«Άλλα δεκαπέντε χρόνια θέλω να ζήσω», είπε η μεγάλη Ι. Ήταν γύρω στα σαράντα πέντε και όμορφη, εμένα πάντως μου άρεσε. Έντονο πρόσωπο, μακριά μαλλιά, δυνατή φωνή και γερές παλάμες, μεγαλύτερες από τις δικές μου. Το ξέρω γιατί μια φορά την έβαλα να συγκρίνουμε τα χέρια μας, τάχα ποιος έχει μακρύτερα δάχτυλα. Είδα τότε ότι οι παλάμες της ήταν γεμάτες κάλους και κοψίματα. Τα σαββατοκύριακα έφευγε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη να δει τον φίλο της, όμως μεσοβδόμαδα ερχόταν κάθε βράδυ στο στέκι μας και τα τρωγοπίναμε μαζί, έτσι τη γνωρίσαμε.
Έσκυψα διακριτικά στον Σ. δίπλα μου: «φοβάμαι πως η μεγάλη Ι. θέλει να πεθάνει...» του ψιθύρισα. Δεν είπε τίποτα.
Το στέκι ήταν ένα οικογενειακό φαγάδικο του δρόμου, μια τρύπα που ίσα-ίσα χωρούσε τα απολύτως απαραίτητα: τρία τραπέζια, έναν πάγκο, μια τηλεόραση κι ένα μπιλιάρδο. Συγκέντρωνε περίεργες μορφές ζωής, κυρίως μεθυσμένους ταξιτζήδες, μαστόρια από τα κοντινά συνεργεία, κάτι τύπους αγνώστων στοιχείων και μικρολαθρέμπορους, όπως αυτός καλή ώρα που προσπαθούσε να μας πουλήσει μια ξιφολόγχη: «Από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο», είπε.
Την περιεργάστηκα λίγο. Ήταν σαν μικρό σπαθί, γκρίζα, στο χρώμα της διαψευσμένης ελπίδας, και κρύα. Όχι παγωμένη, όχι όπως η απόλυτη μοναξιά του τελευταίου ανθρώπου στον κόσμο, αλλά απλώς ψυχρή, όπως αυτή η ιδιαίτερη μοναξιά που διατηρείται στη συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους, κάνει την αναπνοή ρηχή και πικραίνει το πιο νόστιμο φαγητό. Αναρωτήθηκα πόσες καρδιές είχε κλέψει η ξιφολόγχη, πόσο ηπαρξυσμό είχε στο ιστορικό της (ηπαρξυσμός = ήπαρ + ξύνω, κάνω χαρακίρι ή υφίσταμαι διείσδυση αιχμηρού αντικειμένου που καταστρέφει το συκώτι μου• μεταφορικά, πίνω πολύ και παθαίνω κίρρωση του ήπατος). Φαντάστηκα έναν στρατιώτη να σκουπίζει τις κόκκινες κηλίδες από πάνω της. «Αυθεντική, κειμήλιο», συμπλήρωσε ο τύπος.
«Έλα, άιντε, πα να παίξουμε μπιλιάρδο» είπε η μικρή Ι. στον τύπο με την ξιφολόγχη για να τον ξεκολλήσει από το τραπέζι μας. Ό,τι ήταν η Μελίνα στο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, αυτό ήταν και η μικρή Ι. στον μικρόκοσμο του φαγάδικου: κερασένια μάτια, φραουλένια χείλη, ροδακινένιο δέρμα, ξεχώριζε σαν το γάλα μέσ’ στις μύγες. Και μόνο που τη σκέφτομαι, μου ‘ρχεται να φάω φρουτοσαλάτα. Η κόρη της οικογένειας που είχε το μαγαζί, μονάκριβη και παινεμένη, αρνάκι γάλακτος, αλλά και τιγράκι ταυτόχρονα, κάποτε έριξε μια ιστορική μπουνιά σε έναν τύπο που της μίλησε άσχημα, τον ξάπλωσε στο έδαφος. Τα πρωινά σπούδαζε υπολογιστές και ονειρευόταν μια μέρα να ξεφύγει από το φαγάδικο. Πάντα ένιωθα ότι ανέδυε μια μυρωδιά καθώς περνούσε δίπλα μας, ένα άρωμα, όχι όμως από κολώνια αλλά από τα ίδια της τα είκοσι χρόνια. Μυρίζουν τα εικοσάχρονα, μυρίζουν και δεν το ξέρουν, είναι αρωματικά χώρου. Την είχαμε λίγο σαν κόρη, λίγο σαν μικρή αδερφή, λίγο σαν φυλαχτό. Κρίμα για μας τους άντρες που ήταν λεσβία – ή τουλάχιστον έτσι δήλωνε. Όλοι κατά καιρούς είχαμε αναρωτηθεί τι κρύβεται κάτω από τις γαλάζιες μπλούζες που συνήθως φορούσε, όλοι περιμέναμε την ώρα και τη στιγμή που επιτέλους θα άφηνε το παλιοτζίν και θα έβαζε κάποιο σορτσάκι, κάποιο μίνι, να δούμε τα μυστικά της. «Φοβάμαι τους άντρες...» μου εξομολογήθηκε ένα βράδυ, «λέω ότι είμαι λεσβία να τους κρατάω σε απόσταση...». Πού να το φανταστείς ότι φοβόταν τους άντρες η Θηριοδαμάστρια των Ταξιτζήδων και η Ταυρομάχος των Μαστόρων! Δε νομίζω ακριβώς ότι την ποθούσα ερωτικά (δηλαδή, σαφώς και την ποθούσα), πολλές φορές προσευχήθηκα γι’ αυτήν να ζήσει μια χαρούμενη και ζευγαρωμένη ζωή, να βρει τον τύπο που θα της δείξει ότι οι άντρες έχουν και τα καλά τους εκτός από τα στραβά τους. Πάντως θα ήθελα να ήμουν από μια γωνιά, να έβλεπα την πρώτη φορά που η μικρή Ι. κι ένας άντρας (ή μια γυναίκα) θα έφτιαχναν το τέρας με τις δύο πλάτες, όπως έγραφε ο Σαίξπηρ. Πρέπει να ξεκολλήσω, έ;
«Να μην αγγαρέψω κανέναν να με γηροκομήσει», συνέχισε η μεγάλη Ι. Δίπλα μου ο Σ. της γέμισε το ποτήρι. «Παιδιά ούτε έκανα κι ούτε σκοπεύω πια να κάνω».
Ένα βράδυ την είχα δει να κάθεται μόνη της, έπινε κι έτρωγε χωρίς να νιώθει καμιά γεύση, δε μιλούσε σε κανέναν και κοιτούσε απλανώς το ποδόσφαιρο στην τηλεόραση (της άρεσε το ποδόσφαιρο, ήταν Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, θαύμαζε και τον Μέσι). Το πρόσωπό της ήταν σαν κουτάκι αναψυκτικού μέσα στην πρέσα συμπίεσης για την ανακύκλωση. Είπα στην Γ. (τη μαμά της μικρής Ι.) να της κεράσει το φαγητό, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω γι’ αυτήν, και μόνο που την έβλεπα ένιωθα κι εγώ την πρέσα συμπίεσης. Ένα άλλο βράδυ την πήρα και πήγαμε να χορέψουμε σ’ ένα μαγαζί με ζωντανή μουσική. Καταχάρηκε, το απόλαυσε με την καρδιά της. Εκείνο το βράδυ τη φίλησα κιόλας. Όσες φορές προσπάθησα να εκμαιεύσω πληροφορίες για τον φίλο της – ποιός είναι αυτός που κάνει τη μεγάλη Ι. να τρέχει σαββατοκύριακα στην επαρχία; – αυτή άλλαζε κουβέντα, «ας πούμε κάτι άλλο». Το μόνο που κατάφερα να μάθω, ότι ήταν ψηλός και φαρδύς σαν μποξέρ ο άντρας με το προνόμιο να βλέπει γυμνή τη μεγάλη Ι. κάθε βδομάδα. Έχω μια φωτογραφία της και την κοιτάζω τώρα καθώς γράφω. Αχ βρε μεγάλη Ι., τι πόνος...
Εκείνη τη στιγμή ήρθαν ο Α. και η Ο., ένα ζευγάρι φίλων: «Τα μάθατε; Πέθανε ο Μ.»
«Πέθανε ο Μ....»
Δεν τον ξέραμε πολύ όμως τον συμπαθούσαμε, ήταν μια από τις μορφές που σύχναζαν στο στέκι μας, ψηλός και πλακατζής, τα χέρια γεμάτα δαχτυλίδια. Ώστε δεν θα τον ξαναδούμε πια... Ένα στέκι δεν είναι μόνο το κτίριο και τα τραπέζια, δεν είναι μόνο το φαγητό και το ποτό. Είναι και τα παιδάκια που κοιμούνται καθώς οι γονείς παίζουν μπιλιάρδο, οι μεθυσμένοι που περιφέρονται από παρέα σε παρέα, τα πειράγματα, τα αλληλοκεράσματα και οι καβγάδες, οι καινούργιες φάτσες που δημιουργούν περιέργεια, οι γνωστές φάτσες που δημιουργούν οικειότητα. Κάτι από όλα αυτά να λείψει, το στέκι αλλάζει όνομα, είναι πλέον ένα καινούργιο μέρος. Ώστε πέθανε ο Μ... Ένα ρίγος διέτρεξε το φαγάδικο, τον δρόμο με τις καμμένες λάμπες, τις αποθήκες και τα συνεργεία, την πόλη ολόκληρη που δεν θα είναι πλέον η ίδια. Εικόνες πλημμύρισαν το μυαλό μου. Ένας στρατιώτης σκουπίζει το αίμα από μια ξιφολόγχη• η μεγάλη Ι. ξεπαρθενεύεται πλακωμένη κάτω από έναν μποξέρ, το τέρας με τις δύο πλάτες, αίμα στα σεντόνια• η μεγάλη Ι. στο κρεβάτι της κλινικής, σπρώχνει να βγάλει το μωρό από μέσα της• ξεπροβάλει ένα πλασματάκι σαν σποράκι, όλο αίμα και γλύκα, το κοιτάζω και είναι η μικρή Ι. Η καρδιά μου γίνεται παγωτό και λιώνει.
Με συνέφερε ο ήχος από καρέκλες που σέρνονταν, ο Α. κι η Ο. κάθισαν στο τραπέζι. Η Γ. ακούμπησε δυο ακόμα ποτήρια κι ένα μπουκάλι ουΐσκι. Ο Σ., όπως πάντα, ανέλαβε τον ρόλο του υδροχόου και γέμισε ό,τι άδειο ποτήρι βρήκε, τσουγκρίσαμε και ήπιαμε. Ξαφνικά οι καμένες λάμπες του δρόμου ζωντάνεψαν: ήρθε η μικρή Ι. να φέρει δυο πιάτα ακόμα φαγητό. Συνειδητοποίησα έναν πόνο στο χέρι μου. Κάπου το έκοψα και τα δάχτυλά μου είχαν γεμίσει αίμα, ίσως εκεί που περιεργαζόμουν την ξιφολόγχη. Το σκούπισα και σηκώθηκα διακριτά καθώς οι άλλοι κουβέντιαζαν. Πλεύρισα με τρόπο τη μεγάλη Ι.
«Εσύ είσαι η μαμά της μικρής Ι.;» της ψιθύρισα. «Γι’ αυτό και έχετε το ίδιο όνομα;»
Με κοίταξε χαμογελώντας πονηρά. Σσσσσς.... έκανε βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη, χωρίς να σπάσει καθόλου το κατεργάρικο χαμόγελό της. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφη γυναίκα. Θυμήθηκα κάποια βράδια που ερχόταν με τον αδερφό της και την κορούλα του, ένα πλασματάκι έξι χρονών που όλη την ώρα έπαιζε και φλυαρούσε. Πάντα περιεργαζόμουν τη μεγάλη Ι. μαζί με την ανηψιά της, πώς της έβγαινε όλο το μητρικό φίλτρο συμπυκνωμένο σαν ζαχαρούχο γάλα, πώς έχανε τη μισή της ηλικία. Σαράντα πέντε χρονώ η μια, έξι η άλλη, όμως η μεγάλη Ι. μαζί με το κοριτσάκι ήταν περίπτωση 45 + 6 = 20. Παιδιά ούτε έκανα κι ούτε σκοπεύω πια να κάνω... Τι πόνος.
«Θέλω να σε παντρευτώ» της ψιθύρισα στ’ αυτί. Συνέχισε να χαμογελάει πονηρά. Σημείωσα μέσα μου, κάποια στιγμή που θα βρεθούμε μόνοι μας να τη φιλήσω στα πεταχτά.
Η πληγή ξανάνοιξε και το αίμα έσταζε από τα ακροδάχτυλά μου, πήγα στην τουαλέτα να το πλύνω. Έκανα κατακόκκινο τον μικρό νιπτήρα. Σκέφτηκα αίμα γέννας, παρθενίας και θανάτου, όλα μαζί αναμεμιγμένα. Όλα αυτά μαζί στο μυαλό μου ήταν η μεγάλη Ι., η μαμά της μικρής Ι. (;) η οποία ήταν λεσβία (;). Αναρωτήθηκα αν θα γίνω πατέρας της μικρής Ι. έτσι και παντρευτώ τη μεγάλη Ι. Με συγκινούσε η σκέψη.
Βγήκα από την τουαλέτα και γύρισα στο τραπέζι μας. Πρόσεξα ότι η μικρή Ι. είχε σταματήσει να παίζει μπιλιάρδο με τον λαθρέμπορο, ο τύπος καθόταν μόνος σε μια γωνιά με την ξιφολόγχη περασμένη στη ζώνη. Η παρέα μου συζητούσε ακόμα για τον Μ. που έφυγε οριστικά. «Τον έχω δει μια φορά τον θάνατο», δήλωσε ο Α.
Τεντωθήκαμε όλοι προς το μέρος του. «Πες μας».
«Να σας πω, αν και ο πιο κατάλληλος να μιλήσει γι’ αυτό είναι ο Σ. ... τι λες;... (ο Σ. έκανε μια αρνητική χειρονομία) ... άντε καλά, ας πω εγώ».
Η κοπέλα του, η Ο., ξεφύσηξε θυμωμένα, ψυχανεμιζόταν τι θα ακολουθούσε και δεν της άρεσε καθόλου. Ζήλευε.
«Είδα τον θάνατο πριν οκτώ χρόνια, τότε που κοιμόμουν στους δρόμους» έκανε ο Α. «Τότε που ακόμη ήμουν διαλυμένος από το διαζύγιο, μου έλειπαν τα παιδιά μου και δε μ’ ένοιαζε αν ζω ή αν πεθαίνω. Τότε λοιπόν, ένα βράδυ, είδα τον θάνατο».
Η Ο. συγκεντρώθηκε στο πιάτο της κι έκανε πως τρώει με όρεξη.
«Αυτός που είδα εγώ ήταν άντρας, κοντόχοντρος και με μεγάλα χέρια, σαν αγρότης».
«Πού έγινε αυτό, εδώ πέρα;».
«Όχι, πιο μακριά, κάπου προς το κέντρο της πόλης. Ήμουν καθισμένος σ’ ένα παγκάκι κι έβγαλα να δω τι λεφτά έχω στην τσέπη. Ήθελα ακόμα μια μπύρα κι ένα πακέτο τσιγάρα. Θυμάμαι, είχα ένα μόνο χαρτονόμισμα. Μόλις το τράβηξα, τα κέρματα στην τσέπη πέσαν όλα χάμω».
Η Ο. δεν άντεξε άλλο: «Όμως, κανόνισε! Αργότερα το βράδυ... δύο φορές!». Έκανε μια χειρονομία τάχα ότι τον δέρνει.
«Και τρεις φορές!» φωνάξαμε.
«Το τέρας με τις δύο πλάτες!» είπα και βάλαν όλοι τα γέλια. Ήταν παράξενο ζευγάρι ο Α. κι η Ο. Αυτός με πατημένα τα σαράντα, ήδη διαζευγμένος και πατέρας, αυτή πιτσιρίκα, ψηλή και πανέμορφη. Έχει δουλέψει μοντέλο, έχει περάσει οντισιόν για ρόλους στην τηλεόραση, στο κινητό της έχει τα τηλέφωνα μερικών γνωστών τραγουδιστών και ηθοποιών, κάποτε έπαιξε σοβαρά με την ιδέα να μπει για τα καλά στο star system και να γίνει διάσημη. Τελικά όμως τα παράτησε όλα αυτά, έγινε ένα ακόμα πρόσωπο στο στέκι μας. Ευτυχώς για τον Α., ευτυχώς και για όλους εμάς.
«Τα κέρματα πέσαν όλα χάμω», συνέχισε ο Α. «Και τότε είδα τον θάνατο. Περπατούσε στο πεζοδρόμιο κι ερχόταν προς το μέρος μου, μάζευε τα πεταμένα κέρματα στο δρόμο. Τον κατάλαβα γιατί μπορούσα να τον δω μόνο απευθείας, στο προφίλ ήταν λεπτός σαν σπαθί, σαν ξιφολόγχη, αόρατος. Όταν μου γύρναγε το πλευρό, εξαφανιζόταν. Όταν με κοιτούσε απευθείας, τον έβλεπα κανονικά. Ερχόταν σιγά-σιγά, σκυμμένος, εξετάζοντας το έδαφος, ήξερα ότι αν μάζευε και τα δικά μου κέρματα θα πέθαινα».
«Και τι έγινε, τα μάζεψε;» ρώτησε άγρια η Ο.
«Έφτασε δίπλα μου, γύρισε κατά πρόσωπο και με ρώτησε τι ώρα είναι. Μου θύμιζε κάποιον από το χωριό μου. Είδα το ρολόι μου, έντεκα και τέταρτο, του απάντησα. Του είπα επίσης, δε μου φτάνουν τα λεφτά για μπύρα και τσιγάρα. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και μου έδωσε από τα δικά του – όλα κέρματα. Γέμισε το χέρι μου. Τον ευχαρίστησα, με χαιρέτισε και τράβηξε τον δρόμο του. Δεν ακούμπησε καθόλου τα δικά μου κέρματα χάμω. Μου έδωσε κι απ’ τα δικά του. Όταν γύρισε προφίλ, εξαφανίστηκε εντελώς».
Η Γ. είχε έρθε στο τραπέζι μας και άκουγε την ιστορία.
«Όμως, δεν ξέρω, καλύτερα να μιλήσει για τον θάνατο ο Σ. που έχει ήδη πεθάνει μια φορά...», κατέληξε ο Α. «Εμείς δεν έχουμε πεθάνει ακόμα».
«Ίσως ο θάνατος να είναι εδώ, μαζί μας», είπε η Γ. «Όμως δεν μπορούμε να τον δούμε γιατί μας έχει γυρισμένο το πλευρό. Είναι λεπτός σαν ξιφολόγχη».
Κοίταξα τη μεγάλη Ι. στο προφίλ όμως δεν εξαφανίστηκε. Αντίθετα, είδα έναν καταρράχτη μαλλιών και μια υπέροχη μισή μύτη, ένα υπέροχο μισό στόμα και ένα υπέροχο μάτι. Ξαφνικά ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι έλειπε. «Πού είναι η μικρή Ι.;» ρώτησα.
«Η μικρή Ι. δεν υπάρχει», μου εξήγησε ο Α. «Είναι ένα όνειρο που φτιάξαμε όλοι μαζί».
«Είναι οι ελπίδες, οι χαρές μας, η ζωή που θα θέλαμε να ζούσαμε αντί γι’ αυτήν που ζήσαμε», συμπλήρωσε η Ο, η οποία είχε ξεθυμώσει από τη ζήλια της για τον προηγούμενο γάμο του Α.
«Δεν έχω παιδιά», είπε και η Γ. «Η μικρή Ι. είναι τα αγέννητα παιδιά μου και τα αγέννητα παιδιά της μεγάλης Ι.»
«Όμως την αγαπάω...».
«Όλοι την αγαπάμε».
Έπεσε σιωπή. Όπως γίνεται κάθε φορά που κάποιος μιλάει για θάνατο. Νιώθαμε την απουσία του Μ., μας έλειπε και η μικρή Ι., το όνειρο που φτιάξαμε όλοι μαζί. Με τη μεγάλη Ι. ειδικά θα ήθελα να φτιάξω και το τέρας με τις δύο πλάτες. Να πάρω την πρέσα συμπίεσης από το πρόσωπό της. Να βγάλω τη ζωή της από την ανακύκλωση. Απόψε το βράδυ αργά, ένας λαθρέμπορος θα κοιμηθεί με μόνη παρέα μια παλιά ξιφολόγχη, που θέρισε ποιος ξέρει πόσες ζωές• ο Α. και η Ο. θα κοιμηθούνε μαζί και θα φτιάξουν το τέρας με τις δύο πλάτες ποιος ξέρει πόσες φορές• η Γ. θα κοιμηθεί με τον άντρα της και θα σκέφτεται τα αγέννητα παιδιά της• εγώ θα σκέφτομαι τη μεγάλη Ι.• ο θάνατος θα είναι δίπλα μας όμως δεν θα τον βλέπουμε γιατί θα τον κοιτάζουμε από τη λάθος μεριά• όλοι πάντως θα σκεφτόμαστε το φρουτένιο όνειρο που φτιάξαμε, το ροδακινένιο κορίτσι που μας έσωσε τη ζωή και μας κράτησε στα δύσκολα, λεσβία (;) και εικοσάχρονη, κούκλα με τα τζιν και τις γαλάζιες μπλούζες της, η Μελίνα στο ΠΑΣΟΚ της ζωής μας. Έτσι είναι πάντα, σκέφτηκα, αίμα γέννας, παρθενίας και θανάτου μαζί αναμεμιγμένα. Το τέρας με τις δύο πλάτες, μια ξιφολόγχη κι ένα εικοσάχρονο κορίτσι αγέννητο ακόμα... Ασυναίσθητα στραφήκαμε όλοι προς τον Σ., μόνο αυτός μπορούσε πια να μας σώσει:
«Λοιπόν, ο θάνατος είναι πολύ διαφορετικός από όλα όσα έχεις ζήσει», είπε ο Σ. «Δεν υπάρχουν λέξεις. Έρχεται σταδικά, σε κύματα – μπορεί οι γύρω να βλέπουν ότι ξεψυχάς ακαριαία, εσύ όμως θα το βιώσεις αλλιώς. Ας πούμε, θα βλέπεις τον κόσμο σταδιακά να αλλάζει. Θα το δεις όταν έρθει η ώρα. Όλα όσα ξέρεις θα αλλάξουν, θα γίνουν κάτι άλλο. Ας πούμε – αλλά μην το πάρεις κυριολεκτικά, προσπαθώ να πω με λέξεις κάτι που δε σηκώνει λέξεις – ότι ξυπνάς στο κρεβάτι σου και είσαι μόνος στον κόσμο. Σηκώνεσαι, πλένεσαι, ετοιμάζεσαι, το πρωινό ραδιόφωνο βγάζει παράσιτα, η κυκλοφορία στον δρόμο έχει σβήσει, η πόλη είναι όπως την ξέρεις μόνο που δεν υπάρχει κανένας άλλος. Θα σου πάρει καιρό να το συνηθίσεις αυτό. Διότι σκέψου, έχεις μάθει κάθε μέρα να πηγαίνεις στη δουλειά, να πλένεις τα ρούχα σου, να βλέπεις την οικογένεια, να βρίσκεις τους φίλους σου, θα σου πάρει καιρό να συνηθίσεις ότι όλα αυτά τέλειωσαν, πέρασαν. Είσαι μόνος στον κόσμο. Όμως δε φοβάσαι ούτε στεναχωριέσαι. Δώσε πολύ χρόνο εδώ, να συνηθίσεις την καινούργια κατάσταση. Θα έχεις όλη την πόλη δική σου. Κάνε βόλτες, εξερευνήσεις, μπες σε μαγαζιά, σε σπίτια, δες φωτογραφίες, παίξε πιάνο, μάθε μυστικά, ανέβα στο βουνό, όλη η πόλη δική σου. Θα έχεις ηλεκτρισμό, ο ηλεκτρισμός περνάει από τις πύλες του θανάτου. Θα έχεις επίσης πουλιά, σκιουράκια κι άλλα μικρά ζώα. Κι αυτά περνάνε από τις πύλες του θανάτου. Όχι όμως μεγάλα ζώα, όχι τέτοια. Αυτά δεν θα τα ‘χεις. Υπάρχουν και διάφορα άλλα που περνάνε από τις πύλες του θανάτου, θα τα δεις όταν έρθει η ώρα».
«Όταν λοιπόν περάσει καιρός και συνηθίσεις να είσαι ο μοναδικός κάτοικος της πόλης, θα έρθει η στιγμή να πας κάπου αλλού. Στο πιο σημαντικό μέρος. Ποιο είναι το πιο σημαντικό μέρος του κόσμου για σένα; Στην Αμερική, στην Ευρώπη, οπουδήποτε. Ποιο είναι αυτό το μέρος; Πού ανήκει η καρδιά σου; Όπου είναι, εκεί θα πρέπει να πας. Ακόμα και στην άλλη άκρη του κόσμου. Θα έχεις ποδήλατα, αυτοκίνητα, μηχανάκια, πάρε όποιο θες. Όλη η πόλη γεμάτη από αυτά. Ακόμα και αεροπλάνα, αν ξέρεις να πιλοτάρεις. Τα βενζινάδικα θα λειτουργούν στη διαδρομή, θα μπορείς να ανεφοδιάζεις, μόνο που θα πρέπει να το κάνεις μόνος σου. Θα πρέπει να πας στο πιο σημαντικό μέρος. Κι εκεί θα βρεις να σε περιμένει... Κάτι. Δε σου λέω τι. Μην πάει το μυαλό σου στα εύκολα, όχι κάποιος άνθρωπος ή κάποιο μήνυμα, όχι τέτοια. Δεν μπορείς καν να φανταστείς τι είναι. Θα το δεις αυτό το Κάτι όταν έρθει η ώρα του. Θα το συναντήσεις. Και τότε είναι που θ’ αρχίσει πραγματικά ο θάνατος, όλα τα προηγούμενα ήταν μόνο η εισαγωγή».
«Υπάρχουν κι άλλα που δεν σου είπα, π.χ. για τη σεξουαλικότητα του θανάτου. Ναι, ο θάνατος είναι και σεξουαλικός, φαλλικός. Θα χύνεις από παντού. Όταν έρθει η στιγμή, θα το δεις. Ή δεν σου είπα για τον ήχο του θανάτου. Θα έχει και κάποιους ήχους, θορύβους, ίσως τους ακούσεις σαν ντουφεκιά, ίσως αλλιώς. Ποιος ξέρει. Θα τα δεις όλα αυτά, και πολλά άλλα, όταν έρθει η στιγμή».
«Όλα αυτά βρίσκονται στο προφίλ του θανάτου, εκεί που δεν μπορούμε να δούμε. Έτσι είναι η ζωή ενός αγέννητου, η ζωή ενός ασύλληπτου, πριν από το τέρας με τις δύο πλάτες. Όμως μην ξεχνάς, τίποτα από αυτά που είπα δεν είναι κυριολεκτικό. Δεν υπάρχουν λέξεις για τον θάνατο, για το εντελώς διαφορετικό από όλα όσα ξέρουμε. Έκανα το καλύτερο που μπορούσα να κάνω με τις λέξεις».
Έσκυψα διακριτικά στον Σ. δίπλα μου: «φοβάμαι πως η μεγάλη Ι. θέλει να πεθάνει...» του ψιθύρισα. Δεν είπε τίποτα.
Το στέκι ήταν ένα οικογενειακό φαγάδικο του δρόμου, μια τρύπα που ίσα-ίσα χωρούσε τα απολύτως απαραίτητα: τρία τραπέζια, έναν πάγκο, μια τηλεόραση κι ένα μπιλιάρδο. Συγκέντρωνε περίεργες μορφές ζωής, κυρίως μεθυσμένους ταξιτζήδες, μαστόρια από τα κοντινά συνεργεία, κάτι τύπους αγνώστων στοιχείων και μικρολαθρέμπορους, όπως αυτός καλή ώρα που προσπαθούσε να μας πουλήσει μια ξιφολόγχη: «Από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο», είπε.
Την περιεργάστηκα λίγο. Ήταν σαν μικρό σπαθί, γκρίζα, στο χρώμα της διαψευσμένης ελπίδας, και κρύα. Όχι παγωμένη, όχι όπως η απόλυτη μοναξιά του τελευταίου ανθρώπου στον κόσμο, αλλά απλώς ψυχρή, όπως αυτή η ιδιαίτερη μοναξιά που διατηρείται στη συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους, κάνει την αναπνοή ρηχή και πικραίνει το πιο νόστιμο φαγητό. Αναρωτήθηκα πόσες καρδιές είχε κλέψει η ξιφολόγχη, πόσο ηπαρξυσμό είχε στο ιστορικό της (ηπαρξυσμός = ήπαρ + ξύνω, κάνω χαρακίρι ή υφίσταμαι διείσδυση αιχμηρού αντικειμένου που καταστρέφει το συκώτι μου• μεταφορικά, πίνω πολύ και παθαίνω κίρρωση του ήπατος). Φαντάστηκα έναν στρατιώτη να σκουπίζει τις κόκκινες κηλίδες από πάνω της. «Αυθεντική, κειμήλιο», συμπλήρωσε ο τύπος.
«Έλα, άιντε, πα να παίξουμε μπιλιάρδο» είπε η μικρή Ι. στον τύπο με την ξιφολόγχη για να τον ξεκολλήσει από το τραπέζι μας. Ό,τι ήταν η Μελίνα στο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, αυτό ήταν και η μικρή Ι. στον μικρόκοσμο του φαγάδικου: κερασένια μάτια, φραουλένια χείλη, ροδακινένιο δέρμα, ξεχώριζε σαν το γάλα μέσ’ στις μύγες. Και μόνο που τη σκέφτομαι, μου ‘ρχεται να φάω φρουτοσαλάτα. Η κόρη της οικογένειας που είχε το μαγαζί, μονάκριβη και παινεμένη, αρνάκι γάλακτος, αλλά και τιγράκι ταυτόχρονα, κάποτε έριξε μια ιστορική μπουνιά σε έναν τύπο που της μίλησε άσχημα, τον ξάπλωσε στο έδαφος. Τα πρωινά σπούδαζε υπολογιστές και ονειρευόταν μια μέρα να ξεφύγει από το φαγάδικο. Πάντα ένιωθα ότι ανέδυε μια μυρωδιά καθώς περνούσε δίπλα μας, ένα άρωμα, όχι όμως από κολώνια αλλά από τα ίδια της τα είκοσι χρόνια. Μυρίζουν τα εικοσάχρονα, μυρίζουν και δεν το ξέρουν, είναι αρωματικά χώρου. Την είχαμε λίγο σαν κόρη, λίγο σαν μικρή αδερφή, λίγο σαν φυλαχτό. Κρίμα για μας τους άντρες που ήταν λεσβία – ή τουλάχιστον έτσι δήλωνε. Όλοι κατά καιρούς είχαμε αναρωτηθεί τι κρύβεται κάτω από τις γαλάζιες μπλούζες που συνήθως φορούσε, όλοι περιμέναμε την ώρα και τη στιγμή που επιτέλους θα άφηνε το παλιοτζίν και θα έβαζε κάποιο σορτσάκι, κάποιο μίνι, να δούμε τα μυστικά της. «Φοβάμαι τους άντρες...» μου εξομολογήθηκε ένα βράδυ, «λέω ότι είμαι λεσβία να τους κρατάω σε απόσταση...». Πού να το φανταστείς ότι φοβόταν τους άντρες η Θηριοδαμάστρια των Ταξιτζήδων και η Ταυρομάχος των Μαστόρων! Δε νομίζω ακριβώς ότι την ποθούσα ερωτικά (δηλαδή, σαφώς και την ποθούσα), πολλές φορές προσευχήθηκα γι’ αυτήν να ζήσει μια χαρούμενη και ζευγαρωμένη ζωή, να βρει τον τύπο που θα της δείξει ότι οι άντρες έχουν και τα καλά τους εκτός από τα στραβά τους. Πάντως θα ήθελα να ήμουν από μια γωνιά, να έβλεπα την πρώτη φορά που η μικρή Ι. κι ένας άντρας (ή μια γυναίκα) θα έφτιαχναν το τέρας με τις δύο πλάτες, όπως έγραφε ο Σαίξπηρ. Πρέπει να ξεκολλήσω, έ;
«Να μην αγγαρέψω κανέναν να με γηροκομήσει», συνέχισε η μεγάλη Ι. Δίπλα μου ο Σ. της γέμισε το ποτήρι. «Παιδιά ούτε έκανα κι ούτε σκοπεύω πια να κάνω».
Ένα βράδυ την είχα δει να κάθεται μόνη της, έπινε κι έτρωγε χωρίς να νιώθει καμιά γεύση, δε μιλούσε σε κανέναν και κοιτούσε απλανώς το ποδόσφαιρο στην τηλεόραση (της άρεσε το ποδόσφαιρο, ήταν Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, θαύμαζε και τον Μέσι). Το πρόσωπό της ήταν σαν κουτάκι αναψυκτικού μέσα στην πρέσα συμπίεσης για την ανακύκλωση. Είπα στην Γ. (τη μαμά της μικρής Ι.) να της κεράσει το φαγητό, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω γι’ αυτήν, και μόνο που την έβλεπα ένιωθα κι εγώ την πρέσα συμπίεσης. Ένα άλλο βράδυ την πήρα και πήγαμε να χορέψουμε σ’ ένα μαγαζί με ζωντανή μουσική. Καταχάρηκε, το απόλαυσε με την καρδιά της. Εκείνο το βράδυ τη φίλησα κιόλας. Όσες φορές προσπάθησα να εκμαιεύσω πληροφορίες για τον φίλο της – ποιός είναι αυτός που κάνει τη μεγάλη Ι. να τρέχει σαββατοκύριακα στην επαρχία; – αυτή άλλαζε κουβέντα, «ας πούμε κάτι άλλο». Το μόνο που κατάφερα να μάθω, ότι ήταν ψηλός και φαρδύς σαν μποξέρ ο άντρας με το προνόμιο να βλέπει γυμνή τη μεγάλη Ι. κάθε βδομάδα. Έχω μια φωτογραφία της και την κοιτάζω τώρα καθώς γράφω. Αχ βρε μεγάλη Ι., τι πόνος...
Εκείνη τη στιγμή ήρθαν ο Α. και η Ο., ένα ζευγάρι φίλων: «Τα μάθατε; Πέθανε ο Μ.»
«Πέθανε ο Μ....»
Δεν τον ξέραμε πολύ όμως τον συμπαθούσαμε, ήταν μια από τις μορφές που σύχναζαν στο στέκι μας, ψηλός και πλακατζής, τα χέρια γεμάτα δαχτυλίδια. Ώστε δεν θα τον ξαναδούμε πια... Ένα στέκι δεν είναι μόνο το κτίριο και τα τραπέζια, δεν είναι μόνο το φαγητό και το ποτό. Είναι και τα παιδάκια που κοιμούνται καθώς οι γονείς παίζουν μπιλιάρδο, οι μεθυσμένοι που περιφέρονται από παρέα σε παρέα, τα πειράγματα, τα αλληλοκεράσματα και οι καβγάδες, οι καινούργιες φάτσες που δημιουργούν περιέργεια, οι γνωστές φάτσες που δημιουργούν οικειότητα. Κάτι από όλα αυτά να λείψει, το στέκι αλλάζει όνομα, είναι πλέον ένα καινούργιο μέρος. Ώστε πέθανε ο Μ... Ένα ρίγος διέτρεξε το φαγάδικο, τον δρόμο με τις καμμένες λάμπες, τις αποθήκες και τα συνεργεία, την πόλη ολόκληρη που δεν θα είναι πλέον η ίδια. Εικόνες πλημμύρισαν το μυαλό μου. Ένας στρατιώτης σκουπίζει το αίμα από μια ξιφολόγχη• η μεγάλη Ι. ξεπαρθενεύεται πλακωμένη κάτω από έναν μποξέρ, το τέρας με τις δύο πλάτες, αίμα στα σεντόνια• η μεγάλη Ι. στο κρεβάτι της κλινικής, σπρώχνει να βγάλει το μωρό από μέσα της• ξεπροβάλει ένα πλασματάκι σαν σποράκι, όλο αίμα και γλύκα, το κοιτάζω και είναι η μικρή Ι. Η καρδιά μου γίνεται παγωτό και λιώνει.
Με συνέφερε ο ήχος από καρέκλες που σέρνονταν, ο Α. κι η Ο. κάθισαν στο τραπέζι. Η Γ. ακούμπησε δυο ακόμα ποτήρια κι ένα μπουκάλι ουΐσκι. Ο Σ., όπως πάντα, ανέλαβε τον ρόλο του υδροχόου και γέμισε ό,τι άδειο ποτήρι βρήκε, τσουγκρίσαμε και ήπιαμε. Ξαφνικά οι καμένες λάμπες του δρόμου ζωντάνεψαν: ήρθε η μικρή Ι. να φέρει δυο πιάτα ακόμα φαγητό. Συνειδητοποίησα έναν πόνο στο χέρι μου. Κάπου το έκοψα και τα δάχτυλά μου είχαν γεμίσει αίμα, ίσως εκεί που περιεργαζόμουν την ξιφολόγχη. Το σκούπισα και σηκώθηκα διακριτά καθώς οι άλλοι κουβέντιαζαν. Πλεύρισα με τρόπο τη μεγάλη Ι.
«Εσύ είσαι η μαμά της μικρής Ι.;» της ψιθύρισα. «Γι’ αυτό και έχετε το ίδιο όνομα;»
Με κοίταξε χαμογελώντας πονηρά. Σσσσσς.... έκανε βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη, χωρίς να σπάσει καθόλου το κατεργάρικο χαμόγελό της. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφη γυναίκα. Θυμήθηκα κάποια βράδια που ερχόταν με τον αδερφό της και την κορούλα του, ένα πλασματάκι έξι χρονών που όλη την ώρα έπαιζε και φλυαρούσε. Πάντα περιεργαζόμουν τη μεγάλη Ι. μαζί με την ανηψιά της, πώς της έβγαινε όλο το μητρικό φίλτρο συμπυκνωμένο σαν ζαχαρούχο γάλα, πώς έχανε τη μισή της ηλικία. Σαράντα πέντε χρονώ η μια, έξι η άλλη, όμως η μεγάλη Ι. μαζί με το κοριτσάκι ήταν περίπτωση 45 + 6 = 20. Παιδιά ούτε έκανα κι ούτε σκοπεύω πια να κάνω... Τι πόνος.
«Θέλω να σε παντρευτώ» της ψιθύρισα στ’ αυτί. Συνέχισε να χαμογελάει πονηρά. Σημείωσα μέσα μου, κάποια στιγμή που θα βρεθούμε μόνοι μας να τη φιλήσω στα πεταχτά.
Η πληγή ξανάνοιξε και το αίμα έσταζε από τα ακροδάχτυλά μου, πήγα στην τουαλέτα να το πλύνω. Έκανα κατακόκκινο τον μικρό νιπτήρα. Σκέφτηκα αίμα γέννας, παρθενίας και θανάτου, όλα μαζί αναμεμιγμένα. Όλα αυτά μαζί στο μυαλό μου ήταν η μεγάλη Ι., η μαμά της μικρής Ι. (;) η οποία ήταν λεσβία (;). Αναρωτήθηκα αν θα γίνω πατέρας της μικρής Ι. έτσι και παντρευτώ τη μεγάλη Ι. Με συγκινούσε η σκέψη.
Βγήκα από την τουαλέτα και γύρισα στο τραπέζι μας. Πρόσεξα ότι η μικρή Ι. είχε σταματήσει να παίζει μπιλιάρδο με τον λαθρέμπορο, ο τύπος καθόταν μόνος σε μια γωνιά με την ξιφολόγχη περασμένη στη ζώνη. Η παρέα μου συζητούσε ακόμα για τον Μ. που έφυγε οριστικά. «Τον έχω δει μια φορά τον θάνατο», δήλωσε ο Α.
Τεντωθήκαμε όλοι προς το μέρος του. «Πες μας».
«Να σας πω, αν και ο πιο κατάλληλος να μιλήσει γι’ αυτό είναι ο Σ. ... τι λες;... (ο Σ. έκανε μια αρνητική χειρονομία) ... άντε καλά, ας πω εγώ».
Η κοπέλα του, η Ο., ξεφύσηξε θυμωμένα, ψυχανεμιζόταν τι θα ακολουθούσε και δεν της άρεσε καθόλου. Ζήλευε.
«Είδα τον θάνατο πριν οκτώ χρόνια, τότε που κοιμόμουν στους δρόμους» έκανε ο Α. «Τότε που ακόμη ήμουν διαλυμένος από το διαζύγιο, μου έλειπαν τα παιδιά μου και δε μ’ ένοιαζε αν ζω ή αν πεθαίνω. Τότε λοιπόν, ένα βράδυ, είδα τον θάνατο».
Η Ο. συγκεντρώθηκε στο πιάτο της κι έκανε πως τρώει με όρεξη.
«Αυτός που είδα εγώ ήταν άντρας, κοντόχοντρος και με μεγάλα χέρια, σαν αγρότης».
«Πού έγινε αυτό, εδώ πέρα;».
«Όχι, πιο μακριά, κάπου προς το κέντρο της πόλης. Ήμουν καθισμένος σ’ ένα παγκάκι κι έβγαλα να δω τι λεφτά έχω στην τσέπη. Ήθελα ακόμα μια μπύρα κι ένα πακέτο τσιγάρα. Θυμάμαι, είχα ένα μόνο χαρτονόμισμα. Μόλις το τράβηξα, τα κέρματα στην τσέπη πέσαν όλα χάμω».
Η Ο. δεν άντεξε άλλο: «Όμως, κανόνισε! Αργότερα το βράδυ... δύο φορές!». Έκανε μια χειρονομία τάχα ότι τον δέρνει.
«Και τρεις φορές!» φωνάξαμε.
«Το τέρας με τις δύο πλάτες!» είπα και βάλαν όλοι τα γέλια. Ήταν παράξενο ζευγάρι ο Α. κι η Ο. Αυτός με πατημένα τα σαράντα, ήδη διαζευγμένος και πατέρας, αυτή πιτσιρίκα, ψηλή και πανέμορφη. Έχει δουλέψει μοντέλο, έχει περάσει οντισιόν για ρόλους στην τηλεόραση, στο κινητό της έχει τα τηλέφωνα μερικών γνωστών τραγουδιστών και ηθοποιών, κάποτε έπαιξε σοβαρά με την ιδέα να μπει για τα καλά στο star system και να γίνει διάσημη. Τελικά όμως τα παράτησε όλα αυτά, έγινε ένα ακόμα πρόσωπο στο στέκι μας. Ευτυχώς για τον Α., ευτυχώς και για όλους εμάς.
«Τα κέρματα πέσαν όλα χάμω», συνέχισε ο Α. «Και τότε είδα τον θάνατο. Περπατούσε στο πεζοδρόμιο κι ερχόταν προς το μέρος μου, μάζευε τα πεταμένα κέρματα στο δρόμο. Τον κατάλαβα γιατί μπορούσα να τον δω μόνο απευθείας, στο προφίλ ήταν λεπτός σαν σπαθί, σαν ξιφολόγχη, αόρατος. Όταν μου γύρναγε το πλευρό, εξαφανιζόταν. Όταν με κοιτούσε απευθείας, τον έβλεπα κανονικά. Ερχόταν σιγά-σιγά, σκυμμένος, εξετάζοντας το έδαφος, ήξερα ότι αν μάζευε και τα δικά μου κέρματα θα πέθαινα».
«Και τι έγινε, τα μάζεψε;» ρώτησε άγρια η Ο.
«Έφτασε δίπλα μου, γύρισε κατά πρόσωπο και με ρώτησε τι ώρα είναι. Μου θύμιζε κάποιον από το χωριό μου. Είδα το ρολόι μου, έντεκα και τέταρτο, του απάντησα. Του είπα επίσης, δε μου φτάνουν τα λεφτά για μπύρα και τσιγάρα. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και μου έδωσε από τα δικά του – όλα κέρματα. Γέμισε το χέρι μου. Τον ευχαρίστησα, με χαιρέτισε και τράβηξε τον δρόμο του. Δεν ακούμπησε καθόλου τα δικά μου κέρματα χάμω. Μου έδωσε κι απ’ τα δικά του. Όταν γύρισε προφίλ, εξαφανίστηκε εντελώς».
Η Γ. είχε έρθε στο τραπέζι μας και άκουγε την ιστορία.
«Όμως, δεν ξέρω, καλύτερα να μιλήσει για τον θάνατο ο Σ. που έχει ήδη πεθάνει μια φορά...», κατέληξε ο Α. «Εμείς δεν έχουμε πεθάνει ακόμα».
«Ίσως ο θάνατος να είναι εδώ, μαζί μας», είπε η Γ. «Όμως δεν μπορούμε να τον δούμε γιατί μας έχει γυρισμένο το πλευρό. Είναι λεπτός σαν ξιφολόγχη».
Κοίταξα τη μεγάλη Ι. στο προφίλ όμως δεν εξαφανίστηκε. Αντίθετα, είδα έναν καταρράχτη μαλλιών και μια υπέροχη μισή μύτη, ένα υπέροχο μισό στόμα και ένα υπέροχο μάτι. Ξαφνικά ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι έλειπε. «Πού είναι η μικρή Ι.;» ρώτησα.
«Η μικρή Ι. δεν υπάρχει», μου εξήγησε ο Α. «Είναι ένα όνειρο που φτιάξαμε όλοι μαζί».
«Είναι οι ελπίδες, οι χαρές μας, η ζωή που θα θέλαμε να ζούσαμε αντί γι’ αυτήν που ζήσαμε», συμπλήρωσε η Ο, η οποία είχε ξεθυμώσει από τη ζήλια της για τον προηγούμενο γάμο του Α.
«Δεν έχω παιδιά», είπε και η Γ. «Η μικρή Ι. είναι τα αγέννητα παιδιά μου και τα αγέννητα παιδιά της μεγάλης Ι.»
«Όμως την αγαπάω...».
«Όλοι την αγαπάμε».
Έπεσε σιωπή. Όπως γίνεται κάθε φορά που κάποιος μιλάει για θάνατο. Νιώθαμε την απουσία του Μ., μας έλειπε και η μικρή Ι., το όνειρο που φτιάξαμε όλοι μαζί. Με τη μεγάλη Ι. ειδικά θα ήθελα να φτιάξω και το τέρας με τις δύο πλάτες. Να πάρω την πρέσα συμπίεσης από το πρόσωπό της. Να βγάλω τη ζωή της από την ανακύκλωση. Απόψε το βράδυ αργά, ένας λαθρέμπορος θα κοιμηθεί με μόνη παρέα μια παλιά ξιφολόγχη, που θέρισε ποιος ξέρει πόσες ζωές• ο Α. και η Ο. θα κοιμηθούνε μαζί και θα φτιάξουν το τέρας με τις δύο πλάτες ποιος ξέρει πόσες φορές• η Γ. θα κοιμηθεί με τον άντρα της και θα σκέφτεται τα αγέννητα παιδιά της• εγώ θα σκέφτομαι τη μεγάλη Ι.• ο θάνατος θα είναι δίπλα μας όμως δεν θα τον βλέπουμε γιατί θα τον κοιτάζουμε από τη λάθος μεριά• όλοι πάντως θα σκεφτόμαστε το φρουτένιο όνειρο που φτιάξαμε, το ροδακινένιο κορίτσι που μας έσωσε τη ζωή και μας κράτησε στα δύσκολα, λεσβία (;) και εικοσάχρονη, κούκλα με τα τζιν και τις γαλάζιες μπλούζες της, η Μελίνα στο ΠΑΣΟΚ της ζωής μας. Έτσι είναι πάντα, σκέφτηκα, αίμα γέννας, παρθενίας και θανάτου μαζί αναμεμιγμένα. Το τέρας με τις δύο πλάτες, μια ξιφολόγχη κι ένα εικοσάχρονο κορίτσι αγέννητο ακόμα... Ασυναίσθητα στραφήκαμε όλοι προς τον Σ., μόνο αυτός μπορούσε πια να μας σώσει:
«Λοιπόν, ο θάνατος είναι πολύ διαφορετικός από όλα όσα έχεις ζήσει», είπε ο Σ. «Δεν υπάρχουν λέξεις. Έρχεται σταδικά, σε κύματα – μπορεί οι γύρω να βλέπουν ότι ξεψυχάς ακαριαία, εσύ όμως θα το βιώσεις αλλιώς. Ας πούμε, θα βλέπεις τον κόσμο σταδιακά να αλλάζει. Θα το δεις όταν έρθει η ώρα. Όλα όσα ξέρεις θα αλλάξουν, θα γίνουν κάτι άλλο. Ας πούμε – αλλά μην το πάρεις κυριολεκτικά, προσπαθώ να πω με λέξεις κάτι που δε σηκώνει λέξεις – ότι ξυπνάς στο κρεβάτι σου και είσαι μόνος στον κόσμο. Σηκώνεσαι, πλένεσαι, ετοιμάζεσαι, το πρωινό ραδιόφωνο βγάζει παράσιτα, η κυκλοφορία στον δρόμο έχει σβήσει, η πόλη είναι όπως την ξέρεις μόνο που δεν υπάρχει κανένας άλλος. Θα σου πάρει καιρό να το συνηθίσεις αυτό. Διότι σκέψου, έχεις μάθει κάθε μέρα να πηγαίνεις στη δουλειά, να πλένεις τα ρούχα σου, να βλέπεις την οικογένεια, να βρίσκεις τους φίλους σου, θα σου πάρει καιρό να συνηθίσεις ότι όλα αυτά τέλειωσαν, πέρασαν. Είσαι μόνος στον κόσμο. Όμως δε φοβάσαι ούτε στεναχωριέσαι. Δώσε πολύ χρόνο εδώ, να συνηθίσεις την καινούργια κατάσταση. Θα έχεις όλη την πόλη δική σου. Κάνε βόλτες, εξερευνήσεις, μπες σε μαγαζιά, σε σπίτια, δες φωτογραφίες, παίξε πιάνο, μάθε μυστικά, ανέβα στο βουνό, όλη η πόλη δική σου. Θα έχεις ηλεκτρισμό, ο ηλεκτρισμός περνάει από τις πύλες του θανάτου. Θα έχεις επίσης πουλιά, σκιουράκια κι άλλα μικρά ζώα. Κι αυτά περνάνε από τις πύλες του θανάτου. Όχι όμως μεγάλα ζώα, όχι τέτοια. Αυτά δεν θα τα ‘χεις. Υπάρχουν και διάφορα άλλα που περνάνε από τις πύλες του θανάτου, θα τα δεις όταν έρθει η ώρα».
«Όταν λοιπόν περάσει καιρός και συνηθίσεις να είσαι ο μοναδικός κάτοικος της πόλης, θα έρθει η στιγμή να πας κάπου αλλού. Στο πιο σημαντικό μέρος. Ποιο είναι το πιο σημαντικό μέρος του κόσμου για σένα; Στην Αμερική, στην Ευρώπη, οπουδήποτε. Ποιο είναι αυτό το μέρος; Πού ανήκει η καρδιά σου; Όπου είναι, εκεί θα πρέπει να πας. Ακόμα και στην άλλη άκρη του κόσμου. Θα έχεις ποδήλατα, αυτοκίνητα, μηχανάκια, πάρε όποιο θες. Όλη η πόλη γεμάτη από αυτά. Ακόμα και αεροπλάνα, αν ξέρεις να πιλοτάρεις. Τα βενζινάδικα θα λειτουργούν στη διαδρομή, θα μπορείς να ανεφοδιάζεις, μόνο που θα πρέπει να το κάνεις μόνος σου. Θα πρέπει να πας στο πιο σημαντικό μέρος. Κι εκεί θα βρεις να σε περιμένει... Κάτι. Δε σου λέω τι. Μην πάει το μυαλό σου στα εύκολα, όχι κάποιος άνθρωπος ή κάποιο μήνυμα, όχι τέτοια. Δεν μπορείς καν να φανταστείς τι είναι. Θα το δεις αυτό το Κάτι όταν έρθει η ώρα του. Θα το συναντήσεις. Και τότε είναι που θ’ αρχίσει πραγματικά ο θάνατος, όλα τα προηγούμενα ήταν μόνο η εισαγωγή».
«Υπάρχουν κι άλλα που δεν σου είπα, π.χ. για τη σεξουαλικότητα του θανάτου. Ναι, ο θάνατος είναι και σεξουαλικός, φαλλικός. Θα χύνεις από παντού. Όταν έρθει η στιγμή, θα το δεις. Ή δεν σου είπα για τον ήχο του θανάτου. Θα έχει και κάποιους ήχους, θορύβους, ίσως τους ακούσεις σαν ντουφεκιά, ίσως αλλιώς. Ποιος ξέρει. Θα τα δεις όλα αυτά, και πολλά άλλα, όταν έρθει η στιγμή».
«Όλα αυτά βρίσκονται στο προφίλ του θανάτου, εκεί που δεν μπορούμε να δούμε. Έτσι είναι η ζωή ενός αγέννητου, η ζωή ενός ασύλληπτου, πριν από το τέρας με τις δύο πλάτες. Όμως μην ξεχνάς, τίποτα από αυτά που είπα δεν είναι κυριολεκτικό. Δεν υπάρχουν λέξεις για τον θάνατο, για το εντελώς διαφορετικό από όλα όσα ξέρουμε. Έκανα το καλύτερο που μπορούσα να κάνω με τις λέξεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.