Λέμε συνήθως ότι η γνώση είναι δύναμη. Λοιπόν... υπάρχει μια περίεργη κατάσταση στη ζωή: ενίοτε η γνώση δεν είναι δύναμη, είναι κάλος στον εγκέφαλο. Και ενίοτε, η άγνοια δεν είναι αφέλεια και καθυστέρηση, είναι σοφία. Δεν είναι αλήθεια ότι όσο περισσότερη γνώση, τόσο το καλύτερο, έτσι άνευ όρων, παντού και πάντα. Θα πρέπει να το δούμε ως φάρμακον, με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, δηλαδή κάτι που σε μικρές ποσότητες είναι γιατρικό και σε μεγάλες δηλητήριο. Έτσι συμβαίνει στη ζωή κάποιες φορές, πολλές φορές, ανησυχητικά πολλές φορές...
Εναλλακτική διατύπωση για τα παραπάνω: συνηθίζουμε να αποδίδουμε τον πολύ θετικό όρο «γνώση» (ή ακόμα και «επιστήμη») σε θέματα και καταστάσεις που δεν το αξίζουν. Αυτό που συχνά ονομάζουμε «γνώση» στην πραγματικότητα είναι τρολιά. Οπότε, φτάνουμε στο σημείο να τιμούμε τρολ, να τους δίνουμε βραβεία, να γράφουμε τα ονόματά τους με χρυσά γράμματα. Ας αναφέρω ένα παράδειγμα γι’ αυτήν την περίεργη κατάσταση που συγχέουμε τη «γνώση» με την τρολιά:
Όπως ξέρετε, πολλά παιδιά έχουν φανταστικούς φίλους (imaginary friends). Το φαινόμενο αυτό δεν είναι εύκολα εξηγήσιμο. Δεν ανάγεται στο «η φαντασία του οργιάζει» ή ότι το παιδί αισθάνεται μοναξιά και θέλει παρέα ή ότι προβάλει ένα μέρος του εαυτού του εξωτερικά κ.λπ. Έχουν δοκιμαστεί όλα αυτά και έχουν κριθεί ανεπαρκή να εξηγήσουν το φαινόμενο. Όπως διαβάζω εδώ, τα παιδιά με φανταστικούς φίλους δείχνουν να επικοινωνούν καλύτερα από τα άλλα παιδιά και να έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να δουν τα πράγματα από τη σκοπιά κάποιου άλλου. Εδώ λέει ότι τα αυτιστικά παιδιά δεν έχουν σχεδόν ποτέ φανταστικούς φίλους. Εδώ λέει ότι τα παιδιά με φανταστικούς φίλους τείνουν να είναι λιγότερο ντροπαλά και να έχουν καλύτερη συγκέντρωση. Οπότε, αν το παιδί σας έχει φανταστικούς φίλους... δε μοιάζει κακό νέο.
Ποια είναι εδώ η σωστή τακτική για έναν γονιό; Απλά να παίξει το παιχνίδι: ο φανταστικός φίλος είναι τόσο πραγματικός όσο κι ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Είναι ευχάριστη είδηση αυτή για τον γονιό, σημαίνει ότι το παιδί του πιθανότατα ξέρει να βάζει τον εαυτό του στη θέση του άλλου, να κατανοεί τις καταστάσεις και να συγκεντρώνεται καλά. Ο γονιός πρέπει να παίξει το παιχνίδι και το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ο φανταστικός φίλος είναι το τελευταίο που έχει σημασία. Όμως ο γονιός που, στο όνομα της «γνώσης» και της «αλήθειας», θα παρατηρήσει στο παιδί, «μα δεν υπάρχει κανένας εκεί πέρα!», αξίζει να συμπεριληφθεί στην Ύπατη Αρμοστεία Ξενερωσιάς και να λάβει το Χρυσό Βατόμουρο Ασχετοσύνης (σίγουρα θα ψηφίζει και Ποτάμι, δεν αμφιβάλλω). Το δάχτυλο δείχνει το φεγγάρι κι αυτός κοιτάζει το δάχτυλο. Το «μα δεν υπάρχει κανένας εκεί πέρα!» δεν είναι γνώση, είναι τρολιά. Και δεν είναι λάθος αυτό που παρατήρησε ο γονιός, είναι ξενέρωτο – κάτι που, στο προσωπικό μου σύστημα αξιών, αποτελεί μέγιστη αμαρτία. Νάις μπαλαμό, που στα γύφτικα σημαίνει: «φύγε, ρε ξενέρωτε!», έτσι μου το είχαν εξηγήσει παλιά κάποιοι γύφτοι από τον Δενδροπόταμο.
Αναφέρω το παραπάνω ως παράδειγμα διότι καταλαβαίνω ότι ακούγεται προκλητική η αξίωση πως η «γνώση», πολλές φορές, είναι τρολιά. Υπάρχουν όμως κι άλλα παραδείγματα, πολύ πιο τραγικά... Το κείμενο αυτό είναι μια μικρή προσωπική έρευνα που ξεκίνησα πριν αρκετά χρόνια, όταν δούλευα επιχειρηματίας. Ο λόγος ήταν ότι δεν μπορούσα να συμβιβάσω την εμπειρία μου, και την εμπειρία των συν-επιχειρηματιών στην πιάτσα μου, με τις θεωρήσεις που διάβαζα στα οικονομικά των δογματικών, γνωστά και ως «(νεο)κλασικά οικονομικά». Να δώσω πρώτα τον ορισμό να ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλάμε. «(Νεο)κλασικά οικονομικά» καλείται:
- Ένα είδος αστρολογίας (Clower: “What we presently possess by way of so-called pure economic theory is objectively indistinguishable from what Richard Feynman, in an unflattering sketch of nonsense science, called cargo cult science” / Economics as an Inductive Science, σελ. 809),
- πολύ επικίνδυνης (κυρία Γκρούκμαν: «Σε άρθρο του το 2008 με τίτλο Η Kατάσταση των Μακροοικονομικών … ο Olivier Blanchard του ΜΙΤ, σήμερα επικεφαλής οικονομολόγος του ΔNT, δήλωνε ότι η κατάσταση των μακροοικονομικών είναι καλή. Οι διαμάχες του χτες, προσέθετε, έχουν πάρει τέλος και υπάρχει ευρεία σύγκλιση οπτικών. Και σε ό,τι αφορούσε τον πραγματικό κόσμο, οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι είχαν τον έλεγχο των πραγμάτων: το κεντρικό πρόβλημα της αποτροπής των υφέσεων έχει επιλυθεί, διακήρυσσε ο Robert Lucas του Πανεπιστημίου του Σικάγο στην ομιλία του ως πρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης στο συνέδριο του 2003» / Πώς τα Πήγαν Τόσο Χάλια οι Οικονομολόγοι;),
- που πάσχει από ιδεολογικές προκαταλήψεις (Stiglitz: “The tools are not strong enough to discriminate among fundamentally different hypotheses, or at least not strong enough to overcome differences in prior beliefs ... often influenced by ideological concerns” / Another Century of Economic Science, σελ. 134),
- άρνηση της πραγματικότητας (Hands: “Suppose the economists did reject all theories that were empirically falsified ... Nothing would be left standing; there would be no economics” / Reflection without Rules, σελ. 404),
- πολιτικές προκαταλήψεις (Hudson: “Policies fall into two categories: laissez faire or interventionist public regulation. Each set of advocates has its own preferred mode of mathematical treatment, choosing the approach that best bolsters their own conclusions” / The Use and Abuse of Mathematical Economics),
- μαθηματικό αυνανισμό (Lawson: “It is thus not at all surprising that mainstream contributions are found continually to be so unrealistic and explanatorily limited. The mathematical method, or rather the emphasis placed upon it in the modern economics academy, is the overriding problem” / Mathematical Modelling and Ideology in the Economics Academy),
- θεωρητικό αυνανισμό (Knudsen: “In economics this problem was solved by partitioning the core of pure theory with formal modeling from the applied and empirical research in the peripheral areas … the abstract models of the optimization paradigm have been ‘immunized’ from potential ‘empirical falsifications’ arising in the applied subfields” / Pluralism, Scientific Progress, and the Structure of Organization Theory, σελ. 274-275)
- και προβλεπτική ικανότητα σε επίπεδο δελφικών χρησμών (Rosenberg: “Economic theory seems permanently stuck at the level of generic predictions – predictions that some change will happen some time and some place, without ever telling us when and where and how much of a change will occur” / What is the Cognitive Status of Economic Theory?)
- Είναι μια αστρολογία την οποία ο κόσμος δεν εμπιστεύεται (Benetti & Cartelier: “It is clear that the public’s lack of faith in the scientific nature of economic knowledge is a fact, past and present” / Economics as an Exact Science: the Persistence of a Badly Shared Conviction, σελ. 211-212),
- ούτε οι ίδιοι οι οικονομολόγοι παίρνουν στα σοβαρά (Lawson: “Even econometricians using identical, or almost identical, data sets are regularly found to produce quite contrasting conclusions, usually with little attempt at explanation. The systematic result here, as the econometrician Edward Leamer observes, is that: hardly anyone takes anyone else’s data analysis seriously” / Mathematical Modelling and Ideology in the Economics Academy),
- ήξευραν βέβαια τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες (Hudson: “Upon leaving office, each new president of the American Economic Association gives the expected speech showing that he knows full well it is all just a game, and chastises his colleagues for not being more realistic” / The Use and Abuse of Mathematical Economics).
Λοιπόν, στα άρθρα των δογματικών – επιστημόνων που δεν έχουν δουλέψει επιχειρηματίες και δεν ξέρουν πώς είναι – έβλεπα τον εαυτό μου σαν μια συνάρτηση, μια μηχανή που οργανώνει τους συντελεστές παραγωγής, μαζεύει πληροφορίες, παρακολουθεί τιμές, ζυγίζει ρίσκα και επιλέγει κάποια πιθανολογικά βέλτιστη λύση. Δεν εύρισκα όμως πουθενά ένα καθημερινό χαρακτηριστικό όλης της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας παγκοσμίως: ότι περιλαμβάνει πάρα πολλή εμπιστοσύνη.
Τα Σαγόνια του Καρχαρία
Ο κυριότερος ορισμός της εμπιστοσύνης στην επιστημονική φιλολογία είναι προθυμία να σταθείς ευάλωτος, να βασιστείς στον άλλον. Πάντα ρισκάρεις όταν εμπιστεύεσαι, είτε μιλάμε για οικονομικό, συναισθηματικό ή όποιο άλλο ρίσκο – π.χ. εμπιστοσύνη είναι και να ομολογείς τις αδυναμίες σου, να παραδέχεσαι τα λάθη σου, να ζητάς συγνώμη, να μην κρύβεις κάποια πλευρά του εαυτού σου που μπορεί να γελοιοποιηθεί (όλοι έχουμε). Άμα υπάρχει μεγάλη ή και απόλυτη σιγουριά ότι δεν διατρέχεις ρίσκο – δηλαδή άμα ο άλλος ξέρει ότι θα υποστεί κυρώσεις έτσι και δεν πράξει κατά έναν ορισμένο τρόπο – τότε δεν έχει νόημα να μιλάμε για εμπιστοσύνη. Από αυτήν την άποψη, το αντίθετο της εμπιστοσύνης είναι ο νόμος και όλα όσα παίζουν τον ρόλο του: η ύπαρξη ρυθμιστικών μηχανισμών και ελέγχων που ελαχιστοποιούν την έκθεση στο ρίσκο. Είναι απαραίτητος ο νόμος, δεν γίνεται χωρίς αυτόν.
Εξίσου απαραίτητη όμως είναι και η εμπιστοσύνη.
Ρωτήστε έναν οποιονδήποτε μικρό ή μεσαίο επιχειρηματία. Θα σας πει ότι δεν μπαίνουν όλα σε συμβόλαια, ιδιωτικά συμφωνητικά, καταστατικά. Η πραγματικότητα της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας είναι τέτοια ώστε δεν καλύπτεται αποκλειστικά από τη νομική περιχαράκωση του συμβολαίου, περιλαμβάνει και μεγάλο ποσοστό προθυμίας να εκτεθείς σε ρίσκο (= εμπιστοσύνη). Αυτά που κοινώς λέμε: «δώσαμε τα χέρια», «ο λόγος μου είναι συμβόλαιο», «ήπιαμε κρασί μαζί», «γνώρισα την οικογένειά σου, γνώρισες την οικογένειά μου», «το υποσχέθηκα και πρέπει να το κάνω» κ.α. Όλα αυτά είναι σαν προσύμφωνα πριν το προσύμφωνο, παραδοσιακά συμβόλαια ημιφιλίας, τυπικώς μη-δεσμευτικά, κατά τα οποία η μια πλευρά είναι εκτεθειμένη στο ρίσκο της μη-ανταπόδοσης.
Δεν ισχύει αυτό για τη μεγάλη επιχειρηματικότητα.
Αν πας να παίξεις με τα μεγάλα ψάρια και τα μεγάλα κεφάλαια, εκεί όλα τείνουν να είναι νόμος, περιχαρακωμένες καταστάσεις μηδαμινού ρίσκου. Όλα αυτά τα «δώσαμε τα χέρια», «είμαστε φίλοι», «μου έδωσες τον λόγο σου» κ.λπ. συνήθως δεν σημαίνουν τίποτα όταν παίζεις με τους καρχαρίες. Βρίσκεις μόνο κέρβερους στην περιφρούρηση των συμφερόντων τους, που δένουν ΤΑ ΠΑΝΤΑ με συμβόλαια, καταστατικά, ιδιωτικά συμφωνητικά, και δεν αφήνουν καθόλου χώρο για εμπιστοσύνη.
Όχι μόνο δεν αφήνουν, κάτι ακόμα περισσότερο: συχνά αντιλαμβάνονται την εμπιστοσύνη ως αδυναμία, ηλιθιότητα. Και την εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης ως εξυπνάδα, αξιοσύνη, υπεροχή.
Όμως στη μικρή & μεσαία επιχειρηματικότητα, όποιος νομίζει ότι όλα μπορούν να μπουν σε συμβόλαια και καταστατικά, τότε δεν έχει δουλέψει επιχειρηματίας. Ή αν έχει δουλέψει, δε μ' ενδιαφέρει να τον γνωρίσω κι εύχομαι στον λαιμό να του κάτσουν και στους γιατρούς να τα φάει (ξέρει αυτός).
Στα οικονομικά των δογματικών, η εμπιστοσύνη είναι η είδηση και η καχυποψία το νορμάλ (έχουν θεμελιώσει τη θεωρητική τους οπτική πάνω στις αξίες των μεγαλοκαρχαριών). Η καθιερωμένη θεώρηση της εμπιστοσύνης στην επιστημονική φιλολογία μοιάζει σαν να έχει βγει από τα βιβλία της Ayn Rand: πεποίθηση προερχόμενη από τις πληροφορίες και την εμπειρία που έχουμε. Δηλαδή, ο Α εμπιστεύεται τον Β ότι θα τηρήσει την υπόσχεσή του επειδή έχει θετικές πληροφορίες γι’ αυτόν, για τη φήμη του, για τα κίνητρά του, ή και τον γνωρίζει αρκετό καιρό οπότε έχει δείγματα γραφής (στη φιλολογία θα βρείτε αυτήν την αϊνραντική ερμηνεία της εμπιστοσύνης με τον όρο knowledge-based trust). Κατά την οικονομολογική αυτή αντίληψη, η απόφασή μας να εμπιστευθούμε κάποιον είναι υπολογιστική και αιτιολογούμενη: είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, ζυγίζουμε τις πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτόν, την προηγούμενή μας εμπειρία μαζί του και οποιοδήποτε άλλο σχετικό τεκμήριο. Κάτι σαν εκτίμηση ρίσκου, μια προβλεπτική προσδοκία αιτιολούμενη από τις εμπειρίες του παρελθόντος και τις παρεχόμενες εγγυήσεις. Κάτι παρόμοιο με την τραπεζική πίστη. Να δώσω ένα τυπικό παράδειγμα: στο Trust as a Commodity (1986), o Partha Dasgupta το θέτει ως εξής (σελ. 54): «Προκειμένου να αναπτυχθεί εμπιστοσύνη ανάμεσα σε πρόσωπα, πρέπει αυτά να έχουν επαναλαμβανόμενες συναντήσεις και κάποια μνήμη των προηγούμενων συναντήσεών τους. Επίσης, η εμπιστοσύνη σχετίζεται με τη φήμη, η οποία είναι κάτι που πρέπει να οικοδομηθεί». Δηλαδή, υποτίθεται ότι είμαστε μικρές τράπεζες και παρέχουμε στους άλλους δάνεια εμπιστοσύνης με βάση τις εγγυήσεις της φήμης τους και την εικόνα που έχουν στον Τειρεσία της εμπειρίας μας...
Την τελευταία δεκαετία, αυτή η αφύσικη, αϊνραντική αντίληψη της εμπιστοσύνης έχει επικριθεί αρκετά, διότι έχουν μαζευτεί πλέον πολλές εμπειρικές έρευνες που δεν κολλάνε μαζί της. Το ερώτημα είναι αν οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο (όχι οι καρικατούρες των νεοκλασικών οικονομικών) λειτουργούν έτσι, σαν τα τμήματα δανείων μιας τράπεζας. Το παραδέχομαι φυσικά ότι είναι αρκετοί αυτοί που θεωρούν είδηση την εμπιστοσύνη, όχι την καχυποψία. Οικονομολόγοι, εξελικτικοί βιολόγοι, ψυχολόγοι, και άλλοι που έχουν φάει πολύ ξύλο από τον μπαμπά τους όταν ήταν μικροί, μεγαλώνοντας δικαιώνουν αυτό το ξύλο με γενικεύσεις περί της ατομιστικής ανθρώπινης φύσης, της ζωής ως έναν καθολικό ανταγωνισμό για περιορισμένους πόρους κ.λπ, δηλαδή το φτιάχνουν έτσι ώστε είδηση να είναι η εμπιστοσύνη, όχι η καχυποψία. Κάποιοι από δαύτους παίρνουν και Νόμπελ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το αξιοσημείωτο είναι ο συγγραφέας, όχι τα κείμενά του. Θα ήταν ενδιαφέρον να τον γνωρίζαμε, να μας μιλούσε λίγο για την παιδική του ηλικία...
Σε αντίθεση με τους παραπάνω επαγγελματίες της καχυποψίας, αυτό που θα υποστηρίξω εδώ είναι ότι οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο δείχνουν συνεχώς εμπιστοσύνη πολύ πέρα από το σημείο που συνιστά η αιτιολόγηση με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες και την εμπειρία. Για την ακρίβεια, ότι οι σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους ξεκινάνε από μια αφετηρία εμπιστοσύνης η οποία είναι ασύνειδη, μη-αιτιολογήσιμη. Σαν ένα άλμα πίστης, σαν ένα δώρο.
Στο βιβλίο της Requiem, η συγγραφέας Shizuko Go αναφέρει το γιαπωνέζικο ιδανικό της φιλοξενίας: «δεν θα συναντηθούμε άλλη φορά». Δηλαδή, αν συναντηθούμε κι άλλη φορά τότε παύει να είναι (πραγματική) φιλοξενία, γίνεται συναλλαγή, προσδοκία ανταπόδοσης• η (πραγματική) φιλοξενία οφείλει να είναι έτσι ώστε η Ayn Rand να την ονομάσει «ανορθολογισμός». Τώρα... όχι ότι είναι αναγκαστικά κακή η συναλλαγή, όμως δεν είναι το ιδανικό που έχουν οι Γιαπωνέζοι (και εγώ): η φιλοξενία πρέπει να είναι καθαρά ένα δώρο, κάτι μη-αιτιολογήσιμο με τους λόγους που τυπικά αντιλαμβάνεται ένας στερεοτυπικός οικονομολόγος ή ένας εξελικτικός ψυχολόγος (ή η Ayn Rand).
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την αφετηρία εμπιστοσύνης που υιοθετούν στις σχέσεις τους οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο (όχι οι καρικατούρες των οικονομικών). Δεν είναι knowledge-based, όπως στην κατεστημένη φιλολογία. Είναι μη-αιτιολογήσιμη, μη-εξηγήσιμη με όρους φήμης, πληροφοριών και πρότερης εμπειρίας. Όμως η απόσταση της αφύσικης, οικονομολογικής αντίληψης για την εμπιστοσύνη από την πραγματική εμπιστοσύνη πραγματικών ανθρώπων είναι αγεφύρωτη... Το θέμα δεν είναι απλά φιλοσοφικό, οι πρακτικές συνέπειές του είναι σφοδρές.
Ας ξεκινήσω με μια μεγάλη αποκάλυψη: ο Σαίξπηρ μίλησε για το facebook κάπου 400 χρόνια πριν. Και είχε ενδιαφέροντα πράγματα να πει.
Οι Κλέφτες Προσοχής
Αναφέρομαι στην έρευνα της Gershon, Un-friend my Ηeart (2011) που περιλαμβάνει συνεντεύξεις με δεκάδες φοιτητές 18 ως 22 ετών στις ΗΠΑ. Πολλοί από αυτούς σχολίασαν ότι το facebook είναι απειλή για τις σχέσεις και μπορεί να τις διαλύσει. Κάποιοι μάλιστα έκλεισαν τον λογαριασμό τους όταν έκαναν σχέση και κάποιοι τον κρατούσαν κλειστό προκειμένου ακριβώς να κάνουν μελλοντικές σχέσεις. Και όλοι συμβούλευαν τους φίλους τους να κλείσουν τον λογαριασμό τους αν έχουν σχέση. Με ενδιαφέρουν οι παρατηρήσεις των φοιτητών, για ποιο λόγο το facebook μπορεί να σκοτώσει τον έρωτα εκεί, στις μετεφηβικές ηλικίες.
Πολλοί πιτσιρικάδες λοιπόν παραπονέθηκαν ότι το facebook τούς μεταμόρφωσε σε καχύποπτους ντετέκτιβ για τον σύντροφό τους. Διότι συνεχώς τους παρουσίαζε τμήματα της δραστηριότητας του συντρόφου – «φίλους» που προσθέτει, λάικ που δίνει και παίρνει, δώρα που στέλνει και δέχεται, φωτογραφίες που ανεβάζει, φωτογραφίες που ανεβάζουν άλλοι μ’ αυτόν/αυτήν, σχόλια στις φωτογραφίες – και δεν ήξεραν πώς να τα ερμηνεύσουν. Ποιος είναι αυτός που της έκανε λάικ; Ποια είναι αυτή που σχολίασε τη φωτογραφία του; Ποιος είναι αυτός που έγραψε στον τοίχο της;
Και κατόπιν, ακολουθούσε συνήθως η μεταμόρφωση σε καχύποπτους ντετέκτιβ. Γιατί, ενώ υποτίθεται ότι έχουμε σχέση, δεν ανεβάζει περισσότερες φωτογραφίες μου; Γιατί εγώ έκανα «φίλους» τους «φίλους» της, ενώ αυτή δεν κάνει «φίλους» τους «φίλους» μου; Γιατί η Α ανέβασε φωτογραφία μαζί του; Πόσο στενή σχέση έχει η φιλενάδα μου με αυτόν τον Β που της κάνει τακτικά λάικ; κ.ο.κ. Η κατάσταση γινόταν Δίλημμα του Φυλακισμένου που αναρωτιέσαι αν θα πρέπει να πράξεις ατομιστικά ή συνεργατικά με βάση τις ενδείξεις που έχεις ότι ο άλλος θα πράξει ατομιστικά ή συνεργατικά: το δηλητήριο μιας σχέσης... Όσοι από τους φοιτητές πήραν την απόφαση να κλείσουν τον λογαριασμό τους και να κόψουν το Δίλημμα του Φυλακισμένου, βρήκαν ηρεμία. Έπαψαν να είναι καχύποπτοι ντετέκτιβ, να βλέπουν στοιχεία και να μην ξέρουν τι συμπέρασμα να βγάλουν.
Τώρα που το σκέφτομαι... αυτό ακριβώς έκανε κι ο Ιάγος προκειμένου να δηλητηριάσει με υποψίες τον Οθέλο: απλά του επεσήμανε στοιχεία της δραστηριότητας της Δεισδαιμόνας και τον άφησε να μην ξέρει τι συμπέρασμα να βγάλει. Του έδειξε ότι ο Κάσσιος είναι «φίλος» της κι ότι κάνει λάικ στις αναρτήσεις της (ΙΑΓΟΣ: «Δεν έχω αποδείξεις ακόμα. Όμως παρακολούθα τη γυναίκα σου όταν είναι μαζί με τον Κάσσιο. Απλά παρακολούθα την, μην είσαι ούτε καχύποπτος ούτε όμως και αφελής» – Πράξη 3, Σκηνή 3).
Με άλλα λόγια, τι ακριβώς έκανε ο Ιάγος; Κατάφερε να βγάλει τον Οθέλο από την αφετηρία ασύνειδης εμπιστοσύνης που είχε στη γυναίκα του, και να τον βάλει στη οικονομολογική εμπιστοσύνη όπου όλα πρέπει να αιτιολογηθούν με στοιχεία και πληροφορίες• κατάφερε να τον κάνει μεγαλοκαρχαρία, κάποιον που αντιλαμβάνεται την εμπιστοσύνη ως βλακεία και αδυναμία. Ο Οθέλος στην αρχή εμπιστευόταν τη Δεισδαιμόνα όπως τα παιδιά τους γονείς τους, χωρίς καν να τους περνάει από το μυαλό ο λόγος. Δεν υπάρχει η έννοια της ένδειξης και του τεκμηρίου σ’ αυτήν την κατάσταση. Αν όμως ακούσεις ένα παιδί να αιτιολογεί την εμπιστοσύνη προς τους γονείς, π.χ. «δεν θα με κακομεταχειριστούν αλλιώς θα έχουν πρόβλημα με την αστυνομία», τότε αυτό είναι μάλλον σημάδι ότι κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτήν την οικογένεια. Ο Οθέλος πέρασε από την ασύνειδη στην οικονομολογική εμπιστοσύνη, όπου αρχίζουν να υπάρχουν αρνητικές ή θετικές ενδείξεις και τεκμήρια, όλα είναι ζύγισμα του ρίσκου και του κόστους, όπου η καχυποψία είναι το νορμάλ και η εμπιστοσύνη είναι η είδηση. Κι ο Ιάγος δεν χρειάστηκε να πει ψέματα, «η γυναίκα σου γουστάρει τον Κάσσιο», ποτέ δεν το είπε αυτό. Μόνο χειραγώγησε την προσοχή του Οθέλου, την οδήγησε εκεί που ήθελε και τον άφησε να συμπληρώσει μόνος του τα κενά: ο Ιάγος ήταν ένας κλέφτης προσοχής. Όπως και το facebook είναι ένας κλέφτης προσοχής. Αν βρείτε αυτά τα γυαλιά από την ταινία Ζουν Ανάμεσά Μας και τα φορέσετε, θα δείτε ότι όλες οι σελίδες του facebook στην πραγματικότητα γράφουν: Πρόσεξε! Ασχολήσου! Δώσε βάση!
Κι αυτό με φέρνει στο θέμα μου: οι καλές σχέσεις απαιτούν ένα υπόστρωμα ασύνειδης εμπιστοσύνης για να δουλέψουν («ούτε που το σκεφτόμουνα ότι η Δεισδαιμόνα μπορεί να με απατούσε. Ποτέ δεν το υποψιάστηκα και ποτέ δεν το είδα, οπότε και ποτέ δεν με πείραξε»). Και είναι σημαντικό η εμπιστοσύνη αυτή να είναι ασύνειδη – όπως ακριβώς το παιδί που εμπιστεύεται τους γονείς του χωρίς καν να ξέρει το γιατί. Όπως παρατηρεί πολύ σοφά ο Οθέλος, το θέμα δεν είναι η αντικειμενικότητα της εξωτερικής κατάστασης, το θέμα είναι υποκειμενικό, τι επιλέγεις να προσέξεις, να ασχοληθείς, να δώσεις βάση («αν ληστευθείς και δεν το ξέρεις είναι σαν να μη ληστεύθηκες καθόλου»). Η γνώση δεν είναι πάντα κάτι θετικό, ενίοτε είναι κλοπή προσοχής, τρολιά...
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ποιος φταίει γι’ αυτήν την ερωτοκτόνο δράση του facebook: ο χρήστης ή το ίδιο το facebook; H εύκολη απάντηση είναι ότι φταίει ο χρήστης – όπως είναι η πάγια θέση του facebook σε οποιοδήποτε θέμα προκύψει: εμείς δεν φταίμε ποτέ, για όλα φταίνε οι χρήστες, εμείς προσφέρουμε την πλατφόρμα επικοινωνίας και είναι δικό τους θέμα να κάνουν συνετή χρήση της. Όμως οι φοιτητές που έκλεισαν τον λογαριασμό τους, και που συμβουλεύουν άλλους να απέχουν από το facebook για να μη δηλητηριαστεί η σχέση τους, απαντάνε έμμεσα εδώ: φταίει το ίδιο το facebook. Σε τρολάρει, τρέφεται από την προσοχή σου. Δεν έχω κατασταλαγμένη απάντηση. Κανένας δικαστής δεν θα καταδικάσει τον Ιάγο, όμως νιώθουμε ότι φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης. Όλοι οι δικαστές θα καταδικάσουν τον Οθέλο, όμως νιώθουμε ότι είναι θύτης μαζί και θύμα. Είναι έγκλημα να πονηρεύεις τον απονήρευτο; Το τέλος της αθωότητας;
Στο δικό μου σύστημα αξιών, ναι, πολλές φορές μπορεί να είναι τεράστιο έγκλημα.
Πέρα από τις σχέσεις όμως, η ασύνειδη αυτή εμπιστοσύνη βρίσκεται παντού, σε όλες τις συναναστροφές της ζωής μας. Κάθε φορά που μπαίνουμε σ’ ένα ταξί, θεωρούμε αυτονόητο ένα μίνιμουμ εμπιστοσύνης από τον ταξιτζή (δεν ισχύει για τους αθηναίους ταξιτζήδες). Κάθε φορά που ρωτάμε κάποιον στον δρόμο για οδηγίες, θεωρούμε φυσιολογικό ότι δεν θα λειτουργήσει σαν εγωιστικό γονίδιο αλλά θα μπει στον κόπο να μας κατευθύνει (ή να πει «δεν ξέρω»). Δεν υπάρχει καμία είδηση εδώ πέρα. Αντίθετα, είδηση θα είναι να μας εξαπατήσει συνειδητά ή να λειτουργήσει ως homo economicus και να μας προσπεράσει εφόσον δεν έχει κάτι να οφεληθεί από μας. Δείχνουμε εμπιστοσύνη κάθε φορά που πηγαίνουμε στον γιατρό, που αφήνουμε τα παιδιά μας σε παιδικούς σταθμούς, που αγοράζουμε φρούτα από τον μανάβη. Κάθε φορά που μας παίρνει ο ύπνος σ’ ένα τρένο, λεωφορείο, αεροπλάνο, είναι σαν να λέμε στους διπλανούς: «το θεωρώ αυτονόητο ότι δεν θα λειτουργήσετε ως μεγιστοποιητές χρησιμότητας να με εκμεταλλευτείτε». Συνεχώς πράττουμε αντι-δαρβινικά και αντι-οικονομολογικά, κάθε μέρα της ζωής μας, αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Αυτό πηγαίνει κόντρα στην κοσμοθεώρηση της Ayn Rand (που σίγουρα έφαγε κι αυτή πολύ ξύλο από τον μπαμπά της), η οποία τόσο παίνεψε τη βουλητική, συνειδητή, ορθολογική σκέψη, τη διαρκή εξέταση και στοιχειοθέτηση των αποφάσεών σου. Όμως ο «ορθολογισμός» δεν είναι πάντα σοφία, συχνά μπορεί να είναι ένας κλέφτης προσοχής, ο Ιάγος που σε μετατρέπει σε επαγγελματία της καχυποψίας. Η εμπιστοσύνη δεν είναι knowledge-based, όπως αντιμετωπιζόταν στην επιστημονική φιλολογία, είναι μια ασύνειδη αφετηρία στις σχέσεις μας με άλλους ανθρώπους, είναι σαν τον αέρα: ζούμε διαρκώς μέσα του αλλά τον προσέχουμε μόνο όταν ελαττωθεί ή μολυνθεί.
Η Ενδεκάτη Εντολή
Αναφέρω ένα ντε προφούντις, κάτι που μου είπε παλιά κάποιος ο οποίος γνώριζε τον Νίκο Γκάτσο. Όταν πέθανε ο πατέρας Γκάτσος, η οικογένεια κάθισε γύρω από ένα τραπέζι προκειμένου να μοιράσει την περιουσία του στην Αρκαδία (ένα σπίτι, κάποια χωράφια κ.α.). Τα συζήτησαν, κατέληξαν σε μια λύση που όλοι έκριναν δίκαιη και το έκαναν. Έτσι απλά, χωρίς δικηγόρους και συμβόλαια. Δεν ξέρω πώς το έχετε βρει εσείς στις οικογένειες, όμως όταν μιλάμε για σοβαρά περιουσιακά στοιχεία, είθισται το παιχνίδι να παίζεται με δικηγόρους, λογιστές, συμβολαιογράφους και το κακό συναπάντημα. Η οικογένεια Γκάτσου δεν τα χρειάστηκε όλα αυτά. Δώσαν μια υπόσχεση ο ένας στον άλλον και την τηρήσαν, έτσι απλά. Δεν περιχαρακώθηκαν, σαν μεγαλοκαρχαρίες, με δικηγόρους και συμβόλαια για να είναι προστατευμένοι, δεν το σκέφτηκαν καν ότι κινδυνεύουν αν οι άλλοι δεν τηρήσουν την αμοιβαία υπόσχεση (αυτό είναι το σημαντικό). Φαίνεται ότι είχαν ο ένας για τον άλλον ένα υπόστρωμα ασύνειδης εμπιστοσύνης, που είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ απαραίτητο για την οικοδόμηση καλών σχέσεων – ερωτικών, οικογενειακών, φιλικών, οτιδήποτε.
Σε αντιδιαστολή, με προβληματίζει πολύ ο θεσμός της μικροπίστωσης. Θεωρώ ότι ο αναγνώστης ξέρει κάποια πράγματα για το πώς λειτουργεί. Η μικροπίστωση έπαψε εδώ και πολλά χρόνια να είναι κάτι καινούργιο και εξωτικό, πλέον υποστηρίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα και κατά καιρούς παρουσιάζεται ως πανάκεια για τα προβλήματα των φτωχών – όπως και οποιοδήποτε άλλο μέτρο που, υποτίθεται, βοηθάει τους φτωχούς χωρίς να θίγει τα κεκτημένα των πλουσίων. Πολλά μπορεί να πει κανείς για το θέμα, εδώ θέλω να σταθώ μόνο σε ένα σημείο: φοβάμαι ότι σε πολλές αγροτικές κοινότητες της Ασίας, η μικροπίστωση λειτουργεί σαν Ιάγος. Διαλύει την προϋπάρχουσα ασύνειδη εμπιστοσύνη και μετατρέπει τους χωρικούς σε καχύποπτους ντετέκτιβ. Όπως το facebook στις σχέσεις των πιτσιρικάδων. Αντιγράφω το σημείο που με ενδιαφέρει από το Demystifying Microcredit (2008) της L. Karim, σελ. 17-18, αναφέρεται στο Μπαγκλαντές:
Και το κακό είναι ότι μετά την επιτήρηση ακολουθεί συνήθως η μεταμόρφωση, όπως στους πιτσιρικάδες με το facebook: η κοινότητα αποκτά κάτι από τη μισανθρωπία των μεγαλοκαρχαριών, οι οποίοι συνηθίζουν να αντιλαμβάνονται την εμπιστοσύνη ως βλακεία και αδυναμία. Συνοψίζω από το Μικροπίστωση, οι Μπίζνες της Αθλιότητας της Le Monde Diplomatique, το περιστατικό είναι από την Ινδία:
Όπως και στην περίπτωση του facebook και του Οθέλου, έτσι κι εδώ ένα αντίστοιχο ερώτημα γι’ αυτό το τέλος της αθωότητας είναι: ποιος φταίει; Η εύκολη απάντηση είναι ότι φταίνε οι ίδιοι οι χωρικοί, που επέτρεψαν στις σχέσεις τους να δηλητηριαστούν. Αυτή είναι η απάντηση που βγάζει λάδι τις ΜΚΟ και τις διάφορες Grameen Bank της μικροπίστωσης, η στάνταρ απάντηση του facebook: εμείς δεν φταίμε σε τίποτα, για όλα φταίνε οι χρήστες. Δεν είναι όμως η δική μου απάντηση... Στον δικό μου πλανήτη είναι έγκλημα να δικαιώνεις ως ενήλικος το ξύλο που έφαγες ανήλικος από τον μπαμπά σου με μια συστηματοποίηση της καχυποψίας. Και καθότι ξεκίνησα με Νίκο Γκάτσο, ας κλείσω μ’ αυτόν. Ρίξε ένα βλέμμα σιωπηλό στον κόσμο τον αμαρτωλό και δες η γης πώς τρέμει:
Εναλλακτική διατύπωση για τα παραπάνω: συνηθίζουμε να αποδίδουμε τον πολύ θετικό όρο «γνώση» (ή ακόμα και «επιστήμη») σε θέματα και καταστάσεις που δεν το αξίζουν. Αυτό που συχνά ονομάζουμε «γνώση» στην πραγματικότητα είναι τρολιά. Οπότε, φτάνουμε στο σημείο να τιμούμε τρολ, να τους δίνουμε βραβεία, να γράφουμε τα ονόματά τους με χρυσά γράμματα. Ας αναφέρω ένα παράδειγμα γι’ αυτήν την περίεργη κατάσταση που συγχέουμε τη «γνώση» με την τρολιά:
Όπως ξέρετε, πολλά παιδιά έχουν φανταστικούς φίλους (imaginary friends). Το φαινόμενο αυτό δεν είναι εύκολα εξηγήσιμο. Δεν ανάγεται στο «η φαντασία του οργιάζει» ή ότι το παιδί αισθάνεται μοναξιά και θέλει παρέα ή ότι προβάλει ένα μέρος του εαυτού του εξωτερικά κ.λπ. Έχουν δοκιμαστεί όλα αυτά και έχουν κριθεί ανεπαρκή να εξηγήσουν το φαινόμενο. Όπως διαβάζω εδώ, τα παιδιά με φανταστικούς φίλους δείχνουν να επικοινωνούν καλύτερα από τα άλλα παιδιά και να έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να δουν τα πράγματα από τη σκοπιά κάποιου άλλου. Εδώ λέει ότι τα αυτιστικά παιδιά δεν έχουν σχεδόν ποτέ φανταστικούς φίλους. Εδώ λέει ότι τα παιδιά με φανταστικούς φίλους τείνουν να είναι λιγότερο ντροπαλά και να έχουν καλύτερη συγκέντρωση. Οπότε, αν το παιδί σας έχει φανταστικούς φίλους... δε μοιάζει κακό νέο.
Ποια είναι εδώ η σωστή τακτική για έναν γονιό; Απλά να παίξει το παιχνίδι: ο φανταστικός φίλος είναι τόσο πραγματικός όσο κι ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Είναι ευχάριστη είδηση αυτή για τον γονιό, σημαίνει ότι το παιδί του πιθανότατα ξέρει να βάζει τον εαυτό του στη θέση του άλλου, να κατανοεί τις καταστάσεις και να συγκεντρώνεται καλά. Ο γονιός πρέπει να παίξει το παιχνίδι και το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ο φανταστικός φίλος είναι το τελευταίο που έχει σημασία. Όμως ο γονιός που, στο όνομα της «γνώσης» και της «αλήθειας», θα παρατηρήσει στο παιδί, «μα δεν υπάρχει κανένας εκεί πέρα!», αξίζει να συμπεριληφθεί στην Ύπατη Αρμοστεία Ξενερωσιάς και να λάβει το Χρυσό Βατόμουρο Ασχετοσύνης (σίγουρα θα ψηφίζει και Ποτάμι, δεν αμφιβάλλω). Το δάχτυλο δείχνει το φεγγάρι κι αυτός κοιτάζει το δάχτυλο. Το «μα δεν υπάρχει κανένας εκεί πέρα!» δεν είναι γνώση, είναι τρολιά. Και δεν είναι λάθος αυτό που παρατήρησε ο γονιός, είναι ξενέρωτο – κάτι που, στο προσωπικό μου σύστημα αξιών, αποτελεί μέγιστη αμαρτία. Νάις μπαλαμό, που στα γύφτικα σημαίνει: «φύγε, ρε ξενέρωτε!», έτσι μου το είχαν εξηγήσει παλιά κάποιοι γύφτοι από τον Δενδροπόταμο.
Αναφέρω το παραπάνω ως παράδειγμα διότι καταλαβαίνω ότι ακούγεται προκλητική η αξίωση πως η «γνώση», πολλές φορές, είναι τρολιά. Υπάρχουν όμως κι άλλα παραδείγματα, πολύ πιο τραγικά... Το κείμενο αυτό είναι μια μικρή προσωπική έρευνα που ξεκίνησα πριν αρκετά χρόνια, όταν δούλευα επιχειρηματίας. Ο λόγος ήταν ότι δεν μπορούσα να συμβιβάσω την εμπειρία μου, και την εμπειρία των συν-επιχειρηματιών στην πιάτσα μου, με τις θεωρήσεις που διάβαζα στα οικονομικά των δογματικών, γνωστά και ως «(νεο)κλασικά οικονομικά». Να δώσω πρώτα τον ορισμό να ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλάμε. «(Νεο)κλασικά οικονομικά» καλείται:
- Ένα είδος αστρολογίας (Clower: “What we presently possess by way of so-called pure economic theory is objectively indistinguishable from what Richard Feynman, in an unflattering sketch of nonsense science, called cargo cult science” / Economics as an Inductive Science, σελ. 809),
- πολύ επικίνδυνης (κυρία Γκρούκμαν: «Σε άρθρο του το 2008 με τίτλο Η Kατάσταση των Μακροοικονομικών … ο Olivier Blanchard του ΜΙΤ, σήμερα επικεφαλής οικονομολόγος του ΔNT, δήλωνε ότι η κατάσταση των μακροοικονομικών είναι καλή. Οι διαμάχες του χτες, προσέθετε, έχουν πάρει τέλος και υπάρχει ευρεία σύγκλιση οπτικών. Και σε ό,τι αφορούσε τον πραγματικό κόσμο, οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι είχαν τον έλεγχο των πραγμάτων: το κεντρικό πρόβλημα της αποτροπής των υφέσεων έχει επιλυθεί, διακήρυσσε ο Robert Lucas του Πανεπιστημίου του Σικάγο στην ομιλία του ως πρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης στο συνέδριο του 2003» / Πώς τα Πήγαν Τόσο Χάλια οι Οικονομολόγοι;),
- που πάσχει από ιδεολογικές προκαταλήψεις (Stiglitz: “The tools are not strong enough to discriminate among fundamentally different hypotheses, or at least not strong enough to overcome differences in prior beliefs ... often influenced by ideological concerns” / Another Century of Economic Science, σελ. 134),
- άρνηση της πραγματικότητας (Hands: “Suppose the economists did reject all theories that were empirically falsified ... Nothing would be left standing; there would be no economics” / Reflection without Rules, σελ. 404),
- πολιτικές προκαταλήψεις (Hudson: “Policies fall into two categories: laissez faire or interventionist public regulation. Each set of advocates has its own preferred mode of mathematical treatment, choosing the approach that best bolsters their own conclusions” / The Use and Abuse of Mathematical Economics),
- μαθηματικό αυνανισμό (Lawson: “It is thus not at all surprising that mainstream contributions are found continually to be so unrealistic and explanatorily limited. The mathematical method, or rather the emphasis placed upon it in the modern economics academy, is the overriding problem” / Mathematical Modelling and Ideology in the Economics Academy),
- θεωρητικό αυνανισμό (Knudsen: “In economics this problem was solved by partitioning the core of pure theory with formal modeling from the applied and empirical research in the peripheral areas … the abstract models of the optimization paradigm have been ‘immunized’ from potential ‘empirical falsifications’ arising in the applied subfields” / Pluralism, Scientific Progress, and the Structure of Organization Theory, σελ. 274-275)
- και προβλεπτική ικανότητα σε επίπεδο δελφικών χρησμών (Rosenberg: “Economic theory seems permanently stuck at the level of generic predictions – predictions that some change will happen some time and some place, without ever telling us when and where and how much of a change will occur” / What is the Cognitive Status of Economic Theory?)
- Είναι μια αστρολογία την οποία ο κόσμος δεν εμπιστεύεται (Benetti & Cartelier: “It is clear that the public’s lack of faith in the scientific nature of economic knowledge is a fact, past and present” / Economics as an Exact Science: the Persistence of a Badly Shared Conviction, σελ. 211-212),
- ούτε οι ίδιοι οι οικονομολόγοι παίρνουν στα σοβαρά (Lawson: “Even econometricians using identical, or almost identical, data sets are regularly found to produce quite contrasting conclusions, usually with little attempt at explanation. The systematic result here, as the econometrician Edward Leamer observes, is that: hardly anyone takes anyone else’s data analysis seriously” / Mathematical Modelling and Ideology in the Economics Academy),
- ήξευραν βέβαια τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες (Hudson: “Upon leaving office, each new president of the American Economic Association gives the expected speech showing that he knows full well it is all just a game, and chastises his colleagues for not being more realistic” / The Use and Abuse of Mathematical Economics).
Λοιπόν, στα άρθρα των δογματικών – επιστημόνων που δεν έχουν δουλέψει επιχειρηματίες και δεν ξέρουν πώς είναι – έβλεπα τον εαυτό μου σαν μια συνάρτηση, μια μηχανή που οργανώνει τους συντελεστές παραγωγής, μαζεύει πληροφορίες, παρακολουθεί τιμές, ζυγίζει ρίσκα και επιλέγει κάποια πιθανολογικά βέλτιστη λύση. Δεν εύρισκα όμως πουθενά ένα καθημερινό χαρακτηριστικό όλης της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας παγκοσμίως: ότι περιλαμβάνει πάρα πολλή εμπιστοσύνη.
Τα Σαγόνια του Καρχαρία
Ο κυριότερος ορισμός της εμπιστοσύνης στην επιστημονική φιλολογία είναι προθυμία να σταθείς ευάλωτος, να βασιστείς στον άλλον. Πάντα ρισκάρεις όταν εμπιστεύεσαι, είτε μιλάμε για οικονομικό, συναισθηματικό ή όποιο άλλο ρίσκο – π.χ. εμπιστοσύνη είναι και να ομολογείς τις αδυναμίες σου, να παραδέχεσαι τα λάθη σου, να ζητάς συγνώμη, να μην κρύβεις κάποια πλευρά του εαυτού σου που μπορεί να γελοιοποιηθεί (όλοι έχουμε). Άμα υπάρχει μεγάλη ή και απόλυτη σιγουριά ότι δεν διατρέχεις ρίσκο – δηλαδή άμα ο άλλος ξέρει ότι θα υποστεί κυρώσεις έτσι και δεν πράξει κατά έναν ορισμένο τρόπο – τότε δεν έχει νόημα να μιλάμε για εμπιστοσύνη. Από αυτήν την άποψη, το αντίθετο της εμπιστοσύνης είναι ο νόμος και όλα όσα παίζουν τον ρόλο του: η ύπαρξη ρυθμιστικών μηχανισμών και ελέγχων που ελαχιστοποιούν την έκθεση στο ρίσκο. Είναι απαραίτητος ο νόμος, δεν γίνεται χωρίς αυτόν.
Εξίσου απαραίτητη όμως είναι και η εμπιστοσύνη.
Ρωτήστε έναν οποιονδήποτε μικρό ή μεσαίο επιχειρηματία. Θα σας πει ότι δεν μπαίνουν όλα σε συμβόλαια, ιδιωτικά συμφωνητικά, καταστατικά. Η πραγματικότητα της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας είναι τέτοια ώστε δεν καλύπτεται αποκλειστικά από τη νομική περιχαράκωση του συμβολαίου, περιλαμβάνει και μεγάλο ποσοστό προθυμίας να εκτεθείς σε ρίσκο (= εμπιστοσύνη). Αυτά που κοινώς λέμε: «δώσαμε τα χέρια», «ο λόγος μου είναι συμβόλαιο», «ήπιαμε κρασί μαζί», «γνώρισα την οικογένειά σου, γνώρισες την οικογένειά μου», «το υποσχέθηκα και πρέπει να το κάνω» κ.α. Όλα αυτά είναι σαν προσύμφωνα πριν το προσύμφωνο, παραδοσιακά συμβόλαια ημιφιλίας, τυπικώς μη-δεσμευτικά, κατά τα οποία η μια πλευρά είναι εκτεθειμένη στο ρίσκο της μη-ανταπόδοσης.
Δεν ισχύει αυτό για τη μεγάλη επιχειρηματικότητα.
Αν πας να παίξεις με τα μεγάλα ψάρια και τα μεγάλα κεφάλαια, εκεί όλα τείνουν να είναι νόμος, περιχαρακωμένες καταστάσεις μηδαμινού ρίσκου. Όλα αυτά τα «δώσαμε τα χέρια», «είμαστε φίλοι», «μου έδωσες τον λόγο σου» κ.λπ. συνήθως δεν σημαίνουν τίποτα όταν παίζεις με τους καρχαρίες. Βρίσκεις μόνο κέρβερους στην περιφρούρηση των συμφερόντων τους, που δένουν ΤΑ ΠΑΝΤΑ με συμβόλαια, καταστατικά, ιδιωτικά συμφωνητικά, και δεν αφήνουν καθόλου χώρο για εμπιστοσύνη.
Όχι μόνο δεν αφήνουν, κάτι ακόμα περισσότερο: συχνά αντιλαμβάνονται την εμπιστοσύνη ως αδυναμία, ηλιθιότητα. Και την εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης ως εξυπνάδα, αξιοσύνη, υπεροχή.
Όμως στη μικρή & μεσαία επιχειρηματικότητα, όποιος νομίζει ότι όλα μπορούν να μπουν σε συμβόλαια και καταστατικά, τότε δεν έχει δουλέψει επιχειρηματίας. Ή αν έχει δουλέψει, δε μ' ενδιαφέρει να τον γνωρίσω κι εύχομαι στον λαιμό να του κάτσουν και στους γιατρούς να τα φάει (ξέρει αυτός).
Στα οικονομικά των δογματικών, η εμπιστοσύνη είναι η είδηση και η καχυποψία το νορμάλ (έχουν θεμελιώσει τη θεωρητική τους οπτική πάνω στις αξίες των μεγαλοκαρχαριών). Η καθιερωμένη θεώρηση της εμπιστοσύνης στην επιστημονική φιλολογία μοιάζει σαν να έχει βγει από τα βιβλία της Ayn Rand: πεποίθηση προερχόμενη από τις πληροφορίες και την εμπειρία που έχουμε. Δηλαδή, ο Α εμπιστεύεται τον Β ότι θα τηρήσει την υπόσχεσή του επειδή έχει θετικές πληροφορίες γι’ αυτόν, για τη φήμη του, για τα κίνητρά του, ή και τον γνωρίζει αρκετό καιρό οπότε έχει δείγματα γραφής (στη φιλολογία θα βρείτε αυτήν την αϊνραντική ερμηνεία της εμπιστοσύνης με τον όρο knowledge-based trust). Κατά την οικονομολογική αυτή αντίληψη, η απόφασή μας να εμπιστευθούμε κάποιον είναι υπολογιστική και αιτιολογούμενη: είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, ζυγίζουμε τις πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτόν, την προηγούμενή μας εμπειρία μαζί του και οποιοδήποτε άλλο σχετικό τεκμήριο. Κάτι σαν εκτίμηση ρίσκου, μια προβλεπτική προσδοκία αιτιολούμενη από τις εμπειρίες του παρελθόντος και τις παρεχόμενες εγγυήσεις. Κάτι παρόμοιο με την τραπεζική πίστη. Να δώσω ένα τυπικό παράδειγμα: στο Trust as a Commodity (1986), o Partha Dasgupta το θέτει ως εξής (σελ. 54): «Προκειμένου να αναπτυχθεί εμπιστοσύνη ανάμεσα σε πρόσωπα, πρέπει αυτά να έχουν επαναλαμβανόμενες συναντήσεις και κάποια μνήμη των προηγούμενων συναντήσεών τους. Επίσης, η εμπιστοσύνη σχετίζεται με τη φήμη, η οποία είναι κάτι που πρέπει να οικοδομηθεί». Δηλαδή, υποτίθεται ότι είμαστε μικρές τράπεζες και παρέχουμε στους άλλους δάνεια εμπιστοσύνης με βάση τις εγγυήσεις της φήμης τους και την εικόνα που έχουν στον Τειρεσία της εμπειρίας μας...
Την τελευταία δεκαετία, αυτή η αφύσικη, αϊνραντική αντίληψη της εμπιστοσύνης έχει επικριθεί αρκετά, διότι έχουν μαζευτεί πλέον πολλές εμπειρικές έρευνες που δεν κολλάνε μαζί της. Το ερώτημα είναι αν οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο (όχι οι καρικατούρες των νεοκλασικών οικονομικών) λειτουργούν έτσι, σαν τα τμήματα δανείων μιας τράπεζας. Το παραδέχομαι φυσικά ότι είναι αρκετοί αυτοί που θεωρούν είδηση την εμπιστοσύνη, όχι την καχυποψία. Οικονομολόγοι, εξελικτικοί βιολόγοι, ψυχολόγοι, και άλλοι που έχουν φάει πολύ ξύλο από τον μπαμπά τους όταν ήταν μικροί, μεγαλώνοντας δικαιώνουν αυτό το ξύλο με γενικεύσεις περί της ατομιστικής ανθρώπινης φύσης, της ζωής ως έναν καθολικό ανταγωνισμό για περιορισμένους πόρους κ.λπ, δηλαδή το φτιάχνουν έτσι ώστε είδηση να είναι η εμπιστοσύνη, όχι η καχυποψία. Κάποιοι από δαύτους παίρνουν και Νόμπελ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το αξιοσημείωτο είναι ο συγγραφέας, όχι τα κείμενά του. Θα ήταν ενδιαφέρον να τον γνωρίζαμε, να μας μιλούσε λίγο για την παιδική του ηλικία...
Σε αντίθεση με τους παραπάνω επαγγελματίες της καχυποψίας, αυτό που θα υποστηρίξω εδώ είναι ότι οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο δείχνουν συνεχώς εμπιστοσύνη πολύ πέρα από το σημείο που συνιστά η αιτιολόγηση με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες και την εμπειρία. Για την ακρίβεια, ότι οι σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους ξεκινάνε από μια αφετηρία εμπιστοσύνης η οποία είναι ασύνειδη, μη-αιτιολογήσιμη. Σαν ένα άλμα πίστης, σαν ένα δώρο.
Στο βιβλίο της Requiem, η συγγραφέας Shizuko Go αναφέρει το γιαπωνέζικο ιδανικό της φιλοξενίας: «δεν θα συναντηθούμε άλλη φορά». Δηλαδή, αν συναντηθούμε κι άλλη φορά τότε παύει να είναι (πραγματική) φιλοξενία, γίνεται συναλλαγή, προσδοκία ανταπόδοσης• η (πραγματική) φιλοξενία οφείλει να είναι έτσι ώστε η Ayn Rand να την ονομάσει «ανορθολογισμός». Τώρα... όχι ότι είναι αναγκαστικά κακή η συναλλαγή, όμως δεν είναι το ιδανικό που έχουν οι Γιαπωνέζοι (και εγώ): η φιλοξενία πρέπει να είναι καθαρά ένα δώρο, κάτι μη-αιτιολογήσιμο με τους λόγους που τυπικά αντιλαμβάνεται ένας στερεοτυπικός οικονομολόγος ή ένας εξελικτικός ψυχολόγος (ή η Ayn Rand).
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την αφετηρία εμπιστοσύνης που υιοθετούν στις σχέσεις τους οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο (όχι οι καρικατούρες των οικονομικών). Δεν είναι knowledge-based, όπως στην κατεστημένη φιλολογία. Είναι μη-αιτιολογήσιμη, μη-εξηγήσιμη με όρους φήμης, πληροφοριών και πρότερης εμπειρίας. Όμως η απόσταση της αφύσικης, οικονομολογικής αντίληψης για την εμπιστοσύνη από την πραγματική εμπιστοσύνη πραγματικών ανθρώπων είναι αγεφύρωτη... Το θέμα δεν είναι απλά φιλοσοφικό, οι πρακτικές συνέπειές του είναι σφοδρές.
Ας ξεκινήσω με μια μεγάλη αποκάλυψη: ο Σαίξπηρ μίλησε για το facebook κάπου 400 χρόνια πριν. Και είχε ενδιαφέροντα πράγματα να πει.
Οι Κλέφτες Προσοχής
Αναφέρομαι στην έρευνα της Gershon, Un-friend my Ηeart (2011) που περιλαμβάνει συνεντεύξεις με δεκάδες φοιτητές 18 ως 22 ετών στις ΗΠΑ. Πολλοί από αυτούς σχολίασαν ότι το facebook είναι απειλή για τις σχέσεις και μπορεί να τις διαλύσει. Κάποιοι μάλιστα έκλεισαν τον λογαριασμό τους όταν έκαναν σχέση και κάποιοι τον κρατούσαν κλειστό προκειμένου ακριβώς να κάνουν μελλοντικές σχέσεις. Και όλοι συμβούλευαν τους φίλους τους να κλείσουν τον λογαριασμό τους αν έχουν σχέση. Με ενδιαφέρουν οι παρατηρήσεις των φοιτητών, για ποιο λόγο το facebook μπορεί να σκοτώσει τον έρωτα εκεί, στις μετεφηβικές ηλικίες.
Πολλοί πιτσιρικάδες λοιπόν παραπονέθηκαν ότι το facebook τούς μεταμόρφωσε σε καχύποπτους ντετέκτιβ για τον σύντροφό τους. Διότι συνεχώς τους παρουσίαζε τμήματα της δραστηριότητας του συντρόφου – «φίλους» που προσθέτει, λάικ που δίνει και παίρνει, δώρα που στέλνει και δέχεται, φωτογραφίες που ανεβάζει, φωτογραφίες που ανεβάζουν άλλοι μ’ αυτόν/αυτήν, σχόλια στις φωτογραφίες – και δεν ήξεραν πώς να τα ερμηνεύσουν. Ποιος είναι αυτός που της έκανε λάικ; Ποια είναι αυτή που σχολίασε τη φωτογραφία του; Ποιος είναι αυτός που έγραψε στον τοίχο της;
Και κατόπιν, ακολουθούσε συνήθως η μεταμόρφωση σε καχύποπτους ντετέκτιβ. Γιατί, ενώ υποτίθεται ότι έχουμε σχέση, δεν ανεβάζει περισσότερες φωτογραφίες μου; Γιατί εγώ έκανα «φίλους» τους «φίλους» της, ενώ αυτή δεν κάνει «φίλους» τους «φίλους» μου; Γιατί η Α ανέβασε φωτογραφία μαζί του; Πόσο στενή σχέση έχει η φιλενάδα μου με αυτόν τον Β που της κάνει τακτικά λάικ; κ.ο.κ. Η κατάσταση γινόταν Δίλημμα του Φυλακισμένου που αναρωτιέσαι αν θα πρέπει να πράξεις ατομιστικά ή συνεργατικά με βάση τις ενδείξεις που έχεις ότι ο άλλος θα πράξει ατομιστικά ή συνεργατικά: το δηλητήριο μιας σχέσης... Όσοι από τους φοιτητές πήραν την απόφαση να κλείσουν τον λογαριασμό τους και να κόψουν το Δίλημμα του Φυλακισμένου, βρήκαν ηρεμία. Έπαψαν να είναι καχύποπτοι ντετέκτιβ, να βλέπουν στοιχεία και να μην ξέρουν τι συμπέρασμα να βγάλουν.
Τώρα που το σκέφτομαι... αυτό ακριβώς έκανε κι ο Ιάγος προκειμένου να δηλητηριάσει με υποψίες τον Οθέλο: απλά του επεσήμανε στοιχεία της δραστηριότητας της Δεισδαιμόνας και τον άφησε να μην ξέρει τι συμπέρασμα να βγάλει. Του έδειξε ότι ο Κάσσιος είναι «φίλος» της κι ότι κάνει λάικ στις αναρτήσεις της (ΙΑΓΟΣ: «Δεν έχω αποδείξεις ακόμα. Όμως παρακολούθα τη γυναίκα σου όταν είναι μαζί με τον Κάσσιο. Απλά παρακολούθα την, μην είσαι ούτε καχύποπτος ούτε όμως και αφελής» – Πράξη 3, Σκηνή 3).
Με άλλα λόγια, τι ακριβώς έκανε ο Ιάγος; Κατάφερε να βγάλει τον Οθέλο από την αφετηρία ασύνειδης εμπιστοσύνης που είχε στη γυναίκα του, και να τον βάλει στη οικονομολογική εμπιστοσύνη όπου όλα πρέπει να αιτιολογηθούν με στοιχεία και πληροφορίες• κατάφερε να τον κάνει μεγαλοκαρχαρία, κάποιον που αντιλαμβάνεται την εμπιστοσύνη ως βλακεία και αδυναμία. Ο Οθέλος στην αρχή εμπιστευόταν τη Δεισδαιμόνα όπως τα παιδιά τους γονείς τους, χωρίς καν να τους περνάει από το μυαλό ο λόγος. Δεν υπάρχει η έννοια της ένδειξης και του τεκμηρίου σ’ αυτήν την κατάσταση. Αν όμως ακούσεις ένα παιδί να αιτιολογεί την εμπιστοσύνη προς τους γονείς, π.χ. «δεν θα με κακομεταχειριστούν αλλιώς θα έχουν πρόβλημα με την αστυνομία», τότε αυτό είναι μάλλον σημάδι ότι κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτήν την οικογένεια. Ο Οθέλος πέρασε από την ασύνειδη στην οικονομολογική εμπιστοσύνη, όπου αρχίζουν να υπάρχουν αρνητικές ή θετικές ενδείξεις και τεκμήρια, όλα είναι ζύγισμα του ρίσκου και του κόστους, όπου η καχυποψία είναι το νορμάλ και η εμπιστοσύνη είναι η είδηση. Κι ο Ιάγος δεν χρειάστηκε να πει ψέματα, «η γυναίκα σου γουστάρει τον Κάσσιο», ποτέ δεν το είπε αυτό. Μόνο χειραγώγησε την προσοχή του Οθέλου, την οδήγησε εκεί που ήθελε και τον άφησε να συμπληρώσει μόνος του τα κενά: ο Ιάγος ήταν ένας κλέφτης προσοχής. Όπως και το facebook είναι ένας κλέφτης προσοχής. Αν βρείτε αυτά τα γυαλιά από την ταινία Ζουν Ανάμεσά Μας και τα φορέσετε, θα δείτε ότι όλες οι σελίδες του facebook στην πραγματικότητα γράφουν: Πρόσεξε! Ασχολήσου! Δώσε βάση!
ΟΘΕΛΟΣ: Φύγε! Με βασάνισες μ’ αυτές τις σκέψεις. Ό,τι χειρότερο να τυραννιέσαι απ’ τις υποψίες, καλύτερα να σ’ εκμεταλλευτούν ξεκάθαρα.
ΙΑΓΟΣ: Τι σου συμβαίνει, αφέντη μου;
ΟΘΕΛΟΣ: Ούτε που το σκεφτόμουνα ότι η Δεισδαιμόνα μπορεί να με απατούσε. Ποτέ δεν το υποψιάστηκα και ποτέ δεν το είδα, οπότε και ποτέ δεν με πείραξε. Κοιμόμουν καλά, έτρωγα καλά κι ήμουν χαρούμενος. Ποτέ δεν είδα τα φιλιά του Κάσσιου στα χείλη της. Αν ληστευθείς και δεν το ξέρεις, είναι σαν να μη ληστεύθηκες καθόλου.
ΙΑΓΟΣ: Στεναχωριέμαι που τ’ ακούω αυτά.
ΟΘΕΛΟΣ: Θα ήμουν χαρούμενος ακόμα κι αν η Δεισδαιμόνα πήγαινε με όλο το στράτευμα, αρκεί να μην το ήξερα. Πάει πια η ηρεμία μου! Πάει η ευτυχία μου! (Πράξη 3, Σκηνή 3)Είναι αργά, ήδη έκανες το λάθος και πρόσεξες, ασχολήθηκες, έδωσες βάση. Το facebook μπορεί να έχει μια τέτοια δράση Ιάγου στις σχέσεις των πιτσιρικάδων: τους βγάζει από την ασύνειδη εμπιστοσύνη και τους βάζει σε φάση μεγαλοεπιχειρηματιών, που αντιλαμβάνονται την εμπιστοσύνη ως βλακεία, αδυναμία. Δεν τους κοροϊδεύω, αντίθετα τους παραδέχομαι που έκλεισαν τον λογαριασμό τους, ήταν πράξη σοφίας: Ει δε το facebook σκανδαλίζει σε, κλείστο και ξέχασέ το, καλόν σοι εστίν πορεύεσθαι εις την ζωήν άνευ facebook παρά μετά facebook βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον της δηλητηριασμένης καχυποψίας. Μακάρι να το είχε κάνει κι ο Οθέλος.
Κι αυτό με φέρνει στο θέμα μου: οι καλές σχέσεις απαιτούν ένα υπόστρωμα ασύνειδης εμπιστοσύνης για να δουλέψουν («ούτε που το σκεφτόμουνα ότι η Δεισδαιμόνα μπορεί να με απατούσε. Ποτέ δεν το υποψιάστηκα και ποτέ δεν το είδα, οπότε και ποτέ δεν με πείραξε»). Και είναι σημαντικό η εμπιστοσύνη αυτή να είναι ασύνειδη – όπως ακριβώς το παιδί που εμπιστεύεται τους γονείς του χωρίς καν να ξέρει το γιατί. Όπως παρατηρεί πολύ σοφά ο Οθέλος, το θέμα δεν είναι η αντικειμενικότητα της εξωτερικής κατάστασης, το θέμα είναι υποκειμενικό, τι επιλέγεις να προσέξεις, να ασχοληθείς, να δώσεις βάση («αν ληστευθείς και δεν το ξέρεις είναι σαν να μη ληστεύθηκες καθόλου»). Η γνώση δεν είναι πάντα κάτι θετικό, ενίοτε είναι κλοπή προσοχής, τρολιά...
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ποιος φταίει γι’ αυτήν την ερωτοκτόνο δράση του facebook: ο χρήστης ή το ίδιο το facebook; H εύκολη απάντηση είναι ότι φταίει ο χρήστης – όπως είναι η πάγια θέση του facebook σε οποιοδήποτε θέμα προκύψει: εμείς δεν φταίμε ποτέ, για όλα φταίνε οι χρήστες, εμείς προσφέρουμε την πλατφόρμα επικοινωνίας και είναι δικό τους θέμα να κάνουν συνετή χρήση της. Όμως οι φοιτητές που έκλεισαν τον λογαριασμό τους, και που συμβουλεύουν άλλους να απέχουν από το facebook για να μη δηλητηριαστεί η σχέση τους, απαντάνε έμμεσα εδώ: φταίει το ίδιο το facebook. Σε τρολάρει, τρέφεται από την προσοχή σου. Δεν έχω κατασταλαγμένη απάντηση. Κανένας δικαστής δεν θα καταδικάσει τον Ιάγο, όμως νιώθουμε ότι φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης. Όλοι οι δικαστές θα καταδικάσουν τον Οθέλο, όμως νιώθουμε ότι είναι θύτης μαζί και θύμα. Είναι έγκλημα να πονηρεύεις τον απονήρευτο; Το τέλος της αθωότητας;
Στο δικό μου σύστημα αξιών, ναι, πολλές φορές μπορεί να είναι τεράστιο έγκλημα.
Πέρα από τις σχέσεις όμως, η ασύνειδη αυτή εμπιστοσύνη βρίσκεται παντού, σε όλες τις συναναστροφές της ζωής μας. Κάθε φορά που μπαίνουμε σ’ ένα ταξί, θεωρούμε αυτονόητο ένα μίνιμουμ εμπιστοσύνης από τον ταξιτζή (δεν ισχύει για τους αθηναίους ταξιτζήδες). Κάθε φορά που ρωτάμε κάποιον στον δρόμο για οδηγίες, θεωρούμε φυσιολογικό ότι δεν θα λειτουργήσει σαν εγωιστικό γονίδιο αλλά θα μπει στον κόπο να μας κατευθύνει (ή να πει «δεν ξέρω»). Δεν υπάρχει καμία είδηση εδώ πέρα. Αντίθετα, είδηση θα είναι να μας εξαπατήσει συνειδητά ή να λειτουργήσει ως homo economicus και να μας προσπεράσει εφόσον δεν έχει κάτι να οφεληθεί από μας. Δείχνουμε εμπιστοσύνη κάθε φορά που πηγαίνουμε στον γιατρό, που αφήνουμε τα παιδιά μας σε παιδικούς σταθμούς, που αγοράζουμε φρούτα από τον μανάβη. Κάθε φορά που μας παίρνει ο ύπνος σ’ ένα τρένο, λεωφορείο, αεροπλάνο, είναι σαν να λέμε στους διπλανούς: «το θεωρώ αυτονόητο ότι δεν θα λειτουργήσετε ως μεγιστοποιητές χρησιμότητας να με εκμεταλλευτείτε». Συνεχώς πράττουμε αντι-δαρβινικά και αντι-οικονομολογικά, κάθε μέρα της ζωής μας, αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Αυτό πηγαίνει κόντρα στην κοσμοθεώρηση της Ayn Rand (που σίγουρα έφαγε κι αυτή πολύ ξύλο από τον μπαμπά της), η οποία τόσο παίνεψε τη βουλητική, συνειδητή, ορθολογική σκέψη, τη διαρκή εξέταση και στοιχειοθέτηση των αποφάσεών σου. Όμως ο «ορθολογισμός» δεν είναι πάντα σοφία, συχνά μπορεί να είναι ένας κλέφτης προσοχής, ο Ιάγος που σε μετατρέπει σε επαγγελματία της καχυποψίας. Η εμπιστοσύνη δεν είναι knowledge-based, όπως αντιμετωπιζόταν στην επιστημονική φιλολογία, είναι μια ασύνειδη αφετηρία στις σχέσεις μας με άλλους ανθρώπους, είναι σαν τον αέρα: ζούμε διαρκώς μέσα του αλλά τον προσέχουμε μόνο όταν ελαττωθεί ή μολυνθεί.
«Ο κόσμος είναι γεμάτος από ολοφάνερα πράγματα τα οποία κανείς ποτέ δεν προσέχει» ― Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, Το Σκυλί των Μπάσκερβιλ
Η Ενδεκάτη Εντολή
Αναφέρω ένα ντε προφούντις, κάτι που μου είπε παλιά κάποιος ο οποίος γνώριζε τον Νίκο Γκάτσο. Όταν πέθανε ο πατέρας Γκάτσος, η οικογένεια κάθισε γύρω από ένα τραπέζι προκειμένου να μοιράσει την περιουσία του στην Αρκαδία (ένα σπίτι, κάποια χωράφια κ.α.). Τα συζήτησαν, κατέληξαν σε μια λύση που όλοι έκριναν δίκαιη και το έκαναν. Έτσι απλά, χωρίς δικηγόρους και συμβόλαια. Δεν ξέρω πώς το έχετε βρει εσείς στις οικογένειες, όμως όταν μιλάμε για σοβαρά περιουσιακά στοιχεία, είθισται το παιχνίδι να παίζεται με δικηγόρους, λογιστές, συμβολαιογράφους και το κακό συναπάντημα. Η οικογένεια Γκάτσου δεν τα χρειάστηκε όλα αυτά. Δώσαν μια υπόσχεση ο ένας στον άλλον και την τηρήσαν, έτσι απλά. Δεν περιχαρακώθηκαν, σαν μεγαλοκαρχαρίες, με δικηγόρους και συμβόλαια για να είναι προστατευμένοι, δεν το σκέφτηκαν καν ότι κινδυνεύουν αν οι άλλοι δεν τηρήσουν την αμοιβαία υπόσχεση (αυτό είναι το σημαντικό). Φαίνεται ότι είχαν ο ένας για τον άλλον ένα υπόστρωμα ασύνειδης εμπιστοσύνης, που είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ απαραίτητο για την οικοδόμηση καλών σχέσεων – ερωτικών, οικογενειακών, φιλικών, οτιδήποτε.
Σε αντιδιαστολή, με προβληματίζει πολύ ο θεσμός της μικροπίστωσης. Θεωρώ ότι ο αναγνώστης ξέρει κάποια πράγματα για το πώς λειτουργεί. Η μικροπίστωση έπαψε εδώ και πολλά χρόνια να είναι κάτι καινούργιο και εξωτικό, πλέον υποστηρίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα και κατά καιρούς παρουσιάζεται ως πανάκεια για τα προβλήματα των φτωχών – όπως και οποιοδήποτε άλλο μέτρο που, υποτίθεται, βοηθάει τους φτωχούς χωρίς να θίγει τα κεκτημένα των πλουσίων. Πολλά μπορεί να πει κανείς για το θέμα, εδώ θέλω να σταθώ μόνο σε ένα σημείο: φοβάμαι ότι σε πολλές αγροτικές κοινότητες της Ασίας, η μικροπίστωση λειτουργεί σαν Ιάγος. Διαλύει την προϋπάρχουσα ασύνειδη εμπιστοσύνη και μετατρέπει τους χωρικούς σε καχύποπτους ντετέκτιβ. Όπως το facebook στις σχέσεις των πιτσιρικάδων. Αντιγράφω το σημείο που με ενδιαφέρει από το Demystifying Microcredit (2008) της L. Karim, σελ. 17-18, αναφέρεται στο Μπαγκλαντές:
Οι γυναίκες που δανείζονταν χρήματα παρακολουθούσαν συνεχώς τις άλλες γυναίκες στην ομάδα τους και ενημέρωναν την τράπεζα (ή την ΜΚΟ). Με το φόβο ότι δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν τα δανεισμένα χρήματα, οι γυναίκες πληροφορούσαν τους μάνατζερς για την κατάχρηση που έκαναν οι άλλες. Το αποτέλεσμα ήταν οι καθημερινές έριδες που παρατηρούσα στις σχέσεις αυτών των κοινοτήτων. Καθότι αυτές οι γυναίκες κι οι οικογένειές τους ήταν αλληλοσυνδεδεμένες μέσω των δανείων, όλη η κοινότητα γινόταν ένας μηχανισμός επιτήρησης.
Οι μάνατζερς των ΜΚΟ έλεγαν συνεχώς στις πελάτισσές τους: «Είστε υπεύθυνες για το δάνειο, βεβαιωθείτε ότι κανένας από την ομάδα σας δεν φτάνει στο σημείο να μην μπορεί να επιστρέψει τα χρήματα». Αυτή ήταν μια μεταφορά ευθύνης στις γυναίκες από τις ΜΚΟ για να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα (δεν χρειαζόταν να προσλάβουν προσωπικό για να ελέγχουν τους πιστολήπτες) και δημιουργούσε ένα αποτελεσματικό σύστημα αστυνόμευσης, όπου φτωχές γυναίκες επιτηρούσαν άλλες φτωχές γυναίκες.Αυτή η διαρκής επιτήρηση δεν είναι ο παραδοσιακός κοινοτισμός των ασιατικών χωριών, ο οποίος περιλαμβάνει πολλή και ασύνειδη εμπιστοσύνη. Φοβάμαι πως χάνεται κάτι πολύτιμο όταν η μικροπίστωση εμφανιστεί σε μια μέχρι πρότινως αθώα κοινότητα, παρόμοιο με το πολύτιμο που χάθηκε όταν ο Ιάγος είπε στον Οθέλο: «παρακολούθα τη γυναίκα σου!». Τον έχω ζήσει τον ασιατικό κοινοτισμό, ξέρω λίγο πώς δουλεύει. Υπάρχει κι εκεί αλληλεξάρτηση, υπάρχουν προστριβές, διαμάχες και συγκρούσεις συμφερόντων, όμως παραδοσιακά αυτές λύνονται με τον τρόπο της οικογένειας Γκάτσου: χωρίς πολλούς νόμους και ρυθμιστικούς μηχανισμούς, χωρίς λογιστική στις σχέσεις (τόσα μου χρωστάς, τόσα σου χρωστάω), χωρίς διαρκή επιτήρηση, αλλά με εμπιστοσύνη.
Και το κακό είναι ότι μετά την επιτήρηση ακολουθεί συνήθως η μεταμόρφωση, όπως στους πιτσιρικάδες με το facebook: η κοινότητα αποκτά κάτι από τη μισανθρωπία των μεγαλοκαρχαριών, οι οποίοι συνηθίζουν να αντιλαμβάνονται την εμπιστοσύνη ως βλακεία και αδυναμία. Συνοψίζω από το Μικροπίστωση, οι Μπίζνες της Αθλιότητας της Le Monde Diplomatique, το περιστατικό είναι από την Ινδία:
Ο Λαξμί και η γυναίκα του, Ράμα, δανείστηκαν από έναν οργανισμό μικροπίστωσης 5.000 ρουπίες (78 ευρώ) για να ανοίξουν ένα μαγαζάκι. Όμως ο Λαξμί αρρώστησε και δεν μπορούσε να δουλέψει για τέσσερις μήνες. Οι απλήρωτες δόσεις συσσωρεύονταν και μαζί τους οι τόκοι. Το ζευγάρι δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τον οργανισμό που τους δανειοδότησε αλλά και τους γείτονες, καθώς οι εταιρείες του κλάδου έχουν καθιερώσει ένα πρωτοφανές σύστημα συνυπευθυνότητας: δανείζουν σε ομάδες ατόμων μιας περιοχής και, όταν ένας δανειολήπτης δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του, οι υπόλοιποι είναι αναγκασμένοι να τις αποπληρώσουν για λογαριασμό του. Το ζευγάρι, τρομοκρατημένο από τις παρενοχλήσεις των γειτόνων, συνάπτει ένα δεύτερο δάνειο να εξοφλήσει το πρώτο. Κι ύστερα ένα τρίτο να αποπληρώσει το δεύτερο… Το πέμπτο δάνειο ήταν της τάξης των 1.000 ευρώ.
Οι δανειστές κατασκήνωσαν μπροστά στην παράγκα του Λαξμί και της Ράμα. Στη συνέχεια, κατέσχεσαν το μαγαζάκι της οικογένειας, την κουζίνα υγραερίου, τα χρυσά κοσμήματα της Ράμα και τη ραπτομηχανή με την οποία η Έγκα, η εικοσάχρονη κόρη τους, έραβε ρούχα και τα πουλούσε. Όταν η κοπέλα τούς ρώτησε πώς θα έχει πλέον η οικογένειά της ένα πιάτο φαγητό, της απάντησαν: «Ωραίο κορίτσι είσαι, να γίνεις πόρνη!». Μετά απ’ αυτόν τον εξευτελισμό, η κοπέλα αυτοπυρπολήθηκε.Τέτοια αναλγησία δεν είναι χαρακτηριστική στον παραδοσιακό ασιατικό κοινοτισμό. Περιλαμβάνει κι αυτός συνυπευθυνότητα, όμως τείνει να καλλιεργεί πολλή περισσότερη κατανόηση για τον συγχωριανό που αρρώστησε και δεν μπόρεσε να δουλέψει, πολλή λιγότερη περιχαράκωση στις σχέσεις των ανθρώπων, πολλή περισσότερη διάθεση να αφήσεις και κάτι να πέσει κάτω, να πάει στο καλό, να ξεχαστεί, να γίνει παρελθόν. Η καχυποψία είναι η είδηση στον παραδοσιακό ασιατικό κοινοτισμό, όχι η εμπιστοσύνη. Αυτή είναι το νορμάλ! Κατά τη γνώμη μου, δεν θα μπορούσε να υπάρξει αυτή η σκληρότητα, αν δεν είχε προηγηθεί η διαρκής αστυνόμευση, από εκεί ξεκινάει το κακό. Το τέλος της αθωότητας, το τέλος του ΑΠΟΛΥΤΩΣ απαραίτητου υποστρώματος ασύνειδης εμπιστοσύνης για την οικοδόμηση καλών σχέσεων. Σαν να εμφανίζεται ένας Ιάγος στην οικογένεια Γκάτσου και να αρχίσει να βάζει ιδέες: «Παρακολούθα τους άλλους! Κινδυνεύεις από αυτούς! Μπορεί να εκμεταλλευτούν την εμπιστοσύνη σου, να σε προδώσουν!». Είναι κάτι που συλλαμβάνεται από το ρήμα σκανδαλίζω, όπως το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι, δηλαδή δηλητηριάζω μια κατάσταση ασύνειδης εμπιστοσύνης: ος δ’ αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός εις τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης (Κατά Ματθαίον 18:6). Κάτι δεν έχουμε καταλάβει καλά, η γνώση δεν είναι πάντα δύναμη, ενίοτε είναι και δηλητήριο• η άγνοια δεν είναι πάντα καθυστέρηση και αφέλεια, ενίοτε είναι και σοφία.
Όπως και στην περίπτωση του facebook και του Οθέλου, έτσι κι εδώ ένα αντίστοιχο ερώτημα γι’ αυτό το τέλος της αθωότητας είναι: ποιος φταίει; Η εύκολη απάντηση είναι ότι φταίνε οι ίδιοι οι χωρικοί, που επέτρεψαν στις σχέσεις τους να δηλητηριαστούν. Αυτή είναι η απάντηση που βγάζει λάδι τις ΜΚΟ και τις διάφορες Grameen Bank της μικροπίστωσης, η στάνταρ απάντηση του facebook: εμείς δεν φταίμε σε τίποτα, για όλα φταίνε οι χρήστες. Δεν είναι όμως η δική μου απάντηση... Στον δικό μου πλανήτη είναι έγκλημα να δικαιώνεις ως ενήλικος το ξύλο που έφαγες ανήλικος από τον μπαμπά σου με μια συστηματοποίηση της καχυποψίας. Και καθότι ξεκίνησα με Νίκο Γκάτσο, ας κλείσω μ’ αυτόν. Ρίξε ένα βλέμμα σιωπηλό στον κόσμο τον αμαρτωλό και δες η γης πώς τρέμει:
Η Ενδεκάτη Εντολή: Ου τρολάρεις. Ου πονηρεύσεις τον απονήρευτο χειραγωγώντας την προσοχή του. Ου καταστήσεις είδηση την εμπιστοσύνη αντί της καχυποψίας.Δεν τη σεβάστηκες πολύ γι’ αυτό πονάς ακόμα... Μάλλον κι εσένα το σλόγκαν του μπαμπά σου ήταν: το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο.
to be continued
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.