Παράδειγμα 1
Όλοι ξέρουν τους Beatles. Λίγοι ξέρουν όμως ότι πίσω από την τεράστια επιτυχία τους κρυβόταν ο μουσικός τους παραγωγός, ο George Martin. Έβαλε το χεράκι του σχεδόν σε όλα τα τραγούδια των Fab Four, ενορχηστρώνοντας, επεμβαίνοντας στους στίχους, στη μουσική, απορρίπτοντας κάποια, αλλάζοντας κάποια άλλα κ.λπ. Ο ίδιος δεν ήταν κάτι ιδαίτερο ως συνθέτης, είχε όμως καταπληκτική αντίληψη για τον αντίκτυπο ενός τραγουδιού στο κοινό: “προκειμένου να γίνει χιτ, αλλάξτε το ρεφραίν, κάντε το πιο γρήγορο, γράψτε πιο δυνατούς στίχους, γράψτε μια καλύτερη εισαγωγή, αυτό είναι καλό και το κρατάμε, αυτό δεν είναι καλό και το αφήνουμε, εδώ θα βάλουμε μια φυσαρμόνικα, εδώ έγχορδα, εδώ ένα χάλκινο πνευστό κ.λπ.”
Παράδειγμα 2
Πιτσιρικάς συνάντησα ένα βράδυ τον Μάνο Ελευθερίου. Συζητήσαμε αρκετή ώρα για τη δουλειά του και τον τρόπο που γράφει στίχους και ποιήματα. Κάτι που συγκράτησα ήταν η παρατήρησή του πως οι καλύτερές του δουλειές, οι πιο πετυχημένοι του στίχοι, γράφτηκαν σχεδόν πάντα απρογραμμάτιστα. Του ήταν δύσκολο να καθίσει κάτω και να γράψει επί τούτου. Οι καλές εμπνεύσεις τού έρχονταν πάντα σε ανύποπτες στιγμές, στο δρόμο, στο αυτοκίνητο κ.λπ., οπότε έπρεπε να έχει διαρκώς μαζί του χαρτί και μολύβι για να τις σημειώνει αμέσως. Το αστείο ήταν ότι συνάντησε πρόβλημα, είπε, όταν άλλαξε τσιγάρα κι από το ASSOS κασετίνα (πακέτο με άφθονο λευκό χώρο για στίχους) πήγε σε τσιγάρα με διακοσμημένο πακέτο. Ποιος ξέρει πόσα επιπλέον τραγούδια θα είχαμε σήμερα αν ο Μάνος Ελευθερίου δεν άλλαζε μάρκα τσιγάρων.
Παράδειγμα 3
Σε κύκλους μουσικών κυκλοφορεί μία φήμη για τον τρόπο που έγραφε τα τραγούδια του ο Γιάννης Σπανός. Μάθαινε, λέει, απ' έξω τους στίχους, καθόταν στο πιάνο, έβαζε το μαγνητόφωνο να ηχογραφεί και δοκίμαζε μελωδίες για ώρες. Γέμιζε πολλές κασέτες έτσι, κατόπιν τις άκουγε από την αρχή, από τις δεκάδες μελωδίες απομόνωνε ελάχιστες εδώ κι εκεί και... στο τέλος έφτιαχνε μ' αυτές το τραγούδι που ήθελε. Έτσι λέγεται, τουλάχιστον.
Πού Το Πας;
Οι Beatles ήταν μια μηχανή παραγωγής τραγουδιών, στίχων, μελωδιών. Δε στεκόταν όμως όλη τους η παραγωγή στο ίδιο επίπεδο ποιότητας. Αν δεν υπήρχε ο George Martin, το Help! θα ήταν μια αργή μπαλάντα με φωνή & κιθάρα, το Please Please Me δε θα ήταν τόσο γρήγορο και ξεσηκωτικό, το Yesterday δε θα είχε αυτά τα χαρακτηριστικά βιολιά, το Sgt. Pepper's θα ήταν πολύ λιγότερο πρωτοποριακό, όλα τα τραγούδια τους θα είχαν πολλούς αδύναμους στίχους και ημιτελείς μελωδίες, όλα τα άλμπουμ τους θα είχαν πολλά μέτρια τραγούδια. Ήταν τυχεροί, βρήκαν τον άνθρωπο που μπορούσε να παρακολουθήσει την παραγωγή τους και να απομονώσει τα ψήγματα χρυσού μέσα από τα πετρώματα.
Κάτι αντίστοιχο και με τον Μάνο Ελευθερίου. Ήταν και είναι μια μηχανή παραγωγής στίχων. Προκειμένου όμως να συλλαμβάνει εν τω γεννάσθαι τις αξιόλογες εμπνεύσεις του, έπρεπε να κάνει αυτό το κόλπο με το χαρτί και το μολύβι (ή με τα τσιγάρα ASSOS κασετίνα). Κατά κάποιον τρόπο, ήταν και οι Beatles και ο George Martin του ίδιου του εαυτού του. Ομοίως και με τον Γιάννη Σπανό.
Τα παραπάνω ήταν απλώς παραδείγματα. Δεν αναφέρομαι μονάχα στην τέχνη, όχι, αλλά σε κάτι ευρύτερο. Κάθε άνθρωπος σε κάθε πτυχή της ζωής του καλείται να παίξει αυτούς τους δύο ρόλους, του πιανίστα και του μαγνητοφώνου ταυτόχρονα. Να σκέφτεται, να νιώθει και να πράττει διάφορα, ενώ από την άλλη πρέπει και να παρακολουθεί όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένα την ψυχική του παραγωγή. Απαραίτητο όμως καθόλου εύκολο. Όμως απαραίτητο. Συχνά χάνουμε την μπάλα, παρασυρόμαστε από τα πάθη, τις επιθυμίες μας και τις αγωνίες μας, γινόμαστε 99% πιανίστας και 1% μαγνητόφωνο, ενώ άλλοτε βγαίνουμε έξω από τη δράση, παρακολουθούμε ενώ θα έπρεπε να συμμετάσχουμε, δημοσιογραφούμε ενώ θα έπρεπε να πρωταγωνιστούμε, γινόμαστε 1% πιανίστας και 99% μαγνητόφωνο. Είμαι δυο και δεν μπορώ να με ομονοήσω, λέει ένα τραγούδι του Νίκου Ζιώγαλα σε στίχους Σούλη Λιάκου. Κι ορισμένες φορές, σε κάποιες ιδιαίτερες βιοτικές περιστάσεις, αυτοί οι δύο εαυτοί μπορεί και να διαχωριστούν ξεκάθαρα:
Παράδειγμα 4
Φεβρουάριος του 1937, μέσα στη δίνη του Ισπανικού Εμφυλίου, όταν οι δυνάμεις του Φράνκο καταλαμβάνουν τη Μάλαγα. Ο Άρθουρ Καίσλερ επιτελεί κατασκοπευτικό έργο και βρίσκεται στην πόλη, στη βίλα Σάντα Λουτσία, κατοικία του άγγλου ζωολόγου σερ Πήτερ Τσάλμερς-Μίτσελ. Δίνω το λόγο σ' αυτόν (ο Μπολίν, που αναφέρεται στο κείμενο, είναι λοχαγός του Φράνκο):
Την ημέρα που μας συλλάβανε, τον σερ Πήτερ κι εμένα, ήρθαν τρεις στιγμές που πίστεψα ότι ήταν αναπόφευκτη η εκτέλεσή μου. Η πρώτη ήταν στη σάλα, στη βίλα Σάντα Λουτσία, όταν τρία περίστροφα χώνονταν στα πλευρά μου κι ο Μπολίν ζητούσε ένα σχοινί με τόσο απειλητική φωνή, που νόμισα ότι το ήθελε να με κρεμάσει (ενώ το ήθελε μόνο να μου δέσει τα χέρια). Η δεύτερη όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε στον αυτοσχέδιο τόπο εκτελέσεων στο Καμίνο Νουέβο, η τρίτη μερικές ώρες αργότερα, όταν ο Μπολίν μού είπε ότι θα με τουφέκιζαν τη νύχτα.
Και στις τρεις αυτές στιγμές κατέφυγα στο γνωστό φαινόμενο της διχασμένης συνείδησης, σ' αυτήν την σαν όνειρο ζαλισμένη αποξένωση από τον εαυτό σου, κατά την οποία ο συνειδητός εαυτός διαχωρίζεται από τον δρώντα εαυτό – ο πρώτος γίνεται ο ανεπηρέαστος παρατηρητής κι ο δεύτερος ένα αυτόματο, ενώ ο αέρας βουΐζει στα αυτιά σου όπως μέσα σ' ένα άδειο κοχύλι. Δεν είναι καθόλου κακό όσο διαρκεί, το δυσάρεστο μέρος αρχίζει όταν ξανασμίγουνε τα δύο μισά, φέρνοντας μαζί κι όλο το σοκ της πραγματικότητας (από τη βιογραφία του Α. Καίσλερ, Η Αόρατη Γραφή, εκδόσεις Χατζηνικολή, 1983)
Τελικά;
“Όλα είναι πόνος”, δίδαξε ο Βούδας και αιτία του πόνου η προσκόληση – στο πρόσκαιρο, στο φαινομενικό, στο φθαρτό. Ο Φωτισμένος έβλεπε όλες τις βιοτικές εκδηλώσεις, όλες τις πράξεις / σκέψεις / αισθήματα / πόθους μας κ.λπ. ως δάνεια που συνάπτουμε με τοκογλυφικό επιτόκιο. Μπορεί αρχικά να αισθανόμαστε πλούσιοι και να χαιρόμαστε, όμως τελικά θα έρθει η στιγμή που θα πληρώσουμε ακριβά το δανειοληπτικό συμβόλαιο που υπογράψαμε με την τράπεζα της ζωής. Ο μόνος τρόπος για να επιτύχουμε την αληθινή ευτυχία είναι... η μέθοδος της κυβέρνησης Παπανδρέου. Σκληρά μέτρα προκειμένου να αποπληρώσουμε το χρέος μας.
Στην ορολογία του Βουδισμού, τα δάνεια ονομάζονται κάρμα, ο τόκος ονομάζεται ντούκα, η τράπεζα της ζωής ονομάζεται σαμσάρα, η ξεχρέωση ονομάζεται νιρβάνα και το Μνημόνιο που εφαρμόζουμε για να ξεχρεώσουμε ονομάζεται Οκταπλό Μονοπάτι. Ένας από τους όρους του Μνημονίου είναι και η αποστασιοποίηση, δηλαδή η ψύχραιμη παρακολούθηση των ψυχικών μας φαινομένων και όχι η ταύτιση με αυτά ή με τα εξωτερικά ερεθίσματα που τα προκαλούν. Θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με την ανεξαρτητοποίηση της ΕΣΥΕ και την απομάκρυνση του εσωτερικού μας Κοντοπυράκη, ώστε η εντός μας Στατιστική Υπηρεσία να αποστέλει αξιόπιστα στοιχεία κι όχι Greek Statistics.
Αυτό όμως που μου κάνει εντύπωση είναι η εμπειρία του Καίσλερ. Ο άνθρωπος μέσα σε μια στιγμή πέτυχε αυτό που οι βουδιστές θεωρούν ότι απαιτεί ζωές ολόκληρες για να επιτευχθεί. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κήρυξε στάση πληρωμών κι αποποιήθηκε το χρέος του – νομίζω η ΚΟΕ υποστήριζε κάτι τέτοιο, ίσως κι η Παπαρήγα. Τελικά, όλες αυτές οι διδασκαλίες των θρησκειών απευθύνονται σε ανθρώπους που βιώνουν κοινές, καθημερινές, ήπιες καταστάσεις – σαν εσένα κι εμένα, ένα πράμα. Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με ιδιαίτερες καταστάσεις υψηλής αδρεναλίνης, όπως η αναμονή του επικείμενου θανάτου, τότε ισχύουν άλλοι νόμοι.
“Ε, και σαν; Τι το φοβερό κατάφερε ο Καίσλερ;” ίσως να αναρωτηθείς. Του δίνω πάλι το λόγο να μας περιγράψει τα βιώματά του στη φυλακή αμέσως μετά τη σύλληψή του:
Το κύμα ξεκίνησε από μιαν έναρθρη ρηματική αποκάλυψη αλλά εξατμίστηκε αμέσως, αφήνοντας πίσω του μόνο μια υπόσταση άναρθρη, ένα κλάσμα αιωνιότητας. Θα πρέπει να έμεινα εκεί για μερικά λεπτά, μαγεμένος μέσα στη βουβή επίγνωση ότι “αυτό είναι τέλειο – τέλειο”, ώσπου να αντιληφθώ πως κάτι με ενοχλούσε στο πίσω μέρος του μυαλού μου – κάτι ασήμαντο μου χαλούσε την τελειότητα της στιγμής. Και τότε το θυμήθηκα: βρισκόμουν στη φυλακή όπου από στιγμή σε στιγμή κινδύνευα να με εκτελέσουν. Αμέσως όμως δόθηκε η απάντηση από ένα συναίσθημα το οποίο, ρηματικά, θα μπορούσε να μεταφραστεί σε: “Και λοιπόν; Αυτό είναι όλο; Δεν έχεις τίποτα πιο σοβαρό να σκεφτείς;” – μια απάντηση τόσο αυθόρμητη, δροσερή και ειρωνική, λες και την ενόχληση που ένιωθα την προκάλεσε η απώλεια ενός κουμπιού από το πουκάμισό μου. Και μετά έπλεα ανάσκελα πάνω στην πλάτη μου, σ' ένα ποτάμι ειρήνης, κάτω από γέφυρες σιωπής. Το ποτάμι δεν ερχόταν από πουθενά και δεν κυλούσε προς πουθενά. Μετά δεν υπήρχε ούτε ποτάμι ούτε εγώ. Το Εγώ είχε πάψει να υπάρχει.
Δες κι αυτό το κείμενο του Old Boy
http://www.youtube.com/watch?v=uxUgp8TtJuU
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκριβώς τα ίδια λέει και ο παραπάνω
μεταμεληθής βουδιστής μοναχός είναι
πλέον μέσα στο ντάρμα
Jason Taverner
Αυτο δεν ειναι "Στάλες Σοφίας", ειναι Ωκεανος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧμμ... κι ο ένας απ' τους δύο σκοπεύει να σταματήσει το μπλογκ "γιατί είπε ό,τι έχει να πει", ο άλλος έχει άλλη γνώμη. :)
ΑπάντησηΔιαγραφή@Jason
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάτι τέτοια τραβάμε όλοι εμείς, οι ωραίοι, και γινόμαστε μετά βουδιστές μοναχοί.
@Ροδιά
Δεν είναι, μόνο κάποιες σκέψεις ασύνδετες.
@κ. Δύτης
Μπορεί να 'ναι κι οι τελευταίοι σπασμοί του πτώματος. Δε βαριέσαι, θα δείξει.
Η Τ. σε συμπάθησε πολύ.
Ηλία -αμοιβαία τα αισθήματα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ ότι μπορεί να συμβεί η "εκ καταστάσεων φώτιση", όπως στο παράδειγμα με τον Καίσλερ, αλλά νομίζω ότι δεν διαρκεί. Δηλαδή την ξεχνάμε όταν η ζωούλα μας επανέλθει στα φυσιολογικά.
Ενώ οι "πολύ" Βουδιστές είναι πάντα σε αυτή την τσίτα.
Idom