Πάμε λίγο πίσω; Κάπου 4.000 χρόνια πίσω;
Η ιστορία έρχεται από την Αρχαία Αίγυπτο, Μέσο Βασίλειο. Στα αγγλικά έχει καθιερωθεί με τον άχαρο τίτλο The Eloquent Peasant, και δεν πρέπει να έχει μεταφραστεί ποτέ στα ελληνικά. Καταλαβαίνω ότι μάλλον είναι εντελώς άγνωστη στη χώρα της φέτας και του ελαιόλαδου.
Είναι μια ιστοριούλα στο κεφάλαιο: "Γιατί να συμβαίνουν άσχημα πράγματα σε καλούς ανθρώπους; Γιατί κόσμος να υποφέρει χωρίς να του αξίζει;" Όλοι έχουμε προβληματιστεί κι εξοργιστεί γι' αυτό, οι αρχαίοι το ίδιο όσο κι εμείς. Ας δούμε τι έχει να μας πει το 2.000 π.Χ. πάνω στο θέμα.
Ακολουθώ κυρίως τη μετάφραση του Parkinson, 1991, και παίρνω κάποιες ελευθερίες στην απόδοση ώστε να βγει κάτι που να διαβάζεται:
Ο ΧΩΡΙΚΟΣ ΜΙΛΟΥΣΕ ΥΠΕΡΟΧΑ
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας χωρικός που λεγόταν Κουν Ανούπ ("Τον Προστατεύει ο Άνουβις"), σύζυγος της Μερέτ, και ζούσε με την οικογένειά του στην ξερορεματιά του Νατρούν. Μια μέρα ο Κουν Ανούπ λέει στη γυναίκα του: "Θα πάω να πουλήσω εμπορεύματα, να φέρω ψωμί και προμήθειες για τα παιδιά". Ο Κουν Ανούπ φόρτωσε τα γαϊδούρια του με αλάτι, νάτρο, δέρματα πάνθηρα και τσακαλιού, ξύλο από τη Φαράφρα, λαχανικά, κυνήγι, βότανα, πολύτιμες πέτρες, φρούτα, όλα τα καλά της ξερορεματιάς του Νατρούν, και κίνησε νότια να τα πουλήσει στην πρωτεύουσα Χενέν-Νεσούτ.
Μετά από μέρες ταξιδιού, ο Κουν Ανούπ πλησίαζε πια στην πρωτεύουσα, ήδη προχωρούσε στο δρόμο δίπλα στο ποτάμι. Εκεί λοιπόν που περπατούσε, πέφτει πάνω σ' έναν τύπο στο ανάχωμα του ποταμιού. Λεγόταν Ντεχουτί Νεκτ κι ήταν γιος ενός αρχιεργάτη στα κριθαροχώραφα του Υψηλού Επόπτη Ρένσι. Μόλις αυτός είδε τα φορτωμένα γαϊδούρια του χωρικού τα έβαλε στο μάτι: "Με κάποιο κόλπο να του τα πάρω!..."
Ο δρόμος ήταν στενός. Απ' τη μια μεριά το ποτάμι, απ' την άλλη τα χωράφια. Ο Ντεχουτί Νεκτ είπε σ' έναν απ' τους ανθρώπους του: "Γρήγορα, τράβα σπίτι και φέρε ένα μεγάλο πανί!" Το άπλωσε στο δρόμο ώστε να κλείνει το πέρασμα, η άκρη στο ποτάμι κι η ούγια στο χωράφι. Όταν πλησίασε ο Κουν Ανούπ, ο Ντεχουτί Νεκτ φώναξε: "Πρόσεχε, χωρικέ! Μην πατήσεις το ρούχο μου!"
"Όπως αγαπάς", απάντησε ο Κουν Ανούπ, "δεν έρχομαι για καβγάδες" και πήγε να περάσει πιο πάνω.
"Μα τι κάνεις!" ξαναφώναξε ο Ντεχουτί Νεκτ, "δρόμο θ' ανοίξεις μέσα απ' το χωράφι;"
"Φίλε, δεν πάω γυρεύοντας. Όμως το ρούχο σου κλείνει τον δρόμο. Άσε μας να περάσουμε".
Καθώς λέγαν αυτά, ένα απ' τα τα γαϊδούρια του Κουν Ανούπ έριξε μερικές δαγκωματιές στο κριθάρι. "Κοίτα τι κάνει το ζώο σου!" είπε αγριεμένος ο Ντεχουτί Νεκτ, "τρώει το κριθάρι μου! Χωρικέ, θα στα πάρω τα γαϊδούρια σου γι' αυτό που μου κάναν!"
"Δεν έγινε τίποτα φοβερό", απάντησε ο Κουν Ανούπ, "να σε αποζημιώσω στο δεκαπλάσιο για το κριθάρι που έφαγε ο γάιδαρος".
"Ξέρεις σε ποιον ανήκουν αυτά τα χωράφια;" είπε ο Ντεχουτί Νεκτ.
"Ξέρω", απάντησε ο Κουν Ανούπ. "Στον Υψηλό Επόπτη Ρένσι, τον γιο του Μερού. Άνθρωπο ονομαστό, που δεν ανέχεται κλοπή στην επικράτειά του. Δεν είναι δυνατόν να ληστευθώ στη γη του!"
"Τότε θυμίσου αυτό που λέει ο κόσμος: η αξία ενός απλού ανθρώπου είναι ο αφέντης του. Και σκέψου ποιανού αφέντη είναι αυτός που σου μιλάει". Μ' αυτά τα λόγια, ο Ντεχουτί Νεκτ πήρε ένα ξύλο, τον έδειρε, του άρπαξε τα γαϊδούρια και τον παράτησε στη γη.
Φώναξε πολύ ο Κουν Ανούπ όμως ο Ντεχουτί Νεκτ είπε: "Μη φωνάζεις, χωρικέ, γιατί θα πας στην πόλη των νεκρών"
Ο Κουν Ανούπ απάντησε: "Με χτυπάς, μου παίρνεις τα γαϊδούρια μου, την πραμάτεια μου, θα πάρεις και τη φωνή μου; Ποιος νομίζεις ότι είσαι, ο Κύριος της Σιωπής; Δώσ' μου πίσω τα πράγματά μου! Δε θα σταματήσω να φωνάζω!"
Όμως του κάκου διαμαρτυρόταν ο Κουν Ανούπ για δέκα μέρες [δηλ. για μια "εβδομάδα", η οποία είχε 10 μέρες στην αρχαία Αίγυπτο]. Ο Ντεχουτί Νεκτ δεν του έδινε σημασία και φυσικά ήξερε ότι ο Υψηλός Επόπτης θα πιστέψει αυτόν, όχι έναν άγνωστο χωρικό. Στο τέλος, ο Κουν Ανούπ τράβηξε νότια στην πρωτεύουσα Χενέν-Νεσούτ να βρει τον Υψηλό Επόπτη Ρένσι.
Τον πέτυχε καθώς έβγαινε από το κατάλυμά του να μπει στη βάρκα: "Να σου πω τι μου συνέβη, ας έρθει ένας υπηρέτης σου ν' ακούσει την υπόθεσή μου". Όπως κι έγινε.
"Έχεις μάρτυρες;" ρώτησε ο Ρένσι.
"Όχι..." αναγκάστηκε να παραδεχτεί ο Κουν Ανούπ.
Ο Υψηλός Επόπτης συλλογίσθηκε την υπόθεση και την έθεσε στην ομάδα των συμβούλων του. Αυτοί αποκρίθηκαν: "Ωχ, τέτοια πράγματα συμβαίνουν συνέχεια με τους χωρικούς... Τώρα θα το κάνουμε θέμα για λίγο αλάτι και λίγο νάτρο;" Όμως ο Ρένσι παράμεινε σιωπηλός και δεν είπε τίποτα ούτε στους συμβούλους ούτε στον χωρικό. Μέχρι που ο Κουν Ανούπ πήγε και τον ξαναβρήκε:
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΟΥΝ ΑΝΟΥΠ: "Άρχοντά μου, Υψηλέ Επόπτη, να είσαι πιο μεγάλος απ' τους μεγάλους. Όταν βρεθείς στη Λίμνη της Αλήθειας το πανί σου να μείνει σταθερό, η βάρκα σου μην παρασυρθεί, τα σχοινιά της μην κοπούν και το τιμόνι της ατράνταχτο, μη βρεθείς πνιγμένος, τα κύματα μη σε πάρουν, μη νιώσεις την αγριάδα του νερού, μη δεις το πρόσωπο του φόβου. Μόνο δειλά ψαράκια να σου έρχονται άφθονα και παχιά θαλασσοπούλια θήραμα. Να είσαι πατέρας για το ορφανό, σύζυγος για τη χήρα, μητρική ποδιά για όσους χάσαν τη μάνα. Να τιμήσω τ' όνομά σου σ' όλη τη χώρα, να πω: να ένας ηγέτης χωρίς πλεονεξία, χωρίς υπεροψία, που καταστρέφει την πλάνη, φέρνει την αλήθεια, αποκρίνεται σ' αυτούς που τον φωνάζουν. Σου μιλώ κι άκουσέ με. Απέδωσε δικαιοσύνη, να είσαι έπαινος των επαινετών! Ξαλάφρωσέ με απ' το φορτίο που κουβαλώ, είμαι γεμάτος θλίψη, δες με!"
Αυτά είπε ο Κουν Ανούπ και γίναν στον καιρό του ευλογημένου Φαραώ Νεμπ Κάου Ρε. Ο Ρένσι, ο γιος του Μερού, πήγε στον Φαραώ: "Κύριέ μου, έχω μια υπόθεση μ' έναν χωρικό, λέει ότι κάποιος εργάτης στα χωράφια μου του έκλεψε την πραμάτεια του. Όμως αυτός ο χωρικός μιλάει όμορφα"
Ο Φαραώ απάντησε: "Καθυστέρησέ τον. Κράτα τον και μην αποκρίνεσαι. Αν μιλάει όμορφα, βάλε γραφιά να καταγράψει τα λόγια του, θέλω να τ' ακούσω. Φρόντισε όμως να 'χει φαγητό κι αυτός κι η οικογένειά του. Και καλύτερα μη μάθει ποιος τον συντηρεί".
Ο Ρένσι φρόντισε ο χωρικός να έχει κάθε μέρα ψωμί και μπύρα. Δεν του τα προσέφερε ο ίδιος, τ' άφηνε σ' έναν φίλο του να τα δίνει ώστε ο χωρικός μη μάθει ποιος τον συντηρεί. Ο Ρένσι έστειλε επίσης μήνυμα στον κοινοτάρχη της ξερορεματιάς του Νατρούν να φροντίσει η οικογένεια του χωρικού να 'χει τροφή. Κι ο Κουν Ανούπ ήρθε ακόμα μια φορά να ικετεύσει τον Υψηλό Επόπτη:
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΟΥΝ ΑΝΟΥΠ: "Άρχοντά μου, οι μεγάλοι να έχουν έναν μεγαλύτερο σε σένα, κι οι πλούσιοι έναν πλουσιότερο σε σένα. Να είσαι το πηδάλιο του ουρανού, o στύλος της γης, το νήμα της στάθμης. Πηδάλιο, να χαρείς, μη στρίψεις! Στύλε, μη λυγάς! Νήμα, μην παρεκκλίνεις! Σου λέω, έχει γίνει κλοπή. Τι θα κάνεις, θα σταθείς ανθρώπινος ή θεϊκός; Γιατί ακέραιος άνθρωπος που λαθεύει είναι ζυγαριά που παλαντζάρει. Ας μην κατακτήσει η αδικία τη γη, οι αξιωματούχοι ας μην ασχημονούν, οι δικαστές ας μη μεροληπτούν... Ας μην προκαλεί πόνο αυτός που θα 'πρεπε να ανακουφίζει τον πόνο. Ας μην αδικεί αυτός που θα 'πρεπε να τιμωρεί την αδικία"
Ο Ρένσι είπε: "Μιλάς έτσι και δε φοβάσαι τους υπηρέτες μου μη σε δείρουν;"
Ο Κουν Ανούπ απάντησε: "Εδώ είναι σα να κλέβει αυτός που θα 'πρεπε να επιστατεί, σα να νομοθετεί κλοπές ο κυβερνήτης. Ποιος θ' απομείνει να διώξει το κακό, να υπηρετήσει τη δικαιοσύνη; Εδώ η διαφθορά έχει κάνει κράτος με την αδικία, εξορίσαν την επανόρθωση. Είσαι ισχυρός και το χέρι σου δυνατό, όμως η καρδιά σου είναι μέσ' στην απληστία κι η συμπόνοια σ' εγκαταλείπει. Αλίμονο στον φουκαρά που καταστρέφεις! Γίνεσαι Βασιλιάς των Νεκρών, ξεπερνάς τη Μεγάλη Κυρία των Λοιμών. Όμως δες, το λιμάνι σου γεμάτο κροκόδειλους! Σώσε έναν ναυαγό που πνίγεται, στο χέρι σου είναι!"
Κι ο χωρικός ήρθε να τον ξαναπαρακαλέσει.
ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΟΥΝ ΑΝΟΥΠ: "Άρχοντά μου, να είσαι ο Ήλιος, ο άρχοντας του ουρανού. Όλοι να διψάν για σένα. Να είσαι το ετήσιο φούσκωμα του Νείλου που πρασινίζει τα λιβάδια. Όμως μη γίνεσαι καταστροφική πλημμύρα! Τιμώρησε την κλοπή, στάσου δίπλα στον φτωχό. Σκέψου την αιωνιότητα και θυμίσου τα λόγια: η δικαιοσύνη είναι σαν την ανάσα, και κανείς δεν θα ξεπερνά την ευθυκρισία σου. Όμως μήπως η ζυγαριά είναι πειραγμένη; Στάσου ίσος με την ακεραιότητα του Θεού του Ζυγίσματος! H καρδιά σου ας είναι το ζύγισμα, η γλώσσα σου το αντίβαρο, τα χείλη σου ο άξονας της ζυγαριάς. Μην ποτίζεις το φυτό του κακού και το αφήνεις να μεγαλώνει. Μη γίνεσαι αρπακτικό γεράκι που τρέφεται με ανυπεράσπιστα πουλιά, αδηφάγος κροκόδειλος, περαματάρης που κερδοσκοπεί για να περάσει τον κόσμο απέναντι στο ποτάμι".
Όταν ο χωρικός είπε αυτά τα λόγια, ο Υψηλός Επόπτης έβαλε υπηρέτες να του ρίξουν ένα χέρι ξύλο. Ο Κουν Ανούπ αναστέναξε: "Οπότε, ο γιος του Μερού απέμεινε τυφλός και κουφός;... Μια πόλη χωρίς κοινοτάρχη, ένα καράβι χωρίς καπετάνιο, μια ομάδα χωρίς αρχηγό; Ένας αστυνόμος που κλέβει, ένας δήμαρχος που λαδώνεται, ένας αξιωματούχος που γίνεται πρότυπο για τον εγκληματία;..."
Κι ο χωρικός ήρθε να παρακαλέσει άλλη μια φορά τον Ρένσι, τον γιο του Μερού. Τον βρήκε να βγαίνει από τον ναό του Χερυσάφ.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΟΥΝ ΑΝΟΥΠ: "Άρχοντά μου, να σε επαινεί ο Χερυσάφ που μόλις βγήκες απ' το ναό του. Σου λέω, σ' αυτή τη γη η καλοσύνη έχει τραυματιστεί, η ψευτιά ζει και βασιλεύει. Μήπως βούλιαξε η βάρκα; Και τότε πώς θα περάσει κανείς το ποτάμι απέναντι; Μήπως σε εγκατέλειψε η συμπόνοια; Αλίμονο στον φτωχό που καταστρέφεις! Μη γίνεσαι ασύδοτος κυνηγός που αφανίζει τα ψάρια του ποταμού, παγιδεύει τα νεροπούλια, ασύστολα τοξεύει τους ταύρους και καμακώνει τους ιπποπόταμους. Μαλάκωσε την καρδιά σου σ' αυτόν που ταπεινά σε παρακαλεί. Δες με, κοίταξέ με, όμως όχι αφ' υψηλού. Μη μου δίνεις την απάντηση της σιωπής! Αν ανεχθείς ένα παράπτωμα να μείνει ατιμώρητο, αυτό θα πολλαπλασιαστεί στη γη σου. Πλοηγέ, μην αφήσεις το πλοίο να ξεστρατίσει απ' τη ρότα! Ζωοδότη, μην αφήσεις τους ανθρώπους να πεθαίνουν! Σκιά δροσιστική, μη γίνεσαι καυτός ήλιος! Καταφύγιο, μην επιτρέπεις δαγκωματιές κροκόδειλων! Είναι τέταρτη φορά που έρχομαι και σε ικετεύω..."
Κι ο χωρικός πήγε άλλη μια φορά στον Υψηλό Επόπτη Ρένσι.
ΠΕΜΠΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΟΥΝ ΑΝΟΥΠ: "Άρχοντά μου, ο ψαράς καταστρέφει το ποτάμι, σπέρνει την πανωλεθρία στα ψάρια του. Μη γίνεσαι κι εσύ το ίδιο. Μη στερήσεις από έναν φτωχό την πραμάτεια του, είναι η ίδια του η ανάσα. Αν του τη στερήσεις, θα πάθει ασφυξία. Είσαι κριτής, ακούς υποθέσεις και βγάζεις ετυμηγορίες. Όμως δες, υποστηρίζεις τον κλέφτη. Πρέπει να είσαι παρόχθιο ανάχωμα για τον φτωχό, να τον προστατεύεις από τα νερά του ποταμού. Μην γίνεσαι άπατη λίμνη που τον ρουφά στο βυθό".
Κι ο χωρικός πήγε ακόμα μια φορά στον Ρένσι, τον γιο του Μερού.
ΕΚΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΟΥΝ ΑΝΟΥΠ: "Άρχοντά μου, Υψηλέ Επόπτη, ας είσαι δικαστής που διαλύει το ψεύδος, φέρνει την αλήθεια, την καλοσύνη, αλαφρώνει το βάρος του κακού. Ας είσαι χόρταση που σβήνει την πείνα, ρούχο που εξαφανίζει τη γύμνια, νερό που διώχνει τη δίψα, γαλήνιος ουρανός μετά την καταιγίδα που στεγνώνει τον βρεγμένο, φωτιά που μαγειρεύει το ωμό φαγητό. Μην αμελήσεις την υπόθεσή μου, γιατί έπεσα πάνω σε κάποιον που ποτίζει το χωράφι του με κακία και μεγαλώνει τα σπαρτά του με ψέματα. Εσύ όμως κρίνε με δικαιοσύνη. Αν οι κρίσεις σου είναι άδικες, ποιον θα βρεις να σε ακολουθεί μετά;"
Ε ναι... Ο χωρικός πήγε κι άλλη μια φορά στον Υψηλό Επόπτη.
ΕΒΔΟΜΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΟΥΝ ΑΝΟΥΠ: "Άρχοντά μου, να είσαι το τιμόνι όλης της χώρας κι αυτή να σαλπάρει με σένα πλοηγό. Να είσαι ο Θωθ που κρίνει αμερόληπτα. Συγχώρα με που σε ικετεύω και μη μου θυμώσεις. Σκέψου την υπόθεσή μου. Αν ο φτωχός δεν ακούσει τη δικαιοσύνη να του μιλά όταν τον ληστεύουν, τότε δε θα μείνει ζωντανός. To κορμί μου είναι γεμάτο πόνο κι η καρδιά μου γεμάτη θλίψη. Όταν ανοίγω το στόμα μου να μιλήσω, σπάνε τ' αναχώματα του ποταμού και το νερό ξεχύνεται. Εντάξει, συγκράτησα το νερό μου, έξυσα το μπαστούνι μου μην κάνει θόρυβο, έπλυνα το βρώμικό μου ρούχο. Τι άλλο να σου πω; Οι αξιωματούχοι πρέπει να υπηρετούν τη δικαιοσύνη, να είναι άρχοντες καλοσύνης και γιατροί που περιθάλπτουν τραύματα"
Κατά τα γνωστά... ο χωρικός πήγε ακόμα μια φορά στον Υψηλό Επόπτη.
ΟΓΔΟΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΟΥΝ ΑΝΟΥΠ: "Άρχοντά μου, η πλεονεξία είναι κακό πράγμα που καταστρέφει. Μακριά από πλεονέκτες! Ο πλεονέκτης κλέβει όμως κανένα καλό δε βρίσκει. Στήριξε έναν άνθρωπο στη δίκαιη υπόθεσή του! Οι αξιωματούχοι της χώρας θα 'πρεπε να 'ναι καταφύγια που προστατεύουν τον κόσμο από τους πλεονέκτες. Δες την καρδιά μου. Αυτός ο φτωχός που έρχεται και σε ικετεύει έχει φτάσει να μη φοβάται τίποτα πια. Εσένα το σπίτι σου έχει προμήθειες, το στομάχι σου γεμάτο, τα χωράφια σου πολλά, το κριθάρι σου άφθονο, τα δώρα που σου κάνουν αμέτρητα. Κι όμως φέρεσαι σαν να είσαι κλέφτης! Κάνε το δίκαιο, στο όνομα της Μαγιάτ, της τέλειας δικαιοσύνης! Να είσαι η γραφίδα, ο πάπυρος κι η παλέτα του Θωθ. Μίλα δίκαια, κρίνε δίκαια, και θα 'σαι σεβαστός. Να το θυμάσαι, τη δικαιοσύνη που θα κάνεις θα τη βρεις στην αιωνιότητα. Θα σε ακολουθήσει στην πόλη των νεκρών. Όταν έρθει η ώρα να σε σκεπάσει το χώμα, το όνομά σου δεν θα ξεχαστεί, θα σε θυμούνται για την καλοσύνη σου. H δικαιοσύνη που κάνει κάποιος είναι ο ίδιος ο αέρας που αναπνέει. Και δεν θα χαθεί, θα τον οδηγήσει στα Πεδία των Καλαμιών. Άκου τα λόγια μου, σου μιλάει ο ίδιος ο Ήλιος με το στόμα μου!"
Ε ναι, το μαντέψατε... ο χωρικός πήγε κ.λπ. κ.λπ.
ΕΝΑΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΟΥΝ ΑΝΟΥΠ: "Άρχοντά μου, η γλώσσα μου είναι ζυγαριά που ανιχνεύει το έλλειμμα και βάζει αντίβαρο την αλήθεια στο ψεύδος. Έχει κοντά ποδάρια το ψεύδος, δεν πάει μακριά, δεν μπαρκάρει σε βάρκα, δεν κωπηλατεί. Όποιος πλουτίζει με το ψεύδος μένει άκληρος. Όποιος σαλπάρει με το ψεύδος δε φτάνει στην ακτή, το πλοίο του δε δένει σε λιμάνι. Δεν έχει φίλους αυτός που κωφεύει στην αλήθεια. Όμως εσύ μένεις τυφλός σε κάποιον που σε κοιτάζει! Κλείνεις την πόρτα σου σε κάποιον που σε παρακαλεί! Τόσες φορές σε ικέτεψα και δε μ' ακούς. Δε μου μένει άλλο πια παρά να πεθάνω.
Ν' αυτοκτονήσω.
Θα μιλήσω για σένα μπροστά στον Άνουβι" [θυμίζω ότι το όνομα του χωρικού, Κουν Ανούπ, σημαίνει: "Τον Προστατεύει ο Άνουβις"]
Απάντησε ο Ρένσι: "Έλα εδώ χωρικέ". Οι γραφείς έφεραν τα καταγεγραμμένα λόγια του Κουν Ανούπ κι ο Υψηλός Επόπτης πήγε και τα διάβασε στον Φαραώ, τον ευλογημένο Νεμπ Κάου Ρε. Άγγιξαν την καρδιά του Φαραώ τα λόγια του Κουν Ανούπ. Κι ο βασιλιάς είπε στον Ρένσι: "Γιε του Μερού, βγάλε κρίση μόνος σου!"
Ο Ρένσι διέταξε τον Ντεχουτί Νεκτ να επιστρέψει στον χωρικό τα γαϊδούρια και την πραμάτεια του. Κι όλη η γη του Ντεχουτί Νεκτ, τα ζώα του, το σπίτι του, ο Ρένσι διέταξε να δοθούν αποζημίωση στον Κουν Ανούπ.
* * * * *
Οι φωτογραφίες από το σχετικό φιλμάκι του Σαντί Αμπντελσαλάμ, 1970.
Τη Λίμνη της Αλήθειας την ξέρουμε μόνο από το Βιβλίο των Νεκρών του Άνι, προφανώς κάποια λίμνη του αιγυπτιακού Κάτω Κόσμου (είχε αρκετές) με καθαρτήρια επίδραση, όμως οι Αιγύπτιοι δε μας είπαν περισσότερα γι'
αυτήν.
Κλείνω με λίγη αρχαία Αιγυπτιακή ραπ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.