλα μωρέ, υπάρχει και του χρόνου!». Πρακτικά μιλώντας, οι ρητορικές μετενσάρκωσης γίνονται ελκυστικές μόνο σε κάποιον που αρχίσει να ψυχανεμίζεται ότι σπατάλησε τη ζωή του, δε βρήκε τρόπο να ευτυχήσει, δε βρήκε τη «μυστική σκάλα μέσα στα σκοτάδια» (Άγ. Ιωάννης του Σταυρού), οπότε παρηγοριέται ότι δεν πειράζει, έχει δεύτερη ευκαιρία. Εμένα δε μου πέφτει λόγος για τη ζωή κάποιου άλλου... 

...όμως εγώ δεύτερη ευκαιρία δεν έχω. Μόνο μία έχω και τρέμω μην τυχόν την πέταξα. Όμως αυτό που έχω δει στην πράξη, οι διδασκαλίες μετενσάρκωσης γίνονται περίφημο υπνωτικό, οι λωτοί στη χώρα των Λωτοφάγων που σου ψιθυρίζουν στ’ αυτί: «κοιμίσου ξέγνοιαστα, έχεις δεύτερη ευκαιρία». 

Δε θα είχα πρόβλημα με μια διδασκαλία μετενσάρκωσης αν μπορούσε να συμπεριλάβει στο δόγμα της ότι δεύτερη ευκαιρία δεν έχουμε. Εντάξει μεν, προηγούμενες ζωές, επόμενες ζωές, πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι κ.λπ. όμως αυτή είναι η μόνη ευκαιρία που έχω. Άμα την πέταξα, έχασα τα πάντα. Δεύτερη δε θα μου δοθεί. Αν μπορούσε να ήταν έτσι αυτή η διδασκαλία μετενσάρκωσης, δε θα είχα πρόβλημα.

Το πρόβλημά μου με τους Συνεχιστές είναι ότι, με τα λόγια της Simone Weil, «ληστεύουν το θάνατο από την πίκρα του». Κάνουν τον θάνατο να γίνεται γλυκός ύπνος, ένα ευχάριστο αποκοίμισμα. Ουσιαστικά, αρνούνται ότι υπάρχει θάνατος, αυτό κάνουν. 

Όμως ο Θάνατος υπάρχει και θα είναι χιλιόπικρος. Αυτός είναι κι ο σκοπός του, γι’ αυτό κατασκευάστηκε. Και παρόλο που όλοι ήπιαμε φαρμάκια στη ζωή μας, αυτό το φαρμάκι δε θα συγκρίνεται με τίποτα: η στιγμή που θα τα χάσουμε όλα και δε θα τα ξανάχουμε ποτέ• η στιγμή που θα γίνουμε πιο φτωχοί κι απ’ τους φτωχούς• η στιγμή που θα κάνουμε άλμα στο κενό χωρίς τίποτα να πιαστούμε. 

Πρακτικά: αν δεν είναι χιλιόπικρο αυτό που σκέφτεσαι, τότε δεν είναι ο θάνατος. Ακόμα κι αν το ονομάζεις έτσι. Μιλάς για θάνατο όμως σκέφτεσαι τον ύπνο. 

Δεν θα είχα πρόβλημα με κάποια διδασκαλία συνέχισης μετά θάνατον, αν παράλληλα συνδυαζόταν και με την άρνηση της ζωής, του βίου. Δηλαδή, όταν λες ότι «μετά τον θάνατο συνεχίζουμε» τότε ουσιαστικά αρνείσαι ότι υπάρχει θάνατος. Για να είσαι συνεπής, θα πρέπει παράλληλα ν' αρνηθείς κι ότι υπάρχει η ζωή, ο βίος. Ότι δεν είμαστε ζωντανοί, είμαστε νεκροί χωρίς να το ξέρουμε. Αυτό που λέγαν οι αρχαίοι Ορφικοί, είμαστε νεκροί, κολασμένοι, είμαστε ήδη στον Κάτω Κόσμο και δεν το ξέρουμε. Κάτι τέτοιο θα το ‘βρισκα ενδιαφέρον. 

Όμως αυτό που έχω δει στους Συνεχιστές είναι να αρνούνται μόνο τον θάνατο, όχι τον βίο. Αυτό δεν το βρίσκω καθόλου ενδιαφέρον. Αντίθετα, το βρίσκω επιβλαβές. 

Οι Εξαφανιστές είναι οι καλύτεροι και συχνά έχω σκεφτεί ότι ο αθεϊσμός, με το δόγμα του της μετά θάνατον εκμηδένισης είναι φάρμακο για τις παιδιάστικες παρηγόριες των άλλων. Όμως και μ’ αυτούς έχω τεράστιο πρόβλημα: 

Το πρόβλημά μου με τους θιασώτες της εξαφάνισης, ότι αυτή δεν είναι η καλύτερη στάση, δε είναι αυτό που με βοηθά να καταλάβω ότι στη ζωή έχω μια αποστολή, μια δουλειά να κάνω
Μέρος της αποστολής μου είναι να βρω ποια είναι αυτή. 
Μέρος της αποστολής μου είναι να το καταλάβω ότι έχω αποστολή. Ότι είμαι σκλάβος κι υπηρετώ κάποιον αφέντη. Δε ζω έτσι, ελεύθερος κι αυτεξούσιος – προκειμένου, ας πούμε, να είμαι καλός άνθρωπος, να περνάω ωραία και να παίρνω αβασάνιστα ό,τι τύχει να μου δώσει η ζωή. Αυτά δε φτάνουν στο παραμικρότερο. 

Όμως αυτό που έχω δει στην πράξη είναι ότι οι Εξαφανιστές, συνήθως με ρητορική επιστήμης, δικαιώνουν το ζην αβασανίστως. Την ενύπνια, νηπιώδη, επιδερμική, θερμοκηπιακή ζωή της πλειοψηφίας, «τα μύρια που αχαμνίζουν τις έγνοιες των ανθρώπων» όπως θλιβόταν ο Εμπεδοκλής. 

Πάντως εγώ συστήνω να μη ρωτάμε «τι γίνεται μετά θάνατον;» αλλά «τι με βοηθά τώρα, πριν το θάνατο;». Κι αν γινόμαστε τόσο μικρά παιδάκια, δεν αντέχουμε το μυστήριο κι οπωσδήποτε θέλουμε να σκεφτούμε κάτι για το μετά θάνατον, τότε, μέχρι να ξεπεράσουμε τους παιδισμούς, ας μείνουμε με το απόσπασμα 27 του Ηράκλειτου, ο καλύτερός μας φίλος. Ο Δάσκαλος μιλά, εμείς ακούμε.

 

9) Πρόβλημα χωρίς Λύση

Έγραψα πολλά κι αναφέρθηκα σε πολλούς. Όμως δεν είναι εύκολο να υποστηρίξεις στους γήινους ότι η ζωή δεν είναι απαραίτητα φίλος κι ο Θάνατος δεν είναι απαραίτητα εχθρός. Ότι το «είμαι καλά» δεν είναι απαραίτητα καλό και το «δεν είμαι καλά» δεν είναι απαραίτητα κακό. Ότι έως και καταριόμαστε αυτούς που αγαπάμε με τις καθημερινές μας ευχές: 

«Να ‘σαι χαρούμενος!» (Αλίμονο σ’ αυτούς που τώρα γελάνε και χαίρονται: από τους Ταλανισμούς)

«Με υγεία πάνω απ’ όλα!» (Οι γιοι του Ασκληπιού, για ανθρώπους παραδομένους στα πάθη τους, πίστευαν πως δεν άξιζε να ζουν, ούτε για τον εαυτό τους ούτε γι’ άλλους, πως δεν έπρεπε να είναι γι' αυτούς η ιατρική, ούτε να τους θεραπεύει κανείς, να φέρουν στον κόσμο κι άλλα δυστυχισμένα πλάσματα: Πλάτωνας, Πολιτεία 408b)

«Ό,τι ποθείς!» (Δεν είναι καλό για τους ανθρώπους να πραγματοποιούνται όλες οι επιθυμίες τους: Ηράκλειτος, απόσπασμα 110 / Κύριε, δώσε στους εχθρούς μου να πραγματοποιηθούν όλες οι εγκόσμιες επιθυμίες τους: από προσευχή της Rabia)

«Πάντα να γελάς!» (Κλάψε, υπάρχει λόγος: Αττάρ, από το Συνέδριο των Πουλιών)

«Να ‘σαι καλά!» (Μακάριοι οι πενθούντες: από τους Μακαρισμούς)

Χωρίς να το κάνουμε με κακοβουλία, όμως έως κι «ευχόμαστε» στους αγαπημένους μας να μείνουν μέσ’ στο δεσμωτήριο του Πλάτωνα, στη βουδιστική ντούκα, να ιδρυματιστούν για τα καλά, να εγκλιματιστούν στη μη-ευτυχία ολονών, μην τυχόν κι αποτελέσουν εξαίρεση.

Ότι η τρομοκρατία της χαράς και του γέλιου, η αποθέωση της ζωής, καθώς κι η δαιμονοποίηση του απαρηγόρητου πένθους, της κατάθλιψης και του Θανάτου είναι ύπουλα δηλητήρια που κρύβονται πίσω από τοξικές αντιλήψεις «φυσικής πλεονεξίας», «φυσικής επιθυμίας για ισχύ». Και, πιστεύω, αυτονόητο ότι οι παραπάνω τοξικές αντιλήψεις προϋποτίθενται σε κάθε ασχήμια, έγκλημα κι αισχρότητα.

Θυμάστε το μύθο της Ιφιγένειας, έτσι; Τον μάθαμε κυρίως από τον Ευριπίδη, όμως ήταν προ-ομηρικός και διαδεδομένος στον ελληνικό χώρο με μικρές τοπικές διαφοροποιήσεις. Αυτός ο μύθος μιλά για το αδύνατο: ένας άνθρωπος στην αυγή της ζωής του, εξαπατημένος απ’ αυτόν που αγαπούσε κι εμπιστευόταν τόσο πολύ (τον πατέρα της), που δέχεται να χάσει τα πάντα, να πεθάνει χωρίς να φταίει σε τίποτα για το φταίξιμο κάποιου άλλου. Κάτι το αδύνατο, ανεξήγητο στη σκέψη ενός Άνταμ Σμιθ, ενός Χομπς, ενός Μαρξ, ενός Δαρβίνου. Ένας άνθρωπος χωρίς να βλέπει ότι έχει δικαιώματα, μόνο υποχρεώσεις, ακόμα και μέχρι θανάτου: η βεδική Purushamedha. Φταίω και μόνο που υπάρχω: η βεδική Ρίνα ή το αναξιμάνδρειο: «να πληρώσω ποινή κι αποζημίωση για την αδικία που έκανα να υπάρξω». Φταίω και μόνο που υπάρχω ας είμαι κι ο καλύτερος ή ο αθωώτερος άνθρωπος του κόσμου. 

Πίσω από όλες τις πράξεις, στάσεις, συμπεριφορές που αντιλαμβανόμαστε «όμορφες», «αξιοθαύμαστες», «σωστές», «υπέροχες», «δίκαιες» κ.λπ. υπάρχει κι ένας τέτοιος κόκκος του αδυνάτου. Της εντελώς αθώας Ιφιγένειας που δέχεται να πεθάνει για το φταίξιμο κάποιου άλλου. Όμως αυτός ο κρυμμένος κόκκος είναι που δίνει την ομορφιά στην πράξη, στάση, συμπεριφορά. 

Αντίθετα, πίσω από πράξεις και στάσεις που αντιλαμβανόμαστε «αισχρές», «άσχημες», «άδικες», «μικροπρεπείς», «κακές», «εγκληματικές», «φτηνές», «χυδαίες» κ.λπ. υπάρχει μια αντι–Ιφιγένεια που λέει: «θέλω να ζήσω, να χαρώ!» ή «άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαιώματα!» ή «αφού δε φταίω σε τίποτα, γιατί να πληρώσω το φταίξιμο άλλου;» ή έστω «νοιάζομαι για τον εαυτό μου!». Αυτό θέλαν να επισημάνουν οι αρχαϊκοί που φτιάξαν το μύθο της Ιφιγένειας.

Σ’ όλα τα παραπάνω δε λέω τίποτα περισσότερο απ’ αυτά που λέει ο Κύριος στα Ευαγγέλια κι από το φάρμακο του Παύλου για την αμαρτία: να πεθάνουμε ως προς τον κόσμο. Όμως αυτό που βλέπω είναι ότι μάλλον έχουν βγει καινούρια Ευαγγέλια: «Μακάριοι οι απολαμβάνοντες τη χαρά και την ομορφιά της ζωής, μακάριοι οι συγκροτημένοι κι οι θετικοσκεπτόμενοι, μακάριοι οι κεφάτοι, μακάριες οι Αλίκες Βουγιουκλάκες». 
Μου ‘χουν ξεφύγει αυτά τα καινούργια Ευαγγέλια. Έχω μείνει στα παλιά. 

Τόσες γυναίκες λέγονται Ζωή και κανείς άντρας δε λέγεται Θάνατος... Είναι σα μια κοινωνία ανθρώπων που μαστίζεται από χαλασμένα δόντια να δίνουν όνομα «Σοκολάτα» στα κορίτσια και να μη δίνουν όνομα «Οδοντογιατρός» στα αγόρια. Πόσο σοφό σας φαίνεται αυτό;  

Φωνάζουν οι νεκροί, μας χιλιοϊκετεύουν να τους προσέξουμε Αυτοί που Κατοικούν Μέσα στο Βουνό, αυτοί που τα 'χασαν όλα, που θέλουν να ουρλιάξουν και δεν έχουν στόμα, σε αντίθεση με μας που βρίσκουμε στόμα για να ουρλιάξουμε, οι πιο φτωχοί κι απ' τους φτωχούς, οι ολομόναχοι, αυτοί που είναι έξω απ' το άνθρωπος = σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, αυτοί που δεν έχουν κοινωνικές σχέσεις, δεν είναι μεγιστοποιητές χρησιμότητας, δεν έχουν ακατάπαυστο πόθο για ισχύ. Φωνάζουν με κραυγή χωρίς λόγια (η γλώσσα των νεκρών είναι η σιωπή). Κι εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε να τους αποφύγουμε. Όμως μόνο όταν φτάσουμε στην Πρώτη Ευγενή Αλήθεια του Βουδισμού και καταλήξουμε «η ζωή μού δόθηκε ως πρόβλημα χωρίς λύση», μόνο όταν τα χάσουμε όλα και δε μας απομείνει άλλο εκτός απ' Αυτούς που Κατοικούν Μέσ' στο Βουνό... μόνο τότε υπάρχει περίπτωση ν' ακούσουμε έκπληκτοι, μέσ' στη σιωπή, τους νεκρούς να μας λένε χωρίς λόγια:

«Θα πολεμήσουμε για σένα»

 

 

*  *  *

Ας κλείσω με λίγο Τόλκιν:

Το χρυσάφι μπορεί να μη λάμπει
Ο αλήτης να μην έχει χαθεί
Και σαν γέρος που δύναμη κρύβει
Στο χειμώνα μια ρίζα διαρκεί
Απ' τις στάχτες μια φλόγα θα λάμψει
Στο σκοτάδι ένα φως θα φανεί
Ξίφος που έσπασε θα σφυρηλατήσει
Ο ασήμαντος βασιλιάς θα στεφθεί